Ο Ταλθύβιος αναφέρεται ως ο κήρυκας του Αγαμέμνονα, ο οποίος πριν από τον Τρωικό Πόλεμο πήγε, με τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, στην Κύπρο για να ζητήσουν από το βασιλιά Κινύρα να τους συντρέξει, αν και ο ίδιος δεν ήταν πολεμιστής. Στην Τροία πλέον ο Όμηρος τον παρουσιάζει πάντα πρόθυμο να εκτελεί τις εντολές του Αγαμέμνονα αποκαλώντας τον και θείον κήρυκα που η λαλιά του έμοιαζε με αυτή των θεών (Τ 250). Τον αποκαλεί και αγγελιαφόρο του Δία και των ανθρώπων όταν περιγράφει πως έσπευσε με τον τρωαδίτη κήρυκα Ιδαίο να χωρίσουν τον Αίαντα και τον Έκτορα, οι οποίοι ετοιμάζονταν να μονομαχήσουν. Ο Ταλθύβιος εμφανίζεται ήδη στην πρώτη ραψωδία, όταν μαζί με τον άλλο κήρυκα, τον Ευρυβάτη, στάλθηκαν από τον Αγαμέμνονα στον Αχιλλέα για να πάρουν τη Βρισηίδα. Και οι δυο απρόθυμα εκτέλεσαν την εντολή του Ατρείδη και έδειξαν συστολή και φόβο μπροστά στον Αχιλλέα, ο οποίος όμως τους δέχτηκε με τον σεβασμό που πρέπει σε κήρυκες που εκτελούν εντολές και ζήτησε από τον Πάτροκλο να οδηγήσει την κόρη σε εκείνους. Εκείνη πάλι τους ακολούθησε λυπημένη (Α 331-348), ενώ ο Ταλθύβιος τη δέχτηκε ἐρυθριῶν (Λιβάνιος 5,1,26,5). [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8]
Από τον Αγαμέμνονα πάλι στάλθηκε στον Μαχάονα, τον γιατρό των Αχαιών, για να δει το τραύμα του Μενέλαου, που του το προκάλεσε ο Τρώας Πάνδαρος (Δ 192-208). Μαζί με τον κήρυκα των Τρώων Ιδαίο σταματούν τη μονομαχία ανάμεσα στον Έκτορα και τον Αίαντα τον Τελαμώνιο (Η 273-282). Παρευρίσκεται σε διάφορες θυσίες, όπως των όρκων που θα έπαιρναν Αχαιοί και Τρώες πριν από τη μονομαχία του Μενέλαου με τον Πάρη, η οποία θα καθόριζε την έκβαση του πολέμου: και απόστειλεν ο μέγας Αγαμέμνων / στα πλοία τον Ταλθύβιον να φέρει το κριάρι / και υπάκουσε ο Ταλθύβιος στον κραταιόν Ατρείδην. (Γ 118-120, μετ. Ι. Πολυλάς) Στον όρκο συμφιλίωσης που ετοιμάζεται να δώσει ο Αγαμέμνονας στον Αχιλλέα, ο Ατρείδης ζητά από τον Ταλθύβιο να ετοιμάσει χοίρο για τη θυσία προς τον Ήλιο και τον Δία (Τ 195-196). Αυτός τον φέρνει και τον κρατά πλησίον / εις τον ποιμένα των λαών (Τ 249-250) και αυτός ρίχνει το θυσιασμένο ζώο στους αφρούς της θάλασσας, τα ψάρια να τον φάγουν (Τ 265-266).
Από τους τρεις τραγικούς ο Ευριπίδης είναι αυτός που αξιοποιεί περισσότερο τη μορφή του Ταλθύβιου και φωτίζει πτυχές του, άλλοτε ως κήρυκας που εκτελεί εντολές, άλλοτε ως παρατρεχάμνος της εξουσίας.
Στην τραγωδία Ιφιγένεια εν Αυλίδι ο Αγαμέμνονας αναφέρει πως ήταν έτοιμος να ζητήσει από τον Ταλθύβιο να διαλαλήσει την εντολή του για απόλυση του συγκεντρωμένου στην Αυλίδα στρατεύματος των Αχαιών, γιατί δεν επιθυμούσε να εκτελέσει τον χρησμό και να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια, προκειμένου να κατευναστεί η οργή της Άρτεμης και η θεά να δώσει ούριο άνεμο, ώστε να ξεκινήσει η εκστρατεία (στ. 95). Ωστόσο, πείστηκε για τη θυσία και έστειλε τον κήρυκα, μαζί με τον Οδυσσέα, να ζητήσουν από την Κλυταιμνήστρα να τους δώσει την Ιφιγένεια με το πρόσχημα ότι θα την πάντρευε ο πατέρας της με τον Αχιλλέα στην Αυλίδα. Στην ίδια τραγωδία, στη σκηνή της θυσίας της Ιφιγένειας ο Ταλθύβιος προστάζει στο στράτευμα σεμνή σιγή, όπως ήταν επιβεβλημένο σε κάθε θυσία –εξάλλου, αυτή ήταν η δουλειά των κηρύκων στις θυσίες (στ. 1563-64).
Στην τραγωδία Ορέστης ο αγγελιαφόρος, που μεταφέρει στον Ορέστη, την Ηλέκτρα, τον Πυλάδη ποιοι μίλησαν στη συνέλευση των Αχαιών και τι είπε και πρότεινε ο καθένας για την τύχη του μητροκτόνου, παρουσιάζει τον Ταλθύβιο όπως στην Ιλιάδα, πιστό στον Αγαμέμνονα, όμως με τρόπο αρνητικό, σαν ένα πρόσωπο που δεν λέει καθαρά τη γνώμη του αλλά πηγαίνει κατά εκεί που φυσά ο άνεμος της εξουσίας (στ. 885-897). Ωστόσο, σύμφωνα με μεταγενέστερους συγγραφείς (Νικόλαος Δαμασκηνός, 1ος αι. π.Χ.), η σωτηρία του δεκάχρονου παιδιού οφειλόταν στον κήρυκα του Αγαμέμνονα Ταλθύβιο (Άλλες εκδοχές). Σε μια εικαστική εκδοχή ο Ταλθύβιος επιχειρεί να σώσει τον ενήλικο Ορέστη, και να αποφευχθεί το ξεκλήρισμα της γενιάς, αρπάζοντας τον πέλεκυ από το χέρι της Κλυταιμνήστρας, η οποία τρέχει εναντίον του γιου της που ήδη είχε βυθίσει το ξίφος στον Αίγισθο (ερυθρόμορφη πελίκη, 500 π.Χ.). [Εικ. 9, 10]
Στις τραγωδίες Εκάβη και Τρωάδες ο Ευριπίδης δίνει στον Ταλθύβιο πρωταγωνιστικό ρόλο. Απευθυνόμενος στην Εκάβη ως αγγελιαφόρος θα περιγράψει όλο το τελετουργικό της θυσίας της κόρης της Πολυξένης· την είχε ζητήσει ο νεκρός Αχιλλέας ως τιμητικό δώρο, γέρας, για να είναι μαζί του στον κάτω κόσμο και, επιτέλους, να πάψει η οργή του και να δώσει ούριο άνεμο ώστε τα πλοία των Αχαιών να αποπλεύσουν από την καμένη Τροία –ο Τρωικός πόλεμος θα τελείωνε όπως ακριβώς είχε ξεκινήσει (Ευρ., Εκάβη 520-582, μετ. Κ. Γεωργουσόπουλος).
Όταν όλα τα παιδιά του Πρίαμου και της Εκάβης θα είναι νεκρά, ο Ταλθύβιος θα ανακοινώσει στην Ανδρομάχη την απόφαση των Αχαιών να σκοτώσουν τον γιο της Αστυάνακτα, στερώντας την τελευταία παρηγοριά και ελπίδα από τη γιαγιά Εκάβη ότι θα μπορούσε ίσως στο μέλλον να υπάρξει κάποια εκδίκηση από αυτόν τον μοναδικό γόνο της βασιλικής οικογένειας για όλους τους θανάτους που προκάλεσαν οι Αχαιοί (Ευρ., Τρωάδες 685-790, μετ. Θ. Σταύρου). Σε μια σκηνή γεμάτη πάθος, ο Ταλθύβιος θα δείξει τον δισταγμό, και τον αποτροπιασμό του, για την απόφαση των Ελλήνων να σκοτώσουν το παιδί και να εκβιάσουν τη μάνα με τη μη ταφή του παιδιού της σε περίπτωση που εκείνη αντιστεκόταν ή γέμιζε κατάρες το εχθρικό στράτευμα.
Ο Ταλθύβιος δεν κατονομάζεται από τον Αισχύλο στην τραγωδία Αγαμέμνων, αλλά αυτός είναι ο κήρυκας που επιστρέφει λίγο πριν από τον Αγαμέμνονα και αφηγείται τα του ταξιδιού (στ. 503-680). (Πρβλ. Scholia in Aeschylum (scholia vetera) Ag, hypothesis-epigram-scholion hyp, 6 και 22· Scholia in Aeschylum (scholia recentiora Demetrii Triclinii) Ag, hypothesis-scholion hyp, 7).
Ο Αριστοτέλης γράφει ότι ο τάφος του Ταλθύβιου βρισκόταν στις Μυκήνες (απόσπ. 640, γραμμή 116)· το ίδιο αναφέρεται και σε επίγραμμα: Ταλθύβιον θεράποντα, θεῶν κήρυκα καὶ ἀνδρῶν, / ὧδε Μυκηναίων δῆμος ἔθαψεν ἅπας (92.1). Ο Παυσανίας αναφέρει τάφο του στο Αίγιο και στη Σπάρτη (3.12.7 και 7.24.1.3-5 αντίστοιχα), όπου και τον τιμούσαν ως ήρωα. Μάλιστα, κατά τον Ηρόδοτο, ο Ταλθύβιος, του οποίου οι απόγονοι ονομάζονταν Ταλθυβιάδαι και είχαν το προνόμιο να αποστέλλονται ως κήρυκες της Σπάρτης, θύμωσε με τους Σπαρτιάτες, επειδή σκότωσαν τους κήρυκες που είχε στείλει ο Δαρείος στην Ελλάδα και τους τιμώρησε με δεινά ώσπου να πάρει ικανοποίηση (Ηρόδ. 7.134).
Το όνομα του Ταλθύβιου είναι συνδεδεμένο και με τα μυστήρια της Σαμοθράκης, μυστήρια που σχετίζονται με τη σωτηρία από διάφορα χρέη και από τρικυμίες σε τούτη τη ζωή αλλά και με μια σωτηρία μετά τον θάνατο που προϋποθέτει έναν περισσότερο ηθικό βίο. Σε αρχαϊκό υπόλειμμα που βρέθηκε το 1790 στη Σαμοθράκη και σήμερα βρίσκεται στο Λούβρο, δείχνει τον κήρυκα και εγγυητή της ελεύθερης κυκλοφορίας των πρέσβεων Ταλθύβιο μαζί με τον Αγαμέμνονα, και τον Επειό, τον κατασκευαστή του Δούρειου ίππου. [Εικ. 11]. Ο Όμηρος υπαινίσσεται τα μυστήρια της Σαμοθράκης και μεταγενέστεροι συγγραφείς τον αναφέρουν ανάμεσα σε μυημένους, όπως ο Οδυσσέας, o Κάδμος, o Θάσος, o Φιλοκτήτης, o Ορφέας· μεταγενέστεροι μυημένοι είναι ο Ηρόδοτος, ο Λύσανδρος της Σπάρτης, ο Ανταλκίδας, η Ολυμπιάδα και ο Φίλιππος. ο Αινείας, ο Ουάρρων, ο Πείσων, Ρωμαίοι διοικητές, ενώ μάλλον δεν μένουν αδιάφοροι και οι κήρυκες της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού, όπως ο Παύλος –αν θεωρήσουμε τη στάθμευση στο νησί ηθελημένη (Πράξεις, ιστ’ 11).
Άγνωστο αν ο κήρυκας Ταλθύβιος ταυτίζεται ή συγγενεύει με τον ομώνυμο οικιστή της Τεγέας στην Κρήτη (Στέφ. Βυζ. Τεγέα).
Σχετικά λήμματα
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ,ΑΙΑΝΤΑΣ, ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ, ΑΣΤΥΑΝΑΚΤΑΣ, ΑΧΙΛΛΕΑΣ, ΒΡΙΣΗΙΔΑ, ΕΚΑΒΗ, ΕΚΤΟΡΑΣ, ΕΥΡΥΒΑΤΗΣ, ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ, ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ, ΜΕΝΕΛΑΟΣ, ΟΡΕΣΤΗΣ, ΠΑΝΔΑΡΟΣ, ΠΑΡΗΣ, ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ, ΠΟΛΥΞΕΝΗ, ΠΡΙΑΜΟΣ,