Επικοινωνίες μεταξύ των πολιτισμών του Αιγαίου κατά την εποχή του Χαλκού με επίκεντρο τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο

Πηγές

Βιβλιογραφία

Αρχική Σελίδα



Χάρτης Πλοήγησης




Οδηγίες Χρήσης


Ανώτερο επίπεδο

Ανώτερο επίπεδο

Πάνω

Κάτω
Μεγέθυνση εικόνας

Οι ΙΔ' και ΙΓ' π.Χ. αιώνες αποτελούν την κορυφαία φάση της μυκηναϊκής αναπτύξεως. Όπως φαίνεται από το χάρτη, ο κεντρικός ελλαδικός χώρος από τις Βόρειες Σποράδες ως τα Επτάνησα και από τα Κύθηρα ως τη Βόρεια Θεσσαλία είναι πυκνά κατοικημένος. Γύρω από τα μυκηναϊκά ανάκτορα της Μεσσηνίας, της Αργολίδος, της Αττικής, της Βοιωτίας, της Ιωλκού σφύζει η ζωή. Συγκέντρωση συμπαγούς πληθυσμού παρατηρείται και στη Λοκρίδα, στην Εύβοια, στην ορεινή Αχαϊα και στην Λακωνία. Είναι η εποχή της εσωτερικής πολιτικής και οικονομικής ακμής και της εξαπλώσεως των Μυκηναίων.


Μεγέθυνση εικόνας

Χάρτης της Ελλάδος κατά τη Μέση Χαλκοκρατία. Είναι η περίοδος του Μεσοελλαδικού, του Μεσοκυκλαδικού και του Παλαιοανακτορικού Πολιτισμού. Κατά τους αιώνες της Μέσης Χαλκοκρατίας οι οικισμοί του κυρίως ελλαδικού χώρου περιορίζονται, στις Κυκλάδες παρατηρείται στασιμότητα, ενώ στην Κρήτη αρχίζει η άνθηση του μινωικού πολιτισμού.


Μεγέθυνση εικόνας

Διάδημα από το περίβολο Α (ΙΣΤ' π.Χ. αιώνας). Σύνθεση χρυσών ελασμάτων που ίσως κοσμούσαν την σαρκοφάγο του βασιλικού νεκρού.


Μεγέθυνση εικόνας

Χρυσό δακτυλίδι από τον ταφικό περίβολο Α των Μυκηνών. Στη σφενδόνη του έχει χαραχθεί σκηνή κυνηγιού.


Μεγέθυνση εικόνας

Χρυσή σφραγιστική ψήφος σε σχήμα πεπιεσμένου κυλίνδρου με παράσταση ηρώος που αγωνίζεται εναντίον λιονταριού. (Αθήνα, Εθν. Αρχ. Μουσείο)


Μεγέθυνση εικόνας

Χάλκινο ειδώλιο νέου με μινωική αμφάνιση και ενδυμασία, ελλαδικού όμως χαρακτήρος. Περίεργη είναι η θέση των χεριών. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο νέος κρατούσε ανάμεσα στις παλάμες πεταλούδα ή τζιτζίκι. (Αθήνα, Εθν. Αρχ. Μουσείο)


Μεγέθυνση εικόνας

Χρυσή χάνδρα περιδεραίου με ανάγλυφη παράσταση γρυπός από θολωτό τάφο της Πύλου (γύρω στο 1400 π.Χ.).


Μεγέθυνση εικόνας

Χρυσός ταύρος από εξάρτημα περιδεραίου. Βρέθηκε σε λαξευτό τάφο των Μυκηνών του ΙΕ' π.Χ. αιώνος. (Αθήνα, Εθν. Αρχ. Μουσείο)


Μεγέθυνση εικόνας

Χρυσό ποτήρι από το θολωτό τάφο του Βαφειού της Λακωνικής με παράσταση συλλήψεως ταύρου. Διακρίνεται το ζώο που αιχμαλωτίζεται σε σκοινένια δίκτυα στημένα ανάμεσα στα δένδρα.


Μεγέθυνση εικόνας

Πυκνές και ζωηρές εμπορικές συναλλαγές και εκπολιτιστικές επαφές είχαν αναπτύξει οι Αχαιοί κατά τον ΙΔ' και ΙΓ' π.Χ. αιώνα με ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Όπως φαίνεται και στο χάρτη τα μυκηναϊκά κέντρα επικοινωνούσαν με την μικρασιατική παραλία από την Τροία ως την Αλικαρνασσό, με την Κρήτη, την Ρόδο, με τις συροπαλαιστινιακές ακτές και την Αίγυπτο. Οι επαφές με τη Δυτική Μεσόγειο διακόπτονται στα μέσα του ΙΓ' π.Χ. αιώνος εξαιτίας της καθόδου βορείων φυλών στη Σικελία.


Μεγέθυνση εικόνας

Από τον ΙΔ' π.Χ. αιώνα αρχίζει ο εκρηκτικός επεκτατισμός του μυκηναϊκού κόσμου έξω από τον ηπειρωτικό κορμό της αχαϊκής ηγεμονίας, που ορίζεται στο χάρτη από ένα τετράπλευρο με διακεκομμένες γραμμές. Στα Δωδεκάνησα και την Κρήτη πυκνώνουν οι εγκαταστάσεις των Αχαιών, στη Μ. Ασία δημιουργούνται ανθούσες αποικίες και στην Κύπρο οργανωμένοι εμπορικοί σταθμοί. Οι Μυκηναϊκές επιδράσεις και εμπορικές σχέσεις φτάνουν ως τη νότια Ιταλία, τις συροπαλαιστινιακές ακτές και την Αίγυπτο.


Μεγέθυνση εικόνας

Οι αναστατώσεις που σημειώθηκαν στο χώρο της Αν. Μεσογείου οδήγησαν τελικά στη διάλυση της μυκηναϊκής πολιτικής και οικονομικής οργανώσεως. Η εσωτερική δομή αλλάζει. Μαρασμός και εγκατάλειχη στην ηπεριωτική μυκηναϊκή Ελλάδα (το τετράγωνο με τις διακεκομμένες γραμμές στο χάρτη). Μεταναστευτικό κύμα εκδηλώνεται προς την Ανατολή. Εν τω μεταξύ όμοροι πληθυσμοί μετακινούνται προς τα κενά. Οι εκπατριζόμενοι Αχαιοί δημιουργούν νέους οικισμούς στην Κρήτη, στη Ρόδο, στη ΝΔ Μ. Ασία, στην Κύπρο. Στα μέσα του ΙΑ' π.Χ. αιώνα ολοκληρώνεται η παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου.


Μεγέθυνση εικόνας

Το αγωνιστικό πνεύμα αποτελούσε το κυριότερο χαρακτηριστικό του βίου των Αχαιών από τους πρώτους ακόμα μυκηναϊκούς αιώνες. Η ράφη των πολυφημισμένων ξιφών των μυκηναϊκών τάφων ήταν κατακόσμητη με σκηνές πολέμων, οπλομαχιών, κυνηγιών κτλ. Στο εγχειρίδιο από τον ταφικό περίβολο Α των Μυκηνών (ΙΣΤ' π.Χ. αιώνας) εικονίζονται άνδρες ντυμένοι με περιζώματα και οπλισμένοι με ασπίδες, τόξα και ακόντια να κυνηγούν λιοντάρια. Ένας κυνηγός έχει καταβληθεί από τα θηρία. Η παράσταση έχει φιλοτεχνηθεί επάνω σε λεπτή μπρούντζινη λάμα. (Αθήνα, Εθν. Αρχ. Μουσείο)


Μεγέθυνση εικόνας

Σύλληψη άγριων ταύτων. Λεπτομέρεια της σκηνής. Ο κυνηγός κατέφυγε στην παγίδευση του ταύρου με το τέχνασμα του θηλυκού ζώου. Ενώ ο ταύρος ερωτοτροπεί αμέριμνος, ο κυνηγός τον αιχμαλωτίζει περνώντας στο πίσω πόδι του μια σχοινένια θηλιά. (Αθήνα, Εθν. Αρχ. Μουσείο)


Μεγέθυνση εικόνας

Οι αναστατώσεις που σημειώθηκαν στο χώρο της Αν. Μεσογείου οδήγησαν τελικά στη διάλυση της μυκηναϊκής πολιτικής και οικονομικής οργανώσεως. Η εσωτερική δομή αλλάζει. Μαρασμός και εγκατάλειχη στην ηπεριωτική μυκηναϊκή Ελλάδα (το τετράγωνο με τις διακεκομμένες γραμμές στο χάρτη). Μεταναστευτικό κύμα εκδηλώνεται προς την Ανατολή. Εν τω μεταξύ όμοροι πληθυσμοί μετακινούνται προς τα κενά. Οι εκπατριζόμενοι Αχαιοί δημιουργούν νέους οικισμούς στην Κρήτη, στη Ρόδο, στη ΝΔ Μ. Ασία, στην Κύπρο. Στα μέσα του ΙΑ' π.Χ. αιώνα ολοκληρώνεται η παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου.


Μεγέθυνση εικόνας

Σκηνή θρσκευτική από χρυσό δακτυλίδι της Τίρυνθος. Η θεά κάθεται σε πρυσσόμενο κάθισμα και αναπαύεται σε υποπόδιο. Πίσω από τη θεά διακρίνεται ένα πουλί, ίσως γεράκι, και μπροστά θυμιατήριο. Τέσσερες δαίμονες πλησιάζουν κρατώντας πρόχους γεμάτες ίσως από την παραγωγή του νέου τρύγου. (Αθήνα, Εθν. Αρχ. Μουσείο)


Μεγέθυνση εικόνας

Αναπαράσταση της πολυκόσμητης αίθουσας του ανακτόρου της Πύλου. Στο κέντρο η μεγάλη κυκλική εστία κτισμένη ανάμεσα σε τέσσερις κίονες. Στη μέση της δεξιάς πλευράς της αίθουσας βρισκόταν ο θρόνος επάνω σε χαμηλό κτιστό βάθρο. Πλούσιες τοιχογραφίες στολίζουν τους τοίχους. Ζωηρή διακόσμηση υπήρχε επίσης στην οροφή και στο δάπεδο. (Αναπαράσταση από τον Piet de Jong)


Επικοινωνίες με επίκεντρο τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο

Το εμπόριο αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς της οικονομίας της Πρώιμης Χαλκοκρατίας και είναι άρρηκτα συνδεμένο με την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο. Η ανάπτυξη του εμπορίου οφείλεται στην αναγκαιότητα εξεύρεσης πρώτων βιοτεχνικών υλών (οψιανός, μέταλλα), στην απόκτηση τεχνογνωσίας και στην προώθηση ανταλλάξιμων αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων.

Τα ευρήματα από οικισμούς και νεκροταφεία κάνουν σαφή τον ενδοαιγαιακό χαρακτήρα του εμπορίου, και παράλληλα συμβάλλουν στη διάγνωση των δικτύων ανταλλαγών (τοπικά, εκτεταμένα), αλλά και της έντασης των πολιτιστικών επαφών στις διαφορετικές χρονικές στιγμές της Πρώιμης Χαλκοκρατίας.

Στο πλαίσιο εξεύρεσης πρώτων υλών για την άσκηση της μεταλλοτεχνίας σημειώνονται από τις αρχές της 3ης χιλιετίας επαφές του βορειοελλαδικού χώρου με τα Βαλκάνια και τη δυτική Μικρά Ασία. Στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα εντατικές είναι κατά την Πρωτοελλαδική εποχή οι εμπορικές επαφές με τις Κυκλάδες, με στόχο τόσο την απόκτηση του οψιανού, απαραίτητου για την κατασκευή κοφτερών λεπίδων, όσο και για την απόκτηση χαλκού, μολύβδου και αργύρου από τα μεταλλεία της Σίφνου και, πιθανότατα, της Σερίφου και της Σύρου.

Κατά το δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας σημειώνονται εντατικότατες επαφές ανάμεσα στα ανατολικά παράλια της νότιας Ελλάδας με τις Κυκλάδες και το βορειοανατολικό Αιγαίο. Aυτές επεκτείνονται, πέρα από τη μεταλλοτεχνία, και σε άλλους πολιτιστικούς τομείς (ιδεολογία, αγαθά κύρους-γοήτρου, αρχιτεκτονική) και απηχούν τόσο την οικονομική ευμάρεια και τη δημιουργία ισχυρών οικισμών (τοπικές ιεραρχίες), όσο και τη νέα κοινωνική δομή των αιγαιακών κοινοτήτων. Το Aιγαίο αποτελεί μια θάλασσα στην οποία επικρατεί το λεγόμενο "διεθνές πνεύμα". Kατά την Πρωτοελλαδική εποχή παρατηρείται εμπορική ύφεση ανάμεσα στις παραπάνω περιοχές, η οποία είναι απόρροια των γενικότερων οικονομικών αλλαγών που σημειώνονται κατά την περίοδο αυτή.

Eκτός από τις πρώτες ύλες (οψιανός, μέταλλα) οι ανταλλαγές περιλαμβάνουν χρωστικές ύλες (αζουρίτη, μαλαχίτη), οστέινες θήκες, μαρμάρινα ειδώλια και αγγεία, ασημένια κοσμήματα και κεραμική από τις Κυκλάδες. Σε πρωτοελλαδικούς οικισμούς βρίσκονται επίσης κεραμική, λίθινα αγγεία και σφραγίδες από την Κρήτη, ενώ στη Λέρνα βρέθηκαν κεραμικά αγγεία από την Τροία. Eπιπλέον, αγγεία της Πρωτοελλαδικής περιόδου καθώς και σφραγίσματα απαντούν σε αρχαιολογικές θέσεις των Κυκλάδων και του βορειοανατολικού Αιγαίου (Τροία, Λήμνος, Σαμοθράκη), μαρτυρώντας έτσι την ύπαρξη εκτεταμένων δικτύων ανταλλαγών. Tέλος, οι μυλόπετρες και οι τριπτήρες από ανδεσίτη, που μετέφερε το πλοίο το οποίο ναυάγησε στο Δοκό, καθώς και οι μυλόπετρες από ανδεσίτη Αίγινας, που εντοπίστηκαν σε πρωτοελλαδικούς οικισμούς της Aργολίδας και της Αττικής, εντάσσονται σε εμπορικό δίκτυο περιορισμένης εμβέλειας που διεξαγόταν στον Αργοσαρωνικό.

Πολλά από τα χρηστικά αντικείμενα της καθημερινής ζωής, όπως τα υφάσματα και τα απλά οικιακά σκεύη, θα κατασκευάζονταν σε οικοτεχνίες, η κατασκευή όμως ορισμένων αντικειμένων σε μεγάλες ποσότητες, όπως τα λεπτότεχνα κεραμικά είδη, δείχνει ότι ήταν μάλλον δείγματα μαζικής βιοτεχνικής παραγωγής. Η κεραμική παραγωγή ειδικότερα παρουσιάζει έντονα τοπικά χαρακτηριστικά, πράγμα που σημαίνει ότι οι γεωγραφικά κλειστές περιοχές διέθεταν τα δικά τους εργαστήρια, και διακινούσαν τα προϊόντα τους σε περιορισμένο γεωγραφικό χώρο.

Η εμφάνιση ορισμένων κατηγοριών μεσοελλαδικής κεραμικής υψηλής ποιότητας σε μακρινές περιοχές δείχνει ότι μερικά κεραμικά προϊόντα ήταν προσφιλή αντικείμενα εμπορίου και είχαν ίσως μεγάλη αγοραστική αξία. Τα προϊόντα αυτά θα διακινούνταν ίσως παράλληλα με την εμπορία των μετάλλων, τα οποία ήταν και αυτά χωρίς αμφιβολία διαθέσιμα, παρόλο που λόγω της οικονομικής συρρίκνωσης της εποχής δεν έχουν αφήσει επαρκή κατάλοιπα στο αρχαιολογικό υλικό.

Η σχετικά περιορισμένη διάδοση της τοπικής κεραμικής υποδεικνύει μικρής κλίμακας εμπορικές δραστηριότητες, τις οποίες διεξήγαν πιθανότατα οι κάτοικοι των παραθαλάσσιων θέσεων, εφόσον η διάδοση των εμπορεύσιμων ειδών εμφανίζεται πυκνότερη στους παραθαλάσσιους οικισμούς απ' ό,τι στην ενδοχώρα. Δεν είναι γνωστό αν το εμπόριο διεξαγόταν μέσω μιας κεντρικής αρχής που θα είχε ταυτόχρονα και πολιτική εξουσία ή αν υπήρχε μια ειδική κοινωνική τάξη εμπόρων. Οι ανάγκες του θαλάσσιου εμπορίου προϋπέθεταν πάντως την εξειδίκευση τουλάχιστον μιας συγκεκριμένης ομάδας ναυτικών. Οι σχετικά περιορισμένες εμπορικές δραστηριότητες της Μεσοελλαδικής εποχής δείχνουν ότι το θαλάσσιο εμπόριο της Μέσης Χαλκοκρατίας βρισκόταν κατά ένα μεγάλο μέρος στα χέρια των κατοίκων των Κυκλάδων ή των Μινωιτών

Οι εμπορικές δραστηριότητες και οι μετακινήσεις φαίνονται κυρίως από τη διάδοση της μεσοελλαδικής κεραμικής στον αιγαιακό χώρο. Τα τοπικά κεραμικά εργαστήρια διακρίνονται εύκολα από τη χαρακτηριστική τεχνοτροπία της παραγωγής τους, επιτρέποντας έτσι την παρακολούθηση των εμπορικών ανταλλαγών.

Η ισχνή παρουσία της μεσοελλαδικής κεραμικής σε μακρινές περιοχές από τον τόπο της παραγωγής τους δείχνει ότι το εμπορικό δίκτυο και οι μετακινήσεις των ανθρώπων είχαν περιορισμένη έκταση, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για διεθνείς σχέσεις, ανάλογες με αυτές της μινωικής Κρήτης. Τα εισηγμένα προϊόντα της κεραμικής εμφανίζονται πυκνότερα στις παράκτιες περιοχές, πράγμα που σημαίνει ότι ο θαλάσσιος δρόμος ήταν ο ευκολότερος τρόπος πρόσβασης σε άλλες περιοχές, προκειμένου να επιτευχθούν εμπορικές συναλλαγές ή και άλλου είδους μετακινήσεις.

Κατά τα τελευταία στάδια της ύστερης Μεσοελλαδικής εποχής, από τη λεγόμενη εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, είχε παρατηρηθεί μια αιφνίδια συσσώρευση πλούτου, η οποία οφειλόταν στις επιτυχείς εμπορικές δραστηριότητες μιας κοινωνικά ανερχόμενης τάξης. Η νέα άρχουσα τάξη, οδηγούμενη προφανώς από ισχυρούς ηγεμόνες, ήταν σε θέση να καλλιεργεί επαφές και εμπορικές σχέσεις με την ανακτορική Κρήτη και τις προηγμένες χώρες της Ανατολής, από τις οποίες εξασφαλίζονταν οι απαιτούμενες πρώτες ύλες και η προηγμένη τεχνογνωσία για τη λειτουργία των ντόπιων εργαστηρίων. Μέσα από τις επαφές των πρώτων μυκηναίων ηγεμόνων με την Κρήτη δημιουργήθηκαν νέα πρότυπα οικονομικής διαχείρισης, τα οποία μεταφέρθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνοδευμένα από τα τελευταία τεχνολογικά και πνευματικά επιτεύγματα της εποχής.

Με την ίδρυση των μυκηναϊκών ανακτόρων κατά το 14ο αιώνα π.Χ. η οικονομία άλλαξε χαρακτήρα και έγινε αυστηρά συγκεντρωτική. Οι ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα ανάκτορα ή κατά παραγγελία των ανακτόρων σύμφωνα με το μινωικό πρότυπο. Όπως προκύπτει από τη συσσώρευση των αγροτικών προϊόντων και των πολύτιμων αγαθών και από τις γραπτές μαρτυρίες των ανακτορικών αρχείων, τα ανάκτορα λειτουργούσαν ως κέντρα συγκέντρωσης και αναδιανομής του αγροτικού πλεονάσματος αλλά και ως κέντρα του διεθνούς εμπορίου. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα απέκτησαν γρήγορα οικονομική ισχύ και διεθνή ακτινοβολία, περιορίζοντας σταδιακά τη μινωική θαλασσοκρατορία. Μια σειρά από οργανωμένες εμπορικές δραστηριότητες έφεραν τους Μυκηναίους ως την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο αλλά και στα κέντρα της δυτικής Μεσογείου, στην Κάτω Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Οι τακτικές αυτές συναλλαγές διευκολύνθηκαν από την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε πολλά σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου, μερικά από τα οποία είχαν το χαρακτήρα των αποικιών. Μερικές σπάνιες πρώτες ύλες που βρέθηκαν σε ορισμένα σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα, όπως το ήλεκτρο καθώς και ορισμένες καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις υποδεικνύουν ότι οι Μυκηναίοι είχαν σποραδικές επαφές με τη Βόρεια Ευρώπη, τη Βρετανία και τις χώρες της Βαλτικής. Την παρουσία των Μυκηναίων στις μακρινές αυτές χώρες προκάλεσε κυρίως η αναζήτηση των μετάλλων, ιδιαίτερα του χρυσού και του κασσίτερου, που δεν απαντούν στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Με την κατάρρευση των ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. κατέρρευσε και το οικονομικό σύστημα της μυκηναϊκής Ελλάδας. Οι εμπορικές δραστηριότητες συρρικνώθηκαν και η οικονομία εισήλθε σε μια μακρά περίοδο μαρασμού. Κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, τα τοπικά εργαστήρια συνέχισαν την παραγωγή τους αλλά τα εισηγμένα πολυτελή προϊόντα έπαψαν να φτάνουν από τις ξένες αγορές και η καλλιτεχνική δημιουργία έχασε τη λάμψη των προηγούμενων αιώνων. Η οικονομική παρακμή και η εξαφάνιση της γραφής που χρησιμοποιούνταν από τα ανακτορικά κέντρα σηματοδότησαν την είσοδο της ηπειρωτικής Ελλάδας στη λεγόμενη περίοδο των "σκοτεινών αιώνων". Ένα νέο υλικό, ο σίδηρος, η χρήση του οποίου παρατηρείται από την Πρωτογεωμετρική περίοδο, έδωσε ένα διαφορετικό στίγμα στις οικονομικές διαδικασίες, δίνοντας και το όνομά του στη νέα εποχή.

Οι εμπορικές επικοινωνίες των Μυκηναίων

Ο μεγάλος αριθμός εισηγμένων αγγείων στους ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών δείχνει ότι ήδη από την πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή οι Μυκηναίοι είχαν εμπορικές συναλλαγές με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, με την Αίγυπτο αλλά και με χώρες της Δύσης. Τα αίτια μιας τόσο ξαφνικής και ευρείας εξάπλωσης του εμπορίου βρίσκονται αφενός στην ενδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας και αφετέρου στην αυξημένη ζήτηση των μετάλλων, τα οποία οι μυκηναίοι ηγεμόνες προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν από τις ξένες αγορές.

Κατά το 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. η εξέλιξη της μυκηναϊκής ναυσιπλοΐας και η άνθηση του εμπορίου συντέλεσαν αποφασιστικά στην πλήρη επάρκεια των αγαθών. Την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου βοήθησαν και οι διεθνείς συγκυρίες, κυρίως η οικονομική ευημερία της Συρίας και της Παλαιστίνης, με τις οποίες οι Μυκηναίοι ανέπτυξαν από νωρίς εμπορικές σχέσεις και η περίοδος ειρήνης στη Μεσόγειο που εξασφαλιζόταν από το βασίλειο της Αιγύπτου, το οποίο ήταν απασχολημένο εκείνη την εποχή με εσωτερικές μεταρρυθμίσεις.

Το διεθνές εμπόριο των Μυκηναίων βρισκόταν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της κεντρικής εξουσίας. Στα κείμενα των ανακτορικών αρχείων δεν υπάρχουν καθόλου μαρτυρίες για την ύπαρξη μιας τάξης εμπόρων. Καθώς δεν υπήρχε ακόμη νόμισμα, το εμπόριο στηριζόταν αποκλειστικά στο σύστημα των ανταλλαγών. Τα προϊόντα εισαγωγής που είχαν γίνει πια απαραίτητα στην οικονομία της μυκηναϊκής Ελλάδας ήταν κυρίως τα μέταλλα, αλλά οι εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των ηγεμόνων απαιτούσαν ταυτόχρονα και την εισαγωγή πολύτιμων πρώτων υλών, όπως ο χρυσός, το ελεφαντόδοντο και το ήλεκτρο. Ο χαλκός εισαγόταν από τα μεταλλεία της Κύπρου και της Μέσης Ανατολής. Η αναζήτηση του κασσίτερου, ενός πιο σπάνιου μετάλλου που ήταν απαραίτητο για την παραγωγή του ορείχαλκου, έφερε τους Μυκηναίους μέχρι την Ισπανία, τη Βαλτική ίσως και το Αφγανιστάν. Η ανταλλαγή των υλών αυτών ίσως να γινόταν και στα λιμάνια της Μεσογείου.

Για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα του εμπορίου στις ξένες αγορές οι Μυκηναίοι προχώρησαν και στη συστηματική εξαγωγή αγροτικών προϊόντων. Τα κυριότερα ήταν το ελαιόλαδο, το αρωματικό λάδι και το κρασί.

Οι επικοινωνίες των Μυκηναίων με την Ανατολή

Η μυκηναϊκή εξάπλωση στην Ανατολική Μεσόγειο άρχισε όταν οι Μυκηναίοι κατέλαβαν την Κρήτη γύρω στο 1450 π.Χ. Ο πολιτισμός των μινωικών ανακτόρων συνέχισε την πορεία του ακολουθώντας τώρα το μυκηναϊκό πνεύμα. Μετά τη λήξη της "μινωικής θαλασσοκρατορίας" η κυριαρχία των Μυκηναίων απλώθηκε ραγδαία στα νησιά του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οδηγός στην ανίχνευση της μυκηναϊκής παρουσίας στις ανατολικές περιοχές είναι τα χαρακτηριστικά προϊόντα της υστεροελλαδικής κεραμικής ή σπανιότερα άλλα προϊόντα που ανακαλύπτονται σε μεγάλη ακτίνα γύρω από την περιοχή της μυκηναϊκής κυριαρχίας.

Στις Κυκλάδες και τα μικρασιατικά παράλια οι Μυκηναίοι εγκατέστησαν εμπορικούς σταθμούς με σκοπό να διευκολύνουν τις δραστηριότητες των ναυτικών τους. Σε μερικές από αυτές τις εγκαταστάσεις, στις οποίες βρέθηκε μεγάλος αριθμός μυκηναϊκών αγγείων, αποδίδεται μάλιστα ο χαρακτηρισμός των παροικιών. Ειδικότερα οι αστικές εγκαταστάσεις της Αγίας Ειρήνης της Κέας και της Φυλακωπής της Μήλου παρουσιάζουν έντονο μυκηναϊκό χαρακτήρα, ο οποίος επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη χαρακτηριστικών μυκηναϊκών ιερών. Παρόμοιες περιπτώσεις συναντώνται και στις περιοχές του ανατολικού Αιγαίου, ιδιαίτερα στη Μίλητο, στην Ιασό, στην Κω και στη Ρόδο.

Ισχνότερες παρουσιάζονται οι επαφές των Μυκηναίων με την περιοχή της Τρωάδας και το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το γεγονός αυτό εξηγείται από την παρουσία της ισχυρής ακόμη δύναμης των Χετταίων που δεν επέτρεπε τη μυκηναϊκή διείσδυση. Η συμμετοχή τους όμως στα ιστορικά δρώμενα της Μικράς Ασίας διαπιστώνεται στα χεττιτικά κείμενα. Ένας λαός που οι Χετταίοι ονόμαζαν Achijawa (Αχαιοί;) και κατοικούσε "πέρα από τη θάλασσα" ταυτίζεται από πολλούς ερευνητές με τους Μυκηναίους.

Η Κύπρος ήταν ένας χώρος πάντα περισσότερο συνδεδεμένος με την Ανατολή. Οι Μινωίτες δεν είχαν καλλιεργήσει ποτέ ιδιαίτερα τις σχέσεις τους μ' αυτό το νησί αλλά και ο σύνδεσμος των Μυκηναίων φαίνεται ότι αφορούσε για ένα μεγάλο διάστημα μόνο το εμπόριο. Μετά το 1400 π.Χ. οι σχέσεις με την Κύπρο εντατικοποιήθηκαν, ίσως με την ίδρυση μυκηναϊκών εμπορικών σταθμών και τη σταδιακή εγκατάσταση τεχνιτών από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η μυκηναϊκή παρουσία έγινε πιο έντονη στην πόλη της Έγκωμης. Από τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. πιθανολογείται μια μαζική εισροή μυκηναϊκών πληθυσμών προς διάφορες περιοχές του νησιού που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα των εσωτερικών αναταραχών στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά την κατάρρευση των ανακτόρων.

Ιδιαίτερα στενές σχέσεις διατηρούσαν οι Μυκηναίοι με το συροπαλαιστινιακό χώρο, όπου έχουν βρεθεί ποσότητες μυκηναϊκής κεραμικής. Στενά συνδεδεμένη με τη μυκηναϊκή Ελλάδα εμφανίζεται η πόλη Ουγκαρίτ, όπου γύρω στο 1300 π.Χ. φαίνεται ότι ιδρύθηκε μια μυκηναϊκή παροικία. Ανάμεσα στις δύο περιοχές εμφανίζονται έντονες αλληλεπιδράσεις σε διάφορους τομείς της τέχνης, στη λατρεία και στα ταφικά έθιμα. Οι στενές αυτές σχέσεις εξηγούνται με το ενδεχόμενο μιας ευρύτερης εγκατάστασης ελλαδικού πληθυσμού.

Τις επαφές με τη χώρα του Νείλου είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από τους Μυκηναίους οι Μινωίτες. Οι Μυκηναίοι, αφού κατέκτησαν την Κρήτη και εκτόπισαν τους Μινωίτες από τη διεθνή αγορά, ανέπτυξαν και αυτοί ιδιαίτερα στενές εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο. Στην ηπειρωτική Ελλάδα εμφανίζονται σποραδικά αιγυπτιακά πολυτελή προϊόντα, τα οποία έφταναν μαζί με τις εισαγωγές πρώτων υλών.

Επικοινωνίες των Μυκηναίων με τη Δύση

Από τις πρώτες κιόλας περιόδους της μυκηναϊκής εποχής παρατηρούνται ανταλλαγές προϊόντων και επιδράσεις σε τομείς της τεχνογνωσίας με τις χώρες της Δυτικής Μεσογείου και της Βόρειας Ευρώπης. Το κύριο έναυσμα για τις μακρινές αυτές εκστρατείες για τους Μυκηναίους ήταν η απόκτηση των μετάλλων που ήταν απαραίτητα για τις ανάγκες της ντόπιας βιοτεχνίας. Μαζί με την εισαγωγή των μετάλλων εισάγονταν και άλλα προϊόντα δευτερεύουσας σημασίας για την οικονομία, όπως οι χάντρες από ήλεκτρο, ένα υλικό που απαντά μόνο στη Βρετανία και στη Βαλτική.

Η επικοινωνία με τις χώρες αυτές γινόταν μάλλον μέσω των Καρπαθίων, μιας περιοχής πλούσιας σε κοιτάσματα χρυσού, όπου έχουν επίσης παρατηρηθεί αλληλεπιδράσεις με το μυκηναϊκό κόσμο, ιδιαίτερα στον τομέα της μεταλλοτεχνίας και των διακοσμητικών τεχνών. Στην περιοχή αυτή και στις παραδουνάβιες χώρες έχουν βρεθεί "θησαυροί" μεταλλικών αντικειμένων με ξίφη και μεταλλικά σκεύη που πλησιάζουν τόσο τη μυκηναϊκή τεχνοτροπία, ώστε πολλοί ερευνητές να βλέπουν σ' αυτά ακόμη και εισαγωγές από τα μυκηναϊκά κέντρα. Μία άλλη καλλιτεχνική προσέγγιση της μυκηναϊκής τέχνης θεωρείται η σπειροειδής διακόσμηση επάνω σε οστέινα εξαρτήματα χαλινών που συναντάται επίσης στην περιοχή των Καρπαθίων. Η σπανιότητα των ευρημάτων αυτών σε σύγκριση με την πυκνότητα των μυκηναϊκών ευρημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο δείχνει ότι οι επαφές των Μυκηναίων με τη Βόρεια Ευρώπη ήταν μόνο σποραδικές.

Αντίθετα, η παρουσία των Μυκηναίων στη Δυτική Μεσόγειο γίνεται περισσότερο αισθητή. Σε αρκετές θέσεις της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας έχει βρεθεί μυκηναϊκή κεραμική αλλά και ειδώλια που χρονολογούνται κυρίως στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο. Τα περισσότερα από αυτά βρέθηκαν σε παράλιους οικισμούς και εμφανίζουν ιδιαίτερα πυκνή συγκέντρωση στον κόλπο του Τάραντα. Τα ευρήματα που βρέθηκαν σε νεκροταφεία είναι συγκριτικά πολύ λιγότερα από εκείνα των οικισμών. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι τα μυκηναϊκά ευρήματα ήταν χρηστικά αντικείμενα που αποκτήθηκαν με το εμπόριο και ότι η εποίκηση της Ιταλικής χερσονήσου από τους Μυκηναίους δεν ήταν εκτεταμένη.

Τα καλλιτεχνικά δάνεια και οι ανταλλαγές προϊόντων με τους Μυκηναίους, παρόλο που έχουν συχνότερα το χαρακτήρα των μακρινών επιρροών, δείχνουν μια πρώτη επαφή των λαών της Ευρώπης με τον "πολιτισμένο" αιγαιακό κόσμο. Ο συσχετισμός των ευρωπαϊκών πολιτισμών με το μυκηναϊκό είναι επίσης πολύ χρήσιμος στη συγκριτική χρονολόγηση, μια και οι χώρες της Βόρειας και της Δυτικής Ευρώπης μέσω της επαφής τους με τη Μυκηναϊκή Ελλάδα αποκτούν ένα σύνδεσμο με τις πηγές της ιστορικής χρονολόγησης.