ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ»

Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δύο του χτίστη και μια κοπέλα του τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό? έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μόνο παλικάρια αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ? ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση? Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ? ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πώς η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.

 


Κυριάκου Χαραλαμπίδη ?ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ?

Στον Κυριάκο Πλησή

 

ΝΑ ΙΔΩ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ζύγωσα και πούθε

το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα

στο σπίτι τ' αλμυρό, σιμά σε λάκκο.

Μια μαντιλοδεμένη μου 'φερε νερό,

μου πρόσφερε γλυκό . ευχαριστώ την.

Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο

του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά

ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη

πραγματικά και μέλη εμποτισμένα

στην καλοσύνη τής χαράς αντιδωρήματα.

Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα

το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται.

« Και βέβαια επιτρέπεται », μου λέει -

« μπορείς να 'ρθείς και στην κρεβατοκάμαρα ».

Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο

να με κοιτάει από 'να κάδρο. Αφήνω

την εντροπή και γύρεψα να πάρω

τη μάνα μου ο δόλιος απ' την Τροία.

« Πάρτηνε », λέει αυτή σαν καλογέλαστη,

« τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;

Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε

ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα

και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη

που την ομπρέλα της κρατεί».

Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι

που γαντοφορεμένο, ραδινό

σε καναπέ ακουμπούσε . αλλά τι περιμένεις ;

Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν

ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη

γλυκού του κουταλιού; μεγάλο θέμα.

Πάλι καλά πού μ' άφησε και μπήκα

στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα.

Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει.

Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό

να 'χω την άδειά της να ξανάβλεπα

την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου.

 

 

 

Γ. Ιωάννου «Εξαίσια αστική μας κοινωνία»

(Απόσπασμα)

Ομολογώ πως αισθάνομαι πολύ άσχημα, όταν τα πρωινά,

καθώς τρέχω με την τσάντα κάτω απ? τη μασχάλη,

διασταυρώνομαι με τις παρέες των εργατών. Κατεβαίνουν

απ? τις συνοικίες τους βιαστικοί και στραφτεροί, όλο

ζωντάνια και ελεύθερο βάδισμα. Ποιος ξέρει σε τι κρεβάτια

πλάγιασαν κι απόψε κι έχουν αυτή τη λάμψη. Προσπαθώ

κοιτάζοντας να μη σκέφτομαι απ? αυτά. Ούτε η ώρα, ούτε ο

τόπος το επιτρέπουν. Πάντως για περισσότερη καταστολή

ρίχνω το νου μου στα βάσανα και σε όλα τα δυσάρεστα που

έχω περάσει.

Σταματώ στο καφενείο που βρίσκεται κάτω από? τα γραφεία

μας, μια και πάντα φτάνω πιο νωρίς. Από κάτι τέτοια

θεωρούμαι καλός υπάλληλος. Έτσι που βλέπω τους

διαβάτες να έρχονται από μακριά, δε διακρίνω βέβαια

φυσιογνωμίες. Τους ξεχωρίζω μονάχα απ? το άφοβο

βάδισμα και ποτέ δεν πέφτω έξω. Το βάδισμα είναι σοβαρό

τεκμήριο? δείχνει αμέσως τον άνθρωπο, όπως το βλέμμα και

ο τόνος της φωνής. Το μπέρδεμα αρχίζει απ? τη στιγμή που

θ? αφήσεις κάποιον να σε πλησιάσει και να σου μιλήσει

πολλά. Τότε, όσο κι αν πιστεύεις ακράδαντα στην πρώτη

εντύπωση, αρχίζεις να κλονίζεσαι.

 

 

Γιώργου Ιωάννου, από το αφήγημα "Απογραφή ζημιών"

της συλλογής του "Το δικό μας αίμα" (1980):

" Δίπλα στό «?κρόπολις» καί μέχρι τήν ?δό Πλάτωνος ?ταν στή σειρά σπίτια μικρά καί παμπάλαια, ?που μέχρι καί τήν Κατοχή κατοικούσανε ο?κογένειες ?βραίων. Α?τά, μέ τό ξενοδοχε?ο μαζί, σχημάτιζαν τή βορινή πλευρά τ?ς πλατείας, πού σήμερα ?νομάζεται «Μακεδονομάχων». Τά Σάββατα γριές ?βραίισες, μέ τίς πατροπαράδοτες ?τλαζένιες φορεσιές τ?ς Καστίλλιας, στεκόντουσαν στίς ?ξώπορτες μέ σταυρωμένα τά χέρια, γιά νά περάσει ?συχα καί ?ναμάρτητα ? ?για ?ργία. Τά σπίτια α?τά, ?ν δέν ε?χαν προλάβει νά τά κατεδαφίσουν ο? ?ργολάβοι, θά τά κατεδάφιζαν τώρα ?πωσδήποτε ο? στρατιωτικές μπουλντόζες, σέ συνεργασία, βέβαια, μέ τούς πολιτικούς μηχανικούς καί τούς ?λλους σπουδαίους, πού δέν ξέρω τί νά π?, ?λλά σάν πολύ ε?κολα, προκειμένου γιά παλαιά σπίτια, σημειώνουν τήν ?νδειξη «κατεδαφιστέον». Θαρρε?ς καί τό θεωρο?ν ?λοι τους ε?καιρία νά ?ξωραΐσουν τήν πόλη κατά τά γο?στα τους καί τά πρότυπά τους, ?παλλάσσοντάς την ?πό τίς ?νοχλητικές α?τές παλιατσαρίες, πού πλαισιώνουν, καί πολύ ταιριαχτά μάλιστα, τά βυζαντινά μνημε?α καί τούς χώρους τ?ς παλαι?ς ζω?ς. ?τσι σαρώθηκε σιγά σιγά, ?πό χρόνια, ?λη ? παλιά γειτονιά ? γύρω ?πό τή Ροτόντα, δηλαδή ? παλιά ?λληνική συνοικία τ?ς Καμάρας, α?τή πού ?δινε τόν τόνο καί τά ?πιχειρήματα, καί ?φέθηκε ? τόπος ?λεύθερος γιά νά φωτογραφίζουν ο? τουρίστες μέ ?νεση τή Ροτόντα."

 

 

  Γιώργος Ιωάννου «Ο δούξ του Σπρούξ»

«Όταν πρωτοπήγα, ο δούξ του Σπρούξ είχε πελατεία από πελοποννήσιους κυρίως. Άνθρωποι μελαχρινοί, πονηροί και σπαθάτοι. Αναφέρομαι στους νεαρούς φυσικά, γιατί τότε γέρους δεν έβαζαν στο δωμάτιό μου. Ατέλειωτες συζητήσεις κάμναμε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας. Τόσο καλές ώστε την επόμενη βραδιά μαζεύονταν νωρίς νωρίς και με περίμεναν. Προτιμούσαν τη δικιά μου παρέα κι από βόλτες κι από σινεμά κι από βρωμοέρωτες της Ομόνοιας. Και τι δε μάθαινα εκείνες τις νύχτες.

...

Όταν μετά από καιρό ξανακατέβηκα, η διεύθυνση είχε αλλάξει. Ο επιχειρηματίας ήταν τώρα απ? τη Μακεδονία. Έφριξα με την τόλμη του. Τι γύρευε αυτός μες στου λύκου το στόμα; Και πράγματι οι δουλειές δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Η πελοποννησιακή πελατεία είχε σχεδόν σύσσωμη ξεκόψει. Πολλά απ? τα πονηρά δεν τα σήκωνε ή μάλλον δεν τα τολμούσε ο νέος αφέντης. Οι περισσότεροι πελάτες ήταν απ? τη μακεδονική ύπαιθρο, πόντιοι κυρίως. Δεν ενδιαφέρονταν παρά για το πώς θα τελειώσουν το γρηγορότερο τις δουλειές τους. Το βράδυ στο δωμάτιο έκαμναν συνήθως λογαριασμούς και δεν μιλούσαν καθόλου. Ύστερα έπεφταν για ύπνο. Τους έλεγα πως είμαι πελοποννήσιος για να με φοβούνται. Ξέρω τη γνώμη τους για τους πελοποννήσιους.

Ο μακεδόνας, όπως ήταν επόμενο, γρήγορα παράτησε την επιχείρηση. Κι έτσι σε λίγους μήνες βρήκα αφεντικό έναν κερκυραίο. Αυτός τα παρακατάφερνε. Είχε ξαναφέρει αρκετή απ? την παλιά πελατεία κι είχε γεμίσει το ξενοδοχείο του από επτανήσιους. Ευγενικοί, δειλοί, και φλύαροι άνθρωποι, παρόλο που πολλοί τους είχαν μια ασυνήθιστη σκληράδα στα χαρακτηριστικά. Ο δούξ του Σπρούξ άρχισε να ξαναγνωρίζει παλιές του δόξες. Μέχρι σιγανές καντάδες ακούγονταν στα δωμάτια. Και συχνά τις νύχτες απολάμβανα υπερβολικές περιγραφές των τοπίων της επτανήσου. Μέσα στον ευγενικό και θερμόαιμο εκείνο λαό ένιωθα όσο ποτέ σαν δούξ του Σπρούξ.

Τώρα μελετώ τους ηπειρώτες. Βάσκανος μοίρα σήκωσε τα μυαλά του κερκυραίου και άνοιξε άλλο μεγαλύτερο ξενοδοχείο. Φυσικά, μετέφερε και την ακολουθία του. Εγώ όμως παραμένω πιστός στα πάτρια. Δε λέμε και πολλά πράγματα με τους σοβαρούς ηπειρώτες. Άλλωστε, τα ρητά των προγόνων μας τα σχετικά με την αξία της σιωπής ουδέποτε είχαν τόση επικαιρότητα. Κανένας επαρχιώτης, και πολύ περισσότερο βόρειος, δεν κατεβαίνει πια στην πρωτεύουσα για γλέντι. Δεν υπάρχει κέφι ?γενικό το κακό.»

                                        

Γιώργος Ιωάννου «Μοτοσικλέτας εγκώμιο»

«Η αλήθεια είναι πως σε στιγμές αδυναμίας λυπάμαι κάπως που δεν έχω κι εγώ αυτοκίνητο, αλλά αυτό το ύποπτο λύγισμα είναι πάντα κάτι το παροδικό και αρκετά εύκολα το αποτινάζω. Δε μου χρειάζεται κι άλλη απομόνωση? φτάνει αυτή που έχω στο σπίτι. Δεν μπορώ να κουβαλώ την ατμόσφαιρα του σπιτιού μου πάνω σε τέσσερις ρόδες, ούτε να βλέπω διαρκώς τους άλλους μέσα απ? τα τζάμια. Θέλω να ακουμπώ, να τρίβομαι, έστω και τυχαία, πάνω σε ανθρώπους, να τους ακούω, να παίρνω απ? αυτούς κουράγιο ή απελπισία. Προπάντων θέλω να βλέπω ανθρώπους, να τους χαίρομαι από κοντά ή και να τους σιχαίνομαι, να τους μυρίζω.

...

Περπατάω λοιπόν όσο μπορώ και μάλιστα σε χώρους πολυσύχναστους, παίρνοντας το λεωφορείο μόνο όταν κάπου  πρέπει να προλάβω. Παλιότερα δεν μπορούσα να περιεργαστώ και τόσο τους διαβάτες. Περιοριζόμουν σε μια φευγαλέα ματιά κυρίως στο πρόσωπο. Τώρα διαπιστώνω ολοένα και μεγαλύτερη άνεση στον εαυτό μου. Θαρρείς και δεν προβάλλουν την ίδια αντίσταση στα βλέμματά μου, υποχωρούν. Μάλλον όμως δε με λογαριάζουν πια, ενώ, όταν ήμουν νεώτερος, μ? αντιμετώπιζαν σαν αντίπαλο, διεκδικητή σε κάτι το άγνωστό μου ή όμοιόν τους, οπότε εγώ έχανα τα βήματά μου.

Περπατώ στους δρόμους και κάθε τόσο ενθουσιάζομαι. «Θεέ μου» λέω «γιατί να μη μας δίνεις περισσότερη ζωή και νιάτα;» Όσο βαριά στεναχώρια κι αν έχω, μ? ένα καλό περπάτημα σε δρόμους εγγυημένους αλαφρώνει. Προσπαθώ, συνήθως, να κλείνω το βράδυ μου γυρνώντας στο σπίτι από την Εγνατία. Πολλές φορές, κι όταν ακόμα δεν μου ταιριάζει το δρομολόγιο, λοξοδρομώ προκειμένου να περάσω από κει. Και γιατί τάχατες να βιάζομαι να φτάσω στο σπίτι; Τι το σπουδαίο έχω να κάνω; Εκείνη την ώρα, βέβαια, πολλή κίνηση σε πεζούς ο δρόμος δεν έχει. Εκτός κι αν συμβαίνει κανένα έκτατο γεγονός: ματς ή κινητοποίηση. Κάτι άλλο υπάρχει όμως που μου παίρνει την ψυχή. Είναι οι πολλές μοτοσικλέτες που περνούν τρέχοντας αστραπιαία, ιδίως προς τα δυτικά, θαρρείς για να προλάβουν αυτοί που τις κυβερνούν τον έρωτα ή τον ύπνο. Κοντοστέκομαι στο πεζοδρόμιο θαυμάζοντας. «Όπου και να χτυπήσουν, θα τραυματιστούν», συλλογιέμαι. Κι αυτό δεν το λέω ούτε με φόβο, ούτε, φυσικά, με οίκτο, αλλά σχεδόν με βαθύ σεβασμό. Άλλωστε, κι αυτοί καλά ξέρουν τους κινδύνους. Πιάνω θέση δίπλα σε φανάρι της τροχαίας, περιμένοντας δήθεν για να περάσω. Όταν ανάβει το κόκκινο, όλοι μαζί σταματούν, ακόμα και μπροστά μου. Είναι συνήθως συμπαθέστατοι και πάντα γεροδεμένοι. Άλλοι είναι χωρικοί, κι άλλοι δικά μας σαΐνια, εργάτες. Ξέρω καλά τι έκαναν και που τώρα πηγαίνουν. Γι? αυτό γυρνούν στα σπίτια τους σα μεθυσμένοι, κρατώντας γερά στα σκέλια τους τις μηχανές. Δεν τους περιμένει εκεί ούτε ξεραΐλα ούτε και μοναξιά.

Αυτό το πράγμα, μάλιστα ?πολύ θα το ?θελα. Αυτό τ? αλλάζω με την τωρινή μου μοίρα. Με μια βαριά μοτοσικλέτα ν? αλωνίζω πόλη και προάστια. Να περνώ σαν τη σαΐτα και να σταυροκοπιούνται με δέος όλοι οι νοικοκυράκηδες. Κι από πίσω να ?ρχεται μ? ορυμαγδό όλη η παρέα. Να ξεπεζεύουμε όπου μας κάνει κέφι, είτε στα πάρκα είτε στα σκυλάδικα, παραμερίζοντας σκληρά κάθε τι που εμποδίζει και πνίγει τους ανθρώπους που έχουν δυνάμεις για ξόδεμα.»