Αθήνα, 1929. Ο μαθηματικός Στέφανος Κανταρτζής βρίσκεται νεκρός στο δωμάτιό του. Ο επιστήθιος φίλος του, επίσης μαθηματικός, Μιχαήλ Ιγερινός, καλείται για να αναγνωρίσει το πτώμα. Όρθιος μπροστά στο νεκρό φίλο του, ο Ιγερινός αναπολεί τα κάπου τριάντα χρόνια της γνωριμίας τους. Την πρώτη τους συνάντηση, σ ένα μαθηματικό συνέδριο του 1900, τις παρέες τους με την αβάν γκαρντ της παρισινής διανόησης, τις περιπλανήσεις τους στο Παρίσι της Μπελ Επόκ, τους Βαλκανικούς Πολέμους, το Διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή. Θυμάται τις θυελλώδεις μαθηματικές τους διαφωνίες, τους έρωτές τους, τις πολεμικές τους περιπέτειες. Ο ήχος μια ρομβίας τον επαναφέρει στο παρόν. Το ερώτημα είναι επιτακτικό: Ποιος σκότωσε τον Στέφανο Κανταρτζή, και κυρίως γιατί τον σκότωσε;

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

ΚΡΙΤΙΚΗ

Τι συμβαίνει όταν περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ένας άσημος μαθηματικός της μέσης εκπαίδευσης βρίσκεται στο σπίτι του, στο κέντρο της Αθήνας, νεκρός; Τι έχει να εξιστορήσει για τον άρτι αποδημήσαντα Στέφανο Κανταρτζή ο επιστήθιος φίλος του, επίσης μαθηματικός (αλλά και λίαν επιτυχημένος επιχειρηματίας) Μιχαήλ Ιγερινός; Ποιοι είναι οι βαθύτεροι δεσμοί που ενώνουν τους δύο άντρες, πώς γνωρίστηκαν και με ποιον τρόπο συμπορεύτηκαν στη ζωή τους, αλλά και, το σημαντικότερο, γιατί δολοφονήθηκε (διότι περί δολοφονίας πρόκειται) ο Κανταρτζής; Αυτά είναι τα ερωτήματα με τα οποία ξεκινάει το πρώτο μυθιστόρημα του Τεύκρου Μιχαηλίδη «Πυθαγόρεια εγκλήματα», που κάνει το ντεμπούτο του στο πλαίσιο μιας τάσης που όλο και πυκνώνει τον τελευταίο καιρό τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ο λόγος είναι για το ποικιλότροπο άνοιγμα των Μαθηματικών στον χώρο της λογοτεχνίας, όπως και για την προσπάθεια μιας κατ εξοχήν δύσκολης επιστήμης (παντελώς ακατανόητης για τους περισσότερους) να επικοινωνήσει μέσω της μυθοπλαστικής αφήγησης με ένα ευρύτερο κοινό.

Μεταφραστής λογοτεχνικών έργων τα οποία τοποθετούν στο κέντρο της δράσης τους τα Μαθηματικά (έργα όπως το πολυσυζητημένο και πολυδιαβασμένο «Θεώρημα του Παπαγάλου» του Ντενί Γκετζ, αλλά και το «Απόδραση από τον χρόνο» του Gregory Benford ή η «Αρχή του Ντ Αλαμπέρ» και το «Μόμπιους Ντικ» του Andrew Crumey -όλα από τις εκδόσεις «Πόλις»), καθώς και εκλαϊκευτικών (κατά την καλύτερη έννοια του όρου) εγχειριδίων, τα οποία εξοικειώνουν γρήγορα και τον πλέον αδαή αναγνώστη με τον μαγικό κόσμο της επιστημονικής γνώσης (έχω κατά νου τα βιβλία των Bill Bryson «Ατομα - Ηφαίστεια Γαλαξίες» και Claude Allegre «Ολίγη επιστήμη για όλους» -επίσης από τις εκδόσεις «Πόλις»), ο Μιχαηλίδης έκανε ασφαλώς έντονη προπόνηση μέχρι να περάσει και ο ίδιος στη λογοτεχνία.

Επικοινωνιακή σύμπλεξη

Το να περάσει, βέβαια, κανείς από τα Μαθηματικά στη λογοτεχνία, προκειμένου να δοκιμάσει μια κατά το δυνατόν εντελέστερη επικοινωνιακή τους σύμπλεξη, δεν είναι απλή υπόθεση και χρειάζεται πολλαπλά εφόδια. Στα «Πυθαγόρεια εγκλήματα» ο Μιχαηλίδης συνταιριάζει ποικίλα δεδομένα και στοιχεία. Συνδυάζοντας το ιστορικό μυθιστόρημα με την αστυνομική ιστορία, αλλά και με το campus novel ή με την περιπετειώδη αφήγηση, ο συγγραφέας ξεφυλλίζει για λογαριασμό μας ορισμένες από τις σημαντικότερες σελίδες της ιστορίας των Μαθηματικών ενόσω φροντίζει να προβάλει διά της πλαγίου και μια πολύ σύγχρονη φιλοσοφική και ταυτοχρόνως επιστημολογική θέση: ό,τι περιβάλλει και ό,τι προσδιορίζει τις κινήσεις του νου και του στοχασμού μας δεν ανήκει σε κάποιο αρμονικό, ενιαίο και αδιαίρετο όλο, αλλά, αντιθέτως, προκύπτει από μια μάζα ασύμμετρων και ακανόνιστων μεγεθών. Κι αν έτσι έχει η πραγματικότητα, με ανάλογο τρόπο θα πρέπει να συγκροτούνται και οι επιστημονικές θεωρίες, που δεν θα κατορθώσουν ποτέ να επιβεβαιωθούν και να επαληθευτούν εξ ολοκλήρου.

Τι σχέση, όμως, έχουν όλα αυτά με τον θάνατο του Στέφανου Κανταρτζή στη μεσοπολεμική Αθήνα και με την κατάπληξη την οποία νιώθει ο Μιχαήλ Ιγερινός όταν τον πληροφορείται; Μα, είναι απλό. Λίγο προτού αρχίσει να μιλάει με την αστυνομία, για να την κατατοπίσει σχετικά με την προσωπικότητα και τον κύκλο γνωριμιών του δολοφονηθέντος, ο Ιγερινός κάνει μια αναδρομή στη μακρόχρονη φιλία του με τον εκλιπόντα, που ξεκινάει το 1900 στο Παρίσι, σε ένα παγκόσμιο συνέδριο Μαθηματικών. Ο Μιχαηλίδης ενσωματώνει εδώ τα πάντα: τη βιαιότητα, αλλά και, συχνά, την ιλαρότητα των συγκρούσεων στους κόλπους μιας επιστημονικής κοινότητας, το ανυποχώρητο πάθος, αλλά και τα ανεξέλεγκτα πάθη της επιστημονικής έρευνας (ικανά να αναστήσουν ή να στερήσουν ζωές) ή τη νυχτερινή ατμόσφαιρα, αλλά και τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις του μεσοπολεμικού Παρισιού (σε επικουρικούς ρόλους ο Πικάσο, ο Μαξ Ζακόμπ και ο Απολλιναίρ). Κι όταν, όμως, η αφήγηση επιστρέφει στα πατρώα εδάφη, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να δώσει ανάγλυφο το πολιτικό και το καθημερινό κλίμα της εποχής: από τις νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους και τις διαψεύσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής μέχρι τους γάμους συμφέροντος τους οποίους ευνοούν οι μεγαλοαστικές οικογένειες της πρωτεύουσας και τα τραγούδια του Αττίκ στους δρόμους της Αθήνας.

Ισορροπημένος μύθος

Ξέροντας πως ό,τι κι αν γίνει τα Μαθηματικά παραμένουν προσπελάσιμα μόνο για έναν πολύ περιορισμένο αριθμό ανθρώπων, ο Μιχαηλίδης κάνει ό,τι μπορεί για να δώσει σάρκα και οστά στην αδιαπέραστη γλώσσα τους. Και το κατορθώνει, νομίζω, αυτό ο συγγραφέας χάρη τόσο στα ζωντανά ανθρώπινα σχήματα με τα οποία προικίζει τους πρωταγωνιστές του (ο φτωχός και κοινωνικά περιθωριοποιημένος Στέφανος, ο προικισμένος με μπόλικη τύχη και άφθονο χρήμα Μιχαήλ) όσο και στα διάφορα απρόοπτα του μύθου του, που είναι ψυχολογικά ιδιαίτερα ισορροπημένα και δεν μας επιφυλάσσουν ποτέ δυσάρεστες ανακολουθίες και εκπλήξεις. Θα πρόσθετα πως ιδιαίτερα ισορροπημένο εμφανίζεται το μυθιστόρημα και στο σύνολό του, μια και συνδιαλέγεται σε κάθε περίπτωση πολύ λελογισμένα με τα είδη διά μέσου των οποίων πορεύεται, αποφεύγοντας από σκοπού να φτάσει στον βαθύτερο πυρήνα τους, καθώς και να μπλεχτεί με προϋποθέσεις και συμβάσεις οι οποίες ουδόλως του χρειάζονται.

Δεν μπορώ να ξέρω αν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα καινούριο λογοτεχνικό φαινόμενο (ο Μιχαηλίδης ακολουθεί τον δρόμο που άνοιξε πριν από περίπου μια δεκαπενταετία ο Απόστολος Δοξιάδης με την «Εικασία του Γκόλντμπαχ»), το οποίο θα συνεχιστεί με σταθερά αυξητικούς ρυθμούς, είμαι, όμως, βέβαιος πως τα «Πυθαγόρεια εγκλήματα» διαθέτουν πρωτοτυπία και αφηγηματική και σκηνοθετική άνεση. Διαβάζονται, επίσης, απνευστί και με εξαιρετικά ευχάριστη διάθεση. Τα προτείνω ενθέρμως ιδίως σε όσους δεν καταλαβαίνουν γρι από Μαθηματικά. Κάτι ξέρω, από προσωπική πείρα.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΚΡΙΤΙΚΗ

Παιδαγωγικού χαρακτήρα το μυθιστόρημα, πιθανώς και αμιγώς παιδαγωγικού, χάρη στο εύρος των εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών που παραθέτει. Ωστόσο, επιθυμητή η γονική συναίνεση, ή μάλλον, στην προκειμένη περίπτωση, η εκπαιδευτική, αν πρόκειται το βιβλίο να συμπεριληφθεί στην εισέτι καταρτιζόμενη διδακτέα ύλη των απανταχού της Ελλάδος αναφυόμενων Λεσχών Ανάγνωσης, καθόσον δείχνει τουλάχιστον ασύνετο να αμαυρώνεις ιστορικά πρόσωπα από τα βασικά του μορφωτικού οικοδομήματος, ιδίως όταν οι σχετικές αναφορές των σχολικών εγχειριδίων είναι σταγονομετρικές όσο και συσκοτιστικές. Κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος, η οποία προβάλλεται δελεαστικά και με τον τίτλο, τα πυθαγόρεια εγκλήματα. Εγκληματίας λοιπόν ο μέγας εκ Σάμου σοφός, ο πρώτος τη τάξει μαθηματικός, ακριβέστερα ο θεμελιωτής των μαθηματικών ως αποδεικτικής και αναγωγικής επιστήμης, ο οποίος, εκκινώντας από τη μαγική δύναμη της μουσικής, είχε τη μεγαλοφυή ιδέα να συσχετίσει το αισθητό με το νοητό διά μέσου των αριθμών. Και η σχολή του, η περιώνυμος πυθαγόρειος σχολή, κλίκα εγκληματιών.

Εντός του μυθιστορήματος, σε τρία σύντομα κεφάλαια ως ιντερμέδια, ανιστορούνται τα δεινά ενός μυουμένου στη σχολή, του Ιππασου του Μεταπόντιου, διακωμωδώντας τις απολυταρχικές αντιλήψεις των Πυθαγορείων ως τις διατροφικές τους απαγορεύσεις. Για τον Πυθαγόρα γνωρίζουμε όσα σχετικά έγραψαν οι κατοπινοί του, μεταξύ άλλων ο νεοπλατωνιστής Ιάμβλιχος, ο οποίος και μνημονεύει πως ο Ιππασος «απώλετο κατά θάλασσαν ως ασεβήσας», αφήνοντας την τιμωρία για την παράβαση των κανόνων πειθαρχίας και σιωπής μετέωρη μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Στους ενδιάμεσους αιώνες, οι γνώμες διχάζονται. Λ.χ., ο Μπέρτραντ Ράσελ, αν και περιποιείται δεόντως με το βρετανικό του χιούμορ τους Πυθαγορείους, την απώλεια του Ιππασου την αποδίδει σε θεία οργή. Ενώ ο Τ. Μιχαηλίδης υιοθετεί την εκδοχή του εγκλήματος και δη προμελετημένου, συμβάλλοντας στη γενικότερη προσπάθεια μυθοπλαστικής αναθεώρησης των ιστορικών θέσφατων. Προ 25 αιώνων, μυστικιστικές κοινότητες τιμωρούν τους παραβάτες, σε κατοπινούς, πλησιέστερους χρόνους, οργανώσεις συνωμοτικού χαρακτήρα εκτελούν τους εξωμότες. Εργαλειακός ο χαρακτήρας της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας, αδιαφορεί για το πνεύμα εκείνων των καιρών, ανάγοντας απαξάπασες τις πράξεις σε εγκληματικές.

Με παραδειγματικό βάθος πεδίου το πυθαγόρειο έγκλημα, ο συγγραφέας στήνει ένα δεύτερο, σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο της Νεάπολης Αθηνών, αρχές του 1929. Και αυτό μεταξύ μαθηματικών, αν και άκρως αψυχολόγητο, καθώς ένας επιστήμονας μπορεί να αμαρτήσει για την επιστήμη του, ακόμη και να φτάσει ως το έγκλημα για τα πρωτεία μιας θεωρίας ή για τη μη κατάρριψη κάποιας ανακάλυψης, αρκεί να πρόκειται για μονομανή, ψυχή τε και σώματι δοσμένο στην έρευνα, και όχι για αργόσχολο, που φυλλομετράει γαλλογερμανικά περιοδικά. Οπως και να έχει, από τα 15 κεφάλαια του βιβλίου, το αστυνομικό κομμάτι, βεβιασμένης πλοκής τύπου Γιάννη Μαρή, καταλαμβάνει τα τέσσερα, ανακατεύοντας τους μαθηματικούς με μαστροπούς, προστάτες της νύχτας και αθώα κορίτσια εξ Οδησσού που κυλίστηκαν στη λάσπη. Απομένουν διακόσιες σελίδες μεταξύ πρώτου και δωδέκατου κεφαλαίου, όπου ο αφηγητής, ατενίζοντας το πτώμα του επιστήθιου φίλου του, ανακεφαλαιώνει εντός τριλέπτου τα συμβάντα κοντά μιας τριακονταετίας, από την πρώτη γνωριμία τους στις 8 Αυγούστου 1900. Ηταν στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο Μαθηματικών, στο Παρίσι, όπου ο διαπρεπής μαθηματικός Νταίηβιντ Χίλμπερτ διατύπωσε τα 23 άλυτα προβλήματα. Στην καρδιά του μυθιστορήματος, η λύση του δεύτερου και το θεώρημα Γκέντελ του 1931, όπως ανέπτυσσε ο Μιχαηλίδης αρχικά επιφυλλιδογραφώντας στις παραμονές των εκλογών του 2004, μαχόμενος τότε, όπως και ο ήρωάς του, για την ύπαρξη «αναποφάσιστων», όχι προτάσεων, την ύπαρξη των οποίων απέδειξε ο Γκέντελ, αλλά ψηφοφόρων, μόνο που αυτός δεν έφτασε στον φόνο.

Σε αυτά τα συμφραζόμενα θα αναμενόταν η ψυχογράφηση του αφηγητή, βαίνοντας προς το έγκλημα και τιμωρία. Αλλά στην εποχή του Διαδικτύου, το βασικό χαρακτηριστικό της μυθιστοριογραφίας είναι το άπλωμα έναντι της εμβάθυνσης, με τη σώρευση μυθοπλαστικά αδρανούς υλικού. Κάθε κεφάλαιο και νέα πρόσωπα. Τριάντα τόσοι μαθηματικοί, κυρίως ξένοι αλλά και οι λιγοστοί άξιοι μνείας Ελληνες, με σύντομη αναφορά στο πρόβλημα που τους ανέδειξε, καμιά δεκαριά ζωγράφοι, μερικοί μουσικοί, επίσης αρκετοί έλληνες πολιτικοί και στρατιωτικοί, μια και καταιγιστικές συμπτώσεις φέρνουν τους ήρωες στο προσκήνιο ιστορικών συμβάντων. Το παραγέμισμα νοστιμεύει, μνημονεύοντας το παρουσιαστικό τους, κάποιο κουσούρι ή και ερωτικό σκανδαλάκι. Παρεμπιπτόντως, το Πανεπιστήμιο που έστησε στη Σμύρνη το 1920 ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή εμείς θα το γράφαμε Ιώνιο, με ωμέγα, από τους Ιωνες και ουχί εκ της Ιούς όπως το σημερινό. Μέρος της Ιστορίας η ορθογραφία. Λ.χ., ο μαθηματικός Νικόλαος Χατζιδάκης, όντας δημοτικιστής, διατήρησε το οικογενειακό επώνυμο, ενώ ο θείος του, ο γλωσσολόγος Γεώργιος, έγραφε την κατάληξη με γιώτα, αλλαγή που υιοθέτησε και ο αδελφός του, ο μαθηματικός Ιωάννης, του οποίου το βιβλίο γεωμετρίας διάβαζε ο αφηγητής και όχι του γιου του, Νικολάου, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται. Οσο για το ποιημάτιο προς απομνημόνευση της δεκαδικής ουράς του αριθμού π, που συνέθεσε ο Νικόλαος Χατζιδάκης, να θυμίσουμε πως στιχουργούσε παιδιόθεν, δημοσιεύοντας με το ψευδώνυμο Ζέφυρος Βραδυνός. Φιλολογικές αβλεψίες προς διασκέδαση κατά τις μελλοντικές ομαδικές αναγνώσεις.



ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν σκότωσα εγώ τη Λωρ ντε Γκρεναντίν Μπουατέζ κι ας είχα κάθε λόγο να επιθυμώ τον θάνατό της... Έτσι αρχίζει την αφήγησή της η αινιγματική Δόνα Εστεφάνα, προσωπική γιάτρισσα της Βερεγγάριας από τη Ναβάρα, της όμορφης συζύγου του Λεοντόκαρδου. 


Μέσα της δεκαετίας του 1950. Μία Εγγλέζα βυζαντινολόγος, ένας Γάλλος παλαιογράφος κι ένας νεαρός Έλληνας μαθηματικός καλούνται επειγόντως στην Κύπρο για να αξιολογήσουν ένα χειρόγραφο που χρονολογείται στην περίοδο της Τρίτης Σταυροφορίας. Στο κείμενο αναφέρεται ένα δύσκολο μαθηματικό πρόβλημα, που παρέμενε άλυτο από την εποχή του Πτολεμαίου, αλλά και ένας μυστηριώδης φόνος. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν οι τρεις εμπειρογνώμονες γίνονται μάρτυρες, οχτακόσια χρόνια αργότερα, ενός ακόμα φόνου...
Ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα ανάμεσα σε δύο εποχές, διπλή ίντριγκα, διπλό μυστήριο. Κι όλα αυτά, κάτω από τους αιώνιους, οικουμενικούς νόμους των κατόπτρων.

Το Θεώρημα του παπαγάλου, είναι ένα βιβλίο για τα Μαθηματικά.Ο συγγραφέας του, καθηγητής της ιστορίας των επιστημών, στο πανεπιστήμιο Paris viii και μαθηματικός γράφει χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις ένα μυθιστόρημα (μεταφράστηκε σε δώδεκα γλώσσες), για την ιστορία των μαθηματικών συλλογισμών από την αρχαιότητα των Ελλήνων, Αιγυπτίων, Βαβυλωνίων, Ινδών, Ρωμαίων ως τα σύγχρονα μαθηματικά των αλγορίθμων, των θεωρημάτων, των εικασιών. Η μαθηματική σκέψη που διατυπώνει ερωτήματα και αναζητά λύσεις,η ζωή και οι κοινωνικές συνθήκες του παρελθόντος στο οποίο ξεχώρισαν ονόματα όπως του Πυθαγόρα,του Ίππασου του Μεταποντίνου,του Ιπποκράτη του Χίου, του Ευκλείδη, του Αρχιμήδη, του Ομάρ Καγιάμ, του Ταρτάλια, του Άμπελ, του Γκαλουά, του Φερμά, του Όιλερ,του Γουάιλς εξάπτει τη φαντασία του συγγραφέα που από φιλοδοξία και αγάπη για τα μαθηματικά γράφει αυτό το βιβλίο χωρίς πειστική μυθοπλασία, ωστόσο με αίσθηση του χιούμορ, κινηματογραφικές σκηνές και ατάκες. 

Η δράση τοποθετείται στο Παρίσι, στην περιοχή της Μονμάρτης και στο βιβλιοπωλείο «χίλια και ένα φύλλα» του Πιερ (pR) Ρυς, ο οποίος σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόνη και κατοικεί στην οδό Ραβινιάν με την Περέτ μητέρα των διδύμων Ιωνάθαν και Λέα και του Μαξ,ενός κουφού αγοριού έντεκα χρονών που μια μέρα σε μια βόλτα στα παλιατζίδικα αρπάζει έναν παπαγάλο από δυο άντρες που τον κυνηγούν για να τον… φιμώσουν. Την ίδια στιγμή στο βιβλιοπωλείο φτάνει ένα γράμμα από το Μανάους της Βραζιλίας που πληροφορεί τον ηλικιωμένο Ρυς για μια παράξενη αποστολή μιας μαθηματικής βιβλιοθήκης από έναν φίλο και συμφοιτητή στη Σορβόνη τον Ελγκάρ Γκροσρούβρ. Έτσι αρχίζει μια ιστορία αναζήτησης λύσεων που υπερβαίνει το χρόνο ,μια ιστορία μαθηματικών που καλείται να προσεγγίσει ο φιλόσοφος και φίλος και στην οποία εμπλέκονται οι έφηβοι Ιωνάθαν και Λέα που μαθαίνουν να σκέφτονται μαθηματικά,ο γείτονας Χαμπίμπι, ο σωφέρ Αλμπέρ,ο Μαξ και ο ...παπαγάλος Αμμέλων και φυσικά η Περέτ. Η δράση από το Παρίσι στο Τόκιο και στη Σικελία του Ντον Οττάβιο που θαυμάζει τον Αρχιμήδη και είναι το τρίτο σκέλος της σχέσης Γκροσρούβρ-Ρυς στο πεδίο των μαθηματικών μυστικών και των λύσεων που δεν αποκαλύπτονται,οδηγεί τέλος τα πρόσωπα στη ζούγκλα του Αμαζονίου όπου ο φιλομαθής Μαξ, ο ηλικιωμένος φιλόσοφος και ο πλούσιος Τάβιο αναζητούν τη λύση στο μυστήριο της ζωής του Γκροσρούβρ που αποκαλύπτει τη λύση των μαθηματικών συλλογισμών στον παπαγάλο Μαμαγκένα που επαναλαμβάνει θεατρικά με το τέλος του βιβλίου στα ζώα του δάσους που ακούν αδιάφορα και φλύαρα. 

Το βιβλίο «Το Θεώρημα του Παπαγάλου» είναι ένα ταξίδι στον κόσμο της Μαθηματικής σκέψης, μια διδασκαλία της φιλοσοφικής αναζήτησης λύσεων, μια εξερεύνηση της ζωής των προσώπων αλλά και των κοινωνικών συνιστωσών που επηρέασαν και διαμόρφωσαν την εξέλιξη της επιστήμης ως θεωρία και πράξη. Είναι ένα παιδαγωγικό παιχνίδι μύησης των εφήβων στη μαγεία των αριθμών και της Γεωμετρίας. Ο αναγνώστης διαβάζει ενδιαφέρουσες σκέψεις, ανακαλύπτει την ανθρώπινη διάσταση της επίπονης αναζήτησης, τη φιλοσοφική διάσταση της πολυπλοκότητας αλλά το αισθητικό αποτέλεσμα είναι φτωχό και η λογοτεχνική ατμόσφαιρα της μυθιστορηματικής αφήγησης απουσιάζει. Δεν υπάρχουν χαρακτήρες, ανάλυση κινήτρων, πειστική μυθοπλασία. Η φαντασία του συγγραφέα είναι φτωχή και ο στόχος του βιβλίου στον πυρήνα του ασαφής. Ενδιαφέρον θέμα, κουραστική εξιστόρηση. Η τέχνη του μυθιστορήματος, ο τρόπος του λέγειν, είναι πολύπλοκος όπως τα Μαθηματικά που κρατούν κλεισμένα μυστικά και δεν είναι μόνο αριθμητικές πράξεις.

Το θεώρημα του παπαγάλου (Μυθιστόρημα για τα μαθηματικά) 
Ντένι Γκετζ 
Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ
Μετάφραση Τεύκρος Μιχαηλίδης

Αλεξάνδρεια, εποχή των Πτολεμαίων, 3ος αιώνας π.Χ. Μια Αίγυπτος, ισχυρή, κυρίαρχη, κοιτίδα του πολιτισμού. Μια βασίλισσα που θυσιάζει τις χρυσές πλεξούδες της στη θεά Ίσιδα προκειμένου να γυρίσει ο άντρας της ζωντανός από την εκστρατεία. Ένας μονάρχης, στο απόγειο της δύναμής του, που αναζητά τη γνώση στα βιβλία. Κι ένας μαθηματικός, πανεπιστήμονας και παιδαγωγός, που αναρωτιέται πόσο μεγάλη είναι η Γη.
Με φόντο τις συνωμοσίες και τους έρωτες της αυλής των Πτολεμαίων και με αφορμή την ιστορία της πρώτης μέτρησης της Γης από τον Ερατοσθένη, ο Ντενί Γκετζ μας δίνει ένα μυθιστόρημα που καθρεφτίζει την αστείρευτη ανάγκη του ανθρώπου για γνώση.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο συγγραφέας, ο οποίος , μεταξύ των άλλων, είναι μαθηματικός, καθηγητής Ιστορίας - Επιστημολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, σεναριογράφος και ερευνητής του κινηματογραφικού φαινομένου, ανήκει στους γνήσιους εκείνους απογόνους του Πυθαγόρα που πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι πρωτίστως μια σειρά μαθηματικών σχέσεων, οι οποίες μας καλούν συνεχώς να τις διερμηνεύουμε και να τις συσχετίζουμε με φρόνηση και περίσκεψη με τα υπόλοιπα δρώμενα της σκηνής του βίου. Τα μαθηματικά απαιτούν την προσοχή μας ανά πάσα στιγμή και θέλουν να μας μυήσουν, ενίοτε εξ απαλών ονύχων, στην εσώτατη πτυχή των πραγμάτων. Πρόκειται για τις γνωστές θέσεις που ενστερνίζονται οι χαρακτήρες ενός παλαιότερου βιβλίου του Ντενί Γκετζ, που φέρει τον παράδοξο τίτλο Το θεώρημα του παπαγάλου. Κυκλοφόρησε στην γλώσσα μας από τις εκδόσεις «Πόλις», από τον ίδιο μεταφραστή, το 1999. Σημείωσε μάλιστα εξαιρετική επιτυχία όχι μόνον εδώ, αλλά και σε άλλες δώδεκα χώρες. Ισως γιατί η άλγεβρα και η γεωμετρία εξακολουθούν να παραμένουν οι προσφιλέστερες ερωμένες των απανταχού εκάστοτε δημιουργικών πνευμάτων, και όχι μόνον.

Επανερχόμενος στο προσφιλές πεδίο των κειμενικών του εφαρμογών, ο οτρηρός συγγραφέας επιλέγει αυτή τη φορά ως πρωτεύοντα αφηγηματικό χαρακτήρα έναν διαρκώς αναστοχαζόμενο νου, τον πρωτοπόρο για τα δεδομένα της αρχαιότητας Ερατοσθένη. Είναι αυτός που διατύπωσε κατά τρόπο κομψό, αλλά και εξαιρετικά ευφυή μια σειρά σημαδιακών μαθηματικών προτάσεων. Μερικές μάλιστα αποδείχτηκαν πλήρως μετά την πάροδο πολλών αιώνων. Οπως φέρ ειπείν συνέβη με εκείνη που ορίζει ότι από όλες τις κλειστές επιφάνειες με σταθερό εμβαδόν, μεγαλύτερο όγκο περικλείει μόνον η σφαίρα. Εξού και το περίφημο «Πρόβλημα της Διδούς». Ο Γερμανός Χέμαν Αμάντους Σβαρτς, μόλις το 19ο αιώνα, κατέδειξε το λόγο της ερατοσθενικής αλήθειας.

Τα Αστέρια της Βερενίκης, τα οποία κατατάσσονται κατ αρχήν στα ιστορικά μυθιστορήματα αξιώσεων, συνιστούν από πολλές απόψεις μια καλώς οργανωμένη αναπαράσταση του κλίματος της εποχής, όπου έδρασε ο λυσιτελής μαθηματικός, αλλά και έναν εμπεριστατωμένο ύμνο στην ορθοτομούσα διάνοια, η οποία εξ ορισμού οφείλει να συνέχει τον Homo sapiens. Εχοντας ως ικανά και αναγκαία εφόδια την έως σήμερα ευρύτερη γνωσιολογική παρακαταθήκη των συναφών αξιόπιστων πηγών και με την ομολογούμενη πείρα των προγενέστερων δόκιμων καταθέσεών του, ο συγγραφέας προσδιορίζει επιτυχώς τα πολιτισμικά αίτια και τα επιστημονικά αιτιατά, τα οποία διαμόρφωσαν, από την πλευρά τους, την ελληνιστική ιδιοπροσωπία. Από εκεί προκύπτουν κατ ακολουθίαν και οι επαρκείς απαντήσεις στα σχετικά, εύλογα βεβαίως, ερωτήματα όλων σχεδόν των σπουδαστών της ιστορίας των επιτευγμάτων του ανθρώπου: Γιατί τότε; Γιατί έτσι; Γιατί αυτός/ή;

Οι ακίνδυνες αλλά και οι μοιραίες εμμονές ορισμένων Πτολεμαίων, η σύμπτωση - σύμπτυξη πολλών εθνολογικών παραμέτρων στο λιμάνι, ομφαλό των πνευματικών αναζητήσεων της εποχής, την Αλεξάνδρεια, η σημασία της οργάνωσης της Μεγάλης Βιβλιοθήκης της, το αίτημα της ανέγερσης του περιώνυμου, αρχετυπικού Φάρου της, αλλά και οι καθοριστικές εμφύλιες τριβές των επιγόνων, στους οποίους περιήλθε η ουτοπία (ή πραγματικότητα) του Μεγάλου Αλεξάνδρου, συναποτελούν τους επιφανείς δείκτες της αφηγηματικής ανέλιξης. Η ζωή είναι περισσότερο αίνιγμα παρά υλικό άμετρης απόλαυσης. Η δε ηδονή που εκλύει η επίλυση του κάθε βασανιστικού μαθηματικού προβλήματος είναι μια οριακή εμπέδωση της φιλοσοφίας των αριθμών. Το παν άλλωστε είναι τελεσίδικα καταχωρισμένο σε μια μοναδική εξίσωση.

Οι ιδέες αυτές προτάσσονται συνεχώς: ο Ερατοσθένης του Ντενί Γκετζ είναι η εμβληματική προσωποποίηση της πρωτότυπης, εξίσου μεθοδικής σκέψης. Ταυτοχρόνως αποτελεί μιαν ευσύνοπτη εκδοχή της προ-αναγεννησιακής ύπαρξης, εφόσον διαβλέπει σταθερά στις κρίσιμες λεπτομέρειες του μικρόκοσμου την καλώς συγκερασμένη υπερδομή του μεγάκοσμου.

Γι αυτό και ο συγγραφέας δεν διαισθάνεται την ανάγκη, όπως συνήθως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, να κάνει λογοτεχνία, να αποδομήσει δήθεν πρότυπα. Του αρκεί η αρμονική και νηφάλια έκθεση των πεπραγμένων. Παραθέτει, υπομνηματίζει, εξομαλύνει, με τη βοήθεια μιας ευθύγραμμης ανάπλασης των αντικειμενικών παραμέτρων, ένα σύνολο δεδομένων όρων και στοιχείων, συνήθως αναμφισβήτητων. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η απήχησή του. Παραμένει πιστός στο συγκεκριμένο συγγραφικό του σχέδιο, που είναι η πολύπλευρη ανάδειξη της ερατοσθενικής καινοτομίας: το πώς δηλαδή αξιοποιήθηκε στο έπακρον η απλή παρατήρηση ότι η μεγάλη απόσταση του Ηλιου επιτρέπει να θεωρηθούν παράλληλες όλες ανεξαιρέτως οι ακτίνες που προσπίπτουν σε διάφορα σημεία του πλανήτη μας. Σε συνδυασμό με το γνωσιολογικό κεκτημένο των μαθημάτων για τις εντός εναλλάξ γωνίες του Ευκλείδη και την εμβριθή γεωμετρία του κύκλου του Αρχιμήδη, ο Ερατοσθένης μέτρησε πριν από 2.200 χρόνια, για πρώτη φορά και με θεαματική επιτυχία, τη Γη ( βλ. ενδεικτικά, σελ. 171 επ.). Η γραφή εδώ κατά συνέπεια οικουρεί, αποφλοιώνει μύθους και διευκρινίζει επιτεύγματα. Μέσα στο μαθηματικό θύλακα, αυτάρκης και ασφαλής υφολογικά, ο Ντενί Γκετζ εγκολπώνεται απερίσπαστος τη ζωή και το έργο του ινδάλματός του.

Η ευθύβολη, ευσυνείδητη μετάφραση και οι διεξοδικές σημειώσεις, που παρατίθενται στο τέλος εκάστου κεφαλαίου, καθιστούν το βιβλίο ικανό μέσον αναγνωστικής τέρψης.