Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Ελένη


Ευριπίδη, Ανδρομάχη



 

Αναφορές για την Ελένη στους στίχους: 103-106, 228-231, 248-249, 590-595, 626-630, 678-686

 

Δες το αρχαίο κείμενο κάθε 10 στίχων πατώντας στο α ή
εμφάνισε - απόκρυψε όλη το αρχαίο κείμενο πατώντας εδώ

α  

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Από τη Θήβη —ω πόλη της Ασίας στολίδι—

έφτασα κάποτε φορτωμένη με πλούτη

στου Πριάμου το παλάτι, όταν με δώσανε

στον Έκτορα, να γίνω των παιδιών του η μάνα·

η ζηλεμένη εκείνο τον καιρό Ανδρομάχη,

μα τώρα η πιο δυστυχισμένη απ᾽ τις γυναίκες.

Αφού τον άντρα μου τον Έκτορα είδα να πεθαίνει

και το παιδί που απόχτησα μαζί του, τον Αστυάνακτα,

τον είδα να γκρεμίζεται απ᾽ τα καστροπύργια10

α όταν οι Έλληνες κυρίεψαν της Τροίας τη χώρα.

Σκλάβα έχω φτάσει στην Ελλάδα, εγώ

η αρχοντοκόρη μιας γενιάς από τις λίγες,

αφού όταν μοίρασαν τα λάφυρα, με δώσανε

στον νησιώτη Νεοπτόλεμο,

βραβείο ξεχωριστό της αντρειοσύνης του.

Τώρα κατοικώ εδώ στον κάμπο

που συνορεύει με τη Φθία και με τα Φάρσαλα.

Εδώ, μακριά από των ανθρώπων την οχλαλοή,

ζούσε με τον Πηλέα η θαλασσινή

Θέτις κι από τον γάμο της θεάς

θετίδειο κράζει ετούτο εδώ τον τόπο

ο λαός της Θεσσαλίας. Κι έχει εδώ20

α την κατοικία του ο γιος του Αχιλλέα

κι αφήνει τον Πηλέα να βασιλεύει

στην πόλη των Φαρσάλων, μη θέλοντας

να πάρει το σκήπτρο όσο ο γέροντας ζει.

Κι εγώ, σ᾽ αυτό το σπίτι απόχτησα παιδί, αγόρι,

πλαγιάζοντας με τον αφέντη μου, του Αχιλλέα τον γιο.

Έτσι, κι ας ήμουν βουτηγμένη

στις συμφορές,

μια ελπίδα πάντα με κρατούσε,

πως αν εζούσε το παιδί μου θα ᾽βρισκα

κάποια δύναμη, κάποια παρηγόρια.

Όμως αφότου ο αφέντης μου, καταφρονώντας

το κρεβάτι της σκλάβας,

τη Σπαρτιάτισσα Ερμιόνη έκαμε ταίρι του,30

α με κατηγόριες η γυναίκα αυτή με κατατρέχει.

Λέει ότι, τάχα, με βοτάνια μαγικά

δεν την αφήνω ν᾽ αποχτήσει τέκνο

κι εξαιτίας μου εκείνος τη μισεί

και πως έχω σκοπό να κατοικήσω

σ᾽ αυτό το σπίτι αφού πετάξω με τη βία

το νυφικό κρεβάτι. Ωστόσο, εγώ,

πρώτα πρώτα, χωρίς να το θέλω

μαζί του πλάγιασα,

και τώρα, μάρτυς μου ο θεός, αποτραβήχτηκα.

Όμως αυτή δεν με πιστεύει, θέλει

τον θάνατό μου, κι ο γονιός Μενέλαος συμφωνεί.40

α Ήρθε απ᾽ τη Σπάρτη με σκοπό

τέτοιον και τώρα βρίσκεται στο σπίτι. Κι εγώ

πρόστρεξα, φοβισμένη ικέτισσα, στον ναό της Θέτιδας,

που βρίσκεται πλάι στο παλάτι,

μήπως γλιτώσω τον αφανισμό μου.

Γιατί ο Πηλέας και του Πηλέα οι συγγενείς

τιμούν ετούτον τον ναό, που τους θυμίζει

της Νεραϊδοκυράς τον γάμο. Όσο για το μονάκριβό μου,

από τον φόβο μη μου το σκοτώσουν,

σ᾽ άλλο σπίτι, κρυφά, το έχω στείλει.

Γιατί ο πατέρας του ούτ᾽ εμένα να βοηθήσει

μπορεί, ούτε και το παιδί του, καθώς λείπει50

α στους Δελφούς, όπου πήγε να γυρέψει

συγνώμη απ᾽ τον Απόλλωνα, για την παλιά του αφροσύνη

όταν εσήκωσε κεφάλι στον Λοξία

ζητώντας λόγο για τον φόνο του πατρός του.

Τώρα, με παρακάλια στον Απόλλωνα, ζητάει

να ξεχαστεί το παλιό σφάλμα του και να ᾽χει

την εύνοια του θεού από δω και πέρα.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Κυρά μου, — έτσι εγώ θα σε φωνάζω πάντα,

γιατί και τότε που ήμαστε στην Τροία,

το σπίτι σου τιμούσα, κι ήσουν στην καρδιά μου

κι εσύ, όπως κι ο άντρας σου όταν ζούσε.

Κι έρχομαι, τώρα, να σου φέρω νέα,60

α με φόβο, μήπως κάποιος από τους αφέντες

με καταλάβει, αλλά και με συμπόνια.

Μάθε, λοιπόν, πως ο Μενέλαος κι η κόρη του

το κακό σου γυρεύουνε και πρέπει

όσο μπορείς να φυλαχτείς.

ΑΝΔ. Καλή μου εσύ,

συντρόφισσά μου στη σκλαβιά —γιατί

με συντροφεύεις στη σκλαβιά κι ας ήμουν

κάποτε εγώ η βασίλισσα, μια δύσμοιρη τώρα—

τι γυρεύουν να κάνουν; Τι μηχανεύονται πάλι,

θέλοντας να σκοτώσουν εμέ, την τρισάθλια;

ΥΠΗ. Άμοιρη, το παιδί σου θέλουν να σκοτώσουν,

που το φυγάδεψες μακριά από το παλάτι.

ΑΝΔ. Έμαθε εκείνη, λοιπόν, πως το παιδί μου70

α φυγάδεψα; Ποιος το μαρτύρησε;

Αλίμονο, χάθηκα η δύστυχη.

ΥΠΗ. Δεν ξέρω. Τ᾽ άκουσα από κείνους· κι ο Μενέλαος

άφαντος έγινε, θα πήγε να το βρει.

ΑΝΔ. Είμαι χαμένη. Θα σε σκοτώσουν, παιδί μου,

τα δυο θηρία, αν θα σε πιάσουν… κι ο πατέρας σου

ακόμα τριγυρίζει στους Δελφούς.

ΥΠΗ. Θαρρώ, δεν θα ᾽πεφτες σε τέτοια συμφορά

αν εκείνος βρισκόταν εδώ. Μα τώρα,

κανείς δεν στέκεται κοντά σου.

ΑΝΔ. Και για τον Πηλέα,

τίποτα δεν ακούστηκε, πως έρχεται;

ΥΠΗ. Κι αν έρθει, τι ωφελεί; Γέροντας είναι.80

α ΑΝΔ. Κι όμως, του μήνυσα, του ξαναμήνυσα.

ΥΠΗ. Άραγε, σε νοιαστήκανε οι μαντατοφόροι;

ΑΝΔ. Πού θες να ξέρω; Πας εσύ μαντατοφόρισσα;

ΥΠΗ. Και τι θα πω, σαν λείψω τόσο από το σπίτι;

ΑΝΔ. Πολλά μπορείς να σκαρφιστείς, είσαι γυναίκα.

ΥΠΗ. Θα κιντυνέψω.

Η Ερμιόνη έχει τα μάτια της απάνω μου.

ΑΝΔ. Βλέπεις, τους φίλους παρατάς στη συμφορά τους.

ΥΠΗ. Όχι, μη με προσβάλλεις έτσι, εγώ θα πάω.

Γιατί, στο τέλος τέλος, κι αν θα πάθω τίποτα,

μιας σκλάβας η ζωή δεν έχει αξία.90

α ΑΝΔ. Τρέξε λοιπόν.

Κι εμένα οι θρήνοι κι οι αναστεναγμοί

θα φτάνουν ως τα ουράνια· γιατί, από τη φύση τους,

νιώθουν απόλαυση οι γυναίκες όταν ιστορούνε

ξανά και ξανά τις συμφορές τους.

Κι εγώ δεν έχω μια, έχω πολλές αφορμές

για να στενάζω: την πατρίδα μου,

τον Έκτορά μου, που χάθηκε, τη σκληρή μοίρα

που δέθηκα μαζί της όταν ξέπεσα,

ανάξια, στη σκλαβιά. Ποτέ μην πεις

καλότυχο τον άνθρωπο, αν δεν ιδείς100

α τη στερνή μέρα της ζωής του και με ποιον

τρόπο στον Κάτω Κόσμο θα κατέβει.

Δεν ήτανε νύφη, ήταν σωστή συμφορά103

η Ελένη που έφερε στην τετράψηλη Τροία ο Πάρις.

Για χάρη της το Ίλιο με φωτιά και κοντάρι αφανίστηκε

από των Ελλήνων το στράτευμα

με τα χίλια γοργά του καράβια.

Και τον άντρα μου, εμένα της δύστυχης, τον Έκτορα,

τον έσυρε γύρω απ᾽ τα τείχη, αρματηλάτης,

ο γιος της θαλάσσιας Θέτιδας.

Κι εμένα την ίδια, τραβώντας με

από τις κάμαρές μου, με φέρνανε κάτω

στην αμμουδιά, για να πέσω σε σκλαβιά φοβερή.110

α Ποτάμι κυλούσαν στο πρόσωπό μου τα δάκρυα

όταν άφηνα πατρίδα και σπίτι

και τον άντρα μου να κυλιέται στη σκόνη.

Αλίμονό μου της άμοιρης,

τι το θέλω που βλέπω ακόμα το φως

όταν σκλάβα λογίζομαι της Ερμιόνης;

Κι επειδή με παιδεύει,

ικέτισσα το άγαλμα τούτο της θεάς αγκαλιάζω

και λιώνω στο δάκρυ που πέφτει

καθώς απ᾽ τον βράχο της κρήνης το στάλαγμα.

 

ΠΑΡΟΔΟΣ

 

ΧΟΡΟΣ Κυρά μου εσύ, που πρόσπεσες εδώ στης Θέτης το ιερό [στρ. α]

κι ούτε λες να σαλέψεις,

Φθιώτισσα είμαι κι όμως ήρθα σ᾽ εσέ την Ασιάτισσα

με την ελπίδα πως θα μπορούσα να βρω120

α κάποια γιατρειά για τα δεινά τ᾽ αξεδιάλυτα

που εσένα και την Ερμιόνη

σ᾽ εχθρότητα μπλέξανε φοβερή

για τη διπλή την κλίνη

που η άμοιρη εσύ μοιράζεσαι μαζί της

στο πλάι του γιου του Αχιλλέα.

 

Σκέψου τη θέση σου κι αναλογίσου [αντ. α]

ποιο το αθεράπευτο κακό

που σου φύλαξε η μοίρα.

Κόρη της Τροίας εσύ, κι αντιμάχεσαι

μιαν αφέντρα Λακώνισσα;

Παράτα λοιπόν το ιερό της θαλάσσιας θεάς,130

α προορισμένο να δέχεται τα σφαχτάρια. Ποιο τ᾽ όφελος

ν᾽ ασκημίζεις καθώς λιώνεις στο κλάμα

επειδή σε ταράζει των αφεντάδων η γνώμη; Θα πέσουν

απάνω σου οι πιο δυνατοί.

Γιατί τόσος αγώνας όταν δεν έχεις τη δύναμη;

 

Τον βωμό της νεράιδας θεάς άφησέ τον. [στρ. β]

Νιώσ᾽ το καλά, ότι βρίσκεσαι σκλάβα

ξένη, σε ξένον τόπο,

όπου δεν βλέπεις κανένα

από κείνους που σ᾽ αγαπούσανε.

Ω η πιο δύστυχη απ᾽ όλες,

κοπέλα βαριόμοιρη.140

α Αξιολύπητη μας ήρθες εδώ, ω γυναίκα της Τροίας, [αντ. β]

στα παλάτια των βασιλιάδων μας·

όμως ο φόβος μού κλείνει το στόμα,

—λυπούμαι βέβαια την τύχη σου—

σκιάζομαι ωστόσο μήπως και καταλάβει

τη συμπάθεια που νιώθω για σένα

της θυγατέρας του Δία η κόρη.

 

ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

ΕΡΜΙΟΝΗ Ήρθα εδώ με κοσμήματα χρυσά στο κεφάλι

και με πέπλα πλουμιστά, του κορμιού μου στολίδια

που δεν είναι χαρίσματα του γιου του Αχιλλέα και μήτε

απ᾽ του Πηλέα τα σπίτια παρμένα· ο πατέρας μου150

α ο Μενέλαος μου τα ᾽χει χαρίσει

στη γη της Σπάρτης μαζί με πλήθος προικιά,

γι᾽ αυτό κι ελεύθερα μπορώ να μιλώ.

Αυτή είναι και η απόκριση στα λόγια σας.

Όμως εσύ, μια σκλάβα, μια γυναίκα αιχμάλωτη,

θες να με διώξεις απ᾽ το σπίτι μου, κυρά

να γίνεις εδώ μέσα. Με τα μάγια σου

μ᾽ αποστράφηκε ο άντρας μου, ναι,

κι εσύ ᾽σαι η αιτία που άκαρπα

μένουν τα σπλάχνα μου. Φοβερές

είστε σε κάτι τέτοια εσείς

οι γυναίκες της Ασίας· όμως εγώ160

α θα σου τα σταματήσω αυτά τα έργα· μήτε

της Νηρηίδας το παλάτι, κι ο βωμός κι ο ναός της,

θα σε ωφελήσουν σε τίποτα, ξέρε το,

θα πεθάνεις… Αν, πάλι,

κάποιος θνητός ή θεός σε γλιτώσει,

της αρχοντιάς τις περηφάνιες να τις παρατήσεις

και ταπεινή στα γόνατά μου να προσπέσεις.

Θα νοιάζεσαι το σπιτικό μου, θα σαρώνεις

κι από χρυσές κανάτες θα ραντίζεις

ποταμίσιο νερό.

Να καταλάβεις σε ποιον τόπο βρίσκεσαι.

Δεν υπάρχει Έκτορας εδώ, ούτε Πρίαμος

με τα χρυσάφια του. Εδώ είν᾽ Ελλάδα.

Κι έχεις φτάσει σε τέτοια αναισθησία,170

α άμοιρη εσύ, ώστε τολμάς να πλαγιάζεις

με τον γιο εκείνου που σου σκότωσε τον άντρα.

Κι απόχτησες παιδιά με τους φονιάδες.

Τέτοιο το γένος των βαρβάρων· ο πατέρας

πλαγιάζει με την κόρη, ο γιος με τη μητέρα,

η κόρη με τον αδελφό, οι συγγενήδες

σκοτώνονται συναμετάξυ τους κι ο νόμος

σε τίποτ᾽ απ᾽ αυτά δεν είν᾽ εμπόδιο.

Μη φέρνεις και σε μας κάτι τέτοιες συνήθειες.

Καλό δεν είναι ο άντρας να ᾽χει δυο γυναίκες.

Όσοι θέλουν σωστά να κυβερνούν το σπίτι τους

βρίσκουν τις χαρές του έρωτα σ᾽ ένα μόνο κρεβάτι.180

α ΧΟΡ. Ζηλιάρες από φυσικού τους οι γυναίκες·

έτοιμες πάντα να κατασπαράξουν

εκείνην που μοιράζεται τον άντρα τους.

ΑΝΔ. Αλίμονο!

Κακό για τους θνητούς η νιότη, αν με τη νιότη

μαζί δεν υπάρχει κι η στόχαση.

Φοβούμαι μήπως, επειδή είμαι σκλάβα σου,

εμποδιστώ να μιλήσω, κι ας έχω χίλια δίκια·

αν πάλι κρατηθώ, μήπως αυτό με βλάψει.

Γιατί δύσκολα ο φαντασμένος δέχεται

τα σωστά λόγια που ο μικρός θα ξεστομίσει.190

α Ωστόσο, τον εαυτό μου δεν θα τον προδώσω.

Πες μου, λοιπόν, κοπέλα μου,

τι είναι επιτέλους αυτό που μου δίνει το θάρρος

να σου χαλάσω, τάχα, τον γάμο σου;

Είναι μήπως η Σπάρτη παρακατιανή

απέναντι στην Τροία,

ή σε περνώ στην ευτυχία και στη δύναμη;

Ή ξιπασμένη για το νέο και σφιχτό κορμί μου,

για τα μεγάλα πλούτη και τους φίλους μου,

θέλω το σπιτικό σου εγώ να διαφεντεύω;

Γιατί; Για να γεννήσω γιους που θα ᾽ναι σκλάβοι

και βάρος άθλιο για μένανε;200

α Ή μήπως θα δεχτεί κανένας τα παιδιά μου

για βασιλιάδες της Φθίας,

αν τέκνα εσύ δεν αποχτήσεις; Πες μου:

μ᾽ αγαπούν οι Έλληνες, γιατί ήμουν του Έκτορα ταίρι;

Ασήμαντη ήμουν, κι όχι των Φρυγών βασίλισσα;

Δεν φταίνε τα βοτάνια μου που δεν σε θέλει ο άντρας σου,

το φέρσιμό σου φταίει· αυτό είναι που μαγεύει,

κοπέλα μου, κι όχι η ομορφιά, τους άντρες.

Όμως εσύ, λίγο να πειραχτείς, σπουδαία η Σπάρτη,

η Σκύρος ένα τίποτα, εσύ ᾽σαι η πλούσια210

α κι οι άλλοι λένε το ψωμί ψωμάκι·

κι όσο για τον Μενέλαο, είναι πια

από τον Αχιλλέα τρανότερος. Με κάτι τέτοια

κάνεις τον άντρα σου να σε μισεί, κατάλαβέ το.

Πρέπει η γυναίκα, κι αν θα πέσει σε κατώτερο άντρα,

να υπομονεύει και να μην υψώνει τη φωνή.

Κι αν παντρευόσουν βασιλιά στη χιονοσκέπαστη Θράκη

όπου ένας άντρας σμίγει με πολλές γυναίκες,

θα τις σκότωνες όλες; Εξαιτίας σου

θα βγάζανε όνομα οι γυναίκες, τάχατε

πως δεν χορταίνουνε

το κρεβάτι του αντρός. Και θα ᾽τανε ντροπή.

Γιατί παρόλο που η αρρώστια αυτή μας τυραννάει220

α χειρότερα απ᾽ τους άντρες, τη σκεπάζουμε όμως.

Αγαπημένε μου Έκτορα, για το χατίρι σου

έφτασα να μοιράζομαι τους έρωτές σου

αν η Αφροδίτη ετύχαινε να σε πλανέψει·

και στα νόθα παιδιά σου τον μαστό μου έχω δώσει

πόσες φορές, για να μη σε πικράνω.

Έτσι,

με τον καλό μου τρόπο κέρδιζα τον άντρα μου.

Μα εσύ φοβάσαι μήπως και μια στάλα

δροσιάς αγγίξει το ακριβό σου ταίρι.

Κοπέλα μου, μη θες να ξεπεράσεις228

τη μάνα σου στον πόθο για τους άντρες. Των κακών

μανάδων τις συνήθειες πρέπει ν᾽ αποφεύγουν230

α οι κόρες, όσες έχουνε μυαλό και γνώση.

ΧΟΡ. Κυρά μου, όσο σου είναι μπορετό,

κοίταξε να συμβιβαστείς μαζί της.

ΕΡΜ. Τι φαντασίες είν᾽ αυτές; Μεγάλα λόγια.

Εσύ ᾽σαι τάχα η γνωστική, κι εγώ δεν είμαι.

ΑΝΔ. Δεν είσαι, αν κρίνω από τα λόγια που είπες.

ΕΡΜ. Κυρά μου, η γνώση σου ας μου λείπει.

ΑΝΔ. Νέα κοπέλα, κι όμως λες αδιαντροπιές.

ΕΡΜ. Εσύ δεν λες, μα προτιμάς να πράττεις.

ΑΝΔ. Δεν το μπορείς, λοιπόν, αν σε πονάει ο έρωτας,

να μη μιλάς;240

α ΕΡΜ. Και γιατί τάχα;

Αυτή δεν είναι, πάντοτε, η πρώτη σκέψη

για τις γυναίκες;

ΑΝΔ. Αν σωστά πορεύονται,

κανείς δεν τις κατηγορά. Ειδαλλιώς…

ΕΡΜ. Οι νόμοι των βαρβάρων δεν έχουν πέραση εδώ.

ΑΝΔ. Κι εκεί κι εδώ, τα αισχρά ντροπιάζουν τους ανθρώπους.

ΕΡΜ. Είσαι σοφή, δεν λέω. Μα πρέπει να πεθάνεις.

ΑΝΔ. Το βλέπεις το άγαλμα της Θέτιδας, που σε κοιτάζει;

ΕΡΜ. Που μισεί την πατρίδα σου για του Αχιλλέα τον φόνο.

ΑΝΔ. Η Ελένη τον σκότωσε, η μάνα σου, όχι εγώ.248

ΕΡΜ. Θ᾽ αγγίξεις ακόμα πιο βαθιά τις πληγές μου;

ΑΝΔ. Ωραία, λοιπόν, εγώ κλείνω το στόμα μου.250

α ΕΡΜ. Ήρθα ν᾽ ακούσω κάτι, και θα μου το πεις.

ΑΝΔ. Σου λέω, δεν έχεις το μυαλό που χρειάζεσαι.

ΕΡΜ. Θα φύγεις από το ιερό της Θέτιδας;

ΑΝΔ. Αν δεν με περιμένει ο θάνατος. Αλλιώς,

δεν κάνω βήμα.

ΕΡΜ. Θα πεθάνεις, χωρίς να περιμένω

τον γυρισμό του αντρός μου.

ΑΝΔ. Όμως κι εγώ,

αν δεν γυρίσει εκείνος, δεν σου παραδίνομαι.

ΕΡΜ. Φωτιά θα βάλω κι ούτε θα νοιαστώ

τι θ᾽ απογίνεις.

ΑΝΔ. Κάψε με, λοιπόν,

μάρτυρες θα ᾽ναι οι θεοί σε ό,τι θα πράξεις.

ΕΡΜ. Θα σου τσακίσω το κορμί, να δεις

τι θα πει πόνος.

ΑΝΔ. Βάψε, λοιπόν, με το αίμα μου τον βωμό της θεάς

κι αυτή θα σε διορθώσει.260

α ΕΡΜ. Ω γέννημα βάρβαρο και θράσος σκληρό,

καταφρονάς τον θάνατο;

Ωστόσο, εγώ θα σε αναγκάσω πολύ γρήγορα

να φύγεις από κει που κάθεσαι.

Έχω το δόλωμα, έννοια σου. Καλύτερα όμως

να μη μιλήσω, θα μιλήσουν τα έργα.

Καλά είσ᾽ εδώ. Κι αν με χυτό μολύβι σε στεριώσουν,

εγώ θα σε σηκώσω,

πριν έρθει ο γιος του Αχιλλέα, που σ᾽ αυτόν ελπίζεις.

(Η Ερμιόνη κατευθύνεται προς το παλάτι.)

ΑΝΔ. Ελπίζω, ναι. Παράξενο! Για τ᾽ άγρια σερπετά,

δώσανε βότανα οι θεοί στον άνθρωπο.270

α Όμως για την κακιά γυναίκα,

απ᾽ τη φωτιά κι απ᾽ την οχιά χειρότερη,

κανείς δεν βρήκε φάρμακο.

Τέτοιο κακό για τους ανθρώπους είμαστε οι γυναίκες.

 

ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

 

ΧΟΡ.

Αλήθεια, μεγάλων δεινών αφορμή [στρ. α]

έγινε ο γιος του Διός και της Μαίας

όταν έφτασε στο φαράγγι της Ίδης

με το τρίπωλο άρμα το καλοζεμένο

οδηγώντας τις θέαινες,

που μαλώναν φριχτά για ομορφιά,

στις μάντρες του νέου βοσκού του ολομόναχου,280

α στο καλύβι με την έρημη αυλή.

 

Όταν οι θέαινες φτάσανε στο φαράγγι το σύδεντρο, [αντ. α]

πρώτα λούσανε τα ωραία κορμιά τους στα ρυάκια

των βουνίσιων πηγών

κι έπειτα αλλάζοντας λόγια πειραχτικά μεταξύ τους,

η μια για της άλλης την ομορφιά,

επήγαν στον γιο του Πριάμου.290

α Η Αφροδίτη τον πλάνεψε τότε με λόγια

δολερά, που ήταν γλυκά να τ᾽ ακούς,

που έγιναν όμως η αρχή του πικρού χαλασμού

για την πόλη των Φρυγών και τα κάστρα της Τροίας.

 

Γιατί δεν το ξόρκιζε να πάει μακριά το κακό [στρ. β]

η μάνα που γέννησε τον ολέθριο τον Πάρι

προτού κατοικήσει στα βραχοτόπια της Ίδης;

Όταν δίπλα στη δάφνη τη μαντική

η Κασάνδρα βροντοφωνούσε «σκοτώστε τον»

γιατί θα ᾽φερνε τη συμφορά στου Πριάμου την πόλη.

Σε ποιον δεν πήγε, ποιον προεστό δεν ικέτευε

να θανατώσουν το βρέφος;300

α  

Αν την ακούγανε, ούτε σκλάβες θα γίνονταν [αντ. β]

οι γυναίκες της Τροίας

ούτε συ θα βρισκόσουν σε σπίτι τυράννων,

κυρά μου.

Κι ούτε οι νέοι της Ελλάδας θα μάχονταν

δέκα χρόνια υποφέροντας

γύρω απ᾽ τα κάστρα του Ιλίου·

και τα κρεβάτια δεν θα ᾽μεναν έρημα

ούτε κι οι γέροι από παιδιά θα ορφανεύαν.

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

(Έρχεται ο Μενέλαος με την ακολουθία του. Μαζί του φέρνει το παιδί της Ανδρομάχης.)

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Έρχομαι αφού βρήκα το παιδί σου

που κρυφά από την κόρη μου είχες φυγαδέψει

σε ξένο σπίτι. Πίστευες310

α πως το άγαλμα της θεάς θα σε γλιτώσει

και πως ο γιος σου θα σωθεί από κείνους

που τον εκρύψανε. Τώρα, το βλέπεις, κυρά μου,

πως ο Μενέλαος έχει πιο πολύ μυαλό από σένα.

Λοιπόν, αν δεν αδειάσεις τούτο δω τον τόπο,

ο γιος σου θα σφαχτεί αντίς για σένα.

Σκέψου, λοιπόν, ποιο προτιμάς από τα δυο

για το κακό που μου ᾽καμες, εμένα και της κόρης μου:

να πεθάνεις εσύ, ή να πεθάνει ο γιος σου.

ΑΝΔ. Ω φήμη, φήμη, σε χιλιάδες θνητούς

έδωσες όνομα μεγάλο δίχως να το αξίζουν.320

α Όμως εγώ μονάχα εκείνους μακαρίζω

που έχουνε φήμη βασισμένη στην αλήθεια.

Μα όσους απόχτησαν τη δόξα με τα ψέματα,

λέω πως στην τύχη μόνο το χρωστούνε.

Εσύ ᾽σαι ο στρατηγός των διαλεχτών Ελλήνων,

που πήραν κάποτε την Τροία από τον Πρίαμο,

εσύ, ένας άνανδρος. Έχεις φουντώσει απ᾽ τα λόγια

μιας κοπέλας ανήλικης και τώρα πολεμάς

μια σκλάβα δύστυχη. Ούτε άξιος για την Τροία,

ούτε κι η Τροία για σένα.

Όσοι μάς φαίνονται σπουδαίοι στο μυαλό

είναι μονάχα απ᾽ έξω· αν τους κοιτάξεις μέσα,330

είναι όμοιοι μ᾽ όλους τους ανθρώπους και μονάχα

α στα πλούτη ξεχωρίζουνε κι αυτή ᾽ναι η δύναμή τους.

Μενέλαε, να τελειώνουμε με τις κουβέντες.

Με σκότωσε, λοιπόν, η κόρη σου και χάθηκα·

μα την κατακραυγή γι᾽ αυτόν τον φόνο πώς θα τη γλιτώσει;

Όμως κι εσύ θα δώσεις λόγο στους ανθρώπους,

που θα σε κρίνουνε συνένοχο του φόνου.

Κι αν, επιτέλους, εγώ ξεφύγω τον θάνατο,

θα σκοτώσετε, λοιπόν, το παιδί μου;

Και πώς θα το δεχτεί κάτι τέτοιο ο πατέρας του;340

α Τόσο άνανδρος δεν φάνηκε στην Τροία.

Αλλά θα πράξει, αν πρέπει, έργο αντάξιο

και του πατέρα του Αχιλλέα και του Πηλέα,

και θα διώξει την κόρη σου απ᾽ το σπίτι του.

Κι όταν θελήσεις εσύ να τη δώσεις

σ᾽ άλλον άντρα, τι τάχα θα του πεις;

Πως είναι γνωστικιά, γι᾽ αυτό παράτησε

τον τιποτένιο σύζυγο; Έννοια σου,

πάντα μαθεύεται η αλήθεια. Και ποιος άντρας

θα τηνε πάρει; Ανύπαντρη χήρα

θα την κρατάς στο σπίτι σου, με άσπρα μαλλιά.

Δυστυχισμένε μου άνθρωπε, δεν βλέπεις

τις συμφορές που θα σε βρουν; Και δε θα προτιμούσες

ν᾽ απατηθεί χίλιες φορές η κόρη σου,350

α παρά να πάθει

όσα σου λέω εγώ; Δεν πρέπει

για μικροπράματα να προκαλεί κανείς

μεγάλες δυστυχίες, κι ούτε είναι σωστό,

αν εμείς οι γυναίκες είμαστε

πλάσματα τόσο κακά,

οι άντρες να μας μοιάζουνε στον χαρακτήρα.

Αν εγώ, καθώς λέει, κάνω μάγια της κόρης σου

και ρίχνει τα παιδιά της, τότε, βέβαια,

χωρίς καθόλου να διστάσω,

και τους βωμούς αφήνοντας, θα δώσω λόγο

στον γαμπρό σου· γιατί αυτόν

δεν τον βλάφτω λιγότερο, αν εγώ είμαι η αιτία

που δεν μπορεί ν᾽ αποχτήσει παιδιά.360

α Αυτά έχω να σου πω· μα ένα φοβάμαι,

το μυαλό σου· για χάρη μιας γυναίκας,

αφάνισες και τη δυστυχισμένη πόλη των Φρυγών.

ΧΟΡ. Είπες πολλά για μια γυναίκα που μιλάει σε άντρα

κι η φρόνησή σου ξεπέρασε τον στόχο της.

ΜΕΝ. Κυρά μου, αυτά είναι ταπεινά κι ανάξια,

όπως μας είπες, για τη βασιλεία μου

και την Ελλάδα. Ωστόσο, μάθε το καλά:

Για τον καθένα μας αυτό που του χρειάζεται

αξίζει πιο πολύ κι από της Τροίας το πάρσιμο.

Έτσι κι εγώ, στέκω βοηθός της θυγατέρας μου370

α γιατί το βρίσκω πολύ προσβλητικό

να στερηθεί την κλίνη του συζύγου της.

Ό,τι άλλο αν πάθει μια γυναίκα παραβλέπεται,

όμως τον άντρα της αν χάσει, χάνει τη ζωή της.

Εκείνος είναι δίκαιο να εξουσιάζει

τους δούλους μου. Η κόρη μου κι εγώ

μπορούμε τους δικούς του ανθρώπους να προστάζουμε.

Όσοι αγαπιούνται, αν αγαπιούνται αληθινά,

δεν ξεχωρίζουν το δικό μου απ᾽ το δικό σου.

Αν περιμένω αυτόν που λείπει και δεν βάλω

σε τάξη αυτά που τόσο μ᾽ ενδιαφέρουνε,

θα πρέπει να με πούνε αστόχαστο κι ανάξιο.

Φύγε, λοιπόν, απ᾽ της θεάς τον τόπο τον ιερό:380

α θα πεθάνεις εσύ, μα το παιδί θα γλιτώσει.

Αν δεν θελήσεις να πεθάνεις, θα σου το σκοτώσω.

Ένας από τους δυο σας είναι ανάγκη

να φύγει απ᾽ τη ζωή.

ΑΝΔ. Ω, αλίμονό μου,

πικρός ο κλήρος και πικρότατο

της ζωής το διάλεγμα που ορίζεις. Ό,τι κι αν διαλέξω,

η δυστυχία θα ᾽ναι η μοίρα μου. Άκουσέ με

εσύ που για μικρή αφορμή πράττεις μεγάλα.

Γιατί ζητάς να με σκοτώσεις; Ποια η αιτία;

Ποια πόλη έχω προδώσει; Ποιο από τα παιδιά σου

έχω σκοτώσει εγώ; Και ποιο το σπίτι που έκαψα;390

α Επλάγιασα με τον αφέντη· αυτός το θέλησε.

Και τώρα εσύ δεν σκοτώνεις εκείνον

που ήταν ο αίτιος· παραβλέπεις

την αφορμή και κοιτάς το τι ακολούθησε.

Τι συμφορά είναι τούτη, δύστυχη πατρίδα,

πόσο υποφέρω. Τι χρειαζόταν να γεννήσω,

για να προσθέσω κι άλλο βάρος στα βάρη μου;

Μα γιατί τάχα να θρηνώ μονάχα

τα τωρινά μου βάσανα,

και δεν κοιτάζω πόσα έχω περάσει.

Είδα τον Έκτορα να κομματιάζεται δεμένος στο άρμα,

θέαμα φριχτό, κι είδα την Τροία να καίγεται.400

α Κι εγώ, σκλάβα σερμένη απ᾽ τα μαλλιά,

σ᾽ ελληνικό καράβι ανέβηκα·

και φτάνοντας στη Φθία, με τραβολογάνε

νύφη στο σπίτι των φονιάδων του Έκτορα.

Ποια είναι για μένα η γλύκα της ζωής; Πού να κοιτάξω;

Στα τωρινά ή στα περασμένα βάσανά μου;

Ένα παιδί μού απόμεινε, φως των ματιών μου,

κι αυτό γυρεύουν οι κακόβουλοι να το σκοτώσουν.

Όχι, δεν πρέπει αυτό να γίνει, για να σώσω

εγώ μιαν άθλια ζωή· αν αυτό σωθεί,

θα ᾽ναι η ελπίδα, ενώ για μένα θα ᾽ναι

ντροπή να μην πεθάνω για χατίρι του.410

α Λοιπόν, αφήνω τον βωμό και παραδίνομαι

στα χέρια σας:

σφάξτε με, δέστε με, κρεμάστε με. Παιδί μου,

βαδίζω για τον Άδη εγώ η μητέρα σου,

για να μην πεθάνεις εσύ, κι αν ξεφύγεις τη μοίρα

να θυμάσαι τη μάνα σου, πώς χάθηκα η δύσμοιρη

και να λες στον πατέρα σου αγκαλιάζοντάς τον,

με φιλιά και με δάκρυα, το τι έχω πράξει.

Α, ναι, για τους ανθρώπους η ψυχή είναι τα παιδιά τους·

όποιος δεν ξέρει, και γι᾽ αυτό θα με κατηγορήσει,

βέβαια λιγότερο πονεί, μα ευτυχισμένος δεν είναι.420

α ΧΟΡ. Σ᾽ άκουσα και σε πόνεσα· στους θνητούς όλους

λύπηση φέρνει η συμφορά, κι αν ακόμα είναι ξένοι.

Μενέλαε, θα ᾽τανε σωστότερο να τις φιλιώσεις,

την κόρη σου κι αυτήν εδώ

για να γλιτώσει από τα βάσανά της.

ΜΕΝ. Πάρτε την, άνθρωποί μου, δέστε της τα χέρια·

λόγια συμπόνιας δεν πρόκειται ν᾽ ακούσει.

Εγώ, κυρά μου, για ν᾽ αφήσεις τον ιερό βωμό,

άλλον τρόπο δεν είχα: να σε φοβερίσω

με του παιδιού σου τον θάνατο·

έτσι, σ᾽ έχω στα χέρια μου,

για να σε σφάξω· η τύχη σου

είναι αποφασισμένη· όσο για το παιδί σου,430

α η κόρη μου θα κρίνει αν θα θελήσει

να το σκοτώσει, να μην το σκοτώσει.

Τράβα τώρα στο σπίτι, για να μάθεις,

σκλάβα εσύ, τους ελεύθερους να βρίζεις.

ΑΝΔ. Αλίμονο, με δολερά φερσίματα με γέλασες.

ΜΕΝ. Πες το σ᾽ όλο τον κόσμο, δεν τ᾽ αρνιέμαι.

ΑΝΔ. Εσείς, εκεί στον Ευρώτα, περνάτε

για εξυπνάδες κάτι τέτοια φερσίματα;

ΜΕΝ. Μα και στην Τροία, όσοι παθαίνουν εκδικιούνται.

ΑΝΔ. Κι οι θεοί, τι θαρρείς, δεν είναι θεοί

και δεν θα δώσεις λόγο;

ΜΕΝ. Βέβαια,

σαν έρθει η ώρα, κι αυτό θα το υπομείνω.

Όμως εσένα ο θάνατος σε περιμένει.440

α ΑΝΔ. Και το μικροπούλι,

που άρπαξες κάτω απ᾽ τα φτερά μου;

ΜΕΝ. Δεν θα το σφάξω εγώ·

όμως αν το θελήσει

η κόρη μου, θα της το δώσω, αυτή να το σκοτώσει.

ΑΝΔ. Αλίμονό μου· πώς να μη σε κλάψω,

παιδί μου;

ΜΕΝ. Βέβαια, κι αυτό

πολλές ελπίδες δεν έχει.

ΑΝΔ. Ω Σπαρτιάτες,

οι πλέον μισητοί σ᾽ όλο τον κόσμο,

που δολερά στοχαζόσαστε, πρώτοι στο ψέμα,

μηχανορράφοι του κακού, που ο νους σας είναι

πώς θα τυλίξετε τον άλλον με τεχνάσματα,

πόσο άδικα ευτυχείτε στην Ελλάδα.

Ποια κακία σάς λείπει; Πλήθος

τα φονικά που έχετε πράξει. Μήπως450

α δεν είστε φημισμένοι για αισχροκέρδεια; Και πάντα,

άλλα σκεφτόσαστε κι άλλα το στόμα σας λέει.

Να μου χαθείτε. Και μάθε πως για μένα

δεν είναι ο θάνατος τόσο βαρύς

όσο νομίζεις· τη ζωή μου εγώ την έχω χάσει

όταν η πόλη των Φρυγών, η δύστυχη, έπεσε,

όταν σκοτώθηκε ο δοξασμένος μου άντρας,

εκείνος που πολλές φορές με το κοντάρι του

σ᾽ ανάγκασε να καταφύγεις στα καράβια.

Και τώρα, πρόβαλες, γενναίος πολεμιστής,

για να σκοτώσεις μια γυναίκα· ωραία,

σκότωσέ με, λοιπόν, δεν θα σας καλοπιάσω

ούτε τη θυγατέρα σου ούτ᾽ εσένα.460

α Είσαι τρανός στη Σπάρτη. Ε, κι έπειτα;

Ήμαστε κάποτε κι εμείς τρανοί στην Τροία.

Κι αν εγώ, τώρα, δυστυχώ, να μην καυχιέσαι.

Μπορεί, μια μέρα, κι εσύ να δυστυχήσεις.

(Ακόλουθοι του Μενέλαου παίρνουν δεμένη την Ανδρομάχη. Κοντά της περπατά το παιδί. Πιο πίσω ο Μενέλαος.)

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

 

ΧΟΡ. Δεν θα παινέψω ποτέ [στρ. α]

τους διπλούς γάμους των θνητών

και δεν θα μακαρίσω τον άνθρωπο

που έχει από δυο μανάδες τέκνα.

Στεναχώριες και λύπες μονάχα

και καβγάδες θα φέρουν στο σπίτι.

Είθε ο άντρας μου, λέω,

μοναχά το δικό μου κρεβάτι να χαίρεται,

κι άλλη ας μην το ζυγώσει.470

α  

Μα ούτε στην πόλη ταιριάζουν καλύτερα [αντ. α]

οι διπλές βασιλείες·

βάρος φέρνουν απάνω στο βάρος

κι οι πολίτες διχάζονται.

Κι αν δυο τεχνίτες πλέξουνε

το ίδιο τραγούδι, πάντα

σε διχόνοια οι Μούσες τούς φέρνουν.

 

Κι όταν ανέμοι ορμητικοί [στρ. β]

χτυπάνε τους θαλασσινούς,

όταν δυο γνώμες υπάρχουν480

α και πλήθος οι σοφοί τιμονιέρηδες

δεν αξίζουν όσο αξίζει ο ένας,

που μπορεί και να ᾽ναι κατώτερος,

όμως γνωρίζει πώς να κυβερνά

με τη δική του την κρίση.

Ο νους του ενός είναι δύναμη

σε σπίτια και σε πολιτείες,

αν θέλουν από τον χαμό

να γλιτώσουν.

 

Το ᾽δειξε κι η Λακώνισσα [αντ. β]

του πολέμαρχου Μενελάου η κόρη·

αυτή που χύθηκε σαν τη φωτιά

πάνω στην άλλη γυναίκα·

και για να βγάλει το άχτι της

θέλει να τη σκοτώσει

τη δύσμοιρη Τρωαδίτισσα

και το παιδί της.490

α Ανόσιο τέτοιο φονικό, αντίθετο

στη φύση και στον νόμο.

 

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

ΧΟΡ. Αλλά να, που μπροστά στο παλάτι

βλέπω να προχωρεί

το αγαπημένο ζευγάρι,

το καταδικασμένο

με απόφαση θανατική.

Δυστυχισμένη γυναίκα.

και συ, άμοιρο παιδί,

που πεθαίνεις κι ας είσαι αθώο

για της μητέρας τον γάμο

κι ούτε σε τίποτα έβλαψες

τους βασιλιάδες.500

α ΑΝΔ. Να με τώρα, δεμένη

με σκοινιά που ματώσαν τα χέρια μου,

στον Κάτω Κόσμο πορεύομαι.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ Μάνα, μανούλα, κι εγώ

μες στα φτερά σου κατεβαίνω μαζί σου.

ΑΝΔ. Δυστυχισμένο σφαχτάρι,

ω κυβερνήτες της Φθίας.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ Πατέρα,

έλα και βόηθησε αυτούς που αγαπάς.

ΑΝΔ. Ακριβό μου παιδί,510

α στην αγκαλιά της μητέρας σου,

νεκρός με νεκρή

κάτω απ᾽ το χώμα θα κείτεσαι.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ Αλίμονο, τι θα γίνουμε οι άμοιροι,

κι εγώ, μητέρα, κι εσύ;

ΜΕΝ. Θα κατεβείτε στον Άδη· γιατί είστε φερμένοι

από κάστρα εχθρικά· διπλή ᾽ναι η αιτία

που σας σκοτώνει τους δύο. Με δική μου

απόφαση θα πεθάνεις εσύ· το παιδί,

η Ερμιόνη η κόρη μου θα το σκοτώσει.

Γιατί ᾽ναι μεγάλη αφροσύνη

ν᾽ αφήσεις να ζούνε

εχθροί γεννημένοι από εχθρούς520

α και να μην τους σκοτώνεις

για να γλιτώνει απ᾽ τον φόβο το σπίτι σου.

ΑΝΔ. Ω άντρα μου, του Πρίαμου γιε,

δεν ήτανε να ᾽χω βοηθούς μου

το χέρι σου και το κοντάρι σου;

ΤΟ ΠΑΙΔΙ Δυστυχισμένος, ποιο θρήνο να βρω

που θα διώξει μακριά μου τον Χάρο;

ΑΝΔ. Πέσε στα πόδια του αφέντη, παιδί μου,

και παρακάλεσέ τον.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ Καλέ μου,530

α καλέ μου, τη ζωή χάρισέ μου.

ΑΝΔ. Πλημμυρίσαν τα μάτια μου δάκρυα

κι η δύστυχη τ᾽ αφήνω να τρέχουν

σαν στάλες νερό

που κυλούν από ανήλιαγο βράχο.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ Αλίμονό μου, ποιον τρόπο να βρω,

τη συμφορά να γλιτώσω;

ΜΕΝ. Τι μου προσπέφτεις; Θαλασσόβραχος είμαι

ή κύμα, και με παρακαλάς;

Τους δικούς μου βοηθώ, μα για σένα

δεν νιώθω αγάπη καμιά.540

α Τόσα χρόνια της ζωής μου έχω χάσει

για να πάρω την Τροία

και μαζί τη μητέρα σου·

το κέρδος σου θα ᾽ναι, απ᾽ αυτήν,

αγκαλιά να κατεβείτε στον Άδη.

ΧΟΡ. Όμως βλέπω βιαστικό τον Πηλέα

να σέρνει κατά δω το γέρικό του βήμα.

ΠΗΛΕΑΣ Όλους εσάς ρωτάω, ρωτάω κι εσένα

που έτοιμος είσαι για σφαγή, τι τρέχει;

Ποια είναι η αιτία που το σπίτι αναστατώθηκε;

Ποιο έργο σοφίστηκεν ο νους σας δίχως κρίση;

Μενέλαε, στάσου· και μη βιάζεσαι προτού δικάσεις.550

α (Σ᾽ έναν δούλο του.)

Οδήγα με πιο γρήγορα. Το ζήτημα δεν παίρνει

αργοπορίες. Όσο καμιά άλλη φορά,

θα ᾽θελα να ᾽χα του παλικαριού τη δύναμη.

Και πρώτα πρώτα, σαν το πρίμο αγέρι στα πανιά,

θα δώσω θάρρος στη δύστυχη.

(Στην Ανδρομάχη.)

Με ποια δικαιολογία τούτοι εδώ

σου δέσανε τα χέρια με σκοινιά και σε τραβάνε

μαζί με το παιδί;

Σαν την αμνάδα με τ᾽ αρνί της

πορεύεσαι προς τη σφαγή, τώρα που λείψαμε

κι εγώ κι ο σύντροφός σου.

ΑΝΔ. Ετούτοι, γέροντα,

με σέρνουν προς τον θάνατο, όπως βλέπεις.560

α Τι να σου πω; Δεν σου ᾽στειλα έναν,

αλλά πολλούς βιαστικούς μαντατοφόρους.

Για τη διχόνοια που υπάρχει μες στο σπίτι

εξαιτίας της κόρης του, τα ξέρεις·

θ᾽ άκουσες και για ποιαν αιτία πεθαίνω.

Και τώρα με τραβάνε απ᾽ τον βωμό της Θέτιδας,

της μητέρας του ευγενικού παιδιού σου,

που τόσο την τιμάς και με πηγαίνουν,

χωρίς να με δικάσουν κι ούτε περιμένουν

τον γυρισμό στο σπίτι αυτών που λείπουνε.

Ξέρουν πως είμαι ολομόναχη, με τούτο

το παιδί που σε τίποτα δεν έφταιξε570

α κι όμως σκοπεύουν να το θανατώσουνε

μαζί με τη δύστυχη εμένα.

Μα σε ικετεύω, γέροντα, στα γόνατά σου πέφτοντας

—αφού δεν μπορώ με το χέρι ν᾽ αγγίξω

τη σεβαστή γενειάδα σου— στ᾽ όνομα των θεών,

να με γλιτώσεις· αλλιώς, θα πεθάνουμε, γέροντα,

ντροπή για όλους σας, και για μας δυστυχία.

ΠΗΛ. Λύστε της τα δεσμά, σας προστάζω, προτού μετανιώσετε

κι αφήστε της ελεύθερα τα χέρια.

ΜΕΝ. Όμως το απαγορεύω εγώ, που βέβαια,

κατώτερος δεν λογαριάζομαι από σένα·

και την ορίζω πιο πολύ.580

α ΠΗΛ. Τι λες;

Ήρθες, λοιπόν, εδώ, να γίνεις

νοικοκύρης στο σπίτι μου; Και δεν σου φτάνει

να διαφεντεύεις τη Σπάρτη;

ΜΕΝ. Την επήρα

αιχμάλωτη απ᾽ την Τροία εγώ.

ΠΗΛ. Όμως εδόθηκε βραβείο στον εγγονό μου.

ΜΕΝ. Δεν είναι, μήπως, τα δικά μου δικά του

όπως και τα δικά του δικά μου;

ΠΗΛ. Και βέβαια,

μα για να κάνεις καλό, κι όχι κακό,

ούτε και να σκοτώνεις με τη βία.

ΜΕΝ. Από τα χέρια μου ποτέ δεν θα την πάρεις.

ΠΗΛ. Θα σου τσακίσω το κεφάλι με το σκήπτρο μου.

ΜΕΝ. Άγγιξέ με και βλέπεις. Γιατί στέκεις μακριά μου;

ΠΗΛ. Άντρας, λοιπόν, λογαριάζεσαι, ω φαυλότατε,

κι από φαύλων γενιά;590

α Εσύ που κάποιος Τρωαδίτης σου πήρε

τη γυναίκα, όταν έφυγες

αφήνοντας το σπίτι σου ακλείδωτο, αφύλαχτο,

σάμπως να ᾽χες γυναίκα με φρόνηση·

ποια; τη χειρότερη απ᾽ όλες.

Όμως κι αν ήθελε ακόμα

μια Σπαρτιάτισσα κόρη φρόνιμη να μείνει,

πώς θα μπορούσε; Αυτές παρατάνε τα σπίτια τους

και με γυμνά μεριά κι ανεμισμένα πέπλα

γυμνάζονται στα στάδια και στις παλαίστρες

μαζί με τ᾽ αγόρια. Συνήθεια

που εγώ τη λέω σιχαμερή. Κι έπειτα, πώς

ν᾽ απορήσει κανείς που δεν βγάζετε600

α τίμιες γυναίκες;

Η Ελένη θα ᾽πρεπε σ᾽ αυτό ν᾽ αποκριθεί,

που αφήνοντας το νόμιμο κρεβάτι

πήγε να ξεφαντώσει με άντρα νέο

σε ξένη γη.

Κι ύστερα, για χατίρι της, μάζεψες τόσο πλήθος

Ελλήνων και τους έφερες στην Τροία.

Που έπρεπε να τη σιχαθείς, αφού αποδείχτηκε

άπιστη κι όχι να σηκώσεις πόλεμο,

μα να πληρώσεις κιόλας για να μη γυρίσει

ποτέ στο πατρικό σου.

Όμως η αφεντιά σου αλλιώτικα έκρινες· κι έγινες έτσι610

α η αιτία να χαθούν πολλές ψυχές ωραίες,

πολλές γριές μανάδες να ορφανέψουνε

κι ασπρομάλληδες γέροι ν᾽ απομείνουν χωρίς

τα ευγενικά παιδιά τους.

Ένας κι εγώ απ᾽ αυτούς τους άμοιρους· σε βλέπω

σαν μιαρό φονιά του Αχιλλέα μου. Μονάχα εσύ

αλάβωτος εγύρισες από την Τροία,

και τα όπλα σου τ᾽ αστραφτερά σε όμορφες θήκες,

όπως τα πήγες έτσι τα ᾽φερες πίσω.

Εγώ πολλές φορές τα είπα στον γιο μου, μήτε

μ᾽ εσέ να συγγενέψει, μήτε

στα σπίτια του να πάρει θυγατέρα620

α κακής γυναίκας, γιατί τέτοιες κόρες

φέρνουν μαζί τους τις ντροπές της μάνας.

Αυτό προσέξτε που σας λέω, γαμπροί:

με θυγατέρες να παντρεύεστε καλών μανάδων.

Κοντά σ᾽ αυτά, εγκλημάτησες στον αδερφό σου

όταν τον παρακίνησες να σφάξει έτσι ασυλλόγιστα

τη θυγατέρα του· τόσο φοβήθηκες, λοιπόν,

μήπως δεν πάρεις πίσω την κακιά γυναίκα;

Κι όταν κυρίεψες την Τροία —θα σ᾽ ακολουθήσω κι εκεί—626

ήταν στα χέρια σου η γυναίκα, δεν τη σκότωσες,

μα καθώς είδες τα στήθια της, επέταξες το ξίφος

και νικημένος από πόθο ερωτικό,

εδέχτηκες να σε φιλήσει, ανάξιε,

και χάιδευες τη σκύλα που σ᾽ αρνήθηκε.630

α Ύστερα, κόνεψες στο σπίτι του παιδιού μου

και παρασταίνεις τον αφέντη όταν ο γιος μου λείπει,

σκοτώνεις άδικα μια δύστυχη γυναίκα

και το παιδί της,

που κι αν ακόμα ήτανε νόθο τρεις φορές,

θα κάνει εσένα και την κόρη σου να κλάψετε.

Πολλές φορές το ξεροχώραφο δίνει καλύτερο σπαρτό,

και πολλά νόθα είναι καλύτερα απ᾽ τα γνήσια.

Πάρε λοιπόν τη θυγατέρα σου από δω.

Γιατί είναι προτιμότερο

να ᾽χει κανείς φτωχό και τίμιο πεθερό και φίλο640

α παρά κακό και πλούσιο. Τιποτένιε.

ΧΟΡ. Από μικρή αφορμή φιλονικίες μεγάλες

η γλώσσα φέρνει στους ανθρώπους.

Γι᾽ αυτό κι οι φρόνιμοι έχουνε τον νου τους,

συνερισιές με φίλους ν᾽ αποφεύγουνε.

ΜΕΝ. Πώς να τους πει κανείς μυαλωμένους τους γέροντες;

κι εκείνους που οι Έλληνες ξεχώριζαν

κάποτε για τη φρόνησή τους;

Όταν εσύ,

ένας Πηλέας, ο γιος δοξασμένου πατέρα,

που μαζί μου συγγένεψες, ξεστομίζεις κουβέντες

που κι εσένα ντροπιάζουν κι εμένα προσβάλλουνε;

Κι αυτό για χάρη μιας βάρβαρης γυναίκας,

που έπρεπε να την είχες διώξει πέρα

από τα ρέματα του Νείλου και του Φάση650

α και να με συμβουλεύεις, πάντοτε, κι εμένα,

απέναντί της να κρατώ την ίδια στάση,

αφού έρχεται απ᾽ τις χώρες της Ασίας, όπου

τόσοι Έλληνες επέσανε κονταροχτυπημένοι

κι έχει μερίδιο στον φόνο του παιδιού σου.

Γιατί ο Πάρις, που σκότωσε τον γιο σου,

τον Αχιλλέα, ήταν αδέρφι του Έκτορα. Κι όμως εσύ,

μένεις μαζί της κάτω από την ίδια στέγη

και την κρίνεις

άξια να τρώει στο ίδιο τραπέζι με σένα

και την αφήνεις να γεννά μέσα στο σπίτι σου

παιδιά που είναι οι εχθροί μας οι χειρότεροι.

Για το καλό και των δυο μας, γέροντα,660

α θέλω να τη σκοτώσω, κι εσύ θέλεις

να την αρπάξεις μέσα από τα χέρια μου.

Για κοίταξε όμως —και ντροπή δεν είναι να το πούμε—

αν τύχει και η δική μου κόρη δεν γεννήσει

παιδιά, γεννήσει όμως αυτή, θα επιτρέψεις

να γίνουν βασιλιάδες της Φθιώτιδας

και βάρβαροι να κυβερνούν το γένος των Ελλήνων;

Εγώ, λοιπόν, είμαι άμυαλος, που δεν δέχομαι το άδικο,

και γνωστικός εσύ; Σκέψου τώρα κι αυτό:

αν έδινες την κόρη σου σε κάποιον πατριώτη σου

και πάθαινε τα ίδια, θα το υπόμενες

σωπαίνοντας; Δεν το νομίζω· κι όμως,670

α για το χατίρι κάποιας ξένης, βρίζεις

αγαπημένους συγγενείς. Και κάτι ακόμα:

γυναίκα κι άντρας έχουν ίδια δικαιώματα,

αν η γυναίκα προσβληθεί απ᾽ τον άντρα

κι ο άντρας αν έχει παλαβή γυναίκα·

κι όσο γι᾽ αυτόν, έχει τη δύναμη στα χέρια του,

για κείνη όμως φροντίζουν οι γονείς και οι φίλοι.

Δεν έχω δίκιο λοιπόν να βοηθώ τους δικούς μου;

Γέρασες, κακομοίρη, γέρασες.

Κι όσο πια για τη στρατηγία μου,

πιο πολύ με ωφελείς όταν μιλάς,

παρά όταν σωπαίνεις. Κι ακόμα678

να ξέρεις πως η Ελένη αν έσφαλε,

δεν ήταν με τη θέλησή της, ήτανε γιατί

το αποφασίσανε οι θεοί, και το σφάλμα της680

α εβγήκε σε καλό για την Ελλάδα.

Άπραγοι ως τότε σε όπλα και πολέμους οι Έλληνες,

έγιναν αντρειωμένοι. Γιατί σε όλα,

δάσκαλος των ανθρώπων είναι η πείρα.

Φέρθηκα φρόνιμα λοιπόν που δεν εσκότωσα

τη γυναίκα μου μόλις την αντίκρισα.

Και πολύ θα ᾽θελα και συ να μην εσκότωνες

τον αδερφό σου τον Φώκο. Με καλή

διάθεση σου μίλησα έτσι, κι όχι από θυμό,

κι όταν εσύ παραφέρνεσαι, η γλώσσα σου

δεν έχει κρατημό· μα όσο για μένα,

κέρδος θαρρώ τη φρονιμάδα.690

α ΧΟΡ. Σταματήστε

επιτέλους τ᾽ ανώφελα λόγια·

αυτό θα ᾽ταν πολύ προτιμότερο

για να μην έρθετε

σε δυσάρεστη θέση κι οι δυο σας.

ΠΗΛ. Αλίμονο, πόσο κακή συνήθεια

υπάρχει στην Ελλάδα. Όταν νικά ο στρατός

και στήνει τρόπαια, το έργο δεν λογαριάζεται

εκείνων που κοπιάσανε, αλλά τη δόξα παίρνει

ο στρατηγός, που τίποτ᾽ άλλο δεν κατέχει

παρά να παίζει το κοντάρι, όπως χιλιάδες άλλοι,

κι όμως εκείνος είναι ο ξακουστός.

Κάποιοι τάχα σπουδαίοι στρογγυλοκάθονται

στην εξουσία

καταφρονώντας τον λαό στη χώρα,

κι ας μην αξίζουν τίποτα· μα οι άλλοι700

α είναι πολύ πιο ανώτεροι από δαύτους·

χρειαζόταν μόνο θέληση και τόλμη.

Έτσι κι εσύ κι ο αδερφός σου είστε περήφανοι

γιατί νικήσατε στην Τροία και φουσκώνετε

ακουμπώντας στα βάσανα και τους κόπους των άλλων.

Μα θα σε μάθω εγώ να μη θεωρείς

τον Πάρι εχθρό σου πιο επίφοβο

απ᾽ τον Πηλέα,

αν δεν χαθείς το γρηγορότερο απ᾽ αυτό το σπίτι

κι εσύ και η στείρα θυγατέρα σου, ειδαλλιώς

ο εγγονός μου θα τη διώξει σέρνοντάς την

απ᾽ τα μαλλιά·710

α στείρα δαμάλα, δεν ανέχεται, η λεγάμενη

τις άλλες που γεννούν παιδιά, όταν αυτή δεν έχει.

Αν όμως η αφεντιά της κακοτύχησε,

άτεκνοι θα ᾽πρεπε να μείνουμε κι εμείς;

Εσείς οι δούλοι, λέω, τραβηχτείτε μακριά της,

για να δω αν κανείς θα μ᾽ εμποδίσει

να της λύσω τα χέρια.

(Στην Ανδρομάχη.)

Σήκω επάνω.

Εγώ, κι ας τρέμω, τους κόμπους των λουριών

θα τους λύσω.

(Της λύνει τα δεσμά. Στον Μενέλαο.)

Πώς λάβωσες, κακούργε, αυτά τα χέρια;

Ταύρο ή λιοντάρι νόμισες πως σφιχτοδένεις;720

α Ή μήπως και φοβήθηκες

ότι θ᾽ αρπάξει το σπαθί να σε χτυπήσει;

(Στο παιδί.)

Μικρέ μου, έλα κοντά μου, να βοηθήσεις

να λύσω τα δεσμά της μάνας σου. Θα σε αναθρέψω

εγώ στη Φθία και θα γίνεις φοβερός

εχθρός για δαύτους.

(Στον Μενέλαο.)

Αν έλειπε από σας τους Σπαρτιάτες

η αξιοσύνη στο κοντάρι, η πείρα του πολέμου,

σε τίποτα δεν θα ᾽σαστε ανώτεροι

από κανέναν.

ΧΟΡ. Δεν τους κρατάς τους γέροντες με τίποτα

και δύσκολο

να φυλαχτεί κανείς απ᾽ τον θυμό τους.

ΜΕΝ. Εύκολες έχεις τις βρισιές· μα εγώ,

που αθέλητά μου βρέθηκα στη Φθία,730

α ούτε κακό θα κάνω ούτε θα πάθω.

Και τώρα —αφού καιρό για χάσιμο δεν έχω—

πηγαίνω στον τόπο μου. Υπάρχει κάποια πόλη

κοντά στη Σπάρτη, που άλλοτε ήτανε

φιλική προς εμένα, μα που τώρα

έχει σηκώσει κεφάλι. Εξορμώντας

με τον στρατό μου, θα την υποτάξω.

Αφού τακτοποιήσω εκεί τα πράγματα

όπως τα θέλω, θα ξαναγυρίσω.

Με τον γαμπρό μου, πρόσωπο με πρόσωπο,

θα τα μιλήσουμε, θα πω και θ᾽ ακούσω.

Κι αν θέλει να τηνε μαζέψει τούτη εδώ740

α κι αν δείξει φρονιμάδα απέναντί μου

από δω και στο εξής,

φρόνιμος θα ᾽μαι κι εγώ· ειδαλλιώς,

αν αγριεύει θα με βρίσκει αγριεμένον

και τα φερσίματά μου θα ᾽ναι ανάλογα

με τα δικά του. Όσο για τις βρισιές,

που εσύ ξεστόμισες, είσαι ένας ίσκιος με φωνή,

ικανός μόνο για να λες, για τίποτ᾽ άλλο.

ΠΗΛ. Προχώρησε, παιδί μου, στάσου εδώ κοντά μου.

Κι εσύ βασανισμένη, που σε βρήκε

άγρια θύελλα, μα ωστόσο, μπήκες τώρα

σε απάνεμο λιμάνι.

ΑΝΔ. Γέροντα, οι θεοί να σ᾽ έχουνε καλά

κι εσέ και τους δικούς σου, που μας γλίτωσες750

α και το παιδί κι εμένα τη βαριόμοιρη.

Όμως έχε τον νου σου, μήπως

ετούτοι εδώ, παραφυλάγοντας

σε κάποιαν ερημιά του δρόμου,

μ᾽ αρπάξουν διά της βίας, βλέποντας

εσένα βαρεμένο από τα χρόνια

κι εμένα αδύναμη, με το μωρό παιδί.

Για πρόσεξε λοιπόν μήπως γλιτώσαμε τώρα,

μα ύστερα ξαναπέσουμε στα χέρια τους.

ΠΗΛ. Άσε τα φοβισμένα γυναικεία λόγια.

Προχώρα, ποιος θα σας αγγίξει; Όποιος τολμήσει

θα μετανιώσει πικρά. Με τη βοήθεια

του θεού και του στρατού μου —κι έχω πλήθος

πεζούς και καβαλάρηδες— βασιλεύω στη Φθία.760

α Στέκω καλά, δεν είμαι γέροντας, καθώς νομίζεις.

Και μόνο με το βλέμμα που θα ρίξω εγώ

σε τέτοιον άνθρωπο, θα τον νικήσω

κι ας μου βαραίνουνε την πλάτη τόσα χρόνια.

Από πολλούς νεαρούς ο γέρος είναι δυνατότερος

όταν έχει καρδιά. Τι ωφελεί

να ᾽σαι γερός στο κορμί, αν η ψυχή σου δειλιάζει;

(Βγαίνει με την Ανδρομάχη και το παιδί.)

 

ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

 

ΧΟΡ. Καλύτερα κανείς να μη γεννιέται [στρ. α]

αν δεν κρατάει από γενιά μεγάλη

κι αρχοντική.

Γιατί κι αν κάποτε κακοτυχήσει,770

α κάποια βοήθεια θα βρει

ο αρχοντογεννημένος.

Μα και στην ευτυχία τους

έχουν τιμές και δόξες

αυτοί που ανήκουν στα μεγάλα τζάκια.

Κι ούτε δα τα γεράματα

των μεγάλων ανδρών τη φήμη θαμπώνουνε·

κι αν θα πεθάνουν, η αρετή τους λάμπει.

 

Καλύτερα κανείς να μην πετύχει [αντ. α]

νίκη κακόφημη

παρά με ζήλια κι αγριάδα

να πατήσει το δίκιο.780

α Μια τέτοια νίκη ευχαριστεί

για λίγο τους θνητούς,

αλλά με του καιρού το πέρασμα

μεταλλάζει σε πίκρα.

Να ποια ζωή παινεύω εγώ

και προτιμώ: ούτε στην οικογένεια

ούτε στην πόλη,

να μην υπάρχει δύναμη έξω

απ᾽ της δικαιοσύνης τη δύναμη.

 

Γέροντα, γιε του Αιακού, [επωδ.]791

α το πιστεύω πως έλαμψες κάποτε

με το δοξασμένο κοντάρι σου

στων Κενταύρων τον πόλεμο και των Λαπιθών

και πως ανεβασμένος στην «Αργώ»,

για το ταξίδι το κοσμοξάκουστο,

την αφιλόξενη διάβηκες θάλασσα

των Συμπληγάδων.

Και πάλι όταν ο ένδοξος γιος του Διός, ο Ηρακλής

αφάνισε το Ίλιο,

όμοια μ᾽ εκείνον δοξασμένος εγύρισες800

α στης Ευρώπης τη γη.

 

ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

(Βγαίνει από το παλάτι μια γερόντισσα. Κρατάει σπαθί.)

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλές μου γυναίκες, πώς μας έρχονται σήμερα

οι συμφορές η μια πάνω στην άλλη.

Μέσα στο σπίτι, η κυρά μου η Ερμιόνη,

αφού ο πατέρας της την παράτησε κι έφυγε,

αναλογίζεται το έργο που έχει πράξει

όταν εσκέφτηκε την Ανδρομάχη να σκοτώσει

και το παιδί της· και θέλει να πεθάνει.

Τρέμει τον άντρα της, μήπως, για κείνα που έκαμε,

τηνε προσβάλει και τη διώξει από το σπίτι,

ή μήπως τη σκοτώσει αφού κι εκείνη θέλησε

να σφάξει ανθρώπους που έπρεπε να σεβαστεί.810

α Μόλις που την κρατάνε οι σκλάβοι φύλακες, που θέλει

να κρεμαστεί, κι απ᾽ το δεξί της χέρι

της παίρνουν με το ζόρι τα σπαθιά.

Τόσο πικρά έχει μετανιώσει, αφού κατάλαβε

ότι δεν ήτανε σωστά τα όσα γενήκαν.

Εγώ, λοιπόν, απόκαμα, καλές μου,

παλεύοντας για να την εμποδίσω

να κρεμαστεί. Μπείτε τώρα κι εσείς

στο παλάτι, μήπως και τη γλιτώσετε

από τον θάνατο· οι καινούργιοι φίλοι

τα καταφέρνουν πιο καλά από τους παλιούς.

ΧΟΡ. Ακούμε, ακούμε απ᾽ το παλάτι τις κραυγές των δούλων820

α για όσα μας λες. Η δύστυχη

δείχνει, όπως φαίνεται, πόσο έχει μετανιώσει

για το έργο που σοφίστηκε το φοβερό. Και να την

που από τα δώματα έρχεται αφού ξέφυγε

απ᾽ τα χέρια των δούλων με μόνη

επιθυμιά να δώσει τέλος στη ζωή της.

(Μπαίνει η Ερμιόνη τραβώντας τα μαλλιά της. Θρηνεί.)

ΕΡΜ. Ω, αλίμονό μου,

αφήστε τα μαλλιά μου να μαδήσω·

σκληρά τα μάγουλά μου να ξεσκίσω

με τα νύχια μου.

ΠΑΡ. Τι κάνεις, κόρη μου; Λαβώνεις το κορμί σου;

ΕΡΜ. Τι έπαθα η δόλια!

Πήγαινε να χαθείς στον άνεμο,830

πέπλο λεπτό των μαλλιών μου.

ΠΑΡ. Σκέπασε τα στήθια, μάζεψε τα πέπλα σου, παιδί μου.

ΕΡΜ. Γιατί να σκεπάσω

το στήθος με πέπλα;

Αφού όλα έχουνε γίνει φανερά

όσα έκαμα στον άντρα μου;

ΠΑΡ. Πονείς, που σκέφτηκες να σκοτώσεις την άλλη;

ΕΡΜ. Μαύρη να ᾽ταν η ώρα που τόλμησα

μια τέτοια πράξη, πώς να μη στενάζω

εγώ η καταραμένη ανάμεσα

στων ανθρώπων το γένος;

ΠΑΡ. Θα σου το συχωρέσει ο άντρας σου το φταίξιμό σου.840

α ΕΡΜ. Γιατί μου πήρες το σπαθί απ᾽ το χέρι;

Δώσ᾽ μου το, δώσ᾽ μου το, καλή μου,

για να το μπήξω κατάστηθα.

Γιατί μ᾽ εμπόδισες να κρεμαστώ;

ΠΑΡ. Έπρεπε να σ᾽ αφήσω να πεθάνεις,

αφού παραλογίζεσαι;

ΕΡΜ. Αλίμονό μου, τι μοίρα είν᾽ αυτή;

Πού να βρω φωτιά, που τη θέλω;

Πού να βρω ακροβράχια ν᾽ ανεβώ,

κοντά στη θάλασσα ή σε βουνίσιο λόγγο,

για να πεθάνω, να βρεθώ με τις ψυχές

του Κάτω Κόσμου;850

α ΠΑΡ. Μα γιατί βασανίζεσαι; Συμφορές θεοσταλμένες

έρχονται σ᾽ όλους τους θνητούς, πότε σήμερα

πότε αύριο.

ΕΡΜ. Μ᾽ άφησες, μ᾽ άφησες, πατέρα, μοναχή

σα βάρκα στην ακρογιαλιά χωρίς κουπιά.

Σ᾽ αυτό το σπίτι δεν θα κατοικήσω,

εδώ που μπήκα νυφούλα. Σε τίνος

θεού το άγαλμα μπροστά να γονατίσω;

Ή μήπως να προσπέσω δούλα

σε μιας δούλας τα πόδια;860

α Ω, να πετούσα σαν πουλί μαυρόφτερο

από τη Φθία μακριά

είτε ν᾽ αρμένιζα σαν πεύκινο καράβι πρωτοτάξιδο

όπως αυτό που πέρασε άλλοτε

τις Συμπληγάδες.

ΠΑΡ. Παιδί μου, παραφέρεσαι και δεν βρήκα σωστό

ούτε το φέρσιμό σου, όταν μηχανευόσουν

πράγματα φοβερά για την Τρωαδίτισσα,

ούτε τον τωρινό σου φόβο, που σε τυραννάει.

Ο άντρας σου δεν θα σ᾽ αρνηθεί όταν θ᾽ ακούσει

τα λόγια τα ελεεινά μιας βάρβαρης γυναίκας.870

α Γιατί δεν σ᾽ έχει σκλάβα αιχμάλωτη από την Τροία

αλλά σε πήρε αρχοντοπούλα με πολλά προικιά

από μια πολιτεία τρισευτυχισμένη.

Ούτε ο πατέρας σου θ᾽ αφήσει να σε διώξουν

απ᾽ τα παλάτια ετούτα, όπως φοβάσαι, κόρη μου.

Πήγαινε μέσα λοιπόν, για να μην πούνε

πως σ᾽ είδαν έξω από το σπίτι σου και ντροπιαστείς.

(Η Ερμιόνη, η Παραμάνα κι οι δούλες βαδίζουν προς το παλάτι.)

ΧΟΡ. Να κάποιος ξένος με παράξενη θωριά

που έρχεται κατά δω με γοργό βήμα.880

α ΟΡΕΣΤΗΣ (Προς τον Χορό.)

Καλές μου, αυτά είναι τα παλάτια, πέστε μου,

του γιου του Αχιλλέα, το σπίτι

που κατοικεί;

ΧΟΡ. Ναι, μα ποιος είσαι που ρωτάς;

ΟΡΕ. Λέγομαι Ορέστης κι είμαι γιος του Αγαμέμνονα

και της Κλυταιμνήστρας. Πηγαίνω στο μαντείο

του Διός, στη Δωδώνη. Και φθάνοντας στη Φθία,

σκέφτηκα να ᾽ρθω ίσαμ᾽ εδώ να μάθω

για μια συγγένισσά μου, αν ζει

κι αν είν᾽ ευτυχισμένη

η Σπαρτιάτισσα Ερμιόνη.

Γιατί, κι αν κατοικεί σε χώρα μακρινή,

την αγαπούμε.890

α ΕΡΜ. Ω τέκνο του Αγαμέμνονα

που φάνηκες καθώς λιμάνι σε θαλασσινούς

μες στη φουρτούνα, στα πόδια σου προσπέφτω.

Λυπήσου με, που βλέπεις πόσο τυραννιέμαι,

από ποια δυστυχία. Τα χέρια μου αποθέτω

στα γόνατά σου, σαν κλαδιά ικεσίας.

ΟΡΕ. Όχι δα! τι συμβαίνει; Μήπως έκανα λάθος,

ή βλέπω καθαρά τη βασίλισσα

του παλατιού, του Μενελάου την κόρη;

ΕΡΜ. Ναι, τη μοναχοκόρη που του γέννησε

στο πατρικό του ανάκτορο η Ελένη,

η θυγατέρα του Τυνδάρου· δεν ελάθεψες.

ΟΡΕ. Ω Φοίβε παραστάτη, βόηθα την.900

α Από θεούς, ή από ανθρώπους υποφέρεις;

ΕΡΜ. Σε άλλα το φταίξιμο δικό μου, σε άλλα του άντρα μου·

άλλα οι θεοί τα θέλησαν· από παντού ο χαμός.

ΟΡΕ. Μα τι συμβαίνει; Αφού, ακόμα, παιδιά

δεν έχεις αποχτήσει, τι άλλο μπορεί να ᾽ναι

για μια γυναίκα η συμφορά, παρά ν᾽ αδικηθεί

στον έρωτά της;

ΕΡΜ. Μάντεψες σωστά.

Αυτό ακριβώς συνέβηκε σε μένα.

ΟΡΕ. Άλλη γυναίκα προτιμά από σένα ο άντρας σου;

ΕΡΜ. Ναι, μιαν αιχμάλωτη, του Έκτορα το ταίρι.

ΟΡΕ. Πολύ κακό να ᾽χει ένας άντρας δυο γυναίκες.

ΕΡΜ. Σωστά. Γι᾽ αυτό κι εγώ εκδικήθηκα.910

α ΟΡΕ. Της έστησες καμιά παγίδα, σαν γυναίκα που είσαι;

ΕΡΜ. Θέλησα να σκοτώσω και την ίδια

και το νόθο παιδί της.

ΟΡΕ. Και το ᾽καμες,

ή έτυχε κάτι που σ᾽ εμπόδισε;

ΕΡΜ. Ο Πηλέας, τιμώντας την κατώτερή μου.

ΟΡΕ. Κι ήταν κανείς που θα βοηθούσε για να πράξεις

το φονικό;

ΕΡΜ. Ναι, βέβαια, ο πατέρας μου,

που ήρθε απ᾽ τη Σπάρτη, επίτηδες γι᾽ αυτό.

ΟΡΕ. Και τον ενίκησε του γέροντα το χέρι;

ΕΡΜ. Τον νίκησε η ντροπή και, φεύγοντας, μ᾽ άφησε μόνη.

ΟΡΕ. Κατάλαβα. Τον άντρα σου φοβάσαι για όσα γίνηκαν.

ΕΡΜ. Ναι. Με το δίκιο του θα με σκοτώσει. Τι να πω;920

α Στ᾽ όνομα του Διός, προστάτη της γενιάς μας,

πάρε με, σ᾽ εξορκίζω, όσο μακρύτερα γίνεται

από τούτο τον τόπο ή στείλε με

στο πατρικό μου. Γιατί εδώ, μου φαίνεται

πως ακόμα και τα σπίτια θα μ᾽ έδιωχναν

αν είχαν φωνή, κι η γη της Φθίας με μισεί.

Αν, πριν με πάρεις, φτάσει ο άντρας μου

απ᾽ το μαντείο του Απόλλωνα,

θα με ντροπιάσει και θα με σκοτώσει, εξόν κι αν γίνω

σκλάβα εκεινής που ήμουνα πριν κυρά της.

Μα θα μου πει κανείς: πώς έπεσες

σε τέτοια σφάλματα; Κακές γυναίκες που έμπαιναν930

α στο σπίτι μου με καταστρέψανε με τέτοια λόγια,

που θολώνουν τον νου: «Πώς δέχεσαι

μια τιποτένια σκλάβα να μοιράζεται

μέσα στο σπίτι το κρεβάτι σου; Στην Ήρα ορκίζομαι

πως, αν εζούσε στο δικό μου σπίτι,

δεν θα τολμούσε στο κρεβάτι μου να γείρει».

Ακούγοντας εγώ τα λόγια ετούτα

από σειρήνες πολύξερες, πανούργες,

φλύαρες, πήραν τα μυαλά μου αέρα.

Τι μου χρειαζόταν να παραφυλάω, αλήθεια,

τον άντρα μου, όταν είχα τα πάντα;

Πλούτη πολλά, κι εγώ ήμουνα του παλατιού η κυρά.940

α Γνήσια παιδιά θα του γεννούσα εγώ κι εκείνη νόθα,

σκλαβάκια των δικών μου. Αλλά ποτέ,

το λέω, το ξαναλέω, πως άνθρωπος με νου,

αν είναι παντρεμένος, δεν αφήνει

να μπαινοβγαίνουνε στο σπίτι του γυναίκες

να βλέπουν τη γυναίκα του· δεν ξέρουν

να δασκαλεύουν άλλο απ᾽ το κακό.

Η μια πληρώνεται να καταστρέψει τον γάμο·

η άλλη, που κακοτύχησε, θέλει την ίδια τύχη

να ᾽χουν κι οι άλλες· άσε που, πολλές,

έχουν αισχρές επιθυμίες. Έτσι, δυστυχούνε

πολλές οικογένειες. Κλείνετε, λοιπόν, τις πόρτες σας950

α με κλειδαριές και με αμπάρες· τίποτα καλό

δεν κάνουνε των γυναικών τα πηγαινέλα,

μονάχα το κακό.

ΧΟΡ. Ασυγκράτητη

ήταν η γλώσσα σου, καθώς μιλούσες

για το γένος σου. Συχωρεμένη βέβαια,

μα πρέπει, ωστόσο, να σκεπάζουν οι γυναίκες

τα γυναικεία ελαττώματα.

ΟΡΕ. Σοφός ήταν ο λόγος εκεινού που δίδαξε

ότι θα πρέπει κανείς ν᾽ ακούει το καθετί

από το ίδιο το στόμα των ανθρώπων

που έχουνε τις διαφορές. Γνωρίζοντας κι εγώ

την αναστάτωση που υπάρχει μες σ᾽ αυτό το σπίτι,

την έχθρα ανάμεσα σε σένα και τη σύζυγο960

α του Έκτορα, περίμενα για να δω τι θα κάνεις,

αν θα μείνεις στο σπίτι ετούτο, ή μήπως, φοβισμένη

από το φέρσιμο της σκλάβας, θα ᾽θελες να φύγεις.

Κι ήρθα χωρίς να περιμένω μήνυμά σου

για να σε στείλω απ᾽ το παλάτι ετούτο μακριά,

αν μου ᾽δινες, όπως και μου ᾽δωσες, την αφορμή

με τα ίδια σου τα λόγια.

Ήσουνα κάποτε γυναίκα μου, κι αν τώρα

συγκατοικείς εδώ μ᾽ αυτόν τον άντρα,

αίτιος είναι ο κακόπιστος πατέρας σου,

που πριν να πάει στην Τροία, σ᾽ έδωσε σε μένα,

κι ύστερα σ᾽ έταξε σ᾽ αυτόν που σ᾽ έχει σήμερα

αν θα κατόρθωνε να πάρει την Τρωάδα.970

α Κι όταν ο γιος του Αχιλλέα εγύρισε,

δεν κράτησα κακία στον πατέρα σου,

παρακαλούσα όμως τον άλλον να παραιτηθεί

από ένα τέτοιο πάντρεμα, και του ανιστόρησα

τις συμφορές μου και τη μοίρα μου, και του είπα

πως μόνο απ᾽ τη δική μας τη φαμίλια

και δύσκολα από ξένες οικογένειες

θα μπορούσα να πάρω γυναίκα,

διωγμένος καθώς είμαι από το σπίτι μου.

Μα εκείνος μ᾽ έβριζε για της μητέρας μου τον φόνο,

με χλεύαζε μιλώντας για τις Ερινύες,

κι εγώ, ταπεινωμένος απ᾽ τις συμφορές

του σπιτιού μου, πονούσα, ναι, πονούσα,

μα έκανα υπομονή στη δυστυχία μου980

α κι όταν στερήθηκα κι εσένα, είπα να φύγω.

Τώρα λοιπόν που κακοτύχησες και βυθισμένη

σε τέτοια συμφορά, δεν ξέρεις τι να πράξεις,

θα σε πάρω από δω και θα σε παραδώσω

στα χέρια του πατέρα σου. Είναι μεγάλη

της συγγένειας η δύναμη και μες στη δυστυχία

τίποτα πιο πολύτιμο απ᾽ τον καλό συγγενή.

ΕΡΜ. Για τις παντρειές μου θα νοιαστεί ο πατέρας μου,

εγώ δεν επιτρέπεται ν᾽ αποφασίσω.

Μα όσο μπορείς πιο γρήγορα, να με στείλεις μακριά,

μη με προλάβει ο άντρας μου γυρίζοντας,990

α ή μη με κυνηγήσει ο γέροντας Πηλέας,

με τα γοργά του τ᾽ άλογα, όταν μάθει

ότι παράτησα το σπίτι του παιδιού του.

ΟΡΕ. Το χέρι ενός γέροντα μην το φοβάσαι. Κι ούτε

του Αχιλλέα τον γιο, που αδιάντροπα μου μίλησε.

Το χέρι αυτό που βλέπεις του έστησε,

με γερά βρόχια, φονική παγίδα,

που τώρα δεν θα φανερώσω. Μα όταν γίνει

αυτό που είναι να γίνει, θα το μάθει

ο βράχος των Δελφών. Εγώ,

ο μητροκτόνος, θα του μάθω, —αν μείνουν

πιστοί στον όρκο τους οι φίλοι μου

στη χώρα της Πυθίας—1000

α να μην κοιτάει να πάρει σύζυγό του εκείνην

που έχει δοθεί σ᾽ εμένανε με υπόσχεση.

Πικρά θα μετανιώσει, που αποτόλμησε

να ζητήσει τον λόγο απ᾽ τον Απόλλωνα

για του πατέρα του τον φόνο. Κι ούτε θα ωφελήσει

που άλλαξε γνώμη και κοιτάζει τώρα

να εξιλεώσει τον θεό· από κείνον,

αλλά και για το φέρσιμό του προς εμένα,

θα βρει τέλος κακό. Θα δει τότε

ποιον είχε εχθρό. Την τύχη των ανθρώπων

οι οργισμένοι θεοί μεταλλάζουνε

και η έπαρση θα βρει την τιμωρία της.

(Φεύγει με την Ερμιόνη.)

 

ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

 

ΧΟΡ. Ω Απόλλωνα, που πύργωσες [στρ. α]

το δυνατό το κάστρο1010

α απάνω στου Ιλίου τη ράχη,

κι εσύ θαλασσινέ θεέ,

που ανεβασμένος στο άρμα σου

περνάς τα πελάγη

με τα μαύρα σου τ᾽ άλογα,

γιατί, καταφρονώντας το έργο σας,

το αφήσατε ν᾽ αφανιστεί

από τον Άρη, του κονταριού τον τεχνίτη,

γιατί παρατήσατε τη δύστυχη Τροία;

 

Πλήθος άλογα ζέψατε [αντ. α]

στις όχθες του Σιμόεντα

και στήσατε θανατερούς αγώνες1020

α ηρώων που εστερήθηκαν

το στεφάνι της νίκης.

Κι οι βασιλιάδες που κρατούσαν

από του Ίλου τη γενιά

πάνε, σκοτώθηκαν

και ούτε φεγγοβολάει πια η φωτιά

στους βωμούς των θεών, στην Τροία,

και δεν ανεβαίνει στα ύψη ο καπνός

ο ευωδιαστός των θυμάτων.

 

Από το χέρι της γυναίκας του [στρ. β]

πάει κι ο Ατρείδης,

μα πλήρωσε κι αυτή τον φόνο του με θάνατο,

που απ᾽ τα παιδιά της τον βρήκε.1030

α Ήτανε πρόσταγμα θεού μαντικό

όταν ο γιος του Αγαμέμνονα,

ο μητροκτόνος,

από τ᾽ άδυτα πήγε στο Άργος

και την εσκότωσε. Ω Φοίβε, ω θεέ μου,

τι πράγματα απίστευτα.

 

Κι ήτανε πλήθος οι Ελληνίδες που μοιρολογούσαν, [αντ. β]

με στεναγμούς, το δύστυχο το ταίρι τους.

Άλλες που παρατήσανε το σπίτι τους1040

α γυρεύοντας ξένο κρεβάτι. Δεν έπεσαν

σ᾽ εσένα μοναχά και στους δικούς σου

οι συμφορές που την καρδιά φαρμακώνουν.

Υπόφερε η Ελλάδα, υπόφερε.

Μα κι απ᾽ την καρπερή τη χώρα των Φρυγών

εδιάβη ο κεραυνός

σταλάζοντας το αίμα του θανάτου.

 

ΕΞΟΔΟΣ

 

(Έρχεται ο Πηλέας με ακολουθία.)

ΠΗΛ. Φθιώτισσες γυναίκες, σας ρωτάω να μάθω·

άκουσα κάτι λόγια, κάπως αόριστα,

πως έγινε άφαντη του Μενελάου η κόρη.

Τρέχοντας ήρθα γιατί θέλω να ξέρω1050

α αν αληθεύουνε τα λόγια που ακουστήκανε.

Όταν αφήνουνε τα σπίτια τους οι φίλοι,

εμείς που μένουμε θα πρέπει να νοιαζόμαστε

για τα συμφέροντά τους.

ΧΟΡ. Είναι αληθινά

τα λόγια που άκουσες, Πηλέα. Και δεν είναι

σωστό για μένα ν᾽ αποκρύβω το κακό

που γίνηκε μπροστά στα μάτια μου.

Απ᾽ το παλάτι έφυγε η βασίλισσα.

ΠΗΛ. Μα τι φοβήθηκε λοιπόν; Για εξήγησέ μου.

ΧΟΡ. Τον άντρα της έτρεμε, μήπως τη διώξει.

ΠΗΛ. Μήπως γιατί μελέτησε να θανατώσει το παιδί;

ΧΟΡ. Ναι, κι απ᾽ τον φόβο της αιχμάλωτης μητέρας.

ΠΗΛ. Με τον πατέρα της έφυγε, ή με άλλον;1060

α ΧΟΡ. Του Αγαμέμνονα ο γιος την πήρε από το σπίτι.

ΠΗΛ. Με ποιαν ελπίδα; Μήπως να την παντρευτεί;

ΧΟΡ. Και του εγγονού σου τον θάνατο ετοιμάζει.

ΠΗΛ. Θα του στήσει καρτέρι ή θα τονε χτυπήσει

στα φανερά;

ΧΟΡ. Στο ιερό του Απόλλωνα.

Άνθρωποι απ᾽ τους Δελφούς θα τον βοηθήσουν.

ΠΗΛ.  (Στους ακολούθους του.)

Αυτό κι αν είναι φοβερό.

Όσο πιο γρήγορα γίνεται,

πριν να σκοτώσουν οι εχθροί του το παιδί του Αχιλλέα,

να τρέξει κάποιος από σας στον Πυθικό βωμό

για να ιστορήσει στους ανθρώπους μας τα όσα συμβαίνουν.

(Φεύγει, αριστερά, ένας αγγελιαφόρος. Ένας άλλος έρχεται από τον ίδιο δρόμο.)

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Αλίμονο!

Ποιο θλιβερό μαντάτο ήρθα να φέρω,

ο άμοιρος εγώ,1070

α σ᾽ εσένα, γέροντα, και στους φίλους του αφέντη.

ΠΗΛ. Κακό προαίσθημα μου σφίγγει την καρδιά.

ΑΓΓ. Δεν ζει τ᾽ αγγόνι σου, γερο-Πηλέα. Τον τέλειωσαν

με τα σπαθιά τους

οι άνθρωποι των Δελφών κι ο ξένος που ᾽ρθε

απ᾽ τις Μυκήνες.

ΧΟΡ. Α, μην αφήνεσαι να πέσεις, γέροντα.

Κρατήσου ορθός.

ΠΗΛ. Είμαι πια ένας χαμένος.

Σβήνει η φωνή μου. Παραλύσανε τα πόδια μου.

ΑΓΓ. Κρατήσου, αν θες ακόμα να βοηθήσεις

εκείνους που αγαπάς, κι άκουσε τι έγινε.1080

α ΠΗΛ. Ω μοίρα, τώρα στα στερνά μου γηρατειά

πόσο σκληρά με πολεμάς, τον δύστυχο.

Και πώς εχάθηκε ο μονάκριβος του μοναχογιού μου;

Πες μου, κι ας είναι το άκουσμα φριχτό,

θέλω ν᾽ ακούσω.

ΑΓΓ. Όταν εφτάσαμε

στο ξακουσμένο το ιερό του Απόλλωνα,

τρεις φωτεινές διαδρομές του ήλιου αφιερώσαμε

σ᾽ αυτά που βλέπαμε· και χόρταιναν τα μάτια μας.

Αυτό, καθώς καταλαβαίνω τώρα, φάνηκε ύποπτο.

Οι άνθρωποι που κατοικούν αυτό τον τόπο

μαζεύονταν σε κύκλους και σχολιάζανε.

Και του Αγαμέμνονα ο γιος γυρνώντας μες στη χώρα,1090

α μουρμούριζε στο αυτί του καθενός λόγια εχθρικά:

«Βλέπετε αυτόν που τριγυρίζει ανάμεσα

στους θησαυρούς του θεού με το χρυσάφι

και των θνητών τ᾽ αφιερώματα;

Έρχεται εδώ για δεύτερη φορά,

με τον ίδιο σκοπό καθώς και πρώτα,

δηλαδή να κουρσέψει τον ναό του Φοίβου».

Ο κακός λόγος σκορπίστηκε σ᾽ όλη τη χώρα.

Οι άρχοντες μαζεύονταν στα βουλευτήρια

κι εκείνοι που έχουν τη φροντίδα για τα πράγματα

του θεού βάλανε φρουρές στα περιστύλια.

Εμείς, που ίσαμε τότε δεν είχαμε ακούσει1100

α τίποτε απ᾽ όλα ετούτα, προχωρούσαμε

με πρόβατα θρεμμένα μες στις πρασινάδες

του Παρνασσού και κοντά στον βωμό σταθήκαμε,

μαζί με φίλους του άρχοντά μας απ᾽ τον τόπο

και με τους Πυθικούς τούς μάντεις. Κάποιος είπε:

«Λοιπόν, νεαρέ, τι θέλεις να δεηθούμε

για σένα στον θεό; Ποιος είναι ο λόγος που ήρθες;»

Κι ο Νεοπτόλεμος απάντησε:

«Για την παλιά την αμαρτία μου θέλω

να εξιλεωθώ στον Φοίβο: κάποτε του ζήτησα

να δώσει λόγο για τον φόνο του πατέρα μου».

Και τότε γίνηκαν απ᾽ όλους πιστευτά

τα παραμύθια του Ορέστη,

πως ο αφέντης μου επήγε για κακό σκοπό1110

α και πως έλεγε ψέματα. Περνάει την κρηπίδα

και μπαίνει στον ναό για να προσευχηθεί

στο άδυτο· μα βρίσκεται μπροστά σε θυσία.

Κρυμμένοι μέσα στις σκιές της δάφνης

κάποιοι Δελφιώτες του ᾽χανε στήσει καρτέρι

με τα σπαθιά στα χέρια· ο γιος της Κλυταιμνήστρας

ήταν αυτός που μηχανεύτηκε όλα τούτα.

Αντίκρυ στο άγαλμα ξαρμάτωτος στεκόταν

του Αχιλλέα ο γιος και προσευχότανε,

κι εκείνοι, αρματωμένοι, δολερά,

με τα σπαθιά τα κοφτερά, τονε λαβώνουν.

Τραβιέται προς τα πίσω, αφού δεν ήτανε1120

α βαριά χτυπημένος κι αρπάζοντας

από τα ξύλινα καρφιά του πρόναου

τα όπλα που ήταν κρεμασμένα εκεί,

στάθηκε πάνω στον βωμό ξαγριεμένος

και βροντοφώναξε στα παιδιά των Δελφών:

«Γιατί γυρεύετε να με σκοτώσετε, αφού ήρθα εδώ

για ευλαβικό ταξίδι; Τι σας έφταιξα

και πρέπει να πεθάνω;» Όμως κανένας,

κι ας ήτανε πολλοί κοντά του, δεν εμίλησε,

μονάχα τον χτυπούσανε με πέτρες.

Από πυκνή χιονιά παντούθε χτυπημένος,

πρότεινε τα όπλα του και φυλαγότανε1130

α φέρνοντας την ασπίδα του δεξιά ζερβά.

Μα τίποτα δεν εκατάφερνε. Πλήθος τα βλήματα,

σαΐτες και κοντάρια, σούβλες και μαχαίρια,

από κείνα που σφάζουνε τους ταύρους,

επέφτανε μπροστά στα πόδια του.

Ήτανε τρομερό να βλέπεις τι πηδήματα,

πόσα στριφογυρίσματα έκανε το παλικάρι μας

τις σαϊτιές καθώς αγωνιζόταν ν᾽ αποφύγει.

Μα όπως εκείνοι γύρω του έσφιγγαν τον κύκλο

χωρίς να τον αφήνουνε να πάρει ανάσα,

αφήνει τον βωμό που ακουμπούν τα σφαχτάρια

και μ᾽ ένα πήδημα καθώς του Αχιλλέα

στην Τροία, επάνω τους ορμάει. Κι αυτοί,1140

α όπως τα περιστέρια όταν θα δουν γεράκι,

το ρίχνουν στη φευγάλα. Πλήθος πέφτανε

οι λαβωμένοι κι άλλοι σπρώχνονταν,

ο ένας πάνω στον άλλον, να ξεφύγουνε

απ᾽ τα στενά περάσματα. Κραυγή

μέσα στον ιερό τον τόπο ακούστηκε

και κακοσήμαδη αντιχτύπησε στους βράχους.

Μες στην αστραφτερή του αρματωσιά,

σαν την καλή τη μέρα,

έλαμπε ο κύριός μου, ωσότου κάποιος

μίλησε μέσ᾽ από το άδυτο

με φοβερή, φριχτή φωνή,

δίνοντας θάρρος στους εχθρούς του. Πέφτει τότε

του Αχιλλέα ο γιος, καθώς ένας Δελφιώτης

τονε χτυπάει στο πλευρό με κοφτερό σπαθί.1150

α Αυτός τον σκότωσε, μα τον βοηθήσανε κι άλλοι πολλοί.

Όταν τον είδανε να πέφτει καταγής,

άλλος τονε χτυπάει με σίδερο, άλλος με κοτρόνι,

από κοντά ή από μακριά.

Και τ᾽ όμορφο κορμί αφανίστηκε

από τ᾽ άγρια χτυπήματα. Και νεκρό πια,

καθώς ήταν πεσμένος δίπλα στον βωμό,

τον σύρανε και τον πετάξαν έξω

απ᾽ το ιερό, που είχε γεμίσει με θυμιάματα.

Ευθύς, εμείς, τον πήραμε στα χέρια μας

και σου τον φέρνουμε,

για να τον κλάψεις, γέροντα, να τον μοιρολογήσεις,

να τον τιμήσεις με ταφή.1160

α Να τι έκανε ο θεός που για τους άλλους ορίζει

τι πρέπει να πράξουνε, και που κρίνει τα δίκαια

των ανθρώπων, να τι έκανε στον γιο του Αχιλλέα

που πήγε να γυρέψει εξιλέωση. Θυμήθηκε,

σαν άνθρωπος κακός, παλιές φιλονικίες.

Ύστερα, πώς να τονε πεις σοφό;

(Έρχονται οι δούλοι που φέρνουν το λείψανο του Νεοπτόλεμου.)

ΧΟΡ. Μα να που φέρνουν σηκωτό τον βασιλιά μας

από τη Δελφική τη χώρα στο παλάτι του.

Δυστυχισμένο το θύμα, δύστυχος κι εσύ,

γέροντά μου, που δέχτηκες στο σπίτι σου

όχι όπως ήθελες το τέκνο του Αχιλλέα.1170

α Η μοίρα σάς εχτύπησε κι αυτόνε

και σένα μαζί.

ΠΗΛ. Αλίμονό μου. Τι κακό θωρούν τα μάτια μου

και δέχομαι στα χέρια και στο σπίτι μου.

Αλίμονο, πολίτες Θεσσαλοί,

είμαι χαμένος, πεθαίνω.

Έσβησε πια η γενιά μου, αφού δεν έχω

στο σπίτι μου παιδιά.

Ω, άμοιρος εγώ, με τα πάθη μου.

Σε ποιον δικό μου ρίχνοντας τα μάτια

θα νιώσω τη χαρά;1180

α Ω αγαπημένο στόμα

και πρόσωπο και χέρια.

Καλύτερα θα ᾽τανε

να σε σκότωνε η μοίρα

κάτω απ᾽ το Ίλιο

στην ακροποταμιά του Σιμόη.

ΧΟΡ. Τότε, κι ο θάνατός του θα ᾽τανε πιο δοξασμένος

μα κι η δική σου τύχη, γέροντα, καλύτερη.

ΠΗΛ. Ω, αυτός ο γάμος, που τούτο το σπίτι

και τη χώρα μου ρήμαξε.

Αλίμονο, αλίμονο, γιε μου.

Κάλλιο η γενιά μου να μην έπαιρνε ποτέ,

για ν᾽ αποχτήσει σπιτικό και τέκνα,1190

α την ξορκισμένη Ερμιόνη,

αυτήν που γίνηκε για σένα Χάροντας.

Αστροπελέκι να τη σκότωνε πρωτύτερα.

Μήτε κι εσύ, θνητός,

να ᾽ριχνες κατηγόρια στον Απόλλωνα,

από αφορμή τη φονική σαϊτιά,

που σκότωσε

τον θεογέννητο πατέρα σου.

ΧΟΡ. Αλίμονο, τον πεθαμένο βασιλιά μου θα μοιρολογήσω,

όπως η τάξη ορίζει των νεκρών.

ΠΗΛ. Αλίμονο, με τη σειρά μου θα τον κλαίω κι εγώ,1200

α δύστυχος γέροντας που τέτοια μού έλαχε μοίρα.

ΧΟΡ. Από θεού ήταν η μοίρα σου και η συμφορά σου.

ΠΗΛ. Έρημο αφήνεις το σπίτι σου, ακριβέ μου,

κι ορφανεμένα από παιδιά τα γερατειά μου.

ΧΟΡ. Κάλλιο να πέθαινες, ω γέροντα, πριν απ᾽ τα τέκνα σου.

ΠΗΛ. Να ξεριζώσω τα μαλλιά μου, να χτυπήσω1210

α με τα δυο χέρια το κεφάλι μου ως τον θάνατο;

Καλοί μου πατριώτες,

μου εστέρησε ο Απόλλων και τα δυο παιδιά.

ΧΟΡ. Δύστυχε γέρο, που είδες κι έπαθες τόσα κακά,

ποια είν᾽ η ζωή που σου μέλλεται από δω και πέρα;

ΠΗΛ. Άτεκνος, έρημος, με τις πίκρες ατέλειωτες,

θα πίνω τα φαρμάκια μου ώσπου να πάω στον Άδη.

ΧΟΡ. Του κάκου σ᾽ ευλογήσανε οι θεοί στους γάμους σου.

ΠΗΛ. Όλα πετάξανε, όλα πήγαν χαμένα

όσα με κάνανε περήφανο.1220

α ΧΟΡ. Έρημος, σ᾽ έρημα παλάτια τριγυρίζεις.

ΠΗΛ. Πατρίδα δεν υπάρχει πια για μένα

και το σκήπτρο ας μου λείπει.

(Πετάει το σκήπτρο.)

Σ᾽ εσένανε μιλάω, κόρη του Νηρέα,

που κατοικείς σε σπήλαια σκοτεινά,

κοίτα με που κυλιέμαι, ο δύστυχος, στο χώμα.

ΧΟΡ. Ω, ω! Κάτι σα να σαλεύει.

Κάποιος θεός θα φανεί;

Κοιτάξτε, κοπέλες μου. Ναι,

κάποιος θεός διαβαίνει τον λευκόν αιθέρα

κατεβαίνοντας

στης Φθίας τ᾽ αλογοτρόφα λιβάδια.1230

α (Η «μηχανή» κατεβάζει τη Θέτιδα.)

ΘΕΤΙΣ Πηλέα, υπήρξα κάποτε η γυναίκα σου.

Γι᾽ αυτό και αφήνοντας του Νηρέα τα παλάτια,

εγώ, η Θέτιδα, ήρθα για χάρη σου εδώ.

Και πρώτα πρώτα, θα σε συμβουλέψω

να μην αφήνεσαι σε τόση θλίψη

για τις σημερινές σου συμφορές. Κι εγώ,

που θα ᾽πρεπε να ᾽χα γεννήσει αθάνατα παιδιά,

έχασα ωστόσο το παιδί που απόχτησα από σένα,

τον Αχιλλέα τον γοργοπόδη, πρώτον στην Ελλάδα.

Για ποιαν αιτία ήρθα, θα σου πω, και πρόσεξέ με.

Αυτόν εδώ, τον νεκρό, του Αχιλλέα το τέκνο,

να πας να τονε θάψεις κοντά

στον Πυθικό βωμό, για να ᾽ναι ο τάφος του1240

α ντροπή για τους Δελφούς, καθώς θα μαρτυρά

το άγριο το φονικό από του Ορέστη το χέρι.

Και την αιχμάλωτη γυναίκα, για την Ανδρομάχη λέω,

να την παντρέψεις με τον Έλενο

και να εγκατασταθούνε στη γη των Μολοσσών,

μαζί με το παιδί της, που είναι πια το μόνο

που έχει απομείνει από το αίμα του Αιακού.

Από το αίμα ετούτο θενα γεννηθούνε

στη Μολοσσία βασιλιάδες, που θα ζήσουνε,

ο ένας μετά τον άλλο, ευτυχισμένοι.

Δεν πρέπει, γέροντα, ν᾽ αφανιστεί το γένος

που κρατάει από σένα κι από μένα1250

α κι από την Τροία·

γιατί οι θεοί φροντίζουν και γι᾽ αυτήν

κι ας έπεσε καταπώς θέλησε η Παλλάδα.

Κι εσένα, που ήσουν κάποτε το ταίρι μου,

για να σ᾽ ευχαριστήσω

(θεά εγώ και θεού θυγατέρα)

θα σε λυτρώσω από τ᾽ ανθρώπινα δεινά,

θεό θα σε κάμω αθάνατο κι αγέραστο.

Κι έπειτα, στου Νηρέα τα παλάτια, μαζί μου,

θεός με θεά, θα κατοικήσεις, στον αιώνα.

Από κει, βγαίνοντας στη στεριά με άβρεχτα πόδια,

θα βλέπεις τον πολυαγαπημένο μας τον Αχιλλέα1260

α που κατοικεί σ᾽ ένα νησί κοντά

στη Λευκή ακτή, στο πέρασμα του Ευξείνου.

Πήγαινε τώρα στων Δελφών τη θεόχτιστη πόλη,

μαζί σου παίρνοντας ετούτον τον νεκρό,

κι αφού τον ενταφιάσεις, πήγαινε και κάθισε

στης Σηπιάδας το ακρωτήρι, στη βαθιά σπηλιά.

Περίμενέ με ώσπου να ᾽ρθω απ᾽ τη θάλασσα

μαζί με τις πενήντα Νηρηίδες,

που θα ᾽ναι οι οδηγοί σου· γιατί πρέπει

ν᾽ αποτελειώσεις όσα ορίζει η μοίρα.

Ο Δίας αποφασίζει για όλ᾽ αυτά.

Και πάψε να λυπάσαι για τους πεθαμένους.1270

α Αφού για όλους τους ανθρώπους τέτοια είναι

των θεών η απόφαση.

Κι όλοι χρωστούν ένα θάνατο.

(Γίνεται άφαντη.)

ΠΗΛ. Ω σεβαστή και γενναιόψυχη συντρόφισσά μου,

του Νηρέα κόρη, χαίρε. Ό,τι κι αν πράξεις

είναι πρεπούμενο για σένα και για τα παιδιά σου.

Αφού εσύ μου το προστάζεις, θεά,

θα σταματήσω τον θρήνο μου.

Και τούτον τον νεκρό θα τον θάψω

στου Πηλίου τα φαράγγια,

εκεί που αγκάλιασα τ᾽ ωραίο σου το κορμί.

Γι᾽ αυτό λοιπόν πρέπει ο καθένας που σωστά

σκέφτεται να γυρεύει σύζυγο ευγενή

και σε καλούς τις κόρες του να δίνει·1280

α και ν᾽ αποφεύγει τους κακούς τούς γάμους,

ακόμα κι αν του φέρνουνε πολλά προικιά.

Αν έτσι σκέφτεται, ποτέ οι θεοί

δεν θα τον ρίξουνε σε δυστυχία.

(Δούλοι παίρνουν το φορείο με τον νεκρό Νεοπτόλεμο και κατευθύνονται προς το παλάτι.)

ΧΟΡ.

Είναι πολλές οι μορφές

που παίρνουνε τα θεϊκά,

πολλά τ᾽ ανέλπιστα

που οι θεοί πραγματώνουν.

Αυτά που περιμένουμε δεν γίνονται,

και για τ᾽ απρόσμενα

βρίσκει ο θεός τον τρόπο να γενούνε.

Τέτοιο τέλος είχε κι αυτό το δράμα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Γεραλής