Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Ελένη


Ευριπίδη, Εκάβη



 

Αναφορές για την Ελένη στους στίχους: 265-270, 441-443, 629-643, 943-952

 

Δες το αρχαίο κείμενο κάθε 10 στίχων πατώντας στο α ή
εμφάνισε - απόκρυψε όλη το αρχαίο κείμενο πατώντας εδώ

 

Σκηνικό: Το ναυτικό στρατόπεδο των Ελλήνων, όπου ξεχωρίζει η σκηνή του Αγαμέμνονα. Στο βάθος, τα καπνίζοντα ερείπια της Τροίας. Χαράματα.

 

αΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ

Έρχομαι από τον Κάτω Κόσμο κι απ᾽ τις πύλες

του σκοταδιού, εκεί που ο Πλούτωνας έχει

την κατοικιά του από τους άλλους θεούς χωριστά,

εγώ ο Πολύδωρος, ο γιος του Πριάμου

και της Εκάβης, θυγατέρας του Κισσέα.

Όταν η Τροία ήρθε σε κίνδυνο να πέσει

κάτω από το ελληνικό κοντάρι, τότε

φοβήθηκε ο πατέρας και κρυφά με στέλνει

από την τρωαδίτικη γη μακριά,

σε φίλο του Θρακιώτη, τον Πολυμήστορα,

αυτόν που σπέρνει της Χερσόνησου τον πιο καρπερό κάμπο

και διαφεντεύει δαμαστές αλόγων.

Μαζί μου κρυφοστέλνει περισσό χρυσάφι10

α ο πατέρας, μη λείψει απ᾽ τα παιδιά του

το βιος αν ίσως πέφτανε του Ιλίου τα κάστρα.

Ήμουν το στερνοπαίδι του Πριάμου και γι᾽ αυτό

με φευγάτισε, μήτε αρματωσιές

να κρατήσω δυνόμουν, ούτε και σπαθί

στο παιδικό μου χέρι. Κι όσο στέκανε

όρθια τα τείχη κι ήτανε της Τροίας

οι πύργοι αράγιστοι και του αδερφού μου του Έκτορα

εδούλευε καλά το κοντάρι,

περίκαλα κι εγώ μεγάλωνα, βλαστάρι δύσμοιρο,

στο σπίτι του Θρακιώτη φίλου του πατέρα.20

α Μα όταν εχάθηκε κι η Τροία κι ο Έκτορας

κι όταν ξεθεμελιώθηκε το πατρικό μου,

κι ο ίδιος ο γονιός μου στον θεόχτιστο

βωμό μπροστά όταν έπεσε σφαγμένος

απ᾽ τον ανόσιο γιο του Αχιλλέα,

αυτός ο φίλος του πατέρα με σκοτώνει

κι εμένανε τον δόλιο, για ν᾽ αρπάξει

το εμπιστευμένο το χρυσάφι και στην κυματούσα

τη θάλασσα νεκρό με ρίχνει.

Κείτομαι στην ακρογιαλιά κι άλλοτε πάλι

παραδέρνω στο πέλαγο, φερμένος

από της τρικυμιάς τους πολλούς δρόμους,

άκλαυτος, άθαφτος. Και τώρα,30

α έρημο αφήνοντας το σώμα, πεταρίζω

πάνω από τη γλυκιά μητέρα, την Εκάβη,

αγεροκρέμαστος τρία σωστά μερονύχτια

αφότου η δύστυχη, σερμένη από την Τροία,

κονεύει στης Χερσόνησος τα μέρη.

Εδώ, στ᾽ ακροπερίγιαλα της Θράκης

οι Αχαιοί έχουν δέσει τα καράβια

και κάθονται άπραγοι· γιατί ο γιος του Πηλέα,

ο Αχιλλέας,

πρόβαλε πάνω από τον τάφο του και των Ελλήνων

ολόκληρο το στράτευμα σταμάτησε

καθώς ετοιμαζόταν να σηκώσει

πανιά για την πατρίδα· και γυρεύει

την Πολυξένη, τη δική μου αδερφή,40

α σφαχτάρι για τον τάφο του να λάβει,

δώρο ακριβό· και θα το κατορθώσει· πάντα

οι φίλοι τον φροντίζανε. Κι η μοίρα

έτσι το θέλησε, τη μέρα τούτη,

να πεθάνει η αδερφή μου· κι η μάνα,

δυο παιδιών της τα λείψανα θα δει,

και το δικό μου και της δύσμοιρης κόρης.

Γιατί, στην αναρρούσα του γιαλού,

μπροστά στα πόδια μιας σκλάβας θα φανερωθώ,

για ν᾽ αξιωθώ της ταφής τα πρεπούμενα.

Γύρεψα απ᾽ τους θεούς του Κάτω Κόσμου

τάφο να βρω και να πέσω στα χέρια50

α της μάνας μου· κι ό,τι ποθούσα

θα γίνει· όμως θα πρέπει να παραμερίσω

από τον δρόμο της γερόντισσας Εκάβης,

που περνάει τώρα κάτω απ᾽ την ποδιά

της σκηνής του Αγαμέμνονα, σκιαγμένη

από το φάντασμά μου. Ω αλίμονο,

μάνα μου εσύ,

που ήταν της μοίρας σου να δεις,

ύστερ᾽ απ᾽ τα βασιλικά παλάτια,

μέρες σκλαβιάς, πόσο άθλια ζεις,

όσο ευτυχούσες άλλοτε.

Κάποιος θεός σε αφανίζει,

την περασμένη σου ευτυχία αντιζυγιάζοντας

με τωρινές συμφορές.

(Προβάλλει η Εκάβη. Την κρατούν Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες.)

ΕΚΑΒΗ Σύρτε με, κόρες μου, σύρτε με τη γριά,60

α τη σκλάβα, όπως και σεις, Τρωαδίτισσες, που ωστόσο,

ήτανε πριν βασίλισσα.

Πιάστε, βοηθάτε με, οδηγάτε με,

όρθια κρατήστε με βαστώντας

το γέρικό μου χέρι· στο ζαβό ραβδί

κι εγώ ακουμπώντας, θα τραβάω μπροστά,

βιάζοντας, όσο δύναμαι, το αργό το βήμα.

Ω αστροφεγγιά θεϊκή κι ω νύχτα αφέγγαρη,

γιατί με ξεσηκώσαν έτσι, μέσα στα σκοτάδια,

τρομάρες και φαντάσματα; Ω Γη σεβάσμια,70

α μάνα των μαυροφτέρουγων ονείρων,

μακριά από μένα η φοβερή ονειροφαντασιά

που μ᾽ έκρουσε μεσονυχτίς, για το παιδί μου

που ζει στη Θράκη

και για την ακριβή μου θυγατέρα

την Πολυξένη μου.

Ω θεοί του Κάτω Κόσμου,

γλιτώστε το παιδί μου, στήριγμα

μοναδικό του σπιτιού μου τώρα πια,80

α τον γιο μου, που κρατάει στη χιονόδαρτη Θράκη

πατρικός φίλος.

Κάτι καινούργιο θα γίνει·

κι οι πικραμένες πιο πικρά θα θρηνήσουν.

Πρώτη φορά, τόσο επίμονα

λαχταράει και φοβάται η καρδιά μου.

Πού θα μπορέσω να δω του Ελένου τη θεία ψυχή

και της Κασάνδρας, καλές μου Τρωαδίτισσες,

να μου ξηγήσουνε τα όνειρα;

Είδα μιαν ελαφίνα πανέμορφη,90

α απ᾽ την ποδιά μου αρπαγμένη ανελέητα,

να την ξεσκίζει ένας λύκος μ᾽ αιματόβρεχτα νύχια.

Κι ακόμα, τρομάζω με τούτο:

στην κορφή του τάφου του, πρόβαλε

το στοιχειό του Αχιλλέα

και γύρευε θυσία να του προσφερθεί

μια Τρωαδίτισσα, απ᾽ αυτές τις πολύπαθες.

Σας ικετεύω, θεοί,

μακριά από την κόρη μου, μακριά από την κόρη μου

ένα τέτοιο κακό.

ΠΑΡΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ

Τρέχοντας ξέφυγα για να ᾽ρθω σε σένα,

Εκάβη, τις σκηνές παρατώντας

των αρχόντων,

όπου με κλήρο διατάχτηκα σκλάβα να ζω,100

α απ᾽ την Τροία σερμένη μακριά,

των Αργείων αιχμάλωτη, κι ούτε

κανένα ξαλάφρωμα φέρνω στα πάθη σου,

μονάχα ένα βάρος κομίζω, ένα μήνυμα

και για μένανε δυσκολοβάσταχτο

και για σένα, Κυρά μου, πικρό.

Καθώς λένε, στη μεγάλη τη σύναξη

των Αχαιών, η απόφαση πάρθηκε

θυσία να δώσουν την κόρη σου

στον Αχιλλέα. Το ξέρεις

πως πάνω απ᾽ τον τάφο του πρόβαλε110

α με τη χρυσή αρματωσιά του,

και τα θαλασσοτάξιδα καράβια σταμάτησε,

που είχανε κιόλας τα πανιά τους απλωμένα, κράζοντας:

«Για πού σαλπάρετε, Δαναοί, παρατώντας

τον τάφο μου ατίμητο;»

Συνέρια σηκώθηκε τότε, φουρτούνα σωστή,

κι ήταν στη γνώμη ο στρατός των Ελλήνων

μοιρασμένος, αφού άλλοι το κρίνανε πρέπον

να δώσουν σφαχτάρι στον τάφο, κι άλλοι όχι.120

α Για το δικό σου το καλό προσπαθούσε ο Αγαμέμνονας

που πολύ λογαριάζει

της θεόληπτης μαντεύτρας την κλίνη.

Όμως οι γιοι του Θησέα, τα δυο

της Αθήνας βλαστάρια, παίρνοντας τον λόγο

χωριστά σε μια γνώμη συμπέσανε:

πως αίμα νεανικό θα πρέπει να στολίσει

του Αχιλλέα τον τάφο· ποτέ,

καθώς λέγανε,

δεν θα μπορούσε να λογαριαστεί

της Κασάνδρας η κλίνη περσότερο

από το σπαθί του Αχιλλέα.

Οι αντίμαχες γνώμες φαινόταν130

α να ισοζυγιάζουνε, ως τη στιγμή που ο παμπόνηρος,

εκείνος ο λογάς, ο λαοπλάνος

γιος του Λαέρτη, πήρε με το μέρος του

το στράτευμα λέγοντας πως

δεν πρέπει οι Έλληνες να καταφρονέσουν

τον πιο αντρειωμένο τους για το χατίρι

μιας σκλάβας που ήταν να σφαγεί· έτσι μόνο

δεν θα μπορέσει κανείς πεθαμένος να πει

καθώς θα στέκεται στης Περσεφόνης το πλάι,

πως αχάριστοι φάνηκαν οι Δαναοί

στους Δαναούς που για την Ελλάδα χαθήκανε

στους τρωαδίτικους κάμπους.140

α Κι όπου να ᾽ναι ο Οδυσσέας θα ᾽ρθει,

θα χιμήξει στην αγκαλιά σου

κι απ᾽ τα γέρικα χέρια σου θ᾽ αρπάξει την κόρη.

Στους ναούς τρέξε, στους βωμούς δίχως άργητα,

στου Αγαμέμνονα πέσε τα γόνατα ικέτισσα,

παραστάτες σου κράξε τους θεούς

τ᾽ ουρανού και της γης· και μπορεί,

με τις προσευχές, να γλιτώσεις

τη δόλια σου κόρη.

Γιατί αλλιώς,

την παρθένα θα δεις σ᾽ έναν τάφο γερμένη150

α να βάφεται με αίμα,

που θα κυλάει μαυροκόκκινο αυλάκι

από λαιμό χρυσοστόλιστο.

 

ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

ΕΚΑ.

Αλίμονο, η δύστυχη, τι να βογκήξω;

ποιο ξεφωνητό και ποιο κλάμα

η έρμη εγώ, στα τρισάθλια γεράματα στη σκλαβιά

την αβάσταχτη,

την ανυπόφερτη, οϊμένα.

Ποιος για με θα νοιαστεί,

ποια γενιά και ποια χώρα;

Ο γέροντας χάθηκε, χάθηκαν160

α και τα παιδιά μου.

Κατά πού να στραφώ

και ποιο δρόμο να πάρω;

Ποιος θεός ή ποιος δαίμονας

θα μου απλώσει το χέρι;

Τρωαδίτισσες, του κακού

μαντατοφόρες,

φριχτές συμφορές μού μηνύσατε,

σας λέω, μ᾽ αφανίσατε,

με σκοτώσατε, η ζωή μου δεν είναι,

τώρα πια, να τη ζήσω

στου ήλιου το φως.

Ω βήμα ταλαίπωρο, οδήγα με,170

α οδήγα τη δόλια γερόντισσα σ᾽ αυτή την αυλή.

Κόρη μου εσύ, τέκνο

της πιο δυστυχισμένης, πρόβαλε

από την κατοικιά σου ν᾽ ακούσεις

της μάνας τη φωνή,

ω παιδί μου, για να μάθεις ποιο μήνυμα

μου ᾽χουν φέρει για σένα.

ΠΟΛΥΞΕΝΗ  Οϊμέ,

μάνα, μανούλα, τι κράζεις;

Τι ξαφνικό διαλαλάς κι η τρομάρα

με ξεπέταξε καθώς ξεπετιέται

το πουλί απ᾽ τη φωλιά του;

ΕΚΑ. Αλίμονό σου, παιδί μου.180

α ΠΟΛΥΞ.  Γιατί με κλαις; Κακό για μένα προμήνυμα.

ΕΚΑ.  Ω, αλί στη ζωή σου.

ΠΟΛΥΞ.  Μίλησέ μου, λοιπόν, μη μου το κρύβεις πια.

Φοβάμαι, φοβάμαι, μητέρα,

σαν δεν ξέρω γιατί αναστενάζεις.

ΕΚΑ.  Ω κόρη, ω κακότυχης μάνας παιδί.

ΠΟΛΥΞ.  Τι ᾽ναι, λοιπόν, το μαντάτο που φέρνεις;

ΕΚΑ.  Οι Αργίτες επήραν απόφαση

να σε σφάξουν απάνω στον τάφο

του γιου του Πηλέα.190

α ΠΟΛΥΞ. Αλίμονο, μάνα μου, πώς το μπορείς

να ξεστομίζεις τα φριχτά τούτα λόγια;

Μίλησέ μου, λοιπόν, μίλησέ μου, μητέρα.

ΕΚΑ. Λέω αυτά που δεν λέγονται, κόρη μου.

Ήρθε μήνυμα πως με ψήφο οι Αργίτες

τη μοίρα σου κρίνανε.

ΠΟΛΥΞ. Ω πολύπαθη μάνα, τρισάθλια,

ποια ζωή δυστυχισμένη σου δόθηκε,

ποια κατάρατη, ανείπωτη

συμφορά200

α έριξε πάλι απάνω σου

κάποιος δαίμονας; Δεν θα ᾽χεις λοιπόν

την πικραμένη σου κόρη

συντροφιά της σκλαβιάς σου

στα ολόπικρά σου γεράματα.

Γιατί σαν τη βουνίσια μοσχίδα,

το φτωχούλι σου, φτωχή μου εσύ, θα με δεις

από την αγκαλιά σου αρπαγμένη,

με θερισμένο λαιμό, να με πέμπουνε

στου Άδη τα υποχθόνια σκότη,

όπου η δόλια θα κείτομαι

συντροφιά με τους άλλους νεκρούς.210

α Όμως για σένα, μητέρα, για τη δύστυχη εσένα,

πιο πολύ, με ολοδάκρυτους θρήνους οδύρομαι.

Κι όσο για τη δική μου ζωή,

που είναι πια ένας χαμός κι ένα ντρόπιασμα,

ας μην την κλαίω· προτιμότερη τύχη

είναι για με να πεθάνω.

(Προβάλλει ο Οδυσσέας με την ακολουθία του.)

ΧΟΡ. Μα να που φτάνει βιαστικός ο Οδυσσέας,

κάτι καινούργιο για να σου μηνύσει, Εκάβη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ Κυρά μου, θα την ξέρεις, φαντάζομαι,

τη γνώμη του στρατού και την απόφαση.

Όμως θα σου τα πω κι εγώ. Λοιπόν, αποφασίσαν

οι Αχαιοί την κόρη σου την Πολυξένη220

α να θυσιάσουνε στον τύμβο του Αχιλλέα.

Κι ορίσαν εμάς συνοδειά της κοπέλας· εμείς

θα τους την πάμε. Της θυσίας τελετουργός

θα ᾽ναι ο γιος του Αχιλλέα. Και τώρα,

τι θα πρέπει να κάνεις; Μήτε να θελήσεις

να σου την πάρουν με το ζόρι, μήτε

να ᾽ρθεις με μένανε στα χέρια. Ξέρεις

πως βρίσκεσαι σε άσχημη θέση, ξέρεις

πως δύναμη δεν έχεις. Σοφός είν᾽ εκείνος

που και μέσα στη συμφορά λογικεύεται.

ΕΚΑ. Οϊμένα, καθώς φαίνεται με περιμένει

αγώνας φοβερός, με στεναγμούς και δάκρυα.230

α Γι᾽ αυτό δεν πέθανα όταν έπρεπε

να πεθάνω, και δεν μ᾽ αφάνισε ο Δίας

αλλά με κρατά ζωντανή για να δω

πάθη τρανότερα απ᾽ τα πρώτα· ω η μαύρη!

Αν, ωστόσο,

έχουν δικαίωμα κι οι σκλάβοι να ρωτούν

τους ελεύθερους, όχι με λόγια

στενόχωρα ή πικρά που την καρδιά δαγκώνουν,

τότε θα πρέπει κι εσύ ν᾽ αποκριθείς

σε κάτι που θα σε ρωτήσω.

ΟΔΥ. Ελεύθερα μίλα· δεν πειράζει κι αν αργήσω.

ΕΚΑ. Θυμάσαι τότε που κατάσκοπος μπήκες στην Τροία,

ντυμένος με κουρέλια κι απ᾽ τα μάτια σου240

α αιματοστάλες κύλαγαν στα μάγουλά σου;

ΟΔΥ. Θυμάμαι· είχα καρδιοχτυπήσει τόσο…

ΕΚΑ. Σε γνώρισε η Ελένη και σ᾽ εμένα μοναχά το μαρτύρησε;

ΟΔΥ. Ναι, ναι, θυμάμαι πως ήρθα σε μεγάλο κίνδυνο.

ΕΚΑ. Και ταπεινά πρόσπεσες και άγγιξες τα γόνατά μου.

ΟΔΥ. Τόσο που μες στα πέπλα σου νεκρώθηκε το χέρι μου.

ΕΚΑ. Κι εγώ σε γλίτωσα και σ᾽ έβγαλα απ᾽ τη χώρα.

ΟΔΥ. Ναι, κι έτσι τώρα μπορώ ν᾽ αντικρίζω του ήλιου το φως.

ΕΚΑ. Τι μου είπες τότε που ήσουνα σκλάβος δικός μου;

ΟΔΥ. Πολλά σοφίστηκα για να μη με σκοτώσουν.250

α ΕΚΑ. Λοιπόν, αφέντη, τι λες, δεν αποδείχνεσαι κακός, με τούτα

που μελετάς για μένα, όταν από μένα

είδες τέτοιο καλό; κι όχι καλό δεν μου κάνεις

παρά όσο μπορείς πιο πολύ με βασανίζεις.

Αχάριστη γενιά είστ᾽ εσείς

που των ρητόρων τη δόξα ζηλεύετε. Να μη σας ξέρω·

που αν βλάφτετε τους φίλους δεν σας νοιάζει, φτάνει

να λέτε εκείνο που τα πλήθη ευχαριστεί.

Και τι εξυπνάδα ήταν αυτή που σκέφτηκαν

κι αποφασίσαν να σκοτώσουν την παιδούλα;

Τι δηλαδή; Το χρέος τούς αναγκάζει

στην ανθρωποσφαγή πάνω στον τάφο,260

α εκεί που βόδια ταίριαζε να σφάξουν;

Ή, τάχα, ο Αχιλλέας, για να εκδικηθεί

τους φονιάδες του, πρόσταξε τον θάνατό της;

Όμως αυτή σε τίποτα δεν του ᾽χει φταίξει.

Αν την Ελένη γύρευε σφαχτό στον τάφο του,265

τότε μάλιστα,

γιατί αυτή τον κατάστρεψε φέρνοντάς τον στην Τροία.

Κι αν πρέπει κάποια σκλάβα διαλεχτή,

ξεχωριστή στην ομορφιά, να πεθάνει,

εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά· πανέμορφη είναι

η κόρη του Τυνδάρου και πολύ περσότερο

φταίχτρα από μας· αυτά είχα να σου πω270

α το δίκιο υπερασπίζοντας. Όσο για κείνα

που σα χρέος σού γυρεύω και που πρέπει

να μου τα δώσεις, άκουσέ τα.

Άγγιξες, όπως λες, το χέρι μου, προσπέφτοντας,

κι αυτό το γέρικο πρόσωπο· λοιπόν,

με τη σειρά μου προσπέφτω κι εγώ και σ᾽ αγγίζω,

κι αξιώνω από σένανε την ίδια χάρη,

μη, σε ικετεύω, μου αρπάξεις το τέκνο απ᾽ τα χέρια,

μην το σκοτώσετε· αρκετοί ᾽ναι οι νεκροί μου.

Μ᾽ αυτήν βρίσκω χαρά, τις συμφορές μου ξεχνώ.

Μες στα τόσα δεινά μου είναι μια παρηγόρια.280

α Είναι η πατρίδα, είναι αυτή που με τρέφει,

το αποκούμπι μου, αυτή που μου δείχνει τον δρόμο.

Σωστό δεν είναι οι δυνατοί να δυναστεύουν

όπου δεν πρέπει, ούτ᾽ εκείνοι

που σήμερα ευτυχούνε να νομίζουν

πως θα ευτυχούνε πάντα· ήμουν κι εγώ

κάποτ᾽ ευτυχισμένη, τώρα πια δεν είμαι

κι όλα μου τα καλά σε μια μέρα χαθήκαν.

Φίλε μου ευγενικέ, δείξε σε μένα

λίγο σέβας ή έστω, λίγη συμπόνια

και πες στους Αχαιούς πως θα ᾽ταν κρίμα

γυναίκες να σκοτώσουνε, που πρώτα,

όταν απ᾽ τους βωμούς τις αρπάξατε,

τους δείξατε σπλαχνιά. Άλλωστε, ο νόμος,290

α στον τόπο σας, είναι ίδιος, καθώς άκουσα,

και για τους λεύτερους και για τους δούλους,

αν πρόκειται να κρίνετε ένα φόνο.

Μα κι αν αλλιώς έχουν τα πράγματα,

θα τους πείσει, νομίζω,

η υπόληψή σου. Ο ίδιος λόγος, ειπωμένος

από τον ξακουστό ή από τον τιποτένιο,

την ίδια δύναμη δεν έχει.

ΧΟΡ. Ω, δεν θα υπάρχει ανθρώπινη καρδιά

τόσο σκληρή, που αδάκρυτη θα μείνει

ακούγοντας τον θρήνο και το βογκητό σου.

ΟΔΥ. Εκάβη, λογικέψου· μη σε παρασέρνει

ο θυμός και θαρρείς εχθρό σου εκείνον

που γνωστικά σου μιλάει. Εσένα,300

α προσωπικά, που μ᾽ ευεργέτησες,

θα σε γλιτώσω ευχαρίστως· και δεν λέω κουβέντες.

Όμως εκείνα που είπα μπροστά σ᾽ όλους,

δεν τ᾽ αρνιέμαι: τώρα που πάρθηκε η Τροία,

να δώσουμε την κόρη σου θυσία

στον πρώτο του στρατού μας, μια και το γυρεύει.

Να ξέρεις κάτι: οι πιο πολλές πολιτείες υποφέρουν

από μια τέτοια αιτία: όταν υπάρχουν, δηλαδή,

γενναίοι και πρόθυμοι άντρες,

που ωστόσο δεν απολαβαίνουν πιότερα

από τους παρακατιανούς. Ο Αχιλλέας, κυρά μου,

για μας, αξίζει όποια τιμή, αφού βρήκε

τον ενδοξότερο θάνατο για την Ελλάδα.310

α Δεν θα ᾽τανε, λοιπόν, ντροπή να τον νιώθουμε φίλο

όταν έχει τα μάτια του ανοιχτά,

κι όταν τα κλείσει να τον καταφρονούμε;

Έστω πως γίνεται κι αυτό. Μα τι θα πούμε,

αν έρθει πάλι σύναξη στρατού και πόλεμος;

Θα αγωνιστούμε, ή τη ζωή μας θα φυλάξουμε

βλέποντας πως ο σκοτωμένος δεν τιμήθηκε;

Εγώ τουλάχιστον, κι αν είναι λιγοστά

αυτά που απολαβαίνω στη ζωή μου,

θα ᾽λεγα πως μου φτάνουνε· μα ο τάφος μου

θα ᾽θελα να φαντάζει τιμημένος·

είναι μια χάρη που τραβάει σε μάκρος.320

α Κι αν πιστεύεις πως φοβερά είναι τα πάθη σου,

άκουσε τι θα σου πω:

Υπάρχουνε σ᾽ εμάς γριές και γέροι

που πιο πολύ από σένα δυστυχούνε

και νιες που εστερηθήκαν τ᾽ άξια ταίρια τους,

θαμμένα κάτω από τα χώματα της Ίδης.

Υπομόνευε. Κι αν η δική μας συνήθεια,

τους γενναίους να τιμούμε, είναι κακή,

πέστε μας άξεστους· μα εσείς οι βάρβαροι,

ούτε τους φίλους λογαριάζετε για φίλους

ούτε θαυμάζετε όσους πέσανε με δόξα.

Γι᾽ αυτό η Ελλάδα θα ευτυχεί, κι όσο για σας,330

α έτσι που σκέφτεστε, προκοπή δεν θα δείτε.

ΧΟΡ. Ω, τι κακό να ᾽ναι κανένας σκλάβος

και να τραβάει όσα δεν πρέπει, στενεμένος

απ᾽ την ανάγκη.

ΕΚΑ. Κόρη μου,

παν κατ᾽ ανέμου τα λόγια μου,

που του κάκου τα σκόρπισα για να εμποδίσω

τη σφαγή σου. Όμως εσύ, αν έχεις δύναμη

πιο πολλή από τη μάνα σου,

προσπάθησε τη ζωή σου να σώσεις

βγάζοντας απ᾽ το στόμα σου λογιών λαλιές

καθώς της αηδόνας το στόμα.

Πρόσπεσε στου Οδυσσέα τα γόνατα,

παρακαλεστικά,

μήπως τον καταφέρεις να σε συμπονέσει.340

α Έχει κι αυτός παιδιά.

ΠΟΛΥΞ. Βλέπω, Οδυσσέα, το δεξί σου χέρι

να κρύβεις κάτω από το ρούχο σου και ν᾽ αποστρέφεις

το πρόσωπο, μήπως σου αγγίξω το γένι.

Ω, μη φοβάσαι, ξέφυγες την ικεσία μου,

που ο Δίας την προστατεύει. Θα σ᾽ ακολουθήσω,

αφού κι η ανάγκη το απαιτεί, κι εγώ η ίδια γυρεύω

να πεθάνω· γιατί, αν δεν το θελήσω,

ανάξια θα φανώ γυναίκα και λιγόψυχη.

Γιατί, τάχα, θα πρέπει να ζω; Βασιλιάς

της Φρυγίας ολάκερης ήταν

ο πατέρας μου.

Κι αυτό πρώτο τη ζωή μου σημάδεψε.350

α Έπειτα, με χρυσές ελπίδες μεγάλωσα

πως θα ᾽μπαινα νυφούλα σε παλάτι,

κι ήμουν η περιζήτητη, σε ποιανού σπιτικό θα περνούσα.

Κι ήμουν στις Τρωαδίτισσες κυρά, η δόλια εγώ,

κι η πιο ζηλεμένη απ᾽ τις κοπέλες,

ίση με τους θεούς, και μόνο αθάνατη

που δεν ήμουν· τώρα είμαι μια σκλάβα.

Και πρώτα πρώτα, το ίδιο τ᾽ όνομα, της σκλάβας,

τόσο ασυνήθιστο για μένα, είναι μια αιτία

που θέλω να πεθάνω. Έπειτα, σκέφτομαι

πως ίσως πέσω σε σκληρόψυχον αφέντη,

σε κάποιον που θα μ᾽ αγοράσει με χρυσάφι,360

α εμένα, του Έκτορα την αδερφή και τόσων άλλων,

σε κάποιον που θα του ζυμώνω το ψωμί,

και θα του υφαίνω, και θα του σκουπίζω

την κάμαρα, κατά τις προσταγές του,

περνώντας μια πικρή ζωή· και το κρεβάτι μου

δούλος αγοραστός από κάπου θα το μολέψει κι ας ήτανε,

ίσαμε τώρα, ζηλευτό για βασιλιάδες.

Όχι, όχι, ας μου λείψει των ματιών μου το φως

κι ας δώσω καλύτερα το κορμί μου στον Άδη.

Έλα, λοιπόν, οδήγα με, Οδυσσέα,

εκεί που με περιμένει το τέλος.

Γιατί ελπίδα δεν βλέπω καμιά κι ούτε ιδέα370

α που να μου δίνει θάρρος, που να υπόσχεται

πως κάποτε μπορεί να ευτυχήσω.

Και συ, μάνα, μη θες να μ᾽ εμποδίσεις

με λόγια ή έργα. Δέξου τον και συ τον θάνατό μου

προτού με βρούνε ντροπές που δεν μου πρέπουν.

Γιατί ο αμάθητος στις πίκρες τις βαστάει,

όμως του σκλάβου τον ζυγό δεν υποφέρει.

Πιο ευτυχισμένος θα ᾽ταν να πεθάνει παρά να ζει.

Είναι η κακιά ζωή μεγάλος πόνος.

ΧΟΡ. Ω πόσο θαυμαστά σφραγίζει τους θνητούς

η αρχοντική γενιά· και με τους άξιους,380

α το όνομα το λαμπρό πιο λαμπρό ακόμα υψώνεται.

ΕΚΑ. Όμορφα μίλησες, κόρη μου, όμως υπάρχει πόνος

σ᾽ αυτή την ομορφιά. Κι αν είν᾽ ανάγκη,

Οδυσσέα, να πληρώσετε τη χάρη

στον γιο του Πηλέα για να λείψουν κι από σας

οι κατηγόριες, μη μου τη σκοτώσετε.

Εμένα σύρτε στον τάφο του Αχιλλέα

και, δίχως λύπηση, σφάχτε με.

Εγώ είμ᾽ εκείνη που έφερα στον κόσμο τον Πάρι,

αυτόν που αφάνισε με σαϊτιές τον γιο της Θέτιδας.

ΟΔΥ. Δεν γύρεψε απ᾽ τους Αχαιούς ο ίσκιος του Αχιλλέα

τον δικό σου τον θάνατο, κυρά μου,

την κοπέλα ζητάει για σφαχτάρι.390

α ΕΚΑ. Τότε σκοτώστε με μαζί με την κόρη μου.

Διπλό θα γίνει το αίμα που θα πιει

κι η γη κι ο νεκρός που το γύρεψε.

ΟΔΥ. Αρκετός είν᾽ ο θάνατος της κόρης.

Δεν θα προσθέσουμε κι άλλον. Μακάρι

ούτε αυτόν να χρωστούσαμε.

ΕΚΑ. Κι όμως, σου λέω πως πρέπει να πεθάνω με την κόρη.

ΟΔΥ. Τι λες; Δεν το ᾽ξερα πως έχω κι αφεντάδες.

ΕΚΑ. Θα την κρατώ σαν ο κισσός που περιπλέκει το άγριο το δρυ.

ΟΔΥ. Κι εγώ σου λέω ν᾽ ακούσεις

εκείνους που είναι φρονιμότεροι από σένα.

ΕΚΑ. Μάθε πως με τη θέλησή μου δεν θα την αφήσω την κόρη μου.400

α ΠΟΛΥΞ. Άκουσε, μάνα μου· κι εσύ, γιε του Λαέρτη,

συμπάθα τους γονιούς που με το δίκιο τους φουντώνουν.

Και συ, δυστυχισμένη, μην εναντιώνεσαι

στους δυνατούς. Θα σ᾽ άρεσε

κατάχαμα να πέσεις και το γέρικο

κορμί σου να λαβώσεις όταν με τη βία

θα σε σπρώχνουνε, και να ντροπιαστείς

καθώς θα σε τραβολογούν τα παλικάρια;

Αυτά θα πάθεις· μη, λοιπόν, ζητάς τα αταίριαστα.

Μανούλα αγαπημένη, δώσε μου

το γλυκό σου το χέρι κι άσε ν᾽ ακουμπήσω

το μάγουλο στο μάγουλό σου,410

α αφού ποτέ πια δεν θα ξαναδώ

του ήλιου το φως. Ακούς

τα τελευταία μου λόγια.

Ω μητέρα, ω εσύ που με γέννησες, για τον Άδη πορεύομαι.

ΕΚΑ. Ω κόρη μου, κι εγώ σκλάβα θα ζήσω.

ΠΟΛΥΞ. Ανύπαντρη, χωρίς νυφιάτικα τραγούδια.

ΕΚΑ. Καημένο εσύ παιδί, κι άμοιρη, εγώ, γυναίκα.

ΠΟΛΥΞ. Εκεί θα βρίσκομαι, στον Κάτω Κόσμο, μακριά σου.

ΕΚΑ. Αλί μου, τι να πράξω; Και ποιο θα ᾽ναι το τέλος μου;

ΠΟΛΥΞ. Σκλάβα πεθαίνω, κι είχα ελεύθερο πατέρα.420

α ΕΚΑ. Κι εγώ που τα πενήντα μου παιδιά έχω χάσει…

ΠΟΛΥΞ. Τι θες στον Έκτορα να πω, ή στον γέροντά σου;

ΕΚΑ. Πως είμαι η πιο δυστυχισμένη απ᾽ τις γυναίκες.

ΠΟΛΥΞ. Ω κόρφοι που με θρέψατε γλυκά.

ΕΚΑ. Ω κόρη μου, που μαύρη μοίρα σε ήβρε πριν της ώρας.

ΠΟΛΥΞ. Γεια σου, μανούλα μου. Έχε γεια και συ, Κασάνδρα.

ΕΚΑ. Άλλοι έχουν την υγειά τους, η μανούλα σου όχι.

ΠΟΛΥΞ. Και συ, Πολύδωρε, αδερφέ, που ζεις στη Θράκη.

ΕΚΑ. Αν ζει· δεν το πολυπιστεύω· σ᾽ όλα δύστυχη.

ΠΟΛΥΞ. Ζει, και τα μάτια θα σου κλείσει όταν πεθάνεις.430

α ΕΚΑ. Πριν να πεθάνω, οι συμφορές με θανατώσαν.

ΠΟΛΥΞ. Οδήγα με, Οδυσσέα, όμως, πρωτύτερα,

σκέπασέ μου το κεφάλι με πέπλα.

Γιατί πριν να σφαχτώ, έχει λιώσει η καρδιά μου

απ᾽ της μάνας τους θρήνους, που κι αυτήν

το δικό μου βογκητό την αφάνισε.

Ω φως! Τ᾽ όνομά σου μονάχα μπορώ να προφέρω,

όμως για λίγο ακόμα θα σε χαίρομαι

όσο χρειάζεται για να περάσω ανάμεσα

στο σπαθί και στη φωτιά του Αχιλλέα.

(Φεύγει.)

ΕΚΑ. Ω, χάνομαι, κόπηκαν πια τα ήπατά μου.

Κόρη μου, πιάσε τη μάνα σου, άπλωσέ μου το χέρι,

δώσ᾽ μου το. Έρμη από παιδί μη μ᾽ αφήνεις.

Καλές μου, σβήνω.440

α Έτσι να δω την αδερφή των Διοσκούρων,441

τη Λακώνισσα Ελένη,

που την ευτυχισμένη Τροία ρήμαξε,

η ελεεινή με τα μαργιόλικα μάτια. (Σωριάζεται καταγής.)

 

ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

 

ΧΟΡ.

Αγέρι, πελαγίσιο αγέρι, [στρ. ]

που τα θαλασσοτάξιδα καράβια

γοργά κυλάς στο φουσκωμένο κύμα,

κατά πού τάχατε η πνοή σου θα με φέρει

τη δύστυχη εμένα;

Σε ποιανού τάχατε το σπιτικό

θα φτάσω, σκλάβα αγορασμένη;

Τάχα στη γη τη Δωρική θ᾽ αράξω,450

α τάχα στη Φθία, εκεί που, καθώς λένε,

ο Απιδανός, ωραίων νερών πατέρας,

καρπίζει τα χωράφια;

 

Ή, με νερόλαμνα κουπιά φερμένη, [αντ. ]

η έρημη,

πικρή ζωή μού μέλλεται να ζήσω,

ξενοδουλεύτρα

σ᾽ εκείνο το νησί που η πρώτη δάφνη

κι η πρώτη φοινικιά

κώνους ιερούς πετάξανε

για να δοξάσουν της γλυκιάς460

α Λητώς τη θεία τη γέννα;

Κι εκεί, μαζί με τις Δηλιώτισσες παρθένες,

θα υμνολογώ

της Άρτεμης το χρυσό στέμμα και τα τόξα;

 

Μήπως στην πολιτεία της Παλλάδας [στρ. β]

θα κατοικήσω, της θεάς

με τ᾽ όμορφο άρμα,

και στον κροκάτο πέπλο της κεντώντας,

με πλουμιστά κι ανθοκλωσμένα υφάδια,470

α τα ζεμένα

πουλάρια θα ξομπλιάζω,

ή των Τιτάνων τη γενιά

που ο Δίας ο Κρονίδης θανάτωσε

με διπλό αστροπελέκι;

 

Αλίμονο στα παιδιά, στους γονιούς μας, [αντ. β]

στη γη που μας γέννησε αλίμονο,

μια πατρίδα στους καπνούς τυλιγμένη,

σωριασμένη σ᾽ ερείπια, κουρσεμένη

απ᾽ τους Έλληνες. Τώρα σκλάβα με κράζουν480

α σε ξένη γη, απ᾽ όταν άφησα

της Ασίας τα παλάτια

για να βρεθώ στην Ευρώπη,

στου Άδη τα δώματα.

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ Τρωαδίτισσες, πού μπορώ να βρω την Εκάβη,

εκείνην που ήταν κάποτε της Τροίας βασίλισσα;

ΧΟΡ. Κοντά σου βρίσκεται, με τις πλάτες στο χώμα,

τυλιγμένη στα πέπλα της.

ΤΑΛΘ. Ω Δία, τι να πω; τι να πιστέψω;

Τάχα πως νοιάζεσαι για τους ανθρώπους; ή πως

όλες αυτές οι δοξασίες για θεούς που υπάρχουνε

είναι λόγια του αέρα και μονάχα490

α η τύχη κυβερνάει τ᾽ ανθρώπινα; Ετούτη εδώ

δεν είναι των πολύχρυσων Φρυγών η βασίλισσα,

δεν είναι του μακάριου Πριάμου η σύντροφος;

Και τώρα η χώρα της ολάκερη ρημάχτηκε

απ᾽ το κοντάρι· κι αυτή, μια σκλάβα γερασμένη,

δίχως παιδιά, στο χώμα κείτεται

και με χώμα βρομίζει το φτωχό κεφάλι.

Αλίμονο, γέροντας είμαι, αλλά μακάρι

να πεθάνω πριν μΕ ᾽βρει ντροπιασμένη τύχη.

Σήκω, ταλαίπωρη, στύλωσε ορθό

το κορμί και την κάτασπρη κόμη.500

α ΕΚΑ. Παρατάτε με. Ποιος είν᾽ αυτός

που δεν μ᾽ αφήνει να κείτομαι όπως κείτομαι;

Τι με ταράζεις μες στον πόνο μου, όποιος κι αν είσαι;

ΤΑΛΘ. Είμαι ο Ταλθύβιος, των Ελλήνων υπηρέτης,

κυρά μου, σταλμένος από τον Αγαμέμνονα.

ΕΚΑ.  (ανασηκώνεται.)

Καλέ μου! Μήπως θέλουν να με σφάξουν

κι εμένα οι Αχαιοί πάνω στον τάφο

και γι᾽ αυτό ήρθες εδώ; Αυτό θα ᾽θελα

ν᾽ ακούσω, κι ας βιαστούμε· δείχνε μου τον δρόμο, γέροντα.

ΤΑΛΘ. Ήρθα εδώ να σε καλέσω, κυρά μου,

για να θάψεις την κόρη σου που πέθανε.

Οι δυο οι Ατρείδες με στέλνουν κι ο στρατός των Ελλήνων.510

α ΕΚΑ. Αλίμονο, τι θες να πεις; Δεν με γυρεύεις

για να πεθάνω, αλλά για να μου φέρεις

μαύρα μαντάτα; Ω κόρη μου,

χάθηκες όταν απ᾽ τη μάνα σου σ᾽ αρπάξανε,

δεν σ᾽ έχω πια παιδί μου, η άμοιρη.

Και ποιο ήτανε το τέλος της; Δείξατε κάποιο

σέβας ή μήπως άγρια της φερθήκατε,

σα να σκοτώνατε μια ψυχή μισημένη;

Λέγε μου, γέροντα, κι ας μην είναι

ο λόγος σου γλυκός.

ΤΑΛΘ. Κυρά μου, είναι διπλά τα δάκρυα

που θέλεις να γευτώ, δάκρυα συμπόνιας

για την αγαπημένη σου· γιατί και τώρα, ιστορώντας

τη συμφορά της, θα κλάψω, καθώς έκλαψα

και στον τάφο, στου χαμού της την ώρα.520

α Ολάκερο το πλήθος ήταν συναγμένο

του Αχαϊκού στρατού μπροστά στον τύμβο

για τη θυσία της κόρης· τότε ο γιος

του Αχιλλέα επήρε από το χέρι

την Πολυξένη και την έστησε όρθια

στου τύμβου την κορφή. Κι εγώ ήμουν πλάι.

Ακολουθούσαν νέοι διαλεγμένοι,

από τους πρώτους των Αχαιών,

για να κρατούνε με τα χέρια τους εκείνην

όταν θα σπαρταρούσε. Ολόχρυσο ποτήρι

γεμάτο σήκωσε το τέκνο του Αχιλλέα,

σπονδή στον πεθαμένο του πατέρα.

Έπειτα μου έγνεψε σιγή να κηρύξω

στον στρατόν όλο των Αχαιών. Κι εγώ530

α βγήκα στη μέση κι είπα αυτά τα λόγια:

«Σιωπή, Αχαιοί, ας κρατήσουμε, όλοι,

απόλυτη σιωπή». Κι έτσι τα πλήθη

γαλήνεψαν. Και τότε εκείνος είπε:

«Γιε του Πηλέα και πατέρα μου,

δέξου από μένα τούτες τις σπονδές,

που ευφραίνουν τους νεκρούς και τους φέρνουν

κοντά μας· κι έλα για να πιεις

αίμα παρθένας καθαρό

που σου προσφέρουμε ο στρατός κι εγώ· και γίνε

βοηθός μας για να λύσουμε

των καραβιών τα σκοινιά και τα πανιά να σηκώσουμε

και καλοτάξιδοι να φτάσουμε όλοι540

α από το Ίλιο στην πατρική μας γη».

Αυτά είπε κι όλος ο στρατός δεήθηκε.

Έπειτα ολόχρυσο σπαθί τραβώντας

απ᾽ το θηκάρι, έκανε νόημα

στους διαλεχτούς των Αχαιών να πιάσουνε την κόρη.

Μα εκείνη, μόλις το ᾽νιωσε, είπε:

«Αργίτες που τη χώρα μου κουρσέψατε,

πεθαίνω με τη θέλησή μου και κανείς

να μην αγγίξει το κορμί μου· πρόθυμα

τον λαιμό μου ν᾽ απλώσω. Σας ορκίζω,

στ᾽ όνομα των θεών, ελεύθερη

αφήστε να σταθώ, γιατί ελεύθερη θέλω550

α να πεθάνω· θα ᾽τανε ντροπή μου,

εμένα, μια βασιλοκόρη,

οι λαοί του Κάτω Κόσμου να με πούνε σκλάβα».

Αλάλαξε ο στρατός. Κι ο άρχοντας Αγαμέμνων

είπε στους νέους ν᾽ αφήσουν την παρθένα.

Κι εκείνη, μόλις άκουσε τον λόγο

του αφέντη, πιάνει από τον ώμο

το φόρεμά της και το σκίζει ως κάτω

στα λαγόνια, κοντά στον αφαλό·

και φανέρωσε τους μαστούς και τα στέρνα

τα πανέμορφα, τα σαν αγαλματένια·560

α και γονατίζοντας στη γη, μίλησε κι είπε

τα λόγια τα πιο θαρρετά που ακουστήκανε:

«Να, λοιπόν, νεαρέ μου, αν το στήθος

προτιμάς να χτυπήσεις, χτύπα· αν, πάλι, θέλεις

κάτω από τον λαιμό, κι ο λαιμός έτοιμος είναι».

Κι ο νέος, θέλοντας και μη θέλοντας, γιατί πονούσε την κόρη,

κόβει με το σπαθί τους δρόμους της ανάσας·

βρύση το αίμα· ωστόσο, και πεθαίνοντας,

εκείνη είχε την έγνοια πώς να πέσει σεμνά,

κρύβοντας όσα θα ᾽πρεπε να κρύψει570

α από τ᾽ αντρίκεια βλέμματα. Έτσι έσβησε.

Και πια οι Αργίτες όλοι μπήκανε σε κόπο·

άλλοι την πεθαμένη ραίνανε με φύλλα,

άλλοι σωριάζαν στην πυρά τα ευωδιασμένα

ξύλα· κι όποιος κάτι δεν έφερνε άκουε κατηγόριες

από κείνους που φέρνανε: «Στέκεσαι, αναίσθητε,

χωρίς να κρατάς κάτι

για την κόρη, ένα ντύμα, ένα στολίδι;

Εσύ, λοιπόν, δεν θα προσφέρεις κάτι

σε μια καρδιά τόσο άτρομη,

σε μια ψυχή τόσο γενναία;» Τέτοια λέγαν580

α για τη νεκρή παιδούλα σου. Όπως βλέπω,

απ᾽ όλες τις γυναίκες είσαι

η πιο καλότεκνη κι η πιο δυστυχισμένη.

ΧΟΡ. Φοβερό το κακό που έχει πέσει

στη γενιά του Πριάμου, στη χώρα μου· οι θεοί το θελήσανε.

ΕΚΑ. Κόρη μου, τόσες είναι οι συμφορές μου,

που δεν ξέρω ποια να πρωτοκοιτάξω·

αν αγγίξω τη μια, με κρατάει, όμως κι άλλη

θλίψη με κράζει, ακολουθώντας μιαν ατέλειωτη σειρά

βάσανα πάνω στα βάσανα. Έτσι και τώρα,

πώς θα μπορούσα να τη σβήσω από τον νου μου

τη συμφορά σου και να μη θρηνώ;590

α Μα πάλι, πρέπει να το πω, ξαλάφρωσα

μαθαίνοντας πόσο γενναία εφάνηκες. Λοιπόν,

είναι περίεργο. Ένα αχαμνό χωράφι,

αν δώσουν οι θεοί καλόν καιρό, καρπίζει·

και πάλι, ένα χωράφι καρπερό, αν δεν λάβει

όσα χρειάζεται, αχαμναίνει. Όμως ο άνθρωπος,

πάντα, ο κακός άλλο δεν είναι από κακός·

πάντα ο καλός, καλός και καμιά συμφορά

το φυσικό του δεν αλλάζει, σωστός πάντα.

Οι γονιοί τάχα διαφέρουνε; η ανατροφή;

Γιατί, κι ο τρόπος που αναθρέφεται ο καθένας600

α βοηθάει στην αρετή· μαθαίνεις το καλό,

ξέρεις να ξεχωρίζεις

και το κακό, με του καλού το μέτρο.

Σαϊτιές του νου που πάνε στα χαμένα.

(Στον Ταλθύβιο.)

Τώρα εσύ, τράβα και να πεις στους Αργίτες

κανείς να μη μου αγγίξει την παιδούλα

και να κρατήσουνε μακριά τον όχλο. Σ᾽ έναν

στρατό μεγάλο, χαλινάρι δεν υπάρχει

κι η αψηφησιά του ναύτη πιο πολύ

κι απ᾽ τη φωτιά φουντώνει· εκεί

κακός λογαριάζεται όποιος κακό δεν κάνει.

(Η Εκάβη στρέφεται σε μια βάγια της.)

Κι εσύ, παλιά δουλεύτρα μου, πάρε μια στάμνα,

γέμισέ τη νερό θαλασσινό

και φέρε μού τη, για στερνή φορά610

α να λούσω την κόρη μου, νυφούλα

ανύμφευτη, κακότυχη παρθένα,

και να την αποθέσω στο κρεβάτι στολισμένη

όχι καθώς της άξιζε —δεν έχω τρόπο—

αλλά μ᾽ εκείνο που μπορώ, μαζεύοντας, ας πούμε,

στολίδια απ᾽ τις αιχμάλωτες που ζουν μαζί μου

σε τούτες τις σκηνές, αν ίσως στα κλεφτά

καμιά τους έχει τίποτα παρμένο

από το σπίτι της κι οι αφέντες οι καινούργιοι

δεν το γνωρίζουν. Ω παλάτια,

ω σπίτια έναν καιρό ευτυχισμένα.

Ω Πρίαμε, με τ᾽ αμέτρητα πλούτη, τα παιδιά τα καλά,620

α κι η γερόντισσα μάνα τους εγώ,

πώς φτάσαμε στο τίποτα, πώς χάσαμε

όλη μας την παλιά αρχοντιά. Κι έρχεται ο άλλος

και καμαρώνει γιατί ζει σε πλούσιο σπίτι

κι ο δείνας επειδή στην πόλη έχει όνομα.

Όλα τούτα είναι τίποτα· δείχνουνε μόνο

ξεπαρμένο μυαλό και καυχησιά της γλώσσας.

Εκείνος είναι στ᾽ αλήθεια ευτυχισμένος

που η κάθε μέρα του περνάει με δίχως θλίψη.

(Η Εκάβη μπαίνει στη σκηνή της.)

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

 

ΧΟΡ.

Τη δική μου συμφορά, τα δικά μου [στρ. α]629

τα βάσανα πρόγραφε η Μοίρα630

α όταν ο Πάρις στην Ίδη πρωτόκοψε

τα ελάτινα ξύλα

για κείνο το καράβι του που, σκίζοντας

την κυματούσα θάλασσα, τον έφερε

στην αγκαλιά της Ελένης,

της πιο όμορφης ανάμεσα στις όμορφες

που φωτάει ο χρυσόλαμπος ήλιος.

 

Γιατί πίκρες κυκλοφέρνουν ολούθε [αντ. α]

και πιο πολύ της σκλαβιάς η ζωή

μας τυραννάει· εξαιτίας της τρέλας640

α ενός ανθρώπου ήρθε κακό μεγάλο

στην τρωαδίτικη χώρα. Κι οι ξένοι

συμφορές που μας φέραν, αλί!

Η συνέρια στις Ολύμπιες κόρες ανάμεσα,

του βοσκόπουλου η κρίση στην Ίδη,

—ποια απ᾽ τις τρεις η ομορφότερη—

 

ήτανε για σφαγή και για πόλεμο [επωδ.]

και γι᾽ αφανισμό του σπιτιού μου.

Όμως και δίπλα στ᾽ όμορφο το ρέμα650

α του Ευρώτα, μια Λακώνισσα κόρη στενάζει

και πνίγεται στα δάκρυα και μια

ασπρομαλλούσα μάνα, ορφανεμένη,

δέρνεται και τα μάγουλά της σκίζει

με νύχια αιματοστάλαχτα.

 

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

(Έρχεται η βάγια, μαζί με άλλες δυο δούλες, κουβαλώντας ένα τυλιγμένο σώμα.)

ΒΑΓΙΑ Κοπέλες, τη δυστυχισμένη Εκάβη πού θα βρω;

αυτήν που ξεπερνάει γυναίκες κι άντρες

στις συμφορές; Κανένας δεν της παραβγαίνει.660

α ΧΟΡ. Τι θέλεις, πάλι, κακομοίρα μου, και σκούζεις;

Τέλος δεν έχουν τα πικρά μηνύματά σου.

ΒΑΓ. Φέρνω για την Εκάβη αυτόν τον πόνο.

Στις συμφορές, πώς να τα πεις τα όμορφα λόγια;

ΧΟΡ. Μα να τηνε που βγαίνει απ᾽ τη σκηνή της

πάνω στην ώρα, για ν᾽ ακούσει αυτά που θέλεις.

ΒΑΓ. Ω δύσμοιρη κυρά, πιο δύσμοιρη

κι απ᾽ ό,τι λέω, χάθηκες, έχει πια σβήσει

το φως για σένα, ούτε παιδιά, ούτε άντρας,

ούτε πατρίδα σού έμεινε, αφανίστηκες.

ΕΚΑ. Δεν είπες τίποτα καινούργιο. Όσα μου κράζεις670

α τα ξέρω, όμως γιατί το λείψανο

της Πολυξένης μού ᾽φερες εδώ, αφού όπως μου ᾽παν

όλο το στράτευμα των Αχαιών γυρεύει

να την κηδέψει με τα ίδια του τα χέρια;

ΒΑΓ. Δεν ξέρει τίποτα, θρηνεί την Πολυξένη της

και για τα πάθη τα καινούργια ούτε που βάζει ο νους της.

ΕΚΑ. Οϊμένα, μήπως την προφήτισσα Κασάνδρα

μου κουβαλάς εδώ, τη θεοκρουσμένη;

ΒΑΓ. Για ζωντανή μιλάς, αντί να κλαις

για τούτον δω τον νεκρό· μα για κοίτα

το γυμνωμένο του κορμί, δεν είναι

κάτι που δεν το περίμενες;680

α ΕΚΑ. Αλί, βλέπω τον γιο μου πεθαμένο,

τον Πολύδωρο, που ο Θρακιώτης εκείνος

μου τον φύλαε στο σπίτι του· χάθηκα,

η βαριόμοιρη, δεν είναι πια για να ζήσω.

Ω παιδί μου, παιδί μου,

οϊμένα, το μοιρολόγι με πνίγει,

ο ξέφρενος σκοπός, που ένας δαίμονας

του ολέθρου τον σώριασε μέσα μου.

ΒΑΓ. Δύστυχη, που δεν ήξερες του παιδιού σου τη μοίρα.

ΕΚΑ. Απίστευτα, δεν τα χωράει ο νους μου

όσα παράξενα θωρώ.

Οι συμφορές ακολουθούν τις συμφορές.690

α Ποτέ δε θά ᾽ρθει για μένα μια μέρα

χωρίς δάκρυα, χωρίς στεναγμούς.

ΧΟΡ. Φοβερά είναι τα πάθια μας, δύστυχη.

ΕΚΑ. Ω παιδί μου, παιδί βαριόμοιρης μάνας,

ποιο ριζικό σε σκότωσε;

ποιος θάνατος σε βρήκε;

ποιος κακούργος το μπόρεσε;

ΒΑΓ. Δεν το ξέρω. Τον βρήκα στο ακρογιάλι.

ΕΚΑ. Απ᾽ το κύμα βγαλμένον στη στρωτή αμμουδιά,

ή από κοντάρι φονικό πεσμένον;700

α ΒΑΓ. Η φουσκοθαλασσιά τον είχε βγάλει.

ΕΚΑ. Οϊμένα, τώρα την ξηγώ την υπνοφαντασιά μου·

κι ο ίσκιος ο μαυρόφτερος,

που είδα για σε, παιδί μου,

δεν βγήκε ψέμα, αφού το φως

τ᾽ ουρανού, τώρα πια, δεν θωρείς.

ΧΟΡ. Ποιος τον εσκότωσε, σου ᾽χει πει τ᾽ όνειρό σου;

ΕΚΑ. Φίλος μας, φίλος μας, ο αλογολάτης

Θρακιώτης το ᾽πραξε· σ᾽ αυτόν ο γέρος710

α γονιός τον είχε μπιστευτεί, να τον φυλάξει.

ΧΟΡ. Τι θες να πεις; Για το χρυσάφι τον αφάνισε;

ΕΚΑ. Πώς να τα πεις τ᾽ ανείπωτα;

Πώς να ιστορήσεις όσα

δεν βάζει ο νους; το κρίμα

το αβάσταχτο; Και πού ᾽ναι ο ιερός

ο νόμος, που τους ξένους προστατεύει;

Άντρα καταραμένε, πώς το μπόρεσες

τη σάρκα ενός παιδιού να μακελέψεις

με σίδερο, ούτε λίγο σπλάχνος

δεν είχες μέσα σου;720

α ΧΟΡ. Δόλια, κάποιος θεός, σκληρός μαζί σου,

σου φύλαε τόσα πάθη, που άλλος άνθρωπος δε γνώρισε.

Όμως, ας κλείσουμε το στόμα,

φίλες μου, βλέπω τον αφέντη τον Αγαμέμνονα.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εκάβη, πώς αργείς και δεν έρχεσαι

να θάψεις την κόρη σου; Μου μήνυσες

με τον Ταλθύβιο, κανείς απ᾽ τον στρατό μας

να μην την αγγίξει. Όπως το θέλησες,

ανέγγιχτη, την έχουμε αφήσει.

Όμως εσύ χασομεράς και το γιατί

δεν το καταλαβαίνω.730

α Ήρθα, λοιπόν, για να σε στείλω εκεί·

εκεί, τέλειωσαν όλα καλά, — αν μπορούμε να πούμε

πως υπάρχει κάτι καλό σ᾽ όλα τούτα.

Μα… για στάσου! Ποιος είναι πάλι τούτος

ο νεκρός Τρωαδίτης που αντικρίζω

μπροστά στις σκηνές; Γιατί απ᾽ τη φορεσιά του

φαίνεται πως δεν είναι Αχαιός.

ΕΚΑ.  (μονολογεί.)

Δύστυχη Εκάβη, με τον εαυτό μου

μιλώ, τι από τα δυο να πράξω;

Στα πόδια να προσπέσω του Αγαμέμνονα,

ή σιωπηλά τις συμφορές μου να υπομείνω;

ΑΓΑΜ. Τι κλαις σκυφτή, γυρνώντας μου τις πλάτες

και δεν μου λες το τι συμβαίνει; Αυτός ποιος είναι;740

α ΕΚΑ. Αν μ᾽ αποδιώξει, λογίζοντάς με σκλάβα

κι οχτρό του, μια πίκρα παραπάνω.

ΑΓΑΜ. Δεν είμαι μάντης, για να μπορέσω να βρω,

δίχως ν᾽ ακούσω, το τι έχεις στο μυαλό σου.

ΕΚΑ. Μήπως κι η έχθρα του είναι δική μου ιδέα

μονάχα, κι ο ίδιος διόλου δεν μ᾽ εχθρεύεται;

ΑΓΑΜ. Αν θέλεις να μη μάθω τίποτα,

είμαστε σύμφωνοι· ούτ᾽ εγώ θέλω ν᾽ ακούσω.

ΕΚΑ. Χωρίς τη δική του βοήθεια, είν᾽ αδύνατο

να πάρω εκδίκηση. Τι τα κλωθογυρίζω;750

α Χρειάζεται τόλμη, πετύχω δεν πετύχω.

Στα γόνατά σου προσπέφτω, βασιλιά,

το γένι σου αγγίζω, το καλότυχό σου χέρι.

ΑΓΑΜ. Και τι γυρεύεις από μένα; Να σου δώσω, μήπως,

τη λευτεριά σου; Δύσκολο δεν είναι;

ΕΚΑ. Όχι αυτό. Τους κακούς να τιμωρήσω

κι ας μείνω σκλάβα για όλη μου τη ζήση.

ΑΓΑΜ. Και σε τι θα μπορούσα να βοηθήσω;

ΕΚΑ. Τίποτα απ᾽ όσα φαντάζεσαι, άρχοντά μου. Βλέπεις

τον νεκρό τούτο που με δάκρυα βρέχω;760

α ΑΓΑΜ. Τον βλέπω. Μα πού θες να φτάσεις, δεν το ξέρω.

ΕΚΑ. Εγώ τον γέννησα· τον κράτησα στα σπλάχνα μου.

ΑΓΑΜ. Και ποιος από τους γιους σου είναι, βαριόμοιρη;

ΕΚΑ. Όχι από κείνους που σκοτώθηκαν στην Τροία.

ΑΓΑΜ. Ώστε, κυρά μου, κι άλλον είχες αποχτήσει;

ΕΚΑ. Ανώφελα, όπως φαίνεται. Είν᾽ αυτός που βλέπεις.

ΑΓΑΜ. Και πού βρισκότανε σαν έπεσεν η πόλη;

ΕΚΑ. Τονε φευγάτισε ο πατέρας του, μη σκοτωθεί.

ΑΓΑΜ. Και πού τον έστειλε από τ᾽ άλλα του τ᾽ αδέρφια χώρια;

ΕΚΑ. Στον τόπο τούτο, όπου τον βρήκαμε νεκρό.770

α ΑΓΑΜ. Στον Πολυμήστορα, που είναι του τόπου βασιλιάς;

ΕΚΑ. Εδώ τον έστειλε, για να φυλάει πικρό χρυσάφι.

ΑΓΑΜ. Και με ποιόν τρόπο πέθανε, ποιος ο φονιάς του;

ΕΚΑ. Ποιος άλλος; Ο Θρακιώτης φίλος τον αφάνισε.

ΑΓΑΜ. Ω άμοιρη! Για ν᾽ αρπάξει το χρυσάφι;

ΕΚΑ. Ναι, μόλις έμαθε τη συμφορά των Τρώων.

ΑΓΑΜ. Και πού τον βρήκες; Ποιος σ᾽ τον έφερε νεκρό;

ΕΚΑ.  (Δείχνοντας τη βάγια.) Τούτη εδώ· τον εβρήκε στο ακρογιάλι.

ΑΓΑΜ. Ετούτον γύρευε; Ή τριγύριζε γι᾽ άλλη δουλειά;

ΕΚΑ. Πήγε να φέρει από τη θάλασσα νερό

για να λούσω το λείψανο της Πολυξένης.780

α ΑΓΑΜ. Ο φίλος, καθώς φαίνεται, τον σκότωσε

κι έπειτα τον επέταξε.

ΕΚΑ. Για να πλανιέται στα κύματα της θάλασσας, έτσι σφαγμένος.

ΑΓΑΜ. Ω δόλια εσύ με τους αμέτρητους πόνους.

ΕΚΑ. Πόνος δεν μένει που να μην τον δοκίμασα.

Είμαι χαμένη, Αγαμέμνονα.

ΑΓΑΜ. Να υπάρχει, τάχα, άλλη γυναίκα τόσο δύστυχη καθώς εσύ;

ΕΚΑ. Εξόν κι αν θα ᾽λεγες τη Δυστυχία την ίδια.

Άκουσε, ωστόσο, για ποιο λόγο πέφτω

στα γόνατά σου. Αν βρίσκεις δίκαια

τα όσα έχω πάθει, να το στέρξω. Αν όμως

το αντίθετο νομίζεις, τότε

τιμώρησέ μου εσύ τούτο τον άνθρωπο,

τον φίλο τον αχρείο όσο κανείς, που,790

α δίχως να φοβηθεί μήτε τους θεούς του Κάτω Κόσμου,

μήτε και τους ουράνιους, έπραξε

το έργο το ανόσιο.

Πολλές φορές καθίσαμε μαζί στο ίδιο τραπέζι

κι ήταν καλόδεχτος σαν ο πρώτος μας φίλος.

Πήρε τα πρέποντα κι όταν ανάλαβε

μια φροντίδα, μου σκότωσε τον γιο μου,

κι ούτε καν έναν τάφο δεν του ᾽δωσε,

αλλά τον πέταξε στα κύματα. Εγώ, βέβαια,

είμαι σκλάβα κι αδύναμη άλλο τόσο.

Δυνατοί όμως είναι οι θεοί κι ο νόμος τους

που μας εξουσιάζει· αυτός ο νόμος

μας οδηγάει να πιστεύουμε στα θεία800

α και να ζούμε χωρίζοντας τα δίκαια

από τ᾽ άδικα. Κι αν ο νόμος χαλάσει

στα χέρια σου, κι αν δεν τιμωρηθούνε

οι φονιάδες των φίλων κι όσοι απλώνουν χέρι

ληστρικό στα ιερά, τότε καμιά

δικαιοσύνη στον κόσμο δεν υπάρχει.

Σκέψου, λοιπόν, πόσο αισχρό ήταν αυτό

και λυπήσου με. Δείξε λίγη συμπόνια,

στάσου σε κάποια απόσταση, όπως στέκει

ο ζωγράφος, και μελέτησε

όσα πάθη φορτώθηκα. Ήμουν βασίλισσα·

τώρα, σκλάβα δική σου. Μάνα ζηλεμένη

άλλοτες, όμως τώρα γριά με δίχως τέκνα,810

α μα και χωρίς πατρίδα η έρημη,

η πιο δυστυχισμένη απ᾽ των θνητών το γένος.

(Ο Αγαμέμνων κάνει μια κίνηση, σαν να θέλει να ξεμακρύνει.)

Αλίμονο στην άμοιρη, μ᾽ αφήνεις;

Τίποτα, φαίνεται, δεν θα πετύχω η δόλια.

Γιατί, λοιπόν, κουραζόμαστε οι άνθρωποι

να μαθαίνουμε τόσα και ν᾽ αναζητούμε

αυτά που μας χρειάζονται, και μόνο

την Πειθώ, αληθινή του κόσμου κυβερνήτρα,

δεν τη σπουδάζουμε τέλεια, πληρώνοντας,

έτσι που να μπορεί κανείς, καμιά φορά,

και να πείθει τους άλλους και να πετυχαίνει

αυτό που θα ᾽θελε; Ποια ελπίδα

για μια τύχη καλή τώρα πια μου απομένει;820

α Είχα παιδιά και τα παιδιά μου χαθήκανε·

κι εγώ, μια πομπεμένη σκλάβα, σέρνομαι μακριά

και βλέπω τον καπνό της πόλης ν᾽ ανεβαίνει.

Ίσως ανώφελα θα πω κι αυτόν τον λόγο,

για τις χάρες της Κύπριδας, μα θα τον πω.

Μια θυγατέρα μου πλαγιάζει στο πλευρό σου,

η μάντισσα που οι Τρώες τη λεν Κασάνδρα.

Πού θα δείξεις, λοιπόν, βασιλιά μου,

πως γλυκιές είναι οι νύχτες για σένα; κι ακόμα,

για τα γλυκύτατα αγκαλιάσματα στην κλίνη,

ποια χάρη θα ᾽χει η κόρη μου, κι εγώ για κείνη;830

α Απ᾽ τις αγάπες στης νύχτας τα σκοτάδια

τα πιο μεγάλα αντιχαρίσματα γεννιούνται.

Άκου, λοιπόν· βλέπεις ετούτον τον νεκρό; Αν φανείς

καλός απέναντί του, θα φανείς καλός

στον γυναικάδελφό σου. Τι άλλο

θα μπορούσα να πω; Τούτο μονάχα:

Άμποτε, με τις τέχνες του Δαιδάλου

ή με τη δύναμη κάποιου θεού,

ν᾽ αποχτούσαν τα μπράτσα μου φωνή,

τα μαλλιά μου, τα χέρια μου, τα πόδια,

για να τυλίγανε, όλα μαζί, τα γόνατά σου

με κλάματα, με χίλια παρακάλια.840

α Ω αφέντη μου, ω υπέρλαμπρο φως της Ελλάδας,

άκουσέ με και δώσε στη γερόντισσα

ένα χέρι βοήθειας για να τιμωρήσει.

Δεν είμαι τίποτα, όμως πρέπει να το δώσεις.

Ο άξιος άντρας το δίκιο υποστηρίζει

και κατατρέχει τους κακούς παντού και πάντα.

ΧΟΡ. Φοβερό, στους θνητούς πώς έρχονται όλα,

κι οι θεϊκές βουλές ορίζουν τις ανάγκες,

έτσι που φίλοι να γίνονται οι πιο μισημένοι

κι εχθροί μας εκείνοι που πριν αγαπούσαμε.

ΑΓΑΜ. Και σένα, Εκάβη, συμπονώ και το παιδί σου,850

α και την τύχη σου και το χέρι που απλώνεις

ζητώντας τη βοήθειά μου, και θέλω,

και για το δίκιο και για τους θεούς,

ο άνομος ο φίλος να σου το πληρώσει.

Φτάνει όλα τούτα σε καλό να σου βγούνε,

κι απ᾽ την άλλη μεριά,

να μη φανώ κι εγώ στο στράτευμά μου

ότι για χάρη της Κασάνδρας θέλησα τον φόνο

του βασιλιά της Θράκης. Γιατί, αληθινά,

υπάρχει κάτι που πολύ με τρομάζει·

πως ο στρατός μας λογαριάζει σύμμαχο

αυτό τον άνθρωπο, κι εχθρό τον πεθαμένο.

Κι αν ο νεκρός είναι άνθρωπος δικός μου,

για τον στρατό δεν έχει σημασία καμιά.860

α Πρόσεξέ με, λοιπόν: Πρόθυμος είμαι

και να συμπράξω και γοργά να σε συντρέξω,

όμως δισταχτικός αν η βοήθεια γίνει αιτία

να με κατηγορήσουν οι Αχαιοί.

ΕΚΑ. Αλίμονο,

κανείς θνητός ελεύθερος δεν είναι·

ή στο χρήμα ή στην τύχη θα υποτάζεται.

Κι είτε οι πολίτες είτε οι ορισμοί

των νόμων θα εμποδίζουν τον καθένα

να πράξει ακολουθώντας τη δική του γνώμη.

Κι αφού δειλιάζεις και σκέφτεσαι το πλήθος

πιο πολύ απ᾽ ό,τι πρέπει,

εγώ θα σε λυτρώσω από τον φόβο.

Άκου λοιπόν: αν εγώ μελετήσω870

α κάποιο κακό για τον φονιά, να μη συμπράξεις.

Αν όμως οι Αχαιοί ξεσηκωθούνε

για να βοηθήσουν τον Θρακιώτη,

σαν θα παθαίνει όσα του μέλλεται να πάθει,

εμπόδιζέ τους, μα χωρίς να δείχνεις

ότι για χάρη μου τους εμποδίζεις. Όλα τ᾽ άλλα,

μη νοιάζεσαι, θα τα βολέψω εγώ.

ΑΓΑΜ. Μα τι σκοπεύεις; Θα πάρεις σπαθί

στο γέρικο χέρι σου να σκοτώσεις τον βάρβαρο;

ή θα τον φαρμακώσεις; Και με ποια βοήθεια;

Πού θα βρεις φίλους για να σε συντρέξουν;

ΕΚΑ. Πλήθος Τρωαδίτισσες κρύβουν αυτές οι τέντες.880

α ΑΓΑΜ. Για τις σκλάβες μιλάς των Ελλήνων;

ΕΚΑ. Μαζί μ᾽ αυτές θα τιμωρήσω τον φονιά μου.

ΑΓΑΜ. Ώστε οι γυναίκες θα νικήσουνε τους άντρες;

ΕΚΑ. Φοβερό είναι το πλήθος· αν μάλιστα

ενεργήσει με δόλο, ακαταμάχητο.

ΑΓΑΜ. Ναι, φοβερό, δεν λέω. Μα όσο να ᾽ναι, οι γυναίκες…

ΕΚΑ. Γιατί; Γυναίκες δεν εσφάξαν τα παιδιά του Αιγύπτου,

κι άλλες αδειάσανε τη Λήμνο από τους άντρες;

Έτσι ας γίνουν τα πράγματα· παράτα αυτόν τον λόγο.

Και φρόντισέ μου τη γυναίκα ετούτη να περάσει

με σιγουριά μέσ᾽ απ᾽ το στράτευμά σου.

(Σε μια δούλα της.)

Εσύ τράβα να βρεις τον φίλο τον Θρακιώτη890

α και πες του: η άλλοτε βασίλισσα της Τροίας,

η Εκάβη, σε καλεί, για το δικό σου

συμφέρον πιο πολύ κι όχι για το δικό της,

να πας μαζί με τα παιδιά σου.

Γιατί πρέπει και κείνα να μάθουνε

τα όσα θα σου πει. Κι εσύ, Αγαμέμνονα,

της νιοσφαγμένης Πολυξένης την ταφή

σταμάτησέ τη, να θαφτούν με μια φωτιά,

κοντά κοντά, τα δυο τ᾽ αδέρφια,

διπλή της μάνας τους φροντίδα.

ΑΓΑΜ. Ας γίνει κι έτσι, μια και δεν είναι τρόπος

ο στρατός να σαλπάρει· αλλιώς, δεν θα μπορούσα

να σου κάμω τη χάρη που γυρεύεις.

Όμως αφού ο θεός δεν στέλνει πρίμο αγέρα,900

α άπραγοι μένουμε, την ώρα καρτερώντας

για το ταξίδι. Μακάρι να πετύχεις.

Συμφέρει σ᾽ όλους,

και στον καθένα χωριστά και σε μια χώρα,

κακό να βρίσκουν οι κακοί, κι οι καλοί να ευτυχούνε.

(Φεύγουν. Η Εκάβη μπαίνει στη σκηνή της.)

 

ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

 

ΧΟΡ. Πατρίδα μου Ίλιο, ήσουν η άπαρτη πόλη, [στρ. α]

όμως άπαρτη πια δεν θα σε πούνε.

Σύννεφο σε σκεπάζουν ολόγυρα οι Έλληνες,

που με το κοντάρι σε ρίξανε, με το κοντάρι.

Τα πυργωτά γκρεμίστηκαν στεφάνια910

α του κάστρου σου

κι η μαυρίλα της κάπνας τη θωριά σου ασχημίζει.

Δυστυχισμένη εγώ, δεν θα ξαναπατήσω

τα χώματά σου.

 

Μεσάνυχτα ήτανε που ο χαλασμός με βρήκε [αντ. α]

όταν, απόδειπνα, το γλυκοΰπνι πέφτει

στα μάτια,

κι ο άντρας μου, σταματώντας τα τραγούδια

και τους χορούς της θυσίας, κοιμόταν

στην κάμαρα,

με το κοντάρι κρεμασμένο στο καρφί,920

α αφού δεν φαινότανε πια

ναυτικό στράτευμα

απλωμένο στη γη της Τρωάδας.

 

Κι εγώ, με τις κορδέλες δένοντας ψηλά [στρ. β]

τα μαλλιά μου, φτιαχνόμουνα,

και καμαρωνόμουν στην άσωστη

του χρυσού καθρέφτη μου

τη φεγγοβολή,

έτοιμη να γείρω στο κρεβάτι.

Μια βοή τότε χύθηκε στην πόλη

της Τροίας, κι έλεγε

προσταχτική η κραυγή:

«Ω παιδιά των Ελλήνων,

πότε λοιπόν, πότε το κάστρο θα πατήσετε930

α του Ιλίου

και στα σπίτια σας πια θα γυρίσετε;»

 

Κι εγώ, με το πουκάμισο μονάχα, [αντ. β]

σαν Σπαρτιάτισσα κόρη,

αφήνω το γλυκό κρεβάτι και προσπέφτω,

η δόλια, στης σεβάσμιας Άρτεμης το άγαλμα,

του κάκου γυρεύοντας απ᾽ τη θεά

να με συντρέξει.

Κι αφού τον άντρα μου αντίκρισα νεκρό,

με τραβούνε στο πέλαγος,

από μακριά να κοιτάζω τη χώρα μου

όταν για τον γυρισμό τα καράβια κινήσανε940

α χωρίζοντάς με από την τρωαδίτικη γη.

Άλλους πόνους, η άμοιρη, δεν τους αντέχω.

 

Την κατάρα μου δίνω στην Ελένη, [επωδ.]943

των Διοσκούρων αδερφή,

και στον βοσκό της Ίδης,

τον Πάρη τον άθλιο,

αφού από την πατρίδα μ᾽ εξόρισε

κι από το σπιτικό μου μ᾽ απόδιωξε

ο γάμος τους

— όχι γάμος, καλύτερα πες: συμφορά

που ένας δαίμονας του ολέθρου σοφίστηκε·

ούτε το κύμα πίσω να τη φέρει950

α ούτε στο πατρικό της σπίτι ν᾽ αξιωθεί

να πατήσει το πόδι.

 

ΕΞΟΔΟΣ

 

(Η Εκάβη βγαίνει από τη σκήνη. Έρχεται ο Πολυμήστωρ, με τα παιδιά του και την ακολουθία του.)

ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ Ω Πρίαμε, ακριβότατε φίλε, κι εσύ,

πολυαγάπητη Εκάβη,

δακρύζω καθώς βλέπω εσένα και την πόλη σου

και τη μικρή σου που ξεψύχησε πριν από λίγο.

Αλίμονο! τίποτα βέβαιο δεν είναι, ούτε τ᾽ όνομα το μεγάλο

ούτε η ελπίδα πως δε θα δυστυχήσει

αυτός που ως τώρα ζούσε ευτυχισμένος.

Όλα οι θεοί τα φέρνουν άνω κάτω,

σε μιαν αιώνια ταραχή,

για να μην ξέρουμε τίποτα κι έτσι

περσότερο να τους φοβόμαστε. Μα τι ωφελούν960

α οι θρήνοι, όταν δεν φέρνουν γιατρειά

στις συμφορές που μας εβρήκαν;

Μη βιάζεσαι να παραπονεθείς

που δεν εφάνηκα. Βρισκόμουνα

στα σύνορα της Θράκης, έλειπα

όταν ήρθες εδώ· μα μόλις έφτασα,

καθώς από το σπίτι μου έβγαινα, μ᾽ αντάμωσε

η σκλάβα σου και μου ᾽φερε το μήνυμά σου.

Τ᾽ άκουσα κι ήρθα.

ΕΚΑ. Ντρέπομαι καταπρόσωπο να σε κοιτάξω, Πολυμήστορα,

έτσι που ξέπεσα· ήμουν κάποτε

ευτυχισμένη, όταν με γνώρισες· πώς τώρα970

α να σ᾽ αντικρίσω με άτρομο το βλέμμα,

όταν βρίσκομαι σε τέτοια κατάντια; Πώς

θα το μπορούσα; Μην το πάρεις

για εχθρότητα· κι έπειτα, όπως ξέρεις,

υπάρχει κι η συνήθεια να μην κοιτάζουν

κατάματα τους άντρες οι γυναίκες.

ΠΟΛΥΜ. Δεν με παραξενεύει αυτό. Αλλά τι με θέλεις;

Και για ποιο λόγο με ξεσήκωσες από το σπίτι;

ΕΚΑ. Έχω ένα μυστικό που θα ᾽θελα σε σένα

και στα παιδιά σου να το πω· πρόσταξε, αν θέλεις, τους ανθρώπους σου

μακριά από τις σκηνές να τραβηχτούνε.980

α ΠΟΛΥΜ.  (Στους ακολούθους του.) Πηγαίνετε.

Φόβος δεν είναι, σ᾽ αυτή την ερημιά.

Φίλη κι εσύ, φιλικό και το στράτευμα

των Αχαιών. Μα πες μου, τώρα,

σε τι ο καλότυχος θα πρέπει να βοηθήσει

τους δύστυχους φίλους. Πρόθυμος, στη διάθεσή σου.

ΕΚΑ. Πες μου, πρώτα,

για τον Πολύδωρο, το παιδί μου που πήρες

από το χέρι μου κι απ᾽ του πατέρα του το χέρι,

αν ζει· για τ᾽ άλλα, σε ρωτάω κατόπι.

ΠΟΛΥΜ. Ζει, όσο γι᾽ αυτόν, εστάθης τυχερή.

ΕΚΑ. Ω φίλε, ωραία τα λες και σου ταιριάζουν.990

α ΠΟΛΥΜ. Τι άλλο, λοιπόν, θέλεις να μάθεις από μένα;

ΕΚΑ. Αν με θυμάται λίγο, εμέ που τον εγέννησα.

ΠΟΛΥΜ. Α, βέβαια, κι ήθελε να ᾽ρθει κρυφά ως εδώ.

ΕΚΑ. Και το χρυσάφι που ᾽φερε απ᾽ την Τροία υπάρχει;

ΠΟΛΥΜ. Υπάρχει και καλά φυλάγεται στο σπίτι μου.

ΕΚΑ. Φύλαγέ το και μην ορέγεσαι τα ξένα.

ΠΟΛΥΜ. Ποτέ, κυρά μου· τα δικά μου ας απολάψω.

ΕΚΑ. Ξέρεις τι έχω να πω σε σένα και στους γιους σου;

ΠΟΛΥΜ. Πού να ξέρω; Από σε περιμένω ν᾽ ακούσω.

ΕΚΑ. Υπάρχει, καλέ μου, που σου έχω τόση αγάπη…1000

α ΠΟΛΥΜ. Τι πράμα, λοιπόν, που πρέπει να το ξέρουμε

κι εγώ και τα παιδιά μου;

ΕΚΑ. Παλιά κρυψώνα με χρυσάφι, της γενιάς του Πριάμου.

ΠΟΛΥΜ. Κι αυτό θέλεις να μηνύσεις στον γιο σου;

ΕΚΑ. Ναι, μ᾽ εσένα που τους θεούς φοβάσαι.

ΠΟΛΥΜ. Για ποιο λόγο θέλησες να ᾽ναι εδώ και τα παιδιά μου;

ΕΚΑ. Να ξέρουνε κι αυτά, αν εσύ πεθάνεις.

ΠΟΛΥΜ. Σωστά μιλάς· αυτό είναι το πιο φρόνιμο.

ΕΚΑ. Ξέρεις στην Τροία πού βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς;

ΠΟΛΥΜ. Εκεί ᾽ναι το χρυσάφι; Και ποιο είναι το σημάδι;

ΕΚΑ. Μαύρη πέτρα που εξέχει από τη γης.1010

α ΠΟΛΥΜ. Έχεις ακόμα κάτι να πεις για όλα τούτα;

ΕΚΑ. Θέλω να μου γλιτώσεις όσα καλά έχω πάρει.

ΠΟΛΥΜ. Πού ᾽ναι τα; Μες στα ρούχα, ή σε κρυψώνα;

ΕΚΑ. Ανάμεσα στα λάφυρα τα σωριασμένα στις τέντες.

ΠΟΛΥΜ. Αλλά πού; Των Αχαιών βλέπω εδώ το ναυτολόι.

ΕΚΑ. Έχουν κι οι αιχμάλωτες γυναίκες τις σκηνές τους.

ΠΟΛΥΜ. Κι είναι σίγουρα εκεί; Μήπως υπάρχουν άντρες;

ΕΚΑ. Κανένας Αχαιός, εμείς μονάχες.

Μπες μέσα· γιατί βιάζονται οι Αργίτες

να λύσουν τα καράβια, για τον γυρισμό.1020

α Κι αφού γίνουν τα πάντα καθώς πρέπει,

φεύγεις πάλι, μαζί με τα παιδιά σου,

κατά κει που κι ο γιος μου, με δική σου φροντίδα κατοικεί.

(Φεύγουν προς τις σκηνές.)

ΧΟΡ.

Δεν πλήρωσες ακόμα, θα πληρώσεις·

όπως αυτός που ρίχτηκε

σε πέλαγος βαθύ χωρίς λιμάνι,

έτσι και συ, αφού σκότωσες,

θα χάσεις τη ζωή σου.

Πάντα ο χαμός ακολουθά,

πάντα ο χαμός, αν πατηθεί

το χρέος προς τους θεούς και μαζί1030

α των θεών το σέβας. Αλί σου,

η ελπίδα που σε τράβηξε, δύστυχε,

σε τούτον τον δρόμο, σε γέλασε

και στον Άδη γοργά θα σε φέρει.

Άπραγο, απόλεμο χέρι

της ζωής σου θα κόψει το νήμα.

 

(Ακούγονται φωνές, ουρλιάσματα.)

ΠΟΛΥΜ. Αλίμονο, μου παίρνουν των ματιών μου το φως.

ΧΟΡ. Κοπέλες, ακούσατε το βογκητό του Θρακιώτη;

ΠΟΛΥΜ. Τρισαλίμονο, σφάζουν τα δύστυχα παιδιά μου.

ΧΟΡ. Καλές μου, κι άλλα φοβερά έχουν γίνει εκεί μέσα.

ΠΟΛΥΜ. Όχι, δεν θα το βάλετε στα πόδια.

Όλα εδώ μέσα θα σας τα ρημάξω.1040

α ΧΟΡ. Άκου πώς πέφτει το βαρύ του χέρι.

Τι λέτε, ορμάμε; Δύσκολη στιγμή. Η Εκάβη

κι οι Τρωαδίτισσες χρειάζονται βοήθεια.

ΕΚΑ.  (βγαίνοντας) Χτύπα όσο θέλεις κι ό,τι θέλεις· σπάε τις πόρτες·

το φως στα μάτια σου δεν θα ξαναγυρίσει·

κι ούτε τους γιους σου θα δεις ζωντανούς·

τους έχω σφάξει.

ΧΟΡ. Ώστε είν᾽ αλήθεια; Τον Θρακιώτη νίκησες,

κυρά μου, κι έχεις πράξει αυτά που λες;

ΕΚΑ. Τώρα θα τονε δεις κι αυτόν μπρος στη σκηνή

να περπατά τυφλός με άστατο βήμα·1050

α και τα κορμιά των παιδιών του, που τα σκότωσα

εγώ με τις Τρωαδίτισσες τις άξιες. Πήρα

το δίκιο μου. Τον βλέπεις; Βγαίνει απ᾽ τη σκηνή.

Καλύτερα να πάω παράμερα, μακριά

απ᾽ την οργή του μανιασμένου του Θρακιώτη.

ΠΟΛΥΜ. Αλίμονό μου, πού να πάω;

Πού να σταθώ και πού ν᾽ αράξω;

Σαν αγρίμι του βουνού, με τα τέσσερα,

καταπόδι τους να τραβήξω,

για να βρω με το χέρι τ᾽ αχνάρια τους;

Ποιο δρόμο, τούτον ή εκείνον, να πάρω1060

α για ν᾽ αδράξω τις αντροφόνες Τρωαδίτισσες

που μ᾽ αφανίσαν;

Ω ελεεινές των Φρυγών θυγατέρες,

ω κατάρατες,

πώς μου ξέφυγαν, πού έχουν τρυπώσει;

Ω Ήλιε μου, τα ματωμένα,

τα τυφλά μου τα μάτια να γιάτρευες,

αλλάζοντας

το σκοτάδι σε φως.

Α, α, για σώπα, σαν ν᾽ ακούω1070

α κρυφοπατήματα· αυτές θα ᾽ναι.

Κατά πού να ριχτώ,

με κόκαλα και σάρκες να χορτάσω,

των άγριων θεριών το φαΐ να γευτώ;

Να τις αφανίσω, να πάρω τον γδικιωμό μου,

ο δύστυχος, που μ᾽ έχουν ρημάξει.

Κατά πού σέρνομαι, αφήνοντας έρημα τα παιδιά μου

στις Μαινάδες του Άδη, που θα τα κομματιάσουν

για να γίνουν ματωμένη τροφή των σκυλιών, για να πεταχτούνε

στων βουνών τα θηρία τ᾽ ανήμερα!

Πού να σταθώ; Κατά πού να στραφώ, πού να γείρω;

σαν καράβι που πάει παραδέρνοντας,1080

α με κατεβασμένα πανιά,

για ν᾽ αράξω στου θανάτου την κοίτη,

των παιδιών μου φρουρός;

ΧΟΡ. Δυστυχισμένε, τι αβάσταχτες συμφορές σ᾽ έχουν βρει;

μα αισχρές οι πράξεις, φοβερή κι η τιμωρία.

ΠΟΛΥΜ. Ε, σεις, Θρακιώτες γενναίοι, καβαλάρηδες

αρματωμένοι, γενιά πολεμόχαρη.1090

α Ε, σεις, Αχαιοί, κι εσείς, τέκνα του Ατρέα,

στη φωνή μου, στην κραυγή μου τρεχάτε.

Στ᾽ όνομα των θεών σάς εξορκίζω,

κοντά μου ελάτε.

Μα κανείς δεν ακούει; Τι αργείτε;

Οι γυναίκες με ξέκαμαν,

οι γυναίκες οι σκλάβες σας·

συμφορές, συμφορές που έχω πάθει.

Αλίμονό μου, κακό που με βρήκε.

Ποιο δρόμο να πάρω, δεν ξέρω.

Να πετάξω στα ουράνια παλάτια,1100

α όπου φλόγινες λάμψεις πετούνε,

από πύρινα μάτια,

ο Ωρίων κι ο Σείριος,

ή στο μαύρο το πέρασμα του Άδη

ο πανάθλιος να πορευτώ;

ΧΟΡ. Όταν σε βρουν δυστυχίες που δεν μπορείς να υποφέρεις,

συχωριέται ν᾽ αφήσεις τη ζωή τη βαριόμοιρη.

(Παρουσιάζεται ο Αγαμέμνων, μαζί με δυο δορυφόρους.)

ΑΓΑΜ. Φωνές άκουσα κι ήρθα· η κόρη των βράχων,

η αντιλαλούσα Ηχώ, πέρασε ανήσυχη

ανάμεσα στο στράτευμα, φέρνοντας1110

α την ταραχή. Αν δεν ξέραμε

πως των Φρυγών τα κάστρα έχουνε πέσει

απ᾽ το κοντάρι των Ελλήνων, όλη ετούτη

η αντάρα θα μας τρόμαζε όχι λίγο.

ΠΟΛΥΜ. Φίλε ακριβέ —γιατί από τη φωνή,

Αγαμέμνονα, σε γνώρισα— τα βλέπεις δα

όσα έχω πάθει.

ΑΓΑΜ. Ω δόλιε Πολυμήστορα, ποιος

είν᾽ αυτός που σ᾽ αφάνισε;

Ποιος σου πήρε το φως,

των ματιών σου τις κόρες σπαράζοντας,

ποιος τα τέκνα σου σκότωσε; Άγριο μίσος

θα ᾽χε για σε και τα παιδιά σου όποιος κι αν ήταν.

ΠΟΛΥΜ. Η Εκάβη, με τις άλλες τις σκλάβες,1120

α μ᾽ αφάνισε — το «μ᾽ αφάνισε» είναι λίγο.

ΑΓΑΜ. Τι λες; Εσύ λοιπόν, καθώς λέει, το ᾽χεις πράξει;

Εσύ, Εκάβη, αποτόλμησες τούτο τ᾽ απίστευτο;

ΠΟΛΥΜ. Ω, τι μου λες; Ώστε βρίσκεται εδώ,

κοντά μου. Πες μου.

Φανέρωσέ τη για να την αρπάξω,

κομμάτια να την κάνω, να την πνίξω στο αίμα.

ΑΓΑΜ. Μα τι συμβαίνει;

ΠΟΛΥΜ. Στους θεούς σε ικετεύω.

Άσε το μανιασμένο χέρι μου ν᾽ απλώσω καταπάνω της.

ΑΓΑΜ. Κρατήσου κι απ᾽ την καρδιά σου βγάλε αυτές τις βάρβαρες

συνήθειες, λέγε μου ν᾽ ακούσω

κι εσένα, μα κι ελόγου της με τη σειρά,1130

α και δίκαια να κρίνω το γιατί

έπαθες όσα έχεις πάθει.

ΠΟΛΥΜ. Να σου τα πω. Το πιο μικρότερο

απ᾽ τα παιδιά του Πριάμου, κάποιος

ονόματι Πολύδωρος, γιος της Εκάβης,

μου παραδόθηκε απ᾽ τον Πρίαμο, να τον ανατρέφω

στο σπίτι μου, γιατί ο γονιός του

υποψιαζότανε το πάρσιμο της Τροίας.

Αυτόν εγώ τον σκότωσα. Γιατί τον σκότωσα;

Άκου και κρίνε με αν καλά και γνωστικά έχω πράξει.

Είχα τον φόβο, αν ίσως απομείνει,

εχθρός σου ο νεαρός, μήπως μαζέψει

τους Τρώες και χτίσουνε ξανά την πόλη,

οπότε οι Αχαιοί μαθαίνοντας πως ένα

απ᾽ τα παιδιά του Πριάμου ζει, θα ξεσηκώναν1140

α άλλη εκστρατεία στων Φρυγών τη χώρα

και πάλι θα ρημάζανε τους κάμπους της Θράκης,

κι εμείς, της Τροίας οι γειτόνοι, βασιλιά μου,

τα ίδια θα υποφέραμε καθώς και τώρα.

Σαν έμαθε η Εκάβη τον χαμό του γιου της,

με λόγια πλανερά με τράβηξε ως εδώ

τάχα πως θα μου φανερώσει θησαυρό κρυμμένο

στην Τροία, από τη φάρα του Πριάμου,

και μονάχον, μαζί με τα παιδιά μου,

με μπάζει στη σκηνή της, τάχα μην ακούσει

άλλος κανείς τα όσα θα μαρτυρούσε.

Λυγάω τα γόνατα και κάθομαι στην κλίνη.1150

α Πολλές Τρωαδίτισσες καθίσανε δεξιά ζερβά μου,

τάχατε φιλικά,

και τον θρακιώτικο αργαλειό παινεύανε

κοιτάζοντας τα ρούχα μου στο φως της μέρας.

Άλλες, το θρακικό το δόρυ καμαρώνοντας

μου πήρανε με τρόπο, και τα δυο μου όπλα.

Κι όσες ήταν μανάδες, τα παιδιά μου

θαυμάζοντας, τα χόρευαν στα χέρια

κι η μια στην άλλη

τα πετούσανε για να βρεθούνε

μακριά από τον πατέρα τους. Και ξαφνικά,

ύστερ᾽ απ᾽ όλα τούτα τα γλυκόλογα1160

α —μπορείς να φανταστείς;—, άλλες τραβούν μαχαίρια,

κρυμμένα κάπου στα φορέματά τους,

και μαχαιρώνουν τα τέκνα μου, κι άλλες

απάνω μου χιμάνε σαν οχτροί

και με κρατάνε χειροπόδαρα. Κι όπως επάσχιζα

τα παιδιά μου να σώσω,

αν το κεφάλι σήκωνα, μ᾽ αρπάζανε

απ᾽ τα μαλλιά, κι αν έκανα

τα χέρια να σαλέψω, ήτανε τόσο πλήθος

οι γυναίκες, που αδύνατο να πράξω κάτι ο δόλιος.

Το τελευταίο κακούργημα, το φριχτότερο απ᾽ όλα

ήταν ετούτο: με καρφίτσες

κεντούν τα πονεμένα μου τα μάτια,1170

α τα ματώνουνε κι ύστερα σκορπάνε

μες στη σκηνή· κι εγώ,

σαν το θεριό τινάχτηκα, να κυνηγήσω

τις φόνισσες τις σκύλες,

ψάχνω παντού, τους τοίχους ψηλαφώ,

χτυπάω, γκρεμίζω. Αυτά

είναι τα πάθη μου, Αγαμέμνονα, γιατί στοχάστηκα

να σου κάμω καλό, σκοτώνοντας

τον οχτρό σου. Λοιπόν τι τα θέλεις;

αν τις γυναίκες κακολόγησε κανένας,

απ᾽ τους παλιούς ή από τους τωρινούς,

ή κάποιος από τους μελλούμενους αν θέλει

να τις κακολογήσει, εγώ θα τα ᾽λεγα όλα τούτα

με δυο κουβέντες μοναχά: πως τέτοιο γένος1180

α δεύτερο δεν υπάρχει σε στεριά ή σε θάλασσα.

Κι όποιος εμπλέχτηκε μ᾽ αυτές καλά το ξέρει.

ΧΟΡ. Μην παραφέρεσαι και μην κατηγοράς,

για τα δεινά που υποφέρεις,

ολόκληρο των γυναικών το γένος.

ΕΚΑ. Ποτέ, Αγαμέμνονα, δεν θα ᾽πρεπε τα λόγια

να ᾽χουνε πέραση απ᾽ τα έργα πιο μεγάλη.

Αν έπραξε κανείς καλά, καλά να μας τα λέει,

κι αν πονηρά, τα λόγια του να μην μπορούν1190

α την αδικία να ομορφύνουν. Έξυπνοι

είναι όσοι βρήκαν τέτοιους τρόπους, όμως

η εξυπνάδα τους για πάντα δεν κρατάει

κι έχουν άσκημο τέλος· κανένας

δεν γλίτωσε ως τα σήμερα. Ό,τι θα ᾽θελα

να πω σε σένα πρώτα πρώτα, το είπα·

τώρα έρχομαι σ᾽ αυτόν και του αποκρίνομαι: (Στον Πολυμήστορα.)

Είπες πως το παιδί μου σκότωσες για χάρη

του Αγαμέμνονα και για να γλιτώσεις

τους Αχαιούς από άλλες περιπέτειες.

Μα, κακούργε, των Ελλήνων το γένος

με βαρβάρους ποτέ δεν φιλιώνει· δεν το ᾽ξερες1200

α πως κάτι τέτοιο δεν γίνεται; Μήπως

έδειξες τόση προθυμιά για να πετύχεις

κάποιο καλό; συγγενής ήσουν,

παντρολογήματα ζητούσες, ποια η αιτία;

Μήπως το άλλο; Πως θα ρημάζαν τα σπαρτά σου οι Έλληνες

αν ξαναστέλνανε καράβια κατά δώθε;

Και θαρρείς πως θα τα πιστέψει κανείς όλα τούτα;

Το χρυσάφι, αν θες να πεις την αλήθεια,

σκότωσε το παιδί μου, και το κέρδος

που καρτερούσες. Διαφορετικά,

εξήγησέ μου αυτό: πώς όταν

η Τροία καλοτυχούσε

και γύρω την προστάτευαν τα κάστρα

και ζούσε ο Πρίαμος και του Έκτορα το δόρυ1210

α χτυπούσε ακόμα, πώς δεν σκέφτηκες τότε,

για χάρη του Αγαμέμνονα,

το παιδί να σκοτώσεις, που κρατούσες

στο σπίτι σου κι έτρεφες,

ή ζωντανό να το φέρεις στους Έλληνες;

Μα όταν εμείς απ᾽ τους εχθρούς αφανιστήκαμε,

όπως σου το ᾽δειξε ο καπνός πάνω απ᾽ την πόλη,

τότε, τον ξένο σκότωσες που γύρεψε

στο σπιτικό σου μια γωνιά. Κι ακόμα κάτι

που δείχνει φανερά πόσο είσαι φαύλος.

Αν ένιωθες φιλία για τους Αχαιούς,

το χρήμα, που δεν ήτανε δικό σου,

μα του νεκρού, καθώς ο ίδιος παραδέχτηκες,

θα ᾽πρεπε να το φέρεις να το παραδώσεις

σ᾽ αυτούς που το χρειαζόντανε,1220

α που χρόνια παραδέρνανε σε ξένους τόπους.

Μα εσένα ουδέ και τώρα δεν το λέει η καρδιά σου

να το αποχωριστείς.

Κι ακόμα το κρατάς στο σπίτι σου κρυμμένο.

Κι όμως, αν εμεγάλωνες τον γιο μου,

όπως ήταν το χρέος σου, και τον νοιαζόσουν,

η φήμη σου θα ᾽ταν λαμπρή· γιατί στις συμφορές

φαίνονται οι φίλοι αν πράγματι είναι φίλοι.

Αν σου ᾽ρχονται όλα ευνοϊκά, φίλοι δεν λείπουν.

Κι αν από χρήματα είχες ανάγκη και καλοτυχούσε

ο γιος μου, θα ᾽τανε για σένα θησαυρός μεγάλος.

Τώρα, ούτ᾽ εκείνον έχεις φίλο, και το κέρδος1230

α απ᾽ το χρυσάφι χάθηκε, χαθήκαν και τα παιδιά σου

κι ο ίδιος εσύ στη δυστυχία έχεις βουλιάξει.

Και σε σένα, Αγαμέμνονα, λέω τούτα:

αν βοηθήσεις αυτόν από δω, κακός

θα φανείς· γιατί θα ευεργετήσεις

άνθρωπον άσεβο, άπιστο, ανόσιο,

που το δίκιο δεν αγαπά·

και για σένα τον ίδιο θα πούμε

πως τους κακούς συμπαθάς. Μα τον αφέντη

δεν θέλω να κατηγορήσω.

ΧΟΡ. Έτσι είναι· τα καλά φερσίματα

δίνουνε πάντα στους ανθρώπους αφορμή για καλά λόγια.

ΑΓΑΜ. Είναι βαρύ για μένα

κριτής να γίνομαι στις αδικίες των άλλων.1240

α Μα πρέπει. Θα ᾽τανε ντροπή, μια τέτοια υπόθεση,

που την πήρα στα χέρια μου, να την παρατήσω.

Μάθε, λοιπόν, ποια είναι η δική μου γνώμη.

Ούτε για το δικό μου το χατίρι

ούτε για χάρη των Ελλήνων σκότωσες τον ξένο,

μα για να ωφεληθείς απ᾽ το χρυσάφι.

Μέσα στη συμφορά σου, λες ό,τι σου συμφέρει.

Εύκολα εσείς σκοτώνετε τους ξένους σας.

Όμως για μας τους Έλληνες, μια τέτοια πράξη

είναι ό,τι αισχρότερο. Πώς, λοιπόν, θ᾽ αποφύγω

την κατηγόρια

αν κρίνω πως δεν αδικόπραξες; Δεν το μπορώ.

Όμως, αφού την ανομία ετόλμησες,1250

α υπόμενε κι αυτά που δεν σ᾽ αρέσουν.

ΠΟΛΥΜ. Αλίμονό μου, καθώς φαίνεται, θα τα πληρώσω

σε παρακατιανούς,

νικημένος από γυναίκα σκλάβα.

ΕΚΑ. Δίκιο δεν είναι να πληρώσεις,

αφού κριμάτισες;

ΠΟΛΥΜ. Οϊμένα, τα παιδιά μου, τα μάτια μου ο δύσμοιρος.

ΕΚΑ. Πονείς; Εγώ για το παιδί μου δεν πονώ;

ΠΟΛΥΜ. Χαίρεσαι που έτσι με κατάντησες, κακούργα.

ΕΚΑ. Πώς να μη χαίρομαι που σ᾽ εκδικιέμαι;

ΠΟΛΥΜ. Γρήγορα η χαρά σου θα κοπεί όταν το κύμα…

ΕΚΑ. Θα με πάει στης Ελλάδας τ᾽ ακρογιάλια;1260

α ΠΟΛΥΜ. Δεν λες καλύτερα πως θα σε καταπιεί

πεσμένη απ᾽ τα κατάρτια;

ΕΚΑ. Και ποιος θα μ᾽ αναγκάσει να πηδήσω;

ΠΟΛΥΜ. Στο κατάρτι μοναχή σου θ᾽ ανέβεις.

ΕΚΑ. Μήπως φτερά στις πλάτες μου θα βγάλω, ή πώς αλλιώς;

ΠΟΛΥΜ. Σκύλα θα γίνεις με φλογισμένα μάτια.

ΕΚΑ. Και πώς την ξέρεις εσύ τη μεταμόρφωσή μου;

ΠΟΛΥΜ. Μου το ᾽πε ο μάντης των Θρακών Διόνυσος.

ΕΚΑ. Κι από τις συμφορές σου δεν προφήτεψε καμιά;

ΠΟΛΥΜ. Αν τις προφήτευε, με δόλο δεν θα μ᾽ είχες πιάσει.

ΕΚΑ. Για πες μου, ζωντανή ή νεκρή θα χάσω τη μορφή μου;1270

α ΠΟΛΥΜ. Νεκρή, κι απ᾽ τ᾽ όνομά σου ο τάφος σου θα πάρει…

ΕΚΑ. Θέλεις να πεις, απ᾽ τη μορφή μου, κάποιο παρανόμι.

ΠΟΛΥΜ. «Μνήμα της Σκύλας» θα τον πουν και θα ᾽ναι

σημάδι για τους ναυτικούς.

ΕΚΑ. Δεν με σκοτίζουν

όσα μου αράδιασες. Μου φτάνει

που σ᾽ εκδικήθηκα.

ΠΟΛΥΜ. Όμως, κι η Κασάνδρα, η κόρη σου, γραφτό της είναι να πεθάνει.

ΕΚΑ. Φτου σου, που να ᾽χεις την κατάρα μου.

ΠΟΛΥΜ.  (Δείχνει τον Αγαμέμνονα.) Θα τη σκοτώσει η κυρά του, σκληρή αφέντρα.

ΕΚΑ. Είθε τέτοια μανία να μην την πιάσει

του Τυνδάρου την κόρη.

ΠΟΛΥΜ. Μα και τούτον με το τσεκούρι θα τον αφανίσει.

ΑΓΑΜ. Μήπως σου ᾽στριψε και ζητάς τον μπελά σου;1280

α ΠΟΛΥΜ. Σκότωσέ με. Λουτρό ματωμένο σε περιμένει στο Άργος.

ΑΓΑΜ.  (Στους ακολούθους του.) Δεν θα τον πάρετε από δω με τις κλοτσιές;

ΠΟΛΥΜ. Πονάς ακούγοντάς με;

ΑΓΑΜ. Κλείστε του το στόμα.

ΠΟΛΥΜ. Κλείστε το. Εκείνα που ήθελα να πω τα ᾽χω πει.

ΑΓΑΜ. Όσο πιο γρήγορα μπορείτε

πετάξτε τον σε κανένα ερημονήσι

αφού το στόμα του δεν λέει να σταματήσει.

Κι εσύ, φτωχιά μου Εκάβη, πήγαινε να θάψεις

τους δυο νεκρούς σου.

Εσείς, Τρωαδίτισσες,

τραβάτε στις σκηνές των αφεντάδων σας.

Πρίμος αγέρας βλέπω να σηκώνεται,1290

α που θα μας φέρει καλοτάξιδους

στην πατρίδα. Μακάρι

τώρα πια που απ᾽ τους κόπους γλιτώσαμε,

όλα καλά να τα βρούμε στα σπίτια μας.

ΧΟΡ. Για τα λιμάνια, καλές μου, και για τις σκηνές

προχωράτε· τις πίκρες

που η σκλαβιά μάς φυλάει, να γευτείτε.

Το κεφάλι να σκύψετε

στο σκληρό ριζικό.

Μετάφραση: Γιώργος Γεραλής