ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΤΟ "ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ"

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

στο "Αμάρτημα της μητρός μου"

 

 

 


Να εξετάσετε ως παράλληλο κείμενο προς «Το Αμάρτημα της μητρός μου» το ακόλουθο απόσπασμα από τη « Φαρμακολύτρια» του Αλ.Παπαδιαμάντη.


? ?γία ?ναστασία ? Φαρμακολύτρια ε?ν? ?κείνη, ?τις χαλν? τά μάγια, ?τοι λύει π?σαν γοητείαν καί μεθοδείαν πονηράν ?π? ?χθρ?ν γινομένην. Ε?ς ?μέ, παρευρεθέντα κατά τύχην ?κε?, τό πρ?γμα ?φαίνετο παράξενον, ?σον ?θελε φαν? ε?ς μαθητήν τ?ς γ΄ τάξεως ?παρχιακο? γυμνασίου, δραπετεύσαντα ?μα τ? ?νάρξει τ?ν μαθημάτων, ε?ς τό μέσον το? ?τους. ?λλ? ? ?ξαδέλφη μου Μαχούλα ?ξευρε τί ?καμνεν.
?να υ?όν, μονάκριβον, τόν ε?χε. Καί ε?χε τέσσαρας κόρας μικράς, τ?ν ?ποίων ? μεγαλυτέρα ?τον ?δη δεκαέξ χρόνων. Καί ? υ?ός της, πρωτότοκος, ?γγιζεν ?δη τό ε?κοστόν ?τος. Καί ?δη ?χανε τόν νο?ν του κ? ?ζητο?σε νά νυμφευθ?.
Το
? ε?χαν κάμει μάγια, α? γυνα?κες, ?πό τόν Πέρα Μαχαλ?ν. Καί το? ε?χαν σηκώσει τά μυαλά του. Πο?ος ?ξεύρει τί μαγγανείας το? ?καμαν, καί τί το? ?δωκαν νά πί?. ?γνώριζαν ?κε?ναι ?πό μαγείας...
Κι
?γάπησε μίαν κόρην, ?τις ?τον μεγαλυτέρα ?π? α?τόν στά χρόνια, καί ?θελε νά τήν λάβ? σύζυγον.
«
? θά τήν πάρω, μάνα, ? θά σκοτωθ?». Τό ε?χε πάρει κατάκαρδα. ?τον «?ρωτοχτυπημένος». Τώρα, τί νά κάμ? ? ?ξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν? ?φήσ? τόν υ?όν της νά ?μβ? στά βάσανα, τόσον νέος, κι α?τή νά ?χ? τέσσαρας κόρας ?νυπάνδρους, νά τάς καμαρών?; Καί ποιός γονιός τό δέχεται α?τό;
Λοιπόν
?πεσε στά θεωτικά πράγματα. ?καμε λειτουργίας πολλάς, καί ?γιασμούς, καί παρακλήσεις. ?π?ρε τά ρο?χα το? γυιο? της, καί τά ?βαλε νά λειτουργηθο?ν ?πό τήν ?γίαν Τράπεζαν. ?παίδευσε τόν ?αυτόν της μέ πολλάς νηστείας, ?γρυπνίας, καί γονυκλισίας.
Τελευτα
?ον προσέφυγεν ε?ς τήν χάριν τ?ς ?γίας ?ναστασίας τ?ς Φαρμακολυτρίας. Α?τη ε?χε παρά Θεο? τό χάρισμα νά διαλύ? τάς μαγείας καί γοητείας. ?π?γε, τήν ?λειτούργησεν, ?ζωσε τόν ναόν της ?πτά φοράς (τελο?σα μόνη της ?διαιτέραν λειτουργίαν περιπαθ? ?κ μητρικ?ς στοργ?ς) μέ κηρίον ?κατονταόργυιον, τό ?πο?ον ? ?δία ε?χε παρασκευάσει μέ τάς χε?ράς της, καί παρεκάλει τήν ?γίαν νά χαλάσ? τά μάγια, νά ?λθ? στόν νο?ν του ? υ?ός της, ? ?ρωτοχτυπημένος καί ποτισμένος ?πό κακάς μαγγανείας, καί νά μή χάν? τά μυαλά του ?δικα...
(Α. Παπαδιαμάντης, Η Φαρμακολύτρια. Απάνθισμα διηγημάτων Α. Παπαδιαμάντη, Ανθολόγηση: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Εκδόσεις Δόμος [Αθήνα, 2001], σσ. 356-357.)




 Να εξετάσετε ως παράλληλο κείμενο στην ενότητα της ξενιτιάς το ακόλουθο ποίημα του Γ.Βιζυηνού:

  

  

   Η μάνα

Φουρτούνιασεν η θάλασσα
και βουρκωθήκαν τα βουνά,
είναι βουβά τ' αηδόνια μας
και τα ουράνια σκοτεινά
κι η δόλια μου ματιά θολή,
παιδί μου, ώρα σου καλή!

Βουίζει το κεφάλι μου
σαν του χειμάρρου τη βοή,
ξηράθηκαν τα χείλη μου
και μου εκόπηκι η πνοή
σ' αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!

Να σε παιδέψει ο πλάστης μου,
καταραμένη ξενιτιά,
μας παίρνεις τα παιδάκια μας
και μας αφήνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή
όταν τα λέμ' "ώρα καλή!".

Το παιδί


Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάννα, σα φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά, σηκώνουν κύμα βροντερό!
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σα νερό,
και γω το κύμα τ' ακλουθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός,
τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός!
Ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ...
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Πλάκωσε γύρω καταχνιά κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή!
Δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή,
να με φυλάγη, μη χαθώ,
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ.

 

από Tο τέλος του παραμυθιού ή η αρχή του ονείρου, Eρμής 2001

  

 

Να εξετάσετε ως παράλληλο κείμενο στη σκηνή της ανάκλησης της ψυχής του νεκρού πατέρα το ακόλουθο ποίημα:

Επί του τάφου του πατρός μου
Γεώργιος Βιζυηνός «Ποιητικά πρωτόλεια»

1873 ?ανουαρίου 14

Ξύπνα πατέρα! χαραυγ?
τ
?ν ο?ραν? χρυσώνει,
κι'
?λη ξυπν? ? μαύρη γ?.
Ξύπνα κα
? σ? μ? τ?ν Α?γή, ν' ?κούσουμε τ' ?ηδόνι.

Μ
? τ? μητέρα μι? ψυχή,
σ
? κάθε τέτοιαν ?ρα
πετούσετε στ
?ν προσευχή.
Τ
? σήμαντρό μας ?ντηχε?. Γιατί κοιμ?σαι τώρα;

Ε
?ναι τ? ?νειρο μακρ?
'πο
? βλέπεις α?το? πέρα;
Κοιμήθηκες, κι'
?μουν μικρό,
κι'
?ς ν? τελειώσ? τ? πικρό, ?τράνεψα, πατέρα!

Ξύπνα ν
? ?δ?ς, Χλωμ?, γρ?ά,
? δόλια μας μητέρα!
Κα
? τ? φτωχή μας τ? γιαγι?
'κε
? κάτου, στ? χλωρ? βαϊά... τ?ν θάψαμε μι? 'μέρα!

Πές μου, πατέρα, τ
? χωρι?
πο
? π?ν ο? πεθαμένοι
'μπορ
? ν? 'πάγω ν? τ? δι?;
Δυό λουλουδάκια μόνο, δυό, ν
? πάρω στ?ν καϋμένη!

Μ
? ε?παν ? ε?ναι ζοφερ?
? νύχτα π?χουν σκέπη -
μά 'γ
? τ?ς ?βαλα κερ?
στ
? δεξι? τ?ν κρυερή. Τ' ?νάφτει κα? μ? βλέπει.

Θυμ
?σαι; Μ' ?κλεψες φιλ?
μι
? 'μέρα παιχνιδιάρη,
κα
? μ' ε?πες ? ?φτερο πουλ?,
χρειάζεσαι καιρ
? πολ? ν? γέν?ς παλλικάρι. -

?ρθ' ? καιρός. Ν?μαι τρανό!
Διέ με, καλ
? πατέρα,
σο
? 'τράνεψα· μ?... ?ρφανό!!
Στ
? δρόμο, 'πο? συχν? περν?, μ? ε?πανε μι? 'μέρα.

- Περν
? τ? δόλιο τ' ?ρφανό!
- Δ
? γνώρισε πατέρα!
- Τ
?ν ?χασε τρι? χρον?!
- Μοιάζει σ
?ν ?ρημο πτηνό! - ?ς τ? χαρ? ? μητέρα!

Πές μου, πατέρα, τ
?ν α?γή,
'πο
? καίει τ? λιβάνι
? μάνα κα? μυρολογε?,
? μυρωδι? περν? τ? γ?; 'Μπορε? ν? σ? ζεστάν?;

Τ
? βράδυ π?ρχομαι γοργ?
κι'
?νάφτω τ? κανδύλι
τ
? ξέρεις πο? τ' ?νάφτω 'γώ;
Ξύπνα, πατέρα! θ
? καγ?, σ? λυχναριο? φυτ?λι!

Μ
? 'φώναζες ν? κοιμηθ?
στ
? σπλαχνικ? πλευρό σου.
-
?λα, μικρό, ν? ζεσταθ?. -
Κι'
?γ? πετο?σα ν? χωθ? στ?ν κόρφο τ? γλυκό σου.

Τώρα, πατέρα, στ
?ν πικρ?
τ
? γ? τ? χιονισμένη,
στ
?ν κρύα κλίνη τ? μικρή,
σ' α
?τ? τ? νύχτα τ? μακρή, πές μου ποιός σ? ζεσταίνει;...

Θέλεις
?γ? ν' ?ποκριθ?;
Κανείς, καμι
?ν ?μέρα!
Μ
? ?ρθα 'γώ πι? ν? χωθ?
στ
?ν κόρφο σου ν? κοιμηθ?, ν?σαι ζεστός, πατέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παράλληλο κείμενο: Γ. Βιζυηνού «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου;». Να συγκρίνετε την αντίδραση του Κιαμήλη και της μητέρας μετά τη   συνειδητοποίηση του ακούσιου φόνου.

          

Είχον παρέλθει τρία περίπου έτη από της νυκτός εκείνης, ότε εισηρχόμην εις το χωρίον μας, πρώτην φοράν αφ? ότου το εγκατέλιπον παις έτι ων. Πολλά μεταξύ επισυμβάντα νεώτερα δυστυχήματα είχον επισκιάσει τρόπον τινά το παλαιόν εκείνο. Αλλ? όσω μάλλον επλησίαζον εις τον οίκον μας, τόσο μάλλον προέκυπτεν εκ του βάθους των χρόνων η θλιβερά αυτού ιστορία, τόσω μάλλον ανενεούτο. Η οδοιπορική μου άμαξα παρήλαυνεν ήδη προ μιας ετοιμορρόπου, εγκαταλελειμμένης οικίας. Πας άλλος ήθελεν αισθανθή βαθέως ελεγειακήν θλίψιν, εάν, μετά μακράν επανερχόμενος απουσίαν, εύρισκε νεκρικήν σιγήν εκεί όπου αφήκεν εύθυμον ηχηρόν βίον, καταστροφήν και ερημίαν, εκεί όπου απέλιπε την ευεστώ και την άνεσιν. Εις εμέ τα κλειστά παράθυρα, οι χαίνοντες τοίχοι, η χορτοφυούσα αυλή, ο απερίφρακτος και παντί λυμεώνι αναπεπταμένος κήπος, δεν ηξεύρω πώς ενεποίει παραδόξως ικανοποιητικήν εντύπωσιν. Μοι εφαίνετο ότι θα ελυπούμην, εάν εξηκολούθει ο οίκος εκείνος ν? ακμάζη. Διότι ήτον ο οίκος του Μητάκου, ο οίκος του Λαμπή, του πρώην ταχυδρόμου. Και τον ταχυδρόμον τούτον δεν ηδυνάμην να μη θεωρώ αίτιον του φόνου του δυστυχούς αδελφού μου. Ο καθ? αυτό φονεύς είχε παραφρονήσει ενώπιόν μου, κατ? αυτήν την πρώτην δικαστικήν ανάκρισιν, ευθύς ως εβεβαιώθη τίνος καρδίαν διεπέρασεν η σφαίρα, ην διηύθυνε κατά του φονέως του αδελφοποιτού του. Αλλ? ως σκοπόν της υπό της τυφλής εκδικήσεως ριφθείσης εκείνης βολής ο ένοχος υιός του Μητάκου υπεκατέστησε μετ? αθεοφόβου πανουργίας τα στήθη του πτωχού αδελφού μου, όστις είχε την ατυχίαν να τον ομοιάζη όχι μόνον κατά το ανάστημα και την στάσιν, αλλά και κατ? αυτά τα ενδύματα. Ήτο πλέον αποδεδειγμένον, ότι μόνον διά τούτο παρέπεισε τον εύπιστον νεανίαν να τον διαδεχθή εν τη υπηρεσία του, και εγνώσθη, ότι ήτο τόσον βέβαιος περί του αποτελέσματος της βδελυράς πανουργίας του, ώστε προείπε χαιρεκάκως και αυτήν την ώρα του ολέθρου του αδελφού μου!
     Όταν εφθάσαμεν προ της οικίας ημών, εξεπλάγην ιδών ένα πιναρόν, ρακένδυτον, γυμνόποδα Δερβίσην, εξερχόμενον της αυλής και τρέχοντα ν? ανοίξη την θύραν της αμάξης.
     ? Αμάν, σουλτανήμ! Κοκκώνα μπήλμεσιν!
     Το σώμα μου ανετριχίασεν εκ φρίκης! Αυταί ήσαν αι μόναι λέξεις, ας εξεφώνησεν ο Κιαμήλ, ότε εν πλήρει δικαστηρίω παραφρονήσας έπιπτε λιπόθυμος προ των ποδών μου!
     ? Διά τον Θεόν, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα!
     Και ο απαίσιος ήχος της φωνής αυτού, ήχος, ον θα ενόμιζε τις εξελθόντα εκ βαθέος τινός τάφου μάλλον παρά εκ στόματος ανθρώπου, ετάραξε τόσον τα νεύρα μου, ώστε όταν ερρίφθην εις τας αγκάλας της προσδραμούσης μητρός μου, δεν ηξεύρω οποίον παράξενον κράμα βδελυγμίας και οίκτου επλήρου την καρδίαν μου.
     Ούτως εισεχώρησα εις την αυλήν στρέφων τα νώτα προς το μέρος, όθεν υπέθετον το βδέλυγμα εκείνο παρακολουθούν με.
     Παρά την ετέραν του οίκου μας πλευράν ήτον ανοικτή η θύρα του κήπου. Εν τω κήπω τούτω ακμάζει ακόμη μία μηλέα, υπό την σκιάν της οποίας τόσον ευτυχείς συνεπαίζομεν άλλοτε, εγώ και οι αδελφοί μου. Αλλ? αι ηχηραί εκείναι φωναί, οι παιδικοί μας γέλωτες δεν ακούονται πλέον εκεί. Αιωνία σιγή βασιλεύει υπ? αυτήν, και λευκός λίθινος σταυρός, προ του οποίου καίει ακοίμητος λύχνος, μαρτυρεί την ιερότητα του τόπου. Εκεί κείται τεθαμμένος ο πολύκλαυστος αδελφός μου. Εκεί διηύθυνα δακρυρροών τα βήματά μου. Τα λαμπρότερα ρόδα, τα εκλεκτότερα άνθη κοσμούσι το αναπαυτήριον αυτού. Ο κήπος ημών ήτο πολύ ατημέλητος άλλοτε. Τώρα είναι πλήρης ανθέων, τα οποία φαίνονται ως εάν ανέβλυσαν πολυπληθή εκ του τάφου εκείνου και διεχύθησαν ολίγον κατ? ολίγον μέχρι των απωτάτων γωνιών του κήπου.
     ? Όλα τα καλλιεργεί ο φτωχός ο Κιαμήλης! εψιθύρισεν η μήτηρ μου θλιβερώς.
     Αι τρίχες μου ηνωρθώθησαν εκ νέου. Και στραφείς, μετά σπασμωδικώς κινουμένων χειλέων, προς τον περί ου ελάλει, ? Σε προστάζω, τον είπον, να μη ξαναπατήσης εις το σπίτι μας!
     ? Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου, μετ? απεριγράπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ? ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελλός ο καϋμένος!
     Ο Κιαμήλ προσήλου τους αλαμπείς αυτού οφθαλμούς εις το βάθος του ορίζοντος, ως άνθρωπος ουδόλως εννοών τα περί αυτόν συμβαίνοντα. Επί της κεφαλής εφόρει τώρα πρασινόζωστον κιουλάφιον Δερβίσου, το οποίον τον καθίστα μέχρι γελοίου βαθμού υψηλότατον. Περί το κατεσκληκός αυτού σώμα εκρέματο ερρακωμένον το καφτάνιον της εις ην ανήκε μοναχικής τάξεως. Οι αγκώνες αυτού διεφαίνοντο διά των ρηγμάτων των ιματίων του, αλλά ήτον εζωσμένος λαμπράν δερματίνην ζώνην φέρουσαν επί του θηλυκωτήρος μέγαν εκλεκτόν λίθον, όνυχα της Μέκκας. Η δε μορφή αυτού, είτε ως εκ της απαθείας εν η διετέλει τώρα, είτε ως εκ της επιδράσεως του ηλίου, εφαίνετο υγιεστέρα παρά πρότερον.
     ? Να κουρεύωνται! Είπεν η μήτηρ μου, βλέπουσα προς αυτόν μετ? οίκτου. ? Τον έκαμαν άγιον! Αφ? ότου ετρελλάθηκε τον έκαμαν άγιον. Και του φιλούν το χέρι, και του φέρνουν φαγητά, και του φέρνουν ρούχα, και θέλουν να τον πάρουν εις του καϋμακάμη το σπίτι. Μα εκείνος δεν τρώγει παρά ξερό ψωμί, δεν φορεί παρά αυτά που βλέπεις, και κοιμάται κατά γης μέσ? στην αχυρώνα. Και δεν θέλει να φύγη από κοντά μου ό,τι κι αν του κάμουν. Μόνον σαν τον στενοχωρήσουν παρά πολύ, μόνο σαν ταραχθή, βγάζει μία παράξενη φωνή ? Για τον Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! ? Άλλο απ? αυτό δεν ηξεύρει τίποτε! Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!
     Και ενώ εκείνη έλεγε ταύτα, εγώ εσυλλογιζόμην την ανήμερον άλλοτε οργήν της κατά του φονέως, το παράπονόν της, ότι ο πτωχός ημών αδελφός εταράσσετο εν τω τάφω του, οσάκις ο φονεύς αυτού επάτει το χώμα, έστω και εις την άκραν του κόσμου, και ανετριχίαζε το σώμα μου εκ της ιδέας, ότι ο φονεύς εκείνος περιπατεί καθ? εκάστην επί αυτού του τάφου του θύματός του, και έτρεμον μη το πληροφορηθή η ταλαίπωρος. Αυτό θα την εφόνευεν!
     ? Μολαταύτα, τη είπον, εάν τον διώξης εσύ, είμαι βέβαιος, ότι θα φύγη να πάγη με τους εδικούς του. Κάμε μου την χάριν και διώξε τον από το σπίτι μας.
     ? Αμ? τι λογής δα! ανεφώνησεν εκείνη σχεδόν δακρύουσα. ? Εγώ θυμούμαι καμμιά φορά εκείνη την σεισουράδα, που του έδωσε μια κλωτσιά και τον έδιωξεν από το δωμάτιό μας, και λέγω να είχα ένα χέρι απ? εδώ ως στην Πόλι, να του δώσω μια στο θηλυκό του πρόσωπο. Και συ με λες να τον διώξω εγώ με τα χέρια μου; Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήρθεν εις εμένα. Κουβαλεί νερό, πάγει στον μύλο, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ? αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ? ανάφτη με το χέρι του! Κ? εγώ δα μαθές πώς να τον διώξω ύστερα, αφού τον εκύτταξα εφτά μήνες μέσ? στο στρώμα, σαν το παιδί μου! Ας τώβρη από τον Θεό όποιος τον εκατάντησε σε τέτοια δυστυχία! Έλα, νάχης την ευχή μου, γυιόκα μου, άφες τον ταλαίπωρο με την συμφορά του, και πες μου δα μαθές, ευρέθηκεν ο φονιάς; Ως τόσο δεν ειμπόρεσε να βρεθή ποιος ήτανε!
     ? Όχι! απεκρίθην εγώ, όστις τον έβλεπον ενώπιόν μου.
     Διότι ανελογίσθην όσα μοι έλεγε περί αυτού· παρέβαλον την αγαθότητα του παράφρονος με την βδελυράν πανουργίαν του πρώην ταχυδρόμου, και δεν ήξευρον να εύρω, ποίος εκ των δύο ήτον ο φονεύς του αδελφού μου!
 

(από το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και άλλα διηγήματα, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)

 

Να εξετάσετε ως παράλληλο το ακόλουθο απόσπασμα από το έργο του Πάρι Σταμέλου «Οι γυναίκες της Κυριακής»

?Το θήλαζε λοιπόν νύχτα μέρα και το μωρό έδενε σιγά σιγά σαν άγουρο τσάγαλο μέχρι τα τέλη του Οκτώβρη. Εκεί άρχισαν τα ίδια που είχε και με τον πρώτο της γιο, τον αβάπτιστο ξανθό κούκλο, που τον έχασε σε μια βδομάδα μέσα χωρίς να καταλάβει πώς. Βυζαίνοντας της μάνας του το πρώτο γάλα, δεν έπαιρνε δράμι. Ανορεξία, θλίψη, ζάρωμα, κατήφεια κι έβλεπες ένα παιδάκι να έχει όλη τη ζωή μπροστά του και να ζαρώνει, να σακουλιάζει σαν γριά. Χωρίς χαρά, χωρίς διάθεση να κινήσει έστω και για λίγο έτσι τα χέρια ή τα μάτια του. Είχε μια σβησμάδα που σε τρόμαζε. Μαράζωνε μέρα με τη μέρα.

            «Ζούρας είναι Φωτεινή και τρέχα να το προλάβουμε», της είχε πει μια χήρα γιάτρισσα, πολύ γριά, από το διπλανό χωριό, που ήξερε από παλιά να γητεύει, σαν το πήγε τυλιγμένο νύχτα σπίτι της να της το δείξει. [?]

            ? Αν έχανε και τούτο το μελαχρινάκι της σαν τον άλλο ξανθό άγγελό της, ο κόσμος, θα ?τανε πολύ μικρός για να τη χωρέσει πια. Μια σπίθα θέλει η τρέλα να ανάψει το φυτίλι της, συλλογιζόταν. [?]

            «Πρέπει να το γητέψουμε το παιδί μας, Γιασεμή. Να το σώσουμε. Κάθε μέρα μαραζώνει, δεν θηλάζει, δεν γελάει σαν μωρό πια, μάσκα είναι το προσωπάκι του, θα το χάσουμε? Φοβάμαι?».

            «Μα πιστεύεις σε μάισσες και στα γητέματα, Φωτεινούλα; Γιατρό χρειάζεται το μωρό, αλλά πού να τον βρούμε;» [?]

            «Το παιδί το χάνουμε, Γιασεμή, σαν το άλλο, το πρώτο μας. Σκέψου, αβάφτιστο μας ξέφυγε και στα αβάφτιστα μένουν καταραμένες κι αλύτρωτες οι ψυχές τους, σαν, όπως λένε, από το προπατορικό, και ποιος ξέρει τώρα πού η ψυχούλα του θα ταλανίζεται; Τούτο δω όμως θα το σώσω και δεν θα ξέρεις τον τρόπο. Δεν σηκώνω κουβέντα».

            Μαμή πρακτική και γαλακτερή λεχώνα θέλουνε τα μωρά, είχε σκεφτεί, μα πού να πει τη μύχια σκέψη του. Έβλεπε στα μάτια της μέσα τον ατέλειωτο πόλεμο, τον αβάσταχτο πόνο της, τη μαύρη Κατοχή, την τρελαμένη μάνα της. Τον πόνο που τον καρτερούσε και τον ζέσταινε κάθε βράδυ. Ήθελε να μπορούσε να τον ακούσει και να τον καταλάβει, να της πει πως ο κόσμος πάει μπροστά, δεν πάει πίσω, να της πει ακόμα πως οι μάγισσες και οι γητευτές έβρισκαν δουλειά τα πολύ παλιά τα χρόνια. Όχι τώρα.

            «Κάνε ό,τι νομίζεις», της ψιθύρισε, «αρκεί να? ναι για το καλό του παιδιού?»

Πάρις Σταμέλος: «Οι γυναίκες της Κυριακής», εκδόσεις Καστανιώτη (σελ. 18 κ. εξ.)