ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Το έργο του αοιδού και η απήχηση των τραγουδιών του
● Η παρουσία και το ήθος της Πηνελόπης
● Ο Τηλέμαχος μετά τη συνάντησή του με την Αθηνά
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 1η ημέρα:
Πηνελόπη
κάτοψη του ανακτόρου με τους γυναικείους θαλάμους
Η μεγάλη αίθουσα με την εστία στο κέντρο
Η εμφάνιση της Ελένης στις Σκαιές Πύλες [πηγή: Ομηρικά Έπη: Ιλιάδα Β΄Γυμνασίου]
361 Τους τραγουδούσε ο φημισμένος αοιδός, κι εκείνοι
καθισμένοι τον ακούν με τη σιωπή τους· των Αχαιών τον νόστο
τραγουδούσε, πικρόν όπως τον όρισε τον γυρισμό τους απ’ την Τροία
η Αθηνά Παλλάδα. Τότε
365 από το
υπερώο ψηλά
συνάκουσε
το θείο τραγούδι, και την άγγιξε,
του Ικαρίου η κόρη, η Πηνελόπη, σκεφτική και φρόνιμη·
από τον θάλαμό της κατεβαίνει την ψηλή του
σκάλα·
δεν ήταν μόνη, τη συνόδευαν οι δυο της βάγιες.
Κι όταν κοντά με τους μνηστήρες βρέθηκε, η θεία γυναίκα,
370 στήθηκε στην κολόνα εκείνη που κρατεί στερεή τη στέγη,
τη λαμπερή μαντίλα της τραβώντας γύρω στα μάγουλά της.
Κι ενώ πιστές οι ακόλουθες, δεξιά κι αριστερά, της παραστέκουν,
εκείνη δακρυσμένη μίλησε στον θεϊκό αοιδό:
«Φήμιε, το ξέρεις πως μπορείς να θέλγεις τους θνητούς
375 και μ’ άλλα κατορθώματα μεγάλα, ανθρώπων και θεών,
των αοιδών τα γνώριμα τραγούδια·
ένα απ’ αυτά παρακαθήμενος τραγούδησε, κι αυτοί ας πίνουν το κρασί τους
σιωπηλοί· ετούτο μόνο το τραγούδι μην το συνεχίσεις,
θλιβερό κι αβάστακτο· σπαράζει την καρδιά μου
380 μες στα στήθη, αφότου με κατοίκησε πένθος μεγάλο κι αλησμόνητο.
Τέτοιο το πρόσωπο που εγώ ποθώ, και συνεχώς τη μνήμη μου πληγώνει
η μορφή του αντρός μου, με δόξα απέραντη, απλωμένη στην Ελλάδα
και μέσα στο Άργος. »
Της αντιμίλησε όμως ο γνωστικός Τηλέμαχος:
385 «Μητέρα μου, πώς θέλεις ν’ αρνηθείς στον τιμημένο μας αοιδό
χαρά να δίνει μ’ ό,τι βάζει ο νους του; Φταίχτες δεν είναι
οι αοιδοί· ο Δίας ίσως είναι ο αίτιος, που δίνει στους φιλόπονους
ανθρώπους ό,τι θελήσει εκείνος στον καθένα.
Δεν πρέπει η αγανάκτηση σ’ αυτόν να πέφτει,
390 που ψάλλει την κακή μοίρα των Δαναών. Ξέρεις,
οι άνθρωποι τιμούν και προτιμούν εκείνο το τραγούδι
που τους φαντάζει, ακούγοντας, το τελευταίο.
Θάρρος λοιπόν χρειάζεσαι και σφίξε την καρδιά σου να τ’ ακούσεις·
δεν ήταν μόνος ο Οδυσσέας που χωρίστηκε στην Τροία
395 από του νόστου του τη μέρα· κι άλλοι πολλοί, γενναίοι άντρες,
χάθηκαν και πάνε.
Αλλά καλύτερα να πας στην κάμαρή σου, με τα δικά σου έργα απασχολήσου,
τον αργαλειό, τη ρόκα· δίνε στις
παρακόρες εντολές, για να δουλεύουν
με φροντίδα. Ο λόγος είναι μέλημα του αντρός, του καθενός,
400 και περισσότερο δικό μου· σ’ αυτό το σπίτι είμαι εγώ ο κυβερνήτης.»
Κατάπληκτη η Πηνελόπη τότε τραβήχτηκε στην κάμαρή της,
κρατώντας μέσα της τη συμβουλή του γιου της.
Κι όταν ανέβηκε ψηλά στον θάλαμο, με τις ακόλουθες μαζί,
έστησε θρήνο για τον Οδυσσέα, το ακριβό της ταίρι, ωσότου η Αθηνά,
405 τα μάτια λάμποντας, κλείνει τα βλέφαρά της,
σταλάζοντας ύπνο γλυκό.
Την ίδιαν ώρα οι μνηστήρες, στον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας,
σήκωσαν ταραχή: όλοι τους κι ολοφάνερα κάνουν ευχή, μαζί της θέλουν
να πλαγιάσουν στο κρεβάτι.
410 Τότε λοιπόν τον λόγο πήρε πρώτος ο συνετός Τηλέμαχος:
«Μνηστήρες της μητέρας μου, που σας κατέχει υπεροψία και μέθη ,
προς το παρόν, στου δείπνου την απόλαυση ας δοθούμε, αλλά χωρίς
φωνές· αλήθεια βρίσκω τόσο ωραίο να ακούει κανείς τον αοιδό μας,
τέτοιος που είναι, θα ’λεγες η φωνή του μοιάζει με θεού.
415 Με το ξημέρωμα όμως καλώ τους πάντες να βρεθούμε
στην αγορά για τη συνέλευση, όπου σκοπεύω να σας πω την απαγόρευσή μου
απερίφραστα: έξω από το παλάτι πια· αλλού να ψάξετε
έτοιμα τραπέζια· και στο εξής να σπαταλάτε δικά σας αγαθά,
τα σπίτια μεταξύ σας συναλλάζοντας.
420 Ανίσως όμως και νομίζετε πως είναι συμφερότερο και πιο γενναίο,
τα πλούτη ενός ανθρώπου να εξανεμίζονται έτσι ατιμώρητα,
φάτε λοιπόν κι αρπάξτε· τότε κι εγώ θα υψώσω στους αθάνατους φωνή,
άμποτε ο Δίας στην παρανομία αυτή να δώσει εκδίκηση·
τότε, ως τώρα ατιμώρητοι, μέσα στο σπίτι, εδώ, θα βρείτε τον χαμό.»
425 Έτσι ωμά τους μίλησε· κι εκείνοι, τα χείλη τους δαγκώνοντας,
έμειναν ώρα να θαυμάζουν όλοι τους τον Τηλέμαχο, το θάρρος της αγόρευσής του.
Μετά του αντιμίλησε ο Αντίνοος, γιος του Ευπείθη:
«Φαίνεται πως, Τηλέμαχε, καλά σε δασκαλεύουν οι θεοί αυτούσιοι,
κι έγινες επηρμένος, με τόσο θάρρος που αγορεύεις.
430 Μόνο μη δώσει ο Δίας και, στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη,
βρεθείς εσύ ο κληρονόμος βασιλιάς μας, από το γένος του πατέρα σου.»
Αμέσως τότε κι ο Τηλέμαχος, με τη δική του γνώση, ανταποκρίθηκε:
«Αντίνοε, έστω κι αν με φθονήσεις, τον λόγο μου εγώ θα πω:
θα το δεχόμουν, αν ο Δίας το χάριζε, αξίωμα βασιλικό.
435 Φαντάζομαι να συμφωνείς ότι η τιμή του στους ανθρώπους δεν είναι
ευκαταφρόνητη· και δεν νομίζεται κακό να βασιλεύεις·
σπίτι γεμάτο πλούτη, κι οι μεγαλύτερες τιμές δικές σου.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κι άλλοι, πολλοί Αχαιοί να βασιλεύσουν,
νέοι και γέροι, στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη·
440 ένας τους θα μπορούσε να αναλάβει το βασιλικό αξίωμα,
αφού ο θείος Οδυσσεύς είναι νεκρός.
Όσο για μένα, το αξιώνω, ο ίδιος να ’μαι ο κύριος του σπιτιού μου,
εγώ να κυβερνώ τους υπηρέτες – τη λεία που κέρδισε
ο ξακουστός πατέρας μου. »
445 Τότε στη μέση μπήκε ο γιος του Πολύβου, ο Ευρύμαχος:
«Τηλέμαχε, αυτά εναπόκεινται στην κρίση των θεών,
ποιος από τους Αχαιούς θα βασιλεύσει στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη.
Τα χτήματά σου είναι βέβαια δικά σου, στο σπίτι σου εσύ ’σαι ο αφέντης.
Και να μη σώσει κάποιος, όποιος, χωρίς την άδειά σου,
450 το βιος σου με τη βία ν’ αρπάξει, όσο η Ιθάκη
κατοικείται από ανθρώπους.
Αλλά, ωραίε και γενναίε εσύ, θέλω να σε ρωτήσω για τον ξένο:
ποιος είναι κι από πού; για ποια, δική του χώρα καμαρώνει;
ποια η γενιά του κι η πατρίδα του; ποιο χώμα τον ανάστησε;
455 Ή μήπως φέρνει κάποιο νέο για τον πατέρα σου;
Εκτός κι αν ήλθε για δικό του όφελος, από δική του ανάγκη.
Παράξενο που τόσο απότομα πετάχτηκε να φύγει· καν δεν περίμενε
να γνωριστούμε. Πάντως στην όψη του δεν έδειχνε τίποτε ταπεινό.»
460 Με σύνεση και γνώση του αντιμίλησε ο Τηλέμαχος:
«Ευρύμαχε, για μένα ο νόστος του πατέρα μου είναι χαμένη υπόθεση·
δεν εμπιστεύομαι λοιπόν κανένα μήνυμα, αν από κάπου φτάσει,
μήτε και λογαριάζω τους χρησμούς, αν κάποιον μάντη η μάνα μου
φωνάξει στο παλάτι και μ’ αγωνία τον ρωτά.
Όσο γι’ αυτόν τον ξένο, φίλος μας είναι πατρικός, από την Τάφο·
465 Μέντης το όνομά του και καυχιέται πως είναι ο γιος του εμπειροπόλεμου
Αγχιάλου· ο ίδιος τώρα τους θαλασσινούς Ταφίους κυβερνά.»
Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, κι ας είχε αναγνωρίσει την αθάνατη θεά. [...]
[Το βράδυ, μετά τον χορό και το τραγούδι, οι μνηστήρες πήγαν στα σπίτια τους.]
473 Με τη σειρά του κι ο Τηλέμαχος - μια κάμαρη ψηλή,
για χάρη του χτισμένη, έβλεπε στην αυλή, πανέμορφη
475 κι ολόγυρα προφυλαγμένη.
Πήγε λοιπόν εκεί να κοιμηθεί, αλλά ο νους του γύριζε από τις σκέψεις
τις πολλές. Κοντά του βάδιζε, δαδιά κρατώντας αναμμένα, υπόδειγμα
αφοσίωσης, η Ευρύκλεια, του Ώπα η θυγατέρα [...].
480 Παλιά την εξαγόρασε ο Λαέρτης, κι έγινε από τότε κτήμα του·
ήταν ακόμη κοπελίτσα και την αντάλλαξε μ’ είκοσι βόδια[...].
485 Αυτή λοιπόν, δαδιά κρατώντας αναμμένα, τον συνόδευε - τόσο πολύ
τον αγαπούσε, όσο καμιά από τις άλλες δούλες, γιατί τον είχε
αναθρέψει από μωρό. [... ]
[Η Ευρύκλεια τακτοποίησε την κάμαρη και αποχώρησε.]
496 Εκεί εκείνος, όλη τη νύχτα ξάγρυπνος και σκεπασμένος με φλοκάτη,
τον δρόμο μελετούσε μέσα του, όπως τον όρισε η θεά Αθηνά.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Σταυρόλεξο Σταυρόλεξο
[Κατά τον αγώνα τόξου (φ 378-393/ <344-358>), η Πηνελόπη ζήτησε να δοθεί το τόξο και στον «ξένο», πήρε όμως την ακόλουθη απάντηση από τον Τηλέμαχο:]
378. «Μάνα, το τόξο αυτό μού ανήκει, κανείς σ’ αυτό δεν είναι ανώτερός μου·
το δίνω σ’ όποιον θέλω εγώ ή και τ’ αρνούμαι. [...]
382. κανένας δεν μπορεί, παρά τη θέλησή μου, να βγάλει απαγόρευση δική του,
αν ήθελα εγώ το τόξο στον ξένο να το δώσω,
και μάλιστα για πάντα, να καμαρώνει με το δώρο μου.
385. Αλλά του λόγου σου τράβα στην κάμαρή σου και κοίτα τις δουλειές σου [... ]
387. - το τόξο όμως είναι των αντρών υπόθεση, όλων
και προπαντός δική μου, αφού σ’ εμένα ανήκει το κουμάντο του σπιτιού.»
Τα ’χασε εκείνη και πήρε ν’ ανεβαίνει στην κάμαρή της, αναθιβάνοντας
390. στον νου της τα λόγια του παιδιού της. Κι όταν ανέβηκε στο ανώγι
με τις δυο της βάγιες, έστησε για τον Οδυσσέα θρήνο, το ακριβό της ταίρι,
392-93. ωσότου η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, μ’ ύπνο γλυκό / της σφάλισε τα βλέφαρα.
→ Να συγκρίνετε τον τρόπο με τον οποίο ο Τηλέμαχος μίλησε στη μητέρα του στη ραψωδία φ και εδώ (α 385-405), καθώς και τις αντίστοιχες δικές της αντιδράσεις, και να κάνετε τις διαπιστώσεις σας.
Η Πηνελόπη και ο Tηλέμαχος μπροστά στον αργαλειό της βασίλισσας.
Σκύφος, επώνυμο αγγείο του Ζωγράφου της Πηνελόπης, 430 π.Χ. β' όψη
(Chiusi Iταλίας, Museo Civico)