Αρχαία ελληνική μυθολογία

Τρώες

ΒΡΙΣΗΙΔΑ / ΙΠΠΟΔΑΜΕΙΑ




Βρισηίδα Βρισηίδα Ο Ευρυβάτης και ο Ταλθύβιος οδηγούν τη Βρισηίδα μακριά από τον Αχιλλέα Η απομάκρυνση της Βρισηίδας Βρισηίδα Βρισηίδα Απομάκρυνση της Βρισηίδας. Απομάκρυνση της Βρισηίδας Βρισηίδα

καὶ οἱ μέγιστοι πόλεμοι διὰ γυναῖκας ἐγένοντο.
ὁ Ἰλιακὸς δι' Ἑλένην, ὁ λοιμὸς διὰ Χρυσηίδα,
Ἀχιλλέως μῆνις διὰ Βρισηίδα
(Αθήν., Δειπν. 13.10.4)

 

Η Βρισηίδα ήταν κόρη του Βρίση ή Βρισέα (Ιλ. Α 390, Ι 132) –μόνο ο Απολλόδωρος την αναφέρει ως κόρη του Χρύση: Ἀχιλλεὺς δὲ μηνίων ἐπὶ τὸν πόλεμον οὐκ ἐξῄει διὰ Βρισηίδα ... τῆς θυγατρὸς Χρύσου τοῦ ἱερέως (Επιτ. 4.1). Κατά μια άποψη, ήταν ξαδέλφη της Χρυσηίδας, μια και οι πατεράδες τους, Χρύσης και Βρίσης, ήταν αδέλφια και ιερείς και οι δυο του Απόλλωνα. Το κανονικό της όνομα ήταν Ιπποδάμεια αλλά έμεινε γνωστή με το πατρωνυμικό της ως κόρη του Βρίση. Τόπος καταγωγής της ήταν η Λέσβος ή η Λυρνησσός της Μυσίας, όπου ο πατέρας της ήταν ιερέας. Ο Όμηρος την παρομοιάζει με τη χρυσή Αφροδίτη (Τ 281, το ίδιο και ο Λουκιανός –Υπέρ των εικόνων 24.11), ενώ μεταγενέστερες παραδόσεις την περιγράφουν ως την προσωποποίηση της γυναικείας ομορφιάς και κομψότητας –ψηλή, μελαχρινή, με βλέμμα λαμπερό και δέρμα φωτεινό, σμιχτά φρύδια, ωραίο ντύσιμο: ἡ δὲ Ἱπποδάμεια ἡ καὶ Βρισηὶς ἦν μακρή, λευκή, καλλίμασθος, εὔστολος, σύνοφρυς, εὔρινος, μεγαλόφθαλμος, κεχολλαϊσμένα ἔχουσα βλέφαρα, οὐλόθριξ, ὀπισθόκομος, φιλόγελως, οὖσα ἐνιαυτῶν καʹ. ἥντινα ἑωρακὼς ὁ Ἀχιλλεὺς ἐπόθησε (Ιω. Μαλάλας, Χρονογρ. 101.20). Όταν ο Αχιλλέας κατέλαβε την πόλη της και τη λεηλάτησε, σκότωσε τα τρία αδέλφια της και τον σύζυγό της Μύνη ή Μενέτη και τους δυο αδελφούς του, παιδιά του βασιλιά της πόλης Ευήνου, ενώ την ίδια της έφερε αιχμάλωτη στο αχαϊκό στρατόπεδο. Όταν ο Φοίβος έριξε λοιμό στους Αχαιούς για την άρνηση του Αγαμέμνονα να επιστρέψει την αιχμάλωτη Χρυσηίδα στον πατέρα της Χρύση, καταπατώντας το τελετουργικό της ικεσίας του πατέρα, ο Αγαμέμνονας αναγκάστηκε να επιστρέψει την κόρη στον πατέρα, και μάλιστα χωρίς να πάρει λύτρα, ωστόσο απαίτησε να τιμηθεί παίρνοντας για δικό του γέρας τη Βρισηίδα του Αχιλλέα. Αυτό προκάλεσε την οργή του Μυρμιδόνα και τη μομφή προς τον Αγαμέμνονα ότι έπαιρνε από τα λάφυρα τα καλύτερα, ενώ δεν κατέβαλε ισάξιο κόπο.

ως έμενεν ο Αχιλλεύς στες πρύμνες χολωμένος,
αφ' ότου την καλόκομην του επήραν Βρισηίδα,
οπού μ' αγών' απόκτησεν ότ' έριξε τα τείχη
της Θήβης και της Λυρνησσού και τ' ανδρειωμέν' αγόρια
Επίστροφον και Μύνητα του Ευήνου βασιλέως
Σεληπιάδη ενίκησεν· με αυτόν τον πόνον στέκει
αργός, αλλά τα άρματα να πιάσει δεν θ' αργήσει.
(Β 688-694, μετ. Ι. Πολυλάς· πρβλ. και Τ 290-295)

Μεταγενέστερες πηγές μαρτυρούν ότι ο Αχιλλέας κράτησε τη Βρισηίδα για τον εαυτό του, χωρίς να τη φέρει μπροστά σε όλους όπως συνηθιζόταν με τα λάφυρα. Αυτό προκάλεσε τη λύπη και την οργή των υπολοίπων Αχαιών (Ιω. Μαλάλας, Χρον. 101. 20 κ.ε.). Σύμφωνα, πάντως, με την ομηρική εκδοχή, η απομάκρυνση της κόρης προκάλεσε την οργή και τη θλίψη του Αχιλλέα, ο οποίος αποσύρθηκε από τη μάχη, με αποτέλεσμα οι Τρώες να νικούν και πολλοί Αχαιοί να σκοτώνονται και να γίνονται βορά τα σώματά τους σε αρπακτικά πουλιά και ζώα. Στο μεταξύ ο Αγαμέμνονας έστειλε τους κήρυκές του Ευρυβάτη και Ταλθύβιο να ζητήσουν από τον Αχιλλέα τη Βρισηίδα. Και οι δυο απρόθυμα εκτέλεσαν την εντολή του Ατρείδη και έδειξαν συστολή και φόβο μπροστά στον Αχιλλέα, ο οποίος όμως τους δέχτηκε με τον σεβασμό που πρέπει σε κήρυκες που εκτελούν εντολές και ζήτησε από τον Πάτροκλο να οδηγήσει την κόρη σε εκείνους. Εκείνη πάλι τους ακολούθησε λυπημένη, κάτι που υποδηλώνει τα αισθήματα και τη θέληση της κόρης:

Τότε από φόβον κι εντροπήν εμπρός στον βασιλέα
εκείνοι εμέναν άφωνοι και δεν τον ερωτούσαν·
τους νόησε και «χαίρετε, ω κήρυκες», τους είπε,
«αγγελιοφόροι του Διός και των θνητών ανθρώπων·
ελατ' εμπρός, δεν φταίτε σεις, ο Αγαμέμνων φταίει
πόστειλε σας να πάρετε την κόρην του Βρισέως.
Πάτροκλε διογέννητε, την κόρην έξω βγάλε
και να την πάρουν δώσε την· [...]».
Και απ' την σκηνήν ο Πάτροκλος την κόρην Βρισηίδα
έβγαλε και την έδωκε στα χέρια των κηρύκων,
κι ευθύς εκείνοι γύρισαν στων Αχαιών τα πλοία,
κι η ωραία κόρη εβάδιζε κατόπι λυπημένη·
(Α 331-348, μετ. Ι. Πολυλάς)

Σε αυτή τη συναισθηματική αντίδραση της κόρης στηρίζει ο Δίων Χρυσόστομος, συγγραφέας του 1ου μ.Χ. αι., την άποψη ότι η Βρισηίδα, παρά τον φόνο των δικών της, μάλλον αγάπησε τον Αχιλλέα (Λόγ. 61.7.2 και 16.4). Ο δε Πλούταρχος, συγγραφέας του ίδιου αιώνα, τονίζει για τον Αχιλλέα πώς, όταν του παίρνουν τη Βρισηίδα «αλάργ’ απ’ τα συντρόφια του / σωριάζεται κι ευθύς στα κλάματα ξεσπάζει (Ηθικά 26 Ε9), «αμαυρώνοντας» την εικόνα του ήρωα.

Όταν σκοτώθηκε ο Πάτροκλος από τον Έκτορα, ο Αχιλλέας ξαναμπήκε στη μάχη και, αφού σκότωσε τον Έκτορα, ο Αγαμέμνονας, μαζί με πολλά άλλα δώρα, του επέστρεψε και τη Βρισηίδα, πήρε μάλιστα όρκο ότι όσο έμεινε κοντά του ουδέποτε την είχε αγγίξει:

«Μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος, ο πρώτος,
η Γη και ο Ήλιος και οι θεές, οπού στα καταχθόνια
τους επιόρκους, τιμωρούν, οι μαύρες Ερινύες,
που χέρι εγώ δεν άπλωσα στην κόρη του Βρισέως
της κλίνης το αγκάλιασμα, είτ' άλλο ν' απολαύσω,
αλλ' έμεινεν αμάλακτη κει μέσα στες σκηνές μου,
και αν ψεύδομαι, από τους θεούς να πάθ' ό,τι παθαίνει
ο ασεβής που ψεύτικα το όνομά τους λέγει».
(Τ 257-264, μετ. Ι. Πολυλάς· βλ. και Παυσ. 5.24.11)

Η Βρισηίδα, όταν είδε νεκρό τον Πάτροκλο, θρήνησε, γιατί της είχε φερθεί με καλοσύνη, και θυμήθηκε τις άλλες της απώλειες, των αδελφών και του άνδρα της:

Και η Βρισηίς, που της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης,
άμ' είδε αυτού τον Πάτροκλον σφαγμένον του εχύθη
επάνω με ξεφωνητό, και την καλήν μορφή της,
τα λευκά στήθη ξέσχιζε, τον απαλόν λαιμό της,
κι είπε η θεόμορφη γυνή στα δάκρυα της πνιγμένη:
«Πάτροκλ', εμέ της άμοιρης, ω πολυαγαπημένε,
σ' άφησα οϊμένα ζωντανόν όταν αναχωρούσα,
γυρίζ, ω βασιλέα μου, να σ' έβρω απεθαμένον.
Από κακό σ' άλλο κακό με κατατρέχ' η μοίρα·
τον άνδρα οπού μου έδωκαν οι σεβαστοί γονείς μου
τον είδα εμπρός στα τείχη μας αιματοκυλισμένον,
και της μητρός μου τρεις υιούς, αδέλφι' αγαπητά μου,
μου τα επήρεν όλα ομού του ολέθρου η μαύρ' ημέρα
κι ενώ τον θείον άνδρα μου, τον Μύνητα, ο Πηλείδης
μου φόνευε και πάτησε την πόλιν του, συ μόνος
να κλαίω συ δεν μ' άφηνες, και νύμφην να με κάμεις
του Αχιλλέως μου 'λεγες, στην Φθίαν να με φέρεις
να γίνουν οι χαρές αυτού, που οικούν οι Μυρμιδόνες·
γι' αυτήν σου την γλυκύτητα τόσο πικρά σε κλαίω».
(Τ 280-300, μετ. Ι. Πολυλάς)

Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας σημειώνει πως ο θρήνος της Βρισηίδας για τον Πάτροκλο ήταν για να υπομνήσει τις υποσχέσεις του Πατρόκλου περί γάμου με τον Αχιλλέα (Ρητορική 9.13.11). Η Βρισηίδα παρέμεινε ευνοούμενη δούλη του Αχιλλέα, την οποία, ωστόσο, ο ήρωας δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε και απέκτησαν παιδιά. Λεγόταν πως αυτή απέδωσε τις πρέπουσες νεκρικές τιμές στον Αχιλλέα, έκοψε τους πλοκάμους της και τελικά πέθανε και η ίδια πάνω στον τάφο προτιμώντας τον θάνατο από το να γίνει γυναίκα ενός άλλου άνδρα. Αυτό μαρτυρείται από διάφορους μεταγενέστερους συγγραφείς, τον Κόιντο Σμυρναίο (Posthomerica 3.552-573, 687), τον Ψευδο-Καλλισθένη στην Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (3ος αι. μ.Χ.). Στο κεφάλαιο «Περὶ ὅταν ἦλθεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Τρωάδα» αυτού του τελευταίου βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρεται στα δώρα που παρουσίασαν οι Τρωαδίτες στον Αλέξανδρο, ανάμεσα σε αυτά και το περίκαλλο, με χρυσό και μαργαριτάρια, ρούχο της Βρισηίδας. Με αφορμή αυτό, γίνεται αναφορά στην ιστορία της κόρης, στο ήθος της, αυτό που κάθε γυναίκα όφειλε να έχει, και στη σχέση του ήρωα μαζί της:

Ἤφεραν καὶ τῆς Βρισηΐδας τῆς θυγατρὸς τὸ μαντέλον ὅλον μὲ χρυσομάργαρον· καὶ πολυτίμητα λιθαρόπουλα εἶχεν, ὀποὺ τὸ εἶδεν πᾶσα ἄνθρωπος καὶ ἐθαύμασε, ὁποὺ ἐσκοτώθη ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστὸς καὶ μέγας καὶ δυνάστης διὰ τὴν Βρισηΐδαν. Καὶ ὅταν ἐπάρθη ἡ Τρωάδα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, αὐτὴ ἐσφάγη εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἀχιλλέως καὶ ἀπέθανεν. Καὶ ὡς εἶδεν τὸ ῥοῦχον ἐκεῖνον ὁ Ἀλέξανδρος, πολλὰ τὸν ἐπόνεσεν καὶ ἐκαύχησεν τὴν τιμὴν τῆς γυναικὸς ἐκείνης, τὸ πὼς καθαρὸν πόθον καὶ ἐνεμπιστεμένην ἀγάπην ἐκράτησεν πρὸς τὸν Ἀχιλλέα, ὁποὺ εἰς τὸν κόσμον ὅλον ἄλλη μία γυναῖκα οὐδὲν ἐποίησε τέτοιαν ἐμπιστοσύνην. Καὶ πολλὰ τὴν ἐπαίνεσαν ὅλοι, ὅτι ὁ Ἀχιλλεὺς ἀπέθανεν, καὶ αὐτὴ ἀλλονοῦ ἀνθρώπου οὐδὲν ἠθέλησε νὰ γενῆ γυναῖκα. Καὶ εἶπεν ἡ Βρισηΐδα εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἀχιλλέως, ὅταν ἐσφάγην ὁ βασιλεύς· «Ἀχιλλέα μου καὶ λέοντα, ὁποὺ οἱ Τρωαδίτες ἀπὸ τὸν φόβον σου ἐτρόμαζαν, πῶς ἐγὼ ἡ ἀθλία νὰ ὑπηγαίνω εἰς ξένον τόπον, ὁποὺ ἐσύ, αὐθέντη μου λεοντόκαρδε, διὰ τ' ἐμένα ἐχάθης; Κάλλιον τὸ αἷμα μου νὰ πέση εἰς τὸ μνῆμα σου καὶ ἐγὼ ἀτή μου νὰ πέσω κοντά σου περὶ νὰ γενῶ ζωντανὴ καὶ νὰ ἐπάρω ἄλλον ἄνδρα.» Καὶ εἶδεν τοὺς λόγους γεγραμμένους ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐξενίσθην πολλὰ τὴν θαυμαστὴν ἐμπιστοσύνη τῆς φρόνιμης καὶ δόκιμης Βρισηΐδας καὶ εἶπεν ὅτι· «Ἐκ τὸν θεὸν ἔχει συμπάθιον καὶ ἀπὸ τὸν κόσμον ὅλον καύχημα μέγα ἔχει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους, διότι οὐκ ἠθέλησε νὰ γενῆ ἀλλονοῦ ἀνθρώπου γυναῖκα· καὶ κάλλιον ἐποίησεν, ὅτι ὁ θάνατος ὁ τιμημένος ἔχει μέγαν καύχημα περὶ τὴν ἀτιμωμένην καὶ ἄχρηστον ζωήν.» (Ψδ.Καλλισθ. Historia Alexandri Magni, 49.9.5-12.5)

Στην εκδοχή του Μαλάλα, ο Νεοπτόλεμος βρήκε τη Βρισηίδα στις σκηνές του πατέρα του στην Τροία, φύλακα των υπαρχόντων του, όπως ο ίδιος της είχε ζητήσει. Ο νέος την αποδέχθηκε, την τίμησε με την εμπιστοσύνη του και της ζήτησε να είναι φύλακας και των δικών του πραγμάτων. Λίγο καιρό μετά η Βρισηίδα προσβλήθηκε από βαριά ασθένεια και πέθανε (104.20-105.1).


Σχετικά λήμματα

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣδεσμός, ΑΧΙΛΛΕΑΣ, ΕΥΡΥΒΑΤΗΣ, ΜΥΝΗΣ ή ΜΕΝΕΤΗΣ, ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ, ΧΡΥΣΗΙΔΑ, ΧΡΥΣΗΣ