Η γέφυρα του Ρεμάγκεν

ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΡΗΝΟ

ΣΙΩΠΗΛΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΡΕΜΑΓΚΕΝ

                                                                    

                                                      Άγγελου Ν. Δαλασσηνού

ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1945 ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΕΣ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΦΡΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΡΗΝΟ -ΤΗΝ ?ΠΛΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ? ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΑΥΤΗΣ, ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΕΡΧΟΤΑΝ ΝΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΠΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ: ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΛΑΤΙΑ ΥΔΑΤΙΝΗ ΕΚΤΑΣΗ 1.100KM, ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΕΣΠΟΖΑΝ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ 25 ΓΕΦΥΡΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΝΟΙΓΑΝ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΧΩΡΑ. ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΟΤΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΚΕΡΔΙΖΟΤΑΝ ΑΝ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΑΝ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ. ΑΛΛΑ ΣΤΙΣ 2 ΜΑΡΤΙΟΥ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΑΡΧΙΣΑΝ ΝΑ ΤΙΣ ΑΝΑΤΙΝΑΖΟΥΝ ΜΙΑ-ΜΙΑ? 

Οι πύργοι της γέφυρας του Ρεμάγκεν όπως είναι σήμερα

Στην ενημέρωση των επιτελών του 3ου Αμερικανικού Σώματος Στρατού επικρατούσε δικαιολογημένη ευφορία. Τα αμερικανικά στρατεύματα προέλαυναν ακάθεκτα προς τον Ρήνο και τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα στον υπέρτατο στόχο του πολέμου: το Βερολίνο. Ένας από τους παριστάμενους στρατηγούς παρακολουθούσε αμίλητος, αλλά δεν συμμεριζόταν την υπέρμετρη αισιοδοξία των υπολοίπων. Όταν η ενημέρωση βάδιζε προς το τέλος της, απηύθυνε την εύλογη ερώτηση που τον απασχολούσε για αρκετή ώρα:

-Και τι θα γίνει με τις γέφυρες στον Ρήνο;

Η απάντηση του επιτελή ήταν διατυπωμένη με τέτοια αμεσότητα και αυτοπεποίθηση, ώστε ο στρατηγός κόντεψε να καθησυχαστεί:

-Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για αυτές. Μέχρι να φτάσετε εκεί, οι Γερμανοί θα τις έχουν ανατινάξει όλες.

Ήταν λογικό. Κανείς δεν περίμενε ότι θα έβρισκε έστω και μία από αυτές άθικτη. Οι ανησυχίες επιβεβαιώθηκαν σύντομα, όταν στις 2 Μαρτίου κάποιες μονάδες αποπειράθηκαν να καταλάβουν δύο γέφυρες στην περιοχή του Ντύσελντορφ. Οι γέφυρες μεταβλήθηκαν σε καπνισμένα συντρίμμια τη στιγμή που τα πρώτα άρματα είχαν αρχίσει να κυλούν πάνω τους και μέχρι τις 7 Μαρτίου άλλες δέκα είχαν μιμηθεί το παράδειγμά τους. Όλοι φαντάζονταν πλέον τους Γερμανούς να διασκεδάζουν με την καρδιά τους, καθώς θα συνέδεαν τα εκρηκτικά της επόμενης κατά σειρά γέφυρας.

Τα παραδείγματα αυτά ήταν αρκετά για να τους στρέψουν σε άλλα, εφικτότερα σχέδια. Μπροστά στο αμερικανικό μέτωπο υπήρχε ένας όγκος δύο διαλυμένων γερμανικών στρατιών οι οποίες υποχωρούσαν μέσω του Ρήνου για να μην παγιδευτούν στην δυτική του όχθη: μία σοβαρή μαχητική δύναμη, αποκομμένη από το εσωτερικό της Γερμανίας, η οποία μπορούσε να αφανιστεί ολοκληρωτικά με το κτύπημα ενός χεριού. Γεγονός που δημιουργούσε μία εντελώς νέα προοπτική: οι γέφυρες εξυπηρετούσαν καλύτερα τα αμερικανικά σχέδια αν καταστρέφονταν.

 ?ΠΟΛΥ ΝΩΡΙΣ? Η΄ ?ΠΟΛY ΑΡΓΑ?;

 Την ίδια στιγμή η 1η Αμερικανική Στρατιά του στρατηγού Χότζες βρισκόταν μπροστά σε τρεις πανύψηλες γέφυρες που τον κοιτούσαν προκλητικά στα μάτια σαν ξανθιές, χυμώδεις καλλονές των οποίων το ύφος υποσχόταν πολλά, αλλά το κορμί τους δεν θα το αποκτούσε ποτέ. Οι μεγαλύτερες από αυτές ήταν της Κολωνίας και της Βόννης, οι οποίες οδηγούσαν σε πλατιές πεδιάδες, ιδανικές για την ανάπτυξη των τεθωρακισμένων. Η διάβαση σε μία από αυτές θα ήταν ένα ιδανικό, αλλά άπιαστο όνειρο. Τρίτη στην σειρά και μικρότερη από όλες, ήταν η γέφυρα του Ρεμάγκεν: μία μικρή, στενή σιδηροδρομική γέφυρα, ακατάλληλη για την κυκλοφορία αρμάτων και οχημάτων, η οποία οδηγούσε στην ομώνυμη κωμόπολη και μία εγγυημένη κυκλοφοριακή σύγχυση μέσα στους στενούς δρόμους της. Κανείς δεν βάσιζε τις ελπίδες του για μία διάβαση του Ρήνου σε εκείνο το σημείο. Οι περισσότερες πιθανότητες φαίνονταν να βρίσκονται στις δύο μεγαλύτερες γέφυρες που αποτελούσαν και τους κυριότερους στόχους.

Ο Χίτλερ ωστόσο δεν συμμεριζόταν απόλυτα την τακτική της ανατίναξης. Είχε διερωτηθεί για το πρόβλημα των διαβάσεων του Ρήνου και είχε καταλήξει στην εξής απόφαση: ήθελε τις γέφυρες ακέραιες όσο χρειαζόταν για να προλάβουν να υποχωρήσουν τα στρατεύματα που βρίσκονταν ακόμα δυτικά του Ρήνου, αλλά και κατεστραμμένες μόλις αυτά ολοκλήρωναν την υποχώρησή τους. Η αντίστοιχη διαταγή μάλιστα την οποία εξέδωσε, ήταν διατυπωμένη με έναν τυπικά ?γερμανικό? τρόπο: όποιος καθυστερούσε να ανατινάξει μία γέφυρα θα εκτελείτο. Περιέπλεξε όμως τα πράγματα στην επόμενη πρόταση, προσθέτοντας ότι όποιος ανατίναζε και μία γέφυρα πολύ νωρίς, θα εκτελείτο επίσης! Το ?πολύ αργά? ήταν σαφέστατα κατανοητό, αλλά το ?πολύ νωρίς? ήταν κάπως ?ομιχλώδες?. Σε μία χαοτική κατάσταση σαν αυτή που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή στη γερμανική πλευρά, ο φόβος της πρόωρης ανατίναξης μίας γέφυρας μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια απόφαση της οποίας η κατάληξη θα σήμαινε ?πολύ αργά?. Η διαταγή μάλιστα διασαφήνιζε ότι οι πυροκροτητές θα έπρεπε να τοποθετούνται μόνο την τελευταία στιγμή πριν την ανατίναξη. Το όλο θέμα λοιπόν, είχε σπείρει δικαιολογημένη φοβία ανάμεσα στους αξιωματικούς ασφαλείας των γεφυρών. Η γενικότερη εντύπωση που επικρατούσε ήταν «Μην πυροδοτείτε τα εκρηκτικά πολύ νωρίς, αν θέλετε τα κεφάλια σας»?

Όποια κι αν ήταν πάντως η απόφαση, έπρεπε να ληφθεί γρήγορα γιατί στις 6 Μαρτίου μία από τις μεραρχίες του Χότζες, η 9η Τεθωρακισμένη, άνοιγε ένα ρήγμα πλάτους 14 km στο κέντρο της γερμανικής 15ης Στρατιάς του στρατηγού φον Τσάνγκεν και κατευθυνόταν ολοταχώς για την γέφυρα του Ρεμάγκεν. Το μόνο που τη χώριζε πλέον από τη Γερμανία, ήταν μία απόσταση 16 km, μία φάλαγγα κατάκοπων ανθρώπων που θύμιζαν αόριστα στρατιώτες, και 300 κιλά εκρηκτικών.

 ΡΕΜΑΓΚΕΝ: ΓΕΦΥΡΑ ΛΟΥΝΤΕΝΤΟΡΦ  

 Το κάστρο Ricomagus των Ρωμαϊκών χρόνων από όπου είχε πάρει το παρεφθαρμένο όνομά της η κωμόπολη του Ρεμάγκεν, είχε ανεγερθεί το 162 μ.Χ. από τον Μάρκο Αυρήλιο. Τώρα, 1783 χρόνια αργότερα, έπρεπε να επιτελέσει και πάλι το έργο για το οποίο είχε κατασκευαστεί και τότε: να αποκρούσει τις επιδρομές των εχθρικών φύλων. Ωστόσο η μικρή πόλη δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Εξαιρουμένων κάποιων περιστασιακών μικροσυμπλοκών την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας, το Ρεμάγκεν είχε ξεχάσει μέσα στο πέρασμα των αιώνων ότι υπήρχε μία ανθρώπινη επιδίωξη η οποία ονομαζόταν «πόλεμος», έως ότου του το υπενθύμισαν οι αμερικανικές οβίδες το 1945. Στην παρούσα μορφή της, η πόλη ήταν ένα ήσυχο θέρετρο, στο οποίο κάθε χρόνο οι επισκέπτες απολάμβαναν την γαλήνια θέα του Ρήνου και των καταπράσινων βουνών που τον περιστοίχιζαν. Τα πάντα ήταν οργανωμένα με απόλυτη τευτονική τάξη και η πόλη ήταν απόλυτα καθαρή από κάθε άποψη: ο Χίτλερ είχε εκδιώξει από εκεί ακόμα και τους ελάχιστους Εβραίους που υπήρχαν.

Η αντίστοιχη γέφυρα είχε κατασκευαστεί το 1916, κατά τον Α? ΠΠ, κατόπιν διαταγής του στρατηγού Λούντεντορφ του οποίου έφερε ακόμα το όνομα. Υψωμένη 25 m πάνω από την επιφάνεια του νερού, είχε μήκος 320 m και μία διπλή σιδηροδρομική γραμμή στο οδόστρωμά της ένωνε τις δύο όχθες του Ρήνου του οποίου το πλάτος σε εκείνο το σημείο ήταν 210 m. Σε κάθε άκρο της δέσποζαν δύο τριώροφοι πέτρινοι πύργοι που έμοιαζαν να την φυλούν άγρυπνα. Κατασκευασμένοι από σκούρα καφέ πέτρα, με ανοίγματα κατάλληλα για τοποθέτηση πολυβόλων, προσέφεραν μία καταπληκτική αμυντική θέση. Στο εσωτερικό τους υπήρχε αρκετός χώρος για να στεγαστεί ένα ολόκληρο τάγμα, μαζί με τις προμήθειές και τα πυρομαχικά του, ενώ οι κυκλικές σκάλες που οδηγούσαν από το ένα πάτωμα στο άλλο και οι δύο εσωτερικοί διάδρομοι που συνέδεαν τα ζεύγη των πύργων μεταξύ τους, ολοκλήρωναν το αμυντικό έργο. Οι κάτοικοι της περιοχής ονόμαζαν τους τέσσερις πύργους ?Εχθρικούς Αδελφούς?. Κανείς δεν ήξερε γιατί. Μάλλον εξαιτίας κάποιας παλιάς, μακάβριας ιστορίας, ξεχασμένης μέσα στα χρόνια. Οι δίδυμοι πύργοι, ζοφεροί και απειλητικοί, μαυρισμένοι από την καπνιά των διερχόμενων τραίνων, ήταν πράγματι τυλιγμένοι με παλιούς θρύλους και δοξασίες. Οι κάτοικοι μιλούσαν ακόμη με ψιθυριστά και φοβισμένα μισόλογα για εκείνη την ιστορία στα τέλη του προηγούμενου πολέμου, όταν μία αφέγγαρη νύχτα ένας Γαλλο-μαροκινός στρατιώτης είχε δολοφονήσει μία μεσήλικη Γερμανίδα στη γέφυρα και είχε κρύψει το πτώμα της σε κάποιον από τους πύργους της ανατολικής όχθης.

Το ανατολικό άκρο της γέφυρας κατέληγε σε μία σήραγγα, μέσα από την οποία συνέχιζαν την διαδρομή τους οι σιδηροδρομικές γραμμές. Ακριβώς πάνω από την σήραγγα ορθωνόταν δεσποτικό το Έρπελερ Λάϋ: ένας βραχώδης όγκος βασάλτη, ο οποίος εξουσίαζε την περιοχή με κάθε εκατοστό των 180 μέτρων του, προσφέροντας μία ιδανική θέση παρατήρησης και ένα έξοχο πεδίο πυρός.

Το σχέδιο ανατίναξης της γέφυρας είχε εκπονηθεί από το 1938, κάτω από αυστηρή σχολαστικότητα και περιελάμβανε τρία διαφορετικά κυκλώματα αυτοκαταστροφής της σε περίπτωση κινδύνου. Ο πρώτος τρόπος λειτουργούσε σαν μία ?προκαταρκτική ανατίναξη?: μία ποσότητα εκρηκτικών τοποθετημένων στο δυτικό άκρο της γέφυρας, άνοιγε έναν κρατήρα διαμέτρου 10 μέτρων και βάθους τεσσάρων, απαγορεύοντας την πρόσβαση σε οποιοδήποτε εχθρικό άρμα ή όχημα. Έτσι οι υπερασπιστές της κέρδιζαν πολύτιμο χρόνο για να προετοιμάσουν την άμυνα και να πυροδοτήσουν τον δεύτερο και κύριο μηχανισμό ανατίναξης: κάτω από τις ράγες των σιδηροδρομικών γραμμών βρίσκονταν 60 μεταλλικά κουτιά, γεμάτα με πέντε κιλά εκρηκτικών το καθένα, που περίμεναν υπομονετικά να διεγερθούν από το σήμα ενός ηλεκτρικού πυροκροτητή. Ένα καλώδιο τοποθετημένο στο εσωτερικό ενός χοντρού χαλύβδινου σωλήνα ο οποίος διέτρεχε όλο το μήκος των γραμμών στο κάτω μέρος της γέφυρας, κατέληγε στον αντίστοιχο μηχανισμό πυροδότησης, του οποίου ο μοχλός βρισκόταν στην είσοδο της σιδηροδρομικής σήραγγας, στην ανατολική πλευρά. Με την πίεσή του, μία ηλεκτρική τάση πυροδοτούσε το ένα μετά το άλλο τα κουτιά των εκρηκτικών, ανατινάζοντας την γέφυρα στα ζωτικότερα σημεία στήριξής της. Σε περίπτωση βλάβης του ηλεκτρικού μηχανισμού, έμπαινε σε εφαρμογή η τρίτη εναλλακτική μέθοδος ανατίναξης, με ένα φυτίλι το οποίο άναβε εξ επαφής με την εκπυρσοκρότηση ενός πιστολιού φωτοβολίδων. Τέλος, μία δοκιμαστική ηλεκτρική συσκευή επέτρεπε ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της καλής λειτουργίας του κυκλώματος ανατίναξης. Από το 1939 και μετά είχαν γίνει πολλές δοκιμές και ποτέ δεν είχε παρουσιαστεί το παραμικρό πρόβλημα. Από τη στιγμή που κάποιος θα πίεζε τον μοχλό πυροδότησης δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να πάει στραβά. Ή μήπως όχι;  

ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

ΤΕΤΑΡΤΗ 7 ΜΑΡΤΙΟΥ 1945, 01.00 

     Μετά τη διάσπαση της 15ης στρατιάς, η προσοχή του διοικητή της Β΄ Ομάδας Στρατιών, στρατάρχη Βάλτερ Μόντελ (Walter Model), στράφηκε αμέσως στην άμυνα της Βόννης και της Κολωνίας. Χωρίς αμφιβολία, αυτές οι δύο γέφυρες θα αποτελούσαν τους πρωταρχικούς στόχους των Αμερικανών. Το Ρεμάγκεν, δίπλα στις δύο αυτές πόλεις, δεν τον απασχόλησε καθόλου. Τα μειονεκτήματα του συγκοινωνιακού του δικτύου το καθιστούσαν στόχο δευτερεύουσας σημασίας. Ταυτόχρονα όμως οι συνεχείς υποχωρήσεις είχαν επιφέρει μία χαοτική κατάσταση στην δομή διοίκησης του γερμανικού στρατού. Στην προσπάθειά του να διορίσει σαν διοικητή της απειλούμενης περιοχής Βόννης-Κολωνίας κάποιον ικανό και μαχητικό αξιωματικό, ο Μόντελ ενάλλασσε τον ένα στρατηγό μετά τον άλλον, με αποτέλεσμα η διοίκηση του τομέα να έχει αλλάξει τρεις φορές μέσα στις τρεις τελευταίες ημέρες, χωρίς κανένας να έχει προλάβει να ενημερώσει τον αντικαταστάτη του ή να ενημερωθεί από τον προκάτοχό του.

Ο τελευταίος άτυχος στη σειρά ήταν ο στρατηγός Όττο Χίτσφελντ (Otto Hitzfeldt), διοικητής του 67ου Σώματος Στρατού. Στις 01.00 πμ της 7ης Μαρτίου, έλαβε μία τηλεφωνική διαταγή από τον διοικητή της 15ης στρατιάς που τον έκανε να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του: διοριζόταν υπεύθυνος της άμυνας του Ρεμάγκεν. Την στιγμή που έλαβε την διαταγή, ο Χίτσφελντ βρισκόταν 65 km δυτικά του Ρεμάγκεν, με τους στρατιώτες του διασκορπισμένους σε διάφορα σημεία του διασπασμένου μετώπου του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατήσει τις θέσεις του και ταυτόχρονα να οργανώσει μία αντεπίθεση. Μέσα σε αυτή την απελπιστική κατάσταση, είχε διαταχθεί να αναλάβει την διοίκηση ενός απομακρυσμένου ζωτικού σημείου, για τις δυνάμεις του οποίου δεν γνώριζε τίποτα και δεν είχε τον χρόνο να μάθει περισσότερα. Ο χάρτης του μετώπου που βρισκόταν ξεδιπλωμένος μπροστά του, φάνηκε ευσπλαχνικός μαζί του και του παραχώρησε μία πολύτιμη πληροφορία: εκείνη τη στιγμή οι Αμερικανοί πρέπει να απείχαν 16 km από την γέφυρα! Πνιγμένος μέχρι τον λαιμό καθώς προσπαθούσε να συντονίσει την αναμφίβολα καταδικασμένη, αλλά αυστηρά διατεταγμένη αντεπίθεση, στράφηκε αμέσως στον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να τον σώσει: μισή ώρα αργότερα στεκόταν μπροστά του ο υπασπιστής του, ταγματάρχης Χανς Σέλλερ (Hans Scheller).

«Έχουμε λόγους να φοβόμαστε μία αμερικανική επίθεση στο Ρεμάγκεν. Σε διορίζω διοικητή των δυνάμεων της γέφυρας. Οι δυνάμεις εκεί είναι ένα τάγμα και μία πυροβολαρχία αντιαεροπορικών. Θα τις συγκεντρώσεις και θα οργανώσεις ένα προγεφύρωμα. Θα ενημερωθείς αμέσως για τα τεχνικά στοιχεία της γέφυρας και θα προετοιμαστείς για ανατίναξη. Αν παραστεί ανάγκη θα δώσεις την διαταγή ανατίναξης εσύ ο ίδιος. Πάρε έναν οδηγό, ένα αυτοκίνητο και ξεκίνα αμέσως!».

Ο χείμαρρος των ευθυνών της ξαφνικής αποστολής του άφησαν ατάραχο τον Σέλλερ. Ο Χίτσφελντ εντυπωσιάστηκε από την ψυχραιμία του και από την επίγνωση της σοβαρότητας της αποστολής του. Ο 32χρονος ταγματάρχης βρισκόταν μόνο μερικές εβδομάδες κάτω από τις διαταγές του Χίτσφελντ, αλλά σε αυτό το διάστημα ο στρατηγός είχε σχηματίσει τις καλύτερες εντυπώσεις για το πρόσωπό του. Ψηλός, λεπτός, με διακριτικούς τρόπους και έξυπνο βλέμμα, ο νεαρός αξιωματικός φαινόταν να αποπνέει αυτοπεποίθηση και να εμπνέει εμπιστοσύνη. Βετεράνος με σημαντική μαχητική εμπειρία, είχε διακριθεί για την ευσυνειδησία, την κρίση και την ενεργητικότητά του, όταν τον χειμώνα του 1944 ο ερεθισμός ενός παλαιού τραύματος στα πλευρά είχε σαν αποτέλεσμα μία αναρρωτική άδεια στο σπίτι του στην Κολωνία και την τοποθέτησή του στο δυτικό μέτωπο. Χωρίς να φέρει κάποια ξεχωριστή τιμητική διάκριση, ο Σέλλερ ήταν ένας ακόμη πιστός πατριώτης μέσα στο ανώνυμο πλήθος τόσων άλλων που σκοτώνονταν καθημερινά κατά εκατοντάδες, καταδικασμένοι μέσα στην αφάνεια που τους επεφύλασσε η ίδια η φύση του αγώνα τους. Γενναίος όταν η στιγμή το απαιτούσε και αποφασισμένος να πράξει το καθήκον του στο ακέραιο με ότι πενιχρά μέσα διέθετε, ετοιμάστηκε να συναντήσει το πεπρωμένο του εκείνη την υγρή και ομιχλώδη νύχτα της 7ης Μαρτίου. Στο βάθος, οι απόηχοι της μάχης αντηχούσαν από όλες τις πλευρές. Οι κανονιοβολισμοί στόλιζαν περιστασιακά το σκοτάδι με απόκοσμες ανταύγειες. Στράφηκε στον οδηγό του με ενθουσιασμό και του είπε: «Ετοίμασε το αυτοκίνητο και φεύγουμε αμέσως. Αυτή η υπόθεση φέρνει τουλάχιστον τον Σταυρό των Ιπποτών».

Αν η ιστορία μερικές στιγμές δεν ήταν τόσο δραματική, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι τόσο γοητευτική. Η μοίρα επέλεξε εκείνη την στιγμή για να τον εμπλέξει μέσα στους τραγικούς ιστούς της και να τον κάνει πρωταγωνιστή ενός προσωπικού δράματος και ενός ατιμωτικού θανάτου.

09.00-11.30 

-Οι Αμερικανοί έρχονται για το Ρεμάγκεν! φώναζε ο λοχαγός Βίλλυ Μπράτγκε (Willi Bratge) μιλώντας τηλεφωνικά με το επιτελείο της Β΄ Ομάδας Στρατιών εκείνο το γκρίζο, βροχερό πρωινό της 7ης Μαρτίου.

Η μέρα δεν είχε ξημερώσει καλά για τον 40χρονο διοικητή ασφαλείας της γέφυρας. Οι στρατιώτες που υποχωρούσαν μέσα από το Ρεμάγκεν τον πληροφορούσαν για την ακάθεκτη προέλαση του εχθρού, ενώ από την δυτική όχθη του ποταμού έφθαναν ήδη στα αυτιά του οι πρώτοι πυροβολισμοί και τα μουγκρητά των αμερικανικών τεθωρακισμένων. Οι 700 άνδρες της εφεδρείας τούς οποίους είχε υπό την διοίκησή του, ήταν εντελώς ανεπαρκείς για να υπερασπιστούν τη γέφυρα. Χρειαζόταν επειγόντως ενισχύσεις, αλλά το μόνο που είχε να του δώσει ο Μόντελ ήταν η ψυχρή αδιαφορία του.

«Α, ναι, έχουμε και το Ρεμάγκεν?», μουρμούρισε και ανέθεσε την υπόθεση στον υπασπιστή του ο οποίος απλώς μετέφερε στον Μπράτγκε τα καθησυχαστικά λόγια του στρατάρχη:

«Οι Αμερικανοί δεν κατευθύνονται στο Ρεμάγκεν. Ο στόχος τους είναι η Βόννη και η Κολωνία». Ο τόνος του υποδήλωνε ότι είχε σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθεί. «Μη πανικοβάλλεστε. Τα πυρά που ακούσατε δεν σημαίνουν τίποτα. Θα προέρχονται από κάποια μικρή μονάδα που καλύπτει τα πλευρά τους».

«Μα σας λέω, έρχονται εδώ!».

Η φωνή του υπασπιστή πήρε ένα σαρκαστικό ύφος: «Λοχαγέ, είστε παλιός στρατιώτης και θα έπρεπε να είστε σε θέση να αναγνωρίζετε ότι αυτό δεν είναι η κύρια δύναμη του εχθρού!».

Ο Μπράτγκε βρόντηξε το ακουστικό προσβεβλημένος. Ήταν όντως ένας παλιός στρατιώτης. Είχε καταταγεί τον Αύγουστο του 1939 και είχε λάβει μέρος στις κυριότερες εκστρατείες του ευρωπαϊκού και του ανατολικού μετώπου. Μετά τον τραυματισμό του τον Αύγουστο του 1944 μετατέθηκε στις εφεδρείες των μετόπισθεν και του δόθηκε η διοίκηση των στρατευμάτων του Ρεμάγκεν. Φιλοδοξώντας να διακριθεί στη στρατιωτική του σταδιοδρομία, αντιμετώπισε τη νέα του τοποθέτηση με μία κρυφή δυσαρέσκεια. Πριν τον πόλεμο δίδασκε ως καθηγητής Μαθηματικών, αλλά αργότερα εγκατέλειψε το επάγγελμα του για μία σταδιοδρομία στον στρατό. Παρόλα αυτά, για όσους τον γνώριζαν, ήταν φανερό ότι κατά βάθος, η προηγούμενη ιδιότητά του τού είχε αφήσει κατάλοιπα τα οποία εξελίχθηκαν σε επαγγελματική διαστροφή. Πάντοτε σοβαρός, αυστηρός και αγέλαστος, απαιτούσε τα πάντα να εκτελούνται με την ακρίβεια και το «γράμμα» των στρατιωτικών εγχειριδίων. Άνθρωπος επίμονος, αυταρχικός, συνηθισμένος να επιβάλλεται και οι εντολές του να εκτελούνται αναντίρρητα, αντιμετώπιζε τους άνδρες του μονίμως σαν μαθητές και απαιτούσε από αυτούς τυφλή υπακοή, πειθαρχία και διαρκή εκπαίδευση. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν τους ήταν ποτέ συμπαθής, γεγονός για το οποίο ο ίδιος αδιαφορούσε.

Άμεσος συνεργάτης του στην άμυνα της γέφυρας, ήταν ο λοχαγός Καρλ Φρήζενχαν (Karl Friesenhahn) ?νεότερος ιεραρχικά από τον Μπράτγκε, αλλά 10 χρόνια πρεσβύτερός του στην ηλικία. Κοντός, λεπτός με γκρίζους κροτάφους, ο Φρήζενχαν ήταν βετεράνος του Α? ΠΠ και τραυματισμένος τρεις φορές στο πεδίο της μάχης. Το 1939 στρατολογήθηκε πάλι με την προηγούμενη ειδικότητα του πυροτεχνουργού, αλλά λόγω ηλικίας τοποθετήθηκε κι αυτός στις εφεδρείες του Ρεμάγκεν, όπου συναντήθηκε με τον Μπράτγκε. Εκεί ήταν υπεύθυνος της διμοιρίας των 120 ανδρών του Μηχανικού, επιφορτισμένων με την ανατίναξη της γέφυρας. Αντίθετα από τον αυστηρό διοικητή του, ο 50χρονος λοχαγός ήταν ήρεμος, πράος και φιλικός με όλους, αλλά παρά τις διαφορές στον χαρακτήρα τους, φρόντιζαν η συνεργασία τους να παραμένει αρμονική.

Εκείνη την ημέρα πάντως, όλοι οι άνδρες στο Ρεμάγκεν ένιωθαν ένα κοινό προαίσθημα επερχόμενης καταστροφής. Ο Μπράτγκε είχε απόλυτη συνείδηση της άσχημης θέσης στην οποία βρισκόταν. Η κατάσταση των αμυντικών δυνάμεων της γέφυρας ήταν αξιοθρήνητη: 230 στρατιώτες διαφόρων ηλικιών της Εθνοφυλακής, 150 αναξιόπιστοι Ρωσο-Πολωνοί «εθελοντές» στρατολογημένοι δια της βίας, και οι 120 πυροτεχνουργοί του Φρήζενχαν. Υπήρχαν ακόμη άλλοι 200 άνδρες οι οποίοι επάνδρωναν μία συστοιχία αντιαεροπορικών, οι οποίοι όμως ανήκαν στην Luftwaffe και βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του νεαρού ανθυποσμηναγού Καρλ Χάϊντς Πέτερς (Karl Heintz Peters). Με λίγα λόγια, από ένα σύνολο 700 ανδρών, μόνο οι 500 κρατούσαν όπλο και από αυτούς ελάχιστοι είχαν τη θέληση να πολεμήσουν. Αν οι Αμερικανοί κατευθύνονταν προς το Ρεμάγκεν όπως φοβόταν ο Μπράτγκε, θα κατελάμβαναν την γέφυρα με μία απλή έφοδο. Η μόνη ελπίδα βρισκόταν στην έγκαιρη ανατίναξή της, αλλά ακόμη κι αυτή αποτελούσε ένα πολύ λεπτό ζήτημα. Με τον ατέλειωτο συρφετό των Γερμανών στρατιωτών που διέσχιζαν την γέφυρα υποχωρώντας προς τα ανατολικά, η απόφαση για την ανατίναξή της θα ήταν σαν να έπαιζε το κεφάλι του κορώνα-γράμματα. Παρά τον αυταρχικό χαρακτήρα του, οι ευθύνες της διοίκησης κάτω από αυτές τις συνθήκες, τον έκαναν να νιώθει ανασφαλής.

 

Κατευθύνθηκε προς τη γέφυρα για να ελέγξει την κυκλοφορία των διερχόμενων στρατευμάτων και να ενημερωθεί από τον Φρήζενχαν, του οποίου οι άνδρες τοποθετούσαν τα εκρηκτικά και διενεργούσαν τους απαραίτητους ελέγχους. Τα λόγια του 50χρονου λοχαγού προσέθεσαν νέες ρυτίδες ανησυχίας στο ταλαιπωρημένο του μέτωπο: πριν δύο μέρες, ο Φρήζενχαν είχε ζητήσει εγγράφως 600 kg εκρηκτικών, αλλά γύρω στις 11.00 εκείνης της μέρας, ένα φορτηγό του είχε παραδώσει μόνο την προβλεπόμενη ποσότητα των 300 kg. Το δυσάρεστο ήταν ότι ακόμη κι αυτά δεν ήταν ο κανονικός τύπος των στρατιωτικών εκρηκτικών, αλλά ένας ασθενέστερος τύπος βιομηχανικών εκρηκτικών, η ισχύς των οποίων του δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες?

Οι δύο αξιωματικοί συνέχισαν να απελπίζονται μέσα στη σιωπή τους, όταν μπροστά στον Μπράτγκε παρουσιάστηκε ένας ψηλός, νεαρός ταγματάρχης. Η στολή του ήταν σκονισμένη και τσαλακωμένη. Το πρόσωπό του είχε μία κενή έκφραση και τα μάτια του ήταν κόκκινα και έκλειναν από την κούραση. Στην διάρκεια της μεταμεσονύκτιας πορείας του προς το Ρεμάγκεν, είχε βρει τις κυριότερες οδικές αρτηρίες κατειλημμένες από προελαύνουσες αμερικανικές δυνάμεις. Αναγκάστηκε να κάνει πολλές παρακάμψεις ακολουθώντας μικρότερες οδούς, οι οποίες όμως είχαν κλείσει από πανικόβλητους πρόσφυγες και υποχωρούντα στρατεύματα. Πριν ακόμη ξημερώσει τα καύσιμα του είχαν τελειώσει. Εγκατέλειψε το αυτοκίνητο και μετά από συνολικές ταλαιπωρίες και καθυστερήσεις 10 ωρών, κατάφερε να φτάσει μόνος του στο Ρεμάγκεν στις 11.15.

-Ταγματάρχης Σέλλερ. Έχω διαταγές να αναλάβω ως διοικητής δυνάμεων του Ρεμάγκεν.

Η πρώτη εντύπωση του Μπράτγκε για τον ταγματάρχη δεν ήταν η καλύτερη. Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες είχαν κοπεί από τους συνεχείς βομβαρδισμούς και κανείς δεν τον είχε ειδοποιήσει για αυτή την απροσδόκητη αλλαγή ηγεσίας. Το προηγούμενο αίσθημα της ανασφάλειας, παραχώρησε τη θέση του σε ένα αποκρουστικό συναίσθημα απόρριψης και υποβάθμισης. Ήταν διοικητής της γέφυρας επί επτά συνεχείς μήνες και τώρα, ξαφνικά και απροειδοποίητα, υποσκελιζόταν από έναν ανώτερο και πολύ νεότερο αξιωματικό! Ήταν ένα πλήγμα που ο εγωισμός του δεν μπορούσε να δεχτεί. Κατάπιε όμως την υπερηφάνειά του και τον χαιρέτησε ψυχρά, γιατί ο Μπράτγκε, πάνω από όλα, ήταν υπάκουος στρατιώτης.

Ο Σέλλερ ζήτησε να ενημερωθεί τάχιστα για την κατάσταση. Μάταιος κόπος: το χάος και η σύγχυση ήταν διάχυτα παντού. Η αλυσίδα διοίκησης κάτω από την οποία λειτουργούσαν οι στρατιώτες στο Ρεμάγκεν ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη και τα λόγια του Μπράτγκε πήγαιναν χαμένα μέσα στην ασφυκτική κίνηση, τις φωνές των διερχόμενων στρατιωτών και τις επανειλημμένες διακοπές που δεχόταν από διάφορους οι οποίοι, μέσα σε κλίμα πανικού, ζητούσαν επειγόντως κάποια πληροφορία. Στις 11.25  ? μόλις δέκα λεπτά μετά την άφιξη του Σέλλερ - ένας υπαξιωματικός έφτασε τρέχοντας, τραβώντας τον Μπράτγκε από το μανίκι:

«Οι Αμερικανοί πλησιάζουν τη δυτική όχθη! Οι στρατιώτες μας απέναντι δέχτηκαν επίθεση από άρματα!». Τα πρώτα σύννεφα καπνού ήταν ήδη ορατά πάνω από τους λόφους της δυτικής όχθης. Ο Μπράτγκε κοίταξε τον Σέλλερ με μία έκφραση τρόμου. Εκείνος παρέμεινε ήρεμος: «Πάμε να ελέγξουμε τη γέφυρα».

11.30-13.30 

Το πρωί της 7ης Μαρτίου η 9η Αμερικανική Τεθωρακισμένη Μεραρχία συνέχιζε την πορεία της προς τα ανατολικά, κατά μήκος ενός στενού, στριφογυριστού δρόμου, πλαισιωμένου από πυκνά δάση και βουνά, σπαρμένου κατά τόπους με τα θλιβερά απομεινάρια της γερμανικής υποχώρησης. Μία μπουλντόζα στην αιχμή της φάλαγγας παραμέριζε τα εμπόδια και η μεραρχία συνέχιζε την προέλασή της. Στο βάθος ο κατηφορικός δρόμος στένευε περισσότερο και πάνω από τις κορυφές των δένδρων, διακρινόταν ο επιβλητικός όγκος ενός βουνού που θα μπορούσε να κρύβει προβλήματα. Ο ανθυπολοχαγός Καρλ Τίμμερμαν (Karl Timmermann) στην κεφαλή της φάλαγγας, προχώρησε λίγο ακόμη με το αναγνωριστικό του όχημα και σταμάτησε εκεί που ο δρόμος έστριβε απότομα δεξιά. Κατέβηκε από το τζιπ μαζί με τον οδηγό του, βάδισε μέχρι κάποιο σημείο που τα δένδρα αραίωναν, ερεύνησε την γερμανική ύπαιθρο και του κόπηκε η ανάσα.

«Χριστέ μου, κοίτα εδώ! Έχεις ιδέα ποιο ποτάμι είναι αυτό;».

Οι δύο άνδρες άφησαν τα μάτια τους να χαϊδέψουν τα αστραφτερά νερά του Ρήνου που αντανακλούσαν το φως του μεσημεριανού ήλιου. Ενάμισι χιλιόμετρο μακρύτερα, πάνω στο φόντο του ουρανού, διαγραφόταν καθαρά το επιβλητικό περίγραμμα της γέφυρας Λούντεντορφ. Η γέφυρα ήταν ακέραιη!

Ο Τίμμερμαν κοίταξε με τα κιάλια και είδε μία μακριά φάλαγγα από φορτηγά, μοτοσυκλέτες, κάρα και άλογα να προχωράει αργά κατά μήκος της γέφυρας. Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του ήταν να καλέσει υποστήριξη πυροβολικού για να καταστρέψει τη γέφυρα και να παγιδεύσει τα γερμανικά στρατεύματα, αλλά το πυροβολικό αρνήθηκε να αναλάβει τον βομβαρδισμό, επειδή στην περιοχή υπήρχαν διασκορπισμένα πολλά φίλια τμήματα. Αμέσως κλήθηκε στη σκηνή ο διοικητής της Β΄ Διοίκησης Μάχης, ταξίαρχος Ουίλλιαμ Χόουτζ (William Hoge). Ο Χόουτζ έφτασε, αλλά με άγριες διαθέσεις: είδε τους διοικητές των ταγμάτων του να αδρανούν, ενώ θα έπρεπε να είχαν αναλάβει πρωτοβουλία να καταλάβουν την πόλη: «Ταχύτητα, ταχύτητα και περισσότερη ταχύτητα! Αυτό είναι το κλειδί για την όλη επιχείρηση!».  

Οι πάντες και τα πάντα άρχισαν να κινητοποιούνται. Ο λόχος Α του Τίμμερμαν, υποστηριζόμενος από άρματα, διατάχθηκε να οδηγήσει αμέσως μία επιθετική αναγνώριση μέσα στα δυτικά περίχωρα της πόλης και να την εκκαθαρίσει από πιθανούς θύλακες αντίστασης. Παρακολουθώντας τους άνδρες του να προχωρούν προς το κέντρο της πόλης, ο Χόουτζ σήκωσε τα κιάλια και εξέτασε την κατάσταση στη γέφυρα. Μία θεότρελη σκέψη άρχισε να γεννιέται στο μυαλό του.

«Ξέρεις, καλά θα ήταν να παίρναμε τη γέφυρα όσο είναι ακόμα στη θέση της», είπε στον υπασπιστή του που στεκόταν δίπλα του. «?Ίσως χάσουμε ένα τάγμα?.» μονολόγησε χαμηλόφωνα, καθώς κοστολογούσε το παράτολμο εγχείρημά του. Φυσικά αν οι Γερμανοί ανατίναζαν τη γέφυρα, δεν θα έχανε μόνο ένα τάγμα. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε εσκεμμένη παράβαση των ισχυουσών διαταγών οι οποίες προέβλεπαν την καταστροφή των διαβάσεων και τον εγκλωβισμό των γερμανικών δυνάμεων στη δυτική όχθη. Το σενάριο μάλιστα, μπορούσε να γίνει ακόμη χειρότερο: οι Γερμανοί να ανατίναζαν τη γέφυρα, μόνο αφού θα είχε καταφέρει να περάσει απέναντι ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεών του! Αυτό θα σήμαινε στρατοδικείο και καθαίρεση. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει μία τέτοια ανυπακοή και αδικαιολόγητη πανωλεθρία ήταν ένας απρόσμενος θρίαμβος ?και οι πιθανότητες θριάμβου στην προκειμένη περίπτωση ήταν εξαιρετικά ελάχιστες. Αλλά ο χρόνος έτρεχε και οποιαδήποτε απόφαση έπρεπε να ληφθεί γρήγορα. Οι Γερμανοί δεν θα άφηναν τη γέφυρα όρθια για πολύ ακόμα. Ο πειρασμός εξακολουθούσε να του ερεθίζει τη φαντασία?

 14.00-14.30 

Το σπίτι του κυρίου και της κυρίας Μπύντγκεν φιλοξενούσε αρκετούς Γερμανούς στρατιώτες που είχαν βρει καταφύγιο εκεί κατά την υποχώρησή τους. Τώρα όμως έπρεπε να αποχωριστούν την φιλοξενία της για να αποφύγει η οικογένεια τα αμερικανικά αντίποινα. Σηκώθηκαν και στάθηκαν βουβοί, αναποφάσιστοι. Ήταν δύσκολο να βρεις το κουράγιο να αντιμετωπίσεις πάλι την ήττα και το θάνατο? Ένας νεαρός λοχίας έσπασε τη σιωπή ευχαριστώντας την οικογένεια και βγήκε μόνος στον έρημο δρόμο αποχαιρετώντας την κυρία Μπύντγκεν, κραδαίνοντας στο χέρι του ένα Panzerfaust.

-Πάω να τσακίσω ένα από αυτά τα άρματα!

-Μη, γύρνα πίσω! Θα σκοτωθείς! του φώναξε με δάκρυα η γυναίκα.

-Κυρία μου, δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από τον Ρήνο για να τους σταματήσουμε. Heil Hitler! 

Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά ενός ψηλού κτιρίου, στήθηκε σε ένα παράθυρο, σημάδεψε το πρώτο άρμα που έμπαινε στη πόλη και πάτησε τη σκανδάλη. Η ξαφνική έκρηξη τάραξε την ησυχία. Από τις θυρίδες του άρματος πετάχτηκαν γλώσσες φωτιάς κι ακούστηκαν κραυγές από το πλήρωμα που ψηνόταν ζωντανό. Τα πολυβόλα κροτάλισαν προς την κατεύθυνση του παραθύρου. Οι βολίδες σφύριξαν γύρω του ανοίγοντας τρύπες στους τοίχους. Απαθής, ξεκρέμασε το τουφέκι από τον ώμο του και αντιγύρισε τα πυρά. Η επόμενη ριπή τον έριξε νεκρό. Οι μικρές Θερμοπύλες του είχαν διαρκέσει τέσσερα λεπτά. Μερικές ώρες αργότερα, όταν η οικογένεια θα εγκατέλειπε το σπίτι της, η κυρία Μπύντγκεν θα συναντούσε το πτώμα του άγνωστου λοχία ριγμένο σε ένα χαντάκι.

Από το δημαρχείο της πόλης ένα πολυβόλο καθήλωσε προς στιγμή την επίθεση. Οι άνδρες του Τίμμερμαν αναπτύχθηκαν για να κυκλώσουν το κτίριο, ενώ τα άρματα άρχισαν να βομβαρδίζουν όλα τα ύποπτα κτίρια της κεντρικής πλατείας. Το κροτάλισμα του πολυβόλου κόπηκε απότομα. Τα άρματα συνέχισαν την προέλασή τους, με τους στρατιώτες να ακολουθούν προσεκτικά, καλύπτοντας τις πλάτες τους στους τοίχους των σπιτιών. Πυρά ελεύθερων σκοπευτών και ριπές πολυβόλων εξακολουθούσαν να εξοστρακίζονται δίπλα τους από αθέατα σημεία, αλλά αργά και μεθοδικά οι Αμερικανοί εντόπιζαν και κατασίγαζαν τις εστίες αντίστασης. Μέχρι τις 14.00 είχαν εκκαθαρίσει το δυτικό μέρος της πόλης και προχωρούσαν προς τη γέφυρα. Μία μικρή ομάδα ανδρών, απομακρύνθηκε από το λόχο της και εισέβαλλε σε ένα σπίτι για ένα μικρό διάλειμα από τη μάχη και λίγο πλιάτσικο. Εκεί οι ανακάλυψαν αρκετές μπουκάλες κρασιού και δεν άντεξαν στον πειρασμό να αντλήσουν λίγο ?υγρό κουράγιο? το οποίο υπήρξε ανέκαθεν ?κινητήρια δύναμη?.

Ο Τίμμερμαν με τον λόχο του, είχε καλυφθεί στα τελευταία σπίτια της πόλης, περίπου 200 m από τη γέφυρα και με τα κυάλια του κοιτούσε τους Γερμανούς στην απέναντι πλευρά να προετοιμάζονται για την ανατίναξη.

Ένας στρατιώτης τον πλησίασε και τον ρώτησε:

-Λοιπόν, τι θα κάνουμε;

-Μάλλον θα την ανατινάξουν από λεπτό σε λεπτό. Ας το παρακολουθήσουμε, θα είναι θεαματικό.

Οι Σέλλερ, Μπράτγκε και Φρήζενχαν είχαν αποτραβηχτεί μαζί με τους στρατιώτες τους, μέσα στην σήραγγα κάτω από το Έρπελερ Λάϋ, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα από διαφορετικές θέσεις. Ο Μπράτγκε και ο Φρήζενχαν, τελώντας κάτω από τις διαταγές ενός ανωτέρου ο οποίος ήταν και άμεσος υπεύθυνος, άρχισαν να τον πιέζουν να την ανατινάξει αμέσως. Ο Σέλλερ, διαθέτοντας μεγαλύτερη μαχητική εμπειρία και γνωρίζοντας την γενικότερη στρατηγική κατάσταση, ενδιαφερόταν για την τύχη των στρατιωτών οι οποίοι μοιραία θα αποκόπτονταν στη δυτική όχθη. Για να ενταθεί το δίλημμά του, ένας λοχαγός του πυροβολικού εμφανίστηκε τρέχοντας μπροστά του, ικετεύοντάς τον να καθυστερήσει λίγο την ανατίναξη για να δώσει τον χρόνο στο τάγμα του να περάσει απέναντι. Ο Σέλλερ κοίταξε πίσω από την πλάτη του λοχαγού και είδε τους άνδρες του να εμφανίζονται στη δυτική άκρη, έλκοντας τα πυροβόλα τους κάτω από τα εχθρικά πυρά. Ο Φρήζενχαν τους διέκοψε ζητώντας επίμονα την άδεια να τοποθετήσει τον πυροκροτητή.

«Μην εκνευρίζεσαι λοχαγέ,» τον σταμάτησε νευρικά ο Σέλλερ, «δεν είναι ακόμα καιρός να ανατινάξουμε τη γέφυρα».

-Δεν εκνευρίζομαι, αλλά γνωρίζετε ότι οι διαταγές λένε να μη πέσει καμία γέφυρα στα χέρια του εχθρού. Νομίζω ότι είναι ώρα να δώσετε τη διαταγή!

-Η κατάσταση δεν το απαιτεί ακόμα. Η φωνή του Σέλλερ είχε επανακτήσει την ψυχραιμία της.

Ο Φρήζενχαν επέστρεφε δίπλα στους άνδρες του, όταν με την άκρη του ματιού του είδε ένα πλήθος από αμερικανικά κράνη να πλησιάζουν τη γέφυρα. Πυροβολισμοί, εκρήξεις και καπνοί έκρυψαν τη σκηνή. Οι δίδυμοι πύργοι άρχισαν να δέχονται καταιγισμό πυρών. Πίσω από τους Αμερικανούς ένα άρμα ανέπτυσσε ταχύτητα για να πατήσει τη γέφυρα.

-Πυροδοτήστε τα εκρηκτικά!

Ένας υπαξιωματικός πίεσε τον μοχλό και ο Φρήζενχαν άρχισε να μετράει νοητά.

?τρία?τέσσερα?πέντε?έξι?

Από το δυτικό άκρο της γέφυρας ένα ηφαίστειο καπνού, χώματος και λίθων τινάχτηκε στον αέρα επιβεβαιώνοντας τις υποψίες των Αμερικανών. Χωρίς να περιμένει καμία διαταγή, ο Φρήζενχαν είχε πυροδοτήσει τα εκρηκτικά της προκαταρκτικής ανατίναξης. Ένας τεράστιος κρατήρας βάθους τεσσάρων μέτρων έχασκε μπροστά στη γέφυρα, ακινητοποιώντας άρματα και στρατιώτες. Τώρα οποιαδήποτε επίθεση θα έπρεπε να εκτελεστεί μόνο από πεζικό: όποιος επιχειρούσε να διασχίσει τη γέφυρα θα έπρεπε να τρέξει ακάλυπτος μία απόσταση 320 μέτρων, δεχόμενος τα πυρά των δίδυμων πύργων και της ανατολικής όχθης.

 

 

«Δεν φτάνει που θα ανατινάξουν τη γέφυρα, δεν μας αφήνουν ούτε καν να την πλησιάσουμε!», φώναξε ένας στρατιώτης δίπλα στον Τίμμερμαν. Η αγωνία κορυφωνόταν, καθώς όλοι τώρα περίμεναν τη μεγάλη έκρηξη. Πίσω τους είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται τα Pershing σφυροκοπώντας τις γερμανικές θέσεις της ανατολικής όχθης.

Η αστραπιαία διαδοχή των γεγονότων είχε πλέον θέσει σε κίνηση το αδυσώπητο χρονόμετρο της αντίστροφης μέτρησης. Στις 14.30 ο Σέλλερ διέταξε την διακοπή της κυκλοφορίας στη γέφυρα και την τοποθέτηση του πυροκροτητή.

Ο Χόουτζ όμως φλεγόταν ακόμα από πολεμικό μαίνος και είχε λάβει την απόφαση να αποτολμήσει την κατάληψη της γέφυρας, παρά τον ορατό κίνδυνο ενός αφανισμού των δυνάμεών του. Κάλεσε αμέσως τον συνταγματάρχη Ένγκεμαν και του είπε:

«Ρίξε προπέτασμα καπνού μπροστά από τη γέφυρα, κάλυψε την προέλασή σου με πυρά πολυβόλων και αρμάτων, και στείλε μπροστά τους μηχανικούς σου να ξηλώσουν τα καλώδια πυροδότησης. Θα καταλάβουμε τη γέφυρα!» Ο Χόουτζ πραγματικά βρυχόταν. «Θέλω να φτάσεις στη γέφυρα το γρηγορότερο δυνατό!»

Ο Ένγκεμαν με τη σειρά του μεταβίβασε τις διαταγές στον Τίμμερμαν.

-Μπορείς να περάσεις τους άνδρες σου απέναντι ;

-Μπορούμε να προσπαθήσουμε? απάντησε διστακτικά ο ανθυπολοχαγός.

-Ε, τότε λοιπόν ξεκινήστε !

Τα πράγματα όμως τώρα έπαιρναν μία άλλη τροπή: υπήρχε τεράστια διαφορά μεταξύ της κατάληψης της πόλης και της κατάληψης της γέφυρας. Ο Χόουτζ είχε κάθε δικαίωμα να διατάξει το πρώτο, αλλά όχι και το δεύτερο, το οποίο αποτελούσε κατάφωρη και αυθαίρετη παραβίαση των διαταγών του επιτελείου. Κάποιοι από τους άνδρες άρχισαν να αντιδρούν, έχοντας την αίσθηση ότι ο Χόουτζ προσπαθούσε να γίνει ήρωας πάνω από τα πτώματά τους -ήταν εύκολο να στέλνεις στρατιώτες στο θάνατο και να παίρνεις γαλόνια, διατάζοντας από μακριά. Ένας στρατιώτης αρνήθηκε ανοικτά να υπακούσει στη διαταγή, αλλά ο Ένγκεμαν ?που και αυτός δεν θα λάμβανε μέρος στην επίθεση- μεσολάβησε για να κατευνάσει τους άνδρες πριν επεκταθεί το φαινόμενο της απείθειας και υπάρξουν ολέθριες συνέπειες.

 

Ο ανθυπολοχαγός Καρλ Τίμμερμαν (Karl Timmermann)

Ο Τίμμερμαν κοίταξε τη γέφυρα, τον κρατήρα και την μικρή ομάδα των Γερμανών στην άλλη άκρη, οι οποίοι φαίνονταν να εργάζονται πυρετωδώς πάνω σε κάτι.

Ήταν η ώρα για την αναπόφευκτη ερώτηση.

-Και τι θα γίνει αν η γέφυρα τιναχτεί στα μούτρα μου ;

Ο Ντήβερς του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε. Ήταν μία ανόητη ερώτηση η οποία δεν άξιζε απάντηση. Ο Τίμμερμαν στράφηκε στους άνδρες του:

-Εμπρός ! Φύγαμε !

Ο λόχος Α του 27ου Τεθωρακισμένου Τάγματος πεζικού άρχισε αυτό που είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι ήταν η τελευταία του έφοδός μπροστά στον βέβαιο θάνατο.

Την ίδια στιγμή στο άλλο άκρο, ο Σέλλερ, με σταθερή φωνή, ανταπαντούσε στην γενναιότητα των αντιπάλων του.

-Ανατινάξτε τη γέφυρα!

 ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ

14.30-16.00 

Τα χέρια του Φρήζενχαν έστριψαν δύο φορές τον μοχλό πυροδότησης και με μία αποφασιστική κίνηση τον πίεσαν κάτω?

?τέσσερα?πέντε?έξι?

?Δευτερόλεπτα αγωνίας?

?Τίποτα!

Η σκέψη της ολέθριας πιθανότητας γεννήθηκε στο μυαλό του και διέλυσε το νευρικό του σύστημα σαν ηλεκτρικό σοκ. Σήκωσε τον μοχλό, τον έστριψε πάλι και τον κατέβασε με δύναμη?

Τίποτα!

Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Είχε ελέγξει το ηλεκτρικό κύκλωμα και γνώριζε ότι λειτουργούσε. Το μόνο που μπορούσε να φανταστεί ήταν ότι το καλώδιο πυροδότησης ?έστω και ασφαλισμένο μέσα στον χαλύβδινο σωλήνα του- είχε κοπεί, ίσως από κάποιο τυχερό πλήγμα οβίδας. Τώρα υπήρχε μόνο μία επιλογή. Συγκέντρωσε τους άνδρες του και ζήτησε έναν εθελοντή. Ο χρόνος έτρεχε αμείλικτος και κανείς δεν απαντούσε. Χρειάστηκε να φωνάξει και να απειλήσει για να εμφανιστεί τελικά ένας υπαξιωματικός ?ο λοχίας Φάουστ.

Οι Αμερικανοί, παρατεταγμένοι στο δυτικό άκρο, πυροβολούσαν οτιδήποτε κινείτο πάνω στη γέφυρα. Με τα νεύρα τεντωμένα, ο Φάουστ βγήκε στην άκρη της σήραγγας και άρχισε να τρέχει κάτω από τα μαζικά πυρά. Συρρικνώθηκε πίσω από τις δοκούς αναζητώντας οποιαδήποτε κάλυψη. Βλήματα κάθε διαμετρήματος σφύριζαν κι εξοστρακίζονταν δίπλα του. Έπρεπε να διασχίσει μία απόσταση 80 μέτρων μέχρι το σημείο που ήταν τοποθετημένο το φυτίλι.

Μέσα από τη διεργασία κάποιου θαύματος, έφτασε στο σημείο και σήκωσε την μεταλλική θυρίδα στην άκρη του οδοστρώματος. Από κάτω βρισκόταν το φυτίλι και ένα πιστόλι φωτοβολίδων. Όπλισε, πυροβόλησε και άρχισε τον αγώνα της επιστροφής. Διέσχισε την απόσταση δεύτερη φορά και σωριάστηκε ασθμαίνοντας στη σήραγγα.

-Το φυτίλι άναψε, κύριε λοχαγέ!

Όλοι κράτησαν την αναπνοή τους?

?60 δευτερόλεπτα?

Οι άνδρες του Τίμμερμαν απείχαν 100 μέτρα από το οδόστρωμα της γέφυρας. Ο ανθυπολοχαγός έτρεχε μιλώντας αδιάκοπα, περισσότερο από νευρικότητα, παρά για να τους ενθαρρύνει?

-Γρήγορα παιδιά..!

?90 δευτερόλεπτα?

-Πρέπει να πάρουμε αυτή τη γέφυρα πριν_

?120?

Τα λόγια του κόπηκαν όταν ο κόσμος τινάχτηκε μπροστά στα μάτια του.

Η εκκωφαντική έκρηξη τράνταξε συθέμελα την περιοχή. Μέσα από μία κόλαση φωτιάς και καπνού, ογκώδη κομμάτια ξύλου και μετάλλου εκτοξεύονταν δεξιά κι αριστερά. Ολόκληρα τμήματα δοκών στριφογύριζαν αργά στον αέρα και βυθίζονταν στο ποτάμι υψώνοντας τεράστιους πίδακες νερού. Ένας στεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα στόματα των Γερμανών. Μετά από αρκετά δευτερόλεπτα που φάνηκαν να διαρκούν ώρες, το σύννεφο του καπνού άρχισε να καταλαγιάζει. Στην επιφάνεια του νερού επέπλεαν συντρίμμια και ψόφια ψάρια. Μία βουβαμάρα σκέπασε τα πάντα και τα στόματα όλων άνοιξαν διάπλατα.

Η γέφυρα στεκόταν ακόμα άθικτη!

ΕΦΟΔΟΣ

16.00-17.30  

     Πεσμένοι πρηνηδόν, όλοι περίμεναν την αντίδραση του Τίμμερμαν που δεν πίστευε στα μάτια του.

«?Κοιτάξτε, στέκεται ακόμα!»

«Δόξα τω Θεώ, γιατί δεν είχαμε καμία ελπίδα»

«Είναι παγίδα, σας λέω!» φώναξε κάποιος άλλος, «Θα μας αφήσουν να πάμε μέχρι εκεί και μετά θα μας τινάξουν στον Έβδομο Ουρανό!».

Βλέποντας τους Γερμανούς στη σήραγγα να κινητοποιούνται, ο Τίμμερμαν κούνησε το χέρι του για να τον ακολουθήσουν οι άνδρες του, αλλά εκείνοι έμειναν ακίνητοι στο έδαφος, παράλυτοι από φόβο ? όπως και να το κάνουμε, υπάρχει ένα όριο στις ανατινάξεις που μπορεί να αντέξει κανείς μέσα σε διάστημα λίγων λεπτών και ο συγκεκριμένος λόχος είχε ήδη αντιμετωπίσει δύο!

Τα πολυβόλα από τους δίδυμους πύργους άνοιξαν πυρ και τους καθήλωσαν. Τα πυροβόλα των Pershing συγκέντρωσαν τα πυρά επάνω τους. Μία από τις οβίδες άνοιξε μία μεγάλη ρωγμή στον δεξιό πύργο. Το πολυβόλο σιώπησε για μία στιγμή.

«Γιατί καθυστερείτε, διάολε ;», φώναξε ο Τίμμερμαν. «Προχωράτε, προχωράτε !». Οι άνδρες του όμως είχαν μείνει με τα πρόσωπα κολλημένα στο χώμα. Τα γερμανικά πυρά είχαν αυξηθεί και προέρχονταν από όλες τις πλευρές ? τους πύργους, τη σήραγγα και τον λόφο. Τα Pershing και οι όλμοι ένωσαν τις προσπάθειές τους στην εξουδετέρωση των πύργων, αλλά τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Ο λόχος του Τίμμερμαν αντιμετώπιζε μία κρίση, ενώ εκείνος επαναλάμβανε διαρκώς «Προχωράτε, προχωράτε !». Ο ίδιος δεν έδωσε το παράδειγμα. Το καθήκον αυτό το ανέθεσε σε έναν διμοιρίτη του, τον λοχία ΝτεΛίζιο.

Μερικοί άνδρες σηκώθηκαν και άρχισαν να προχωρούν σκυφτοί και φοβισμένοι μέχρι το μέσο της γέφυρας. Ένας από αυτούς διπλώθηκε στα δύο, έπεσε γονατιστός στη γέφυρα και έκανε εμετό: δεν τον είχε αηδιάσει ο πόλεμος, αλλά το κρασί που είχε καταναλώσει στα κελάρια της πόλης. Ο ΝτεΛίζιο, ωθούμενος από μία ξαφνική έκλαμψη θάρρους και αποφασιστικότητας, έτρεξε μπροστά από όλους και έφτασε κάτω από τον δεξιό πύργο, ενώ πυρά των 20 mm από τα γερμανικά αντιαεροπορικά σκόρπιζαν γύρω του ένα χαλάζι καυτού μολυβιού. Έσπρωξε τη μεταλλική πόρτα του πύργου, μπήκε μέσα και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά. Έφτασε στον πρώτο όροφο από όπου ακουγόταν το κροτάλισμα του πολυβόλου και άνοιξε την πόρτα πυροβολώντας στα τυφλά. Οι τρείς χειριστές του πολυβόλου σηκώθηκαν με τα χέρια ψηλά. Την ίδια στιγμή τρεις άλλοι Αμερικανοί εισέβαλαν στον αριστερό πύργο εξουδετερώνοντας το δεύτερο πολυβόλο. Μερικές χειροβομβίδες ολοκλήρωσαν το έργο. Πίσω από τους στρατιώτες του ΝτεΛίζιο, οι τρεις άνδρες του Μηχανικού, πηδούσαν στο κάτω μέρος της γέφυρας και κατέστρεφαν οποιοδήποτε καλώδιο έβρισκαν μπροστά τους, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή να εξαϋλωθούν από μία έκρηξη. Δούλευαν μανιασμένα σαν να είχαν καταληφθεί από νευρικό παροξυσμό - τα έκοβαν με τους κόφτες, τα τράβούσαν, τα ξήλωναν, τα πυροβολούσαν, μεχρι να τα δουν να κρέμονται κομματιασμένα. Στη μέση της γέφυρας βρήκαν πέντε κουτιά εκρηκτικών δεμένα στις δοκούς. Έκοψαν τα καλώδια και τα κουτιά έπεσαν στο νερό.

Οι αμερικανικές απώλειες μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ανύπαρκτες, αλλά κανείς δεν γνώριζε με βεβαιότητα αν οι Γερμανοί είχαν παίξει και το τελευταίο τους χαρτί. Οι άνδρες του Τίμμερμαν έπρεπε τώρα να καταλάβουν τη σήραγγα η οποία αποτελούσε την τελευταία εστία αντίστασης. Άρματα και στρατιώτες συγκέντρωσαν τα πυρά τους στο εσωτερικό της. Οβίδες αρμάτων, βολίδες πολυβόλων και μικρών όπλων άρχισαν να εξοστρακίζονται επάνω στα τοιχώματά της, στέλνοντας θραύσματα σε όλες τις κατευθύνσεις. Οι ριπές γάζωσαν τρία βαγόνια τραίνου που βρίσκονταν σταθμευμένα εκεί, και τα καύσιμα άρχισαν να διαρρέουν στο πάτωμα, πλημμυρίζοντας τη σήραγγα με αναθυμιάσεις βενζίνης. Οι πανικόβλητοι πολίτες που είχαν καταφύγει στο εσωτερικό της άρχισαν να κραυγάζουν και να τρέχουν, ικετεύοντας τους στρατιώτες να σταματήσουν τη μάχη. Το πλήθος, μέσα στην άτακτη φυγή του, συμπαρέσυρε και αρκετούς στρατιώτες, προκαλώντας ένα ανεξέλεγκτο χάος. Ακόμα και εκείνοι οι ελάχιστοι που είχαν την πρόθεση να πολεμήσουν, σταμάτησαν να πυροβολούν για να μη σκοτώσουν τους πολίτες που τους έκλειναν το οπτικό πεδίο. Ο πανικός διαδόθηκε αστραπιαία.

Ο Σέλλερ διέταξε τον Μπράτγκε να συγκροτήσει μία δύναμη αντεπίθεσης, αλλά κάθε ίχνος πειθαρχίας είχε εξαφανιστεί. Κανείς δεν μπορούσε πλέον να επιβάλλει την τάξη μέσα στην αποδιοργάνωση και τον πανικό. Με τον μοναδικό ασύρματο που υπήρχε στο Ρεμάγκεν, ο Σέλλερ προσπάθησε να επικοινωνήσει με το επιτελείο για να ζητήσει ενισχύσεις. Μετά από μάταιες απόπειρες συνειδητοποίησε ότι ο ασύρματος ήταν κατεστραμμένος - τα πάντα στο Ρεμάγκεν ήταν κατεστραμμένα εκτός από τη γέφυρα. Σταμάτησε τον πρώτο στρατιώτη που βρήκε μπροστά του και του έδωσε ένα κατεπείγον μήνυμα για τον στρατηγό Χίτσφελντ. Ο αγγελιαφόρος πήρε μία μοτοσυκλέτα και έφυγε ολοταχώς. Τουλάχιστον 50 αμερικανικά πολυβόλα από απέναντι τον εντόπισαν στη στιγμή. Ένα από αυτά τον γάζωσε, τινάζοντάς τον νεκρό στην άκρη του δρόμου. Η μοτοσυκλέτα αναποδογύρισε σε ένα χαντάκι και έμεινε με τις ρόδες να γυρίζουν στον αέρα. Χωρίς να ειδοποιήσει κανένα, ο Σέλλερ άρπαξε ένα ποδήλατο που βρέθηκε μπροστά του και έφυγε για να παραδώσει το μήνυμα προσωπικά, διαπράττοντας το υπέρτατο σφάλμα ? είχε εγκαταλείψει τη θέση του. Οι Αμερικανοί διαισθάνθηκαν ότι η αποστολή των αγγελιαφόρων πρέπει να ήταν υψίστης σημασίας και συγκέντρωσαν τα πυρά τους επάνω στον ποδηλάτη. Με το κεφάλι σκυμμένο, ο Σέλλερ έτρεχε κάτω από το χειρότερο χαλάζι πυρός που είχε γνωρίσει ποτέ του σε μάχη.

Ήταν άτυχος. Ούτε μία σφαίρα δεν τον άγγιξε.

Ο Μπράτγκε βλέποντας τους στρατιώτες να τρέπονται σε φυγή, αναζήτησε απεγνωσμένα τον ταγματάρχη για να επιβάλλει κάποια τάξη. Σύντομα διαπίστωσε ότι είχε απομείνει μόνος του μαζί με τον Φρήζενχαν και άλλους τρεις υπολοχαγούς. Η μοίρα τού είχε παίξει άσχημο παιχνίδι: μετά την ανεξήγητη εξαφάνιση του Σέλλερ, η διοίκηση της γέφυρας είχε περιέλθει και πάλι σε αυτόν ? μία διοίκηση που τώρα αποτελούσε κατάρα και όχι τιμή. Αλλά ο Μπράτγκε ήταν μαθηματικός και υπολόγισε με ακρίβεια την επόμενη κίνησή του.

«Κύριοι, μετά την ανεξήγητη απουσία του ταγματάρχη Σέλλερ, και κάτω από το πρίσμα των παρουσών καταστάσεων, θεωρώ ότι δεν είμαι σε θέση να αναλάβω την ευθύνη της μάχης. Σύμφωνα με τις διαταγές λοιπόν, σας ρωτώ: είναι κάποιος από εσάς πρόθυμος να αναλάβει την διοίκηση;»

Δεν κινήθηκε κανείς.

«Τότε κύριοι, οφείλω να αναζητήσω ανάμεσά σας έναν εθελοντή?»

Δεν χρειάστηκε να συνεχίσει. Στην είσοδο της σήραγγας εμφανίστηκαν οι πρώτοι Αμερικανοί με προτεταμένα τα όπλα και κάποιος Γερμανός κουνούσε μία λευκή σημαία. Όταν ο Μπράτγκε γύρισε πάλι το κεφάλι του, το ακροατήριό του είχε εξαφανιστεί. Ανάμεσα σε ένα πλήθος φοβισμένων πολιτών που εγκατέλειπαν τις εστίες τους και άοπλων στρατιωτών που έψαχναν κάποιον Αμερικανό για να παραδοθούν, ύψωσε περισσότερο τη φωνή του, συντάσσοντας την τελευταία πρόταση ενός προσωπικού συμβολαίου αθωότητας μεταξύ της συνείδησης και της πατρίδας του.

«Θέλω να δηλώσω ότι η λευκή σημαία υψώθηκε χωρίς την διαταγή μου!». Κανείς δεν τον άκουγε, αλλά εκείνος συνέχιζε. «Σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, οποιαδήποτε παράταση των εχθροπραξιών αποτελεί παράβαση. Γι? αυτό διατάζω αμέσως κατάπαυση του πυρός και παράδοση των όπλων!».

Η φωνή του όμως είχε ήδη χαθεί, καθώς παρασυρόταν κι αυτός από το ανώνυμο πλήθος που οδηγείτο σιωπηλό προς την αιχμαλωσία.  

 Η ΑΦΙΞΗ ΤΩΝ ΔΗΜΙΩΝ

ΣΑΒΒΑΤΟ 10 ΜΑΡΤΙΟΥ 1945 

Στην Καγκελαρία του Γ? Ράϊχ υπήρχε τουλάχιστον ένα πράγμα το οποίο ταξίδευε γρηγορότερα από την ταχύτητα του φωτός: τα κακά νέα! Ο Χίτλερ ξέσπασε ωρυόμενος για τους «?προδότες του Ρεμάγκεν» και αναζητούσε τους υπεύθυνους αυτής της «?στρατιωτικής και εθνικής καταστροφής». Επιζητούσε ξεκάθαρα ένα λουτρό αίματος προς παραδειγματισμό των στρατηγών, του στρατού και του λαού. Το προπαγανδιστικό σύνθημα των προηγούμενων ετών που συναντούσε ακόμη κανείς γραμμένο σε κάποιους τοίχους, «Οι τροχοί πρέπει να κυλήσουν για τη Νίκη», τώρα είχε αποκτήσει μία νέα, πιο επίκαιρη μορφή: «Τα κεφάλια πρέπει να κυλήσουν για τη Νίκη !». Η κυνηγετική περίοδος είχε αρχίσει?

Για την διερεύνηση της υπόθεσης διέταξε αμέσως την σύσταση ενός ειδικού τριμελούς δικαστηρίου, διορίζοντας πρόεδρο τον υποστράτηγο Ρούντολφ Χύμπνερ (Rudolf Huebner): έναν φανατικό «αξιωματικό καθοδήγησης» του στρατού, ο οποίος θεωρούσε την πίστη στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα ως τον πρωτεύοντα παράγοντα στην τελική νίκη. Στην έκθεση ικανοτήτων του μάλιστα, αναφερόταν ότι «?διακατέχεται από μία άρρωστη φιλοδοξία η οποία επηρεάζει την σκέψη του». Ο Χύμπνερ ανακλήθηκε από το ανατολικό μέτωπο και παρουσιάστηκε ενώπιον του Χίτλερ στις 10 Μαρτίου. Οι αντισυνταγματάρχες Πάουλ Πεντ (Paul Penth) και Άντον Ερνσπέργκερ (Anton Ehrnsperger), θα βοηθούσαν τον υποστράτηγο στο έργο του - περιττό να αναφερθεί ότι κανείς εκ των τριών αξιωματικών δεν διέθετε ίχνος νομικής κατάρτισης. Ο Πεντ ήταν ακόμη φανατικότερος του Χύμπνερ και δεν είχε κανέναν ενδοιασμό για ότι επρόκειτο να συμβεί. Θεωρούσε πατριωτικό του καθήκον την πάταξη της δειλίας και της απειθαρχίας. Ο Ερνσπέργκερ ήταν ο νεότερος όλων και ο μοναδικός ο οποίος δεν ένιωθε κανένα ενθουσιασμό για τον ρόλο που του είχαν αναθέσει, αλλά γνώριζε ότι αν προέβαλε έστω και την παραμικρή αντίρρηση, ο υποστράτηγος θα τον αντικαθιστούσε στη στιγμή ?και δεν ήταν καθόλου σοφό να φέρνεις αντίρρηση σε μία εντολή που προερχόταν από τον ίδιο τον μαινόμενο Φύρερ.

Ο Σέλλερ επέστρεψε στο διοικητήριο του 67ου Σώματος στις 10 Μαρτίου, για να αναφέρει στον Χίτσφελντ τα δραματικά γεγονότα του Ρεμάγκεν. Εκεί βρισκόταν ήδη και ο στρατάρχης Μόντελ, ο οποίος θορυβημένος από τις ολέθριες εξελίξεις είχε σπεύσει να ενημερωθεί. Τα σφάλματα του στρατάρχη στην υπόθεση δεν ήταν λίγα. Δεν θεωρούσε το Ρεμάγκεν στόχο προτεραιότητας και είχε αγνοήσει αρκετές προειδοποιήσεις που υπεδείκνυαν το αντίθετο, αρνούμενος να αποστείλει ενισχύσεις. Για το διάστημα μεταξύ 16.00-17.00 το αμερικανικό προγεφύρωμα αποτελείτο μόνο από τους 120 άνδρες του Τίμμερμαν. Ακόμα και αρκετές ώρες αργότερα, η μόνη ενίσχυση που έλαβε ο λόχος του αποτελείτο από τμήματα πεζικού, αφού μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας η γέφυρα παρέμενε απροσπέλαστη για τα άρματα.Η παρουσία έστω και μίας μικρής, αξιόμαχης γερμανικής δύναμης και λίγων αρμάτων, θα το είχε εξαλείψει την ίδια ώρα. Νιώθοντας τώρα την Δαμόκλειο Σπάθη να αιωρείται πάνω από το κεφάλι του, βιάστηκε να αναλάβει μόνος του καθήκοντα δικαστού. Άκουσε την αναφορά του ταγματάρχη και πριν ο Χίτσφελντ προλάβει να ανοίξει το στόμα του, επενέβη απότομα.

-Γιατί όμως, εγκατέλειψες τη γέφυρα ; τον ρώτησε με κοφτό ύφος.

-Πήρα ένα ποδήλατο για να καλέσω βοήθεια, απάντησε ο Σέλλερ γεμάτος αυτοπεποίθηση ακόμη.

-Γιατί δεν πήρες τηλέφωνο ή τουλάχιστον δεν οργάνωνες μία αντεπίθεση;

-Οι επικοινωνίες ήταν κατεστραμμένες, ο αγγελιοφόρος μου σκοτώθηκε και θεώρησα σωστό να ενημερώσω την διοίκηση.

Κάτω από το μονόκλ του δεξιού του ματιού, το βλέμμα του στρατάρχη πήρε μία έκφραση περιφρόνησης.

-Και γιατί χρειάστηκες τρεις μέρες για να επιστρέψεις από το Ρεμάγκεν; Γιατί εγκατέλειψες τη θέση σου;

Οι ερωτήσεις έπεσαν σαν απανωτά χαστούκια στον Σέλλερ. Τα μάτια του ανοιγόκλεισαν και το στομάχι του σφίχτηκε από τον αιωρούμενο υπαινιγμό της λιποταξίας. Η φωνή του τρεμούλιασε κάνοντας την απάντηση να ακουστεί τόσο αξιολύπητα ψεύτικη, ώστε δεν έπεισε ούτε τον εαυτό του. Ο φόβος άρχισε να τον τυλίγει.

-Προσπάθησα να επιστρέψω στη μονάδα μου, αλλά διαπίστωσα ότι το αρχηγείο είχε μετακινηθεί. Έκανα ότι καλύτερο μπορούσα?

Το χέρι του Μόντελ τον διέκοψε, πέφτοντας βαρύ πάνω στον ώμο του: «Εδώ, λοιπόν, έχουμε έναν ένοχο !».

 

ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ 11 ΜΑΡΤΙΟΥ 

Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε και δύο οπλισμένοι υπαξιωματικοί ώθησαν ελαφρά τον ταγματάρχη στο εσωτερικό της. Ο ψηλός, νεαρός αξιωματικός βάδισε αργά, με τα μέλη του σφιγμένα και στάθηκε μπροστά στους κατήγορούς του. Ήταν νευρικός και φανερά καταβεβλημένος. Το έξυπνο πρόσωπό του είχε χλωμιάσει. Επάνω του είχε αποτυπωθεί η αγωνία των προηγούμενων ημερών, αλλά και η βασανιστική υποψία όσων φοβόταν ότι θα επακολουθούσαν.

Στο κέντρο της αίθουσας, εκτός από τους τρεις στρατοδίκες, παρίστατο και ένας τέταρτος. Ο συνταγματάρχης Φέλιξ Γιάνερτ (Felix Janert) ήταν ο Αξιωματικός Δικαστικού της Β΄ Ομάδας Στρατιών και είχε διοριστεί από τον Μόντελ σαν σύμβουλος νομικών θεμάτων του δικαστηρίου. Ήταν ο μοναδικός που είχε την ειλικρινή πρόθεση να διεξάγει μία αντικειμενική δίκη, αλλά η παρουσία του εκεί ήταν καθαρά διακοσμητική. Βρισκόταν εγκλωβισμένος ανάμεσα στην Σκύλλα του Μόντελ και την Χάρυβδη του Χύμπνερ. Μία αφελής πρόταση του περί υπεράσπισης του κατηγορουμένου είχε απορριφθεί κατηγορηματικά από τον τελευταίο, η μορφή του οποίου κυριαρχούσε ανάμεσα στην τριανδρία των δημίων.

Ο Χύμπνερ ανακάτεψε κάτι χαρτιά που βρίσκονταν μπροστά του χωρίς να τα διαβάσει και άρχισε την ανάκριση.

«Που βρισκόσασταν όταν έπρεπε να ανατιναχτεί η γέφυρα;? Γιατί δεν είχατε φροντίσει να την ανατινάξετε εγκαίρως;? Γιατί δεν φροντίσατε να καταστραφεί πλήρως;? Σαν διοικητής των δυνάμεων στη γέφυρα είχατε καθήκον να ηγηθείτε μίας αντεπίθεσης. Που βρισκόσασταν εκείνη την κρίσιμη στιγμή;»

Οι ερωτήσεις, εσκεμμένα διατυπωμένες σε καταιγιστική ακολουθία για να μην επιτρέπουν στον ταραγμένο Σέλλερ να συγκεντρωθεί, μετατρέπονταν σταδιακά σε απροκάλυπτες επικρίσεις, καθώς ο τόνος του Χύμπνερ ανέβαινε.

«Μπορείτε να μας παρουσιάσετε, αυτή τη στιγμή, κάποια απόδειξη ότι δεν ενεργήσατε με αμέλεια και δειλία ; Οι ίδιες σας οι πράξεις δεν σας καθιστούν ένοχο εσχάτης προδοσίας ;».

Ο Σέλλερ κοιτούσε απεγνωσμένα τα άλλα πρόσωπα μέσα στην αίθουσα, αναζητώντας υποστήριξη από κάπου. Ο Πεντ, στα δεξιά του Χύμπνερ, καθόταν ανέκφραστος με τα χείλη σφραγισμένα. Έβγαλε τα γυαλιά του, τα καθάρισε με αργές κινήσεις και τα ξαναφόρεσε. Τώρα έδειχνε πιο ήρεμος. Ο Ερνσπέργκερ, στα αριστερά, φαινόταν να παρακολουθεί με ενδιαφέρον, αλλά χωρίς να ανοίγει το στόμα του. Με την άδεια του Χύμπνερ, ο Σέλλερ προσπάθησε να απολογηθεί.

«Πρέπει να γνωρίζετε ότι ανέλαβα την διοίκηση ελάχιστα λεπτά πριν την εμφάνιση των αμερικανικών δυνάμεων. Η γέφυρα κατελήφθη τόσο γρήγορα, ώστε δεν είχα τον απαραίτητο χρόνο να κατανοήσω την πολύπλοκη αλυσίδα διοίκησης που επικρατούσε στον τομέα μου, ούτε να γνωρίζω με ποιόν έπρεπε να επικοινωνήσω. Μέσα στις ελάχιστες ώρες που είχα την διοίκηση ήταν αδύνατον να εξοικειωθώ με όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες για την ανατίναξη της γέφυρας».

Εξήγησε λεπτομερώς τα δραματικά περιστατικά γύρω από την αποτυχημένη απόπειρα ανατίναξης και ότι είχε πράγματι προσπαθήσει να οργανώσει αντεπίθεση, αλλά οι άνδρες που είχε στη διάθεσή του ήταν ελάχιστοι και το ηθικό τους καταρρακωμένο. Ήταν αδύνατον να ανακαταληφθεί η γέφυρα από μία τέτοια δύναμη.

Όσο μιλούσε είχε αρχίσει να αναθαρρεί. Ήταν υπερήφανος χαρακτήρας και αποφασισμένος να αποδείξει ότι το μόνο που είχε πράξει ήταν το καθήκον του. «Ήμουν απομονωμένος και οι γραμμές επικοινωνίας μου κατεστραμμένες. Δεν είχα άλλη επιλογή παρά να ζητήσω επειγόντως_»

-Ταγματάρχα, προσπαθείτε τόση ώρα να δικαιολογήσετε τις πράξεις σας, ενώ η πραγματικότητα είναι απλή: η δολιότητα και η δειλία σου επέτρεψαν στον εχθρό να δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα στον Ρήνο! Η φωνή του Χύμπνερ είχε λάβει μία απόχρωση αηδίας.

-Ακόμα και στην αναφορά προς τον διοικητή σου είχες το θράσος να περιγράψεις αυτά τα μυθεύματα! Και ο στρατηγός Χίτσφελντ τόλμησε να προτείνει την παρασημοφόρησή σου μετά από αυτές τις γελοίες ιστορίες ! Έχεις και την αναίδεια να υπερασπίζεσαι τις πράξεις σου !

Ο Γιάνερτ σαν νομικός αντιπρόσωπος, πήρε τον λόγο χρησιμοποιώντας ηπιότερους χαρακτηρισμούς για τον Σέλλερ. Είπε ότι η αποστολή του στο Ρεμάγκεν ήταν ασαφής. Οι πληροφορίες που διέθετε ήταν ανεπαρκείς και το μέγεθος της αποστολής που του είχε ανατεθεί ήταν υπερβολικό για τις δυνάμεις του. Βεβαίως οι παραλείψεις του κατηγορούμενου ήταν αρκετές, αλλά και η ενοχή του δεν ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει την θανατική καταδίκη.

Σε εκείνο το σημείο επενέβη απότομα ο Πεντ. Η φωνή του ανατρίχιασε τον Σέλλερ. Ήταν απαλή και ήρεμη σαν να συζητούσε για κάτι καθημερινό, τετριμμένο, ενώ στην ουσία στοιχειοθετούσε την καταδίκη του.

«Ο ταγματάρχης απέτυχε να αναλάβει αποφασιστική πρωτοβουλία όταν οι Αμερικανοί διέσχιζαν την γέφυρα. Ακόμα και οι αξιοθρήνητες ενέργειές του μετά την κατάληψη της γέφυρας επιδεικνύουν έναν άνθρωπο δειλό. Σαν ανώτερος αξιωματικός της εμπειρίας του όφειλε να δράσει με αποφασιστικότητα?»

Ο Γιάνερτ είχε χαμηλώσει το βλέμμα, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να αλλάξει τίποτα σε αυτή την παρωδία. Καθώς παρακολουθούσε τη δίκη, το μυαλό του ανέτρεξε στην συνομιλία του Χύμπνερ με τον Μόντελ, λίγο μετά από την άφιξή του πρώτου. Τα πάντα ήταν προδιαγεγραμμένα από την αρχή. Ο Χύμπνερ είχε ?πάρει το μήνυμα? από τον στρατάρχη, διατυπωμένο με σαφήνεια:

«Σαν διοικητής των δυνάμεων της γέφυρας ήταν υπεύθυνος για την έγκαιρη ανατίναξή της, έτσι δεν είναι ; Η αποτυχία του συνιστά θανάσιμο παράπτωμα και ως εκ τούτου δικαιολογεί απόλυτα τη θανατική ποινή».

Τώρα πλέον τα πάντα οδηγούντο με μαθηματική ακρίβεια στην αναπόφευκτη ετυμηγορία.

Ο Πεντ έκλεισε τον λόγο του με την ίδια αδιατάρακτη γαλήνη.

«Αντί να ανασυγκροτήσει τους ανοργάνωτους στρατιώτες, σχηματίζοντας μία αμυντική δύναμη, εγκατέλειψε τη διοίκησή του σε έναν λοχαγό, ισχυριζόμενος ότι έπρεπε να καταφύγει στα μετόπισθεν για να αναφέρει το περιστατικό, αποφεύγοντας τις ευθύνες του με αυτή την απίστευτη πράξη δειλίας !»

Η καρδιά τού Σέλλερ πάγωσε?

Ο Χύμπνερ πετάχτηκε από το κάθισμά του ξεφωνίζοντας: «Αναγνωρίζεις την δειλία και την ενοχή σου ;»

Ο ταγματάρχης είχε αρχίσει να τρέμει και τα λόγια χάνονταν μέσα στις συσπάσεις του. Τα χείλη του ψέλλισαν κάτι ακατάληπτο που ούτε ο ίδιος κατάλαβε τι ήταν και δεν είχε και καμία σημασία. Καθώς οι δύο φρουροί τον σήκωναν από το κάθισμά του για να τον βγάλουν έξω, ο Χύμπνερ του ανακοίνωνε αδιάφορα τη θανατική ποινή?

Ταυτόχρονα όμως ο Μόντελ είχε διενεργήσει μία ακόμη έρευνα για την αναζήτηση περισσότερων υπόπτων ?όσο αύξανε ο αριθμός τους, τόσο λιγότερο κινδύνευε ο ίδιος, και τόσο περισσότερο θα ικανοποιείτο το αίσθημα δικαιοσύνης του Φύρερ. Οι έρευνές του έφεραν στην επιφάνεια άλλους τρεις υπόπτους ?παραδόξως, κανένας εξ αυτών ανώτερος από ταγματάρχη. Ο βαθμός αυτός διέθετε κάποια σαφή προνόμια: ήταν αρκετά υψηλός για να σε καθιστά υπεύθυνο για τα πάντα, και αρκετά χαμηλός για να μην εκτεθεί η ηγεσία.

Την ώρα που ο Χύμπνερ ανακοίνωνε την ετυμηγορία του δικαστηρίου στον Σέλλερ, τρεις νέοι ?ύποπτοι? είχαν ανακαλυφθεί. Οι δύο πρώτοι ήταν οι ταγματάρχες του μηχανικού Χέρμπερτ Στρόμπελ (Herbert Strobel) και Άουγκουστ Κραφτ (August Kraft), επιφορτισμένοι και οι δύο με την ασφάλεια πέντε διαβάσεων στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσά τους και του Ρεμάγκεν. Σαν αξιωματικοί του Μηχανικού (και προϊστάμενοι του Φρήζενχαν) ήταν υπεύθυνοι για την διαδικασία των ανατινάξεων και δεν είχαν καμία ανάμιξη με τις τακτικές επιχειρήσεις. Παρόλα αυτά μόλις ενημερώθηκαν για την κατάληψη της γέφυρας διενήργησαν μία γενναία αντεπίθεση η οποία όμως απέτυχε. Οι δικαστές ωστόσο δεν δίστασαν να κατασκευάσουν μία θεωρία περί του αντιθέτου. Ο Στρόμπελ ήταν δραστήριος, αφοσιωμένος στο καθήκον του και δεν έτρεφε καμία αμφιβολία για την αθωότητά του. Αντίθετα όμως με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, ήταν οξύθυμος και γνώριζε με τι ανθρώπους είχε να κάνει. Όταν οι δικαστές άρχισαν να εκστομίζουν τις κατασκευασμένες κατηγορίες, η οργή του ξέσπασε.

«Γνωρίζω ότι το επιτελείο αναζητά επιμόνως ενόχους ανάμεσα στους μάχιμους αξιωματικούς, αλλά αν γνώριζε τις ενέργειες των στρατηγών, τις αντιφατικές διαταγές που εκδίδουν και τον τρόπο με τον οποίο αποποιούνται τις ευθύνες τους, θα αναζητούσε τους υπευθύνους εκεί !». Αυτό ήταν το πρώτο του σφάλμα. Κλείνοντας τον λόγο του παρουσίασε και μία αναφορά την οποία είχε προετοιμάσει ειδικά για την περίσταση, η οποία έλεγε ότι η ποσότητα και η ισχύς των εκρηκτικών που είχαν παραδοθεί στο Ρεμάγκεν ήταν οι μισές των απαιτούμενων - κάτι για το οποίο ο Σέλλερ δεν είχε ιδέα !. Αυτό ήταν το δεύτερο σφάλμα του. Η τύχη του είχε σφραγιστεί?

Ο 54χρονος Άουγκουστ Κραφτ ποτέ δεν φαντάστηκε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο τον είχαν καλέσει να παραστεί στη δίκη και πίστευε ότι επρόκειτο για κάποιο διαδικαστικό ζήτημα. Ήταν τόσο βέβαιος για την αθωότητά του ώστε είχε δώσει εντολή στον οδηγό του να περάσει να τον πάρει το μεσημέρι!

Τρίτος και τελευταίος ήταν ο ανθυπολοχαγός Καρλ-Χάϊντς Πέτερς, διοικητής της αντιαεροπορικής πυροβολαρχίας στο Ρεμάγκεν. Μέσα στον γενικότερο πανικό, ο Πέτερς είχε υποχωρήσει χωρίς να φροντίσει να καταστρέψει την πυροβολαρχία του ?ανάμεσα στα όπλα βρισκόταν και ένα ρουκετοβόλο τελευταίας παραγωγής, το οποίο δεν έπρεπε να πέσει στα χέρια του εχθρού. Ο 20χρονος ανθυπολοχαγός υποψιαζόταν την ενοχή του και έτρεμε πριν ακόμη μπει στην αίθουσα.

Για τους τρεις δικαστές η περίπτωση του Πέτερς ήταν ξεκάθαρη και δεν απαιτούσε πολύ χρόνο. Πριν την έναρξη της διαδικασίας, ο Χύμπνερ φρόντισε να καθησυχάσει τους συναδέλφους του: «Δεν θα αργήσουμε πολύ?»

ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ

ΣΑΒΒΑΤΟ 17 ΜΑΡΤΙΟΥ, 07.00 

 

Τρεις ημέρες μετά από αυτό που οι Αμερικανοί αποκάλεσαν «Το Θαύμα του Ρεμάγκεν», το προγεφύρωμα είχε πλέον εγκαθιδρυθεί πλήρως. Όταν κάθε απόπειρα γερμανικής αντεπίθεσης είχε αποτύχει, οι Γερμανοί ανέθεσαν την καταστροφή της γέφυρας στη Luftwaffe, το πυροβολικό, τους βατραχάνθρωπους και τις ιπτάμενες βόμβες -με αυτή τη σειρά. Για μία ολόκληρη εβδομάδα η γέφυρα βομβαρδιζόταν αδιάκοπα από μία εναλλασσόμενη ποικιλία αεροσκαφών. ?Stuka?, Focke Wulf 190, Messerschmitt 262, Arado 234 ?όλο το άνθος της γερμανικής αεροπορικής τεχνολογίας παρέλασε από πάνω της, αποτυγχάνοντας να της προκαλέσει οποιαδήποτε σοβαρότερη ζημιά πέρα από την καταστροφή μερικών επιπλέον δοκών οι οποίες δεν την ενόχλησαν στο ελάχιστο.

Στις 16 Μαρτίου ο Χίτλερ χρησιμοποίησε τα μεγάλα μέσα: διέταξε την ισοπέδωση του αμερικανικού προγεφυρώματος με ιπτάμενες βόμβες V-2. Τα όπλα αυτά ήταν γνωστά για την καταστρεπτική ισχύ τους, αλλά και την μεγάλη αστοχία τους. Εκτοξευμένες από την Ολλανδία, έντεκα V-2 έπληξαν την πόλη του Ρεμάγκεν, σκορπίζοντας αυθεντική βιβλική καταστροφή σε κτίρια, χλωρίδα και πανίδα. Ούτε μία δεν άγγιξε την γέφυρα. Την επόμενη ημέρα, 17η Μαρτίου ? ακριβώς δέκα ημέρες μετά την κατάληψή της - η γέφυρα υπέκυψε τελικά στα συσσωρευμένα πλήγματα που είχε δεχτεί και κατέρρευσε μόνη της χωρίς να την πειράξει κανείς. Το γεγονός άφησε αδιάφορους τους Αμερικανούς. Μέχρι τότε είχαν κατασκευάσει πέντε πλωτές γέφυρες μέσω των οποίων διαπεραίωναν τα στρατεύματά τους.

Όλα αυτά όμως συνέβησαν πολύ αργότερα. Πέντε μέρες πριν την κατάρρευση της γέφυρας, ένα άλλο δράμα, πολύ μικρότερων, αλλά και πολύ τραγικότερων διαστάσεων, συνέβαινε μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα: τέσσερις άνθρωποι βίωναν τις τελευταίες στιγμές ενός ζωντανού θανάτου, περιμένοντας την βολή του εκτελεστικού αποσπάσματος.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΧΘΡΟΣ;

ΔΕΥΤΕΡΑ 12 ΜΑΡΤΙΟΥ, 10.00 

Το πρωί της 12ης Μαρτίου το ανθρώπινο ερείπιο του ταγματάρχη Χανς Σέλλερ έσερνε τα βαριά του βήματα μέσα από τις λάσπες που είχαν δημιουργήσει οι βροχές των τελευταίων ημερών, κάτω από τη συνοδεία δέκα στρατιωτών οι οποίοι τον οδηγούσαν στο σπίτι της οικογενείας Οξενμπρύχερ, στην πόλη του Ρίμπαχ, αρχηγείο του 67ου Σώματος Στρατού. Από τον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού, ένα σύνθημα γραμμένο με μεγάλα μαύρα γράμματα τον κοίταζε κοροϊδευτικά στα μάτια: «Αν ο Θεός είναι μαζί μας, τότε ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας ;».

Η Μίννα Οξενμπρύχερ, η κόρη της οικογένειας, έπεισε τους φρουρούς να ετοιμάσει στον μελλοθάνατο αξιωματικό ένα απλό γεύμα. Στη συνέχεια του παραχωρήθηκαν 30 λεπτά για να γράψει ένα τελευταίο γράμμα στην οικογένειά του. Όταν τελείωσε οδηγήθηκε έξω από το σπίτι, σε ένα κοντινό δάσος. Οι κτύποι της καρδιάς του αντηχούσαν στα αυτιά του σαν κάποια βιαστική υπερταχεία που πλησίαζε από μακριά, σαν προπομπός του θανάτου. Με έναν συγχρονισμένο, μεταλλικό κρότο, οι δέκα στρατιώτες έσπρωξαν από μία σφαίρα στη κρύα θαλάμη του όπλου τους. Άντλησε τα τελευταία ίχνη αξιοπρέπειας προσπαθώντας να αντιμετωπίσει υπερήφανος το πικρό τέλος, ενώ το ατέρμονο ερώτημα συνέχιζε να πνίγει το μυαλό του:

«Ποιός είναι ο εχθρός ;?Ποιός είναι ο εχθρός ;?»

Το τελευταίο πράγμα που κοίταξε ήταν ο μακρινός και αδιάφορος ουρανός. Ούτε εκεί βρήκε την απάντηση. 

Ο αρχηγός του αποσπάσματος του έδωσε την χαριστική βολή στη βάση του κρανίου σαν να επρόκειτο για κάποιον κοινό εγκληματία. Το πτώμα του σκυλεύτηκε και το γράμμα προς την οικογένειά του κάηκε. Οι στρατιώτες κάλυψαν το πτώμα του με μερικές φτυαριές χώμα και απομακρύνθηκαν, αφήνοντας το σχεδόν εκτεθειμένο, μερικά εκατοστά πάνω από την επιφάνεια του νοτισμένου εδάφους.

 


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Ken Hechler ?The Bridge at Remagen?, Pictorial Histories Publishing Company 1957.
  2. Walther Goerlitz ?Model?, Heyne Verlag.
  3. Alexander McKee ?The Race for the Rhine Bridges?, Stein & Day Publishers, N. York 1971.
  4. Alfred Price ?The Last Year of the Luftwaffe?, Arms & Armour Press 1991.
  5. ?Combat: European Theater?, Dell Publishing, New York, 1958.

Η μάχη στα υψώματα Ζέελοβ

 
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 
Μάχη στα Υψώματα του Ζέελοβ
Μέρος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου

Bundesarchiv Bild 183-E0406-0022-012, Sowjetische Artillerie vor Berlin.jpg


Σοβιετικό πυροβολικό βομβαρδίζει τις γερμανικές αμυντικές θέσεις στα υψώματα του Ζέελοβ. Το αρχικό μπαράζ πυροβολικού πραγματοποιήθηκε τη νύχτα.

Χρονολογία 16 Απριλίου 1945 - 19 Απριλίου 1945
Τόπος Υψώματα του Ζέελοβ, Γερμανία
Έκβαση Νίκη των Σοβιετικών, με μεγάλες απώλειες
Μαχόμενα μέρη
Flag of the NSDAP (1920?1945).svg Ναζιστική Γερμανία Flag of the Soviet Union (1923-1955).svg Σοβιετική Ένωση

Flag of Poland.svg Πολωνία

Αρχηγοί
Flag of the NSDAP (1920?1945).svg Γκόταρντ Χάινριτσι Flag of the Soviet Union (1923-1955).svg Γκεόργκι Ζούκοφ
Δυνάμεις
~91.000 άνδρες

587 τεθωρακισμένα

2.625 πυροβόλα

1.000.000 άνδρες και γυναίκες

3.059 τεθωρακισμένα

16.934 πυροβόλα και όλμοι

Απώλειες
12.000 νεκροί 30.000 νεκροί

 

Η Μάχη στα Υψώματα του Ζέελοβ (γερμ. Schlacht um die Seelower H?hen) ήταν ένα μέρος της επιχείρησης προσβολής των πόλεων Ζέελοβ ? Βερολίνου (16 Απριλίου 1945 ? 2 Μαΐου 1945) και απετέλεσε μία από τις τελευταίες μαζικές επιθέσεις σε αμυντικές θέσεις (χαρακώματα) του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η μάχη διήρκεσε τρεις ημέρες, από τις 16 έως τις 19 Απριλίου 1945. Σχεδόν ένα εκατομμύριο Σοβιετικοί στρατιώτες του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου (συνυπολογιζομένων και 78.556 στρατιωτών της 1ης Πολωνικής Στρατιάς, υπό την ηγεσία του Στρατάρχη Γκεόργκι Ζούκοφ, επιτέθηκαν στην τοποθεσία γνωστή και ως «οι Πύλες του Βερολίνου», στα υψώματα του χωριού Ζέελοβ, 60 χλμ. ανατολικά του Βερολίνου. Αντίπαλοί τους ήταν 200.000 Γερμανοί στρατιώτες της 9ης Στρατιάς υπό την ηγεσία του Στρατηγού Τέοντορ Μπούσε, ως τμήμα της Ομάδας Στρατιών Βιστούλα.

Η μάχη αυτή περιλαμβάνεται συνήθως στη Μάχη των Όντερ ? Νάισε. Τα υψώματα του Ζέελοβ ήταν το πιο αιματηρό πεδίο μάχης σε όλη την μάχη αυτή, όμως ήταν μόνο ένα από τα σημεία διεκπεραίωσης επί του Όντερ και του Νάισε στα οποία επιτέθηκαν οι Σοβιετικοί. Η Μάχη των Όντερ ? Νάισε ήταν μόνο η αρχική φάση της Μάχης του Βερολίνου.

Το αποτέλεσμα ήταν η περικύκλωση της 9ης Στρατιάς και η Μάχη του Χάλμπε.

Δυνάμεις

Στις αρχές Απριλίου 1945 οι Σοβιετικές δυνάμεις διατάχθηκαν σε σημαντικές θέσεις για την τελική επίθεση προσβολής του Βερολίνου. Στον Βορρά, το 2ο Λευκορωσικό Μέτωπο του Στρατηγού Κονσταντίν Ροκοσόφσκυ, έχοντας καταλάβει το Κένιχσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας στις 9 Απριλίου 1945, αποδεσμεύθηκε από το έργο αυτό και συγκεντρώθηκε στην ανατολική όχθη του ποταμού Όντερ. Στις δύο πρώτες εβδομάδες του Απριλίου οι Σοβιετικοί προέβησαν στην ταχύτερη αναδιάταξη Μετώπων του πολέμου. Το 2ο Λευκορωσικό Μέτωπο υπό τον Στρατάρχη Ζούκοφ, διατασσόμενο βόρεια, απάλλαξε το 1ο από την ευθύνη του κάτω Όντερ και επέτρεψε στο τελευταίο να επικεντρωθεί νοτιότερα της περιοχής ευθύνης του, απέναντι από τα Υψώματα του Ζέελοβ. Τέλος, στον κεντρικό τομέα, ο Στρατάρχης Ιβάν Κόνιεφ μετακίνησε το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο από την Άνω Σιλεσία στον ποταμό Νάισε.

Η STAVKA (Ανώτατη Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση) επιθυμούσε να διασπάσει τις τελευταίες αμυντικές δυνάμεις του Βερολίνου, προκειμένου να επιτευχθεί η περικύκλωσή του. Η μέχρι τότε αποκτηθείσα εμπειρία όμως, είχε διδάξει ότι εχθρικές δυνάμεις που οχυρώνονταν πίσω από μεγάλα υδάτινα κωλύματα, όπως τους ποταμούς Όντερ και Νάισε στην περίπτωση αυτή, μπορούσαν να προβάλουν ισχυρή αντίσταση. Για τον λόγο αυτό, τα τρία σοβιετικά Μέτωπα (1ο και 2ο Λευκορωσικό και 1ο Ουκρανικό) έπρεπε να εξορμήσουν αστραπιαία και να συντρίψουν τις γερμανικές δυνάμεις με συγκλίνουσες επιθέσεις. Η STAVKA, έχοντας υπ? όψιν την τεράστια ισχύ των δυνάμεών της, φιλοδοξούσε να καταλάβει το Βερολίνο μέχρι τις 22 Απριλίου, επέτειο γενεθλίων του Λένιν, αν και είχε υπερεκτιμήσει τις γερμανικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν το Βερολίνο (οι σοβιετικές εκτιμήσεις έκαναν λόγο για 90 γερμανικές μεραρχίες, με 1.519 άρματα και πυροβόλα εφόδου, καθώς και 9.303 πυροβόλα και όλμους, δυνάμεις σαφώς κατώτερες από τις πραγματικές.)

Συνολικά, οι Σοβιετικές δυνάμεις ανέρχονταν περίπου σε 2.500.000 άνδρες και γυναίκες, με την υποστήριξη 6.250 αρμάτων και αυτοκινούμενων πυροβόλων, 7.500 αεροσκαφών, 41.600 πυροβόλων και όλμων, 3.255 ρουκετοβόλων «Κατιούσα» και 95.383 οχημάτων.

Απέναντι στις σοβιετικές δυνάμεις αντιπαρατάσσονταν δυνάμεις της Ομάδας Στρατιών Βιστούλα, της οποίας τη διοίκηση είχε αναλάβει ο Στρατηγός Γκόταρντ Χάινριτσι από τις 20 Μαρτίου 1945, αντικαθιστώντας τον λιγότερο ικανό Χάινριχ Χίμλερ, και της Ομάδας Στρατιών Κέντρου, υπό τις διαταγές του στρατηγού Φέρντιναντ Σέρνερ, οι οποίες αριθμούσαν συνολικά περίπου 320.000 άνδρες.

Στον βόρειο τομέα, αντιμέτωπη με το 2ο Λευκορωσικό Μέτωπο έρχονταν η γερμανική 3η Τεθωρακισμένη Στρατιά του Στρατηγού Χάσσο φον Μαντόυφελ με 11 μεραρχίες, 212 άρματα, 2625 πυροβόλα στα οποία συγκαταλέγονταν 695 αντιαεροπορικά πυροβόλα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και τα περίφημα FlaK των 88 mm. Τα πυροβόλα αυτά ήταν ευθυτενούς τροχιάς, ακατάλληλα για συμβατική χρήση πυροβολικού, αλλά με εξαιρετικές επιδόσεις εναντίον αρμάτων.

Απέναντι από το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο είχε ταχθεί η γερμανική 9η Στρατιά του Στρατηγού Τέοντορ Μπούσε. Η 9η Στρατιά κάλυπτε το μέτωπο βόρεια από το κανάλι Φίνοβ προς το Γκούμπεν στο νότο, περιελάμβανε δηλαδή στον τομέα ευθύνης της τα Υψώματα του Ζέελοβ. Αυτή διέθετε 14 μεραρχίες, 587 άρματα ( 512 επιχειρησιακά αξιοποιήσιμα, 55 σε επισκευή και 20 σε εφεδρεία). Οι 3η ΤΘ και 9η Στρατιά αποτελούσαν τμήμα της Ομάδας Στρατιών Βιστούλα. Το νότιο τμήμα κάλυπτε εναντίον του 1ου Ουκρανικού Μετώπου 4η Τεθωρακισμένη (Πάντσερ) Στρατιά, υπαγόμενη στην Ομάδα Στρατιών Κέντρου του Σέρνερ.

Το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο διέθετε 9 τακτικές και 2 Τεθωρακισμένες Στρατιές, οι οποίες αποτελούνταν από 77 μεραρχίες τυφεκιοφόρων, 2 ιππικού, 5 τεθωρακισμένα και 2 μηχανοκίνητα Σώματα, 8 μεραρχίες πυροβολικού και 1 όλμων Φρουρών. Το Μέτωπο είχε 3.059 τεθωρακισμένα και αυτοκινούμενα πυροβόλα και 18.934 πυροβόλα και όλμους. 8 από τις 11 Στρατιές διατάχθηκαν επί του Όντερ. Στον Βορρά, η 61η Στρατιά και η 1η Πολωνική κρατούσαν την γραμμή του ποταμού από το Σβεντ προς το κανάλι του Φίνοβ. Στο σοβιετικό προγεφύρωμα στο Κυστρίν, η 47η Στρατιά, η 3η και 5η Στρατιές Κρούσης και η 8η Στρατιά Φρουρών συγκεντρώθηκαν για την επίθεση. Η 69η Στρατιά και η 33η κάλυπταν τη γραμμή του ποταμού προς το Γκούμπεν. Η 2η Τεθωρακισμένη Στρατιά Φρουρών, η 3η Στρατιά και η 1η Τεθωρακισμένη Στρατιά Φρουρών τέθηκαν ως εφεδρεία. Η 5η Στρατιά Κρούσης και η 8η Φρουρών διατάχθηκαν απέναντι από τον ισχυρότερο αμυντικό τομέα των Γερμανών, όπου ο γερμανικός αυτοκινητόδρομος διέσχιζε τα Υψώματα του Ζέελοβ.

Το σοβιετικό σχέδιο επίθεσης ? οι γερμανικές προετοιμασίες

Η διάταξη μάχης των αντιπάλων στα Υψώματα του Ζέελοβ και οι κύριοι άξονες προσβολής της γερμανικής άμυνας από τους Σοβιετικούς

Το σοβιετικό σχέδιο επίθεσης προέβλεπε αρχικά την εξόρμηση του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου μαζί με 4 Στρατιές και 1 Σώμα Στρατού, οι οποίες με την υποστήριξη 731 αρμάτων όφειλαν να διασπάσουν τις γερμανικές αμυντικές γραμμές στα Υψώματα και να δημιουργήσουν ρήγμα σε αυτές, από τις οποίες θα διέρχονταν οι δύο θωρακισμένες Στρατιές με 1.373 άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα, κατευθυνόμενες προς το Βερολίνο. Για να στηριχθεί η επίθεση αυτή, ο Ζούκοφ εκπόνησε σχέδια για δύο δευτερεύουσες επιθέσεις εκατέρωθεν της κύριας: βόρεια του Κυστρίν με την 61 Στρατιά και την 1η Πολωνική και νότια του προγεφυρώματος με την 33η και την 69η Στρατιά, καθώς και το 2ο Σώμα Ιππικού Φρουράς. Ο Ζούκοφ πρωτοτύπησε στην επίθεση αυτή, καθώς αποφάσισε να χρησιμοποιήσει 143 προβολείς, οι οποίοι στοιχίζονταν σε απόσταση 500 μέτρων μεταξύ τους, με σκοπό να τυφλώσει και να αποπροσανατολίσει τους αμυνόμενους, και δη τον νέο εξοπλισμό υπερύθρων των γερμανικών αρμάτων Panzer V της Μεραρχίας Πάντσερ "M?ncheberg".

Στο νότιο τμήμα, το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο έπρεπε να εξασφαλίσει ένα προγεφύρωμα επί του Νάισε και έπειτα να διαχωρίσει την γερμανική 9η Στρατιά από την 4η Στρατιά Πάντσερ, προωθώντας μέσω του ρήγματος αυτού τα 963 άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα 2 Τεθωρακισμένων Στρατιών του (3η και 4η) στον ποταμό Σπρέε και δυτικότερα, στο Βρανδεμβούργο και το Ντεσάου με στόχο την συνάντηση με τους Αμερικανούς στον Έλβα, δυτικά του Βερολίνου, επιτυγχάνοντας έτσι την περικύκλωσή του. Το νότιο πλευρό της επίθεσης θα κάλυπτε μία άλλη δευτερεύουσα με στόχο τη Δρέσδη. Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να παραπλανήσουν τον εχθρό και να αποκρύψουν την επίθεση αυτή, καμουφλάροντας π.χ. τα πυροβόλα και τα τεθωρακισμένα τους. Ωστόσο, η τεράστια αυτή δύναμη δεν ήταν δυνατό να αποκρυβεί. Επιπλέον, οι δύο Σοβιετικοί στρατάρχες αποφάσισαν να απομακρύνουν όλους τους άμαχους 24 χλμ. πίσω από την πρώτη γραμμή, καθώς και τους νεοσύλλεκτους και όλους όσους οι οποίοι θα μπορούσαν να λιποτακτήσουν και να δώσουν πληροφορίες στους Γερμανούς, συστήνοντας φρουρές στα μετόπισθεν.

Όσον αφορά τους τελευταίους, υπό τις διαταγές του Χάινριτσι επικεντρώθηκαν στην διάρθρωση της άμυνάς τους. Ο Χάινριτσι ήταν ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς της Βέρμαχτ σε θέματα άμυνας. Ορθώς προέβλεψε ότι η κύρια σοβιετική επίθεση θα εκδηλωνόταν στο κέντρο, με κατεύθυνση από ανατολικά προς τα δυτικά, κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου που περνούσε πάνω από τον Όντερ, στον τομέα του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου. Αποφάσισε να υπερασπιστεί τις όχθες του ποταμού με περιορισμένες δυνάμεις και να αναπτύξει την αμυντική γραμμή του στα Υψώματα του Ζέελοβ, 48 μέτρα πάνω από τις όχθες του ποταμού, στο σημείο που τα διέσχιζε ο αυτοκινητόδρομος. Άρχισε να μεταφέρει δυνάμεις από άλλες περιοχές για να ενισχύσει το σημείο αυτό, ενώ το γερμανικό μηχανικό μετέτρεψε τις όχθες του ποταμού σε πραγματικό βάλτο, εκτρέποντας παρακείμενα κανάλια. Οργανώθηκαν τρεις γραμμές άμυνας προς την κατεύθυνση του Βερολίνου με αντιαρματικές τάφρους, θέσεις πυροβόλων και αντιαρματικών όπλων και ένα εκτενές δίκτυο χαρακωμάτων και οχυρών για το πεζικό. Η τρίτη γραμμή άμυνας (γραμμή Βόταν) εκτεινόταν 20 χιλιόμετρα περίπου από την πρώτη γραμμή του μετώπου.

Η μάχη

Πρώτη ημέρα

Παρά τα μέτρα των Σοβιετικών, οι Γερμανοί κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν ένα στρατιώτη τους στην πρώτη γραμμή, ο οποίος τους αποκάλυψε με λεπτομέρειες ότι η επίθεση των Σοβιετικών θα γινόταν στις 16 Απριλίου (καθώς και ότι οι Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν διαταγή να «καλλωπιστούν» και να πλυθούν πριν την επίθεση!). Μετά από αυτά, ο Χάινριτσι μετακίνησε έγκαιρα τις περισσότερες δυνάμεις του από την πρώτη γραμμή άμυνας στη δεύτερη, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από τους Σοβιετικούς. Οι Σοβιετικοί σκαπανείς σύρθηκαν στα εχθρικά ναρκοπέδια κατά το βράδυ προκειμένου να τα εκκαθαρίσουν. Λίγο πριν αρχίσει η προπαρασκευή του σοβιετικού πυροβολικού, επέστρεψαν στις θέσεις εξόρμησής τους.

Ο Ζούκοφ με το επιτελείο του μετακινήθηκαν στο διοικητήριο του Τσουίκοφ, το οποίο είχε καλό οπτικό πεδίο στα Υψώματα, έτσι ώστε να παρακολουθούν την εξέλιξη της μάχης με μεγαλύτερη ακρίβεια.


 
 

Το επίφοβο "Αρμόνιο του Στάλιν" όπως ήταν γνωστό στους Γερμανούς στρατιώτες ο εκτοξευτής ρουκετών Κατιούσα

 

Στις 3:00 με 5:00 (ανάλογα με την περιοχή του μετώπου) τα ξημερώματα ξεκίνησε η μεγαλύτερη προπαρασκευή πυροβολικού στην ιστορία του πολέμου. 8.900 περίπου ρουκετοβόλα «Κατιούσα» (Katyusha) και κάθε είδους πυροβόλα άρχισαν να σφυροκοπούν την πρώτη γραμμή άμυνας των Γερμανών στα υψώματα του Ζέελοβ, ενώ η Ερυθρή Αεροπορία πραγματοποίησε 6.500 εξόδους. Το μπαράζ διήρκεσε περίπου μόνο μισή ώρα, ωστόσο ήταν τόσο σφοδρό ώστε στα νοτιοανατολικά προάστια του Βερολίνου, 60 χιλιόμετρα από το Ζέελοβ, τα σπίτια άρχισαν να τρέμουν, τα τηλέφωνα άρχισαν να κουδουνίζουν από μόνα τους και τα κάδρα έπεφταν από τους τοίχους. Το μπαράζ άλλαξε την εδαφική μορφολογία της περιοχής και διέλυσε τα χαρακώματα και τα οχυρά της πρώτης γραμμής άμυνας των Γερμανών, η οποία έπαψε πλέον να υφίσταται.

Παρά ταύτα, πρακτικά τα πλεονεκτήματα που προσέφερε στους επιτιθέμενους το μπαράζ ήταν αμελητέα. Οι γερμανικές απώλειες ήταν ελάχιστες, λόγω της εκκενώσεως της πρώτης αμυντικής γραμμής, και, ουσιαστικά, η «σφύρα» των Σοβιετικών έπεσε στο κενό. Επιπλέον, η δεύτερη γραμμή άμυνας των Γερμανών έμεινε σχεδόν άθικτη, ενώ το μαλακό έδαφος εμπόδιζε την κίνηση των σοβιετικών φαλάγγων εκτός οδικού δικτύου, με αποτέλεσμα να προκαλούνται συχνά χαοτικές συμφορήσεις. Η προπαρασκευή πυροβολικού ήταν τόσο σφοδρή, ώστε δημιούργησε πολλά εμπόδια στους επιτιθέμενους, όπως κρατήρες και ερείπια. Έτσι, συν τοις άλλοις τα αντιαρματικά και πυροβόλα και το μεραρχιακό πυροβολικό αδυνατούσαν να ακολουθήσουν το πεζικό και οι εκκαθαρίσεις των ναρκοπεδίων δεν ήταν αποτελεσματικές, γεγονός που θα προκαλούσε μεγάλες απώλειες στους Σοβιετικούς. Με το πέρας της προπαρασκευής, ο Ζούκοφ έδωσε εντολή να ανάψουν και οι 143 προβολείς. Ωστόσο ο πυκνός καπνός και η σκόνη επέφεραν την ανάκλαση του φωτός τους, περισσότερο αποπροσανατολίζοντας τους επιτιθέμενους παρά ενοχλώντας τους αμυνόμενους. Επίσης, η από αέρος φωτογράφηση των υψωμάτων πάνω από το σοβιετικό προγεφύρωμα στο Κυστρίν απέτυχε να δείξει ότι η τοπογραφική μορφολογία τους ήταν πολύ χειρότερη απ? ότι ανέμενε ο Ζούκοφ. Σε αυτές τις συνθήκες επιτέθηκε η εμπροσθοφυλακή του Ζούκοφ, η 8η Στρατιά Φρουρών, η οποία αποτελείτο από βετεράνους της μάχης του Στάλινγκραντ. Συνάντησε όμως λυσσώδη αντίσταση από τους Γερμανούς στα Υψώματα του Ζέελοβ ώστε στο τέλος της ημέρας, παρά την υποστήριξη των αρμάτων και του πυροβολικού, η πρόοδος που είχε σημειωθεί ήταν ελάχιστη, ενώ ένα γερμανικό μπαράζ πυροβολικού αποδεκάτισε τους Σοβιετικούς της πρώτης γραμμής. Νοτιότερα, η 69η Στρατιά είχε καθηλωθεί, ενώ η γερμανική Φρουρά της Φρανκφούρτης απέκρουσε όλες τις επιθέσεις, το V Ορεινό Σώμα των SS παρέμεινε αγκιστρωμένο στον Όντερ, ενώ τα XI και CI Σώματα Πάντσερ των SS δεν παραχώρησαν παρά ελάχιστο έδαφος στον εχθρό. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ζούκοφ στην επικοινωνία του με τον Στάλιν ανέφερε ότι η μάχη δεν εξελισσόταν σύμφωνα με το σχέδιο, και εξέφρασε την επιθυμία να εμπλέξει τις τεθωρακισμένες εφεδρείες του για να διασπάσει τις αμυντικές γραμμές, αντί να τις διαφυλάξει για να εκμεταλλευτεί ένα ρήγμα, μόνο για να λάβει το ειρωνικό σχόλιο του δικτάτορα για την ταχεία πρόοδο του Κόνιεφ στα νότια, λέγοντας ότι θα επέτρεπε στον τελευταίο να προελάσει βόρεια, προς το μεγάλο «βραβείο» του Βερολίνου, το οποίο θα του χάριζε μεγάλο κύρος.

Τα τεθωρακισμένα της 1ης και της 2ης ΤΘ Στρατιάς ακινητοποιήθηκαν στη συμφόρηση που προκαλούσαν τα μηχανοκίνητα και τα πυροβόλα , τα οποία αδυνατούσαν να κινηθούν. Όσα έφθαναν τελικά στους πρόποδες των υψωμάτων αντιμετώπιζαν τα τρομερά FlaK των 88 mm, τα καλυμμένα γερμανικά αντιαρματικά όπλα και ομάδες του πεζικού, οι οποίες διέθεταν (συν τοις άλλοις) τους αποτελεσματικότατους και φονικότατους αντιαρματικούς εκτοξευτές μίας χρήσης ? τα περίφημα Panzerfaust (αντιαρματικές γροθιές).


 

Οι Γερμανοί στρατιώτες οπλισμένοι με Panzerfaust ήταν ο μόνιμος εφιάλτης των Σοβιετικών αρματιστών από τη στιγμή της εμφάνισης του όπλου

Ακόμα, όσα άρματα κατόρθωναν να σπάσουν το θανατηφόρο κλοιό στους πρόποδες και να φτάσουν στην κορυφή, κυρίως αυτά της 1ης ΤΘ Στρατιάς, είχαν την ατυχία να πέσουν πάνω στα Tiger II της 502ης Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων των SS και αναχαιτίστηκαν από τα πυρά τους. Επίσης, κάθε φορά που τα άρματα επιχειρούσαν να προωθηθούν μέσω κάποιου οχυρωμένου γερμανικού χωριού, δέχονταν καταιγισμό πυρών από κάθε είδους όπλα, με καταστροφικά αποτελέσματα. Παράλληλα, το 11ο ΤΘ Σώμα της 1ης ΤΘ Στρατιάς απέκρουσε με ευκολία μία ασθενή αντεπίθεση που εξαπέλυσε η M?ncheberg. Μέχρι το απόγευμα, η προέλαση των Σοβιετικών δεν ξεπερνούσε τα 4-6 χιλιόμετρα στις περισσότερες περιοχές (η 77η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων της 3ης Στρατιάς Κρούσης είχε επιτύχει προέλαση σε βάθος 8 χιλιομέτρων), και η δεύτερη γραμμή άμυνας των Γερμανών (Στάιν Στέλλουνγκ ? Stein Stellung) παρέμενε ανέγγιχτη και αρραγής.

Δεύτερη ημέρα

Στις 17 Απριλίου 1945, ο φραγμός πυροβολικού και οι αεροπορικές επιθέσεις των Σοβιετικών εντάθηκαν και επέκτειναν το σφυροκόπημα πίσω από την πρώτη γραμμή άμυνας των Γερμανών, σπέρνοντας τον πανικό σε στρατιώτες και αμάχους.

Και πάλι, τα σοβιετικά άρματα άρχισαν να συγκεντρώνονται και πάλι στο στενό προγεφύρωμα πέρα από τον Όντερ, αντιμετωπίζοντας και πάλι τα FlaK των 88 mm και τα λοιπά αντιαρματικά. Εννέα γερμανικές μεραρχίες μειωμένης σύνθεσης κατάφεραν να επιβραδύνουν και να φθείρουν σοβαρά την 8η Στρατιά Φρουρών και κατόπιν απαγκιστρώθηκαν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, υποχωρώντας με το πέρας του εγχειρήματος στη δεύτερη γραμμή άμυνας. Παράλληλα, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν νέα αποτυχημένη επίθεση με τρεις μεραρχίες, επιχειρώντας να αποκόψουν από τον ζωτικής σημασίας αυτοκινητόδρομο Βερολίνου ? Κύστριν την προελαύνουσα 1η Θωρακισμένη Στρατιά Φρουρών.

Οι μονάδες του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου συνέχισαν την προώθησή τους με σκοπό τη διάσπαση των γερμανικών αμυντικών γραμμών. Κατά τις βραδινές ώρες, η δεύτερη αμυντική γραμμή των Γερμανών διασπάστηκε από την 5η Στρατιά Κρούσης και την 2η Στρατιά Φρουρών. Στο δεξί πλευρό τους, το 4ο Σώμα Τυφεκιοφόρων της Φρουράς της 8ης Στρατιάς Φρουρών μαζί με το 11ο ΤΘ Σώμα της 1ης ΤΘ Στρατιάς εκμεταλλεύτηκαν την επιτυχία των συμπολεμιστών τους, προελαύνοντας 8 χιλιόμετρα. Η πρόοδος της 47ης Στρατιάς και της 3ης Στρατιάς Κρούσης κυμάνθηκε από 4 με 8 χιλιόμετρα μέσα από την δεύτερη γραμμή άμυνας.

Την ίδια μέρα, η Λουφτβάφε (Luftwaffe) διέθεσε τα αεροσκάφη που της είχαν απομείνει για να καταστρέψει τις 32 γέφυρες που είχε κατασκευάσει το σοβιετικό μηχανικό επί του Όντερ. Τα αντιαεροπορικά πυρά των Σοβιετικών κρατούσαν μακριά τους Γερμανούς πιλότους, οι οποίοι εξαπέλυαν επιθέσεις αυτοκτονίας για να πετύχουν τον στόχο τους. Ακόμα και έτσι όμως, οι γέφυρες που αχρηστεύθηκαν με αυτόν τον τρόπο ήταν ελάχιστες και οι Σοβιετικοί συνέχισαν τη διάβαση του ποταμού για την υπόλοιπη ημέρα.

Ενώ αυτά συνέβαιναν βόρεια, στο νότο το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο πίεζε προς τα πίσω την 4η Στρατιά Πάντσερ, το αριστερό πλευρό της Ομάδας Στρατιών Κέντρου υπό τον Σέρνερ. Ο τελευταίος κράτησε τις δύο εφεδρικές μεραρχίες τεθωρακισμένων του (11η Μεραρχία Τεθωρακισμένων (Πάντσερ) Γρεναδιέρων SS ?Nordland? και την 23η Μεραρχία Τεθωρακισμένων (Πάντσερ) Γρεναδιέρων SS ?Nederland?) στα νότια, καλύπτοντας το κέντρο του, αντί να τις χρησιμοποιήσει για να ενισχύσει την 4η Στρατιά Πάντσερ. Αυτό ήταν το κρίσιμο σημείο της μάχης, καθώς οι θέσεις της Ομάδας Στρατιών Βιστούλα και ο κεντρικός και νότιος τομέας της Ομάδας Στρατιών Κέντρου άρχιζαν να παραπαίουν. Αν δεν υποχωρούσαν προς τη γραμμή άμυνας μαζί με την 4η ΤΘ Στρατιά, απειλούνταν με περικύκλωση. Έτσι, οι επιτυχημένες επιθέσεις του Κόνιεφ εναντίον της πτωχής άμυνας του Σέρνερ αποσταθεροποιούσαν την δεξιοτεχνική άμυνα του Χάϊνριτσι.

Τρίτη ημέρα

Τα σοβιετικά μαχητικά εξαπέλυσαν μία ακόμη σφοδρή επίθεση εναντίον των υπερασπιστών των Υψωμάτων του Ζέελοβ τις πρωινές ώρες της 18ης Απριλίου, ενώ την επίθεση αυτή ακολούθησε ακόμα μία από τα τεθωρακισμένα. Ο Χάινριτσι προσπάθησε να ενισχύσει την γραμμή του και να ανακουφίσει την 9η Στρατιά του Μπούσε από την αφόρητη πίεση που δεχόταν, αξιοποιώντας μονάδες ξένων εθελοντών των Waffen ? SS. Ωστόσο η Ερυθρή Αεροπορία, χωρίς αντίπαλο στους αιθέρες, έκανε μαρτυρική οποιαδήποτε μετακίνηση μονάδων προς το μέτωπο.

Λίγο πιο μετά, τα υψώματα του Ζέελοβ παρακάμφθηκαν από τα βόρεια από τις 5η Στρατιά Κρούσης και την 8η Φρουρών, οι οποίες κατά το εγχείρημα αυτό συνάντησαν αντίσταση από τις γερμανικές εφεδρείες. Μέχρι το σούρουπο, είχε επιτευχθεί μία προώθηση της τάξης των 3 έως 5 χιλιομέτρων στο βόρειο πλευρό και 3 έως 8 χιλιομέτρων στο κέντρο. Έτσι το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο έφθασε τελικά μπροστά από την τρίτη και τελευταία αμυντική γραμμή των Γερμανών.

Τέταρτη ημέρα

Την τέταρτη και τελευταία ημέρα της μάχης, στις 19 Απριλίου 1945, το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο κατάφερε να διασπάσει την τρίτη και τελευταία γραμμή άμυνας των Γερμανών στα Υψώματα του Ζέελοβ, και μέχρι το Βερολίνο παρεμβάλλονταν μόνο τμήματα γερμανικών δυνάμεων. Οι Σοβιετικές δυνάμεις άρχισαν να κινούνται από το χωριό Ζέελοβ, κατά μήκος της εθνικής οδού, προς το Βερολίνο, ενώ ο Κόνιεφ συνέχιζε την προέλασή του προς τον βορρά. Τα υπολείμματα της 9ης Στρατιάς και της 4ης Στρατιάς Πάντσερ περικυκλώθηκαν από το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο και από μονάδες του 1ου Ουκρανικού Μετώπου οι οποίες είχαν στραφεί προς τα βόρεια. Άλλα τμήματα του Μετώπου αυτού κινήθηκαν δυτικά προς τα αμερικανικά στρατεύματα. Μέχρι το τέλος της ημέρας η γερμανική γραμμή του Ανατολικού Μετώπου έπαψε να υφίσταται. Αυτά που απέμειναν πλέον ήταν μόνο θύλακες αντίστασης και όσες γερμανικές δυνάμεις απέφυγαν την καταστροφή υποχώρησαν προς το Βερολίνο, για να δώσουν ένα μάταιο αγώνα «υπέρ βωμών και εστιών».

Μετά τη μάχη

 

Το άγαλμα ενός Σοβιετικού στρατιώτη όπως φαίνεται σήμερα στο Ζέελοβ, ένα μνημείο για την αιματηρή αυτή μάχη

Η αμυντική γραμμή των Γερμανών στα Υψώματα του Ζέελοβ ήταν η τελευταία οργανωμένη γραμμή άμυνας έξω από το Βερολίνο. Ο Στρατηγός Χάινριτσι είχε πει πριν από τη μάχη ότι τα Υψώματα του Ζέελοβ θα μπορούσαν να κρατηθούν για μόνο τρεις με τέσσερις ημέρες χωρίς ενισχύσεις, τα οποίες και δεν είχε. Από τις 19 Απριλίου, ο δρόμος για το Βερολίνο (60 χιλιόμετρα δυτικά του Ζέελοβ) ήταν πλέον ανοιχτός. Στις 23 Απριλίου το Βερολίνο είχε πλήρως περικυκλωθεί και η Μάχη του Βερολίνου μπήκε στο τελικό της στάδιο. Μέσα σε δύο εβδομάδες ο Χίτλερ ήταν νεκρός και ο πόλεμος είχε τελειώσει στην Ευρώπη.

Μεταπολεμικά, οι επικριτές του Ζούκοφ υποστήριξαν ότι θα έπρεπε να είχε σταματήσει την μετωπική επίθεση του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου στη διεύθυνση του οδικού άξονα και να κινηθεί στον δρόμο του 1ου Ουκρανικού Μετώπου στο ρήγμα που είχε δημιουργήσει στον Νάισε. Αυτό θα μπορούσε να παρακάμψει την ισχυρή άμυνα των Γερμανών στα Υψώματα του Ζέελοβ, αποφεύγοντας έτσι τις μεγάλες απώλειες και την καθυστέρηση της προέλασής του προς το Βερολίνο. Παρ? όλα αυτά, το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο περιοριζόταν σε ένα πολύ στενό τομέα του μετώπου, έτσι ένας τέτοιος ελιγμός μπορεί να μην ήταν πραγματοποιήσιμος. Οι διοικητές των άλλων Μετώπων είχαν τη δυνατότητα και πράγματι παρέκαμψαν την κύρια γραμμή άμυνας.

Απώλειες

Η αποφασιστική και σθεναρή άμυνα που προέβαλαν οι Γερμανοί στα Υψώματα του Ζέελοβ και η ελαττωματική εκτέλεση της επίθεσης από τον Ζούκοφ κόστισαν ακριβά στους Σοβιετικούς. Στους παρακάτω πίνακες παρατίθενται οι ημερήσιες απώλειες των Σοβιετικών σε έμψυχο και άψυχο υλικό:

16 Απριλίου

Στρατιές1η Φρουρών2η Φρουρών61η47η3η Κρούσης5η Κρούσης8η Φρουρών69η33η
Νεκροί 26  ; 94 169 158 369 ; 312 ;
Τραυματίες 117 ; 204 977 483 1.298 ; 1.417 ;

Απώλειες σε άρματα: 71 τεθωρακισμένα και αυτοκινούμενα πυροβόλα καταστράφηκαν, 77 έπαθαν ζημιές, 40 από άλλες αιτίες (μηχανική βλαβη κ.λπ.).

17 Απριλίου

Στρατιές1η Φρουρών2η Φρουρών61η47η3η Κρούσης5η Κρούσης8η Φρουρών69η33η
Νεκροί 38 ; 119 210 113 615 ; 308 ;
Τραυματίες 175 ; 284 1.251 417 2.034 ; 1.276 ;

Απώλειες σε άρματα: 79 τεθωρακισμένα και αυτοκινούμενα πυροβόλα καταστράφηκαν, 85 έπαθαν ζημιές, 15 από άλλες αιτίες.

18 Απριλίου

Στρατιές1η Φρουρών2η Φρουρών61η47η3η Κρούσης5η Κρούσης8η Φρουρών69η33η
Νεκροί 90 ; 95 156 119 ; ; 88 ;
Τραυματίες 355 ; 365 625 416 ; ; 297 ;

Απώλειες σε άρματα: 65 τεθωρακισμένα και αυτοκινούμενα πυροβόλα καταστράφηκαν, 86 έπαθαν ζημιές, 13 από άλλες αιτίες.

19 Απριλίου

Στρατιές1η Φρουρών2η Φρουρών61η47η3η Κρούσης5η Κρούσης8η Φρουρών69η33η
Νεκροί 135 ; 86 287 166 ; ; 204 ;
Τραυματίες 678 ; 363 1.112 594 ; ; 652 ;

Απώλειες σε άρματα: 105 τεθωρακισμένα και αυτοκινούμενα πυροβόλα καταστράφηκαν, 76 έπαθαν ζημιές, 8 από άλλες αιτίες.

Στη λαϊκή κουλτούρα

Η Μάχη στα Υψώματα του Ζέελοβ είναι το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται δύο από τις πίστες του πολεμικού ηλεκτρονικού παιχνιδιού Call Of Duty: World At War, η τέταρτη και η όγδοη, με τους τίτλους "Their Land, Their Blood" ("Η δική τους Γη, το δικό τους Αίμα") και "Blood And Iron" (Αίμα και Σίδερο).

Βιβλιογραφία

  • Στρατιωτική Ιστορία, Σειρά "Μεγάλες Μάχες", τ.17: "Βερολίνο 1945, η Πτώση της Χιτλερικής Γερμανίας", Αθήνα, Ιούνιος 2005, εκδόσεις Περισκόπιο
  • Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία, τ. 3, άρθρο "Η Πτώση του Βερολίνου: Το δραματικό τέλος του Χιλιόχρονου Ράιχ που οραματίστηκε ο Αδόλφος Χίτλερ", Αθήνα, Απρίλιος 2006, εκδόσεις Compupress
  • Antony Beevor, La chute de Berlin, Editions de Fallois, 2002 (γαλλ. μτφ., Πρωτότυπο Berlin, the Downfall, 1945).
  • Henri Michel, Histoire de la Seconde Guerre Mondiale, Paris, Omnibus, 2001.

 

Η μάχη των Αρδεννών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 
Μάχη των Αρδεννών
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

 

Bundesarchiv Bild 183-J28586, Ardennenoffensive.jpg

Χρονολογία 16 Δεκεμβρίου 1944 - 21 Ιανουαρίου 1945
Τόπος Αρδέννες, Βέλγιο, Λουξεμβούργο
Έκβαση Νίκη των Συμμάχων
Μαχόμενα μέρη
Αρχηγοί
US flag 48 stars.svg Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ (Επικεφαλής του SHAEF)

Flag of the United Kingdom.svg Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ (21ο Σώμα πεζικού)
US flag 48 stars.svg Όμαρ Μπράντλεϊ (12ο Σώμα πεζικού)

Flag of the NSDAP (1920?1945).svg Γκερντ φον Ρούντστεντ (Oberbefehlshaber West)

Flag of the NSDAP (1920?1945).svg Βάλτερ Μόντελ (Ομάδα Στρατιών Β)

Δυνάμεις
83.000 στρατιώτες,
400 Τανκς,
400 κανόνια
200.000 στρατιώτες,
600 Τανκς,
1.900 κανόνια
Απώλειες
87.000 συνολικά
(19.276 νεκροί, 21.144 αιχμάλωτοι και αγνοούμενοι, 47.139 τραυματίες)
68.000 συνολικά
(17.236 νεκροί, 16.000 αιχμάλωτοι και αγνοούμενοι, 34.439 τραυματίες)

 

 

H Μάχη των Αρδεννών, γνωστή και ως Επιχείρηση Σκοπιά στο Ρήνο (γερμανικά Unternehmen: Wacht am Rhein) από τον γερμανικό στρατό, ήταν η τελευταία μεγάλης κλίμακας επίθεση του Γ΄ Ράϊχ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1944 και 25 Ιανουαρίου 1945, κατά μήκος των συνόρων του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, με σκοπό την κατάληψη του ποταμού Μεύση (Meuse) και του λιμανιού της Αμβέρσας. Η επιχείρηση στόχευε αφενός στην διακοπή του εφοδιασμού των Συμμάχων και αφετέρου στον πιθανό διαχωρισμό των Αμερικανικών και Αγγλικών δυνάμεων στο Δυτικό Μέτωπο.

Την σχεδίαση της επιχείρησης επιμελήθηκε ο ίδιος ο Χίτλερ[1] αλλά η αισιοδοξία του, ενώ αγωνιζόταν να αποδείξει ότι δεν είχε ακόμα υποκύψει, ήταν ιδιαίτερα υπερβολική και είχε ελάχιστες πιθανότητες να επιτύχει. Εντούτοις, μερικές συγκυρίες της τότε κατάστασης των Συμμάχων στο Δυτικό Μέτωπο επέτρεψαν την αρχική της επιτυχία. Σε συνδυασμό, πάντως με την κατασκευή νέων όπλων από την Γερμανία, όπως αεριωθουμένων αεροπλάνων και πυραύλων (βλήματα V1, V2 και V3) και, μάλιστα, επιπλέον και πυρηνικού όπλου, τυχόν επιτυχία της επιχείρησης αυτής είχε τις πιθανότητες να ανατρέψει την τελική έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η τελική, ωστόσο, κατάληξή της ήταν η απώλεια κάπου 100.000 Γερμανών στρατιωτών και αξιωματικών και η υποχώρηση τους στα ενδότερα των συνόρων τους, αφήνοντας πλέον τη δυνατότητα εκτέλεσης αμυντικών μόνον επιχειρήσεων ως τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.

Τέλη 1944 : Η τελμάτωση της Συμμαχικής προσπάθειας στο Δυτικό Μέτωπο

Η απόβαση στην Νορμανδία είχε επιτύχει με σχετική ευκολία και σίγουρα πολύ ευκολότερα απ' όσο οι ηγέτες των Συμμάχων είχαν υπολογίσει, χάρη σε σφάλματα του ίδιου του Χίτλερ. Αλλά στη συνέχεια η αδημονία τους για τον γρήγορο τερματισμό του πολέμου μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα, ανέδειξε τα πολλά προβλήματα που υπήρχαν για να επιτύχει μια τέτοια γιγάντια επιχείρηση. Μικρές Γερμανικές φρουρές κρατούσαν ακόμη αποκλεισμένα ή είχαν επιφέρει σημαντικές καταστροφές στα σημαντικά οργανωμένα λιμάνια στις ακτές του Ατλαντικού. Έτσι, οι Σύμμαχοι έπαιρναν ακόμα τα εφόδιά τους από πρόχειρες αποβάθρες που είχαν περιορισμένη χωρητικότητα και ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες στις καιρικές συνθήκες (λιμένες Mulberry) ή αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν λιμάνια αρκετά μακριά από την ζώνη επιχειρήσεων.

Η επιχείρηση στην οποία στηρίχτηκαν όλες οι ελπίδες για την τελική διάσπαση των Γερμανικών γραμμών μέσα στο 1944, μια μεγάλη συνδυασμένη συμμαχική κίνηση, ήταν η επίθεση στο Άρνεμ της Ολλανδίας (Επιχείρηση Market Garden), που έλαβε χώρα μεταξύ 17 Σεπτεμβρίου και 25 Σεπτεμβρίου. Αλλά ο Στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, που την είχε σχεδιάσει, λόγω της υπερβολικής αισιοδοξίας του, δεν έλαβε υπ' όψιν όλες τις λεπτομέρειες και τις πιθανές περιπλοκές, ενώ ταυτόχρονα σκόπιμα αγνοήθηκαν προειδοποιήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών, που ανέφεραν σημαντική συγκέντρωση γερμανικών δυνάμεων στην περιοχή, δυσανάλογα μεγάλη για τις δυνατότητες των ελαφρά οπλισμένων αλεξιπτωτιστών, που θα έπεφταν στο Άρνεμ. Η τελική αποτυχία του σχεδίου εκείνου, μαζί με τις δυσκολίες ανεφοδιασμού σε πυρομαχικά και, κυρίως, καύσιμα, καθήλωσε την Συμμαχική προσπάθεια κατά τον Νοέμβριο του 1944, ενώ δριμύ ψύχος σάρωνε την Ευρώπη, πράγμα που έκανε τις επιχειρήσεις ακόμα δυσκολότερες. Αποτέλεσμα ήταν ότι, ενώ πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1944, αντί ο πόλεμος να έχει τελειώσει, είχε ουσιαστικά τελματωθεί στο Δυτικό Μέτωπο. Αυτή η κατάσταση ευνόησε την τελική επιλογή του Χίτλερ, που εξάλλου δεν έβλεπε κανένα ενθαρρυντικό στοιχείο με πιθανότητες επιτυχίας στο Ανατολικό μέτωπο.

Στην συνέχεια υπήρξε ένας σοβαρός διχασμός στους επόμενους στόχους των Αμερικανών και Άγγλων ηγετών. Ο Τσώρτσιλ ευνοούσε την κατάληψη των βελγο-ολλανδικών και γερμανικών ακτών του Ατλαντικού, που ήταν οι βάσεις εκτόξευσης των βλημάτων V1 και V2 και στόχευαν αποκλειστικά το Λονδίνο, χωρίς να υπάρχει πρακτικός τρόπος ανακοπής τους από την αεροπορία. Οι Αμερικανοί προτιμούσαν μια μαζική επίθεση ευρέος μετώπου στα σύνορα της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, απέναντι από την Αλσατία, η οποία εθεωρείτο το "μαλακό υπογάστριο" του Ράιχ. Ένας πρόσθετος και όχι τόσο εμφανής λόγος ήταν το ότι οι Αμερικανοί διέθεταν σοβαρές ενδείξεις για γερμανικό πυρηνικό πρόγραμμα και είχαν ενεργοποιήσει την Επιχείρηση ΑΛΣΟΣ,[2] έχοντας εντοπίσει πυρηνικό υλικό και επιστήμονες στην όχθη του Ρήνου απέναντι από την Αλσατία. Διετύπωναν, λοιπόν, ισχυρούς φόβους ότι υπήρχε σχέδιο να εξοπλίσουν τα βλήματα V2 με πυρηνικές κεφαλές.[3]

Αποτέλεσμα ήταν ο διαχωρισμός των Συμμάχων σε δύο διαφορετικά μέτωπα, πράγμα που οι Γερμανοί γρήγορα αντιλήφθηκαν. Η διαίρεση αυτή πολλαπλασίασε τα προβλήματα του συμμαχικού ανεφοδιασμού. Επιπλέον ανέκυψε και ένα άλλο θέμα, που επέφερε πρόσθετες δυσκολίες. Με δεδομένη την αεροπορική τους υπεροχή, οι Σύμμαχοι είχαν βομβαρδίσει τις γερμανικές μεταφορικές αρτηρίες και επικοινωνίες στην Δυτική Ευρώπη σε τόσο μεγάλο βαθμό, που, τώρα που βρίσκονταν στην κατοχή τους, αντιμετώπιζαν την έλλειψη αυτής της υποδομής, που καθυστερούσε την προώθησή τους. Και, ως επιστέγασμα όλων αυτών, το Συμμαχικό στρατηγείο είχε πέσει θύμα της προπαγάνδας των πολιτικών ηγετών του, με αποτέλεσμα να έχει και το ίδιο την πεποίθηση ότι πράγματι η Γερμανία είχε ήδη ολοκληρωτικά ηττηθεί και καμία σημαντική επιχείρηση δεν αναμενόταν από την πλευρά της. Ως ένα βαθμό, τα αριθμητικά στοιχεία, στα οποία στηρίζονταν αυτές οι υποθέσεις, προέρχονταν και από την από σκοπού διόγκωση των αποτελεσμάτων των στρατηγικών βομβαρδισμών στις βιομηχανικές περιοχές, με σκοπό να δικαιολογηθούν ορισμένα στρατηγικά δόγματα που είχαν κοστίσει πολύ σε απώλειες μεταξύ 1943-1944 και είχαν κριθεί ως αποτυχίες. Υπήρχε σοβαρή διχογνωμία Άγγλων και Αμερικανών ειδικών στις εκτιμήσεις αυτές, και, όπως αποδείχτηκε στον τομέα υλικού, η γερμανική παραγωγή άντεχε ακόμα εξαιρετικά, παρά το ότι υπέφερε πολύ στον τομέα του έμψυχου υλικού. Η πολιτική ηγεσία των Συμμάχων, ωστόσο, ήθελε μετά από τόσο αίμα και απώλειες επί τέσσερα χρόνια, να εμφυσήσει έναν αέρα αισιοδοξίας στους δοκιμαζόμενους λαούς της, οπότε δεν επέτρεψε σε αυτές τις λεπτομέρειες να ληφθούν υπόψιν.

Το Γερμανικό Σχέδιο

Ο Χίτλερ διατηρούσε πολύ καλές αναμνήσεις απ την επίθεσή του στις Αρδέννες το 1940, στην διάρκεια του αστραπιαίου πολέμου (blitzkrieg), οπότε και τις διέσχισε σχεδόν ακαριαία, παρά την αντίθετη άποψη του Γαλλικού Επιτελείου και, περνώντας το Σεντάν, έφτασε στο Παρίσι σε χρόνο μιας εβδομάδας, ενώ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο το αντίστοιχο όνειρο των Γερμανών δεν μπόρεσε ποτέ να πραγματοποιηθεί. Επιπλέον, υπολόγιζε πολύ στον καλύτερο οπλισμό που διέθετε τώρα και έλαβε σοβαρά υπόψη του την μεγάλη κακοκαιρία, για να αποφύγει την αεροπορική υπεροπλία των Συμμάχων. Ακόμα, αποφάσισε την ταυτόχρονη ενεργοποίηση τριών άλλων συμπληρωματικών επιχειρήσεων, που θα ενεργούσαν ως αντιπερισπασμοί και επέβαλε απόλυτη σιγή στις επικοινωνίες που αφορούσαν την όλη επιχείρηση. Παραδόξως, το τελευταίο, αν και μέρος του αιφνιδιασμού που ήθελε να πετύχει, έδρασε αρνητικά στο σχέδιό του, επειδή η ενημέρωση των κατωτέρων αξιωματικών και διοικητών των μικρών μονάδων παρέμεινε πρακτικά μηδενική μέχρι την τελευταία στιγμή. Αλλά οι Συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών, που ήταν πολύ έμπειρες στις υποκλοπές και είχαν την βοήθεια πολλών αντιστασιακών δικτύων στην Ευρώπη, μπόρεσαν και πάλι να εντοπίσουν μέρος από τις κινήσεις προετοιμασίας του Χίτλερ, αλλά όπως και στην επιχείρηση στο Άρνεμ, η Ανώτατη Συμμαχική Διοίκηση δεν ήταν έτοιμη να ανεχτεί οτιδήποτε το μη αισιόδοξο και ειδικά τότε που οι πολιτικοί ηγέτες διέδιδαν ότι «?τα παιδιά μας φέτος θα κάνουν Χριστούγεννα στο σπίτι...».

Η κυρία επίθεση ονομάστηκε «Φρουρός στον Ρήνο» (Wacht am Rhein) και συνοδεύονταν από τρεις παράλληλες άλλες, την «Ισοπεδωμένη Γη» (Bodenplatte), όπου η Γερμανική αεροπορία θα έκανε μια γενική επίθεση καταστροφής στο έδαφος της Συμμαχικής αεροπορίας , την «Αρπαγή» (Greif), την χρήση μεταμφιεσμένων Γερμανών σε Αμερικανούς στρατιώτες που θα προκαλούσαν σύγχυση και θα έκαναν δολιοφθορές (διοικητής ο συνταγματάρχης Οττο Σκορτσένυ) και την «Στέσερ» (St?sser), κατά την οποία θα ρίπτονταν νύχτα αλεξιπτωτιστές να καταλάβουν καίρια σημεία στην κομβική πόλη του Μαλμεντύ (Malmedy) στο ανατολικό Βέλγιο.

Οι αιχμές επίθεσης θα ήταν τρεις. Η πρώτη, απέναντι από το Άαχεν, με σκοπό να εμποδίσει την 9η και 3η Αμερικανική Στρατιά από το να κινηθούν προς τα νότια και με τελικό στόχο να καταλάβει την Αμβέρσα. Η δεύτερη αιχμή θα γινόταν στην περιοχή των Αρδεννών, μεταξύ Ανατολικού Βελγίου και Λουξεμβούργου. Αυτή ήταν επιφορτισμένη με την προώθηση προς τον ποταμό Μεύση, το πέρασμα του οποίου άφηνε πρακτικά αφύλακτο τον δρόμο για τις Βρυξέλλες. Η τρίτη θα προχωρούσε νοτιότερα και παράλληλα με τη δεύτερη, προστατεύοντας τα πλευρά της από τον νότο, μια και στην Γαλλία βρίσκονταν ήδη Αμερικανικές δυνάμεις με έδρα το Βερντέν. Ο Μεύσης και η Αμβέρσα αποτελούσαν το κλειδί των Συμμαχικών εφοδιασμών και όντως η απώλειά τους θα μπορούσε να διακόψει τις Συμμαχικές επιθέσεις τουλάχιστον για ένα εξάμηνο ? διάστημα αρκετό για τον Χίτλερ να ελπίσει σε μια σοβαρή ανακατάταξη δυνάμεων και συμφερόντων που θα έφερναν στον πόλεμο μια άλλη τροπή.

Το σχέδιο αυτό, σαν σύλληψη επί χάρτου, απέσπασε εκ των υστέρων τον θαυμασμό των ιστορικών στρατιωτικών αναλυτών, αλλά στην εκτέλεση επί του πεδίου ο Χίτλερ δεν απέφυγε τις αλλεπάλληλες υποθέσεις, εξαιτίας της υπερβολικής του αισιοδοξίας, ή ίσως και της απελπισίας που τον κατέτρωγε μετά την απόβαση στην Νορμανδία. Οι ανώτατοι αξιωματικοί, που ανέλαβαν την εκτέλεση ήταν οι αρχιστράτηγοι Βάλτερ Μόντελ (Walther Model) και Γκερντ φον Ρούντστεντ (Gerd von Rundstedt). Και οι δύο εντόπισαν από νωρίς τα προβλήματα. Καταρχήν η κακοκαιρία δεν θα ήταν αιώνια και, αν οι Σύμμαχοι έβρισκαν την ευκαιρία να εξαπολύσουν την αεροπορία τους, οι γερμανικές μονάδες θα υπέφεραν σοβαρά, χωρίς ελπίδα να προχωρήσουν. Επίσης, αριθμητικά οι γερμανικές μονάδες είχαν μεγάλα κενά και πολύ μικρότερη επάνδρωση από το κανονικό. Αναγκάστηκαν, μάλιστα, να οργανώσουν και τμήματα, που περιελάμβαναν τραυματίες παλαίμαχους που μόλις είχαν ανανήψει και στρατιώτες με ηλικίες κάτω του στρατεύσιμου ορίου. Τυχόν απώλειες σε τόσο περιορισμένες δυνάμεις κινδύνευαν να αφήσουν τα άρματα απροστάτευτα από το συνοδευτικό πεζικό. Επιπλέον, η κατάσταση του εδάφους στις Αρδέννες, στο σημείο εκκίνησης, είναι πολύ λοφώδης με εξαιρετικά στενά περάσματα, στα οποία αρκούσε μια μικρή εμπλοκή για να σταματήσει ολόκληρες φάλαγγες αρμάτων.[4] Όντως, αρκεί κανείς ακόμα σήμερα να επισκεφθεί την περιοχή και θα διαπιστώσει πόσο δύσκολο είναι, ακόμα και για ένα αυτοκίνητο, να κάνει την διαδρομή, την οποία πρότεινε ο Χίτλερ, για τα μεγαλύτερα άρματα που διέθετε τότε, τα Τάιγκερ (τίγρεις), και πόσο εύκολα αποκόπτεται ένας τέτοιος δρόμος από ένα απλό εμπόδιο. Τέλος, στο θέμα του ανεφοδιασμού, ο Χίτλερ διέθετε καύσιμα μόνο για την μισή διαδρομή και πρότεινε απλά την χρήση των συμμαχικών καυσίμων που θα αιχμαλώτιζαν, εννοείται, οι εμπροσθοφυλακές του. Οι δύο αρχιστράτηγοι, μετά από μια ώριμη μελέτη αντιπρότειναν μια παραλλαγμένη έκδοση του αρχικού σχεδίου, με πλησιέστερους στόχους σε ένα εφικτό πλαίσιο, την οποία όμως απέρριψε ο Χίτλερ ως ανάξια λόγου.

Ηγέτες στο πεδίο της μάχης ορίστηκαν :

  • Ο Στρατηγός των Ες Ες Ζεπ Ντήτριχ (Sepp Dietrich), βετεράνος των αρμάτων, ο οποίος, χωρίς να αποτελεί στρατηγική ευφυΐα, ήταν αρεστός και πιστός στον Χίτλερ και παρέμενε αγαπητός στους υφισταμένους του. Θα οδηγούσε την 6η Τεθωρακισμένη Στρατιά Ες Ες. Βασικοί σχηματισμοί της στρατιάς ήταν το Ιο Τεθωρακισμένο Σώμα Ες Ες (1η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Ες Ες Leibstandarte και 12η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Ες Ες Hitlerjugend) και το ΙΙο Τεθωρακισμένο Σώμα Ες Ες (2α Τεθωρακισμένη Μεραρχία Ες Ες Das Reich και 9η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Ες Ες Hohenstaufen). Οι περισσότεροι άνδρες των τεσσάρων μεραρχιών ήταν νέοι και άπειροι αλλά διοικούνταν από εξαιρετικά φανατικούς και σκληροτράχηλους αξιωματικούς. Στόχος της Στρατιάς ήταν η Αμβέρσα.
  • Ο Στρατηγός Χάσο φον Μαντόιφελ (Hasso von Manteuffel) με την 5η Στρατιά Θωρακισμένων θα αναλάμβανε το κέντρο, με τελικό στόχο την κατάληψη των αποθηκών εφοδιασμού στην πόλη Ναμύρ στον Μεύση και, στην συνέχεια, θα καταλάμβανε τις Βρυξέλλες.
  • Ο Ταξίαρχος Εριχ Μπράντενμπέργκερ (Erich Brandenberger) με την 7η Στρατιά Θωρακισμένων θα κάλυπτε την νότια πλευρά του Μαντόιφελ.

Την τελευταία στιγμή προστέθηκε και μια τέταρτη δύναμη, η οποία είχε ανασυσταθεί μετά τις μάχες στο Άρνεμ, και από την Ολλανδία θα μπορούσε να αντεπιτεθεί στα συμμαχικά στρατεύματα ανάλογα με τις περιστάσεις. Ήταν η 15η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Γκούσταφ-Αντολφ φον Τσάνγκεν (Gustav-Adolf von Zangen).

Προετοιμασία

Έχοντας αρχικά την πρόθεση η επιχείρηση να αρχίσει να πραγματοποιείται τον Νοέμβριο, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να την αναβάλουν μέχρι το μετεωρολογικό δελτίο να εξασφαλίσει μακρά περίοδο χαμηλής νέφωσης και ομίχλης, η οποία προβλέφθηκε ότι θα εμφανιζόταν περίπου ένα δεκαήμερο πριν τα Χριστούγεννα. Αλλά στην μικρή αυτή διάρκεια πολλές προετοιμασίες δεν είχαν τον χρόνο να γίνουν και κυρίως η εκπαίδευση των στρατευμάτων, αφού ο περισσότερος χρόνος δαπανήθηκε απλά και μόνο για να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις. Την ίδια ώρα, η επιβεβλημένη από τον Χίτλερ σιγή για το σχέδιο δεν επέτρεψε στους διοικητές μονάδων να εξηγήσουν τους στόχους τους στα στρατεύματά τους και μερικές μονάδες διατάχθηκαν να τοποθετηθούν αναμένοντας διαταγές αργότερα, ενώ οι πιλότοι των αεροσκαφών μεταφοράς των αλεξιπτωτιστών δεν ενημερώθηκαν για τα ακριβή σημεία ρίψεων. Στην ουσία, στον τομέα της προετοιμασίας, η επιχείρηση εκείνη ήταν καθαρή αποτυχία και θα ήταν καταδικασμένη από την αρχή αν από την συμμαχική πλευρά η κατάσταση ηγετικά ήταν λιγότερο αξιοθρήνητη. Ένας μόνον Αμερικανός αξιωματικός πληροφοριών, ο συνταγματάρχης της 3ης Στρατιάς Οσκαρ Κόχ (Oscar Koch) τόλμησε να επιμείνει ότι τα γερμανικά στρατεύματα που έβρισκε μπροστά του δεν έδειχναν καθόλου σε αποσύνθεση και, αντίθετα, το ηθικό τους ήταν παράδοξα ανεβασμένο, ενώ εμφάνισε φωτογραφίες καμουφλαρισμένων βαρέων αρμάτων κοντά στο μέτωπο. Αλλά οι υποδείξεις του, όπως κι εκείνες των πληροφοριών που ανέφεραν ότι υποκλάπηκαν σήματα που αναζητούσαν αγγλομαθείς Γερμανούς για μια πολεμική επιχείρηση, αγνοήθηκαν επιδεικτικά, ως μη συμβαδίζοντα με τις απόψεις του Συμμαχικού Επιτελείου. Ταυτόχρονα, κάποιες μικρές προσπάθειες να προκαλέσουν σύγχυση από γερμανικής πλευράς φαίνεται να καρποφόρησαν ή, τουλάχιστον, ήταν αρεστές στα αυτιά που τις άκουγαν. Συνεργάτες των Γερμανών διέδιδαν επίτηδες ειδήσεις για μια επίθεση δυτικά της Φρανκφούρτης. Μάλιστα αναφέρεται ότι ο ίδιος ο Μαντόιφελ, ντυμένος με πολιτικά, κατέβηκε να πιει τον καφέ του στην συνοριακή πόλη του Λουξεμβούργου με την Γερμανία, Έχτερναχ[5] και όπου φωναχτά άρχισε να συζητά με τους θαμώνες ειδήσεις για μια μεγάλη αντεπίθεση απέναντι από το Ντίσελντορφ, με σκοπό, φυσικά, να τον ακούσουν οι ντόπιοι πληροφοριοδότες των Συμμάχων.

Οι Μάχες

 

Γερμανοί στρατιώτες σε άρμα μάχης. Αρδέννες, Δεκέμβριος 1944 (φωτ. Γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο)

 

Όταν οι καιρικές συνθήκες ωρίμασαν, στις 16 Δεκεμβρίου, και εξασφάλιζαν πρακτικά μηδενική ορατότητα, η επίθεση εξαπολύθηκε. Την ίδια ώρα ο Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ έπαιρνε άδεια να επισκεφθεί την οικογένειά του στην Αγγλία και ο Αϊζενχάουερ την επομένη θα πήγαινε σε γάμο επιτελούς του. Καμία πληροφορία δεν είχαν πάρει οι μονάδες, οι οποίες βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά στα γερμανικά άρματα. Οι περισσότερες, μάλιστα, από αυτές, ήταν εντελώς αδοκίμαστες σε πόλεμο (η 99 και 106 Μεραρχίες) ενώ η έμπειρη 2η Μεραρχία Πεζικού είχε σταλεί σε εκείνο τον τομέα συμπτωματικά, για ανάκαμψη.

Ο Ντήτριχ ξεκίνησε την επίθεσή του τα χαράματα στις 05:30΄ με ισχυρή προετοιμασία πυροβολικού και στις 08:00΄ πλημμύριζε ήδη με πεζικό τα αμερικανικά χαρακώματα απέναντι από τις λοφοσειρές του Λόσχαϊμ και του Ελσενμπορν, στα Βελγο-Γερμανικά σύνορα. Την ίδια ώρα ο Μαντόιφελ διέσχισε το βόρειο Λουξεμβούργο και πλησίασε τους δύο σημαντικούς κόμβους στην περιοχή του Βελγίου, την Μπαστόν και το Σαίν Βιτ. Ο Μπράντενμπέργκερ προχωρούσε στο κεντρικό Λουξεμβούργο χωρίς σημαντική αντίσταση, στο νότιο πλευρό του Μαντόιφελ.

Παρά την αρχική έκπληξη, οι αξιωματικοί της 2ης Μεραρχίας Πεζικού έδωσαν εντολή στους άνδρες τους να προβάλουν αντίσταση με όλα τα μέσα και συμπαρασύροντας και την άπειρη 99η Μεραρχία κατάφεραν, αν και υποχωρούσαν, να σταματήσουν την γερμανική προέλαση μετά από κάπου δύο ώρες εμπλοκής. Ήταν ένα θαυμαστό δείγμα της αποτελεσματικότητας που μπορεί να έχει ένα, αδύναμο μεν, αλλά πεισματάρικο πεζικό. Ο Ντήτριχ αναγκάζεται να καλέσει τα βαρέα άρματά του στην μάχη νωρίτερα απ? όσο υπολόγιζε και αυτό σήμαινε, προφανώς, ταχύτερη ανάλωση των διαθέσιμων καυσίμων. Εκεί διαπιστώνει ότι η κακοκαιρία μπορεί μεν να τον προφυλάσσει από την εχθρική αεροπορία, αλλά του προκαλεί σημαντική καθυστέρηση, όταν προσπαθεί να συγχρονίσει τα άρματα με το πεζικό, με αποτέλεσμα να βρίσκεται από εκεί και πέρα συνέχεια πίσω απ το πρόγραμμά του.


Πολύ καλύτερη ήταν η κατάσταση για τον Μαντόιφελ απέναντι από τις 26η και 106η Μεραρχίες Πεζικού, καθώς με μια κλασική διάταξη «ψαλίδας» περικύκλωσε σύντομα δύο συντάγματα της 106, τα 422 και 423, τρέποντάς τα σε φυγή και προκαλώντας, στη συνέχεια, την άμεση παράδοσή τους. Εκτιμάται ότι εξουδετέρωσε, έτσι, μέχρι και 9.000 στρατιώτες, αποκομίζοντας παράλληλα και σημαντικό υλικό.

Αλλά οι παράλληλες επιχειρήσεις των Γερμανών «Ισοπεδωμένη Γη», «Αρπαγή» και «Στέσσερ» ήταν, πρακτικά, θνησιγενείς. Η μεν πρώτη αναβλήθηκε για αργότερα και τελικά πραγματοποιήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1945 λόγω αδυναμίας συγκέντρωσης και συγχρονισμού των απαραίτητων αεροπορικών δυνάμεων αλλά και των καιρικών συνθηκών. Η «Στέσσερ» κατέσπειρε τους 1300 αλεξιπτωτιστές της πολύ μακριά από τους προγραμματισμένους στόχους και τα κατάλοιπά της, πλημμελώς ενημερωμένα, αποσυντονίστηκαν και προσπάθησαν να ενωθούν με τα υπόλοιπα στρατεύματα χωρίς να επιτύχουν τίποτε το ιδιαίτερο. Η «Αρπαγή», ενώ πρακτικά απέτυχε στον αντικειμενικό της στόχο, κατάφερε ωστόσο με την πρωτοτυπία της να ταράξει τους Αμερικανούς περισσότερο από όσο αναμενόταν. Αντιλαμβανόμενος ότι κάποιοι ντυμένοι σαν Αμερικανοί στρατιώτες είχαν καταφέρει να μπερδέψουν τις οδικές πινακίδες, άρχισαν να υποψιάζονται τους πάντες και τα πάντα, ενώ τρομακτικές διαδόσεις έφτασαν μέχρι τα αυτιά του στρατηγού Τζόρτζ Πάττον, Διοικητή της 3ης Στρατιάς στο Βερντέν και του Αϊζενχάουερ στο Παρίσι, ότι εκατοντάδες Γερμανοί είχαν αναπτυχθεί μέσα στα συμμαχικά στρατεύματα και κρατούσαν την τύχη όλων των εξελίξεων στα χέρια τους. Όταν, μάλιστα, μερικοί συνελήφθησαν, ομολόγησαν ? και όντως με αυτή την εντύπωση είχαν μείνει από την ελλιπή ενημέρωση που είχαν λάβει ? ότι ο στόχος τους ήταν η δολοφονία ενός επιφανούς συμμαχικού προσώπου, πολύ πιθανόν του ίδιου του Αϊζενχάουερ, αναστάτωσαν με άσκοπα μέτρα ασφαλείας όλο το συμμαχικό αρχηγείο με αρκετά κωμικά συμβάντα μεταξύ φρουρών που υποψιάζονταν ακόμα και τους στρατηγούς των μονάδων τους σαν πράκτορες των Γερμανών. Όσοι πάντως από αυτούς τους Γερμανούς συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, μια και είχαν παραποιήσει την στολή τους και άρα θεωρήθηκαν κατάσκοποι. Σώζεται, μάλιστα, ως σήμερα ο τοίχος εμπρός στον οποίο έγινε η εκτέλεση, στην Ρος-αν-Αρντέν στο Βέλγιο.

Μια σημαντική, όμως, ενέργεια που θα είχε σοβαρές συνέπειες για την συνέχεια είναι ότι διατάχθηκε η εξαιρετικά εμπειροπόλεμη και επίλεκτη δύναμη, η 101η αερομεταφερόμενη αμερικανική ταξιαρχία, που πρόσφατα είχε πρωταγωνιστήσει στο Άρνεμ, να βαδίσει για να κρατήσει την Μπαστόν, που περικύκλωνε ο Μαντόιφελ, στις 19 του μηνός. Εκεί η αντίσταση υπήρξε μνημειώδης και άγρια, παρόλο που δεν υπήρχαν ούτε η προοπτική ούτε τα μέσα για μια μακρόχρονη πολιορκία. Οι Γερμανοί δεν είχαν, τελικά, άλλη επιλογή από το να την παρακάμψουν την επομένη, στις 20, έχοντας όμως χάσει ακόμα μια μέρα από το δρομολόγιό τους. Ο Αϊζενχάουερ εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να δεχτεί ότι η επίθεση που αντιμετώπιζε ήταν πράγματι μεγάλης κλίμακας και έριξε στο μέτωπο σοβαρές ενισχύσεις, αλλά αυτό συνέβη μόνο πέντε ημέρες μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής. Τελικά, κάπου 250.000 στρατιώτες και η δεύτερη επίλεκτη μονάδα της 82ης αερομεταφερόμενης ταξιαρχίας προωθήθηκαν στο μέτωπο.

Η Γερμανική καθίζηση

Ο συνταγματάρχης Γιόαχιμ Πάιπερ, που αποτελούσε την αιχμή του Ντήτριχ, κατάφερε να φτάσει στο χωριό Σταβελό, 20 χλμ από το σημείο της γερμανικής εκκίνησης, μόλις μετά από 36 ώρες, στις 18 Δεκεμβρίου, για να διαπιστώσει ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες πυρπόλησαν πολλά αποθέματα καυσίμων και συστηματικά ανατίναζαν κάθε γέφυρα στην διαδρομή του. Αφού ειδοποίησε ότι η κατάσταση των καυσίμων του είχε ήδη γίνει κρίσιμη, συνέχισε για το χωριό Τρουά Πόν (Τρεις γέφυρες) αλλά και εκεί οι σημαντικές προσβάσεις πάνω από το ποτάμι του Ουρ είχαν ανατιναχθεί. Ο Πάιπερ συνέχισε για το χωριό Στουμόν για να συναντήσει την ίδια εικόνα. Τελικά αποφάσισε να υποχωρήσει στο χωριό της Λα Γκλεζ και να οχυρωθεί, περιμένοντας ενισχύσεις και καύσιμα από τα μετόπισθεν που δεν ήρθαν ποτέ. Εν τω μεταξύ, αμερικανικό πεζικό αναπτύχθηκε στα νώτα του και, στις 23 Δεκεμβρίου, βλέποντας το αδιέξοδο ο Πάιπερ αποφασίζει να υποχωρήσει στις αρχικές του θέσεις. Σήμερα στην Λα Γκλέζ, στο σημείο που ο Πάιπερ είχε το πρόχειρο αρχηγείο του, έχει στηθεί μικρό μουσείο από εκείνη την μάχη και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση ένα από τα άρματά του.

 

Το διατηρούμενο άρμα Τίγρης στην Λα Γκλεζ, δίπλα στο μικρό σπίτι που ο Πάιπερ είχε το πρόχειρο στρατηγείο του - σήμερα μουσείο

 

Την ίδια περίοδο, στο κέντρο, στο Σαιν Βιτ τα υπολείμματα των αμερικανικών μεραρχιών 7, 106, 9 και 28 αποφάσισαν να αντισταθούν, παρά την μεγάλη εχθρική υπεροχή, και, όταν τελικά στις 23 Δεκεμβρίου το εγκαταλείπουν, έχουν προσθέσει μια ακόμα καθυστέρηση στο γερμανικό σχέδιο. Από το Παρίσι ο Αϊζενχάουερ αρχίζει και διαβλέπει τώρα την ευνοϊκή πιθανότητα να εξουδετερώσει τις τελευταίες σοβαρές δυνάμεις του Χίτλερ, καθώς είναι αναπτυγμένες στο ευρύτερο μέτωπο και όχι κρυμμένες στις γραμμές πίσω από τα σύνορά τους. Διατάσσει τον Πάττον να επιτεθεί από τα νότια, προχωρώντας στην Μπαστόν που πολιορκείται. Κανείς δεν τον πιστεύει όταν λέει ότι θα καταφέρει να είναι εκεί σε 48 ώρες μέσα από τις παγωμένες Αρδέννες, αλλά το πετυχαίνει και ιστορικά η κίνηση αυτή αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες στιγμές αυτού του κατά τα άλλα αντιφατικού στρατιωτικού.

Οι Γερμανοί, εν τω μεταξύ, είχαν προτείνει την παράδοση των Αμερικανών στην Μπαστόν, η οποία μετρά τα τελευταία της πυρομαχικά, αλλά ο διοικητής της ταξίαρχος Άντονι Μακόλιφ της 101ης αερομεταφερόμενης απαντά με ένα χλευαστικό μονολεκτικό «Νάτς».[4] Οι Γερμανοί, αντί να αγνοήσουν εντελώς την Μπαστόν, συνεχίζουν μερικές επιθέσεις, ανταπαντώντας στην αμερικανική άρνηση παράδοσης, αλλά οι αμυνόμενοι με συνεχείς μετακινήσεις στα σημεία πίεσης τις εξουδετερώνουν πρόσκαιρα. Οι υπόλοιπες μονάδες του Μαντόιφελ πορεύονται για τον Μεύση, αλλά τα καύσιμά τους τελειώνουν στις 24 Δεκεμβρίου, 20 χλμ πριν τον στόχο τους, τον οποίο, εντωμεταξύ, φυλάσσουν μονάδες που συγκεντρώθηκαν εκ των ενόντων από τον Μοντγκόμερι. Έτσι, η γερμανική επίθεση, μετά από κάπου μια εβδομάδα μαχών, σταμάτησε στο ένα τρίτο του στόχου του σχεδίου της και καθυστερημένη κατά 3-4 μέρες στο πρόγραμμά της.

Η συμμαχική αντεπίθεση

Ο καιρός άρχισε να βελτιώνεται καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα όσο χρειαζόταν για την Συμμαχική αεροπορία να αντιδράσει. Τα μαχητικά της άρχισαν να χτυπούν συστηματικά τις γερμανικές συγκεντρώσεις και τα βομβαρδιστικά της έριξαν πλήθος βομβών στις γραμμές ανεφοδιασμού τους, ενώ ρίψεις αλεξιπτωτιστών και ανεμοπλάνων ενίσχυσαν την Μπαστόν σε υλικό και άνδρες. Την ίδια ώρα ο Πάττον χτυπούσε τις δυνάμεις του Μπράντενμπέργκερ στα πλευρά του Μαντόιφελ. Ηταν η πιο ωραία στιγμή αυτού του ιδιόμορφου στρατηγού, που, μέσα σε μια άσχημη πολική νύχτα, μετέφερε την προηγουμένη ικανό στρατό από την Λωραίνη στις Βελγικές Αρδέννες, δίνοντας ελπίδα στην αποκλεισμένη Μπαστόν. Στις 26 Δεκεμβρίου ο Πάττον μπαίνει στην πόλη σπάζοντας τον κλοιό της και, πρακτικά, αποκόπτοντας τον Μαντόιφελ. Ο τελευταίος πρότεινε την υποχώρηση στις αρχικές του θέσεις, αλλά ο Χίτλερ αρνήθηκε κατηγορηματικά.

Ενώ η γερμανική επίθεση είχε σταματήσει, την Πρωτοχρονιά εξαπολύεται η αεροπορική επιχείρηση «Ισοπεδωμένη Γη», που δεν μπόρεσε να συγχρονιστεί με την επίθεση των χερσαίων δυνάμεων. Η έκπληξη των συμμάχων δεν είναι μικρή και χάνουν στο έδαφος κάπου 465 αεροπλάνα σε αεροδρόμια που εκτείνονται απ την Ολλανδία ως την βορειοανατολική Γαλλία, αλλά και εδώ η μυστικότητα στα σχέδια του Χίτλερ προκάλεσε καθυστερήσεις, έλλειψη συντονισμού και ενημέρωσης. Υπήρξαν σμήνη που δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν τους στόχους τους, άλλα αιφνιδιάστηκαν τα ίδια από την αναπάντεχη εμφάνιση εχθρικών σκαφών, για τα οποία δεν υπήρχαν πληροφορίες, ενώ άλλα καταρρίφθηκαν από φίλια πυρά από γερμανικές μονάδες που δεν είχαν ειδοποιηθεί για την όλη επιχείρηση. Η γερμανική αεροπορία έχασε 277 πολύτιμα αεροσκάφη, που δεν μπορούσε να αντικαταστήσει, ενώ οι Σύμμαχοι αναπλήρωσαν τις απώλειές τους μέσα σε 10 μόνο ημέρες. Ένας έκπληκτος Γερμανός πιλότος, που είχε καταρριφθεί στο γαλλικό αεροδρόμιο του Μετς, είδε την άλλη μέρα το μόλις κατεστραμμένο αμερικανικό αεροδρόμιο να γεμίζει με ολοκαίνουργια αεροπλάνα και ομολόγησε ότι τότε συνειδητοποίησε γιατί η χώρα του έχανε τον πόλεμο. Εκ των πραγμάτων αυτό υπήρξε και το «κύκνειον άσμα» της Λουφτβάφε.[6]

Η επισφράγιση της κατάστασης επήλθε, παραδόξως, με μια νέα γερμανική επίθεση στις 17 Ιανουαρίου, η οποία είχε σχεδιαστεί ευκαιριακά εξ αιτίας της αποδυνάμωσης των αμερικανικών δυνάμεων στην Αλσατία, με σκοπό να ενισχυθούν οι δυνάμεις του Πάττον. Η 7η αμερικανική στρατιά είχε την εποπτεία μιας ζώνης 110 χλμ στην ανατολική Γαλλία (κάπου 200 χλμ ανατολικά από τις Αρδέννες) και αναγκάσθηκε να αμυνθεί απελπισμένα για να μην εξολοθρευτεί ολοσχερώς, έχοντας πολλές απώλειες. Αλλά οι γερμανικές δυνάμεις που την πιέζουν δεν έχουν θέσει κανένα μακρόπνοο στρατηγικό στόχο και εξασθενούν πλήρως στις 25 Ιανουαρίου, που θεωρείται ως ημερομηνία λήξης της Μάχης των Αρδεννών.

Ο Μοντγκόμερι, εν τω μεταξύ, είχε κληθεί από τον Αϊζενχάουερ να αντεπιτεθεί στο βόρειο άκρο του Ντήτριχ, αλλά εκείνος, όπως πάντα επιφυλακτικός και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν τις πολύ αντίξοες καιρικές συνθήκες, άρχισε να κινείται μόνο στις 3 Ιανουαρίου. Αλλά και οι Αμερικανοί δεν ήταν σε θέση να πετύχουν γρήγορους ρυθμούς για τον ίδιο λόγο και οι αντεπιθέσεις τους δεν ξεπερνούσαν σε προέλαση το 1 χλμ την ημέρα, πράγμα που επέτρεψε στις γερμανικές δυνάμεις να ξεφύγουν κατά το μεγαλύτερο μέρος, αν και χωρίς τα βαρέα τους άρματα, παρά τις ελπίδες του Αϊζενχάουερ για τον εγκλωβισμό τους. Ο Αιζενχάουερ αργότερα κατηγόρησε τον Μοντγκόμερι ως υπεύθυνο για την διαφυγή αυτή. Σχόλια μεταξύ των συμμαχικών στρατηγών για την έκβαση των επιχειρήσεων προκάλεσαν σοβαρούς διαπληκτισμούς μεταξύ τους και σε κάποια στιγμή ο Αϊζενχάουερ σκέφτηκε ακόμα και να ζητήσει από τον Άγγλο στρατηγό να παραιτηθεί (του είπε, μάλιστα, "Μόντυ, μη μου μιλάτε εμένα έτσι! I am your boss!"). Η κρίση αποσοβήθηκε με πρωτοβουλία των αρχηγών των αντιστοίχων επιτελείων τους.

Οι επιπτώσεις

 

Το μεγάλο Αμερικανικό μνημείο λίγο έξω από την Αρλόν, στο Μαρντασσόν. Σε κάτοψη έχει σχημα μεγάλου άστρου στηριγμένου σε κολώνες όπου αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών απ την Μάχη των Αρδεννών και στο άνω μέρος τα ονόματα των Πολιτειών της Αμερικής από τις οποίες προήλθαν

 

Οι συνολικές αμερικανικές απώλειες έφτασαν τις 80.000 νεκρούς και ήταν οι χειρότερες στην ιστορία τους σε μια και μόνο επιχείρηση. Οι Βρετανοί είχαν μόνο 1400. Οι Γερμανοί έχασαν, σε ανθρώπινο υλικό, μεταξύ 60.000 ως και 100.000 μάχιμους άνδρες και σχεδόν όλο τον αξιόλογο οπλισμό τους. Αυτό σήμαινε ότι η Γερμανία είχε πλέον χάσει την δυνατότητα όχι μόνον επιθετικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας, αλλά και την, ακόμη σημαντικότερη, δυνατότητα προάσπισης αυτού τούτου του εδάφους της.

 

Το μεγάλο Αμερικανικό μνημείο λίγο έξω απ την Αρλόν, στο Μαρντασσόν. Φωτογραφία από το έδαφος

 

Σχεδόν παράλληλα, στις 12 Ιανουαρίου, οι Ρώσοι περνούσαν τον ποταμό Βιστούλα στην Πολωνία, το τελευταίο σημαντικό γεωγραφικό εμπόδιο προς το Βερολίνο. Έτσι, χρονικά η Μάχη των Αρδεννών θεωρείται και σαν η αρχή του τέλους της χιτλερικής Γερμανίας. Όπως αργότερα είπε ο Μαντόιφελ «Μετά από εκείνη την επιχείρηση ξαναγυρίσαμε στον πόλεμο του δεκανέα,[7] κάνοντας μόνο αψιμαχίες και όχι πλέον μάχες».

Η σφαγή στο Μαλμεντύ

Ένα ατυχές γεγονός που στιγμάτισε την επίθεση εκείνη ήταν η εκτέλεση 86 αιχμαλώτων Αμερικανών στρατιωτών στο σταυροδρόμι της Μπωνιέζ, μόλις 3,5 χλμ νοτιοανατολικά από το Μαλμεντύ. Δεν υπήρξε κανένας ειδικός λόγος γι' αυτό και δεν εκδόθηκε ποτέ επίσημη διαταγή και ούτε επαναλήφθηκε αλλού συστηματικά με άλλους αιχμαλώτους. Σήμερα είναι αποδεκτό ότι ένας Ρουμάνος στρατιώτης των Ενόπλων SS, ενώ αφόπλιζε έναν αιχμάλωτο, αποπειράθηκε να του αποσπάσει και μερικά προσωπικά του είδη. Ο Αμερικανός αντιστάθηκε, εκείνος τον πυροβόλησε, οι σύντροφοί του τρομοκρατημένοι πήγαν να το βάλουν στα πόδια και τότε οι Γερμανοί φρουροί άρχισαν να πυροβολούν δεξιά και αριστερά αδιακρίτως για να τους σταματήσουν. Η τότε εκδοχή ήταν ότι απλά οι SS είχαν σκοπό να εκτελούν όλους τους αιχμαλώτους εν ψυχρώ και τα νέα έκαναν πολύ γρήγορα τον γύρο του μετώπου. Αυτό είχε το μοιραίο αποτέλεσμα οι Αμερικανοί στρατιώτες να εμφανίζονται πλέον περισσότερο επιθετικοί εναντίον των Γερμανών και, κυρίως, να αποφεύγουν να παραδίδονται εύκολα, ειδικά μετά την αποτυχία των συνταγμάτων 423 και 422.

 

Το μνημείο στο Μαλμεντύ-Μπωνιέζ που αναγράφει τα ονόματα των Αμερικανών εκτελεσθέντων

 

 

Ο επίσημος διοικητής των SS που κατηγορήθηκε για την σφαγή του Μαλμεντύ ήταν ο ίδιος ο συνταγματάρχης Γιόαχιμ Πάιπερ. Αν και μεταπολεμικά, το 1946, καταδικάστηκε μαζί με 40 από τους άνδρες του με την βαρύτατη κατηγορία ότι αυτόβουλα και με πρόθεση εκτέλεσαν τους αιχμαλώτους, τελικά αφέθηκε ελεύθερος, όπως και όλοι οι άλλοι, το 1956, πράγμα που δείχνει ότι η κατηγορία δεν ήταν αδιάσειστη. Και άλλα γεγονότα με φήμες για αδιάκριτες σφαγές που έκαναν οι Γερμανοί εναντίον απλών πολιτών διαδόθηκαν σύντομα, αν και σε μια περίπτωση μάλιστα τα θύματα προήλθαν από τυχαίο λάθος της σήμανσης της αμερικανικής αεροπορίας, η οποία, φυσικά, είχε τεράστιες δυσκολίες στο να επιχειρεί κάτω από συνθήκες μηδενικής ορατότητας. Σήμερα είναι γνωστό ότι οι περισσότερες διαδόσεις ήταν μέρος ψυχολογικού πολέμου για να αυξήσουν την αντίσταση κατά των Γερμανών, οι οποίοι εντυπωσίασαν με εκείνη την αναπάντεχη επιστροφή τους στα μέρη που πριν λίγο καιρό είχαν εγκαταλείψει και όπου μοιραίο ήταν μερικοί πολίτες να είναι περισσότερο διστακτικοί τώρα στο να βοηθούν τους Συμμάχους.

Σημειώσεις

  1. Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964 (μεταφρ. από τα γαλλικά)
  2. δεν είναι ακρωνύμιο αλλά αυτή καθεαυτή η ελληνική λέξη
  3. Μετά την πτώση της Γερμανίας οι Αμερικανοί βρήκαν σχέδια για κατασκευή κατευθυνόμενου βλήματος, που είχε πλέον μορφή κανονικού πυραύλου και ασφαλώς μεγαλύτερου του V2, με εμβρυϊκή πυρηνική κεφαλή, που προοριζόταν για την Νέα Υόρκη
  4.   Καρτιέ, ό.π.
  5.  Το σχετικό καφενείο υπάρχει ακόμα σήμερα
  6. Στην επιχείρηση εκείνη πήραν μέρος και δύο ελληνικής καταγωγής αεροπόροι, που πολεμούσαν για την Γερμανία, ο Νικόλαος Μαμάης και ο Ερνέστος Ιωαννίδης. Ο δεύτερος σκοτώθηκε από φίλια πυρά, στην επιστροφή του, πάνω από το ανατολικό Βέλγιο
  7. λοιδορεί τον Χίτλερ

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Commons logo
Τα Κοινά έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα

Βιβλιογραφία

  • Hitler's Ardennes Offensive: The German View of the Battle of the Bulge by Danny S. Parker - 15 May 2006
  • Heri Michel, La Seconde Guerre Mondiale, Paris, Omnibus, 2004

Επιχείρηση Bagration

 

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΕ ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ Β΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

 

Η μαζική επίθεση του Κόκκινου Στρατού, που κυριολεκτικά διέλυσε 17 και κατακερμάτισε άλλες 50 μεραρχίες της Wehrmacht, φέρνοντάς τον στα περίχωρα της Βαρσοβίας, ξεκίνησε ακριβώς τρία χρόνια μετά την έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, για να εξελιχθεί στην πιο επώδυνη για τους Γερμανούς εκδίκηση των Σοβιετικών.

 

Η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση της Μόσχας (Stavka) φρόντισε από την αρχή να προσδώσει όλη την απαιτούμενη αίγλη στην πολεμική αυτή επιχείρηση, που ενέπλεξε σχεδόν 2.000.000 στρατιώτες και από τις δύο παρατάξεις, δανείζοντάς της το όνομα του Γεωργιανού πρίγκιπα Μπαγκρατιόν (Pyotr Ivanovich Bagration) -ενός από τους πλέον διακεκριμένους Ρώσους στρατηγούς του 18ου και 19ου αιώνα. Όσον αφορούσε τους Σοβιετικούς, στην επιτυχή έκβασή της στηριζόταν ίσως η τύχη ολόκληρου του πολέμου, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα: οι Γερμανοί ουδέποτε μπόρεσαν να ανακάμψουν από την καταστροφή της Ομάδας Στρατιών Κέντρο (Heeresgruppe Mitte) και να απωθήσουν τους Σοβιετικούς από τα εδάφη της Πολωνίας. Συνυπολογιζομένων του μεγέθους της καταστροφής του εχθρού, των ελάχιστων απωλειών του Κόκκινου Στρατού και της βραχύτητας με την οποία διεξήχθη, δίκαια η επιχείρηση Μπαγκρατιόν θεωρείται η σημαντικότερη ήττα της Wehrmacht κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ρωσική επίθεση του Ιουνίου 1944 ήταν το επακόλουθο μιας σειράς προγενέστερων επιθετικών ενεργειών μικρότερης κλίμακας, που έλαβαν χώρα κυρίως στα τέλη του 1943 με σκοπό την απελευθέρωση σε πρώτη φάση ενός μεγάλου τμήματος της Ουκρανίας. Στον βόρειο τομέα του μετώπου, μέχρι τον Δεκέμβριο του 1943, οι Σοβιετικοί κατάφεραν να απωθήσουν την Ομάδα Στρατιών Βορράς (HeeresgruppeNord) στις δυτικές όχθες της λίμνης Πεϊπούς (την σημερινή Peipsi j?rv της Εσθονίας), δηλαδή περίπου 100 χλμ. μακριά από το πολύπαθο Λένινγκραντ, δίνοντας τέλος στον οδυνηρό αποκλεισμό της ηρωικής πόλης, που είχε ξεκινήσει στις 8 Σεπτεμβρίου του 1941 και καταδυνάστευσε εκατομμύρια πολιτών και στρατιωτών της Σοβιετίας. Τον Φεβρουάριο η Φινλανδία άρχισε να διερευνά την πιθανότητα διμερούς ειρήνης με την Σοβιετική Ένωση, αλλά οι σκληροί όροι που ο Στάλιν αντιπρότεινε οδήγησαν τις διαπραγματεύσεις σε αποτυχία.

 
  
 
Ιούνιος 1944: στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού τοποθετούν ρουκέτες Katyusha των 132 χιλ σε εκτοξευτήρα τύπου Μ13 (16 ρουκέτες νά γύρο βολής). Οι εκτοξευτήρες αυτοί τοποθετούνταν πάνω σε φορτηγά αμερικανικής κατασκευής μάρκας Studebaker, με κίνηση 6χ4. Για λόγους ασφαλείας χρειάζονταν 2 άνδρες για την μεταφορά κάθε ρουκέτας, που ζύγιζε 42,5 κιλά. Η χρήση της Katyusha συνεχίστηκε και μετά το 1945, ιδίως στην Γαλλική Ινδοκίνα το 1954, κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Ντιεν Μπιεν Φου.
 

 
Άλλη μια άποψη των θανατηφόρων Katyusha, σε μέγιστη ανύψωση του μηχανισμού εκτόξευσης. Η κεφαλή της ρουκέτας ζύγιζε 18,5 κιλά και είχε μεγάλη εκρηκτική ικανότητα. Τα πειράματα για τις Katyusha ξεκίνησαν το 1933 και την εποχή της επιχείρησης Μπαγκρατιόν μπορούσαν να αναπτύξουν ταχύτητα 255μ/δευτερόλεπτο και να επιτύχουν μέγιστο βεληνεκές 8,5 χιλιομέτρων. Ήταν οικονομικές και εύκολες ως προς την κατασκευή, όχι όμως αρκετά εύστοχες. Οι Γερμανοί κατασκεύασαν παρόμοιες ρουκέτες, όπως τις περίφημες Nebelwerfer, που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα σε όλα σχεδόν τα μέτωπα.
 

Στις 4 Μαρτίου 1944 τα 1ο, 2ο και 3ο Ουκρανικά Μέτωπα ξεκίνησαν μια νικηφόρα μαζική επίθεση, ώστε στα τέλη του μήνα οι Γερμανοί είχαν απωθηθεί στα προπολεμικά σύνορα της Ρωσίας με την Πολωνία και την Ρουμανία. Στο σημείο αυτό οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να παύσουν προσωρινά την προέλασή τους, εξαιτίας των πυκνών ανοιξιάτικων βροχοπτώσεων, που μετέτρεψαν την γη σε έναν απέραντο βαλτότοπο. Έτσι, το καλοκαίρι βρήκε τον τεράστιο θύλακα της Λευκορωσίας υπό γερμανική κατοχή και μάλιστα υπό την μισητή ΟΣ Κέντρο, που είχε τολμήσει να απειλήσει την σοβιετική πρωτεύουσα και κατόπιν, κατά την τακτική υποχώρησή της, είχε προξενήσει στους μαχητές του Στάλιν πολυάριθμες απώλειες. Οι Ρώσοι ποτέ δεν λησμόνησαν τον ποταμό αίματος που έχυσαν στην ?κρεατομηχανή? του Ρζεφ κατά την αποτυχημένη επιχείρησή τους ?Άρης? στις παρυφές της Μόσχας, όταν προσπάθησαν να καταστρέψουν την συγκεκριμένη στρατιά το διάστημα μεταξύ 25 Νοεμβρίου και 20 Δεκεμβρίου 1942, αλλά και στις επακόλουθες μάχες της Σιχέφκα και Βιάσμα στην ευρύτερη περιοχή του Σμόλενσκ, που κράτησαν έως τον Μάρτιο του 1943. Όλα έδειχναν πως τον Ιούνιο του 1944 η ώρα της εκδίκησης είχε σημάνει.

 

 
Σχηματισμός από Ilyushin Il-2m3 Shturmoviki του 3ου Ουκρανικού Μετώπου τον 2/1944. Το Il-2 αρχικά κατασκευάστηκε ως καταδιωκτικό, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε κατάλληλο για επίθεση σε επίγειους στόχους. Το διθέσιο μοντέλο ήταν εξοπλισμένο με 2 εμπρόσθια πολυβόλα των 23 χιλ. τύπου Vya στα φτερά, 2 ShKAS πολυβόλα των 7,62 χιλ στο ρύγχος (ένα σε κάθε πλευρά) και ένα πολυβόλο των 12,7 χιλ. τύπου UBT πίσω. Μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 600 κ.
 
ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
 

Μπροστά σε αυτήν την δυσμενή για τα γερμανικά όπλα εξέλιξη, ο Χίτλερ ξέσπασε πάνω στους επιτελείς και τους στρατηγούς της πρώτης γραμμής, κατηγορώντας τους ότι με το να αμφισβητούν την ορθότητα των στρατηγικών του αποφάσεων οδηγούσαν τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας σε οδυνηρή ήττα. Ακόμη και ο λαμπρός στρατάρχης Μανστάιν (Erich von Manstein) δεν απέφυγε τότε την οργή του δικτάτορα, ώστε απαλλάχθηκε των καθηκόντων του θεωρούμενος ως ηττοπαθής! Στην συνέχεια ο Φύρερ προσπάθησε να μαντέψει το σημείο που θα εκδηλωνόταν η επόμενη σοβιετική επίθεση. Οι εκτιμήσεις της ανώτατης διοίκησης στρατού (Oberkommando des Heeres - OKH) καταδείκνυαν την Ουκρανία, τόσο γιατί το ανοιχτό και χωρίς φυσικά εμπόδια έδαφος της Πολωνίας που απλωνόταν εμπρός της διευκόλυνε την ανάπτυξη μεγάλων τεθωρακισμένων σχηματισμών και την διενέργεια τολμηρών κυκλωτικών κινήσεων, όσο και γιατί μια παράλληλη προέλαση των σοβιετικών δυνάμεων του βόρειου τομέα, δηλαδή της Βαλτικής, θα μπορούσε να αποκόψει τις γερμανικές δυνάμεις του κέντρου, οι οποίες βρίσκονταν στην Λευκορωσία και συγκεκριμένα στο μέσο της απόστασης Μινσκ ? Μπριάνσκ, βόρεια των ελών Πριπιάτ.

Με το σκεπτικό αυτό, στις 30 Μαΐου, ο Χίτλερ αφέθηκε να παρασυρθεί από τον στρατάρχη Μόντελ (Otto Moritz Walter Model), διοικητή τότε της Ομάδας Στρατιών Βόρειας Ουκρανίας, και διέταξε την ?απογύμνωση? της Ομάδας Στρατιών Κέντρο του στρατάρχη Μπους (Ernst Busch) από τις τεθωρακισμένες δυνάμεις της: το LVI ΣώμαPanzer αποσπάστηκε για να συνδράμει στην Ουκρανία, όπου υποτίθετο θα εστιαζόταν η ρωσική αντεπίθεση. Έτσι, όσον αφορούσε τα τεθωρακισμένα, στην διάθεση του Μπους παρέμειναν μόνο οι 14η, 18η, 25η, 20η και Feldherrnhalle T/Θ Μεραρχίες Γρεναδιέρων, που όλες αποτελούσαν εφεδρικές μονάδες, όπως επίσης τα λιγοστά άρματα μάχης του XXXIX Σώματος Panzer, που ουσιαστικά περιελάμβανε μόνο 4 μεραρχίες πεζικού. Ειδικότερα η Feldherrnhalle ήταν σε άθλια κατάσταση εξαιτίας της πρόσφατης έντονης δράσης της.

Στην πραγματικότητα, αυτή η απατηλά εντυπωσιακή δύναμη των 800.000 ανδρών της Ομάδας Στρατιών Κέντρο (συμπεριλαμβανομένων κάποιων ουγγρικών μεραρχιών αμφίβολης ποιότητας, που έδρευαν κυρίως στα μετόπισθεν) δεν παρουσίαζε πια την ποιοτική σύνθεση της προηγούμενης νικηφόρας για την Wehrmacht περιόδου. Οι σοβαρές απώλειες του 1943 σε έμψυχο δυναμικό είχαν επιβάλλει την εσπευσμένη στρατολόγηση ατόμων της ανατολικής Ευρώπης με γερμανική καταγωγή (Volksdeutsch) και την κατάταξή τους σε σχηματισμούς αναπληρώσεων. Αλλά το ελλιπώς εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο αυτό ένστολο σώμα, που η πλειοψηφία των μελών του παρέμενε ασυγκίνητη από το βαθύτερο πνεύμα του Εθνικοσοσιαλισμού, δεν ήταν διατεθειμένο να πολεμήσει μέχρις εσχάτων για το Γ΄ Ράιχ. Επιπλέον, οι άνδρες του Μπους όχι μόνο ήταν παρόμοια ατελώς εξοπλισμένοι και σοβαρά καταπονημένοι, αλλά και αναγκάζονταν να εποπτεύουν ένα εκτεταμένο μέτωπο πέραν των φυσιολογικών ορίων.Συγκεκριμένα, κάθε μεραρχία κάλυπτε μια ακτίνα 25 ? 35 χιλιομέτρων, γεγονός που οδηγούσε στην απογοητευτική αναλογία των 80 μάχιμων ανδρών ανά χιλιόμετρο, υπό την προστασία δύο ή τριών συμβατικών πυροβόλων και δύο το πολύ αυτοκινούμενων πυροβόλων άμεσης προσβολής (Sturmgeschutz). Η 2η Στρατιά του στρατηγού Βάις (Walter Weiss) κάλυπτε ένα μέτωπο 500 περίπου χλμ. βόρεια των ελών Πριπιάτ, γεγονός που εφησύχαζε την OKH, επειδή θεωρούσε αδύνατη μια προσβολή των δυνάμεών του από τα νότια. Η 9η Στρατιά του στρατηγού Γιόρνταν (Hans Jordan) διατηρούσε οχυρές θέσεις στις όχθες του ποταμού Μπερεζίνα, στα δυτικά του Βάις και νότια της 4ης Μηχανοκίνητης Στρατιάς του στρατηγού Τίπελσκιρχ (Kurt vonTippelskirch), που ενεργούσε στα δυτικά του Μινσκ. Οι δύο αυτές στρατιές είχαν στην εποπτεία τους μια περιοχή περισσοτέρων των 600 χλμ, με βάση τον άξονα Όρσα ? Μπορισόφ ? Μομπρουΐσκ ? Σλουτσκ και βάθος που εκτεινόταν μέχρι το Ραχατσόφ, δυτικά του Γκόμελ. Η 3η Στρατιά Panzer του στρατηγού Ράινχαρντ (Georg HansReinhardt), που μόνο τεθωρακισμένη δεν ήταν, αφού δεν περιελάμβανε καμιά μεραρχία Panzer, αμυνόταν δυτικά του Βιτέμπσκ, από τις όχθες του ποταμού Ντβίνα μέχρι το Μπορισόφ και πάνω στον άξονα Πολάτσκ ? Λεπέλ ? Πλεσκανίτσι, δηλαδή μια απόσταση μεγαλύτερη των 200 χλμ.Τον Ιούνιο του 1944 η Ομάδα Στρατιών Κέντρο διέθετε συνολικά 553 τεθωρακισμένα. Από αυτά, τα 480 ήταν τύπου StuG III, κατάλληλα για υποστήριξη επιθέσεων του πεζικού και αντιαρματική άμυνα. Tα υπόλοιπα ήταν κυρίως PzKpfw III και IV και ?κυνηγοί? αρμάτων (Panzerj?ger). Ανάμεσά τους πολύ λίγα Tiger υπήρχαν, τα οποία θεωρούνταν ως τα μόνα ικανά να αντιμετωπίσουν τα σοβιετικά T-34 από μεγάλη απόσταση. Επίσης, διέθετε αρκετά αυτοκινούμενα πυροβόλα των 105 χιλ τύπουWespe Howitzer, τοποθετημένα σε σασί PzKpfw ΙΙ, και Hornisse των 88 χιλ -ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε ακόμη περισσότερο κατά την εξέλιξη της επιχείρησης Μπαγκρατιόν. Αυτή η σύνθεση καταδεικνύει τον αμυντικό ρόλο, που σύμφωνα με τις προσδοκίες της OKH θα διαδραμάτιζε η δύναμη του Μπους.Καθησυχαστικό ήταν το γεγονός ότι για αρκετούς μήνες στο συγκεκριμένο μέτωπο βασίλευε μια σχετική απραξία, δίνοντας στους Γερμανούς την ευκαιρία να οργανώσουν οχυρές θέσεις πίσω από καλά τοποθετημένα ναρκοπέδια και να πολλαπλασιάσουν τους αμυντικούς δακτυλίους, που σε ορισμένες περιοχές έφταναν τους 3 ή ακόμη και του 5. Κάθε αμυντική ζώνη διέθετε έναν σημαντικό αριθμό αντιαρματικών παγίδων και κωλυμάτων, αρκετούς χειριστές των περίφημων εκτοξευτήρων ρουκετών Panzerfaust και αντιαρματικά πυροβόλα Pak 40 των 75 χιλ (περίπου 24 τεμάχια ανά μεραρχία). Στην ανάγκη οι Γερμανοί θα χρησιμοποιούσαν τα αποτελεσματικότατα αντιαεροπορικά των 88 χιλ, που είχαν αποδειχθεί ικανά να βάλουν και κατά επίγειων στόχων, ιδίως αρμάτων ή μεγάλων συγκεντρώσεων εχθρικού πεζικού. Όμως εξαιτίας των ελλείψεων προσωπικού που προαναφέρθηκαν, το βάθος αυτών των αμυντικών ζωνών δεν ξεπερνούσε τα 6 χλμ. Αυτό σήμαινε ότι, σε περίπτωση υπερβολικής πίεσης εκ μέρους των Ρώσων, οι Γερμανοί δεν είχαν την δυνατότητα αναδίπλωσης. Ακόμη χειρότερα, αν σε κάποια σημεία ο Κόκκινος Στρατός κατάφερνε να διασπάσει τους πρώτους εξωτερικούς δακτυλίους αντίστασης, η Wehrmacht ήταν αδύνατο να συνδράμει με εφεδρείες.

 

 Μογκίλεφ, Ιούνιος 1944: Σοβιετικοί στρατιώτες προσπερνούν τρία πτώματα Γερμανών του 1ου Τάγματος του 27ου Συντάγματος Fusilier, που φονεύθηκαν σε μάχη σώμα με σώμα. Η πόλη, την οποία υπερασπιζόταν το 39ο Σώμα της 4ης Στρατιάς του Τίπελσκιρχ, ελευθερώθηκε στις 27 Ιουνίου από μονάδες του 2ου Λευκορωσικού Μετώπου του Τσερνιακόφσκι.

 

Τέλος, την υποστήριξη της Ομάδας Στρατιών Κέντρο αναλάμβανε ο 6ος Αεροπορικός Στόλος (6.Luftflotte) του στρατάρχη της αεροπορίας Γκράιμ (Robert Ritter von Greim) με έδρα το Μινσκ. Κατά την έναρξη της Μπαγκρατιόν αριθμούσε 839 πολεμικά αεροσκάφη, από τα οποία μόνο 40 καταδιωκτικά Messerschmitt 109G/Ks δρούσαν στην περιοχή (στις 31 Μαΐου ήταν 66) και 312 βομβαρδιστικά Heinkel He-111 καιJu-88, που δύσκολα θα επιβίωναν με τόσο πενιχρή κάλυψη καταδιωκτικών. Για την πλήξη επίγειων στόχων η Luftwaffe διέθετε 106 Ju-87G Stuka εξοπλισμένα με αντιαρματικά πυροβόλα και μερικά Focke Wulf 190, αλλά σαφώς η έλλειψη έμπειρων πιλότων δημιουργούσε ένα επιπλέον πρόβλημα.Η Stavka δεν συμμεριζόταν απαραίτητα την ιδέα μιας επιθετικής ενέργειας μεταξύ Κόβελ και Λβοφ, με σκοπό την προέλαση στα δυτικά της Βαρσοβίας και την άλωση του Κένιγκσμπεργκ στην Ανατολική Πρωσία, όπως φοβούνταν οι Γερμανοί. Ένα τέτοιο σχέδιο, παρά την δελεαστική προοπτική της αποκοπής των Ομάδας Στρατιών Βορράς και Κέντρο από τις υπόλοιπες γερμανικές δυνάμεις της Ουκρανίας, θεωρείτο τότε αρκετά ριψοκίνδυνο, γιατί πάντα ελλόχευε ο κίνδυνος μιας σφοδρής αντεπίθεσης των γερμανικών Panzer από τα δυτικά και επιπλέον απαιτούσε από τον Κόκκινο Στρατό την διάθεση τεράστιων αριθμητικά δυνάμεων. Αν, πάλι, οι Σοβιετικοί αποφάσιζαν να επιτεθούν στο ύψος της Ουκρανίας, με σκοπό να καταλάβουν την Ρουμανία και τα πετρέλαιά της και να οδηγήσουν σε ολοκληρωτική κατάρρευση την γερμανική οικονομία, όχι μόνο θα προσέκρουαν στην πανίσχυρη Ομάδα Στρατιών Βόρειας Ουκρανίας του στρατάρχη Μόντελ, αλλά και στους ορεινούς όγκους των Καρπαθίων.Στην πραγματικότητα ο Στάλιν δεν χρειαζόταν να λάβει μια βιαστική απόφαση, που μπορεί τελικά να αποδεικνυόταν επιτυχής, αλλά οπωσδήποτε θα προξενούσε τρομερές απώλειες στον Κόκκινο Στρατό. Οι Δυτικοί Σύμμαχοι φρόντιζαν επιμελώς να ασκούν πιέσεις, είτε βομβαρδίζοντας τις πόλεις και τα εργοστάσια του Γ΄Ράιχ, είτε εξαναγκάζοντας τους Γερμανούς με την παρουσία τους να μεταφέρουν στρατεύματα από το Ανατολικό Μέτωπο στα δυτικά. Η απόβαση στις νορμανδικές ακτές την 6η Ιουνίου 1944 υπήρξε για τους Ρώσους μια πολύτιμη ανάσα, καθώς ο Χίτλερ διέταξε την απαγκίστρωση 7 από τις πλέον αξιόλογες τεθωρακισμένες μεραρχίες του από το Ανατολικό Μέτωπο και την άμεση μεταφορά τους στην Γαλλία. Το θέρος του 1943 η αναλογία διάθεσης των αρμάτων μάχης ήταν 80% υπέρ του πολέμου εναντίον των Σοβιετικών και 20% εναντίον των υπολοίπων Συμμάχων. Το 1944 μόνο το 55% των τεθωρακισμένων προορίζονταν για την αντιμετώπιση του Κόκκινου Στρατού. Παράλληλα, ισχυρές μονάδες, που αρχικά είχαν διαταχθεί να συνδράμουν στην Ανατολή, τώρα παρακρατούνταν στα μετόπισθεν καθώς δεν ήταν ξεκαθαρισμένο σε ποιο μέτωπο θα έπρεπε να διατεθούν.Επίσης, η ανάγκη προστασίας ευαίσθητων στόχων από τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές υποχρέωνε την γερμανική βιομηχανία σε εξαντλητικούς ρυθμούς παραγωγής και στερούσε τις μάχιμες μονάδες του Ανατολικού Μετώπου από τα υπάρχοντα πολύτιμα αντιαεροπορικά, εκθέτοντάς τες στο αδυσώπητο σφυροκόπημα της αεροπορίας των Σοβιετικών. Στα τέλη της άνοιξης του 1944, το 40% της πετρελαϊκής παραγωγής των Ρουμάνων είχαν βομβαρδιστεί και το 90% των γερμανικών συνθετικών καυσίμων το ίδιο. Παρά τα σημαντικά αποθέματα τηςWehrmacht σε καύσιμα, αυτές οι απώλειες μείωσαν σημαντικά την αποτελεσματικότητα της γερμανικής πολεμικής μηχανής, αφού ούτε τα τεθωρακισμένα διέθεταν το απαιτούμενο πλεόνασμα καυσίμων κίνησης, ούτε ηLuftwaffe. Στην διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού η Σοβιετική Πολεμική Αεροπορία απέκτησε για πρώτη φορά τον πλήρη εναέριο έλεγχο πάνω από τα πεδία των μαχών, τον οποίο και θα κρατούσε μέχρι τέλους.Αλλά το σημαντικότερο πλεονέκτημα του Στάλιν ήταν η εμπαθής εμμονή του Χίτλερ να απαγορεύει κάθε ιδέα υποχώρησης και αναδίπλωσης σε ασφαλέστερες τοποθεσίες. Η διαταγή του προς τον Μπους, που όριζε ότι ο στρατάρχης θα έπρεπε με ελάχιστες δυνάμεις να κρατήσει ένα τόσο εκτεταμένο μέτωπο, θα μπορούσε επιεικώς να χαρακτηρισθεί αυτοκτονική. Το 1941 ή το 1942 μια τέτοια πρακτική ήταν εφικτή, γιατί οι Ρώσοι δεν είχαν αναπτύξει ακόμη το σπουδαίο σύστημα διοικητικής μέριμνας που παρουσίασαν τα επόμενα έτη. Τώρα, η ικανότητά τους στην ταχυμεταφορά στρατευμάτων μπορούσε να επιτρέψει βαθιές διεισδυτικές κινήσεις ανάμεσα στις πεδιάδες των πόλεων ? φρουρίων των Γερμανών (των ?σκαντζόχοιρων? κατά τον αγαπημένο χαρακτηρισμό του Χίτλερ). 

 

Ένα σοβιετικό τεθωρακισμένο όχημα εφόδου, το περίφημο ISU152 που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην επιχείρηση Μπαγκρατιόν, ενώ διέρχεται αγρού της Βόρειας Ουκρανίας κατάμεστο με καλαμπόκια. Οι ανήκοντες στο πλήρωμα του άρματος διακρίνονται από τα χαρακτηριστικά κράνη (tankobyi shlem). Οι άλλοι τρεις επιβαίνοντες με τα σκούρα πανωφόρια (furazhka) προφανώς δεν ανήκουν στην συγκεκριμένη μονάδα, απλά εξυπηρετούνται κατά την μεταφορά τους.

 

Πράγματι, οι Γερμανοί είχαν μετατρέψει σε φρούρια (ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν) αρκετούς αστικούς κόμβους, όπως το Βιτέμπσκ, το Μπαμπρουΐσκ, την Όρσα και το Μογκίλεφ, διαθέτοντας από μια μεραρχία για το καθένα (εκτός του Βιτέμπσκ, στο οποίο διατέθηκαν τέσσερις). Αλλά οι πόλεις αυτές ως επί το πλείστον απαρτίζονταν από ευρύχωρους οικισμούς ξύλινων σπιτιών, χωρίς υπόγεια, δηλαδή κτίρια εντελώς ακατάλληλα για παρατεταμένη άμυνα. Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί επαναπαύτηκαν στο αμυντικό πλεονέκτημα που πρόσφεραν οι πάμπολλοι ορμητικοί ποταμοί της περιοχής, όπως ο Ούλα, ο Δνείπερος και ο Μπερεζίνα. Ακόμη και στα σημεία όπου τα ποτάμια αυτά με τα αμέτρητα παρακλάδια των παραποτάμων τους παρουσίαζαν μια σχετική ευκολία στην διάβαση, οι γύρω περιοχές ήταν λασπώδεις σε απαγορευτικό βαθμό για την ανάπτυξη τεθωρακισμένων. Αλλά η αμερικανική βοήθεια σε τετρακίνητα φορτηγά, ικανά να μεταφέρουν προσωπικό, τρόφιμα, πολεμοφόδια και βαριά πυροβόλα ακόμη κι αν δεν υπήρχε κατάλληλο οδικό δίκτυο, έδωσε την δυνατότητα στον Σοβιετικό Στρατό να υπερνικήσει τις παλαιότερες αδυναμίες του στον τομέα των μεταφορών και της λογιστικής (Logistics), προς δυσάρεστη έκπληξη των Γερμανών.

Απέναντι στις γερμανικές δυνάμεις, στο συγκεκριμένο μέτωπο ο Κόκκινος Στρατός παρέτασσε 1.700.000 στρατιώτες (1.250.000 πρώτης γραμμής και 450.000 βοηθητικών καθηκόντων και παρτιζάνους), κατανεμημένους σε 4 ?Μέτωπα?. Το σοβιετικό οργανόγραμμα μάχης προέβλεπε ως μέγιστο σχηματισμό επίγειων δυνάμεων το ?Μέτωπο? -κάτι αντίστοιχο με την γερμανική ομάδα στρατιών, καθένα από τα οποία συμπεριελάμβανε δύο ή και περισσότερες στρατιές, που με την σειρά τους αποτελούνταν από αρκετά σώματα στρατού και μεραρχίες. Η σοβιετική μεραρχία μέχρι την άνοιξη του 1944 αριθμούσε 2.500 ? 4.000 στρατιώτες, πολύ λιγότερους δηλαδή σε σχέση με την γερμανική. Εν όψει της επιχείρησης Μπαγκρατιόν έγινε προσπάθεια ο αριθμός τους να αυξηθεί στις 6.000 ? 6.500 ένοπλους, αλλά και πάλι η διαφορά με τον προβλεπόμενο από το οργανόγραμμα αριθμό των 9.600 υπήρξε αισθητή (η γερμανική μεραρχία αυτής της περιόδου αριθμούσε περίπου 12.500 άνδρες). Οι Ρώσοι γενικά αρέσκονταν να μάχονται με σώματα στρατού των 2 ? 3 ασθενών μεραρχιών, παρά με μια μεραρχία κανονικής δυναμικότητας. Αλλά καθώς η ανάπτυξη των σωμάτων σταδιακά ισχυροποιούσε την σύνθεσή τους, συνήθως με την προσκόλληση ενός συντάγματος πυροβολικού, ενός τάγματος ή συντάγματος τεθωρακισμένων εφόδου, ενός τάγματος διαβιβάσεων κι ενός τάγματος μηχανικού, η δύναμη πυρός των μεραρχιών βελτιώθηκε σημαντικά. Ωστόσο, το 1944 ένα σοβιετικό σώμα στρατού αντιστοιχούσε σε μια μεραρχία των Δυτικών Συμμάχων. Το ίδιο συνέβαινε και με τις αντίστοιχες μονάδες τεθωρακισμένων. Την διαφορά έκανε ο ατέλειωτος αριθμός των μεραρχιών που ο Στάλιν μπορούσε να διαθέσει τόσο στην γραμμή κρούσης, όσο και στα μετόπισθεν.

Πέραν της αριθμητικής υπεροχής, οι Σοβιετικοί υπερείχαν των Γερμανών και στα μέσα. Η συνήθης αναλογία διάθεσης αρμάτων, καταστροφέων αρμάτων και αυτοκινούμενων πυροβόλων ήταν 40% σε μονάδες πεζικού, προκειμένου να παρέχουν πυρά υποστήριξης κατά την πρώτη φάση κάποιας επίθεσης (διάτρηση των αμυντικών θέσεων του εχθρού) και 60% σε τεθωρακισμένες μεραρχίες, των οποίων η αποστολή άρχιζε μετά την έφοδο του πεζικού. Ο αριθμός αυτών που διατέθηκαν στην Μπαγκρατιόν ήταν 2.715 άρματα μάχης και 1.355 τεθωρακισμένα εφόδου. Ο συνηθέστερος τύπος ήταν το ελαφρύ άρμα Τ-34/76 (πυροβόλο 76 χιλ), που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την θωράκιση των γερμανικών Panther καιTiger I, και το Τ-34/85 (πυροβόλο 85 χιλ), που τα κατάφερναν θαυμάσια εκεί όπου τα Τ-34/76 υστερούσαν. Επίσης, κάποιες μονάδες διέθεταν αμερικανικά Μ4Α2 Sherman και, σπανιότερα, ελαφρά άρματα Valentineβρετανο-καναδικής προέλευσης. Βαρέα άρματα τύπου IS-2 (πυροβόλο 122 χιλ), που άνετα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα γερμανικά Tiger I, ήταν σπάνια -85 κομμάτια διαμοιράστηκαν σε 4 συντάγματα- όμως τα σοβιετικά πληρώματα είχαν πολλά διδαχθεί μέχρι τότε από την λαμπρή τεχνική των εχθρών ομολόγων τους, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, που έπασχαν από έμπειρο προσωπικό λόγω των μεγάλων απωλειών της προηγούμενης χρονιάς. Αξιόλογα ήταν και τα τεθωρακισμένα εφόδου SU-76M (πυροβόλο 76 χιλ), ελαφρύτερης θωράκισης σε σχέση με τα γερμανικά StuG III, με κύριο ρόλο την υποστήριξη του πεζικού. Το χαμηλό κόστος παραγωγής επέτρεψε μια πρωτοφανώς μαζική διάθεση τέτοιων μοντέλων, ώστε να επηρεάσουν καίρια την έκβαση της μάχης. Κατά των οχυρωμένων πόλεων και θέσεων του εχθρού χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τα 295 ISU-122 και τα βαρύτερα ISU-152 (πυροβόλο 90 χιλ).

Όσον αφορούσε το πυροβολικό, η διάθεση 10.563 πυροβόλων με διαμέτρημα ίσο ή μεγαλύτερο των 76 χιλ, 11.514 πυροβόλων μακράς εμβέλειας των 82 και 120 χιλ, 4.230 αντιαρματικών των 45 και 57 χιλ και 2.306 ρουκετοβόλων κάθε τύπου (με προεξάρχοντα τύπο τις περίφημεςkatiusha) καθιστούσε το πρόβλημα της αστοχίας των Σοβιετικών χειριστών ανούσιο. Ο αρνητικός ψυχολογικός αντίκτυπος, που τα ανελέητα μπαράζ του σοβιετικού πυροβολικού δημιουργούσαν στον αντίπαλο, υπήρξε βασικός παράγοντας στην έκβαση της μάχης. Με δεδομένη την γερμανική ένδεια σε πυροβολικό, οι Ρώσοι επικέντρωσαν τα πυρά τους κατά των σημείων που απαιτείτο να διασπαστούν και των οχυρωματικών θέσεων του εχθρού πλησίον των πόλεων. Παρά την ποικιλία που κάθε μεραρχία πυροβολικού εμφάνιζε ως προς τον αριθμό και το είδος των πυροβόλων της, συνήθως παρουσίαζε την εξής σύνθεση: 108 πυροβόλα των 120 χιλ, 72 ZIS-3 των 76 χιλ, 48 Μ-30 των 122 χιλ, 12 Α-19 των 122 χιλ, 24 D-1 των 152 χιλ και 24 ML-20 των 152 χιλ.

Τέλος, η αεροπορική υπεροχή των Σοβιετικών υπήρξε ανυπέρβλητη: 21 μοίρες με 2.318 καταδιωκτικά, 14 μοίρες με 1.744 Ilyushin Il-2Shturmovik για επίθεση κατά επίγειων στόχων, 30 μοίρες βομβαρδιστικών με 2.093 σκάφη κατάλληλα για νυκτερινούς και ημερήσιους βομβαρδισμούς και 179 αναγνωριστικά -ένα φοβερό σύνολο 5.327 αεροσκαφών για τις τρέχουσες ανάγκες της επιχείρησης και 1.007 βομβαρδιστικών στην διάθεση της κεντρικής στρατιωτικής διοίκησης για χρήση εναντίον στρατηγικών στόχων. Οι Γερμανοί υστερούσαν σε αναλογία 7:1.

 

Ιούλιος 1944: Κοζάκοι του 17ου Σώματος ιππικού του υποστράτηγου Κιριχένκο (Kirichenko), που τον Αύγουστο του 1942 μετασχηματίστηκε σε 4ο Σώμα Ιππικού της Φρουράς, προελαύνουν στην απέραντη στέπα κοντά στο Λβοφ. Το Ιππικό αποδείχθηκε ιδανικό ?όπλο? στην Λευκορωσία και την Ουκρανία, γιατί άνδρες και άλογα μπορούσαν να δρουν ανεξάρτητα από τους τροχήλατους σχηματισμούς, που τόσο εξαρτιόνταν από τις γραμμές ανεφοδιασμού τους (καύσιμα, ανταλλακτικά κ.λ.π.), και χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις για ύπαρξη καλού οδικού δικτύου.

 

Με όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, η Stavka φιλοδοξούσε να πυροδοτήσει ένα πραγματικό ντόμινο επιθέσεων που θα οδηγούσαν την Σοβιετική Ένωση στην τελική νίκη, και όχι απλά μια επιχείρηση μεγάλης κλίμακας αλλά τοπικής εμβέλειας. Αρχικά οι Ρώσοι θα χτυπούσαν την Φινλανδία, ώστε να στρέψουν εκεί την προσοχή των Γερμανών. Κατόπιν θα πραγματοποιούσαν την επιχείρηση Μπαγκρατιόν στην Λευκορωσία, που στην χειρότερη περίπτωση θα προσέλκυε τις γερμανικές δυνάμεις της Ουκρανίας στην προσπάθεια να βοηθήσουν αυτές που πλήττονταν. Τέλος, πριν ο εχθρός προλάβει να ανασυνταχθεί και υπό την πίεση των Δυτικών στην Γαλλία, θα δινόταν η ευκαιρία να προελάσουν μέσα από τις πολωνικές πεδιάδες κατευθείαν προς τον ποταμό Όντερ, εισβάλλοντας στην κυρίως γερμανική επικράτεια.
 
Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΤΙΘΕΜΕΝΩΝ
 
Από Βορρά προς Νότο, την περίοδο αυτή η σοβιετική διάταξη στο κέντρο του Ανατολικού Μετώπου αποτελείτο από: α) το 1ο Μέτωπο Βαλτικής, που δραστηριοποιείτο κυρίως νότια από το Βελίκιγιε Λούκι, ανατολικά του ποταμού Ντβίνα, και διοικείτο από τον Αρμένιο στρατηγό Μπαγκραμιάν (Ivan KhristofovorichBagramyan), β) το 3ο Μέτωπο Λευκορωσίας, που ενεργούσε βόρεια του Σμόλενσκ με κατεύθυνση το Βιτέμπσκ και διοικείτο από τον αντιστράτηγο Τσερνιακόφσκι (IvanDanilovich Cherniakovskii), γ) το 2o Μέτωπο Λευκορωσίας, που έδρευε στο κέντρο περίπου του άξονα Μπριάνσκ ? Μινσκ και διοικείτο από τον αντιστράτηγο Ζακχάροφ (Georgii Fedorovich Zakharov), και δ) το 1ο Μέτωπο Λευκορωσίας, που ενεργούσε μεταξύ των ελών Πριπιάτ και της πόλης του Κιέβου, με διοικητή τον στρατηγό Ροκοσόφσκι (Konstantin Konstantinovich Rokossovskii).
Από τις 23 Μαΐου η Stavka είχε κατασταλάξει ως προς τον καθορισμό των αντικειμενικών στόχων και τις λεπτομέρειες της επίθεσης. Οι δυνάμεις του Μπαγκραμιάν (359.000 άνδρες και 787 τεθωρακισμένα κάθε είδους) θα επιτίθεντο από βορειοανατολικά στο Βιτέμπσκ, υπό την προστασία του 2ου Μετώπου Βαλτικής, που σαν αποστολή του είχε την απασχόληση της νότιας διάταξης της ΟΣ Βορράς, ώστε να μην επέμβει. Κατόπιν θα προέλαυνε προς Πολάτσκ και θα στρεφόταν νότια προς το Λεπέλ, καθώς οι δυνάμεις του Τσερνιακόφσκι (579.000 άνδρες και 1.810 άρματα μάχης και αυτοκινούμενα πυροβόλα) θα καταλάμβαναν το Βιτέμπσκ και την Όρσα. Επόμενο στόχος ήταν η περικύκλωση των γερμανικών δυνάμεων που υπερασπίζονταν το Μινσκ. Νοτιότερα, το ασθενέστερο από όλα τα Μέτωπα, το 2ο Λευκορωσικό του Ζακχάροφ (320.000 άνδρες και 275 τεθωρακισμένα), θα εκτελούσε αντιπερισπασμό, ώστε να καθηλωθεί ο εχθρός στην περιοχή του Μογκίλεφ και να μην συνδράμει τους μαχόμενους στην Όρσα συναδέλφους του. Τέλος, οι δυνάμεις του Ροκοσόφσκι (1.000.000 άνδρες και 1.300 άρματα μάχης και αυτοκινούμενα πυροβόλα) είχαν διπλό ρόλο: η ανατολική πτέρυγα θα απασχολούσε τους Γερμανούς γύρω από το Κόβελ και η δυτική θα διενεργούσε έναν ελιγμό υπερκέρασης του Μπαμπρουΐσκ και στη συνέχεια θα έσπευδε από νότια κατεύθυνση να στηρίξει την επιθετική ενέργεια κατά του Μινσκ. Με δυσκολία ο Στάλιν πείσθηκε για την ορθότητα του σχεδίου του Ροκοσόφσκι να μην εμπλακεί σε προσπάθεια κατάληψης του Μπαμπρουΐσκ και η συγκατάθεσή του οφειλόταν στην ακλόνητη επιμονή του στρατάρχη του.Ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο απαιτούσε μια σειρά αρχικών παραπλανητικών ενεργειών, έγκαιρη συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων κρούσης, τέλειο συγχρονισμό και διάθεση ικανοποιητικών εφεδρειών για την περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε κατ? ευχήν. Σε σχέση με τους Γερμανούς, οι Ρώσοι λειτούργησαν αντίστροφα: φρόντισαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις της Λευκορωσίας μεταφέροντας μεραρχίες από άλλα ευαίσθητα σημεία. Η 6η Στρατιά Φρουράς του στρατηγού Τσιστιακόφ (Ivan Mikhailovich Chistiakov) μεταφέρθηκε από το 2ο Μέτωπο Βαλτικής στο 1ο, και η 11η Στρατιά Φρουράς του στρατηγού Γκαλίτσκιι (Kuzma Nikitovich Galitskii) στο 3ο Μέτωπο Λευκορωσίας. Η 28η Στρατιά του στρατηγού Λουχίνσκιι (Aleksandr Aleksandrovich Luchinskii) από την Ουκρανία διατάχθηκε να ενταχθεί στο δυναμικό του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου, όπως και η 2η Τ/Θ Στρατιά, που από την Ρουμανική μεθόριο έσπευσε να λάβει θέσεις στην περιοχή του Κόβελ, στο μέσο της απόστασης Μπρεστ Λιτόφσκ ? Λουτσκ. Ακολούθησε η μετακίνηση πολλών άλλων σχηματισμών, ώστε στις 20 Ιουνίου όλες οι μονάδες είχαν λάβει τις προκαθορισμένες τους θέσεις.
 

 

 Άνδρες του 2ου Λευκορωσικού Μετώπου βάλουν με πολυβόλο PM1910 και ελαφρύ αντιαρματικό Degtyareva Tankovii (DT) εναντίον τεθωρακισμένου τραίνου ανατολικά της Βαρσοβίας, κατά την δεύτερη φάση της επιχείρησης Μπαγκρατιόν. Αρχικά το σχέδιο των Σοβιετικών προέβλεπε την απελευθέρωση της πολωνικής πρωτεύουσας την 1η Αυγούστου 1944, σε συνδυασμό με τις επιθετικές ενέργειες του Πολωνικού Εθνικού Στρατού (Armia Krajova), αλλά ο Στάλιν διέταξε τα στρατεύματά του να επιβραδύνουν την προέλασή τους, ως αντίδραση προς τον μη κομουνιστή Πολωνό διοικητή, στρατηγό Κομορόφσκι (Bor Komorowski. Οι Πολωνοί τότε υπέστησαν βαριές απώλειες από τους Γερμανούς, υπό τις διαταγές του στρατηγού Μπαχ Ζελέφσκι (Bach Zelewski). Η παλιά πόλη της Βαρσοβίας ισοπεδώθηκε παντελώς.

Οι μετακινήσεις εξυπηρετήθηκαν από το σχετικά ικανοποιητικό σιδηροδρομικό δίκτυο της Λευκορωσίας και της Βόρειας Ουκρανίας, που στο μεγαλύτερο τμήμα του διέθετε διπλή γραμμή, ώστε μπορούσαν σε τακτά διαστήματα μισής ώρας να κινούνται μέχρι και 200 τραίνα το εικοσιτετράωρο! Βέβαια, οι μετακινήσεις περιορίσθηκαν στο μισό, γιατί πραγματοποιούνταν μόνο τις νυχτερινές ώρες για λόγους απόκρυψης. Ακόμη κι έτσι, υπολογίζεται ότι σε διάστημα 10 εβδομάδων έφτασαν στις περιοχές του μετώπου της Λευκορωσίας περίπου 7.000 τραίνα! Αλλά το τεράστιο αυτό στράτευμα των 118 μεραρχιών πεζικού, 8 μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων σωμάτων, 6 μεραρχιών ιππικού, 13 πυροβολικού και 14 αεράμυνας (εκτός των σχηματισμών του νοτιότερου τομέα του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου, δηλαδή της 8ης, 47ης και 70ης Στρατιάς, της 2ης Τ/Θ Στρατιάς και της 1ης Πολωνικής Στρατιάς, που τελικά δεν αναμείχθηκαν στην επιχείρηση Μπαγκρατιόν) απαιτούσε μια αδιάσπαστη αλυσίδα τροφοδοσίας, σε πρώτη φάση μόνο για την συντήρησή του και κατόπιν για τον εφοδιασμό του σε πυρομαχικά, φάρμακα και ανταλλακτικά των οπλικών συστημάτων. Κατά μέσο όρο, το βάρος των τροφίμων που έπρεπε να μεταφέρονται σε ημερήσια βάση έφτανε τους 40.000 τόνους. Στην πορεία, το βάρος των μεταφερομένων υλικών σε ημερήσια βάση ξεπέρασε τους 135.700 τόνους! Υπολογίζεται πως το διάστημα των 45 ημερών πριν την έναρξη της επιχείρησης Μπαγκρατιόν απασχολήθηκαν για την μεταφορά εφοδίων στην Λευκορωσία 2.800 τραίνα με μια συχνότητα 67 τραίνων ανά εικοσιτετράωρο. Ακόμη, για την μεταφορά των ίδιων των μονάδων, στο διάστημα των 60 ημερών πριν την έναρξη της επίθεσης χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από 1.350 τραίνα, χωρίς να υπολογιστούν αυτά που μετέφεραν στοιχεία βαρέως πυροβολικού και βοηθητικού υλικού.

Ο Χίτλερ και η ΟΚΗ δεν εννοούσαν να αντιληφθούν την παραπλάνηση (maskirovka) των Σοβιετικών, επιμένοντας να θεωρούν ότι, αφού τα άρματα μάχης θα αποτελούσαν την επιθετική αιχμή του δόρατος του εχθρού, όπου βρίσκονταν οι τεθωρακισμένες δυνάμεις του εκεί θα εκδηλωνόταν και η επίθεση. Σε όλο το στάδιο της προετοιμασίας τα επιτελεία του Κόκκινου Στρατού είχαν κρατήσει απόλυτη σιγή ασυρμάτου και διενεργούσαν εικονικές μεταφορές δυνάμεων στην Βόρεια Ουκρανία, παραπλανώντας τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες για την Ανατολή (Fremde Heer Ost) του υποστράτηγου Γκέλεν (Reinhard Gehlen). Ήταν η δεύτερη αποτυχία των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών εκείνο το καλοκαίρι (η πρώτη ήταν ότι θεώρησαν ως σημείο απόβασης των Συμμάχων το Καλαί και όχι την Νορμανδία). Ωστόσο, στα μέσα Ιουνίου, κάποιοι πράκτορες του Γκέλεν διείδαν την πιθανότητα μιας διπλής ταυτόχρονης επίθεσης των Ρώσων στην Λευκορωσία και την Βόρεια Ουκρανία τονίζοντας μάλιστα ότι δεν επρόκειτο για τοπικές επιθέσεις αλλά μαζική κινητοποίηση του εχθρού σε μεγάλη κλίμακα. Ο Μπους δεν πείσθηκε και αρνήθηκε να μεταφέρει στο Βερολίνο τέτοιες ?φήμες?. Ως απόδειξη της ισχυρογνωμοσύνης του θεωρείται η επίσκεψή του στο στρατηγείο του Φύρερ στο Ομπερσάλτσμπεργκ την 22η Ιουνίου, εγκαταλείποντας την έδρα της ΟΣ Κέντρο στο Μινσκ την κρισιμότερη στιγμή.

Δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί αν και σε ποιο βαθμό η Stavka γνώριζε τις απόψεις της γερμανικής Ανώτατης Διοίκησης, είτε μέσω των πρακτόρων της, είτε υποκλέπτοντας κωδικοποιημένες αναφορές και διαταγές, που συντάσσονταν με την ήδη παραβιασμένη από τους Συμμάχους τεχνική της μηχανής Enigma. Οι συχνές νεφώσεις, άλλωστε, και η έλλειψη ικανού αριθμού αναγνωριστικών αεροσκαφών του 6ου Αερ/κού Στόλου της ΟΣ Κέντρο και του 4ου της ΟΣ Βόρειας Ουκρανίας (που έτσι κι αλλιώς παρενοχλούνταν σημαντικά από την σοβιετική αεροπορία) καθιστούσαν την από αέρος παρατήρηση πλημμελή. Η τραγική για τους Γερμανούς ειρωνεία ήταν ότι, στην πραγματικότητα, οι ρωσικές δυνάμεις της Ουκρανίας ήταν εντελώς ακατάλληλες και ισχνές για την διενέργεια οποιασδήποτε μαζικής επίθεσης εκείνη την εποχή (σε βαθμό μάλιστα που, αν οι Γερμανοί τολμούσαν να επιτεθούν πρώτοι, η επιτυχία τους θα ήταν αναπόφευκτη) κι ακόμη, όσο οι Γερμανοί απογύμνωναν την ΟΣ Κέντρο, τόσο οι Σοβιετικοί πείθονταν ότι η προγραμματισμένη επίθεση έπρεπε να διενεργηθεί στην Λευκορωσία!

 Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΜΠΑΓΚΡΑΤΙΟΝ

Η έναρξη της επίθεσης σηματοδοτήθηκε με εκτεταμένες ενέργειες δολιοφθοράς των Παρτιζάνων της Λευκορωσίας. Σύμφωνα με το σχέδιο, που από τις 8 Ιουνίου τους είχε γνωστοποιηθεί, στις 19 του μηνός θα ξεκινούσαν ανατινάξεις τραίνων, σιδηροδρομικών τροχιών, αποθηκών, γεφυρών και απομονωμένων φυλακίων του εχθρού ταυτόχρονα με την επίθεση του Κόκκινου Στρατού. Αυτή βέβαια καθυστέρησε 4 μέρες εξαιτίας απροσδόκητων προβλημάτων λογιστικής μέριμνας, αλλά σε τίποτα δεν μείωσε την αποτελεσματικότητα των Παρτιζάνων, που έτσι κι αλλιώς ήταν αδύνατον να σταματήσουν. Ήδη οι Γερμανοί από τα μέσα Μαΐου απασχολούσαν σημαντικές δυνάμεις για την καταστολή της δράσης τους (επιχείρηση ?Κορμοράνος?). Τώρα έβλεπαν με αγανάκτηση να καταρρέει ένα σημαντικό σιδηροδρομικό δίκτυο που οδηγούσε στις προκεχωρημένες θέσεις του κεντρικού μετώπου, παρά την επιτυχή εξουδετέρωση 3.500 εκρηκτικών μηχανισμών (από τους 14.000 που συνολικά είχαν τοποθετηθεί). Στην συνέχεια, οι Παρτιζάνοι διατάχθηκαν να ενωθούν με τον επίσημο στρατό, παρέχοντας τις πολύτιμες πληροφορίες που είχαν στο μεταξύ συλλέξει σχετικά με τις θέσεις του εχθρού, τα σημεία ανεφοδιασμού του και την ισχύ των κατά τόπους δυνάμεων.

 

 

Το γερμανικό καταδιωκτικό ?στενής υποστήριξης? (Schlachtflugzeug) Focke Wulf Fw-190F αποδείχθηκε αποτελεσματικό για την πλήξη επίγειων στόχων, αλλά την περίοδο της επιχείρησης Μπαγκρατιόν η Luftwaffe διέθετε ελάχιστα τέτοια στο κεντρικό Ανατολικό Μέτωπο.

 

Τα χαράματα της 22ης Ιουνίου το σοβιετικό πυροβολικό άρχισε ένα πρωτοφανές μπαράζ βολών εναντίον των γερμανικών θέσεων, με σύγχρονη επίθεση από αέρα. Οι άνδρες του Μπους ουδέποτε πριν είχαν βιώσει τόσο φοβερή απειλή είχαν αισθανθεί τόσο φόβο. Μέχρι να συνέλθουν από το απρόσμενο σφυροκόπημα, είδαν να ξεπροβάλλουν άνδρες του Κόκκινου Στρατού, που διενεργούσαν κυρίως ανιχνευτικές αποστολές προκειμένου να σιγουρέψουν ότι τα επιλεχθέντα αδύναμα σημεία της άμυνας του εχθρού ήταν και τα σωστά. Τα τμήματα αυτά, που δεν ξεπερνούσαν σε μέγεθος αυτό του λόχου ή του τάγματος, λειτουργούσαν ανεξάρτητα από τις μεραρχίες που προσπαθούσαν μανιωδώς να εξασφαλίσουν ?ανοίγματα? στην περιοχή του Βιτέμπσκ, όπου αμύνονταν οι άνδρες του Ράινχαρντ (3η Στρατιά Panzer). Βόρεια του Βιτέμπσκ η 6η Σοβιετική Στρατιά Φρουράς προσέγγισε το Σιροτίνο και στα νότια άνδρες του 3ου Λευκορωσικού Μετώπου διείσδυσαν επιτυχώς μέχρι το Βισοχάνι σε μια προσπάθεια να περικυκλώσουν την πόλη.

Μέχρι την νύχτα της 22ης προς 23η Ιουνίου τα βομβαρδιστικά των Ρώσων είχαν δώσει ένα σκληρό μάθημα στους Γερμανούς. Στις 05.00 τα ξημερώματα της 23ης το σοβιετικό πυροβολικό άρχισε να σπέρνει τις θανατηφόρες οβίδες του σε όλο το μήκος του μετώπου, αρχικά για διάστημα 15 ? 20 λεπτών και σε βάθος 6 χλμ, ώστε να στερήσουν στον εχθρό την δυνατότητα να ανασυνταχθεί στις επόμενες αμυντικές ζώνες, ενώ σε δεύτερη φάση ανέλαβαν τα Howitzer των 122 χιλ, που έβαλαν ακατάπαυστα σε δίωρη βάση και μεγαλύτερο βάθος, προκαλώντας απώλειες στους αμυνόμενους των εσώτερων αμυντικών δακτυλίων. Τα ρωσικά πυροβόλα έφτασαν σχεδόν στα όρια αντοχής τους. Στην αρχή κάθε κύκλου, για διάστημα μιας ώρας και με συχνότητα 5 ? 7 λεπτών, οι Σοβιετικοί εκτόξευαν τις φοβερές ρουκέτες katiusha, που μπορεί συχνά να αστοχούσαν ή να υπερέβαλαν σε σχέση με τους αντικειμενικούς στόχους που το κλασικό πυροβολικό είχε θέσει, αλλά οπωσδήποτε προκαλούσαν απίστευτο πανικό. Η απάντηση των Γερμανών υπήρξε αμελητέα. Ήταν μια πρωτόγνωρη, φρικτή εμπειρία για τους άνδρες της Wehrmacht, που έστρεφαν το βλέμμα προς τον ουρανό ευχαριστώντας τον θεό για το δώρο της πυκνής συννεφιάς και το εχθρικό πυροβολικό για τον πυκνό καπνό που με τα βλήματά του προκαλούσε, ώστε να εμποδίζονται τα ρωσικά βομβαρδιστικά να ολοκληρώσουν την εξόντωσή τους!

Επρόκειτο πράγματι για μια νέα τακτική του Κόκκινου Στρατού, που μέχρι τότε είχε συνηθίσει τους Γερμανούς σε πολύνεκρες μετωπικές επιθέσεις του πεζικού χωρίς προηγούμενη υποστήριξη πυροβολικού. Οι απώλειες της Στρατιάς του Ράινχαρντ υπήρξαν σημαντικές, σε βαθμό που έγινε αντιληπτό ότι δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί το Βιτέμπσκ για πολύ ακόμη. Ο Χίτλερ όμως δεν επέτρεψε την υποχώρηση σε βάθος, πίσω από τον ποταμό Ντβίνα, αλλά μόνο μια ανεπαίσθητη αναδίπλωση προς το εσωτερικό της πόλης. Ακόμη χειρότερα, έχασε την επαφή της με την πραγματικότητα, ώστε δεν έλαβε γνώση της προέλασης του 1ου Τ/Θ Σώματος του υποστράτηγου Μπούτκοφ (Vasilii Vasilevich Butkov) -μια κίνηση που σηματοδοτούσε την περαιτέρω ανάπτυξη της σοβιετικής επίθεσης.

Νοτιότερα, η 11η Στρατιά Φρουράς αντιμετώπισε δυσκολίες στην προσπάθειά της να ελέγξει τον οδικό κόμβο Όρσα ? Σμολένσκ ? Μόσχα, εξαιτίας τόσο των ισχυρών οχυρώσεων και των εκτεταμένων ναρκοπεδίων, όσο και της σθεναρής αντίστασης της 78ης Μεραρχίας Εφόδου (SturmDivision) του υποστράτηγου Τράουτ (Hans Traut), που εκείνη την περίοδο ήταν ο ισχυρότερος γερμανικός σχηματισμός στην Λευκορωσία (5.700 μάχιμοι έναντι 3.000 περίπου των άλλων μεραρχιών, 46 ελαφρά και 55 βαρέα πυροβόλα, 31 StuG III και 18 αυτοκινούμενα αντιαρματικά πυροβόλα Nashorn των 88 χιλ). Προκειμένου να καμφθεί η γερμανική αντίσταση οι Ρώσοι επιτέθηκαν με 5 μεραρχίες πεζικού, ενδυναμωμένες με ισχυρά στοιχεία αρμάτων Τ-34, IS-2 και KV. Αφού δημιούργησαν ασφαλείς διαδρόμους ανάμεσα στα πυκνά ναρκοπέδια, μια δύναμη από άρματαISU-152, τεθωρακισμένα φλογοβόλα και SU-76 υποστήριξε το πεζικό που εφόρμησε εναντίον των εχθρικών οχυρώσεων. Ακολούθησε σωστό μακελειό. Οι Γερμανοί, οπλισμένοι με Panzerfaust, έγιναν ο τρόμος των σοβιετικών αρματιστών, αλλά 2 μεραρχίες των Ρώσων κατόρθωσαν τελικά να διατρήσουν το μέτωπο λίγο βορειότερα, χωρίς την υποστήριξη τεθωρακισμένων. Αμέσως ο Τσερνιακόφσκι δραστηριοποίησε τις ιππήλατες δυνάμεις και τα μηχανοκίνητα τμήματα του 3ου Σώματος Ιππικού της Φρουράς του υποστράτηγου Οσλικόφσκι (Nikolai Sergeevich Oslikovskii), επιβάλλοντας στον Μπους την κινητοποίηση της εφεδρικής Μεραρχίας Γρεναδιέρων Panzer Feldherrnhalle, η οποία διατάχθηκε να λάβει θέσεις στην δεύτερη αμυντική ζώνη στον Δνείπερο ποταμό. Η Feldherrnhalleαποτελείτο από στοιχεία των παλαιότερων Ταγμάτων Εφόδων (SA), που μετά την εκκαθάριση της ηγεσίας τους κατά την ?Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών? εντάχθηκαν σταδιακά στην μάχιμη δύναμη της Wehrmacht και πολέμησαν στην πολωνική και γαλλική εκστρατεία, στα Βαλκάνια, την Ελλάδα και όλες σχεδόν τις φάσεις της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα.

 

 

 

 

 
 Μια δυσάρεστη έκπληξη για τους γερμανούς: σοβιετικά άρματα Τ-34/76 και Τ-34/85 (μακρύ πυροβόλο), που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε όλο το Ανατολικό Μέτωπο. Εδώ φέρουν σήμανση του Πολωνικού Στρατού. Συναρμολογούνταν στο εργοστάσιο Κράσνογιε Σόρμοβο και αποτέλεσαν τον κυρίως κορμό των τεθωρακισμένων μονάδων του Κόκκινου Στρατού, με 4μελές και 5μελές πλήρωμα αντίστοιχα. Καθώς το πυροβόλο των 76 χιλ του πρώτου αδυνατούσε να διατρήσει την βαριά θωράκιση των γερμανικών Panther και Tiger, τα πυροβόλα D-5 και Zis-S-53 των 85 χιλ (σχεδίασης Γκράμπιν) του δεύτερου αποδείχθηκαν αποτελεσματικά, ώστε από τον Μάρτιο του 1944 τα Τ-34/85 παρήχθησαν μαζικά (1.200 κομμάτια τον μήνα). Αργότερα τους διατέθηκαν τα περίφημα διατρητικά βλήματα υψηλής ταχύτητας BR-365P των 85 χιλ, που μπορούσαν να διατρήσουν θωράκιση πάχους 138 χιλ σε απόσταση 500 μέτρων. Υπολογίζεται ότι, από το 1944 και μέχρι την λήξη του πολέμου, το 80% της παραγωγής αρμάτων των Ρώσων ήταν τύπου Τ-34/85.

 
 Το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο σημείωσε την μικρότερη επιτυχία εναντίον της 9ης Στρατιάς του Γιόρνταν. Η 3η Στρατιά του υποστράτηγου Γκορμπάτοφ (Aleksandr Vasilevich Gorbatov) στην προέλασή της προς Μομπρουΐσκ ?βούλιαξε? στις λάσπες του ποταμού Ντρουτ, ανατολικά του Μπερεζίνα. Η επίθεση καθυστέρησε 24 ώρες και προσωρινά απωθήθηκε, αλλά οι απώλειες των Γερμανών ήταν βαρύτατες. Όμως, ακόμη και υπό την πίεση αυτών των γεγονότων, η ΟΚΗ επέμενε πως επρόκειτο για κινήσεις αντιπερισπασμού, ώστε καμιά προσπάθεια ενίσχυσης των αμυνομένων δεν έλαβε χώρα.

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΤΕΜΠΣΚ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΣΑ

Την νύχτα της 23ης προς 24η Ιουνίου η 4η Στρατιά Κρούσης του γιγαντόσωμου υποστράτηγου Μαλίσεφ (Petr Fedorovich Malishev) με το ξυρισμένο κεφάλι και το ατσάλινο βλέμμα κατέβαλε τις αντιστάσεις του IX Σώματος του στρατηγού Βούτμαν (Rolf Wuthmann) και προωθήθηκε στην δεύτερη ζώνη άμυνας, την περίφημη ?Γραμμή της Τίγρης?. Καθώς η 6η Στρατιά Φρουράς προσέγγιζε από τα βόρεια το Βιτέμπσκ, με κίνδυνο να αποκόψει το ΙΧ από το LIII Σώμα του αντιστράτηγου Γκόλβιτζερ (FriedrichGollwitzer), στις 02.45 ο Βούτμαν διατάχθηκε να υποχωρήσει δυτικά του Ντβίνα. Μέχρι το απόγευμα οι προφυλακές των Σοβιετικών έφτασαν στον ποταμό, ώστε οι Γερμανοί προέβησαν σε ανατινάξεις γεφυρών παρά το ότι στην αντίπερα όχθη ακόμη βρίσκονταν φίλίες δυνάμεις. Με το πρώτο φως, ο Γκόλβιτζερ ζήτησε να του επιτραπεί η εκκένωση της πόλης, θέτοντας την 4η Πεδινή Μεραρχία της Luftwaffe ως επικεφαλής της προσπάθειας. Ο άμεσος προϊστάμενός του, στρατηγός Ράινχαρντ, δεν τόλμησε να μεταβιβάσει το αίτημα στην ΟΚΗ παρά αργά το απόγευμα. Τελικά ο Χίτλερ επέτρεψε την εκκένωση στις 20.25, υπό τον όρο ότι ο διοικητής του Βιτέμπσκ, υποστράτηγος Χίτερ (Alfons Hitter), θα παρέμενε με τις 206η και 246η Μεραρχίες Πεζικού για να το υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων! Αλλά ήταν πλέον αργά: η 4η Πεδινή Μεραρχία της Luftwaffe περικυκλώθηκε έξω από το Οστρόβνο στις 25 του μηνός και ο Γκόλβιτζερ, δεδομένης της πανίσχυρης Σοβιετικής Αεροπορίας, μάταια εκλιπαρούσε για ανεφοδιασμό της από αέρος.

 
Στο μεταξύ, νωρίς το απόγευμα της 24ης οι προφυλακές του 1ου Τ/Θ Σώματος εξασφάλισαν μια μισοκατεστραμμένη γέφυρα στον Ντβίνα, καθώς η 39η Στρατιά του αντιστράτηγου Λιουντνίκοφ (Ivan Ilich Liudnikov) προσέγγιζε στο σημείο και η 5η Στρατιά του υποστράτηγου Κρίλοφ (Nikolai Ivanovich Krilov) εφορμούσε νοτιότερα, σε συνδυασμό με τους ιππείς του Οσλικόφσκι. Το LIII Σώμα αποκόπηκε εντελώς. Αργά το απόγευμα της επομένης η 39η Στρατιά υπερκέρασε την καθηλωμένη 4η και σχεδόν έπραξε ανάλογα με την 6η Πεδινή Μεραρχία Luftwaffe. Εκτιμώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, ο Μπους προσπάθησε να πείσει την ΟΚΗ ότι έπρεπε να επιτρέψει την οπισθοχώρηση της 246ης Μεραρχίας Πεζικού και της 6ης Πεδινής Luftwaffe (τμήματα της 206ης είχαν ήδη τραπεί προς το εσωτερικό του Βιτέμπσκ υπό το έντονο σφυροκόπημα της αεροπορίας του εχθρού).

Εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα, καθώς στοιχεία της 39ης Στρατιάς έκαμπταν τις εσώτερες αμυντικές θέσεις των Γερμανών γύρω από την πόλη σε πολλά σημεία, ο Γκόλβιτζερ αποφάσισε νυχτερινή έξοδο με την ελπίδα ότι, κατακερματίζοντας τις δυνάμεις του, αυτές θα μπορούσαν να περάσουν ανάμεσα από τις εχθρικές γραμμές και να διαφύγουν. Στις 03.45 τα χαράματα της 27ης Ιουνίου έστειλε κωδικοποιημένο σήμα στον Ράινχαρντ, με το οποίο ρωτούσε για τις εγγύτερες προς αυτόν θέσεις των φίλιων τμημάτων και ζητούσε αεροπορική κάλυψη κατά την διάρκεια του εγχειρήματος. Ήταν το τελευταίο σήμα του LIII Σώματος. Παρακούοντας τις εντολές του Φύρερ, είχε προλάβει να συστήσει στον Χίτερ να ενώσει όσα τμήματα της 206ης Μεραρχίας μπορούσε με αυτά του σώματός του προκειμένου να διασωθούν. Η τύχη αυτών των στρατιωτών (περίπου 28.000) υπήρξε τραγική: παρά τις διαβεβαιώσεις των Σοβιετικών ότι τα 2/3 φονεύθηκαν και οι υπόλοιποι πέρασαν στην αιχμαλωσία, και αντίθετα προς τις μεταπολεμικές σημειώσεις του ίδιου του Γκόλβιτζερ ότι οι νεκροί ήταν 5.000 και οι αιχμάλωτοι 20.000, σήμερα γνωρίζουμε πως ελάχιστοι επέζησαν από την μανία των Παρτιζάνων της περιοχής, οι οποίοι ουδέποτε ήταν πρόθυμοι να κρατήσουν αιχμαλώτους, κι ακόμη, ότι οι ελάχιστοι που τελικά συνελήφθησαν από τον Κόκκινο Στρατό ποτέ δεν επέστρεψαν ζωντανοί στην πατρίδα τους. Οι Ρώσοι κατέλαβαν το Βιτέμπσκ στις 27 Ιουνίου. Ακόμη και τότε η ΟΚΗ πίστευε ότι η κυρίως επίθεση θα πραγματοποιείτο στην Ουκρανία!

 

Περιοχή Λβοφ, καλοκαίρι 1944: ουλαμός με Matilda II που οι Βρετανοί έδωσαν στους Σοβιετικούς. Το άρμα αυτό είχε μέγιστη ταχύτητα 24 χλμ και πυροβόλο των 40χιλ, ώστε οι Ρώσοι δικαίως το θεωρούσαν ανεπαρκές. Ωστόσο, η ισχυρή του θωράκιση που κυμαινόταν από 20 ? 78 χιλ το κατέτασσε στα πλέον ασφαλέστερα έναντι των βλημάτων των γερμανικών αντιαρματικών μικρού διαμετρήματος.

 Ωστόσο, η 11η Στρατιά Φρουράς ακόμη αντιμετώπιζε δυσκολίες στην περιοχή της Όρσα. Όσο διαρκούσαν οι αψιμαχίες πάνω στην οδική αρτηρία που οδηγούσε στο Σμόλενσκ, η 1η Μεραρχία Πεζικού της Φρουράς, υποβοηθούμενη από το 2ο Τ/Θ Σώμα της Φρουράς, κατάφερε να προελάσει μεταξύ της γερμανικής 78ης και 256ης Μεραρχίας, αλλά σύντομα ανακόπηκε. Τότε διατάχθηκε να επέμβει η 5η Τ/Θ Στρατιά Φρουράς του στρατάρχη Ροτμίστροφ (Pavel Alekseevich Rotmistrov), με σκοπό να προελάσει νοτιότερα από τον τομέα δράσης του Κρίλοφ, όπου η επίθεση των Σοβιετικών σημείωνε περισσότερη πρόοδο. Στις 25 Ιουνίου διασπάσθηκε η πρώτη αμυντική ζώνη του XXVII Σώματος της 4ης Στρατιάς του στρατηγού Τίπελσκιρχ, που αμέσως επέτρεψε την αναδίπλωση των ανδρών του στον Δνείπερο, προκειμένου να σωθούν. Ο Μπους αγανάκτησε με την απείθεια του στρατηγού προς τις εντολές του Φύρερ, που απαγόρευαν την παραμικρή οπισθοχώρηση, ωστόσο η ΟΚΗ επέτρεψε μια μικρή αναδίπλωση αρνούμενη την ιδέα της εγκατάλειψης της Όρσα. Την επόμενη μέρα το 2ο Τ/Θ Σώμα Φρουράς ολοκλήρωσε την κύκλωση της πόλης και το ίδιο βράδυ παραδόθηκε σε άνδρες της 11ης Στρατιάς Φρουράς και της 31ης Στρατιάς. Λίγες ώρες νωρίτερα, το τελευταίο γερμανικό τραίνο με τραυματίες ξεκινούσε για το Μινσκ, για να εξοντωθεί από τα σοβιετικά άρματα δυτικά της Όρσα.

 

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Η Επιχείρηση Μπαγκρατιόν (ρωσ. «???????? ?????????», ή αλλίως Λευκορωσική Επιχείρηση) διεξήχθη από τις 23 Ιουνίου έως τις 29 Αυγούστου 1944. Αποτέλεσε μια σημαντική φάση του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Η Επιχείρηση Μπαγκρατιόν ονομάστηκε έτσι προς τιμή του ήρωα του Πατριωτικού Πολέμου του 1812, Πιότρ Μπαγκρατιόν.

Με την επιτυχή διεξαγωγή της Επιχείρησης Μπαγκρατιόν, οι Σοβιετικοί κατάφεραν να απελευθερώσουν την Λευκορωσία και μερικές Βαλτικές Δημοκρατίες, και επίσης να διαλύσουν την Ομάδα Στρατιών Κέντρο. Η Βέρμαχτ υπέστη πολλές απώλειες, εξαιτίας του ότι ο Αδόλφος Χίτλερ δεν επέτρεψε καμία υποχώρηση .

Δυνάμεις

Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια "Επιχειρήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων της ΕΣΣΔ στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο" από την σοβιετική πλευρά συμμετείχαν 2.400.000 στρατιώτες ενώ από την γερμανική πλευρά συμμετείχαν 1.200.000 στρατιώτες της Ομάδας Στρατιών Κέντρο.

ΕΣΣΔ

  • 1ο Μέτωπο Βαλτικής (Μπαγκραμιάν)
  • 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο (Τσερνιακόφσκι)
  • 2ο Λευκορωσικό Μέτωπο (Ζαχάροφ)
  • 3ο Λευκορωσικό Μέτωπο (Ροκοσόφσκυ)

Γερμανία

  •  Ομάδα Στρατιών Κέντρο (Μόντελ)
  •  2η Στρατιά, η οποία αμυνόταν στο Πίνσκ.
  •  9η Στρατιά, η οποία αμυνόταν νοτιο-ανατολικά του Μομπρούισκ.
  •  4η Στρατιά
  •  3η Στρατιά Πάντσερ (και οι δύο αμύνονταν στον Δνείπερο).

Προετοιμασία

Στην αρχή, η σοβιετική διοίκηση θεώρησε ότι η Επιχείρηση Μπαγκρατιόν θα ήταν ίδια με την Επιχείρηση Κουτούζωφ και με την Επιχείρηση Ρουμιάντσεφ, οι οποίες διεξάχθηκαν στο Κουρσκ. Στις μονάδες των μετώπων του Κόκκινου Στρατού που θα λάμβαναν μέρος στην Επιχείρηση Μπαγκρατιόν, θα στέλνονταν πολλά πολεμοφόδια, με τα οποία οι μονάδες έπρεπε να προωθηθούν 150-200 χιλιόμετρα. Ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε δημιουργήσει ποτέ πριν μια τέτοια επιχείρηση, για αυτό όλα τα έγγραφα και σχέδια που είχαν σχέση με την Επιχείρηση Μπαγκρατιόν, καθώς και η διεξαγωγή της επιχείρησης κρατούταν μυστική.

Μάχη

Οι στρατιώτες του 1ου Βαλτικού Μετώπου, του 1ου, του 2ου και του 3ου Λευκορωσικού Μετώπου, με την βοήθεια των ανταρτών κατάφεραν να διαλύσουν πολλά αμυντικά κέντρα της Ομάδας Στρατιών Κέντρο (στην αρχή διοικητής ήταν ο Έρνστ Μπους, τον οποίο αντικατέστησε ο Βάλτερ Μόντελ), να περικυκλώσουν και να εξουδετερώσουν μεγάλες δυνάμεις των Γερμανών στο Βιτέμπσκ, στο Μομπρούισκ, στο Βίλνιους, στο Μπρέστ (Λευκορωσία) και στα ανατολικά του Μινσκ, να απελευθερώσουν την Λευκορωσία (3 Ιουλίου 1944), την Λιθουανία (13 Ιουλίου 1944), την ανατολική Πολωνία και προωθήθηκαν μέχρι την Ανατολική Πρωσία.

Η Επιχείρηση Μπαγκρατιόν είχε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο διεξήχθη από τις 23 Ιουνίου-4 Ιουλίου 1944 και περιείχε τις παρακάτω επιχειρήσεις:

  • Επιχείρηση προσβολής Βιτέμπσκ-Ορσάν
  • Επιχείρηση προσβολής Μογκιλιόφ
  • Επιχείρηση προσβολής Μομπρούισκ
  • Επιχείρηση προσβολής Πολότσκ
  • Επιχίερηση προσβολής Μινσκ

 

Το δεύτερο στάδιο της Επιχείρησης Μπαγκρατιόν διεξήχθη από τις 5 Ιουλίου έως τις 29 Αυγούστου 1944:

  • Επιχείρηση προσβολής Βίλνιους
  • Επιχείρηση προσβολής Σιαουλάισκ
  • Επιχείρηση προσβολής Μπελοστόκς
  • Επιχείρηση προσβολής Λιουμπλίν-Μπρέτσκ
  • Επιχείρηση προσβολής Κάουνας
  • Επιχείρηση προσβολής Οβέτσκ

Απώλειες

Γερμανία

Οι απώλειες της διοίκησης της Βέρμαχτ ήταν:

  • 9 νεκροί.
  • 22 αιχμάλωτοι.
  • 1 αγνοούμενος.
  • 2 διοικητές αυτοκτόνησαν.

 

Οι απώλειες της Βέρμαχτ σε στρατιώτες ήταν:

  • 300.000 νεκροί.
  • 250.000 τραυματίες.
  • 120.000 αιχμάλωτοι.

 

Οι συνολικές απώλειες ήταν 670.000 στρατιώτες.

ΕΣΣΔ

Οι απώλειες του Κόκκινου Στρατού σε εξοπλισμό ανέρχονταν σε:

  • 2956 άρματα μάχης.
  • 2447 πυροβόλα.
  • 822 αεροσκάφη.

 

Οι απώλειες του Κόκκινου Στρατού σε στρατιώτες ήταν:

  • 178.507 νεκροί και αγνοούμενοι.
  • 587.308 τραυματίες.

Αποτέλεσμα

Οι Σοβιετικοί κατάφεραν να προωθηθούν 900 χιλιόμετρα, μέχρι την Ανατολική Πρωσία. Κατάφεραν να διαλύσουν την αμυντική γραμμή μεταξύ της Ομάδας Στρατιών Κέντρο και της Ομάδας Στρατιών Νότος, και να διαλύσουν τελείως την Ομάδα Στρατιών Κέντρο. Η Ομάδα Στρατιών Βορράς αποκλείστηκε από τις υπόλοιπες ομάδες στρατιών της Βέρμαχτ. Μετά από την επιτυχή διεξαγωγή της Επιχείρησης Μπαγκρατιόν, άρχισε η επίθεση κατά της Γερμανίας από τους Αγγλο-Αμερικάνους και από τους Σοβιετικούς .

Ενδιαφέροντα γεγονότα

Μερικοί ξένοι εκδότες αμφισβήτησαν την εξαιρετική διεξαγωγή της Επιχείρησης Μπαγκρατιόν. Στην Μόσχα, με απόφαση της δίοικησης της STAVKA, διεξήχθη η γνωστή "Παρέλαση των νικημένων", κατά την οποία, στις 17 Ιουλίου 1944, στη Μόσχα παρέλασαν 57.000 φυλακισμένοι Γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί.

 

Η διάσκεψη του Καΐρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 

Από αριστερά: Τσανγκ Κάι Σεκ, Φ. Ρούζβελτ, και Ο. Τσώρτσιλ στη Διάσκεψη του Καΐρου, 25-11-1943.

 

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πραγματοποιήθηκε στο Κάιρο, η λεγόμενη Διάσκεψη του Καΐρου, στην οποία συναντήθηκαν ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούσβελτ, ο Πρωθυπουργός της ήδη εμπόλεμης Αγγλίας Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο τότε αρχηγός της Κίνας στρατάρχης Τσανγκ Κάι Σεκ οι οποίοι και πήραν διάφορες αποφάσεις περί των μέτρων που θα ελάμβαναν για τον νικηφόρο κατά της Ιαπωνίας πόλεμο.

Η Διάσκεψη του Καΐρου που έφερε την κωδική ονομασία "Εξάντας", διήρκεσε από τις 22 μέχρι 26 Νοεμβρίου του 1943, όπου συνομολογήθηκε και υπεγράφη στις 27 Νοεμβρίου σχετική συμφωνία το περιεχόμενο της οποίας δημοσιοποιήθηκε τέσσερις ημέρες μετά, στις 1 Δεκεμβρίου στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονταν τρεις ουσιώδεις όροι.:

  1. ότι θα συνεχιστεί ο πόλεμος με την Ιαπωνία μέχρι την άνευ όρων παράδοσή της.
  2. ότι όσες νήσους και εδάφη έχει καταλάβει η Ιαπωνία από τη Κίνα από το 1914 θα πρέπει να παραιτηθεί από κάθε αξίωση όπως τη Φορμόζα, Μαντζουρία κ.ά., και να επιστραφούν στη Κίνα και
  3. ότι το έδαφος της Κορέας θα αποτελούσε «εν καιρώ» ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος.

Σημειώνεται ότι στη διάσκεψη αυτή είχε προσκληθεί και ο πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης Στάλιν ο οποίος όμως αρνήθηκε να παραστεί με τη δικαιολογία ότι η παρουσία σ΄ αυτή του Τσαγκ Κάι Σεκ θα αποτελούσε πρόκληση μεταξύ Ρωσίας και Ιαπωνίας. Βέβαια λίγο αργότερα στη Διάσκεψη της Τεχεράνης που ακολούθησε, ο Στάλιν συμμετείχε.

Πηγές

  • «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τομ. 10ος, δελ.52.
© 2015 - Σχεδίαση & Συντήρηση Ιστοτόπου : Λάμπρου Αθανάσιος - Καθηγητής Πληροφορικής 1ου Γενικού Λυκείου Αρτέμιδος