Ο Αιακός ήταν γιος του Δία και της νύμφης Αίγινας, κόρης του ποταμού Ασωπού, οικιστής και πρώτος βασιλιάς του νησιού, που πρώτα ονομαζόταν Οινώνη και το οποίο κάποια στιγμή έμεινε χωρίς κατοίκους, κάτι που θυμίζει σοφόκλειους στίχους από την τραγωδία Οιδίπους τύραννος (56-57) —«τίποτε δεν αξίζει πύργος ή πλοίο χωρίς ανθρώπους να κατοικούν σε αυτά»— οὐδέν ἐστιν οὔτε πύργος οὔτε ναῦς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω. [Γενεαλογικό δένδρο] Αυτό έγινε όταν ο Ήρα έμαθε ότι ο Δίας απέκτησε κι άλλο γιο και από τον θυμό της έστειλε ένα φίδι σε ένα ποτάμι της Αίγινας, όπου γέννησε χιλιάδες αυγά και φίδια κατέκλυσαν το νησί. Και ακόμη, ένας ζεστός αέρας που κράτησε για μήνες, ξέρανε το νησί. Κάτω από αυτές τις σκληρές συνθήκες οι κάτοικοι του νησιού πέθαναν και ο Αιακός απόμεινε μόνος. Στις ικεσίες και τους θρήνους του απάντησε ο πατέρας του Δίας με κεραυνό και κάνοντας να φυτρώσει μια βαλανιδιά, το ιερό δέντρο του ουράνιου πατέρα. Όταν ο Αιακός είδε μια μεγάλη σειρά από μυρμήγκια που ζούσαν στο κοίλωμα του δέντρου να ανεβαίνουν στον κορμό της κρατώντας σπυριά, παρακάλεσε τον πατέρα του να του χαρίσει τόσους υπηκόους όσα ήταν και τα μυρμήγκια. Και ο Δίας μεταμόρφωσε τα έντομα σε ανθρώπους, και ο Αιακός τους καινούργιους κατοίκους της Αίγινας τους ονόμασε Μυρμιδόνες. [Εικ. 2, 3, 4, 5, 6] Αυτούς, αργότερα, τους βρίσκουμε να εκστρατεύουν στην Τροία με αρχηγό τον Αχιλλέα, απόγονο του Αιακού. Φυσικά, στον μύθο αυτό λανθάνει, σύμφωνα με τον Στράβωνα (8.6.16), το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Αίγινας χρησιμοποίησαν τον τρόπο των μυρμηγκιών για να ξεχερσώσουν τη γη και να την κάνουν καλλιεργήσιμη.
Γάμοι, απόγονοι, αδελφικές αντιζηλίες
Ο Αιακός παντρεύτηκε την Ενδηίδα από τα Μέγαρα, κόρη του Σκίρωνα, και έκανε δύο γιούς, τον Πηλέα, τον μετέπειτα πατέρα του ηρωικού Αχιλλέα, και τον Τελαμώνα, πατέρα του επίσης ηρωικού Αίαντα που ο μύθος τον θέλει να σηκώνει τον νεκρό Αχιλλέα και να τον μεταφέρει στο αχαϊκό στρατόπεδο, για να μην αποκτήσουν και σκυλεύσουν το σώμα του οι Τρώες.
Όμως αυτός δεν ήταν ο μόνος γάμος που συνήψε ο Αιακός ούτε και έμεινε μόνο με τα δύο αυτά αγόρια. Ερωτεύτηκε μια Νηρηίδα, την Ψαμάθη, που, όπως και η αδελφή της Θέτιδα, είχε την ικανότητα της μεταμόρφωσης. Για να αποφύγει τον Αιακό πήρε διάφορες μορφές, μέχρι που έγινε φώκια· ωστόσο, ο Αιακός κατάφερε να κοιμηθεί μαζί της. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ένα παιδί που δικαιολογημένα ονομάστηκε Φώκος. Όταν το παιδί μεγάλωσε, έφυγε από την πατρίδα του πατέρα του, τη Σαλαμίνα, για την Κεντρική Ελλάδα, όπου κατέκτησε τη χώρα που από εκείνον ονομάστηκε Φωκίδα. Εκεί παντρεύτηκε και έκανε παιδιά. Αργότερα πήγε στην Αίγινα, όπου οι διακρίσεις του στους αθλητικούς αγώνες προκάλεσαν τη ζήλεια των ετεροθαλών αδελφών του, οι οποίοι έριξαν κλήρο για να αποφασίσει η τύχη ποιος θα σκότωνε αυτόν που θα μπορούσε να είναι ο ξεχωριστός γιος του πατέρα τους. Ο κλήρος έπεσε στον Τελαμώνα, ο οποίος, καθώς γυμναζόταν, έριξε τον δίσκο του με τρόπο που να χτυπήσει τον Φώκο κατακέφαλα· μαζί τα δύο αδέλφια, Τελαμώνας και Πηλέας, έθαψαν το πτώμα σε ένα δάσος. Όταν ο Αιακός ανακάλυψε τη δολοφονία, εξόρισε τα παιδιά του από την Αίγινα· ο Τελαμώνας πήγε στη Σαλαμίνα και ο Πηλέας στη Φθία της Θεσσαλίας. Στο μεταξύ, άλλες πηγές αποδίδουν τον φόνο στον Πηλέα και το κίνητρο στη διάθεση των αδελφών να ικανοποιήσουν τη μητέρα τους:
Όταν ο Τελαμώνας και ο Πηλέας προκάλεσαν τον Φώκο σε αγώνα πεντάθλου και ήρθε η σειρά του Πηλέα να πετάξει την πέτρα, που χρησιμοποιούσαν αντί για δίσκο, επίτηδες πετυχαίνει τον Φώκο. Το έκαναν για να ευχαριστήσουν τη μητέρα τους, γιατί αυτοί είχαν γεννηθεί από την κόρη του Σκίρωνα, ενώ ο Φώκος όχι απ’ αυτή, αλλά από κάποια αδελφή της Θέτιδας, αν όσα λένε οι Έλληνες είναι ορθά.
(Παυσ.
2.29.9)
Δεν λείπει και η εκδοχή ότι και οι δυο μαζί, Τελαμώνας και Πηλέας, σκότωσαν τον ετεροθαλή αδελφό ή ότι ο θάνατος του Φώκου ήταν τυχαίος, όμως δεν μπόρεσαν να πείσουν ότι δεν υπήρχε φθόνος και δόλος. Ο Αιακός δεν δέχτηκε να επιστρέψει ο Τελαμώνας από την εξορία στον γενέθλιο τόπο του:
Όταν ο Φώκος σκοτώθηκε χτυπημένος από τον δίσκο, τα παιδιά της Ενδηίδας επιβιβάστηκαν σ' ένα καράβι κι έφυγαν. Αργότερα ο Τελαμώνας στέλνοντας κήρυκα αρνιόταν ότι είχε σχεδιάσει τον θάνατο του Φώκου, αλλά ο Αιακός δεν του επέτρεψε να αποβιβαστεί στο νησί και του είπε, αν ήθελε, να απολογηθεί από το καράβι ή από επιχωμάτωση στη θάλασσα. Έτσι κατέπλευσε στο λιμάνι που λέγεται Κρυπτό και τη νύχτα έκανε επιχωμάτωση, που ολοκληρώθηκε και υπάρχει μέχρι σήμερα. Επειδή όμως κρίθηκε ένοχος για τον φόνο του Φώκου, έφυγε για δεύτερη φορά στη Σαλαμίνα.
(Παυσ.
2.29.10)
Αυτή τη φορά η φυγή ήταν οριστική.
Όταν ο Δίας όρισε ως τιμωρία του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα, για τη συνωμοσία που είχαν εξυφάνει εναντίον του, να υπηρετήσουν με τη μορφή θνητών τον Λαομέδοντα, τον βασιλιά της Τροίας, εκείνος τους ζήτησε να τειχίσουν την Τροία —που ονομάζεται και Πέργαμος. Και αυτοί το έπραξαν έχοντας και τον Αιακό στο πλάι τους. Έτσι, τα τείχη δεν κτίστηκαν μόνο από θεούς, κάτι που θα έκαμνε την Τροία άπαρτη, ακόμη και από θεούς. Πράγματι, όταν τελείωσε το χτίσιμο, δράκοντες εφόρμησαν στα τείχη και μπόρεσαν να τα υπερπηδήσουν μόνο στο τμήμα που είχε κτιστεί από τον Αιακό. Και ο Απόλλωνας προφήτεψε τότε πως η Τροία θα κατακτηθεί περισσότερες από μία φορές και πως στους κατακτητές θα βρίσκονται και Αιακίδες, όπως και έγινε με τον Τελαμώνα αρχικά στο πλάι του Ηρακλή, τον Νεοπτόλεμο αργότερα, γιο του Αχιλλέα και δισέγγονου του Αιακού. (Πίνδ., Ο. 8.30-46)
Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Αιακός ανακάλυψε το ασήμι και έκοψε το πρώτο νόμισμα. Άνθρωπος σοφός, δίκαιος και ευσεβής, κυβέρνησε την Αίγινα με αυτές τις αρετές. Και επειδή είχε βάλει τη δικαιοσύνη πάνω από τους γιους του και τους εξόρισε για το έγκλημά τους —τον φόνο του ετεροθαλή αδελφού τους Φώκου— τον είχαν σε εκτίμηση όλοι οι Έλληνες. Κάποτε μάλιστα που έπεσε μεγάλη ξηρασία σε όλη την Ελλάδα ως τιμωρία που ο Πέλοπας είχε σκοτώσει, διαμελίσει και σκορπίσει τα μέλη του βασιλιά της Αρκαδίας Στύμφαλου, το μαντείο των Δελφών χρησμοδότησε πως μόνο ο Αιακός μπορούσε να τους σώσει. Σύμφωνα με τον Ισοκράτη, ήταν οἱ προεστῶτες τῶν πόλεων ἱκετεύοντες αὐτὸν, γιατί είχε πέσει ξηρασία και νομίζοντες διὰ τῆς συγγενείας καὶ τῆς εὐσεβείας τῆς ἐκείνου τάχιστ᾽ ἂν εὑρέσθαι παρὰ τῶν θεῶν τῶν παρόντων κακῶν ἀπαλλαγήν (Ευαγ. 14.6). Πράγματι, ο Αιακός προσευχήθηκε στον πατέρα όλων και δικό του πατέρα, τον Δία, που άκουσε την προσευχή του αγαπημένου γιου και έστειλε καταρρακτώδη βροχή. Και έκτοτε ἱερὸν ἐν Αἰγίνῃ κατεστήσαντο κοινὸν τῶν Ἑλλήνων, οὗπερ ἐκεῖνος ἐποιήσατο τὴν εὐχήν (ό.π. 15.2).
Ο Δίας είχε ιδιαίτερη συμπάθεια σε αυτόν τον ευσεβή και δίκαιο γιο και θέλησε να τον κάνει αγέραστο, αλλά αυτό ξεπερνούσε τη δικαιοδοσία του. Όμως όταν πέθανε ο Αιακός και κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, τον υποδέχτηκαν ο Άδης και η Περσεφόνη με μεγάλες τιμές και τον όρισαν κλειδούχο και κριτή του Άδη μαζί με δυο άλλους γιους του Δία, τον Ραδάμανθη και τον Μίνωα. [Εικ. 7, 8, 9, 10, 11, 12] Και ο μεν πρώτος έκρινε τους Ασιάτες νεκρούς, ο Αιακός τους Ευρωπαίους και ο Μίνωας αυτούς για τους οποίους οι αδελφοί του είχαν αμφιβολίες (Πλ., Γοργ. 523e-524a). Αλλά, βέβαια, η προσθήκη του τρίτου δικαστή είναι πλατωνική, ο Όμηρος αγνοεί το γεγονός. [Για μια αριστοφανική απόδοση του Αιακού βλ. εδώ]
Οι Αιγινήτες τιμούσαν ιδιαίτερα τη μνήμη του, μάλιστα διοργάνωναν ετήσιες γιορτές, τα Αιάκεια. Στο κέντρο της πόλης υπήρχε το Αιάκειο ιερό, χτισμένο με άσπρο μάρμαρο, όπου σύμφωνα με μια παράδοση βρισκόταν ο τάφος του περιτριγυρισμένος από ελιές. Εκτός από την Αίγινα τιμούσαν την μνήμη του σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Στην Αθήνα μάλιστα μια σειρά από σημαντικές οικογένειες θεωρούσαν ότι κατάγονταν από τον Αιακό. Πολλοί ένδοξοι Αθηναίοι όπως ο Μιλτιάδης, ο Κίμωνας, ο Θουκυδίδης και ο Αλκιβιάδης ανήκαν στους Αιακίδες.
Σχετικά λήμματα
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΣΩΠΟΣ, ΗΡΑ, ΜΙΝΩΑΣ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ, ΤΕΛΑΜΩΝΑΣ, ΨΑΜΑΘΗ