Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Προσκυνητάρια και Ερμαϊκές στήλες - Η περίπτωση της Ροδαυγής, (5-5-2023)

 

Δημοσιεύτηκε: "Τζουμερκιώτικα Χρονικά", τεύχος 24, Καλοκαίρι 2023, σ. 117-136.

 

   Δεν ξέρω γιατί, αλλά από την παιδική ηλικία με εντυπωσίαζαν και, όχι σπάνια, μου προκαλούσαν συγκίνηση τα προσκυνητάρια, που αλλιώς (ει)κονίσματα και προσκύνες τα λένε, τα οποία βρισκόντουσαν στην άκρη οδών και μονοπατιών και σε αναγκαστικές νυχτερινές οδοιπορίες το λιγοστό φως των καντηλιών τους πρόσφερε μιας μορφής παρηγοριά στην απέραντη σκοτεινιά της νύχτας, αν τύχαινε κι αυτή δεν φωτιζόταν από τη σελήνη ή κάποια λαμπερή αστροφεγγιά. Πόσο μάλλον, που οι οδοιπορίες αυτές, δεδομένων των συνθηκών, δεν ήταν σπάνιες, αφού γινόντουσαν με αφορμή χαρούμενα γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, οι γάμοι και τα γιορτάσια, αλλά και με λυπητερά, όπως οι θάνατοι με το συνακόλουθο ξενύχτισμα του νεκρού ή τις παρηγοριές που έπονταν, δηλαδή τις επισκέψεις στα σπίτια όσων είχαν χάσει δικό τους άνθρωπο, οι οποίες παρηγορητικό χαρακτήρα είχαν και συνοδευόντουσαν από φαγητό, ποτό -οι επισκέπτες κόμιζαν εθιμικά ψωμί, πίτες, τσίπουρο-, και κουβεντολόι. Άλλες, επίσης, χαρούμενες αφορμές για νυχτερινές μετακινήσεις, ήταν τα νυχτέρια, όπου η συντροφιά συγγενών και φίλων συνέβαλε στην τέλεση ποικίλων εργασιών, όπως το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού ή το ξάσιμο του μαλλιού, το γνέσιμο, το πλέξιμο, κ.λπ. Αξιοσημείωτο είναι πως εκείνη την εποχή, παρότι το λάδι ήταν λιγοστό και αντικαθίστατο συνήθως από λιωμένο λίπος, όλο και κάποιος διαβάτης άναβε τα καντήλια των εικονισμάτων αποβραδίς, κάνοντας τον σταυρό του λες και σε ναό ήταν προσκυνητής. Νύχτα ερχόταν, άλλωστε, και πώς ν’ άφηναν τ’ άγια πρόσωπα χωρίς τα δέοντα να τους προσφέρουν.

   Μεγαλώνοντας άρχισα περισσότερο να τα παρατηρώ, να σκέφτομαι γι’ αυτά και να τα γνοιάζομαι. Έτσι, εξέταζα σε ποιο σημείο του δρόμου ήταν χτισμένα, με τι υλικά, ποια αρχιτεκτονική αντίληψη υπηρετούσαν και αναλογιζόμουν ποιες ανθρώπινες ανάγκες κάλυπταν και πόσες και πόσες μύχιες σκέψεις, προσευχές, εξομολογήσεις και ελπίδες πάνω τους ήταν ακουμπισμένες. Αδύναμος ο άνθρωπος κι η καταφυγή στο θείο αναγκαία συνθήκη για πολλούς. Πολύ περισσότερο, όταν η ζωή από δυσκολία σε δυσκολία τους πηγαίνει.

   Με τον χρόνο να περνά και τα όρια της γνώσης να ευρύνονται, διαπίστωσα πως σε πολλά μέρη το ίδιο συνέβαινε, ενώ, όχι σπάνια, η μορφή των εικονισμάτων με εξέπληττε ευχάριστα και με καλούσε να τα δω προσεκτικά, να τα φωτογραφήσω και ως ενθύμια των ταξιδιών μου να τα κρατήσω.

   Εξάλλου, μέσω αυτών των μικρών ιερών κτισμάτων, οι ίδιες λίγο πολύ ανάγκες υπηρετούνται και συνδέονται άμεσα με το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων, καθώς αυτοί τα οικοδομούν ως ευχαριστία για χάρη που τους δόθηκε από το θείο ή ως τάμα το προσφέρουν. Κάποιες φορές, επειδή τα ξωκκλήσια βρίσκονται ανάμερα από τον κύριο δρόμο και οι διαβάτες πρέπει επί τούτου να πάνε σ’ αυτά, τα προσκυνητάρια τα υποκαθιστούν μ’ έναν τρόπο, όντας αφιερωμένα στον ίδιο άγιο με κείνον που τιμάται στο αντίστοιχο κάθε φορά ξωκκλήσι. Ενίοτε κατασκευάζονται κοντά ή έξω από κεντρικούς ναούς, οι οποίοι δεν είναι πάντα ανοιχτοί, χάριν των προσκυνητών.

   Συχνά, η παρουσία τους σχετίζεται με ατύχημα που έγινε και σώθηκαν όσοι ενεπλάκησαν σ’ αυτό, ή μερικές φορές, παρότι δεν υπήρξε σωτηρία, αποτελούν ένα ιδιότυπο σήμα μνήμης για έναν ή περισσότερους τεθνεώτες. Ούτως ή άλλως, στόχος είναι η επικοινωνία με το θείο, από το οποίο αιτείται η ανάπαυση της ψυχής κεκοιμημένου ή η ανάρρωση κάποιου που σώθηκε με τραύματα από ατύχημα, αλλά και η εξασφάλιση μελλοντικής προστασίας και μακροημέρευσης.

   Με την αποδημία να είναι έντονη στην Ήπειρο, οι συγγενείς ξενιτεμένου μπορεί να έχτιζαν, επίσης, κάποιο εικονοστάσι, αφιερωμένο, όπως και τ’ άλλα, σε άγιο ή αγία, στην Παναγία ή στον Χριστό, με την προσευχή και την ελπίδα να έχει την προστασία τους στην ξενιτιά, να προκόψει εκεί, αλλά και να μην πλανευτεί από τα κάλλη της και δεν βρει τον δρόμο του γυρισμού.

   Για όποιο λόγο και να χτιζόταν ένα προσκυνητάρι θεωρείτο τόπος ιερός, τον οποίο φρόντιζαν κυρίως οι ιδρυτές του, αλλά τον σεβόντουσαν και έκλειναν το γόνυ μπροστά του οι διαβάτες, οι οποίοι συχνά άναβαν την καντήλα του. Το πόσο σημαντική ήταν αυτή η σχέση, ειδικά με τους πρώτους, φαίνεται κι από την υβριστική φράση, «Γαμώ την προσκύνα μου / σου / του!», η οποία λέγεται από αγανακτισμένο για τον εαυτό του ή από άλλον για άνθρωπο, ο οποίος έχει χτίσει προσκύνα, δηλαδή προσκυνητάρι, ενώ χρησιμοποιείται αδιακρίτως κι από άλλους, κατά περίσταση. Το να υβρίσεις κάποιου την προσκύνα εκλαμβανόταν ως κάτι πολύ σοβαρό, γι’ αυτό δεν έλειπαν προειδοποιήσεις, όπως, «κοίτα μη βρίσεις την προσκύνα μου ή του!», υπονοώντας πως η αντίδραση θα είναι εκ μέρους του υβριζομένου άμεση και σοβαρή.

   Τα εικονίσματα λειτουργούν και ως τοπόσημα, ως προσδιοριστικά συγκεκριμένου τόπου δηλαδή. Αν όμως υπάρχουν περισσότερα από ένα σε κάποια περιοχή, λαβαίνουν δίπλα ως επεξηγηματικό προσδιορισμό το όνομα του ιερού προσώπου, στο οποίο είναι αφιερωμένα, π.χ. (Ει)κόνισμα του Αγίου Νικολάου (Κόν’ζμα τ’ Α’ Ν’κόλα), αν μάλιστα του εν λόγω αγίου υπάρχει κι άλλος ναός στο ίδιο χωριό, προστίθεται η τοποθεσία, π.χ. (Ει)κόνισμα του Αγίου Νικολάου στη Λάψαινα (Κόν’ζμα τ’ Α’ Ν’κόλα στ’ Λάψινα) ή κάποιου χαρακτηριστικού σημείου, π.χ. (Ει)κόνισμα στο Σταυροδρόμι (Κόν’ζμα στου Σταυροδρόμ’), (Ει)κόνισμα στα Παπαδαίικα (περιοχή όπου έχουν τις κατοικίες τους και διαμένουν οι φέροντες το παρωνύμιο Παπαδαίοι) ή του ιδρυτή, π.χ. (Ει)κόνισμα της Βάγγιως (Κόν’ζμα τ’ς Βάγγιου), κ.λπ.

   Όντας τα προσκυνητάρια σημεία αναφοράς για την επικοινωνία των ανθρώπων κατά τις μετακινήσεις τους, και όχι μόνο, μας οδηγούν στο να τα συσχετίσουμε, με τις όποιες αναλογίες,  με τις αρχαίες Ερμαϊκές Στήλες. Κατ’ αρχάς, αν και με πρώτο κοίταγμα δεν έχουν κάτι κοινό, αν σκεφτούμε τι ήταν οι αναφερθείσες στήλες θα βρούμε περισσότερα από ένα. Προσοχή, όμως! Στην προσέγγισή μας θα έχουμε κατά νουν πως αυτές έρχονται από χρόνο μακρινό, αφορούν σ’ άλλη θρησκεία και ανήκουν σ’ άλλο πολιτιστικό πλαίσιο, από το οποίο κληροδοτήθηκαν σε μας με διαφορετικά, αλλά και με ίδια σημαινόμενα, τα οποία ενδιαφέρουν πιο πολύ την παρούσα μελέτη. 

   Οι Ερμαϊκές στήλες, λοιπόν, ήταν «τετράγωνες λίθινες στήλες που η κορυφή τους κατέληγε σε προτομή του Ερμή και χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες» (1). Και τα προσκυνητάρια την εικόνα λίθινων στηλών δίνουν, καθώς έχουν το ίδιο σχήμα, αλλά είναι χτισμένα με λίθους αρμολογημένους, ή μη, και αντί για κεφαλή του Ερμή έχουν το καθαυτό εικόνισμα, όπου τοποθετούνται οι εικόνες, η καντήλα και άλλα αναγκαία, ενώ καταλήγουν σε ποικιλόσχημη στέγη, στην κορυφή της οποίας υπάρχει σταυρός. Επίσης, αν εξαιρέσουμε τον φαλλό, σύμβολο γονιμότητας, των Ερμαϊκών στηλών, θα δούμε πως πάνω τους είναι αποτυπωμένες λέξεις που αναφέρουν αυτόν που το αφιέρωσε και χάριν ποιου, όπως και σε κάποια προσκυνητάρια, στα οποία αναφέρεται η χρονολογία ίδρυσής τους, το όνομα του ιερού προσώπου, στο οποίο είναι αφιερωμένα, κάποιες φορές ακόμα και το όνομα εκείνου που τα αφιέρωσε ή εκείνων χάριν των οποίων έχει γίνει η αφιέρωση ή κάποιο λιθανάγλυφο. Μάλιστα, αν παρατηρήσει κανείς τον Ερμηρακλή (βλ. Βικιπαίδεια, σχετικό λήμμα), δηλαδή Ερμαϊκή στήλη με κεφάλι Ηρακλή, και παραβλέψει την ύπαρξη του φαλλού και τη χρονολογία δημιουργίας της, η υπόλοιπη θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιους σε συμπέρασμα πως πρόκειται για μορφή, η οποία σχετίζεται με τον χριστιανισμό, καθώς το πρόσωπο του Ηρακλή εκπέμπει κάποια ιερότητα -μη λησμονούμε πως ως ημίθεος, μετά τον θάνατό του αποθεώθηκε, ενώ από τους Ορφικούς θεωρείτο δημιουργός των θεών και του κόσμου-, και στη θέση των χεριών υπάρχουν δύο εξοχές, οι οποίες θυμίζουν σταυρό.

   Επίσης, στον πιο πάνω αναφερθέντα ορισμό υπάρχει η πληροφορία πως οι Ερμαϊκές στήλες χρησιμοποιούντο ως οδοδείκτες, με τον Θουκυδίδη(2) να μας δίνει και την πληροφορία πως ήταν ντόπια συνήθεια, δηλαδή των Αθηναίων, οι οποίοι την είχαν παραλάβει από τους Πελασγούς(3), να  τοποθετούν αυτά τα τετράγωνα αγάλματα, εκτός από τους δρόμους, και στα πρόθυρα ιδιωτικών κατοικιών, καθώς και στα ιερά, ενώ κάθε βλάβη τους θεωρείτο ύβρη, δηλαδή ασεβής πράξη.

   Χρησιμοποιούντο, ακόμα, και ως ένδειξη ορίων μεταξύ περιοχών, με τον Παυσανία να χρησιμοποιεί τις φράσεις «μετά δέ τούς Ἑρμᾶς»(4) και «ἰοῦσι δὲ ἀπὸ τῶν Ἑρμῶν»(5).

   Ακόμα, «Ανάλογα με την ευρεία χρήση τους δέχονται και την καθιερωμένη λατρεία. Στην ύπαιθρο οι αγρότες προσέφεραν φρούτα και λουλούδια, αλλού δέχονταν σπονδές ή προσφορές από στεφάνια.»(6). Στην «Ελληνική Μυθολογία»(7) και στην ενότητα, η οποία αναφέρεται στον θεό Ερμή, σημειώνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «Είναι (ενν. ο Ερμής) οδηγός και συμπαραστάτης των οδοιπόρων και των ταξιδιωτών, επειδή και ο άνεμος δείχνει την κατεύθυνση και προσδιορίζει την πορεία και το ταξίδι, όπως φανερώνει ακόμα και η σημερινή λαϊκή φράση «Ποιος άνεμος σ’ έφερε». Έτσι ο Ερμής που τιμάται και ως όδιος, ενόδιος, ηγεμόνιος και αγήτωρ και που το είδωλό του, οι «Ερμές» γίνονται στα σταυροδρόμια και σε άλλα καίρια σημεία δείκτες των δρόμων και των αποστάσεων, συνοδεύει και συμπαραστέκεται στον Περσέα, για να εξοντώσει τη Μέδουσα, στον Ηρακλή, για να πάρει τον Κέρβερο από τον Άδη, στον Πρίαμο, για να πάρει τον νεκρό γιο του από το ελληνικό στρατόπεδο, στον Ορέστη, για να γλυτώσει από τις απειλητικές Ερινύες και στον Οδυσσέα, για να αντιμετωπίσει τα μάγια της Κίρκης».

   Ας πάμε τώρα στα καθ’ ημάς. Ήδη έχει αναφερθεί πως τα προσκυνητάρια λειτουργούσαν και λειτουργούν ως τοπόσημα. Όπου υπήρχαν, ειδικά παλαιότερα που οι άνθρωποι οδοιπορούσαν συχνά λόγω έλλειψης κατάλληλου ζώου, το οποίο δεν ήταν εύκολο να διαθέτουν όλοι, ή λόγω απουσίας μηχανοκίνητων μεταφορικών μέσων, διαδραμάτιζαν και τον ρόλο οδοδεικτών, ενώ το αναμμένο καντήλι έπαιζε δυναμικά τον ρόλο του τις νύχτες. Κατά το παρελθόν, μάλιστα, αλλά και σήμερα, κάποιοι τα τοποθετούν στην είσοδο ή σ’ άλλο εξωτερικό σημείο του σπιτιού τους για εξορκισμό του κακού και προστασία και, όπως έχει αναφερθεί ήδη, μερικά βρίσκονται σε μικρή ή μεγαλύτερη απόσταση από κεντρικούς ναούς και ξωκκλήσια. Στα υπαίθρια εικονίσματα, εκτός από το καντήλι και άλλα σχετικά, ανάλογα με την εποχή μπορείς να δεις δάφνη των Βαΐων, κόκκινο αβγό τη Λαμπρή, κλωνάκι βασικού του Σταυρού, μικρή ποσότητα αγροτικού προϊόντος σε εποχές συγκομιδής, εικονίτσες - αφιερώματα περαστικών, καθώς και λουλούδια. Κι όλα αυτά είναι ίδια με κείνα που οι πιστοί αφιερώνουν στο σπιτικό εικονοστάσι, το οποίο συνήθως βρίσκεται στην κάμαρη των οικοδεσποτών, χωρίς να αποκλείεται, ανάλογα με τους χώρους κάθε σπιτιού, να έχει θέση στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, στον χώρο της εστίας δηλαδή, ή και σε κάποιον μικρό προθάλαμο, με την κάμαρη να είναι η κυρίαρχη προτίμηση. Με τα εικονίσματα του σπιτιού σχετίζεται και η παροιμία, «Τα παλιά τα ’κονίσματα πίσω από την πόρτα», η οποία λειτουργεί αντιθετικά με την, «Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω»!

   Επιπρόσθετα, αν ο Ερμής, προστάτης του εμπορίου, της επικοινωνίας, και όχι μόνο, εκτός από άλλα προσωνύμια, έφερε και το «ενόδιος»(8), με τη λέξη ν’ αναφέρεται σ’ αυτόν που βρίσκεται πάνω ή δίπλα σε δρόμο και να προσδιορίζει θεούς, όπως ο Ερμής, των οποίων αγάλματα και βωμοί τοποθετούνταν πάνω ή δίπλα σε οδούς και σταυροδρόμια, αλλά και τον χρήσιμο για τον δρόμο σημαίνει, μπορούμε, μετατοπιζόμενοι στο χριστιανικό πλαίσιο, να δούμε τα κοινά στοιχεία με τα προσκυνητάρια και ν’ αναφέρουμε πως ο Άγιος Χριστόφορος θεωρείται προστάτης  των οδοιπόρων, των ταξιδιωτών, των οδηγών αυτοκινήτων, αλλά και γενικά των επαγγελμάτων, τα οποία απαιτούν σωματική δύναμη.

   Αξίζει να σημειωθεί πως, όπως σήμερα, λέμε για κάποιον που, εμβρόντητος από κάτι, σταμάτησε να μιλά ξαφνικά, «στάθηκε σαν το (ει)κόνισμα» ή για κάποιον που συνηθίζει να στέκεται άκαμπτος και λιγομίλητος «στέκεται σαν το (ει)κόνισμα», στην αρχαιότητα χρησιμοποιούντο οι φράσεις «Ἑρμῆς ἐπεισῆλθε»(9) και «Ἑρμῆς ἐπεισελήλυθε»(10), δηλαδή μπήκε μέσα του ο Ερμής και στέκεται σαν Ερμαϊκή στήλη, αναδεικνύοντας και αυτές πόσο τα πράγματα μετεξελίσσονται, χωρίς να χάνονται, στη ρύμη του χρόνου και είναι ορατά σ’ αυτούς που θέλουν να τα δουν, που σημαίνει πως τα προσεγγίζουν και τα κατανοούν.

   Ακόμα, σε αρχαιότερες εποχές, οι Ερμές δεν είχαν την τετραγωνισμένη μορφή που προαναφέρθηκε -σύμφωνα με τον Παυσανία τους την έδωσαν οι Αθηναίοι-, αλλά ήταν σωροί από πέτρες (Ἑρμαῖοι λόφοι) επάνω στους οποίους έβαζαν ένα σύμβολο(11). Αυτοί οι λίθινοι σωροί, θυμίζουν τις λιθοσωριές ή λιθοσώρια, που αφορούν σε απλούς σωρούς από πέτρες ή σε σωρούς από πέτρες σε περίπτωση αναθέματος απ’ όπου προέκυψαν τοπωνύμια, όπως Λιθοσωριά (στη) και Λιθοσώρια (στα) και πάνω στον σωρό τοποθετείτο κάποιες φορές ξύλινος σταυρός, σκιάχτρο, κ.λπ. ανάλογα με τον λόγο, για τον οποίο σχηματιζόταν η λιθοσωριά. Σχετικά μ’ αυτά, μάλιστα, διαβάζουμε στο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Liddell & Scott, στο λήμμα, ἕρμαξ: -ᾰκος, ἡ, (ἐκ τοῦ ἕρμα, πρβλ. λίθαξ), σωρός λίθων, συσσωρευόμενος περί τό παρά τήν ὁδὸν ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ κατά παλαιὰν συνήθειαν, καθ’ ἣν ἕκαστος διαβάτης διερχόμενος ἔρριπτεν ἕνα λίθον εἰς τόν σωρόν, Νικ. Θ.150 πρβλ. Ἑρμαῖος, Ἐρμεῖον. ΙΙ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἕρμακες· αἱ ὕφαλοι πέτραι».

   Ο Παναγιώτης Β. Λάμπρης(12) σημειώνει σχετικά: «Στο χωριό μας το καγκελάρι είχε κάποια διαφορά από τα άλλα χωριά και καθώς ήταν στο μέσον από τα άλλα χωριά αποφασίστηκε να γίνεται δύο φορές το χρόνο. Μία την Τρίτη της Λαμπρής και μία στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής. Πιάνονταν λοιπόν χέρι χέρι και λέγανε τα μυστικά τους χωρίς την υποψία των Τούρκων. Για να μην προδίνει ο καθένας κανένα μυστικό, οι χωριανοί στη θέση Ψηλή Ράχη δίπλα από το δημόσιο δρόμο, που επικοινωνούσαν όλα τα χωριά, έφτιαξαν μια λιθοσουριά και μέσα έκλεισαν μια γάτα και είπαν: «Καταραμένος να είναι εκείνος που θα προδώσει κάθε μυστικό και όποιος γίνει προδότης να νιαουρίζει σαν τη γάτα, και κάθε ξένος που θα περνά  να πετάει μια πέτρα για ανάθεμα».

   Και ο Κώστας Κρυστάλλης(13), αναφέρει ως ακολούθως τη λέξη λιθοσώρια: «Ὅσες βολές ἡ σκύλλα ἡ Ξενητιά μέ κερνάει τά πικρά της κρατηροπότηρα, ἄχ! δέν ἠξέρω πῶς μὤρχεται τότε καί λησμονῶντας κι ἀπαριάζοντας ὅλον τόν περίγυρά μου κόσμο, χύνομαι σά λυσσασμένος μέσα μου, καί μέ τά σιδερένια νύχια τοῦ λογισμοῦ, σάν κακοῦργος σκάφτω τήν ἔρμη μου καρδιᾶ κι ἀπό τῶν χρόνων τά λιθοσώρια ξεθάφτω τις παλιές μου Ἐνθύμησες.»

   Κατόπιν τούτων, ας γνωρίσουμε τα προσκυνητάρια που υπάρχουν στη Ροδαυγή, των οποίων η αρχιτεκτονική ποικίλει, ενώ αντικατοπτρίζουν πολλά απ’ όσα πιο πάνω έχουν αναφερθεί. Κάποια εξ αυτών είναι λιθόχτιστα, σε μερικά γίνεται χρήση ποικίλων δομικών υλικών, όπως πέτρας, τούβλου, τσιμέντου, κ.λπ., και άλλα είναι εξ ολοκλήρου μεταλλικά.

   Στο κέντρο του χωριού, λοιπόν, αριστερά από τις σκάλες που οδηγούν στην πλατεία και σε μικρή απόσταση από τον υπάρχοντα εκεί τοίχο, υφίστατο προσκυνητάρι, αφιέρωμα του Γεωργίου Παπαβασιλείου, το οποίο κάποια στιγμή κατεδαφίστηκε.  Το σχήμα του ήταν πολυγωνικό και το κύριο μέρος του διέθετε τζαμωτά ανοίγματα με μεταλλικό σκελετό, αλλά και συμπαγή σημεία στο πίσω μέρος. Επίσης, είχε επίπεδη στέγη, στο κέντρο της οποίας υψωνόταν σταυρός, ενώ στηριζόταν σε στιβαρή τσιμεντένια κολώνα. Πλέον, στον αναφερθέντα τοίχο, ο τέως ιερέας, Ιωάννης Β. Αναστασίου, δημιούργησε το υπάρχον χωνευτό προσκυνητάρι, αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, η οποία και στον κεντρικό ναό του χωριού τιμάται.

   Σε ιδιότυπο, φαραωνικό, θα έλεγα, προσκυνητάρι είχε μετατραπεί από τον ιερέα, Ιωάννη Β. Αναστασίου, προς το τέλος του 2007, η δημόσια κρήνη στην πλατεία του χωριού, η οποία είχε οικοδομηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1960 επί προεδρίας Γεωργίου Β. Λάμπρη, αναδεικνύοντας το πώς αντιλαμβάνονται, όχι σπάνια, οι μεταγενέστεροι την αρχιτεκτονική αξία παλαιότερων κτισμάτων, γεγονός που οδηγεί σε καταστροφή του πολιτιστικού στίγματος που αντιπροσωπεύουν(14).

   Με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου, αυτή ξαναέγινε, αλλά προσαρμόστηκε σ’ άλλα δεδομένα, καθώς μιμείται την παραδοσιακή Ηπειρωτική αρχιτεκτονική και χρησιμοποιεί ως δομικά υλικά σχιστολιθικές πέτρες και πλάκες σκούρου καφέ χρώματος, για να συνδεθεί προφανώς αισθητικά με τον υπερκείμενο ναό της Αγίας Παρασκευής, ο οποίος, ιδρυμένος το 1804, υπακούει στους κανόνες της(15).

   Η παλιά κρήνη διέθετε κοίλο εσωτερικό τοίχο από λευκάζοντα σχιστόλιθο της περιοχής και είχε λαξευτεί και αρμολογηθεί με ξεχωριστή τέχνη από σπουδαίο λαϊκό λιθοξόο. Η στέγη της διέθετε ιδιότυπο γείσο και στηριζόταν σε δύο κίονες στο μπροστινό μέρος, ενώ η βρύση ήταν μεταλλική και το νερό έρρεε από, προσαρμοσμένη στο κυρίως μέρος της, κεφαλή με το πάτημα εμβόλου στο πάνω μέρος. Διάφορα σημεία της κρήνης, όπως για παράδειγμα οι κίονες, ήταν λευκά, ενώ στη ρύμη του χρόνου, ακόμα και το κοίλο λιθόχτιστο σημείο της βάφτηκε λευκό και διανθίστηκε με ζώνες άλλου χρώματος. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η λευκότητά του συνδυαζόταν με τα ασπρισμένα σκαλοπάτια που οδηγούν στο προαύλιο του ναού, με τα εκατέρωθεν, επίσης ασβεστωμένα, πεζούλια, καθώς και με πολλούς εξωτερικούς χώρους του, οι οποίοι ήταν επιχρισμένοι με ασβέστη. Εδώ και κάποια χρόνια, έχει αφαιρεθεί το λευκό επίχρισμα όλων αυτών, η πλατεία του χωριού έχει επιστρωθεί με μαύρες σχιστολιθικές πλάκες, οπότε και η νέα κρήνη ταιριάζει με το όλο σκηνικό. 

   Βέβαια, ας σημειωθεί πως, τόσο η νέα όσο και η παλαιά κρήνη, η οποία με πολλές αναμνήσεις ήταν συνδεδεμένη, ξεχωρίζουν για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους και αρχιτεκτονικά είναι διαφορετικής φιλοσοφίας. Η  πρώτη μιμείται την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και η άλλη, αν και υπηρετούσε τις ανάγκες της παραδοσιακής κοινωνίας του χωριού, διακρινόταν από νεωτεριστικά στοιχεία.   

   Έτερο προσκυνητάρι βρίσκεται σε άκρη του σημείου σύζευξης του κεντρικού δρόμου του χωριού με κείνον που οδηγεί στην πηγή Μπέσικο και ιδρύθηκε από τον Δημήτριο Δημόπουλο, ο οποίος είχε χρηματίσει γραμματέας της κοινότητας Ροδαυγής. Αυτό στηρίζεται σε τέσσερις μεταλλικούς στύλους και το πάνω μέρος, όπου βρίσκονται η εικόνα και το καντήλι, θυμίζει τετράπλευρο εκκλησάκι, το οποίο έχει στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές τζαμωτά παράθυρα και η κορυφή της στέγης του, η οποία μιμείται εκείνη των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών με τρούλο, καταλήγει σε σταυρό. Αξιοσημείωτο είναι πως στον δεξιό μπροστινό στύλο στήριξης υπάρχει μικρό μεταλλικό κουτάκι με σχισμή για ρίξιμο των οβολών. Όσον αφορά στον χρωματισμό του, για πολλά χρόνια ήταν γαλάζιο στο σύνολό του, αλλά πλέον είναι λευκό με στέγη χρώματος κεραμιδί.

   Άλλο ένα υπάρχει στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ο οποίος οδηγεί από το κέντρο του χωριού στη Βρύση της Συκιάς, απέναντι από την κατοικία του αείμνηστου ιερέα, Ιωάννη Κ. Οικονόμου, που ήταν και ο ιδρυτής του. Το συγκεκριμένο έχει τετράπλευρη, χτιστή και επενδυμένη με πέτρα  βάση -παλιά ήταν επιχρισμένη και βαμμένη λευκή- και το πάνω μέρος είναι μεταλλικό και μοιάζει με το προηγούμενο εικονοστάσι, με τη διαφορά πως τα παράθυρα δεν έχουν μονοκόμματο υαλοπίνακα και στο μέσον τους υπάρχει λεπτό μεταλλικό χώρισμα. Όσον αφορά στο χρώμα, η στέγη του είναι γαλάζια και το υπόλοιπο λευκό. Πριν κατασκευαστεί το συγκεκριμένο, στην ίδια θέση υπήρχε άλλο, εξολοκλήρου μεταλλικό.       

   Επίσης, στον δρόμο που οδηγεί από το κέντρο του χωριού στην έξοδο προς την Άρτα, συναντά κανείς τρία προσκυνητάρια σε μικρή σχετικά απόσταση το ένα από το άλλο. Το πρώτο βρίσκεται στη θέση Καστανιές· είναι μικρού μεγέθους, μεταλλικό και αφιερώθηκε από τη Χριστίνα Κόρδα. Διαθέτει ως βάση μεταλλικά στηρίγματα, ενώ στο κυρίως εικόνισμα οι τρεις πλευρές είναι αδιαφανείς και το μόνο σημείο από το οποίο εισέρχεται φως είναι η είσοδος, η οποία έχει τζάμι, ενώ η στέγη του είναι δίριχτη και στη μέση υψώνεται σταυρός. Για χρόνια ήταν λευκό, ενώ σχετικά πρόσφατα εξωραΐστηκε κάπως και η στέγη του βάφτηκε σε χρώμα κεραμιδί.

   Στην ίδια κατεύθυνση με το προηγούμενο, στο Ντερβένι, δηλαδή στον περιφερειακό δρόμο και έξω από την περίφραξη της κατοικίας του Χρήστου Τσάμη, υπάρχει το δεύτερο εικόνισμα, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος. Ετούτο, στηριγμένο σε στιβαρή τσιμεντένια κολόνα, είναι από αυτά που κατασκευάζονται σε εργαστήρια και η αρχιτεκτονική του μιμείται εκείνη των βυζαντινών ναών και, μάλιστα, των σταυροειδών εγγεγραμμένων με τρούλο, ενώ οι εξωτερικές επιφάνειες παραπέμπουν σε βυζαντινούς ναούς, στους οποίους εντοιχίζονται πήλινες πλίνθοι. Επίσης, η μία πλευρά είναι τυφλή, οι δύο πλαϊνές έχουν από δύο παραθυράκια και μπροστά υπάρχει θύρα.

   Το τρίτο βρίσκεται μερικές δεκάδες μέτρα πιο κει από το δεύτερο, στη συμβολή του κεντρικού δρόμου προς την Άρτα με κείνον που οδηγεί στο χωριό Φανερωμένη, ψηλά στο Ξηροβούνι, και είναι αφιέρωμα της Ευτυχίας Παπαβασιλείου -  Μαντζούτσου. Στηρίζεται σε λευκή τετράπλευρη βάση, της οποίας η κατασκευή υποβάλλει λίθινη δόμηση, ενώ το κυρίως τμήμα του προεξέχει, στηριζόμενο σε μεγαλύτερη από τη βάση επιφάνεια, και μοιάζει με ναΐσκο με τετράριχτη στέγη, η οποία θυμίζει κεραμοσκεπή, και ως επίστεψη έχει τρούλο και σταυρό. Η μία πλευρά του είναι συμπαγής, οι δύο πλαϊνές έχουν παράθυρα και η τρίτη και μπροστινή διαθέτει πόρτα.

   Άλλο ένα εικόνισμα βρίσκεται επίσης στο Ντερβένι, κοντά στη θέση, Ψηλή Ράχη, το οποίο είναι αφιέρωμα της Αικατερίνης Γκίζα. Είναι στο σύνολό του μεταλλικό και η αρχιτεκτονική του υπακούει σε συνήθεις κανόνες τυποποιημένης κατασκευής. Τα στηρίγματά του συνδέονται για λόγους σταθερότητας με χιαστί μεταλλικά ελάσματα και για διακόσμηση έχουν προστεθεί και κάποια ελικοειδή, ενώ στο ένα στήριγμα υπάρχει ευμέγεθες κιβώτιο απ’ αυτά που τοποθετούνται, για να ρίπτει κάποιος τον οβολό του. Στο κυρίως προσκυνητάρι, από τις τέσσερις πλευρές μόνο η μπροστινή, δηλαδή το πορτάκι, διαθέτει τζάμι, ενώ η σκεπή είναι δίριχτη και πάνω έχει σταυρό.  

   Στον περιφερειακό δρόμο του χωριού, ο οποίος οδηγεί από την Άρτα και τη Φιλιππιάδα στην περιοχή των Τζουμέρκων, υπάρχει ένα προσκυνητάρι, το οποίο υπενθυμίζει πως ο θάνατος μπορεί να σε συναντήσει απρόσμενα, αλλά και το ότι στα ανθρώπινα, εκτός από τη φροντίδα, υπάρχει και η ακηδία σχετικών με τους νεκρούς αντικειμένων, ειδικά, όταν ο  χρόνος φέρνει τη λήθη, η οποία συνοδεύεται από πολλά άλλα. Εν προκειμένω, όπως λέγεται, το λιτό μεταλλικό προσκυνητάρι αποτελεί αφιέρωμα για κάποιον από την περιοχή των Τζουμέρκων που ο θάνατος τον βρήκε στο συγκεκριμένο σημείο, ενώ ταξίδευε. Προφανώς, οικείοι του το έστησαν στη μνήμη του και κάποια στιγμή, κατά την οποία έγινε πλάτυνση του δρόμου, η εταιρεία που εκτελούσε το έργο θεώρησε καλό να μην το βάλει σε κάποιο σημείο στην άκρη του δρόμου, αλλά να το κρεμάσει, κυριολεκτικά, πάνω σ’ ένα δέντρο! Από τότε, κανείς δεν το γνοιάστηκε! Ούτε εκείνοι, οι οποίοι το τοποθέτησαν -ποιος ξέρει αν ζούνε και πού-, ούτε κάποιος άλλος, και μένει ακόμα πάνω στο δέντρο, αποτελώντας μαζί του ένα ιδιαίτερο σύμπλεγμα. Αυτό είναι στο σύνολό του μεταλλικό, το κυρίως εικόνισμα έχει μια αδιαφανή πλευρά και τρεις διάφανες, όπου κάποτε υπήρχαν τζάμια, και η μία χρησιμοποιείτο ως πόρτα. Η επίστεψη αποτελείται από τέσσερα συγκλίνοντα ελάσματα στο σημείο σύγκλισης των οποίων υπάρχει σταυρός, ενώ στηρίζεται σε μεταλλική κυλινδρική δοκό.

   Δύο ακόμα προσκυνητάρια υπάρχουν στον κεντρικό δρόμο του χωριού προς την κατεύθυνση που οδηγεί στη βόρεια έξοδο, πλησίον του ναού της Αγίας Βαρβάρας. Το πρώτο βρίσκεται κάτω από το σπίτι του Γάκη Ψυχογιού σε αδιέξοδο δρομάκι, το οποίο συνδέεται με τον κεντρικό δρόμο, και ιδρύθηκε από τον Βασίλειο Αναστασίου, ενώ στην οικοδόμησή του συνέβαλαν ο γιος του, Δημήτριος, και ο Πέτρος Μπαρτζώκας. Όσον αφορά στην αρχιτεκτονική του, διαφέρει από τα προηγούμενα, όχι τόσο στο σχήμα, αλλά στα υλικά και στον τρόπο που αυτά χρησιμοποιήθηκαν. Συγκεκριμένα, είναι τετράπλευρο και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το καθαυτό εικόνισμα, το οποίο είναι δομημένο με μικρές, λευκές σχιστολιθικές πέτρες, ενώ τα ανοίγματα, στις τρεις πλευρές του, διαθέτουν όμορφες καμάρες. Επίσης, η τετράριχτη στέγη του είναι καλυμμένη με μικρές, λευκές σχιστολιθικές πλάκες, θυμίζοντας παραδοσιακές στέγες σπιτιών, στις οποίες χρησιμοποιούντο, κατά περίπτωση, καφετί, λευκές, ακόμα και ανάμικτες σ’ αυτές τις αποχρώσεις πλάκες. Στην κορυφή υπήρχε ωραίος μεταλλικός σταυρός, ο οποίος πλέον απουσιάζει.

   Το δεύτερο εικόνισμα βρίσκεται σε άκρη του δρόμου, κάτω από το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Στο σημείο υπήρχε κάποιο μεταλλικό, το οποίο αντικαταστάθηκε με τη φροντίδα κατοίκων της περιοχής. Η αρχιτεκτονική του είναι τυποποιημένη, καθώς είναι προφανές ότι προέρχεται από εργαστήριο. Διακρίνεται για το κοκκινωπό χρώμα του, το στενό σχετικά υποστύλωμα, το οποίο φέρει διάφορα ανάγλυφα, και το κυρίως εικονοστάσι που η κατασκευή και η τελική εικόνα παραπέμπει σε χτιστό τοίχο· η στέγη του μιμείται εκείνη των βυζαντινών ναών, συγκεκριμένα των σταυροειδών εγγεγραμμένων με τρούλο, ενώ φέρει ως επίστεψη σταυρό.

   Βγαίνοντας από το χωριό και προχωρώντας βόρεια, το επόμενο προσκυνητάρι θα το αντικρίσουμε στην τοποθεσία Αγία Παρασκευή, πριν το Κακολάγκαδο. Αυτό ιδρύθηκε από τον Δημήτριο Γ. Παπαλάμπρη, στη μνήμη της πρόωρα θανούσας συζύγου του, Γεωργίας, καθώς και των γονέων του, Γεωργίου και Βασιλικής, οι οποίοι απεβίωσαν στις 19-11-1992, στις 1-4-1996 και στις 3-1-1997 αντίστοιχα. Τις πληροφορίες βεβαιώνει και μαρμάρινη πλάκα, η οποία βρίσκεται μέσα στο εικονοστάσι, μαζί με καντήλι και εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Το σχήμα του είναι τετράπλευρο, αλλά όχι τετράγωνο, και μέχρι την επίπεδη στέγη, πάνω στην οποία είναι τοποθετημένος τρούλος με σταυρό στην κορυφή, είναι ένα μονοκόμματο κτίσμα, το οποίο στηρίζεται σε λεπτή προεξέχουσα βάση. Επίσης, είναι δομημένο με πέτρες διαφορετικού χρώματος, λευκού και κεραμιδί, εναλλάξ, με αναλογία δυο προς μία. Διαθέτει δύο ανοίγματα για φωτισμό, μία πόρτα κι ένα παράθυρο, στο πάνω μέρος των οποίων, ακτινωτά, είναι τοποθετημένες κεραμιδί πέτρες, οι οποίες κοσμούν  το οικοδόμημα.   

   Στον συνοικισμό Σουμέσι υπάρχει, επίσης, ένα νεότευκτο προσκυνητάρι, αφιέρωμα του ιερέως Αθανασίου Λ. Αθανασίου, το οποίο είναι στηριγμένο σε μονόστηλη χτιστή βάση, η οποία είναι χτισμένη από λευκές σχιστολιθικές πέτρες. Το κυρίως εικόνισμα, προερχόμενο από σχετικό εργαστήριο, είναι στην ίδια απόχρωση και συνιστά ένα ξεχωριστό ομοίωμα ναού σε ρυθμό βασιλικής με τρούλο και διαθέτει κόγχη ιερού και καμπαναριό.

   Στον δρόμο για τον συνοικισμό Περδικάρι, στο ύψος του Αγίου Νικολάου, υπάρχει προσκυνητάρι, το οποίο ιδρύθηκε από τον ιερέα, Ιωάννη Κ. Οικονόμου. Η αρχιτεκτονική του είναι ίδια με κείνου, το οποίο βρίσκεται στον δρόμο που οδηγεί από το κέντρο του χωριού στη Βρύση της Συκιάς, με τη διαφορά πως η βάση του δεν είναι επενδυμένη με πέτρα, αλλά σοβατισμένη και, θα έλεγα, πιο κομψή. 

   Πιο παλιά απ’ όλα είναι τα προσκυνητάρια, τα οποία συναντά κανείς στη διαδρομή από το κέντρο του χωριού προς τους συνοικισμούς, Λάψαινα και Καθαροβούνι, μέσω Μπέσικου. Το πρώτο βρίσκεται στη θέση Σταυρός, πριν τη Λάψαινα, και το άλλο στον συνοικισμό Λάψαινα, κοντά στο ξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου. Αυτό που είναι στον Σταυρό χτίστηκε σ’ ένα ξέφωτο, στην αριστερή πλευρά του δρόμου, καθώς κατεβαίνουμε,  από τον Χρήστο Ζώη και τη σύζυγό του, Χρυσάνθη, και φέρει ανάγλυφη ημερομηνία, 1-5-1950· βέβαια, στην αρχή, πριν το ένα, είναι αλλοιωμένη η πέτρα, οπότε δεν ξέρουμε αν υπήρχε άλλος αριθμός που να την τροποποιεί και να την κάνει 11, 21 ή 31.  Το άλλο, το οποίο επίσης φέρει ανάγλυφη χρονολογία, ιδρύθηκε το 1941 από τον Ντούλα Σιώζο, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε παιδιά που πολεμούσαν στο Μέτωπο και έχει χτιστεί στη δεξιά πλευρά του σπαρμένου με λιθαράκια δρόμου, καθώς κατεβαίνουμε, κι εκεί που υπάρχει μόνο του μέσα στη φύση, έχει γίνει θαρρείς ένα με το φυσικό τοπίο, το οποίο το αγκαλιάζει εμφατικά ως δικό του αδιαχώριστο μέρος και αν και κάποιοι ενδιαφέρονται και το καθαρίζουν, συχνά οι κισσοί το αγκαλιάζουν, δίνοντας τον δικό τους τόνο στην όψη του. 

   Αρχιτεκτονικά, αν και κείνο που βρίσκεται στον Σταυρό είναι πιο μεγάλο, έχουν κοινά χαρακτηριστικά, καθώς είναι χτισμένα με σχιστολιθικές πέτρες και πλάκες σκούρου καφέ χρώματος και εκπέμπουν τη γοητεία της παλιάς, λιτής, λαϊκής τέχνης, η οποία δεν φιλοδοξεί να εντυπωσιάσει, ενώ είναι απόλυτα ενταγμένα μέσα στο φυσικό περιβάλλον, καθώς οι χρωματισμοί τους είναι γήινοι και δεν φαντάζουν από απόσταση.

   Και τα δύο στηρίζονται σε βάση πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί το κυρίως σώμα τους, όπως αναφέρθηκε, με σχιστολιθικές αρμολογημένες πέτρες· είναι τετράπλευρα και στο πάνω μέρος είναι τοποθετημένη μονοκόμματη πλάκα, η οποία προεξέχει κάπως σε σχέση με το κάτω μέρος και αποτελεί τη βάση των καθαυτό εικονισμάτων, τα οποία διαθέτουν μόνο ένα άνοιγμα, ως πόρτα, στην μπροστινή πλευρά, είναι σκεπασμένα με τετράπλευρη πλάκα πάνω στην οποία στηρίζεται η δίριχτη στέγη, αποτελούμενη από δύο μονοκόμματες πλάκες στη συμβολή των οποίων υπάρχει σιδερένιος σταυρός. Επίσης, το τρίγωνο που σχηματίζεται  απ’ αυτές και την οριζόντια πλάκα σχηματίζει εσοχή, ώστε ν’ αναδεικνύεται κάπως η στέγη και θυμίζει, με τις όποιες αναλογίες, τα ανακουφιστικά τρίγωνα των μυκηναϊκών τάφων.  

   Τέλος, ένα μεταλλικό εικονοστάσι βρίσκεται σε άκρη του δρόμου, ο οποίος οδηγεί από το κέντρο του χωριού στους συνοικισμούς Κερασίτσα και Άμμος, αλλά και στο ξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου, και, συγκεκριμένα, πάνω από το ερειπωμένο πια σπίτι του Βησσάρη Παλαβού (Κούτρα). Αυτό, είναι αφιέρωμα του Ξενοφώντος, γιου του Σταύρου Βαγγέλη, και έγινε γύρω στο 1980 για σωτηρία του από ατύχημα. Η αρχιτεκτονική του είναι λιτή· το καθαυτό εικόνισμα, λευκού χρώματος, στηρίζεται σ’ έναν στύλο και αποτελείται από κυβοειδές σώμα μ’ ένα άνοιγμα που λειτουργεί ως θύρα και σε μια γωνία του υπάρχει μικρό κουτάκι για τους οβολούς, ενώ διαθέτει δίριχτη στέγη και σταυρό στην κορυφή.    

   Αυτά είναι τα προσκυνητάρια της Ροδαυγής, το καθένα με τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα και ιστορία.

   Κλείνοντας, λοιπόν, εδώ ετούτη την εργασία μου, οφείλω να ευχαριστήσω τον ιερέα, Αθανάσιο Λ. Αθανασίου, τη βαφτιστήρα μου, Βασιλική Δ. Αναστασίου, τον φίλο, Αριστοτέλη Γ. Αράπη, τον ξάδερφό μου, Βασίλειο Γ. Λάμπρη, τον αδερφό μου, Σπυρίδωνα Π. Λάμπρη και τους συγχωριανούς, Ευάγγελο (Χρυσόστομο) Κ. Καμπρή και Νικόλαο Β. Μπαρτζώκα, για χρήσιμες πληροφορίες που μου έδωσαν, καθώς και τον συνοδοιπόρο μου, Χρήστο Δ. Στούμπο, για τη συμβολή του.

Υπόμνημα

  1. Ἑρμῆς - Ancient Greek Lexicon (LSJ).
  2. Θουκυδίδης, 6.27.1 & 6.28.1.
  3. Ηρόδοτος, 2.51.1.
  4. Παυσανίας, 3.1.1.
  5. Παυσανίας, 3.10.6.
  6. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 24, λήμμα: Ερμαί, οι.
  7. Ελληνική Μυθολογία, τ. 2, Εκδοτική Αθηνών 1986, σ. 176.
  8. ἐνόδιος - Ancient Greek Lexicon (LSJ).
  9. ἐνόδιος - Ancient Greek Lexicon (LSJ).
  10. Πλούταρχος 2.502f.
  11. https://arxaia-ellinika.blogspot.gr/2017/07/ermaikes-stiles-ermai-arxaia-ellada.html
  12. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Ροδαυγή, 2η έκδοση, σ. 485.
  13. Κώστας Κρυστάλλης, Ἠπειρωτικαί ἀναμνήσεις - Πεζογραφήματα (ηλεκτρονική μορφή).
  14. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Ρέκβιεμ, εφημερίδα «Αμβρακία», 25-6-2008, http://users.sch.gr/panlampri/arthr5.html & Περί κρήνης ο λόγος…, 21-5-2012, http://users.sch.gr/panlampri/arthr44.html
  15. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Ροδαυγή, 2η έκδοση, σ. 425-431.

Σημείωση: Στην έντυπη δημοσίευση περιλήφθηκαν και εικόνες.