Γίνεται τελευταία μεγάλη συζήτηση για τη σχέση της πληροφορικής με την εκπαίδευση. Το ερώτημα που από τη δεκαετία του 80 απασχόλησε και εν μέρει απασχολεί πολλά εκπαιδευτικά συστήματα, τίθεται ξανά, ευθέως ή πλαγίως, σε κάθε συζήτηση που σχετίζεται με το παρόν, αλλά κυρίως με το μέλλον του ελληνικού σχολείου: η πληροφορική ως διδακτικό αντικείμενο ή ως εργαλείο; Οι απαντήσεις που αποδυναμώνουν το ένα ή το άλλο σκέλος είναι κατά τη γνώμη μου, εξ ορισμού μισές, με την έννοια ότι και το ίδιο το ερώτημα «βλέπει» αποσπασματικά δυο πράγματα που δεν έρχονται σε αντίθεση, αλλά μπορούν μια χαρά να συνυπάρχουν γιατί υπηρετούν και όμοιους αλλά και διαφορετικούς, συμπληρωματικούς σκοπούς.
Η πληροφορική ως διδακτικό αντικείμενο προσφέρει δεξιότητες και γνώσεις που αποτελούν απαραίτητο εφόδιο στην εποχή του ψηφιακού περιβάλλοντος. Όμως, η έννοια του ψηφιακά εγγράμματου πολίτη περιλαμβάνει οπωσδήποτε ?εκτός των δεξιοτήτων- και την ικανότητα της κριτικής διαχείρισης της πληροφορίας, της αυτοπροστασίας, της δημιουργικής σύνθεσης και παραγωγής νέας. Κι όσο κι αν ευρύτατα θεωρείται πως οι μαθητές σήμερα είναι καλοί χρήστες των ψηφιακών εργαλείων, εν τούτοις η πραγματικότητα στο σχολείο μας «λέει» πως αυτή είναι περισσότερο μια εικόνα που προέρχεται από τη σωματική σχέση των παιδιών με τα νέα μέσα, από την ικανότητά τους δηλαδή να τα χειρίζονται με ευκολία, για τον απλό λόγο ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να «μεταβούν» σε αυτά, να εξοικειωθούν με αυτά: γεννήθηκαν στη νέα εποχή, είναι τα παιδιά της οθόνης.
Ωστόσο κάθε μέρα αποδεικνύεται πώς η όποια γνώση των μαθητών μπορεί να είναι ελλιπής, στρεβλή, αποσπασματική, μονο-προσανατολισμένη σε κοινωνική/ψυχαγωγική χρήση, ασύνδετη με άλλα διδακτικά αντικείμενα, χωρίς επιστημονική βάση, και κυρίως χωρίς ενδιαφέρον στο να απαντά σε καθημερινά μικρά ή μεγάλα ερωτήματα. Αποδεικνύεται λοιπόν πως ο δρόμος μέχρι να γίνουν οι μαθητές από καλοί χρήστες, ψηφιακά εγγράμματοι, είναι μακρύς και δεν περνάει από τα ποικίλα κέντρα απονομής «πτυχίων» των βασικών δεξιοτήτων. Περνάει οπωσδήποτε μέσα από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, και υποστηρίζεται διδακτικά όχι από ανθρώπους που μπορούν απλώς να καταρτίσουν, αλλά από εκπαιδευτικούς που έχουν ως υποστήριγμα ένα ευρύτερο επιστημονικό οπλοστάσιο και που μπορούν να μεταδώσουν τη γνώση ολοκληρωμένα και όχι ως μεθοδολογία και μόνο. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο που δεν μπορεί κάποιος που απλώς μιλάει αγγλικά να διδάξει αγγλικά, αλλά χρειάζεται ο εκπαιδευτικός της αγγλικής γλώσσας.
Ακόμα κι ο προγραμματισμός, για τη διδασκαλία του οποίου πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία, αποτελεί σοβαρό εφόδιο στην πορεία της νοητικής ανάπτυξης του μαθητή, αφού στοχεύσει στη δόμηση της σκέψης του και στην εκμάθηση τεχνικών επίλυσης προβλημάτων. Προσφέρει δηλαδή γνωστικές δεξιότητες και νοητικές λειτουργίες υψηλού επιπέδου, διαφορετικές από αυτές που αναπτύσσονται μέσω άλλων μεθόδων σκέψης, όπως είναι ο μαθηματικός. Και το ερώτημα είναι: Μα θα γίνουν τα παιδιά προγραμματιστές; Όπως δεν διδάσκουμε πχ καλλιτεχνικά για να γίνουν τα παιδιά (απαραίτητα) καλλιτέχνες, αλλά κριτικοί ακροατές, θεατές κλπ έτσι και δεν θα γίνουν (απαραίτητα) προγραμματιστές αλλά κριτικοί διαχειριστές της γνώσης και της πληροφορίας που διακινείται σήμερα στα ψηφιακά μέσα που κατακλύζουν και ?εν τέλει- (συν)διαμορφώνουν τις κοινωνικές συνειδήσεις και συμπεριφορές. Η ύπαρξη λοιπόν της πληροφορικής ως αυτόνομου διδακτικού αντικειμένου είναι η μια από τις δυο όψεις του νομίσματος που λέγεται σχολείο της ψηφιακής εποχής.
Από την άλλη, η εξέλιξη των διδακτικών εργαλείων, το άνοιγμα των παραθύρων του σχολείου στον έξω κόσμο, η αύξηση των πηγών της γνώσης, η μεταβατικότητα και ρευστότητα της εποχής, έφερε ?όχι σε ευρεία κλίμακα, είναι αλήθεια, για τα ελληνικά δεδομένα- τα νέα μέσα και το διαδίκτυο μέσα στις σχολικές τάξεις. Αξιοποίησε το γεγονός της οικειότητας και της ευχρηστίας, έβαλε τους μαθητές να κάνουν και/για να μαθαίνουν, δημιούργησε μια νέα δυναμική, επικοινωνιακή, διδακτική, σχέσεων και ρόλων, μέσα στη σχολική τάξη. Έβαλε επί τάπητος το θέμα της αξιοποίησης του ψηφιακού περιβάλλοντος στη διδασκαλία ανεξάρτητα από το διδακτικό αντικείμενο.
Μπορούμε λοιπόν όλα να τα παντρέψουμε; Μπορούμε να μη βάζουμε τεχνητούς διαχωρισμούς; Κάποιοι μιλούν για οριζοντιοποίηση. Αν οριζοντιοποίηση εννοούμε την αξιοποίηση του ψηφιακού περιβάλλοντος στη διδασκαλία, με την απαραίτητη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και με την τεχνική υποστήριξη που πρέπει να παρέχεται από ένα ευρύ δίκτυο μέσων και ανθρώπων, οι οποίοι δεν μπορούν ταυτόχρονα να εκτελούν και διδακτικό έργο -διαφορετικά ένα από τα δυο γίνεται πάρεργο- τότε ναι, η οριζοντιοποίηση είναι η δεύτερη από τις δυο όψεις του νομίσματος που λέγεται σχολείο της ψηφιακής εποχής.
Οι δράσεις που αναπτύξαμε πρόσφατα σε συνεργασία με άλλους σχολικούς συμβούλους και επιστημονικές ενώσεις, στα διδακτικά αντικείμενα της γεωγραφίας, της ιστορίας, των αγγλικών, με στόχο την ανάδειξη της αξιοποίησης των ψηφιακών μέσων στη διδασκαλία τους, αποδεικνύει ότι εμείς και οι «άλλοι» μπορούμε να συνυπάρξουμε με επιτυχία, αποτελεσματικά, δημιουργικά, ακριβώς όταν υπηρετούμε τη λογική ότι η γνώση είναι ενιαία, ότι μπορεί να συν-οικοδομείται από πολλές μεριές με ποικίλα εργαλεία και ότι όταν διαμοιράζεται αποκτά πολλαπλή αξία.