Ουραγοί στις δαπάνες για την Παιδεία
Η Ελλάδα δεν φτάνει ούτε στο 4% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος είναι 6,3%

Στην προτελευταία θέση των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης όσον αφορά τις κρατικές δαπάνες για την Παιδεία ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), βρίσκεται η χώρα μας σύμφωνα με την εφετινή έρευνα του Οργανισμού «Η εκπαίδευση με μια ματιά». Η Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, δεν φτάνει ούτε το 4% του ΑΕΠ στις δαπάνες για την Παιδεία, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του Οργανισμού είναι 6,3% και οι πρώτες χώρες φτάνουν το 8,5% (Ισραήλ και Ισλανδία με 8%). Η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δέκατη θέση από το τέλος στην κατάταξη του ΟΟΣΑ ως προς τις δαπάνες ανά φοιτητή (περίπου 4.500 δολάρια ΗΠΑ ετησίως), με τελευταία τη Βραζιλία και πρώτη την Ελβετία, που διαθέτει περίπου 12.000  τον χρόνο ανά φοιτητή. Αντίστοιχα οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα είναι κακοπληρωμένοι, με ετήσιες αποδοχές περί τα 30.000 δολάρια ΗΠΑ, όταν οι αμοιβές των εκπαιδευτικών στο Λουξεμβούργο, που βρίσκεται στην κορυφή της λίστας, είναι περισσότερες από 80.000 δολάρια ΗΠΑ ετησίως. Η εφετινή ανάλυση του ΟΟΣΑ αναφέρεται σε στοιχεία της έρευνας ΡΙSΑ του 2003 με αντικείμενο το επίπεδο κατανόησης της γνώσης μέσα στα σχολεία. Σύμφωνα με αυτά, οι μαθητές στην Ελλάδα βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε ό,τι αφορά την κατανόηση των Μαθηματικών (τρίτοι από το τέλος), ενώ τα υψηλά επίπεδα κατανόησης τους φτάνει μόνο το 6% του σχολικού πληθυσμού στη χώρα μας, Στα σχολεία αντιστοιχεί ένας υπολογιστής ανά 11 μαθητές, γεγονός που μας κατατάσσει στη δέκατη σειρά από το τέλος της κατάταξης

του ΟΟΣΑ. Αντίστοιχα, είμαστε δεύτεροι μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ σε επίπεδο νέων πτυχιούχων και αποφοίτων Λυκείου στις ηλικίες από 25 ως 29 ετών. Στην τελευταία δεκάδα, αλλά κοντά στον μέσο όρο της κατάταξης που παρουσιάζεται στην έρευνα, βρίσκεται η χώρα μας σχετικά με τη διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Η Ελλάδα όμως βρίσκεται χαμηλά και στο σύνολο των διδακτικών ωρών. Με μέσον όρο 704 διδακτικές ώρες ετησίως στο Γυμνάσιο, η Ελλάδα έχει περί τις 600 ώρες διδασκαλίας, ενώ χώρες όπως οι ΗΠΑ φτάνουν τις 1.080. Σύμφωνα με την έρευνα του ΟΟΣΑ, η εκπαίδευση στις χώρες-μέλη του χρηματοδοτείται κυρίως από τις δημόσιες δαπάνες, αν και η ιδιωτική χρηματοδότηση υπερβαίνει το 13% σε Αυστρία, Γερμανία, Ελβετία, Κορέα, Μεξικό, Ηνωμένο Βασίλειο και στη χώρα-εταίρο Χιλή. Ωστόσο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το μερίδιο του ιδιωτικού τομέα συνολικά αυξήθηκε. Το ποσοστό της χρηματοδότησης της τριτοβάθμια εκπαίδευσης από τον ιδιωτικό τομέα ποικίλλει από 5% σε Δανία, Ελλάδα, Νορβηγία, Τουρκία και Φινλανδία ως πλέον του 50% σε Αυστραλία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ιαπωνία, Κορέα και Χιλή. Η πλειονότητα της ιδιωτικής χρηματοδότησης προέρχεται από τις οικογένειες των φοιτητών, κυρίως μέσω των διδάκτρων. Το ένα τέταρτο των χωρών δεν χρεώνει δίδακτρα και το επίπεδο των διδάκτρων μεταξύ των υπολοίπων χωρών ποικίλλει ευρέως. Πάντως η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες υστερούν όλο και περισσότερο όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων τους έναντι των χωρών της Ανατολικής Ασίας.
 

 Όπως αναφέρετε χαρακτηριστικά στην έρευνα, το επίπεδο στην Κορέα δύο γενεές πριν ήταν όμοιο με εκείνο του Αφγανιστάν σήμερα. Εν έτει 2006 όμως το 97% των Κορεατών ηλικίας 25-34 έχει έχει ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ποσοστό που αποτελεί το υψηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Μεταξύ των ετών 1995 και 2004 έχει υπερδιπλασιαστεί και ο αριθμός των φοιτητών στην Κίνα και στη Μαλαισία, ενώ αυξήθηκε κατά 83% στην Ταϊλάνδη και 51% στην Ινδία. Μάλιστα τα έ£ι εκπαιδευτικά συστήματα της Ανατολικής Ασίας που συμμετείχαν στην εξειδικευμένη έρευνα ΡΙSΑ του 2003 συγκαταλέγονται στα δέκα καλύτερα των χωρών του ΟΟΣΑ και η επιτυχία τους αφορά το σύνολο των μαθητών τους. Αντίθετα το 20% κατά μέσον όρο των δεκαπεντάχρονων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πάνω από το 1/4 στις Ηνωμένες Πολιτείες κατατάσσονται στο χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ή και κάτω από αυτό.