ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ

Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ «ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ»

 

  ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 

Το έργο είναι διήγημα με ηθογραφικά, ψυχογραφικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ωστόσο, υπάρχουν δεδομένα στο έργο που αποτελούν χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος. Συγκεκριμένα:

α) Το διήγημα αυτό υπερβαίνει το μονοκεντρισμό του ενός επεισοδίου. Πολλά επεισόδια, σκηνές, επιμέρους θέματα συναντούμε συνήθως στο μυθιστόρημα.

β) Ο χρόνος λειτουργεί όπως στο μυθιστόρημα και όχι όπως σ? ένα διήγημα. Το διήγημα συνήθως δεν αφηγείται περιστατικά που εκτυλίσσονται σε μεγάλη χρονική διάρκεια, αλλά περιγράφει ένα δράμα τη στιγμή της κορύφωσής του. Το διήγημα αφηγείται περιστατικό που εκτυλίσσεται στην διάρκεια μερικών ωρών, μιας ημέρας ή λίγων ημερών. Ο χρόνος της ιστορίας στο «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι 28 χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή?

γ) Έτσι, γενικά στο διήγημα έχουμε το αίσθημα όχι της εξέλιξης μιας ιστορίας, αλλά της κατάληξής της. Στο Βιζυηνό συνδυάζεται η εξέλιξη και η κατάληξη. Ο κορμός της αφήγησης είναι μυθιστορηματικός, η κατάληξη όμως είναι καθαρά διηγηματική, χωρίς επίλογο. Καμιά πιθανή προοπτική δεν παρουσιάζεται ως συνέχεια. Προβάλλει μόνο το αδιέξοδο.

 

 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - ΣΧΟΛΗ- ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ

 

Ο Γ. Βιζυηνός θήτευσε στην Αθηναϊκή ή Ρομαντική Σχολή (1834-1880). Δημιουργοί της Σχολής αυτής είναι οι Φαναριώτες λόγιοι της Αθήνας που είχαν επηρεαστεί πολύ από το γαλλικό Ρομαντισμό. Όμως, αν και ο Βιζυηνός επηρεάστηκε από τους Φαναριώτες, καθώς γαλουχήθηκε πνευματικά στο περιβάλλον τους, αν και έμεινε πιστός στο γλωσσικό τους όργανο, στην καθαρεύουσα, αρκετά χαρακτηριστικά του έργου του τον καθιστούν πρωτοπόρο, καινοτόμο και σκαπανέα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής:

-Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο (τομή για την πεζογραφία της εποχής),

-Η χρήση της δημοτικής και ιδιωματικής στους διαλόγους-μονολόγους σε συνδυασμό με την καθαρεύουσα της αφήγησης,

-Η άντληση του αφηγηματικού του υλικού αφενός από προσωπικά και οικογενειακά βιώματα και μνήμες και αφετέρου από τη λαϊκή ζωή και τις παραδόσεις της πατρίδας του, της Θράκης (ηθογραφία)

-Η έξοχη ψυχογραφία των χαρακτήρων (αποτέλεσμα της επιστημονικής γνώσης της ψυχολογίας), η διείσδυση στα μύχια της ψυχής τους,

-Η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων,

-Η άρτια δομή και η θαυμαστή τεχνική της αφήγησης, η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του χρόνου της ιστορίας και του χρόνου της αφήγησης, η δυαδική αφηγηματική δομή,

-Η ενδιαφέρουσα πλοκή και σύνθεση,

-H κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος και η απουσία ακροτήτων ή υπερβολών

Όλα τα προηγούμενα στοιχεία ?ουσιώδη γνωρίσματα του έργου του- τον κατατάσσουν σε μια μεταβατική περίοδο από την Παλαιά στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Θεωρείται πρωτοπόρος της νεοελληνικής διηγηματογραφίας.

«Το αμάρτημα της μητρός μου» είναι το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού και το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα. Η ιστορία εξελίσσεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βιζύη (Αν. Θράκη) και εξιστορεί ένα αληθινό οικογενειακό δράμα της ζωής του συγγραφέα με κεντρικό πρόσωπο την ίδια του τη μητέρα.

Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1883 μεταφρασμένο στα γαλλικά στη Nouvelle Revue. Λίγο αργότερα δημοσιεύτηκε στα ελληνικά σε δυο συνέχειες στο περιοδικό Εστία (10 και 17 Απριλίου 1883).

 

 

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

 

Α. ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ? ΘΕΜΑΤΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ

 

1η ενότητα: «Άλλην αδελφήν?εγλύτωσεν από τα βάσανά του»

Η ασθένεια και ο θάνατος της Αννιώς

α) Παρουσίαση των προσώπων και των μεταξύ τους σχέσεων.

β) Σταδιακή επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς.

γ) Η εγκατάσταση στο ναό ως ύστατη προσπάθεια ίασης.

δ) Το μοιρολόι της μητέρας

ε) Η ανάκληση της ψυχής του νεκρού πατέρα ? ο θάνατος της Αννιώς.

 

2η ενότητα: «Πολλοί είχον κατηγορήσει? Ας έχει την ευχή μου!».

Η αντιμετώπιση της νέας κατάστασης ? Οι υιοθεσίες

α) Ο αγώνας της μητέρας να αναθρέψει τα παιδιά της.

β) Η πρώτη υιοθεσία.

γ) Η δεύτερη υιοθεσία.

δ) Η σωτηρία του παιδιού ? αφηγητή στο ποτάμι από τη μητέρα του.

ε) Η αναχώρηση του αφηγητή στα ξένα.

 

3η ενότητα: «Ευτυχώς αι κακαί? την πήρα στο λαιμό μου, ετελείωσε».

Η επιστροφή του αφηγητή από τα ξένα ? Η αποκάλυψη του αμαρτήματος.

 

4η ενότητα: «Η εκμυστήρευσις αύτη?και εγώ εσιώπησα».

Η εξομολόγηση της μητέρας στον Πατριάρχη.

 

 

Β. Το διήγημα με κεντρικό άξονα το χρόνο χωρίζεται σε δύο μέρη:

 

1ο μέρος: «Άλλην αδελφήν?ήτον ανίατος».

Στο μέρος αυτό κυριαρχεί ο Παρατατικός, για να τονίσει την επαναληπτικότητα των γεγονότων, τη συνέχεια και τη διάρκεια της κατάστασης: α) η απόλυτη προσήλωση της μητέρας στην Αννιώ και η αδιαφορία για τα άλλα της παιδιά, β) η επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς, γ) η αγάπη της Αννιώς για τα αδέλφια της αλλά και των αγοριών γι? αυτήν.

Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν η μητέρα και η Αννιώ ενώ τα αγόρια βρίσκονται στο περιθώριο της αφήγησης. Ο αφηγητής είναι βέβαια παρών, όχι όμως δρων. Είναι κρυμμένος μέσα στο «εμείς» και σπάνια ξεχωρίζει ως άτομο («εγώ και οι άλλοι μου αδελφοί», «ενθυμούμαι»?). Προβάλλεται το κεντρικό τρίγωνο: μητέρα ? Αννιώ ? «εμείς» (= τα αδέλφια και ο νεκρός πατέρας).

 

2ο μέρος: « Όταν εξαντλήθησαν?και εγώ εσιώπησα».

      Στο μέρος αυτό κυριαρχεί ο Αόριστος, για να δηλώσει το μοναδικό γεγονός. Εκτός από την αλλαγή του χρόνου, παρατηρείται και αλλαγή του χώρου (σπίτι-εκκλησία-σπίτι) αλλά και αλλαγή προσώπων και ισορροπιών. Αν και η Αννιώ παραμένει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, πρωταγωνιστές πλέον είναι η μητέρα και ο Γιωργής ? ο αφηγητής γιος.

 

 

 

TΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

 

 

Ο τίτλος: «Το αμάρτημα της μητρός μου».

- Είναι αινιγματικός. Ευθύς εξαρχής ρίχνει πέπλο μυστηρίου και ενσπείρει την αγωνία, το σασπένς που διακατέχει τον αναγνώστη μέχρι την αποκάλυψη του μυστικού.

- Αποτελεί το κλειδί της πλοκής, της περιπέτειας και της κάθαρσης. Όλες οι επόμενες δραματικές καταστάσεις οφείλονται σ? αυτό το αρχικό μοιραίο συμβάν, σ? αυτό το αμάρτημα.

- Μαρτυρεί την ύπαρξη ενός πρώτου ενικού προσώπου («μου») που αποκαλύπτει το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Η αληθοφάνεια ?και καλύτερα η αλήθεια- εντείνει περισσότερο την αγωνία και την περιέργεια.

1η ενότητα

Αρχή του διηγήματος ? Πρόλογος

      Η αρχή του διηγήματος δεν αποτελεί τυπικό πρόλογο, καθώς δεν προετοιμάζει τον αναγνώστη με εισαγωγικές αναφορές. Ο συγγραφέας μπαίνει απευθείας στο θέμα παρουσιάζοντας από την πρώτη παράγραφο τα πρόσωπα της οικογένειάς του. Σε πρώτο επίπεδο παρουσιάζεται το πρόσωπο της Αννιώς, που δεσπόζει τραγικά σε όλο το πρώτο μέρος. Η μητέρα, ο νεκρός πατέρας και τα τρία αδέλφια- αγόρια. Μια οικογενειακή συγκέντρωση που μας πληροφορεί για το παρόν και το παρελθόν των μελών της.

      Αξίζει να προσέξουμε ότι ?εκτός από την πρωταγωνίστρια Αννιώ- τα μέλη της οικογένειας δεν παρουσιάζονται ονομαστικά. Τα ονόματά τους θα αποκαλυφθούν σταδιακά, στην εξέλιξη της αφήγησης, όταν θα φτάσει η στιγμή να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο. Έτσι ο συγγραφέας αποφεύγει την ανιαρή απαρίθμηση ονομάτων, αλλά και προσδίδει καθολικότητα στους χαρακτήρες του.

                  Από την αρχή κιόλας του διηγήματος επισημαίνονται τα είδη των σχέσεων που συνδέουν τα μέλη της οικογένειας, οι ψυχικοί τους δεσμοί, και αποκαλύπτονται πτυχές του χαρακτήρα τους. Ο Βιζυηνός αρχίζει αμέσως να κάνει το ψυχογράφημά τους.

α) Η στάση της μητέρας προς τα παιδιά: Αγαπά την Αννιώ περισσότερο από τα αγόρια και δεν προσπαθεί να το κρύψει. Είναι απόλυτα προσηλωμένη και αφοσιωμένη στην Αννιώ, ενώ φαινομενικά αδιαφορεί για τα άλλα της παιδιά, τα αγόρια.

β) Η στάση των παιδιών προς τη μητέρα: Συγχωρούν την αμέλεια και την αδιαφορία της εξαιτίας του γεγονότος ότι η Αννιώ είναι μοναχοκόρη και προπάντων φιλάσθενη. Θέλουν να πιστεύουν ότι κατά βάθος η μητέρα τους αγαπά εξίσου. Ανέχονται χωρίς παράπονο τη συμπεριφορά της. Η πεποίθηση αυτή σε λίγο θα ανατραπεί δραματικά, όταν ο αφηγητής θα ακούσει στην εκκλησία την προσευχή της μητέρας η οποία ζητά από το Θεό το θάνατο ενός αγοριού με αντάλλαγμα τη ζωή της Αννιώς.

γ) Η σχέση των αγοριών με την Αννιώ: Συμμερίζονται την αγάπη και το ενδιαφέρον της μητέρας τους για την Αννιώ. Δεν τη φθονούν. Εξάλλου η συμπεριφορά και ο χαρακτήρας της τους αναγκάζει σχεδόν να την αγαπούν και να την περιποιούνται. Η μορφή της παρουσιάζεται εξιδανικευμένη εξωτερικά και εσωτερικά. Η Αννιώ είναι ένας «άγγελος». Δεν μπορούσαν παρά να την λατρεύουν. Πάντοτε τρυφερή και καλοσυνάτη μαζί τους, δεν επηρεάζεται από τις ιδιαίτερες φροντίδες της μητέρας της, δεν γίνεται υπεροπτική και προσπαθεί να αποκαταστήσει τη χαμένη ισορροπία μοιράζοντας στα αδέλφια της τα καλούδια που της έφερναν οι γειτόνισσες. Η καταδεκτικότητα και η καλοσύνη της συντελούν στην καταπίεση-εσωτερίκευση-κατάπνιξη των αισθημάτων ζήλειας που είναι φυσιολογικό να νιώθουν τα αδέλφια της.

      Μπορεί τα αγόρια να βλέπουν με αγάπη και στοργή την αδελφή τους, αλλά λανθάνει ένα παράπονο, σιγοβράζει στην ψυχή τους μια πίκρα για την αδιαφορία της μητέρας. Τούτο δε δηλώνεται ούτε αποκαλύπτεται άμεσα, αλλά διαγράφεται έμμεσα από ορισμένες φράσεις του παιδιού-αφηγητή. Εξάλλου, στοιχειώδεις γνώσεις ψυχολογίας χρειάζονται, για να καταλάβουμε ότι η συμπεριφορά της μητέρας είχε αντίκτυπο αρνητικό στην ψυχή των παιδιών. Ένιωθαν παράπονο και φθόνο αλλά αυτά τα αρνητικά αισθήματα τα είχαν βαθιά μέσα τους απωθήσει και δεν τολμούσαν καν να τα σκεφτούν λόγω της κατάστασης της Αννιώς και της αληθινής αγάπης της προς αυτούς.

      Από την πρώτη κιόλας σελίδα το διήγημα προβάλλει τα αντιθετικά ζεύγη που θα δημιουργήσουν τις συγκρούσεις και θα καθορίσουν το νόημα οδηγώντας μας σταδιακά στον προσδιορισμό του αμαρτήματος:

-          Ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός

-          Ο νεκρός και οι ζωντανοί

-          Το συναίσθημα, η πρόθεση και οι πράξεις (η αδέκαστος στοργή της μητέρας και η αμέλεια για τα αγόρια)

-          Η γνώση και η άγνοια-η πλάνη («Άλλην αδελφήν δεν είχομεν?»)

 

Αφηγηματική τεχνική:

Μίμηση, αφήγηση σε α΄ενικό ή α΄πληθυντικό πρόσωπο, εξωδιηγητικός αφηγητής (αφηγητής α΄ βαθμού) και ταυτόχρονα ομοδιηγητικός και μάλιστα αυτοδιηγητικός (καθώς αφηγείται προσωπικά του βιώματα), εστίαση εσωτερική (περιορισμένη οπτική γωνία, καθώς δε γνωρίζει τα κίνητρα της μητέρας του ούτε το ένοχο μυστικό της). Ωστόσο, η οπτική του γωνία δεν είναι εντελώς περιορισμένη, αφού μιλά εκ μέρους όλων των αγοριών, ως εκπρόσωπος του «εμείς».

Στην ενότητα αυτή είναι απλώς αφηγητής-«πρόσωπο», παρών στα γεγονότα, αλλά κρυμμένος στο περιθώριο. Παρακολουθεί αλλά δεν πρωταγωνιστεί στα γεγονότα, δεν ξεχωρίζει ως άτομο.

Με την πρώτη κιόλας φράση του διηγήματος («Άλλην αδελφήν δεν είχομεν παρά μόνον την Αννιώ») μας εισάγει στην πλάνη του. Όταν γράφει το διήγημα, ώριμος πια, γνωρίζει το μυστικό της μητέρας, γνωρίζει πως κάποτε είχε και άλλη αδελφή εκτός από την Αννιώ. Όμως, συνειδητά υιοθετεί την παιδική συνείδηση που αγνοούσε την αλήθεια, την ύπαρξη μιας άλλης αδελφής. Στην ενότητα αυτή αφηγείται ο Γιωργής, το μικρό παιδί (παιδική οπτική γωνία).

 

Η σταδιακή επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς

 

      Σε όλη την υποενότητα επαναλαμβάνεται και τονίζεται η επιδείνωση της κατάστασης της Αννιώς: «καχεκτική και φιλάσθενος», «προϊούσης της ασθένειάς του», «ωχρότερον εγίνετο το πρόσωπό της», «ολονέν εδεινούτο», «έπεσεν?σπουδαίως εις το στρώμα», «ολονέν επί τα χείρω», «Η κατάστασις της ασθενούς εδεινούτο.», «Το παιδίον εχειροτέρευεν αδιακόπως», «Η ασθένεια της πτωχής μας αδελφής ήτον ανίατος».

Η λειτουργικότητα της επανάληψης

α) Ως προς το περιεχόμενο δίνει έμφαση στην επιδείνωση της ασθένειας, διευκολύνει τον αναγνώστη να παρακολουθήσει τις διαδοχικές φάσεις της αρρώστιας και να συγκινηθεί. Ακόμη, υπογραμμίζει την εντατικοποίηση της φροντίδας της μητέρας για την Αννιώ και αιτιολογεί την αυξανόμενη αδιαφορία για τα αγόρια.

β) Ως προς την τεχνική και την οικονομία της αφήγησης προετοιμάζει τον αναγνώστη για το φυσικό επακόλουθο, προοικονομεί το θάνατο της Αννιώς, συντελεί στην εξέλιξη της πλοκής.

γ) Επίσης, εξυπηρετεί τη δομή και τη συνοχή του κειμένου, καθώς οι επαναλαμβανόμενες παραλλαγμένες φράσεις αποτελούν στοιχεία μετάβασης από προηγούμενη σε επόμενη χρονική περίοδο.

 

 

Η στάση της μητέρας απέναντι στην ασθένεια

Να σκιαγραφήσετε την προσωπικότητα της μητέρας, το χαρακτήρα και το ήθος της μέσα από τη συμπεριφορά της.

-ως χήρα αρχικά δε βγαίνει από το σπίτι: συμμορφώνεται προς τις κοινωνικές επιταγές, δεν αμφισβητεί τους θεσμούς της κοινωνίας της.

-η ασθένεια όμως της Αννιώς την αναγκάζει να «βάλει την ντροπήν κατά μέρος» και να βγει έξω από το σπίτι. Προτάσσει την υγεία του παιδιού της και όχι την κοινωνική της υπόληψη.

-αναζητά θεραπευτικά μέσα στα βότανα και στα ξόρκια περιπλανώμενων αγυρτών, κάτι που προδίδει αφενός το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, την αφέλεια, την ευπιστία και την απλοϊκότητά της, αφετέρου το μέγεθος της απόγνωσής της.

-ανέχεται την εκμετάλλευση του κουρέα-κομπογιαννίτη, πιο πολύ γιατί με τα ψέματά του της δίνει ελπίδες, τη στηρίζει ψυχολογικά.

-αποδίδει την ασθένεια σε υπερφυσικά αίτια.

-«Ήτον μάλλον ευλαβής παρά δεισιδαίμων. Κατ? αρχάς?ηρνείτο να εφαρμόση τας προτεινομένας γοητείας (μάγια) μη αμαρτήση». Είναι πιστή στο Θεό και στην Εκκλησία, ευλαβής. Φοβάται να καταφύγει στη μαγεία, για να μην αμαρτήσει. Επειδή όμως είναι πλέον πεπεισμένη ότι χρειάζεται τη βοήθεια υπερβατικών δυνάμεων, καταφεύγει στους εξορκισμούς του ιερέα.

- Όσο επιδεινώνεται η ασθένεια, συγκρούεται μέσα της ο φόβος της αμαρτίας με τη μητρική στοργή. Η απελπισία της όμως είναι μεγάλη και μέσα από αυτή την εσωτερική πάλη θ? αναδείξει την αγάπη της για το παιδί. «Η μητρική στοργή ενίκησε το φόβο της αμαρτίας. Η θρησκεία έπρεπε να συμβιβασθεί ,με την δεισιδαιμονίαν». Καταφεύγει σε φυλαχτά, ξόρκια και μαγικές προσευχές, δεισιδαιμονίες που η Εκκλησία θεωρεί έργα του Σατανά. Δεν εγκαταλείπει όμως τη Θρησκεία.

- Μετέρχεται κάθε μέσο πιθανής θεραπείας, αψηφώντας τις αρχές ή τις αξίες της. Προσηλώνεται με πάθος στην υπόθεση της Αννιώς αδιαφορώντας πλήρως για τα άλλα της παιδιά. Έχει φτάσει σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Βρίσκεται σε απόγνωση, σε πλήρη απελπισία.

- Όταν εξαντλήθηκαν όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, και διαπιστώθηκε οριστικά ότι η ασθένεια ήταν ανίατος, «προσήλθε εις το έσχατον καταφύγιον?». Η Αννιώ πλέον βρισκόταν στα χέρια του Θεού. Ένα θαύμα.... Αυτή ήταν η έσχατη ελπίδα.

 

 

Η μεταφορά της Αννιώς στην εκκλησία

 

Η ατμόσφαιρα στην εκκλησία

Περιγράφεται από τον αφηγητή η εντύπωση που του έκανε η πρώτη διανυκτέρευση στην Εκκλησία. Η ατμόσφαιρα είναι μυστηριακή, υποβλητική, προκαλεί το δέος. Το φως είναι αμυδρό και στην παιδική του ψυχή το μισοσκόταδο γίνεται πολύ πιο τρομακτικό από το απόλυτο σκοτάδι, καθώς το ημίφως δημιουργεί σκιές που εξάπτουν τη φαντασία και προκαλούν το φόβο?

Οι τραυματικές εμπειρίες για την ψυχή του αφηγητή-παιδιού αναπλάθονται αριστοτεχνικά μέσα από την περιγραφή δύο παραστατικών εικόνων. Από τη μια ένας άγιος που ζωντανεύει και προσπαθεί ν? αποσπαστεί από την εικόνα και να κατέβει? Από την άλλη, οι νεκροί έξω από την εκκλησία αναρριχώνται στους τοίχους και προσπαθούν να μπουν μέσα? Ένας σκελετός απλώνει τα χέρια του στο μαγκάλι, για να τα ζεστάνει?

Οι εικόνες αυτές είναι εξωπραγματικές, φανταστικές, εφιαλτικές, σχεδόν σουρρεαλιστικές. Κοινός τόπος τους είναι ο φόβος του μικρού παιδιού που αποδίδεται αριστοτεχνικά από τον βαθύ γνώστη-επιστήμονα ψυχολόγο ώριμο αφηγητή. Μεταξύ των εικόνων αυτών λειτουργεί μια πολλαπλή αντίθεση:

  • Η εικόνα με τον άγιο αφορμάται από μια πραγματική παράσταση, ενώ η εικόνα με τους νεκρούς είναι ψευδαισθησιακή, δείγμα της επιστημονικής γνώσης της ψυχολογίας από το Βιζυηνό.
  • Ο Άγιος είναι ένας, οι νεκροί είναι πολλοί.
  • Ο Άγιος βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία, ενώ οι νεκροί έξω από αυτήν.
  • Ο Άγιος προσπαθεί να αποσπαστεί από την εικόνα, να βγει από αυτήν. Αντίθετα, οι νεκροί προσπαθούν να «εισδύσωσιν», να μπουν μέσα.
  • Ο Άγιος προσπαθεί να «καταβή επί του εδάφους». Αντίθετα, οι νεκροί «ανερριχώντο».
  • Ο Άγιος έχει πρόσωπο, μορφή που περιγράφεται με τα ενδύματά της. Οι νεκροί είναι σκελετοί.
  • Το φλογίδιον, η ζεστασιά της φλόγας έρχεται σε αντίθεση με τον ψυχρό άνεμο.
  • Το φλογίδιον έτρεμε, ενώ ο άνεμος εσύριζε.

 

Οι εμπειρίες του αφηγητή στην Εκκλησία δεν ήταν ευχάριστες λοιπόν, αφού τις νύχτες διακατεχόταν από τον τρόμο και κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν επιφορτισμένος με πολλά καθήκοντα, τα οποία με προθυμία εκτελούσε, για να ευχαριστήσει τη μητέρα του. Ανέχεται με υπομονή και στωικότητα όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, αφενός για χάρη της Αννιώς (η αγάπη και η τρυφερότητά του γι? αυτήν είναι δεδομένη και σταθερή μέχρι τέλους) και αφετέρου για «να καταστή όσο το δυνατόν αρεστότερος», για να κερδίσει την εύνοια της μητέρας, για να διεκδικήσει ψήγματα του ενδιαφέροντος και της τρυφερότητάς της.

Έμμεσα διαφαίνεται το παράπονο του μικρού παιδιού για τη στέρηση της μητρικής στοργής και η προσπάθειά του να την κερδίσει. Θέλει να πιστεύει ενδόμυχα πως κατά βάθος η μητέρα του τον αγαπά, αλλά η κατάσταση της Αννιώς την έχει αναγκάσει ν? αφιερωθεί «ψυχή τε και σώματι» σ? αυτήν. Έτσι λοιπόν, είναι καρτερικός και προσπαθεί να δείξει την ωριμότητα και την κατανόησή του προς τη μητέρα του, να της συμπαρασταθεί σαν μεγάλος, χωρίς να εκφράζει το παραμικρό παράπονο. Κατά βάθος, όμως, νιώθει παραπονεμένος και αδικημένος, έστω κι αν συνειδητά δεν το παραδέχεται. Η αγάπη προς την αδελφή και η κατανόηση προς τη μητέρα είναι δείγματα ενοχοποιημένου ψυχισμού. Βιώνει μια έντονη εσωτερική σύγκρουση που τον έχει καταβάλει ψυχικά.

Αξίζει να σημειωθεί πως στην αφήγηση κυριαρχεί ο Παρατατικός χρόνος, για να δοθεί έμφαση στη διάρκεια, στη συνέχεια, στην επαναληπτικότητα αυτής της κατάστασης: στη σωματική κούραση της ημέρας και στις εφιαλτικές ψυχικές εμπειρίες της νύχτας. Τονίζεται έτσι ακόμη περισσότερο η υπομονή και η προσπάθειά του να δείξει κατανόηση.

 

Η προσευχή της μάνας στην εκκλησία ? ένα ακόμη αμάρτημα?

 

«Μίαν ημέραν την επλησίασα απαρατήρητος, ενώ έκλαιε γονυπετής προ της εικόνος του Σωτήρος. ? Πάρε μου όποιο θέλεις, έλεγε, και άφησέ μου το κορίτσι?». «Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί για να με τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε Κύριε!».

Μέσα στην απελπισία της, με ψυχική συντριβή, η μητέρα συνειδητοποιεί πως η Αννιώ θα πεθάνει. Καταλήγει να πιστεύει πως είναι θέλημα Θεού ο θάνατος της κόρης της και τον θεωρεί θεϊκή τιμωρία γι? αυτό το παλιό αμάρτημα που εξαγγέλλεται στον τίτλο και γεννά εξαρχής την περιέργεια στον αναγνώστη. Σ? αυτό το σημείο η αναφορά στο αμάρτημα αναζωπυρώνει την περιέργεια-την αγωνία του αναγνώστη, καθώς αυτό μάλιστα συνδέεται με το θάνατο της Αννιώς. Αρχίζει να γίνεται κατανοητό πως το παλιό αυτό αμάρτημα ευθύνεται για όλα? πως είναι το γεγονός που σφράγισε και καθόρισε ολόκληρη τη ζωή της μητέρας?πως είναι ο μοχλός της εξέλιξης της ιστορίας και της πλοκής του διηγήματος.

Ο Θεός παρουσιάζεται ως «Σωτήρας» και «Τιμωρός» παράλληλα, γιατί η μητέρα πιστεύει πως με την τιμωρία θα βρεί τη σωτηρία, τη λύτρωση της ψυχής της. Θεωρεί πως η εξιλέωσή της απέναντι στο Θεό γι? αυτό το αμάρτημα θα έρθει μέσα από τις δοκιμασίες και τον πόνο. Με έντονο το θρησκευτικό αίσθημα και βαθιά θρησκευτική πίστη ευχαριστεί το Θεό γι? αυτόν το μεγάλο πόνο που της στέλνει.

Μέσα στην οδύνη της, όμως, ύστατη ελπίδα είναι η αντικατάσταση της Αννιώς από κάποιο αγόρι. Δεν είναι εύκολο γι? αυτήν. Διστάζει, υποφέρει, γιατί μια μάνα αγαπά όλα της τα παιδιά. «?μετά τινάς στιγμάς βαθείας σιγής, καθ? ην τα δάκρυά της ηκούοντο στάζοντα επί των πλακών, αναστέναξεν εκ βάθους καρδίας, εδίστασεν ολίγον?

-Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου? χάρισέ μου το κορίτσι!».

Η δυστυχισμένη γυναίκα διαπράττει έτσι το δεύτερο αμάρτημά της. Έχει μια αποτρόπαιη ιδέα: την ανταλλαγή της ζωής της κόρης της με τη ζωή του αγοριού. Αυτήν την προσευχή-συναλλαγή με το Θεό όμως την ακούει ο μικρός Γιωργής. Το συγκλονιστικό εκείνο γεγονός τραυματίζει ανεπανόρθωτα την παιδική του ψυχή και κλονίζει την πίστη του στην αγάπη της μητέρας. Ανατρέπονται πλέον τα αισθήματά του για τη μάνα του. Καταρρέει κάθε αίσθημα ασφάλειας. Επιπλέον, τρομοκρατείται από την ευχή-κατάρα της μάνας (είναι γνωστή η δύναμη που της αποδίδει ο λαός). Συντετριμμένος και απογοητευμένος, έντρομος, τρέχει κραυγάζοντας έξω από την εκκλησία, γιατί νιώθει πως τον κυνηγάει ο ίδιος ο Θάνατος.

Άρχισε να συνέρχεται όταν πια είχε απομακρυνθεί αρκετά από την εκκλησία. Ο εξωτερικός χώρος στο διήγημα συνήθως λειτουργεί θετικά στην ψυχολογία του ήρωα.

Τον τρόμο διαδέχεται η ψύχραιμη περισυλλογή. Με μια αναδρομή στο παρελθόν του ανακαλεί όλα του τα απωθημένα για τη στέρηση της μητρικής στοργής, εκφράζει ανενδοίαστα πλέον το παράπονό του για την αδιαφορία της μητέρας του, την πίκρα και τη ζήλεια του. Η βουβή και καταπιεσμένη οδύνη του εξωτερικεύεται πια και ομολογεί απερίφραστα πως νιώθει αδικημένος. Το δράμα που βιώνει είναι έντονο και η θέση του τραγική, καθώς αγνοεί την αλήθεια και δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη στάση της μητέρας του. Είναι βέβαιος πως η μητέρα του δεν τον αγαπά και αποφασίζει να μην της συμπαραστέκεται πλέον, γι? αυτό και δεν επιστρέφει στην εκκλησία.

Αφηγηματική τεχνική:

Στην ενότητα αυτή από τον Παρατατικό ο αφηγητής μεταβαίνει στον Αόριστο, για να καταδειχθεί το ένα και μοναδικό γεγονός που συγκλόνισε την παιδική ψυχή, αλλά και για να δηλωθεί το αμετάκλητο του θανάτου της Αννιώς. Η μοίρα της είναι πια αποφασισμένη.

Πρωταγωνιστικό ρόλο πλέον αποκτούν η μητέρα και ο μικρός Γιωργής ενώ η Αννιώ τίθεται στο περιθώριο (σταδιακά, παράλληλα με την επιδείνωσή της, όσο πλησιάζει προς το θάνατο, τόσο ατονεί η παρουσία της). Επομένως, ο αφηγητής γίνεται πρωταγωνιστής, είναι δραματοποιημένος. Η οπτική του γωνία εξακολουθεί να είναι παιδική, όμως αυτά που αφηγείται αποτελούν αναδρομή από μια άλλη, ώριμη, μεταγενέστερη οπτική γωνία.

Αναχρονία: φράσεις που φανερώνουν τη λειτουργία της μνήμης και ανακαλούν στιγμιότυπα από το παρελθόν («Ενθυμούμαι ακόμη?», «Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου?Ενθυμήθην τότε?»).

Περιγραφή: Με την περιγραφή της εκκλησίας υπογραμμίζεται η τραγικότητα των συμβάντων της αφήγησης και σκιαγραφείται η ψυχική κατάσταση του παιδιού.

 

 

 

Το μοιρολόγι

      Την ίδια ημέρα η μητέρα επιστρέφει στο σπίτι με την Αννιώ. Έχει αντιληφθεί τον πόνο του αγοριού μετά την πανικόβλητη φυγή του από την εκκλησία. «υπέρ ποτέ θλιβερά», τραγική μορφή κι αυτή, πονεμένη, προσπαθεί να εξιλεωθεί δείχνοντάς του ασυνήθιστη γλυκύτητα και τρυφερότητα. Ίσως αντιλήφθηκε το σφάλμα της και κάνει τα πάντα για να επανορθώσει.

      Τα μεσάνυχτα την ακούει να μοιρολογεί χαμηλοφώνως. Είναι το μοιρολόγι που είχε συνθέσει ένας γύφτος, πλανόδιος μουσικός, μετά το θάνατο του πατέρα του κατά παραγγελία της μητέρας του, που το είχε αποστηθίσει.

      Η μορφή του γύφτου που συνθέτει μοιρολόγια είναι ιδιάζουσα, μοναδική στο διήγημα του Βιζυηνού, καθώς είναι άντρας (συνήθως οι γυναίκες είναι μοιρολογίστρες) και δε συνθέτει το μοιρολόγι την ημέρα της κηδείας, αλλά αρκετές ημέρες μετά.

Αφηγηματική τεχνική:

  • Η σύνθεση του μοιρολογιού αποτελεί αναχρονία - αναδρομική αφήγηση.
  • Προοικονομεί το θάνατο της Αννιώς (πριν αρρωστήσει η Αννιώ,η μητέρα το έψαλλε πολύ συχνά, αλλά αφ? ότου αρρώστησε δεν το είχε ξανατραγουδήσει?). Το μοιρολόγι και επιμέρους προσημάνσεις (π.χ. «Θεός σχωρέσοι τον άνδρα σου, νύφη!») προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το επερχόμενο τέλος της Αννιώς. Όσο πληθαίνουν οι αναφορές στον νεκρό πατέρα, τόσο πιο έντονα νιώθουμε ότι έρχεται για να την πάρει κοντά του.

 

Η ανάκληση της ψυχής του νεκρού ? ο θάνατος της Αννιώς

            Δημιουργείται ατμόσφαιρα υποβλητική και κατανυκτική. Το δέος και η θρησκευτική ευλάβεια συνυφαίνονται με δοξασίες και δεισιδαιμονίες σε μια ιδιότυπη τελετή ανάκλησης της ψυχής του νεκρού. Η μητέρα και ο Γιωργής προσεύχονται γονυπετείς και επικαλούνται τη βοήθεια του νεκρού. Είναι το έσχατο μέσο, η ύστατη ελπίδα. Η τελετουργία, η προσευχή , τα ρούχα του νεκρού, το μαύρο ύφασμα, οι λαμπάδες, η προσευχή, το θυμίαμα, τα δάκρυα, ο αγιασμός, η μετάληψη: όλα συμβάλλουν στην ένταση της εξωλογικής ατμόσφαιρας, προκαλούν τη συγκίνηση, προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το μοιραίο, γίνονται σύμβολα του θανάτου. Η χρυσαλίδα, σύμβολο της ψυχής του πατέρα είναι το κυρίαρχο σύμβολο, προσήμανση κι αυτή του θανάτου. Ο νεκρός πατέρας θα έρθει, για να σώσει την ψυχή της Αννιώς, για να την πάρει.

            «Έλα πατέρα ?να με πάρης εμένα- για να γιάνη το Αννιώ!»: Η προσευχή του μικρού συνδέεται νοηματικά με την προσευχή της μητέρας στην εκκλησία. Είναι μια προσευχή-εκδίκηση προς τη μητέρα. Ο μικρός Γιωργής παίζει εθελοντικά το ρόλο του θύματος, υπαινίσσεται πως άκουσε την προσευχή της μητέρας στην εκκλησία και έμμεσα την κατηγορεί γι? αυτό. Αργότερα, όπως αποκαλύπτει το σχόλιο του ώριμου αφηγητή, θα νιώθει ενοχές, γιατί έτσι κορύφωνε την απελπισία της.

            Αμέσως ύστερα από τη μετάληψη η Αννιώ ξεψυχά στην αγκαλιά της μητέρας. Η στιγμή του τέλους περιγράφεται απλά, με λιτότητα και διακριτικότητα, χωρίς μελοδραματισμό, θρήνους και υπερβολές. Ωστόσο, ο λυρισμός της σκηνής μεταδίδει συγκίνηση. Το αγιασμένο νερό «έμελλε τω όντι να την ιατρεύσει». Η φράση μπορεί να ερμηνευθεί ως ακολούθως:

  • Αναφέρεται στην τελευταία αναλαμπή της ετοιμοθάνατης, που ο μικρός Γιωργής-αφηγητής εξέλαβε ως καλυτέρευση (εκδοχή παιδιού-αφηγητή).
  • Αποτελεί πικρό σαρκασμό και ειρωνεία για την «αποτελεσματικότητα» των μαγικών τελετών και των δεισιδαιμονιών στις οποίες πιστεύουν οι αμόρφωτοι άνθρωποι του λαού (εκδοχή του ώριμου επιστήμονα αφηγητή).
  • Το νερό έμελλε πράγματι να τη γλυτώσει από την ασθένεια, από τα βάσανά της. Με τη μεταφορική χρήση της γλώσσας, ο θάνατος παρουσιάζεται ως λύτρωση από τα δεινά της ασθένειας (εκδοχή του ώριμου αφηγητή).

 

 

 

Με το θάνατο της Αννιώς προκύπτουν δύο ζεύγη ψυχαναλυτικής συμμετρίας:

α) Οι νεκροί: Ο πατέρας και η Αννιώ στον τάφο: γλίτωσαν από τα βάσανά τους.

β) Οι ζωντανοί: Η μητέρα και ο γιος στην ενοχοποιημένη ζωή εξακολουθούν να βασανίζονται?.

            Ο χρόνος μέχρι στιγμής δεν παρουσιάζει ασυνέχειες. Οριοθετείται ανάμεσα στο θάνατο του πατέρα και το θάνατο της Αννιώς (περίπου 1854-1855).

 

2η Ενότητα: Η αντιμετώπιση της νέας κατάστασης ? Οι υιοθεσίες

 

            ΄Υστερα από το θάνατο της Αννιώς η μητέρα φτάνει στα όρια της παραφροσύνης. Αδιαφορεί πλήρως για τα άλλα της παιδιά και μόνον ύστερα από επίμονες προτροπές του κοινωνικού περιβάλλοντος αναλαμβάνει και πάλι τα μητρικά της καθήκοντα. Τότε αντιλαμβάνεται και την ένδεια στην οποία έχει περιπέσει η οικογένεια λόγω της κατασπατάλησης της περιουσίας για τη θεραπεία της Αννιώς. Η τραγική οικονομική κατάσταση την οπλίζει με νέα δύναμη και πείσμα. Δραστηριοποιείται, εργάζεται σκληρά, «ξενοδουλεύη», αντιμετωπίζει με θάρρος και δυναμισμό τη δύσκολη κατάσταση, χωρίς να επιτρέπει στα παιδιά της να μοιραστούν το μόχθο της. Στόχος της είναι να τελειώσουν απερίσπαστα το σχολείο, να μάθουν γράμματα και μια τέχνη. Αναλαμβάνει πλήρως το γονεϊκό της χρέος, μια ιδανική ?άψογη μητέρα. Στο σημείο αυτό φωτίζεται καλύτερα η προσωπικότητά της.

            Η πρώτη υιοθεσία

            Ωστόσο, τη στιγμή της κορύφωσης της οικονομικής δυσχέρειας προς έκπληξη των παιδιών της ?αλλά και του αναγνώστη- αποφασίζει να υιοθετήσει ένα κορίτσι. Προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη συντριβή και την ενοχή, να καλύψει το κενό του χαμού της Αννιώς; Στην πραγματικότητα προσπαθεί να καλύψει το κενό που άφησε στην ψυχή της ο θάνατος της πρώτης της κόρης, να λυτρωθεί από τις τύψεις για την τραγική της ευθύνη, να εξιλεωθεί απέναντι στο Θεό για την ακούσια παιδοκτονία, το πρώτο της αμάρτημα.

            Η σκηνή της πρώτης υιοθεσίας παρουσιάζει με λεπτομέρειες όλο το παραδοσιακό τελετουργικό. Πυκνή παράθεση λαογραφικών και πολιτιστικών στοιχείων μαρτυρεί τον ηθογραφικό χαρακτήρα του διηγήματος και κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η περιγραφή της τυπικής τελετουργίας της υιοθεσίας και των σχετικών εθίμων δεν είναι επιφανειακή αναπαράσταση, τεχνητή και απλοϊκή καταγραφή. Αντιθέτως, συνδέεται με τα συναισθήματα των ανθρώπων. Στη σκηνή του αποχωρισμού των φυσικών γονέων από το παιδί τους αποδίδεται με λιτότητα, χωρίς μελοδραματισμό, ο βουβός πόνος του πατέρα, ο σπαραγμός της φυσικής του μητέρας και η αγωνία της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσσας. Με αυθεντικότητα και ζωντάνια παρουσιάζεται ο άνθρωπος μέσα στο περιβάλλον του με τον τρόπο ζωής του, τα έθιμα, τις αξίες, τις χαρές και τις λύπες του. Συναιρείται έτσι κατά τρόπο θαυμαστό η ηθογραφία με την ψυχογραφία.

            Μέχρι το σημείο αυτό τα γεγονότα παρουσιάζονται διεξοδικά με κάποια χρονική συνέχεια. Η σκηνή μάλιστα της υιοθεσίας περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες. Μέχρι στιγμής ο αφηγητής είναι παρών στα δρώμενα. Μετά την πρώτη υιοθεσία έφυγε για τα ξένα και επομένως βρισκόταν σε απόσταση από τις εξελίξεις στην οικογένεια. Ερμηνεύονται έτσι τα χρονικά κενά που αρχίζουν να παρουσιάζονται στο διήγημα (σελ. 141 σχολ. βιβλίου). Για παράδειγμα, μια μεγάλη χρονική περίοδος, σχεδόν μια ολόκληρη ζωή, περνά με τέσσερις λέξεις-ρήματα: «?το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη?». (Στο εξής τρεις αυθεντικές σκηνές θα ολοκληρώσουν το διήγημα).

            Ο αφηγητής φανερά παραπονιέται για την προσήλωση της μητέρας του στο υιοθετημένο κορίτσι, εκφράζει χωρίς ενδοιασμό το φθόνο του, τον οποίο μάλλον συμμερίζονται και οι άλλοι του αδελφοί. Ο φθόνος και τα απωθημένα των αγοριών ίσως να έπαιξαν κάποιο ρόλο στην αντιπάθειά τους για τη θετή αδελφή.

            α ) Η ζωή της παρουσιάζεται με λιτότητα και συντομία, πράγμα που πιστοποιεί ότι ήταν πρόσωπο αδιάφορο και απεχθές στον αφηγητή. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν αναφέρεται καν το όνομά της ως υποτίμηση για την αχαριστία της..

           β )   Αποδίδονται στην κοπέλα χαρακτηρισμοί («αχάριστος»), γίνονται άμεσα σχόλια από τον αφηγητή για το χαρακτήρα της, ενώ ο Βιζυηνός συνήθως προτιμά τη δυναμική παρουσίαση των χαρακτήρων (επιτρέπει δηλαδή στον αναγνώστη να σχηματίσει προσωπική γνώμη για τους ήρωες μέσα από τα λόγια και τις πράξεις τους).

            Η δεύτερη υιοθεσία

            Δεύτερη έκπληξη για τον αναγνώστη και τους γιους της αποτελεί η απόφαση της μητέρας για δεύτερη υιοθεσία, λίγες μέρες ύστερα από το γάμο της πρώτης θετής κόρης. (Η αφήγηση κερδίζει σε ζωντάνια, καθώς διανθίζεται με τον ευθύ λόγο της μάνας και τον ελεύθερο πλάγιο λόγο των γιων της).

Παρά τις έντονες αντιδράσεις και τη δυσφορία των γιων της η μητέρα είναι αποφασισμένη να κρατήσει το βρέφος. Ισχυρογνωμοσύνη, αυταρχισμός, πονηριά, διπλωματικός ελιγμός: όλα τα μέσα επιστρατεύονται προκειμένου να πετύχει το στόχο της. Μπορεί ν? αποτελούν αρνητικά στοιχεία για το χαρακτήρα της, όμως φωτίζουν το μέγεθος της απελπισίας της. Η ενοχή τη βαραίνει ακόμη. Το ψυχολογικό κενό εξακολουθεί να υπάρχει. Η επιχειρηματολογία της είναι σαθρή· εύκολα αναιρείται: (1. «κοιλιάρφανο και ορφανό», 2. «?όταν έλθη ο Γιωργής μου απ? τη ξενιτειά θα το προικίση και θα το πανδρέψη?με το υποσχέθηκε?». Έτσι αφενός δίνεται έμφαση στην εμμονή της και αφετέρου δημιουργούνται εύλογες απορίες και προβληματισμός. Για ποιον λόγο επιμένει πεισματικά σε κάτι παράλογο; Εντείνεται η αγωνία του αναγνώστη?Αυξάνεται το μυστήριο και προωθείται η πλοκή.

            Η υπόσχεση του Γιωργή υπενθυμίζεται επίμονα -3 φορές- και είναι σημαντική από άποψη τεχνικής οικονομίας, γιατί:

  • προοικονομεί την επάνοδό του από τα ξένα.
  • αιτιολογεί την αναδρομική αφήγηση που ακολουθεί.

 

Η διάσωση του αφηγητή από τη μητέρα του στο ποτάμι

           Το βασικό μοτίβο της σκηνής είναι οι σχέσεις του αφηγητή με τη μητέρα του. Το πνεύμα της αυτοθυσίας και η αυταπάρνηση που επιδεικνύει η μητέρα, όταν με κίνδυνο της ζωής της βουτά στα ορμητικά νερά του ποταμού, για να σώσει το παιδί της,

  • αποδεικνύει την αγάπη της γι? αυτό,
  • την εξιλεώνει στα μάτια του αναγνώστη για τη στέρηση της στοργής από τα παιδιά της,
  • φωτίζει νέες πλευρές της προσωπικότητάς της (γενναιότητα, θάρρος, αλτρουϊσμός κ.τ.λ.)
  • αποκαθιστά στη συνείδηση του αφηγητή την πίστη στην αγάπη της μητέρας, που είχε σοβαρά κλονιστεί με το επεισόδιο στην εκκλησία,
  • σφυρηλατεί στενότερο δεσμό ανάμεσά τους, αποκαθιστά τη σχέση τους,
  • ο Γιωργής νιώθει ευγνωμοσύνη, γιατί η μητέρα του που του χάρισε για δεύτερη φορά τη ζωή και υπόσχεται να συντηρεί τη μητέρα και την ψυχοκόρη της.

 

Η αναχώρηση για τα ξένα ? η ξενιτιά

     Ο ώριμος αφηγητής σχολιάζει ειρωνικά ? κρίνει την παιδική του αντίληψη, αφού ένας δεκάχρονος δεν μπορεί να θρέψει ούτε τον εαυτό του. Ακόμη, αφηγείται τα όσα ακολούθησαν, τις περιπέτειες στην ξενιτιά και τις πίκρες που θα ποτίσει τη μητέρα του αντί να την ανακουφίσει. Στο απόσπασμα συνυπάρχει η πρόδρομη με την ανάδρομη αφήγηση. Αναδρομική είναι η αφήγηση σε μια συνολική θεώρηση. Πρόδρομη, όμως, εμφανίζεται σε σχέση με το προηγούμενο απόσπασμα της διάσωσης στο ποτάμι και της υπόσχεσης που έδωσε ως παιδί.

     Με την περίοδο της ξενιτιάς καλύπτεται το αφηγηματικό κενό που θα υπήρχε ανάμεσα στο παιδί-αφηγητή που έχει άγνοια του αμαρτήματος της μητέρας και στον ώριμο αφηγητή που μαθαίνει το μυστικό και φτάνει στη γνώση. Το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί, οι περιπέτειες του αφηγητή και τα συναισθήματα της μητέρας του παρουσιάζονται μέσα από εξωτερικές μαρτυρίες. Η αφηγηματική του οπτική οφείλεται σε μεταγενέστερη γνώση και διαμορφώνεται από μαρτυρίες τρίτων. Τονίζεται και στο μέρος αυτό η αγάπη της μητέρας και η αγωνία της για την τύχη του.

     Η επανάληψη της υπόσχεσης κλείνει κυκλικά την υποενότητα.

3η Ενότητα

Η επιστροφή του αφηγητή από τα ξένα ? Η αντιπάθειά του για τη δεύτερη θετή αδελφή.

     Η γνωριμία της νέας αδελφής προδίδει τις προσδοκίες του αφηγητή. Απογοητεύεται από την εξωτερική εμφάνιση, την έλλειψη καλλιέργειας, το χαρακτήρα και την αβελτηρία της. Την αντιπάθησε ευθύς εξαρχής και προσπάθησε να πείσει τη μητέρα του να την επιστρέψει. Της υπόσχεται μάλιστα να μεριμνήσει για την αντικατάστασή της από ένα όμορφο και έξυπνο κορίτσι (επιβράδυνση στην εξέλιξη του μύθου, που επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη),

δείχνοντας έτσι κατανόηση σ? αυτήν την ανεξήγητη ακόμη εμμονή της να υιοθετεί κορίτσια.

     Αυτή η αντίθεση λειτουργεί ως προς την οικονομία του έργου, καθώς η μητέρα θα απογοητευτεί από τις αντιδράσεις του και θα ξεσπάσει η απελπισία της και το δράμα που ζει με την αποκάλυψη του μυστικού.

 

Η αποκάλυψη του αμαρτήματος

Η πορεία του αφηγητή προς την αποκάλυψη του μυστικού:

1.Προετοιμασία του αναγνώστη:

- η υπόσχεση του Γιωργή και η επιστροφή του από τα ξένα

- ο προϊδεασμός ? ομολογία της μητέρας ότι διέπραξε κάποια αμαρτία

τονίζεται η σοβαρότητα του μυστικού (είναι «βαρύ, πολύ βαρύ» και το     γνωρίζουν μόνο ο Θεός και ο πνευματικός).

2. Αφορμή της εκμυστήρευσης αποτελεί η αντιπάθεια του Γιωργή για το Κατερινιώ.

3. Αίτιο είναι η αδυναμία της μητέρας να πείσει το Γιωργή.

4. Αναφέρεται ο στόχος της εκμυστήρευσης: η ελπίδα της μητέρας να αποδεχτεί ο Γιωργής τη δεύτερη θετή αδελφή και παράλληλα η ελπίδα της να κερδίσει την κατανόηση και την παρηγοριά του (επιβράδυνση και επίταση του ενδιαφέροντος και της αγωνίας).

5. Αποτέλεσμα της εκμυστήρευσης: η μητέρα πετυχαίνει τους στόχους της, ο Γιωργής ερμηνεύει τη συμπεριφορά της στο παρελθόν και ο αναγνώστης ανακουφίζεται από την απορία ? αγωνία που του είχε δημιουργήσει ο τίτλος.

 

     Σ? αυτήν τη σκηνή η μητέρα αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα που σχετίζονται με τη διάπραξη του αμαρτήματός της ?του ακούσιου φόνου του πρώτου θηλυκού της παιδιού. Παρά τον απρόθετο και ακούσιο χαρακτήρα του φόνου εξ αμελείας, η πράξη αυτή δεν παύει να είναι φόνος, και μάλιστα παιδοκτονία. Το έγκλημα παίρνει ακόμη τραγικότερες διαστάσεις, αν αναλογιστεί κανείς ότι το βρέφος φονεύτηκε από την ίδια τη γυναίκα που του χάρισε τη ζωή. Είναι φυσικό, επομένως, αυτό το γεγονός να στιγματίσει τη ζωή της, να καταρρακώσει ανεπανόρθωτα τον ψυχικό της βίο, αφήνοντας κενά και ανεπούλωτα τραύματα, και να επηρεάσει τη μετέπειτα συμπεριφορά της.

     Ως αίτιο του ακούσιου φόνου προβάλλεται η κούρασή της, που τονίζεται μάλιστα με την επανάληψη και επιβεβαιώνεται και από τον πατέρα. Επιπροσθέτως, η υπογράμμιση της κούρασης προδίδει την ενοχοποιημένη συνείδηση της μητέρας που προσπαθεί να δικαιολογήσει το έγκλημά της πρώτα πρώτα στον ίδιο της τον εαυτό, μια υποσυνείδητη προσπάθεια για απενοχοποίηση και ελάφρυνση της φορτωμένης από τις τύψεις και ενοχές συνείδησής της.

«Η αμαρτία είναι αμαρτία». Το στίγμα της ανάξιας μάνας που δεν μπόρεσε να κρατήσει στη ζωή το παιδί που της χάρισε ο Θεός, τη βαραίνει σ? όλη της τη ζωή. Ας μην το έμαθε ο κόσμος. Το γνωρίζει ο Θεός και η συνείδησή της. Είναι ένα αμάρτημα βαρύ, μια αμαρτία χωρίς εξιλέωση. Η μητέρα προσπαθεί να εξιλεωθεί απέναντι στο Θεό με την αυτοτιμωρία της. Όσο περισσότερο βασανιστεί σωματικά και ψυχικά, όσο πιο πολύ τιμωρηθεί στη ζωή της, τόσο πιο κοντά θα φτάσει στην εξιλέωση και στον εξαγνισμό της. Κρίνει ότι τα πλήγματα που της δίνει η ζωή, όπως ο θάνατος της Αννιώς, είναι τιμωρία του Θεού για την αμαρτία της («Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρεις το παιδί, για να με τιμωρήσεις», «η αμαρτία μου, βλέπεις, δεν εσώθηκεν ακόμη»). Την τιμωρία του Θεού επιτείνει με δικές της πρωτοβουλίες ? τις υιοθεσίες των κοριτσιών- που αποτελούν πράξεις αυτοτιμωρίας, γιατί πιστεύει ότι έτσι ίσως να μειωθεί η μήνις του Θεού: «όσο περισσότερο τυραννηθώ και χολοσκάσω τόσο λιγότερο θα με παιδέψει ο Θεός για το παιδί που πλάκωσα». Η ανατροφή ξένου παιδιού είναι αυτοτιμωρία («ξένο παιδί? ναι παίδεψι») και αποτελεί προσπάθεια εξιλέωσης («μα για μένα η παίδεψι αυτή είναι παρηγοριά και ελαφροσύνη»). (Αξίζει να σημειωθεί ότι το μοτίβο της αυτοτιμωρίας είναι κοινός τόπος στο έργο του Βιζυηνού. Αυτοτιμωρούμενος είναι και ο Κιαμήλ στο «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» και ο Σελήμ στο διήγημα «Μοσκώβ-Σελήμ»).

Ο αναγνώστης μπορεί τώρα να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της μητέρας και την προσκόλλησή της στα κορίτσια. Πλάι στη συμπάθειά του γι? αυτήν αναπτύσσεται ο οίκτος και ο έλεος, καθώς η μητέρα είναι τραγικό πρόσωπο.

Η ανάγκη για υιοθεσία κοριτσιών υπαγορεύεται από δύο λόγους:

1. Ηθικό αίτιο: η προσπάθεια εξιλέωσης για την αμαρτία, η αυτοτιμωρία («ημέρωνα τη συνείδησή μου»).

2. Ψυχολογικό αίτιο: Τα υιοθετημένα κορίτσια αναπλήρωναν το ψυχολογικό κενό που της άφησαν ο θάνατος του βρέφους και της Αννιώς, λειτουργούσαν ως υποκατάστατα («ξεχνούσα κείνο πω? χασα»).

            Με την αποκάλυψη του μυστικού επαναπροσδιορίζεται η σχέση μητέρας και γιου και τοποθετείται σε νέα βάση. Μέχρι στιγμής η πλάνη του Γιωργή, η άγνοια της αλήθειας, και η ανεξήγητη συμπεριφορά της μητέρας που κρατούσε καλά το μυστικό της ερμηνεύουν τις διακυμάνσεις στη σχέση τους. Τώρα, όμως, η αγάπη που τους συνδέει αποκαθίσταται οριστικά και παγιώνεται με την κατανόηση και το σεβασμό.

Η ομολογία της μητέρας για τον πρόωρο απογαλακτισμό και τον παραγκωνισμό του μετά τη γέννηση της Αννιώς αποτελεί μάλλον μια έμμεση συγγνώμη και επομένως αποτελεί δικαίωση για το Γιωργή ύστερα από τόσα χρόνια. Ο Γιωργής τη συγχωρεί για τη στέρηση της μητρικής αγάπης (η ψυχολογία αναφέρει ότι είναι τραυματική εμπειρία για το παιδί ο πρόωρος και απότομος απογαλακτισμός του και μπορούμε να φανταστούμε τα τραύματα και τα απωθημένα που βρίσκονταν ίσως σε λανθάνουσα κατάσταση ή στο υποσυνείδητό του).

Ακόμη, χαρακτηρίζει το αμάρτημα «δυστύχημα» (το φέρνει στις πραγματικές του διαστάσεις) και ερμηνεύει κάτω από άλλο πρίσμα τη συμπεριφορά της μητέρας του. Η απλή, ενάρετη και θεοφοβούμενη μητέρα του είχε συναίσθηση της ηθικής βαρύτητας της πράξης της και η όλη «παράλογη» συμπεριφορά της βασιζόταν στην ανάγκη του ηθικού εξαγνισμού που ήταν όμως αδύνατος. Μια επίγεια κόλαση? Η προσοχή του αφηγητή εστιάζεται πλέον στην ανακούφιση της μητέρας του. Προσπαθεί με τα επιχειρήματά του να την απαλλάξει από τις τύψεις.

Η πίστη στην αγάπη της μητέρας του αποκαταστάθηκε, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αποκαταστάθηκε πλήρως και η ψυχική γαλήνη του Γιωργή. Πληροφορείται από την εξομολόγηση ότι οι γονείς του απογοητεύτηκαν όταν γεννήθηκε, γιατί ήθελαν κορίτσι, για να αναπληρώσουν το κενό του πεθαμένου βρέφους. Εξάλλου, ύστερα από την προσευχή στην εκκλησία, θα μπορούσε να βρίσκεται εκείνος στη θέση της Αννιώς, αλλά ο Θεός έκανε την επιλογή του. Και στις δυο περιπτώσεις, αν είχε γεννηθεί κορίτσι και όχι αγόρι αφενός, κι αν είχε πεθάνει εκείνος αντί της Αννιώς αφετέρου, η μητέρα του θα είχε ίσως εξιλεωθεί και δε θα βασανιζόταν ψυχικά και ηθικά. Υποθέτουμε ότι, κατά κάποιον τρόπο, αισθάνεται ένοχος για το μαρτύριο της μητέρας του και γι? αυτό θα πασχίσει να τη βοηθήσει να λυτρωθεί. Η λύτρωση της μητέρας θα αποτελέσει (;) και δική του λύτρωση.

Η μητέρα αφηγείται τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς με εξονυχιστικές λεπτομέρειες. Έχουν χαραχθεί βαθιά στη μνήμη και στην ψυχή της, γιατί την οδήγησαν στη συντριβή. Εξάλλου, στόχος του συγγραφέα είναι με την επιβράδυνση της αφήγησης να αυξήσει το ενδιαφέρον και να παρατείνει την αγωνία του αναγνώστη για την τελική έκβαση.

     Ξεκινά από το ίδιο σημείο αφετηρίας με το διήγημα: η Αννιώ «ήταν η μόνη μας αδελφή» (σελ.147) ? φράση όμοια με την πρώτη φράση του διηγήματος. Ως προς την αφηγηματική τεχνική η φράση αποτελεί τραγική ειρωνεία.

Η σκηνή αυτή αποτελεί εγκιβωτισμένη αφήγηση (αφήγηση που παρεμβάλλεται μέσα στην κύρια αφήγηση), το επίπεδο της αφήγησης είναι μεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό (δευτερεύουσα αφήγηση που ενσωματώνεται στην κύρια), ο αφηγητής είναι η μητέρα πλέον (αφηγητής ενδοδιηγητικός και ομοδιηγητικός, αφηγητής δηλαδή που ανήκει στα πρόσωπα του διηγήματος και αφηγείται ένα δικό του βίωμα) και αφηγείται μια ιστορία από το παρελθόν της, έχουμε επομένως ανάδρομη αφήγηση ή ανάληψη. Η χρονική σειρά αφήγησης των γεγονότων είναι ομαλή γραμμική.

 

 

 

 

4η ενότητα

Η εξομολόγηση στον Πατριάρχη ? Η λύτρωση

 

     Αμέσως μετά την εξομολόγηση στον Πατριάρχη ο αφηγητής πέφτει σε μια νέα πλάνη, θεωρώντας ότι επιτέλους η μητέρα του λυτρώθηκε. Η χαρά του ήταν σύντομη, καθώς η σιωπή της μητέρας αρχικά και η τελική της ομολογία αποκαλύπτουν ότι η μητέρα δε βρήκε την ψυχική γαλήνη. Ο Πατριάρχης «σχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου», όπως και ο ελεήμονας και μεγάθυμος Θεός. Ανακουφίστηκε κάπως, γιατί ο Θεός συγχώρεσε την αμαρτία της και έτσι εξιλεώθηκε από το φόβο της τιμωρίας του. Όμως, το αμάρτημά της είναι ασύγγνωστο. Τι κι αν ο Θεός τη συγχώρεσε; Η ίδια δεν μπορεί να συγχωρήσει τον εαυτό της. Τη βαραίνουν οι τύψεις, οι ενοχές, ο πόνος. Η μητέρα δε βρήκε τελικά τη λύτρωση?

     Ο επίλογος του διηγήματος είναι λιτός, απότομος, απροσδόκητος και απαισιόδοξος. Δεν επέρχεται η λύτρωση και η κάθαρση. Τα μάτια της μητέρας γεμίζουν δάκρυα και ο αφηγητής σιωπά. Κανείς τους δεν απαλλάσσεται από τις ενοχές, κανείς δεν κερδίζει την ψυχική γαλήνη. Τα ψυχολογικά κενά και ο πόνος θα συνεχίσουν να βασανίζουν τη Δεσποινιώ και το γιο της όπως και όλους τους ανθρώπους?

     Η κάθαρση δεν επήλθε για τη μητέρα, επήλθε όμως στην ψυχή του αναγνώστη που βλέπει με οίκτο και συμπάθεια την τραγική μάνα να τυραννιέται.

 

 

 

    

    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  ΑΦΗΓΗΣΗ ? ΑΦΗΓΗΤΗΣ ? ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ

 

1. ΑΦΗΓΗΤΗΣ:

Η αφήγηση σε α΄ενικό πρόσωπο αποτελεί καινοτομία γύρω στα 1880. Ο αφηγητής που επιλέγει αυτόν τον τρόπο αφήγησης, τη μίμηση, αρνείται το ρόλο του παντογνώστη-παντεπόπτη και περιορίζεται στη μερικότητα της περιορισμένης οπτικής γωνίας. Αρνείται τη φαντασία και τις γραπτές πηγές του ιστορικού μυθιστοριογράφου και αντλεί το υλικό του από τα προσωπικά του βιώματα. Γίνεται ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας του.

Ο αφηγητής στο διήγημα αυτό είναι δραματοποιημένος, πρόσωπο που συμμετέχει στην αφήγηση, παρατηρεί τα γεγονότα από εσωτερική οπτική γωνία (αφήγηση με εσωτερική εστίαση, μη προνομιακός). Είναι εξωδιηγητικός (αφηγητής α΄βαθμού) και ομοδιηγητικός -αυτοδιηγητικός (αφηγείται τη δική του ιστορία).

Στην αρχή του διηγήματος είναι αφηγητής ? παρών, όχι όμως πρωταγωνιστής. Παρακολουθεί τα γεγονότα, συμμετέχει σ? αυτά, δεν έχει όμως πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι δηλαδή δραματοποιημένος, αλλά βρίσκεται στο περιθώριο. Η δραματοποίησή του κορυφώνεται στην πορεία του διηγήματος, όταν αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, στις ακόλουθες σκηνές: στην εφιαλτική εμπειρία της πρώτης νύχτας στην εκκλησία, στο άκουσμα της προσευχής της μητέρας, στη διάσωσή του από τη μητέρα, στη συζήτηση με τη μητέρα και στην αποκάλυψη του μυστικού και τέλος στις ενέργειές του για την εξομολόγηση από τον Πατριάρχη.

Η απουσία του από τα δρώμενα στην περίοδο του ξενιτεμού σχεδόν δε γίνεται αισθητή, καθώς αναφέρεται με συντομία. Όσα συμβαίνουν κατά την απουσία του τα αφηγείται ως παντογνώστης ? απών από την αφήγηση. Στο περιθώριο βρίσκεται και κατά την αποκάλυψη του μυστικού ? αμαρτήματος από τη μητέρα. Σ? αυτήν την ανάδρομη ? εγκιβωτισμένη αφήγηση η μητέρα παίρνει τη σκυτάλη του αφηγητή. Στο διήγημα, δηλαδή, υπάρχει δυαδική οπτική γωνία, εφόσον υπάρχουν δύο αφηγητές: α) ο ήρωας και β) η μητέρα του.

Όμως, δυαδική οπτική γωνία εντοπίζουμε και στην αφήγηση του ήρωα, αφού στην αρχή αφηγείται τα γεγονότα όπως τα αντιλαμβανόταν η παιδική του συνείδηση (αφηγητής-παιδί), με την πολύ περιορισμένη από την άγνοια οπτική του γωνία, ενώ στη συνέχεια εμφανίζεται ο ώριμος αφηγητής, ενήλικος πια και μορφωμένος, γνώστης του παρελθόντος της μητέρας και του μυστικού της.

Στην πραγματικότητα, όταν αρχίζει η αφήγηση, ο αφηγητής είναι ώριμος και γνώστης του μυστικού. Κατασκευάζει όμως τον αφηγητή παιδί, αφηγείται τα δρώμενα όπως τα προσελάμβανε η παιδική του αντίληψη, μέσα από την πλάνη και την άγνοια, για να εντάξει και τους αναγνώστες στο πλαίσιο της άγνοιας και να δημιουργήσει την περιέργεια, την αγωνία, το σασπένς. Σε ορισμένα σημεία, μέσα από σύντομες, μεμονωμένες φράσεις ή ειρωνικά σχόλια αποκαλύπτεται η οπτική γωνία του ώριμου αφηγητή.

Ο αφηγητής, επομένως, δεν έχει σταθερά την ίδια οπτική γωνία. Διεκδικεί και για τον εαυτό του το ίδιο δικαίωμα που δίνει σε οποιονδήποτε ήρωά του να βρίσκεται σε πλάνη σχετικά με την πραγματικότητα και να συμπληρώνει σταδιακά τα κενά του. Με την πρώτη φράση του διηγήματος αρχίζει να μιλά ως συλλογικό ? οικογενειακό φερέφωνο, κρυμμένος στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο, δίνει το λόγο και στα άλλα πρόσωπα, στη μητέρα μάλιστα και έναν εκτενή μονόλογο ?το ρόλο του δεύτερου αφηγητή- και τελειώνει με την προσωπική του παραίτηση από το λόγο, με την αυτοαφαίρεση του λόγου στην καταληκτική φράση «και εγώ εσιώπησα».

 

 

2. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

 

            Ο χρόνος της ιστορίας είναι ο φυσικός χρόνος κατά τον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα και διαρκεί 28 χρόνια. Δε ρέει ευθύγραμμα, ούτε παρατίθενται όλα τα γεγονότα.

«Επί εικοσιοκτώ τώρα έτη βασανίζεται η τάλαινα γυνή?». Αν τα προσθέσουμε στα 1847 (πιθανό έτος του «αμαρτήματος», φτάνουμε στο 1875, ενώ η συγγραφή του διηγήματος τοποθετείται περίπου στα 1882-1883. Το πιο πιθανό είναι ο Βιζυηνός να υπολόγισε βιαστικά τα 28 χρόνια αρχίζοντας, όπως και το διήγημά του, από το θάνατο του πατέρα και της Αννιώς (1854-1855).

Ο αφηγημένος χρόνος είναι μεγαλύτερος από το χρόνο της ιστορίας, αφού περιλαμβάνει και γεγονότα που έγιναν πριν από την ιστορία.

          Ο χρόνος της αφήγησης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο αφηγητής αφηγείται την ιστορία του και ο αναγνώστης τη διαβάζει.

 

            Η χρονική σειρά παρουσίασης των γεγονότων δεν είναι ευθύγραμμη, καθώς στο κείμενο υπάρχουν αρκετές αναχρονίες (δηλαδή αναδρομικές και προδρομικές αφηγήσεις).

α) Αναδρομικές αφηγήσεις ή αναλήψεις: Ο σκοπός ? η λειτουργικότητά τους έγκειται στα ακόλουθα:

  • Αποσαφηνίζουν-φωτίζουν τα γεγονότα του παρελθόντος
  • Συντελούν στην ολοκλήρωση του ψυχογραφήματος των χαρακτήρων αποκαλύπτοντας εμπειρίες τους και πλευρές της προσωπικότητάς τους
  • Επιμηκύνουν τον αφηγηματικό χρόνο αποτελώντας είδος επιβράδυνσης και
  • Διατηρούν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
  • Στη σκηνή της ταραχής του μικρού ήρωα ύστερα από την προσευχή της μητέρας στην εκκλησία: «ανεκάλεσα εις την μνήμην μου», «προσεπάθησα να ενθυμηθώ», «ενθυμήθηκα». Η αναδρομή αποτελεί μια προσπάθεια ερμηνείας της προσευχής και το πλαίσιο εκδήλωσης των καταπιεσμένων συναισθημάτων του Γιωργή. (σελ.133)
  • Η σύνθεση του μοιρολογιού του πατέρα από το γύφτο αποτελεί προσήμανση του θανάτου της Αννιώς. (σελ.134)
  • Η σκηνή με το αγίασμα που δίνει η μητέρα στα παιδιά (δρώμενο που συνηθιζόταν στην οικογένεια): «μου ήλθεν εις τον νουν ότι?», «ενθυμήθην». (σελ.137)
  • Ο αξιοπρεπής σιωπηρός θρήνος της μητέρας στο θάνατο του άντρα της στόχο έχει να τονίσει τις παράφορες εκδηλώσεις για το θάνατο της Αννιώς. (σελ.138)
  • Η αναδρομή στην οικονομική δυσπραγία της οικογένειας μετά το θάνατο της Αννιώς λειτουργεί μεταβατικά. Με το «εν τούτοις» μεταβαίνουμε στην αντιμετώπιση της νέας κατάστασης και τονίζεται έτσι η δραστηριοποίηση της μητέρας, η αφύπνισή της και το ενδιαφέρον της για την ανάληψη των οικογενειακών της καθηκόντων. (σελ.138)
  • Η διάσωση του Γιωργή από τη μητέρα και η υπόσχεση που της έδωσε. Η αναδρομή προαναγγέλλεται με τη φράση «την υπόσχεσιν ταύτην την είχον δώσει αληθώς?»και εισάγεται με τη φράση: «ήτο καθ? ην εποχήν?». Η αναδρομή κλείνει κυκλικά με την αναφορά της υπόσχεσης. Ο σκοπός της είναι να καταδείξει το νόημα της υπόσχεσης και να αποκαταστήσει τον ψυχικό δεσμό του ήρωα με τη μητέρα του. (σελ.142).
  • Η εκτενέστερη και πλέον περίτεχνη αναδρομή είναι η σκηνή της αποκάλυψης του αμαρτήματος από τη μητέρα. Σ? αυτή τη συγκλονιστική σκηνή λύνεται η απορία που γεννά ο τίτλος για το αμάρτημα, ερμηνεύεται η έως τότε ανεξήγητη παθολογική συμπεριφορά της μητέρας και αποκαθίσταται οριστικά η σχέση μητέρας ? αφηγητή. (σελ. 147)

β) Πρόδρομες αφηγήσεις ή προλήψεις:

  • Ο αφηγητής υπόσχεται μετά τη διάσωσή του στο ποτάμι να συντηρεί τη μητέρα και τη θετή του αδελφή. (σελ.143-144)
  • Η αναχώρηση του Γιωργή για τα ξένα, η περίοδος της ξενιτιάς με τις δυσκολίες της παρουσιάζει τη στενοχώρια που θα προκαλέσει στη μητέρα του.(σελ.144)

 

 

γ) Εγκιβωτισμός (αφήγηση μέσα στην αφήγηση) είναι η αφήγηση της μητέρας στην οποία αποκαλύπτεται το αμάρτημά της.

δ) Παρέμβλητες αφηγήσεις αποτελούν όσες δε σχετίζονται απόλυτα με την ιστορία, π.χ. οι αντιλήψεις για τις ασθένειες.

            

Αναφορικά με τη διάρκεια της αφηγηματικής οργάνωσης του χρόνου:

 

α) Σκηνές υπάρχουν στην περίπτωση ισοχρονίας, όταν δηλαδή ο χρόνος της ιστορίας έχει την ίδια διάρκεια με το χρόνο της αφήγησης. Σκηνές αποτελούν οι διάλογοι και οι μονόλογοι του διηγήματος.

β) Η έλλειψη είναι μορφή ανισοχρονίας. Ένα μέρος της ιστορίας αποσιωπάται τελείως από την αφήγηση. Έτσι ο αφηγηματικός χρόνος είναι πολύ μικρότερος από το χρόνο της ιστορίας. Η έλλειψη συντελεί στη μεγαλύτερη δυνατή επιτάχυνση της αφήγησης.

Π.χ. Δεν αναφέρεται καθόλου στις σπουδές του.

β) Η περίληψη ή σύνοψη είναι μορφή ανισοχρονίας. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της ιστορίας είναι πολύ μεγαλύτερος από το χρόνο της αφήγησης και έτσι συμβαίνει μέσα σε λίγες φράσεις να συνοψίζεται μια μεγάλη χρονική περίοδος.

Π.χ. «Πριν δε κατορθώσω να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη?».

Η σύνοψη συντελεί στην επιτάχυνση του ρυθμού της αφήγησης.

γ) Η παύση εντοπίζεται στις παρεκβάσεις, στις σκέψεις και στα σχόλια του αφηγητή, καθώς επίσης στις περιγραφές. Στις περιπτώσεις αυτές ενώ κυλά ο αφηγηματικός χρόνος δεν έχει αντίστοιχό του στην ιστορία της αφήγησης. Η παύση αποτελεί τη μεγαλύτερη δυνατή επιβράδυνση.

 

Με τις αναλήψεις, τις προλήψεις, τον εγκιβωτισμό και τις παύσεις, παρέμβλητες αφηγήσεις ή περιγραφές ο χρόνος διαστέλλεται,   ? Επιβράδυνση

                                              

Με τις ελλείψεις και τις περιλήψεις ο χρόνος συστέλλεται. ? Επιτάχυνση

 

 3. Προοικονομία: Ο συγγραφέας φροντίζει να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε ο αναγνώστης να είναι προετοιμασμένος για την εξέλιξη του μύθου και να αποδεχτεί τα γεγονότα ως λογικό και φυσικό επακόλουθο: π.χ.

  • Η επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς προοικονομεί το θάνατό της.
    • Η αντίδραση των αγοριών στη δεύτερη υιοθεσία ενοχλεί τη μητέρα η οποία ανακαλεί την υπόσχεση που της είχε δώσει ο Γιωργής. Προοικονομείται έτσι η επιστροφή του από τα ξένα.

4. Προσήμανση ? Προϊδεασμός : Μια μικρή υποψία, ένα είδος πρόγευσης για ό, τι θα επακολουθήσει, μια αόριστη ιδέα γι? αυτό που θα συμβεί στη συνέχεια:

  • Στη σύνθεση του μοιρολογιού από το γύφτο και στην τελετή ανάκλησης της ψυχής του πατέρα υπάρχουν αρκετά στοιχεία που προϊδεάζουν για το θάνατο της Αννιώς.
  • Στην προσευχή μέσα στην εκκλησία «ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρεις το παιδί, για να με τιμωρήσης» και στη φράση «η αμαρτία μου, βλέπεις, δεν εσώθηκεν ακόμη».
  • Στο σχόλιο του αφηγητή, όταν η μητέρα πλήρωσε το γύφτο με δυο ρουμπιέδες: «τότε είχομεν ακόμη αρκετούς». Ο αναγνώστης προϊδεάζεται για την οικονομική δυσπραγία που θα ακολουθήσει.

 

5. Περιγραφή

 

6. Πλοκή: Ο μύθος συγκροτείται από μια αλυσίδα δραμάτων που αποτελούν συνέπειες του αρχικού αμαρτήματος της μητέρας. Αν δεν είχε διαπράξει την παιδοκτονία, δε θα είχε προσηλωθεί με πάθος στην Αννιώ, δε θα είχε παραμελήσει τα αγόρια της, δε θα είχε προβεί στις υιοθεσίες?

?  Τα ψυχικά πάθη και οι συγκρούσεις των χαρακτήρων, αποτελέσματα του αρχικού αμαρτήματος και των ακόλουθων αμαρτημάτων της μητέρας,

?  Οι αντιθέσεις ,

?  Η αληθοφάνεια,

?  Οι εναλλαγές στο χώρο και στο χρόνο,

?  Η θεμελίωση της πραγματικότητας του αφηγητή στην πλάνη και στην αυταπάτη,

?  Η αγωνία, η έκπληξη και το αίνιγμα που θυμίζουν αστυνομικό μυθιστόρημα,

?  Ο συνδυασμός του αινίγματος με το δράμα,

?  Η διπλή πραγματικότητα μητέρας ? γιου και η αδυναμία τους για επικοινωνία

?  Οι δραματικές κορυφώσεις και το αδιέξοδο του τέλους,

Συνθέτουν μια περίτεχνη πλοκή, με δραματική πυκνότητα που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος, καθώς οδηγεί στη λύση του αινίγματος του τίτλου, όχι όμως και στη λύση του αινίγματος των χαρακτήρων.

 

7. Αφηγηματικά μοτίβα

  • Το μοτίβο της μητρικής προσήλωσης και της αδελφικής αγάπης προς την Αννιώ.
  • Το μοτίβο της ασθένειας της Αννιώς (επαναλαμβανόμενες φράσεις = leitmotiv).
  • To μοτίβο της στέρησης της μητρικής αγάπης και της ζήλιας.
  • Το μοτίβο της μητρικής ενοχής.

   

8. Γλώσσα

            Στην εποχή του Βιζυηνού η γλώσσα της πεζογραφίας είναι η καθαρεύουσα ? η λόγια και έτσι γράφει σ? αυτήν. Ωστόσο, η γλώσσα του είναι πρόσφορη και σε λαϊκούς τύπους, κάτι που αποδεικνύει την αγάπη του για τη δημοτική γλώσσα και την εκτίμηση της αξίας της.

            «Η καθαρεύουσα του Βιζυηνού ανοίγει το δρόμο στη δημοτική, όχι μόνο γιατί οι ήρωες μιλούν στη δημοτική, αλλά κυρίως γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας διακατέχεται από το λαϊκό αίσθημα» (Κ.Μπαλάσκας).

           Έτσι λοιπόν, στην αφήγηση χρησιμοποιεί τη λόγια γλώσσα εμπλουτισμένη με αρχαιοπρεπείς τύπους (ασκαρδαμυκτί, δύσνους, παρειών, υπέστην κ.ά.). Στην αφήγηση ο λόγος ανήκει στον πεπαιδευμένο-επιστήμονα συγγραφέα της ώριμης ηλικίας.

            Ωστόσο, δε λείπουν οι παραχωρήσεις σε τύπους της δημοτικής γλώσσας τις οποίες μάλιστα καλλωπίζει δίνοντάς τους λόγια μορφή ή καταλήξεις (γαμβρός, εύμορφο, πανδρευμένο κ.ά.). «Η καθαρεύουσά του φτάνει σε ωραία εκφραστικά επιτεύγματα αλλά και όταν χρησιμοποιεί τη δημοτική για να δώσει ρεαλιστικά τους ανθρώπινους τύπους, η γλώσσα έχει υποστεί μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική επεξεργασία» (Παγανός).

            Στους διαλόγους των ηρώων (συμπεριλαμβανομένου και του αφηγητή) με σκοπό την αληθοφάνεια των χαρακτήρων και το ρεαλισμό, χρησιμοποιεί τη λαϊκή γλώσσα με ιδιωματικούς μάλιστα τύπους και τρόπους σύνταξης ? στοιχεία θρακιώτικης διαλέκτου (βώδι, κανάκεμα, χολοσκάσω, μαθές, πολλακαμένο, να φάνε τη γλώσσα τους που τώβγαλαν κ.ά.).

            Κριτήρια διαμόρφωσης των γλωσσικών ποικιλιών είναι:

α) Η διπλή ιδιότητα του λογοτέχνη και του επιστήμονα (δημοτική ? καθαρεύουσα).

β) Η δυαδική οπτική γωνία του αμόρφωτου παιδιού και του επιστήμονα ενήλικα.

γ) Το ενδιαφέρον του για την ψυχογραφία και την ηθογραφία. Χρησιμοποιεί τη δημοτική για να αποδώσει ρεαλιστικά τους χαρακτήρες του, γι? αυτό και οι ήρωές του είναι γνήσιοι, αληθινοί.

            Ο λόγος του είναι απλός και συγκρατημένος, μικροπερίοδος, χωρίς φραστικές υπερβολές και ρητορισμό, παρά το ότι βαρύνεται από τη δραματική ένταση. Το ύφος απλό, φυσικό και ανεπιτήδευτο.