Ο Λυκούργος ήταν γιος του Δρύαντα, βασιλιάς των Ηδώνων ή Ηδωνών της Θράκης. Είχε εξορίσει τον Μόψο και αργότερα έδιωξε τον θεό Διόνυσο από την περιοχή του. Σύμφωνα με μια παράδοση ήταν πατέρας της Φυλλίδας που ερωτεύτηκε ένα γιο του Θησέα.
Ο Διομήδης, στο Ζ της Ιλιάδας, αφηγείται την ιστορία του Λυκούργου που καταδίωξε τον μικρό και δειλό Διόνυσο και γρήγορα τον τρόμαξε με τη βία του:
Και ο τρομερός Λυκούργος, του Δρύαντος ο γόνος
εφιλονείκα με θεούς, αλλ’ έζησεν ολίγο,
που έναν καιρό του μανικού Διονύσου τες βυζάστρες
σκόρπισε στα πανάγια βουνά του Νυσηίου·
με βούκεντρ’ ο Λυκούργος τες έπληττε ο φονέας,
ώστε τους κλάδους έριξαν, και ο Διόνυσος στα βάθη
της θάλασσας εβύθισε, και η Θέτις στην αγκάλην
τον δέχθηκε που ετρόμαζεν ακόμη απ΄ την βοήν του.
Αυτόν οι μάκαρες θεοί κατόπιν οργισθήκαν
και ο Δίας τον ετύφλωσε· και ολίγες είδε ημέρες,
αφού στο μίσος έπεσε των αθανάτων όλων·
(Όμ., Ιλ. Ζ 130-140, μετ. Ι. Πολυλάς)
Στην εκδοχή αυτή ο Λυκούργος ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων τιμωρημένων εξαιτίας της περιφρόνησης που δείχνουν στους θεούς. Γι’ αυτό και ο Διομήδης κλείνει τον λόγο του λέγοντας ούδ΄ εγώ θέλω πόλεμον με τους επουρανίους. [Εικ. 1]
Ο Αισχύλος έγραψε την τετραλογία Λυκούργεια που αποτελούνταν από τις τραγωδίες Ἠδωνοί, Βασσαρίδαι, Νεανίσκοι και Λυκοῦργος (ὁ σατυρικὸς) και παραστάθηκε στο θέατρο της Αθήνας γύρω στο 460 π.Χ., μερικά μόλις χρόνια μετά την ομότιτλη τετραλογία του ποιητή Πολυφράσμονα (467 π.Χ.). Από την πρώτη Λυκούργεια έχει σωθεί μόνο ο τίτλος και από την αισχύλεια πενιχρά αποσπάσματα τα οποία όμως οδηγούν στην ανασύνθεση των δραματικών γεγονότων. Η γνωστή από τον Όμηρο θεομαχία του βασιλιά Λυκούργου κατά του Διονύσου τοποθετείται από τον Αισχύλο στη χώρα των Ηδωνών, στην περιοχή του Στρυμόνα, και συνδέεται με την αποστασία του Ορφέα από τον Διόνυσο και τον διαμελισμό του μουσικού ποιητή από τις βασσαρίδες μαινάδες της Θράκης. Ο συνδυασμός της δράσης δύο θεομάχων σε μια συνεχόμενη τετραλογία —και ομώνυμη μόνο του ενός, του Λυκούργου— προκαλεί σοβαρά προβλήματα ανασύνθεσης, όπως για παράδειγμα αν η θεομαχία του Ορφέα είναι συμπληρωματική ή παράλληλη της θεομαχίας του Λυκούργου και αν συνδέεται με τη θρησκευτική διένεξη του Διονύσου με τον Απόλλωνα με την προοπτική της συμφιλίωσης των δύο θεών στον χώρο της αρχαίας Θράκης. Με βεβαιότητα μπορούμε να σχολιάσουμε ότι η τετραλογία γράφτηκε σε μια εποχή που η ιδρυθείσα Αθηναϊκή Συμμαχία διεκδικούσε επιρροή στην περιοχή του Παγγαίου και του Στρυμόνα.
Στη Λυκούργεια η ταυτότητα και η προσωπικότητα του Λυκούργου προσδιορίζονται με περισσότερες λεπτομέρειες —είναι γιος του Δρύαντα και βασιλιάς των Ηδωνών—, και ο Διόνυσος εμφανίζεται ως νεαρώδης έφηβος, ως θηλυπρεπής γυναικώδης, μαλακός, ενδεδυμένος ποικιλωτούς και ποδήρεις ανατολίτικους χιτώνες —"ποδαπὸς ὁ γύννις; ...", ρωτά ο Λυκούργος τὸν συλληφθέντα Διόνυσον (Fr. 10.A.72.5), που θέλησε να διασχίσει τη Θράκη, για να προχωρήσει εναντίον των Ινδών. Ο Λυκούργος του αρνήθηκε το πέρασμα, τον συνέλαβε, αιχμαλώτισε τις Βάκχες που τον συνόδευαν καθώς και τους Σατύρους της ακολουθίας του. Οι Βάκχες όμως ελευθερώθηκαν με θαύμα από τα δεσμά τους και ο Λυκούργος τρελάθηκε. Νομίζοντας ότι ο γιος του Δρύαντα ήταν κορμός από κλήμα τον χτύπησε με τον τσεκούρι και τον σκότωσε, ενώ ακρωτηρίασε και τον εαυτό του, χωρίς όμως να αποσαφηνίζεται τι απέκοψε [1]. Αμέσως μετά αυτά ξαναβρήκε τα λογικά του (ἐσωφρόνησε). Η γη τους όμως έγινε άγονη και ένας χρησμός υπέδειξε στους κατοίκους της χώρας πως ο μόνος τρόπος να ξαναβρεί τη γονιμότητά της ήταν να διαμελισθεί ο Λυκούργος σε τέσσερα κομμάτια. Πράγμα που έγινε πάνω στο όρος Παγγαίο, όπου οι υπήκοοί του τον έζεψαν σε τέσσερα άλογα που τον κομμάτιασαν. Σύμφωνα με άλλη παράδοση οι Ηδωνοί εγκατέλειψαν δεμένο τον βασιλιά τους στο βουνό, εικόνα αντίστοιχη με του Προμηθέα στον Καύκασο.
Ο μύθος που διασώζει ο Υγίνος διαφέρει σημαντικά από τον προηγούμενο. Ο Λυκούργος, αμφισβητώντας το θεϊκό χαρακτήρα του Διόνυσου, τον έδιωξε από το βασίλειό του. Έπειτα ήπιε κρασί και πάνω στη μέθη του επιχείρησε να βιάσει την ίδια του τη μητέρα. Για να μην επαναληφθούν τέτοιες επαίσχυντες πράξεις, πήγε να ξεριζώσει τα αμπέλια, όμως ο Διόνυσος του πήρε τα λογικά, και ο Λυκούργος σκότωσε τη γυναίκα του και το γιο του. [Εικ. 2] Τότε ο Διόνυσος τον εξέθεσε στους πάνθηρες πάνω στο όρος Ροδόπη και πιθανόν –αυτό δεν το αναφέρει ο Υγίνος– τον ξέσχισαν τα άγρια θηρία.
Ο Διόνυσος με τις μαινάδες του περνούσε από τόπο σε τόπο και με την επιεική συμπεριφορά του συνέβαλε στην εξημέρωση των ανθρώπων και τον εκπολιτισμό τους. Η φήμη του έργου του ξαπλώθηκε και οι περισσότεροι λαοί υποδέχονταν τον θεό και τον θίασο των γυναικών ευνοϊκά. Όμως ορισμένοι, αλαζόνες και ασεβείς, τον κατηγορούσαν ότι περιέφερε την ακολασία του και ότι με τις τελετές και τα μυστήριά του ξεμυάλιζε τις γυναίκες. Αυτούς τους τιμωρούσε, και μάλιστα σκληρά. Πότε τους έστελνε τρέλα, πότε έκαμνε τις Βάκχες του να τους διαμελίζουν ζωντανούς και άλλοτε έδινε σε αυτές αντί για θύρσους λόγχες που οι σιδερένιες μύτες τους ήταν καλυμμένες με κισσό. Με αυτές σκότωναν όσους καταφρονούσαν τον θεό τους και ανυποψίαστα επιτίθονταν στις γυναίκες περιφρονώντας τες για την αδυναμία τους. Όταν επρόκειτο να περάσει το βασίλειο του Λυκούργου, του βασιλιά της Θράκης που η επικράτειά του έφτανε μέχρι τον Ελλήσποντο, ο Διόνυσος έκανε σύμφωνο φιλίας με τον βασιλιά αλλά εκείνος παρήγγειλε στους στρατιώτες του να επιτεθούν τη νύχτα και να τους σκοτώσουν. Όμως ο Θράκας Χάροπας, πατέρας του Οίαγρου κατά μια εκδοχή, επομένως παππούς του Ορφέα, τον πληροφόρησε για το κρυφό σχέδιο του βασιλιά. Και ο μεν Λυκούργος σκότωσε όλες τις Μαινάδες, αλλά σε μάχη με τους Θράκες ο Διόνυσος με άλλους συμμάχους τους νίκησε, έπιασε ζωντανό τον Λυκούργο, τον τύφλωσε, τον βασάνισε και τον σταύρωσε, κάτι που θεωρείται θρακική ιδιάζουσα τιμωρία των ασεβών (Ευρ., Ρήσος 513-5· Ιφ. Τ. 1439), παλιά φρικτή τιμωρία (Αισχ., Ευμ. 189-190), έσχατο θανατηφόρο βασανιστήριο (Πλ., Πολιτεία 362a). Το σουβλερό ξύλο διαπέρασε την ράχη του ιερόσυλου και, κατά τη συνήθεια, στήθηκε δίπλα στις πύλες τροφή για τα όρνια [2]. Ο Διόνυσος από ευγνωμοσύνη στον Χάροπα, παρέδωσε το βασίλειο σε αυτόν και του δίδαξε τα μυστικά των ιερών τελετών. Τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο γιος του Οίαγρος, ο οποίος συνέχισε τις ιερές τελετές και τις δίδαξε στη συνέχεια στον γιο του Ορφέα. Αυτός επέφερε διάφορες αλλαγές, γι’ αυτό και οι τελετές που εισήγαγε ο Διόνυσος ονομάστηκαν ορφικές. (Διόδ. 3.65)
Ο Νόννος στα Διονυσιακά του ανέπτυξε υπερβολικά το επεισόδιο του Λυκούργου, βάζοντάς τον να παλέψει με τις Βάκχες και ιδιαίτερα με μία από αυτές, την Αμβροσία. Ο Θράκας βασιλιάς της επιτέθηκε με πέλεκυ, όταν εκείνη αρνήθηκε τις ερωτικές προτάσεις του. Αλλά η Γη μεταμόρφωσε τη Βάκχη σε κλήμα, για να τον περιτυλίξει και να πνίξει τον επίδοξο βιαστή της — σειρὴν δ᾽ αὐτοέλικτον ἐπιπλέξασα Λυκούργῳ ἀγχονίῳ σφήκωσεν ὁμόζυγον αὐχένα δεσμῷ (21.30-31). [Εικ. 3, 4, 5] Η Ήρα τον ελευθέρωσε κραδαίνοντας πάνω από τις Βάκχες το σπαθί του Άρη. Παραδίδεται ακόμη ότι ο Λυκούργος κυνήγησε και τις Υάδες Νύμφες, τις τροφούς του Διόνυσου, μέχρι τη θάλασσα και ότι ο Δίας τις λυπήθηκε και τις μεταμόρφωσε σε αστερισμό.
Σχετικά λήμματα
ΔΡΥΑΝΤΑΣ, ΜΟΨΟΣ, ΦΥΛΛΙΣ, ΔΙΟΜΗΔΗΣ, ΟΡΦΕΑΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΜΒΡΟΣΙΑ
1. Ο Servius μνημονεύει ακρωτηριασμό των κνημών (Commentaria in Virgilii Aeneidos III, 14), κτύπημα και αποκοπή στο γόνατο ο Οβίδιος (Fast., 3.722), ενώ η πληροφορία του Υγίνου ότι απέκοψε τον έναν πόδα (Fab., 132) υποδεικνύει τις αποτομές του Άττι και των ιερέων του στα Μυστήρια της Φρύγιας Μεγάλης Θεάς, Κυβέλης.
2. Τη σχέση ανάμεσα στα πάθη και το πένθος του Λυκούργου της αισχύλειας τραγωδίας και του Πενθέα στις Βάκχες του Ευριπίδη επισημαίνει ο Λογγίνος (π. Ὕψους 15.6): καὶ παρὰ μὲν Αἰσχύλῳ παραδόξως τὰ τοῦ Λυκούργου βασίλεια κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ Διονύσου θεοφορεῖται, ἐνθουσιᾷ δὴ δῶμα, βακχεύει στέγη (Fr. 58 Radt), ὁ δ᾿ Εὐριπίδης τὸ αὐτὸ τοῦθ᾿ ἑτέρως ἐφηδύνας ἐξεφώνησε, πᾶν δὲ συνεβάκχευ᾿ ὄρος (Βάκχες, 726).