Αρχαία ελληνική μυθολογία

IAMBH



Η Ιάμβη, με καταγωγή από τη Θράκη, ήταν κόρη του θεού Πάνα και της Ηχώςδεσμός. Έγινε δούλη στο σπίτι του βασιλιά Κελεού και της Μετάνειρας στην Ελευσίνα και εκεί έπαιξε σημαντικό ρόλο, όταν πέρασε από εκεί η θεά Δήμητρα την εποχή που έψαχνε τη χαμένη κόρη της Περσεφόνη. Η βασίλισσα πρόσφερε στη μεταμφιεσμένη σε θνητή γριά Δήμητρα στιλπνό δίφρο για να καθίσει αλλά εκείνη άλαλη παρέμενε όρθια. Μέχρι που η Ιάμβη της έφερε σκαμνί στρωμένο με πάλλευκη προβιά. Θλιμμένη κάθισε η θεά χωρίς να αγγίξει τροφή και ποτό. Και τότε η Ιάμβη της έκανε αστεία και η Δήμητρα γέλασε «με την καρδιά της»· και αυτό η Ιάμβη δεν το έκανε μία μόνο φορά:

Ντροπή, σέβας και δέος κυρίεψαν τη μητέρα [τη Μετάνειρα],
δίφρο της προσέφερε και να καθίσει την προέτρεπε.
Όμως η καρποδότρα και λαμπρόδωρη η Δήμητρα
δεν ήθελε στον στιλπνό δίφρο να καθίσει,
αλλ’ έμενε άλαλη ρίχνοντας χαμηλά τα ωραία της μάτια,
έως ότου η έμπιστη Ιάμβη της προσέφερε
γερό σκαμνί και πάνω του έστρωσε πάλλευκη προβιά.
Εκεί κάθησε και με τα χέρια της το πέπλο συγκρατούσε
και για ώρα πολλή αμίλητη και λυπημένη καθόταν στο σκαμνί,
κι ούτε μιλούσε σε κανέναν ούτε έκανε καμιά κίνηση,
μα αγέλαστη, δίχως να αγγίξει τροφή ή πιοτό
καθόταν και μαράζωνε απ’ τον καημό της θυγατέρας της βαθύζωνης,
μέχρι που με χωρατά η συνετή Ιάμβη
και τα πολλά της σκώμματα κατάφερε την πάναγνη κυρά
σε γέλια να ξεσπάσει και να γλυκάνει την καρδιά·
αλλά κι αργότερα, πάλι με τέτοια την ευχαριστούσε.
(Ομ. Ύμν. στη Δήμητρα. Στ. 190-205)

Αργότερα, η Ιάμβη έγινε η πρώτη ιέρεια της Δήμητρας και λατρεύθηκε και η ίδια ως θεότητα του σκωπτικού στίχου. Από τον μύθο και το όνομά της προήλθε η λέξη ἰαμβίζω = λοιδορώ, σκώπτω.

Ἰάμβη· γυνή τις, ἐφ᾽ ᾗ ἡ Δημήτηρ ἐγέλασε πενθοῦσα. ἀφ᾽ ἧς ἰαμβίζειν iota.44 ἰαμβίζειν· τὸ λοιδορεῖν, κακολογεῖν· ἀπὸ Ἰάμβης τῆς λοιδόρου iota.45 ἰαμβύλος· λοιδορητικός (Ησύχ.).

Ως δούλη και βάρβαρη η Ιάμβη ελευθεριάζει. Κατά άλλες εκδοχές του μύθου (Παλαίφατος), η γυναίκα που έκανε τη Δήμητρα να γελάσει λεγόταν Βαυώ ήταν Ελευσίνια και αυτόχθων, ενώ η εκδοχή της Ιάμβης είναι μεταγενέστερες. Βλ. Βαυώ