Άσκηση στην πολυσημία των λέξεων, η λ. «βάζω»

Η λέξη βάζω μπορεί να έχει τις παρακάτω σημασίες: τοποθετώ, αποταμιεύω, σφετερίζομαι, τρέχω, παραγκωνίζω, καταπιέζω, αφήνω, εξαπατώ, κλείνω, ντύνομαι, παντρεύομαι, αλείφω, υποκύπτω, υποχωρώ 

Προσπάθησε να βρεις ποια σημασία ταιριάζει σε καθεμιά από τις παρακάτω προτάσεις.
Τα βιβλία να τα βάλεις κατά μέγεθος.
Δούλευε όλο το καλοκαίρι κι έβαλε στην άκρη αρκετά χρήματα. 
Προσπαθούν να βάλουν χέρι στην περιουσία της.
Για να φτάσει έγκαιρα έβαλε φτερά στα πόδια του.
Ο διαιτητής τον έβαλε στον πάγκο.
Της έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι.
Ήρθε η ώρα να βάλετε στην άκρη τις διαφορές σας.
Με την πονηριά του κατάφερε να τον βάλει κι αυτόν στο σακί.
Η επιχείρηση έβαλε λουκέτο μετά την οικονομική κρίση.
Έβαλε το μπουφάν του κι έφυγε.
Τελικά, έβαλε κι η Μαρία την κουλούρα!
Μου βάζεις λίγο αντηλιακό στην πλάτη;
Να μην το βάλεις κάτω. Να συνεχίσεις να αγωνίζεσαι.
Με το που είδε τα δύσκολα το 'βαλε στα πόδια!