για όλα τα είδη των ονοματικών προτάσεων
για τις επιρρηματικές προτάσεις
Τα είδη των προτάσεων στα αρχαία και τα νέα ελληνικά, © Κωνσταντίνα Σάιτ
για τις δευτερεύουσες προτάσεις και τα είδη τους στα αρχαία και τα νέα ελληνικά, © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις ειδικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις ενδοιαστικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις πλάγιες ερωτηματικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις αναφορικές ονοματικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις αναφορικές επιρρηματικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
για αναφορικές παραβολικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις χρονικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις αιτιολογικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις τελικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις υποθετικές προτάσεις και τους υποθετικούς λόγους (συνοπτικά) © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις εναντιωματικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις παραχωρητικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις συμπερασματικές / αποτελεσματικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Γενικά για τις δευτερεύουσες προτάσεις
Συγκεντρωτικός πίνακας με όλα τα είδη των προτάσεων pdf
Δευτερεύουσα πρόταση λέγεται η πρόταση που δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στον λόγο, αλλά εξαρτάται από μια κύρια ή από μια άλλη δευτερεύουσα της οποίας συμπληρώνει το νόημα· χρησιμοποιείται είτε ως όρος της πρότασης από την οποία εξαρτάται (υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο, προσδιορισμός) είτε ως επιρρηματικός προσδιορισμός, π.χ.
Οὗτοι ἔλεγον ὅτι Κῦρος τέθνηκεν
(= Αυτοί έλεγαν ότι ο Κύρος έχει πεθάνει)
Η πρόταση ὅτι Κῦρος τέθνηκεν είναι δευτερεύουσα, γιατί δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στον λόγο, εξαρτάται από την κύρια πρόταση οὗτοι ἔλεγον, συμπληρώνει το νόημά της και χρησιμοποιείται ως αντικείμενο του ρ. της κ.π. ἔλεγον.
Ὅτε ἡ ναυμαχία ἐγένετο, ἔτυχεν ἐν Ἀβύδῳ ὤν.
(= Όταν έγινε η ναυμαχία, έτυχε να βρίσκεται στην Άβυδο.)
Η πρόταση Ὅτε ἡ ναυμαχία ἐγένετο είναι δευτερεύουσα, γιατί δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στον λόγο, εξαρτάται από την κύρια πρόταση ἔτυχεν ἐν Ἀβύδῳ ὤν, συμπληρώνει το νόημά της και χρησιμοποιείται ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου.
Οι δευτερεύουσες προτάσεις συνδέονται με την πρόταση από την οποία εξαρτώνται με υποτακτική σύνδεση
Οι δευτερεύουσες προτάσεις εισάγονται (αρχίζουν) συνήθως με κάποιον από τους συνδέσμους, αλλά και με επιρρήματα ή αντωνυμίες.
Οι δευτερεύουσες προτάσεις είναι συνολικά έντεκα (11) ειδών:
1) ειδικές
2) ενδοιαστικές
4) αναφορικές
5) χρονικές
6) αιτιολογικές
7) τελικές
8) υποθετικές
10) παραχωρητικές
11) συμπερασματικές
Από αυτές: οι ειδικές, οι ενδοιαστικές, οι πλάγιες ερωτηματικές και κάποιες από τις αναφορικές λειτουργούν σαν ονόματα, δηλαδή χρησιμοποιούνται ως υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο ή προσδιορισμός. Για τον λόγο αυτό ονομάζονται ονοματικές.
Οι χρονικές, οι αιτιολογικές, οι τελικές, οι υποθετικές, οι εναντιωματικές, οι παραχωρητικές και οι συμπερασματικές, και κάποιες από τις αναφορικές λειτουργούν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί. Για τον λόγο αυτό ονομάζονται επιρρηματικές.
Συγκεντρωτικός πίνακας των ονοματικών προτάσεων
ΕΙΔΟΣ | ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ | ΧΡΗΣH | ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ |
ΕΙΔΙΚΕΣ | Με τους ειδικούς συνδέσμους: ὅτι, ὡς |
1. αντικείμενο 2. υποκείμενο 3. επεξήγηση |
1. Οὗτοι ἔλεγον ὅτι Κῦρος τέθνηκεν 2. Οὐ γὰρ ἠγγέλθη αὐτοῖςὅτι τεθνηκότες εἶεν 3. Ταῦτα λέγω, ὡς τὸ παράπαν οὐ νομίζεις θεούς. |
ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ | Με το ενδοιαστικό μόριο μή ή μὴ οὐ ή ὅπως μη |
1. αντικείμενο 2. υποκείμενο 3. επεξήγηση |
1. Δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε. 2. Ἐφαίνετο δεινὸν εἶναι μὴ οἱ στρατιῶται δύσνοι ὦσιν 3. Ἔστι μάλιστα τοῦτο δέος, μὴ τρέψηται καὶ παρασπάσηταί τι των πραγμάτων. |
ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ | Με το: εἰ Όταν είναι διμερείς με τα: εἰ - ἤ, εἴτε - εἴτε πότερον - ἤ, πότερα - ἤ Με τις ερωτηματικές αντωνυμίες: τίς, πότερος, πόσος, ποῖος, πηλίκος, ποδαπός Με τις αναφορικές αντωνυμίες: ὅς, ὅστις, ὁπότερος, ὅσος, ὁπόσος, οἷος, ὁποῖος, ἡλίκος, ὁπηλίκος, ὁποδαπός. Με τα ερωτηματικά επιρ.: ποῦ, ποῖ, πόθεν, πῇ, πῶς Με τα αναφορικά επιρ. οὗ, ὅπου, οἷ, ὅποι, ὁπόθεν, ᾗ, ὅπῃ, ὡς, ὅπως |
1. αντικείμενο 2. υποκείμενο 3. επεξήγηση |
1. Ἐρήσομαι ὅστις ἐστὶν ὁ διδάσκαλος. 2. Οὔκ ἐστιν ὅπως ἡσυχίαν σχήσει Φίλιππος. 3. Τοῦτ’ αὐτό απόκριναι, εἰ ἀληθῆ λέγομεν ἤ οὐκ ἀληθῆ. |
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ | Με τις αναφορικές αντωνυμίες: ὅς, ἥ, ὅ, ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ, ὅστις, ἥτις, ὅτι, ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον, ὅσος, ὅση, ὅσον, οἷος, οἷα, οἷον, ὁποῖος, ὁποῖα, ὁποῖον, ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον, ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον, ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν |
1. υποκείμενο 2. κατ/μενο 3. αντικείμενο 4. παράθεση 5. επεξήγηση 6. επιθετικός προσδιορισμός |
1. Ὅστις ἑαυτὸν φιλεῖ μετ’ ἐμοῦ μαχέσθω. 2. Οὗτός ἐστιν ὅς ἀπέκτεινε τοὺς στρατηγούς. 3. Τιμωροῦνται καὶ κολάζονται οὕς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν. 4. Ἦν δέ τις, ὅς Φαρναβάζῳ ἐτύγχανε. 5. Οἷμαι ἂν ἡμᾶς παθεῖν τοιαῦτα, οἷα τοὺς ἐχθρούς οἱ θεοί ποιήσειαν. 6. Ἔτυχεν ἡ πρύμνα ἐστεμμένη τοῦ πλοίου, ὅ εἰς Δῆλον Ἀθηναῖοι πέμπουσιν. |
Συγκεντρωτικός πίνακας των επιρρηματικών προτάσεων
ΕΙΔΟΣ | ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ | |
Αιτιολογικές | Με αιτιολογικούς σ. | γάρ, ὅτι, διότι, ὡς, ἐπεί, ἐπειδή. |
Σπάνια και με τους σ. | ὅτε, ὁπότε, εἰ. | |
Τελικές | Με τελικούς σ. | ἵνα, ὅπως, ὡς |
Χρονικές | Με χρονικούς σ. | ὡς, όταν, ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή, ἔως, ἔστε (μέχρι), ἡνίκα, πρίν |
Με τα χρονικά επιρρ. | ὁσάκις, ὁποσάκις | |
Με τις αναφορικές εκφρ. | ἐξ’ οὗ, ἐξ’ ὅτου, ἀφ’, ἀφ΄ ὁτου, ἐν ὧ, μέχρι οὗ, ἂχρι οὗ, ἓως οὗ | |
Με τις φράσεις | ἐπεί πρῶτον, ἐπεί τάχιστα, ἐπειδή τάχιστα, ὡς τάχιστα, οὐ πρότερον ... πρίν | |
Αποτελεσματικές | Με συμπερασματικούς σ. | ὥστε, ὡς |
Υποθετικές | Με υποθετικούς σ. | εἰ, ἐάν, ἄν, ἤν |
Εναντιωματικές | Με εναντιωματικούς σ. | εἰ καί, ἐὰν καί, ἄν καί, ἤν καί |
Παραχωρητικές | Με παραχωρητικούς σ. | καὶ εἰ, καὶ ἐάν, καὶ ἄν, καὶ ἤν |
Αναφορικές | Με τα αναφορικά επιρρ. | ὅθεν, ὁπόθεν, ἔνθεν, οἷ, οὗ, ὅπῃ κλπ. |
και για τις ειδικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Ειδικές λέγονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που χρησιμεύουν για να ειδικεύσουν το γενικό και αόριστο νόημα ενός ρήματος ή μιας δεικτικής αντωνυμίας. Οι ειδικές προτάσεις αποτελούν μια μορφή του πλάγιου λόγου κρίσης.
Εισάγονται: κυρίως με τους ειδικούς συνδέσμους ὅτι και ὡς.
Ο σύνδεσμος ὅτι χρησιμοποιείται όταν το περιεχόμενο της ειδικής πρότασης είναι αντικειμενικό, πραγματικό.
Οἱ Ἀσσύριοι ἴσασιν ὅτι ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ταραχῶδές ἐστι καὶ δύσχρηστον.
(= Οι Ασσύριοι γνωρίζουν ότι το ιππικό κατά τη διάρκεια της νύκτας είναι ταραχώδες και δύσχρηστο.)
Ο σύνδεσμος ὡς χρησιμοποιείται όταν το περιεχόμενο της ειδικής πρότασης είναι υποκειμενικό ή ψευδές.
Πειρῶνται πείθειν ὑμᾶς ὡς δυνατός εἰμι.
(= Προσπαθούν να σας πείσουν ότι τάχα είμαι ικανός.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης.
Δέχονται άρνηση οὐ
Εξαρτώνται από ρήματα:
λεκτικά: φημί, λέγω, ἀναγγέλλω, ἀπαγγέλλω, ἀποκρίνομαι, διδάσκω, βοῶ, διηγοῦμαι, κηρύττω, δηλῶ,
γνωστικά: γιγνώσκω, οἶδα, ἀναμιμνήσκομαι, μανθάνω, ἐπίσταμαι, λογίζομαι, ἐνθυμοῦμαι,
αισθητικά: αἰσθάνομαι, ὁρῶ, ἀκούω,
δεικτικά: δείκνυμι, ἀποδείκνυμι, ἐπιδείκνυμι
Χρησιμοποιούνται ως
υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων, όπως: λέγεται, ἀγγέλλεται, μαρτυρεῖται, δέδεικται, δῆλόν ἐστι, ἄδηλόν ἐστι, φανερόν ἐστι, σαφές ἐστι κ.ά., π.χ.
Οὐ γὰρ ἠγγέλθη αὐτοῖς ὅτι τεθνηκότες εἶεν. > υποκείμενο
(= Γιατί δεν ανακοινώθηκε σ' αυτούς ότι είχαν φονευτεί.)
λέγεται δ' ὅτι Σωκράτης ὄναρ εἶδε > υποκείμενο
(= λέγεται ότι ο Σωκράτης είδε όνειρο)
αντικείμενο σε ρήματα λεκτικά (λέγω, διδάσκω, ἀγγέλλω, δηλῶ, ἀποκρίνομαι κ.ά.), δεικτικά (δείκνυμι, ἀποδείκνυμι κ.ά.), γνωστικά και αισθητικά (γιγνώσκω, οἶδα, μανθάνω, ἐπίσταμαι, πυνθάνομαι, αἰσθάνομαι, ἀκούω κ.ά.), π.χ.
Οὗτοι ἔλεγον ὅτι Κῦρος τέθνηκεν. > αντικείμενο
(= Αυτοί έλεγαν ότι ο Κύρος έχει πεθάνει.)
Πυνθάνομαι ὡς χρήματα εἴληφεν Aἰσχίνης. > αντικείμενο
(Πληροφορούμαι ότι τάχα πήρε λεφτά ο Αισχίνης.)
επεξήγηση σε όρο της προηγούμενης πρότασης, συνήθως σε δεικτική αντωνυμία ουδέτερου γένους, π.χ.
Ταῦτα λέγω, ὡς τὸ παράπαν οὐ νομίζεις θεούς. > επεξήγηση στην αντωνυμία ταῦτα
(= Αυτά ισχυρίζομαι, ότι δηλαδή δεν παραδέχεσαι εντελώς τους θεούς.
Εκφέρονται με:
οριστική, όταν δηλώνουν κάτι πραγματικό:
Λέγει Πτολεμαῖος ὅτι Περδίκας πρῶτος ἐνέβαλεν ἐς τῶν Θηβαίων τὴν προφυλακήν.
δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν το δυνατό στο παρελθόν ή κάτι μη πραγματικό:
Δῆλον ἦν ὅτι ῥᾳδίως ἂν ἐδύναντο πολεμεῖν αὐτοῖς.
δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν το δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον:
Οἶδα ὅτι πάντες ἂν ὁμολογήσαιτε.
ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη:
Ἔλεγον ὅτι βασιλεὺς σφίσι φίλος ἔσοιτο.
Σημείωση: Οι εκφράσεις οἶδα ὅτι, εὖ οἶδα ὅτι απέκτησαν σταδιακά επιρρηματική σημασία· το οἶδα ὅτι = είμαι βέβαιος, το εὖ οἶδα ὅτι = είμαι εντελώς βέβαιος. Παρομοίως και το δῆλον ὅτι (χωρίς το ρήμα ἐστί) απέκτησε τη σημασία του βεβαίως.
Iσοδύναμες συντακτικές μορφές: Οι ειδικές προτάσεις ισοδυναμούν συντακτικά με ειδικό απαρέμφατο ή κατηγορηματική μετοχή, ανάλογα με το πώς συντάσσεται το ρήμα εξάρτησης, και μπορούν να αντικατασταθούν από αυτά:
Πυνθάνομαι ὅτι Ἀρταξέρξης πλησίον ἐστί. → Πυνθάνομαι Ἀρταξέρξην πλησίον εἶναι.
Γιγνώσκω ὅτι τὸ θεῖον ἀλάθητόν ἐστι. → Γιγνώσκω τὸ θεῖον ἀλάθητον ὄν.
Μία άσκηση θα βοηθήσει (συντακτικός ρόλος)
και για τις ενδοιαστικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Ενδοιαστικές λέγονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν ενδοιασμό ή φόβο ή ανησυχία μήπως συμβεί κάτι κακό ή μήπως δεν πραγματοποιηθεί κάτι επιθυμητό.
Εισάγονται: με τους ενδοιαστικούς συνδέσμους μή, μὴ οὐ.
Ο σύνδεσμος μὴ ή ὅπως μὴ χρησιμοποιείται όταν η πρόταση δηλώνει φόβο μήπως γίνει κάτι το φοβερό ή το ανεπιθύμητο.
Ἐφοβήθησαν μὴ καὶ ἐπὶ σφᾶς ὁ στρατὸς χωρήσῃ.
(= Φοβήθηκαν μήπως και βαδίσει εναντίον τους ο στρατός.)
Ο σύνδεσμος μὴ οὐ χρησιμοποιείται όταν το υποκείμενο της κύριας πρότασης φοβάται μήπως δε γίνει κάτι που εύχεται και προσδοκά, κάτι επιθυμητό.
Φοβοῦμαι μὴ οὐ δυνηθῶ διὰ τὴν ἀπειρίαν δηλῶσαι.
(= Φοβάμαι μήπως δεν μπορέσω εξαιτίας της απειρίας μου να φανερώσω.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι κυρίως προτάσεις επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση οὐ
Εξαρτώνται από ρήματα που φανερώνουν:
φόβο, δισταγμό, ανησυχία, επιφύλαξη: φοβοῦμαι, δέδοικα ή δέδια, ὀκνῶ, ὁρῶ, προσέχω, ὑποπτεύω ή
από παρόμοιες απρόσωπες εκφράσεις: δεινόν ἐστι, δέος ἐστί, κίνδυνός ἐστι, φόβος ἐστί, φοβερόν ἐστι, ὑποψία ἐστίν, τρόμος ἔχει με...
Χρησιμοποιούνται ως:
αντικείμενο σε ρήματα που δηλώνουν φόβο, δισταγμό, ανησυχία (φοβοῦμαι, δέδοικα, ὀκνῶ, ὁρῶ, προσέχω, ὑποπτεύω κ.ά.)
Δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε. > αντικείμενο
(= Φοβόμαστε μήπως δεν είστε σταθεροί.)
υποκείμενο σε απρόσωπες εκφράσεις ανάλογης σημασίας με τα παραπάνω ρήματα (δεινόν ἐστι, δέος ἐστί, κίνδυνός ἐστι, φόβος ἐστί, φοβερόν ἐστι κ.τ.ό.)
Κίνδυνός ἐστι μὴ μεταβάλωνται και γένωνται μετὰ τῶν πολεμίων. > υποκείμενο
(= Υπάρχει κίνδυνος μήπως αλλάξουν διαθέσεις και ταχθούν με το μέρος των εχθρών.)
επεξήγηση σε όρο της προηγούμενης πρότασης, κυρίως σε δεικτική αντωνυμία ουδέτερου γένους
Τόδε ἄδηλον παντί, μὴ πολλὰ σώματα κατρίψασα ἡ ψυχή τὸ τελευταῖον αὐτὴ ἀπολλύηται. > επεξήγηση στο τόδε.
(= Αυτό είναι άγνωστο στον καθένα, μήπως δηλ. η ψυχή αφού εξαντλήσει πολλά σώματα στο τέλος και αυτή η ίδια χάνεται.)
Εκφέρονται με:
υποτακτική, όταν το ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτώνται βρίσκεται σε αρκτικό χρόνο και δηλώνουν φόβο για κάτι που αναφέρεται στο μέλλον:
Οἱ τύραννοι φοβοῦνται μὴ αἱ πόλεις ἐλεύθεραι γένωνται.
ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν το ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτώνται βρίσκεται σε ιστορικό χρόνο και δηλώνουν φόβο ο οποίος αναφέρεται στο παρελθόν:
Ἔδεισαν μὴ ἀποθάνοιεν.
Σπανιότερα εκφέρονται με:
οριστική, όταν δηλώνουν φόβο πραγματικό στο παρόν, στο μέλλον ή στο παρελθόν
Δέδοικα μὴ ἄλλου τινὸς ἤ τοῦ ἀγαθοῦ μεθέξω
δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν φόβο πιθανό στο παρόν ή στο μέλλον
Φοβοῦνται μὴ ματαία ἂν γένοιτο αὕτη ἡ κατασκευή, εἰ πόλεμος ἐγερθείη.
Ιδιαίτερες περιπτώσεις: Οι ενδοιαστικές προτάσεις εμφανίζονται στον λόγο και σαν ανεξάρτητες. Στην περίπτωση αυτή εννοείται κάποιο από τα ρήματα σκόπει-σκοπεῖτε, ὅρα-ὁρᾶτε, π.χ.
Ἀλλὰ μή σε πείσῃ Κρίτων ποιεῖν ταῦτα. → Ἀλλὰ ὅρα μή σε πείσῃ Κρίτων ποιεῖν ταῦτα.
Iσοδύναμες συντακτικές μορφές Τα ρήματα που δηλώνουν φόβο συντάσσονται συνήθως και με: α) πλάγια ερωτηματική πρόταση· β) αιτιολογική πρόταση· γ) αναφορική ονοματική πρόταση· δ) τελικό απαρέμφατο· ε) έναρθρο απαρέμφατο· στ) ουσιαστικό.
Και μία άσκηση (συντακτικός ρόλος, τι εκφράζουν)
και για τις πλάγιες ερωτηματικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις λέγονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν ερώτηση όχι σε ευθύ αλλά σε πλάγιο λόγο.
Ευθεία ερώτηση: Ἦλθον οἱ πρέσβεις;
Πλάγια ερώτηση: Ἐρωτᾷ εἰ ἦλθον οἱ πρέσβεις.
Σύγκριση με τα ν.ε.
Ευθεία ερώτηση: Με αγαπάς;
Πλάγια ερώτηση: Με ρώτησε αν με αγαπάει.
Προσοχή: Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις δεν παίρνουν ερωτηματικό.
Διακρίνονται σε:
α) πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας, δηλαδή αυτές που δέχονται ως απάντηση ναι ή όχι, π.χ.
Ἐρωτᾷ εἰ ἦλθον οἱ πρέσβεις.
Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα, μετατρέπουμε την πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Ἦλθον οἱ πρέσβεις; Η απάντηση θα είναι: ναι ή όχι.
Σύγκριση με τα ν.ε.
Με ρώτησε αν με αγαπάει.
Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα, μετατρέπουμε την πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Με αγαπάς; Η απάντηση θα είναι: ναι ή όχι
Οι πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας διακρίνονται σε μονομερείς (μονομελείς), δηλαδή όταν έχουν ένα μέρος (μέλος), άρα ζητείται η απάντηση σε ένα ερώτημα ή διμερείς (διμελείς), δηλαδή όταν έχουν δύο μέρη (μέλη), άρα ζητείται η απάντηση ανάμεσα σε δύο ερωτήματα.
Ἠρώτων αὐτὸν εἰ ἀναπλεύσειεν ἔχων ἀργύριον. > Μονομερής
Ἐβουλεύοντο οἱ Πλαταιεῖς εἴτε κατακαύσωσιν αὐτοὺς εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται. > Διμερής
β) σε πλάγιες ερωτηματικές μερικής άγνοιας, δηλαδή αυτές που δέχονται κάθε άλλη απάντηση εκτός από ναι ή όχι, π.χ.
Ἐρήσομαι ὅστις ἐστίν ὁ διδάσκαλος.
Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα, μετατρέπουμε την πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Τὶς ἔστιν ὁ διδάσκαλος; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ναι ή όχι.
Σύγκριση με τα ν.ε.
Με ρώτησε τι φαγητό θα φάμε σήμερα.
Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα, μετατρέπουμε την πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Τι φαγητό θα φάμε σήμερα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ναι ή όχι.
Εισάγονται:
Οι πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας
όταν είναι μονομερείς με το: εἰ
Ἀπορῶ εἰ διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή
όταν είναι διμερείς με τα: εἰ - ἤ, εἴτε - εἴτε, πότερον - ἤ, πότερα - ἤ
Ἀπορεῖται δὲ καὶ πότερον δεῖ φιλεῖν ἑαυτὸν μάλιστα ἢ ἄλλον τινά.
Οι πλάγιες ερωτηματικές μερικής άγνοιας
με τις ερωτηματικές αντωνυμίες: τίς, πότερος, πόσος, ποῖος, πηλίκος,ποδαπὸς
διὰ τοῦτο πολλάκις ἐπερωτᾷ τίς ἀγορεύειν βούλεται
με τις αναφορικές αντωνυμίες: ὅς, ὅστις, ὁπότερος, ὅσος, ὁπόσος, οἷος, ὁποῖος, ἡλίκος, ὁπηλίκος, ὁποδαπός.
Σκέψασθε ὅσην πρόνοιαν περὶ σωφροσύνης ἐποιήσατο ὁ Σόλων
με τα ερωτηματικά επιρρήματα: ποῦ, ποῖ, πόθεν, πῇ, πῶς
Σκέψασθε πῶς ἐπὶ τῶν προγόνων ταῦτα εἶχε.
με τα αναφορικά επιρρήματα: οὗ, ὅπου, οἷ, ὅποι, ὁπόθεν, ᾗ, ὅπῃ, ὡς, ὅπως
Τοῦτο δεῖ παρασκευάσασθαι ὅπως ὡς κράτιστα μαχούμεθα.
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση οὐ ή μή.
Εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν:
ερώτηση, απορία: ἐρωτῶ, ἀπορῶ, πυνθάνομαι, θαυμάζω κ.ά.
γνώση, άγνοια: γιγνώσκω, οἶδα, ὁρῶ, αἰσθάνομαι, ἀγνοῶ κ.ά.
απόπειρα, φροντίδα: πειρῶμαι, παρασκευάζομαι, πράττω, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι κ.ά.
σκέψη, προσοχή: σκοπῶ, σκοποῦμαι, ἐξετάζω, βουλεύομαι κ.ά.
δείξη, ανακοίνωση: δείκνυμι, δηλῶ, λέγω, ἀποκρίνομαι κ.ά.
μετά από λέξεις ή φράσεις παρόμοιας σημασίας: ἄδηλόν ἐστι, ἀφανές ἐστι, ἄπορόν ἐστι, ἀπόρως ἔχει, φανερόν ἐστι, θαυμαστόν ἐστι, λέγεται, δέδεικται κ.ά.
Χρησιμοποιούνται ως:
αντικείμενο σε μεταβατικά ρήματα που σημαίνουν ερώτηση, απορία (ἐρωτῶ, ἀπορῶ, πυνθάνομαι, θαυμάζω κ.ά.), γνώση, άγνοια (γιγνώσκω, οἶδα, ὁρῶ, αἰσθάνομαι, ἀγνοῶ, ἀπόρως ἔχω κ.ά.), απόπειρα, φροντίδα (πειρῶμαι, παρασκευάζομαι, πράττω, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι κ.ά.), σκέψη, προσοχή (σκοπῶ, σκοποῦμαι, ἐξετάζω, βουλεύομαι κ.ά.), δείξη, ανακοίνωση (δείκνυμι, δηλῶ, λέγω, ἀποκρίνομαι κ.ά.), π.χ.
Ἐρήσομαι ὅστις ἐστὶν ὁ διδάσκαλος.
(= Θα ρωτήσω ποιος είναι ο δάσκαλος.) > αντικείμενο
υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις ανάλογης σημασίας με τα παραπάνω ρήματα (ἄδηλόν ἐστι, ἀφανές ἐστι, ἄπορόν ἐστι, ἀπόρως ἔχει, φανερόν ἐστι, θαυμαστόν ἐστι, λέγεται, δέδεικται κ.ά.), π.χ.
Ὅθεν καὶ ἀπορεῖται πότερόν ἐστι τὸ ἀγαθὸν μαθητὸν ἢ ἐθιστόν.> υποκείμενο
(= Υπάρχει λοιπόν η απόρία ποιο από τα δύο είναι το αγαθό ευκολομάθητο ή ευκολοσυνήθιστο.)
επεξήγηση σε όρο της προηγούμενης πρότασης, συνήθως σε δεικτική αντωνυμία ουδέτερου γένους, π.χ.
Τοῦτο σκεψώμεθα, εἰ ἀληθῆ λέγεις. > επεξήγηση
(Αυτό θα εξετάσουμε, αν λες την αλήθεια.)
Εκφέρονται με:
α) Οριστική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το πραγματικό.
β) Δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το δυνατόν στο παρελθόν ή για το μη πραγματικό.
γ) Δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον.
δ) Aπορηματική υποτακτική (ενίοτε + αοριστολογικό ἄν), όταν δηλώνουν απορία σχετικά με αυτό που πρέπει να γίνει.
ε) Eυκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο, και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη.
Άσκηση για τις πλάγιες ερ. (συντακτικός ρόλος, είδος άγνοιας, μονομερείς ή διμερείς)
και για τις αναφορικές ονοματικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
και για τις αναφορικές επιρρηματικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
για αναφορικές παραβολικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Α. αναφορικές ονοματικές
Αναφορικές ονοματικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που αναφέρονται σε όρο άλλης πρότασης ο οποίος είτε υπάρχει είτε εννοείται. Χρησιμοποιούνται στον λόγο ως ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, γι' αυτό και λέγονται ουσιαστικές, όταν αντικαθιστούν ουσιαστικά ή επιθετικές, όταν αντικαθιστούν επίθετα.
Εισάγονται: με αναφορικές αντωνυμίες:
ὅς, ἥ, ὅ (ο οποίος, που)
ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (ο οποίος ακριβώς)
ὅστις, ἥτις, ὅτι (όποιος, ο οποίος)
ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (όποιος από τους δύο)
ὅσος, ὅση, ὅσον (όσος)
οἷος, οἷα, οἷον (τέτοιος που)
ὁποῖος, ὁποῖα, ὁποῖον (όποιας λογής)
ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (όσο μεγάλος)
ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (όσο μεγάλος)
ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (από τον τόπο που)
Οὐκοῦν ᾤχετο μὲν παρὰ τὸν νόμον, ὃς θάνατον κελεύει τούτων τὴν ζημίαν εἶναι.
(= Λοιπόν αναχώρησε παρά τον νόμο, ο οποίος ορίζει ως ποινή για την πράξη αυτή τον θάνατο.)
Οἱ δ’ ἐξ ἀρχῆς ἔταξαν (μουσικήν) ἐν παιδείᾳ διὰ τὸ τὴν φύσιν αὐτὴν ζητεῖν, ὅπερ πολλάκις εἴρηται...
(= Οι δε παλαιοί είχον τάξει (τη μουσική) ως στοιχείο παιδείας, καθόσον αυτή η φύσις απαιτεί, το οποίο ακριβώς λέχθηκε πολλές φορές...
Οὐδεὶς οὕτως ἠλίθιός ἐστιν ὅστις οὐχὶ κἂν δοίη καὶ πρῶτος εἰσενέγκαι.
(= Κανείς δε θα ήταν τόσον ηλίθιος, ώστε να μη θέλει να δώσει και να συνεισφέρει πρώτος.)
Ἀλλὰ μὴν οὐδ’ ἐκεῖνό γε λανθάνει αὐτόν, ὅτι δι’ ἀμφοτέρων τῶν ὀνομάτων, ὁποτέρῳ ἂν χρῆσθε, ὑμεῖς ἕξετε τὴν νῆσον.
(= Και επίσης δεν του διαφεύγει ότι οποιαδήποτε από τις δύο λέξεις και αν μεταχειριστείτε, είτε με τη μία είτε με την άλλη, σεις θα έχετε το νησί.)
Ὁ δ’ ἕτερος (νόμος) ἐκώλυε κοινωνεῖν τῆς παρούσης πολιτείας ὅσοι τυγχάνουσιν τὸ ἐν Ἠετιωνείᾳ τεῖχος κατασκάψαντες...
(= ο δεύτερος (νόμος) αφαίρεσε τα πολιτικά δικαιώματα σε όσους είχαν καταστρέψει το τείχος της Ηετιωνίας...)
Ὥς ἄρ’ οὔπω Φίλιππός ἐστιν οἷοί ποτ’ ἦσαν Λακεδαιμόνιοι...
(= Ὀτι ο Φίλιππος δεν είναι τέτοιος που ήταν κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι... > πως δεν έχει ακόμα ο Φίλιππος τη δύναμη που είχαν κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι...)
Ἐκείνους τ’ οὐκ εἰδότες ὁποῖοί τινες ἄνδρες ἔσονται γενόμενοι.
(= Αν και δεν γνώριζαν ποιας λογής άνδρες θα γίνουν αυτοί στο μέλλον.)
Σημείωση: Η αναφορική αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ, όταν βρίσκεται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου και δεν ακολουθεί άλλη κύρια πρόταση, έχει δεικτική σημασία και εισάγει κύρια πρόταση. Στην περίπτωση αυτή μεταφράζεται ως δεικτική (αυτός κ.ά.) και με κάποιο παρατακτικό σύνδεσμο (και, αλλά κ.ά.)
Ἐνίκων οἱ ἡμέτεροι πρόγονοι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν. Ὧν ἔστι τεκμήρια ὁρᾶν τὰ τρόπαια..
(= Νικούσαν οι πρόγονοί μας στη γη και στη θάλασσα. Και αυτών αποδείξεις μπορεί να δει κανείς τα τρόπαια.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση οὐ ή μή.
Χρησιμοποιούνται ως υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο, παράθεση ή επεξήγηση, επιθετικός ή κατηγορηματικός προσδιορισμός, ετερόπτωτος προσδιορισμός.
Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν... > υποκείμενο στο ἀπαρνησάσθω
(= Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του...)
Καὶ φράζουσιν ἅ λέγει. > αντικείμενο του φράζουσιν
(= Και ανακοινώνουν αυτά που λέει.)
Οὗτός ἐστιν ὅς ἀπέκτεινεν τοὺς στρατηγούς. > κατηγορούμενο στο οὗτος
(= Αυτός είναι που σκότωσε τους στρατηγούς.)
Ἠν τις Φιλλίδας, ὅς ἐγραμμάτευε τοῖς πολεμάρχοις. > παράθεση του Φιλλίδας
(= Ήταν κάποιος Φιλλίδας, ο οποίος ήταν γραμματέας των πολεμάρχων.)
Οἶμαι ἂν ἡμᾶς παθεῖν τοιαῦτα, οἷα τοὺς ἐχθροὺς οἱ θεοὶ ποιήσειαν. > επεξήγηση του τοιαῦτα
(= Νομίζω ότι θα πάθουμε αυτά, τέτοια που οι θεοί έκαναν στους εχθρούς.)
Τόδ' ἐστί τὸ στρατόπεδον ὅ κατεκαύθη ὑπὸ τῶν Συρακοσίων. > επιθετικός πρ. στο στρατόπεδο.
(= Αυτό είναι το στρατόπεδο που κατακάηκε από τους Συρακοσίους.)
Οὐ πάνυ γε ῥᾴδιόν ἐστιν εὑρεῖν ἔργον, ἐφ' ᾧ οὐκ ἂν τις αἰτίαν ἔχοι. > κατηγορηματικός πρ. στο ἔργον
(= Δεν είναι εύκολο να βρεις έργο που να μην μπορεί να το κατηγορήσει κανείς.)
Τισσαφέρνης σατράπης κατεπέμφη ὧν αὐτὸς πρόσθεν ἦρχε > ετερόπτωτος πρ., γεν. αντικειμενική στο σατράπης.
(= Ο Τισσαφέρνης στάλθηκε σατράπης των πόλεων στις οποίες προηγουμένως αυτός ήταν ο κυβερνήτης.)
Εκφέρονται:
α) όταν είναι προτάσεις κρίσης με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου,
Ἐξελθὼν ὁ θυρωρός, ὅσπερ εἰώθει
ὑπακούειν, εἶπεν περιμένειν > οριστική
(= Βγαίνοντας ο θυρωρός, ο οποίος συνήθιζε να εκτελεί
εντολές, είπε να περιμένουν)
Καὶ μαθητὰς πολλοὺς ἔλαβον, ὧν οὐδεὶς
ἂν παρέμεινεν. > δυνητική οριστική
(= Και απέκτησα πολλούς μαθητές, από τους οποίους δε θα
παρέμεινε κανείς)
Δόρατα ἔχοντες, ὅσα ἀνὴρ ἂν φέροι, τούτοις ἐπειρῶντο ἀμύνασθαι. >
δυνητική ευκτική.
(= Έχοντας δόρατα, όσα μπορεί να σηκώσει κάποιος άντρας,
με αυτά προσπαθούσαν να αμυνθούν)
Καὶ αὐτὸς δὲ ὅ τι που καλὸν ἴδοι
ἐς στρατιάν,
διεδωρεῖτο τοῖς ἀεὶ ἀξιωτάτοις. > ευκτική του πλαγίου λόγου
(= Και ο ίδιος εξάλλου, οτιδήποτε έβλεπε καλό για τον
στρατό του, το μοίραζε ως δώρο σε κείνους που πάντα διακρίνονταν)
β) όταν είναι προτάσεις επιθυμίας με υποτακτική, ευχετική ευκτική, προστακτική· με ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου.
Ἄνυτος ὅδε παρεκαθέζετο, ᾧ μεταδῶμεν τῆς ζητήσεως. >
υποτακτική
(= Κάθισε δίπλα αυτός εδώ ο Άνυτος, στον οποίο ας ανακοινώσουμε τη
συζήτησή μας.)
Ἐὰν ἀποψηφίσησθε, ὅ μὴ ποιήσαιτε, οἱ χρηστοὶ
ἀδικήσονται. > ευχετική ευκτική
(= Αν δεν εγκρίνετε τον νόμο, πράγμα το οποίο μακάρι να μην το κάνατε,
οι ηθικοί θα αδικηθούν.)
... καὶ τῷ χρόνῳ, ὅν ὑμεῖς σαφέστατον ἔλεγχον τοῦ ἀληθοῦς νομίσατε.
> προστακτική
(= και από τον χρόνο, τον οποίο εσείς πρέπει να θεωρήσετε ως τον
ακριβέστατο έλεγχο της αλήθειας.)
Ὁ μὲν δὴ ταῦτ᾽ εἰπὼν ἀπῄει, κατοικτίρων τήν τε γυναῖκα οἵου ἀνδρὸς στέροιτο... > ευκτική του πλαγίου λόγου
Άσκηση για τον συντακτικό ρόλο των αναφορικών προτάσεων
Β. αναφορικές ονοματικές με επιρρηματική σημασία
Πολλές αναφορικές ονοματικές προτάσεις έχουν και επιρρηματική έννοια, φανερώνοντας:
1. αιτία > αναφορικές αιτιολογικές
2. σκοπό > αναφορικές τελικές
3. αποτέλεσμα > αναφορικές αποτελεσματικές
4. υπόθεση > αναφορικές υποθετικές
Επειδή έχουν διπλή λειτουργία (ονοματική και επιρρηματική), ονομάζονται και μεικτές.
1. αναφορικές ονοματικές αιτιολογικές
Αναφορικές ονοματικές αιτιολογικές ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν αιτία.
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας.
Εξαρτώνται κυρίως από ρήματα ψυχικού πάθους.
Εισάγονται κυρίως με τις αναφορικές αντωνυμίες ὅς, ὅστις, ὅσος, οἷος.
Εκφέρονται με τις αντίστοιχες εγκλίσεις των αιτιολογικών προτάσεων, δηλαδή με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης (οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική, και με ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήμα παρελθοντικού χρόνου).
Δέχονται άρνηση οὐ και σπάνια μή.
Ισοδυναμούν με αιτιολογικές προτάσεις ή αιτιολογικές μετοχές.
Στη μετάφραση η αναφορική αντωνυμία αποδίδεται με δεικτική ή προσωπική αντωνυμία ή με αιτιολογικό σύνδεσμο.
Θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς ἡμῖν οὐδὲν δίδως.
Αντίστοιχη αιτιολογική > ὅτι ἡμῖν οὐδὲν δίδως.
Αντίστοιχη αιτιολογική μτχ. > οὐδὲν ἡμῖν διδούς.
(= Παράξενο πράγμα κάνεις, γιατί συ δε δίνεις τίποτα σε μας.)
Ὁ μὲν κατῴκτιρε τὴν γυναῖκα, οἵου ἀνδρὸς στέροιτο.
Αντίστοιχη αιτιολογική > ὅτι τοιούτου ἀνδρὸς στέροιτο.
Αντίστοιχη αιτιολογική μτχ. > στερομένην τοιούτου ἀνδρός.
(= Αυτός αισθανόταν πολύ οίκτο για τη γυναίκα, γιατί αυτή στερούνταν τέτοιον άνδρα.)
2. αναφορικές ονοματικές τελικές
Αναφορικές ονοματικές τελικές ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν σκοπό.
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του σκοπού.
Εξαρτώνται από ρήματα κίνησης ή σκόπιμης ενέργειας.
Εισάγονται κυρίως με τις αναφορικές αντωνυμίες ὅς, ὅστις.
Εκφέρονται πάντα με οριστική μέλλοντα.
Δέχονται άρνηση μή.
Ισοδυναμούν με τελικές προτάσεις, με τελικές μετοχές ή τελικό απαρέμφατο.
Δώσω ὑμῖν ἡγεμόνα, ὅς ὑμᾶς διὰ τῶν ὀρέων ἄξει.
Αντίστοιχη τελική > ἵνα ἀγάγῃ ὑμᾶς διὰ τῶν ὁρέων.
Αντίστοιχη τελική μτχ. > ἅξοντα ὑμᾶς
Αντίστοιχο τελικό απρμφ. > ἀγαγεῖν ὑμᾶς
(= Θα σας δώσω οδηγό, για να σας οδηγήσει αυτός μέσα από τα βουνά.)
Στη μετάφραση η αναφορική αντωνυμία αποδίδεται με δεικτική αντωνυμία και τελικό σύνδεσμο.
3. αναφορικές ονοματικές αποτελεσματικές
Αναφορικές ονοματικές αποτελεσματικές ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν αποτέλεσμα.
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος.
Εισάγονται κυρίως με τις αναφορικές αντωνυμίες ὅς, ὅστις, ὅσος, οἷος.
Εκφέρονται όπως και οι αντίστοιχες αποτελεσματικές προτάσεις, δηλαδή με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης (οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική), όταν φανερώνουν αποτέλεσμα που είναι ή θεωρείται πραγματικό και με απαρέμφατο, όταν φανερώνουν αποτέλεσμα ενδεχόμενο ή δυνατό.
Συνήθως στην πρόταση από την οποία εξαρτάται η αναφορική συμπερασματική υπάρχει μια δεικτική λέξη: οὕτω(ς), τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος κ.ά.
Δέχονται άρνηση οὐ, όταν εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης, και με μή, όταν εκφέρονται με απαρέμφατο.
Ισοδυναμούν με αποτελεσματικές προτάσεις.
Στη μετάφραση η αναφορική αντωνυμία αποδίδεται με δεικτική αντωνυμία και τον σύνδεσμο ώστε.
Τίς οὕτως εὐήθης ἐστὶν ὑμῶν ὅστις ἀγνοεῖ τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα;
Αντίστοιχη αποτελεσματική > ὥστε ἀγνοεῖ...
(= Ποιος από σας είναι τόσο ανόητος, ώστε αυτός αγνοεί ότι ο πόλεμος από εκεί θα έρθει εδώ;)
4. αναφορικές ονοματικές υποθετικές
Αναφορικές ονοματικές υποθετικές ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν υπόθεση.
Ισοδυναμούν με υποθετικές προτάσεις ή υποθετικές μετοχές.
Διακρίνουμε και τα έξι είδη των υποθετικών λόγων:
α) το πραγματικό
Ἅ μὴ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι
Αντίστοιχη υποθετική > εἴ τινα μὴ οἶδα, οὐδὲ...
(= Όσα δεν ξέρω ούτε φαντάζομαι ότι τα ξέρω)
β) το αντίθετο του πραγματικού
Οὐκ ἂν ἐπεχειροῦμεν πράττειν, ἅ μὴ ἠπιστάμεθα
Αντίστοιχη υποθετική > εἴ τινα μὴ ἠπιστάμεθα...
(= Δε θα επιχειρούσαμε να κάνουμε όσα δε γνωρίζουμε καλά.)
γ) το προσδοκώμενο
Ὅ,τι ἂν συμβῇ, τλήσομαι.
Αντίστοιχη υποθετική > ἂν τι συμβῇ
(= Ό,τι συμβεί, θα το υποστώ)
δ) η αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον
Οἱ ἄνθρωποι τούτοις μάλιστα ἐθέλουσιν πείθεσθαι, οὕς ἂν ἡγῶνται βελτίστους εἶναι.
Αντίστοιχη υποθετική > ἂν τινας ἡγῶνται βελτίστους εἶναι
(= Οι άνθρωποι δέχονται να υπακούουν κυρίως σ' αυτούς που νομίζουν ότι είναι οι καλύτεροι.)
ε) η απλή σκέψη
Ἐγὼ ὀκνοίην ἂν εἰς τὰ πλοῖα ἐμβαίνει, ἅ ἡμῖν Κῦρος δοίη.
Αντίστοιχη υποθετική > εἴ τινα ἡμῖν Κῦρος δοίη.
(= Θα δίσταζα να μπω στα πλοία που θα μας έδινε ο Κύρος.)
στ) η επανάληψη στο παρελθόν
Ὧ,τινι ἐντυγχάνοιεν, πάντας ἔκτεινον.
Αντίστοιχη υποθετική > εἴ τινι ἐντυγχάνοιεν...
(= Όποιον συναντούσαν, τον σκότωναν)
Εκφέρονται ανάλογα με το είδος του υποθετικού λόγου:
α) με οριστική όταν εκφράζουν το πραγματικό ή το αντίθετο του πραγματικού
β) με υποτακτική και το αοριστολογικό ἂν όταν εκφράζουν το προσδοκώμενο ή την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον
γ) με ευκτική, όταν εκφράζουν την απλή σκέψη ή την αόριστη επανάληψη στο παρελθόν.
Δέχονται άρνηση μὴ
Γ. αναφορικές επιρρηματικές
για τις επιρρηματικές αναφορικές
Λειτουργούν απλώς όπως ένα επίρρημα. Στην περίπτωση αυτή εισάγονται με ένα αναφορικό επίρρημα (ὅθεν, ὁπόθεν, ἔνθεν, οἷ, οὗ, ὅπῃ κλπ.) και προσδιορίζουν ένα ρήμα ή ονοματικό ρηματικό τύπο, δηλώνοντας τόπο, τρόπο, χρόνο, ποσό κλπ..
ὑμεῖς δὲ λαβόντες καὶ ἀπαγαγόντες οἱ ἕνδεκα οὗ δεῖ τὰ ἐκ τούτων πράττετε > τόπο
(= εσείς, οι Ένδεκα, αφού τον πιάσετε και τον οδηγήσετε εκεί που πρέπει, κάνετε τα υπόλοιπα)
Συμβουλεύω ὑμῖν σῴζεσθαι ὅπῃ δυνατόν ἐστι. > τρόπο
(= Σας συμβουλεύω να σωθείτε με όποιον τρόπο είναι δυνατό.)
οἴομαί με τὸν θεὸν οὐκ ἐᾶν διαλέγεσθαί σοι, ὃν ἐγὼ περιέμενον ὁπηνίκα ἐάσει> χρόνο.
(= νομίζω ότι ο θεός δεν με άφηνε να συζητήσω με σένα, (τον θεόν δε) αυτόν επερίμενα εγώ πότε θα με άφηνε.)
καὶ ἐξέσοιτό μοι διαλέγεσθαί σοι ὁπόσον χρόνον βουλοίμην.> ποσό
(= και πως θα είναι δυνατόν να συζητώ μαζί σου όσο χρόνο θέλω.)
Δ. αναφορικές παραβολικές
Αναφορικές συγκριτικές ή παραβολικές ή παρομοιαστικές λέγονται οι προτάσεις με τις οποίες γίνεται σύγκριση, παραβολή ή παρομοίωση.
Εκφράζουν: τρόπο, ποιότητα, ποσότητα
Εισάγονται:
όταν εκφράζουν τρόπο με τα αναφορικά επιρρήματα: ὡς, ὥσπερ, ὅπως, καθάπερ, ᾗπερ, ᾗ, οἷον, οἷα
όταν εκφράζουν ποιότητα με τις αναφορικές αντωνυμίες: οἷος, ὁποῖος
όταν εκφράζουν ποσότητα με τις αναφορικές αντωνυμίες: ὅσος, ὁπόσος, ἡλίκος, ὁπηλίκος και τα αναφορικά επιρρήματα: ὅσον, ὅσῳ
τρόπο: Ὅπως γιγνώσκετε, οὕτω καὶ ποιεῖτε.
(= Όπως ξέρετε έτσι και κάνετε.)
ποιότητα: Ὁποῖα ἄττα γὰρ ἂν τὰ ἐπιτηδεύματα τῶν ἀνθρώπων ᾖ, τοιοῦτον ἀνάγκη καὶ τὸ φρόνημα ἔχειν.
(= Όποιες τυχόν είναι οι ασχολίες των ανθρώπων, τέτοιο πρέπει να έχουν και τον τρόπο της σκέψης.)
ποσότητα: Αἴτιον ἦν οὐχ ἡ ὀλιγανθρωπία τοσοῦτον, ὅσον ἡ ἀχρηματία [αἴτιον ἦν].
(= Αίτιο δεν ήταν τόσο η έλλειψη ανθρώπων, όσο η έλλειψη χρημάτων.)
Εκφέρονται με οριστική ενεστώτα, όταν εκφράζουν πραγματικό γεγονός, και με δυνητική οριστική, υποτακτική ή ευκτική, όταν γίνεται σύγκριση υποτιθέμενων καταστάσεων.
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί σύγκρισης - παρομοίωσης.
Ε. έλξη του αναφορικού
Η πτώση της αναφορικής αντωνυμίας εξαρτάται από τη σύνταξη της πρότασης στην οποία ανήκει.
Ἔστι δίκης ὁφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ' ὁρᾷ. > ονοματική ως υποκείμενο του ὁρᾷ
Εἰς καλὸν ὑμῖν Ἄνυτος ὅδε παρεκαθέζετο, ᾧ μεταδῶμεν τῆς συζητήσεως. > δοτική ως αντικείμενο του μεταδῶμεν
Ἐποιοῦντο διαβάσεις ἐκ τῶν φοινίκων, οὕς ηὕρισκον ἐκπεπτωκότας. > αιτιατική ως αντικείμενο στο ηὕρισκον
1) έλξη του αναφορικού
Πολύ συχνά η αναφορική αντωνυμία δε βρίσκεται σε πτώση αιτιατική, όπως απαιτεί η σύνταξη του ρήματος της αναφορικής πρότασης, αλλά σε γενική ή δοτική, επειδή έλκεται από τη γενική ή δοτική της λέξης την οποία προσδιορίζει. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται έλξη του αναφορικού
Κανονική σύνταξη:
Ὁ ἐμὸς πάππος κάλλιστος ἦν Μήδων ὅσους ἑόρακα. > ὁρῶ + αιτιατική
Έλξη του αναφορικού:
Ὁ ἐμὸς πάππος κάλλιστος ἦν Μήδων ὅσων ἑόρακα. > αιτιατική σε γενική
Κανονική σύνταξη:
Σὺν τοῖς θησαυροῖς οὕς ὁ πατὴρ κατέλιπεν... > καταλείπω + αιτιατική
Έλξη του αναφορικού:
Σὺν τοῖς θησαυροῖς οἷς ὁ πατὴρ κατέλιπεν... > αιτιατική > δοτική
Αν η αναφορική αντωνυμία αναφέρεται σε κάποια δεικτική αντωνυμία, τότε η δεικτική αντωνυμία κανονικά παραλείπεται.
Κανονική σύνταξη:
Τῆς φυγῆς ταύτης, ἥν αὐτοὶ ἔφυγον.
Έλξη του αναφορικού παράλειψη της δεικτικής αντωνυμίας:
Τῆς φυγῆς ἧς αὐτοὶ ἔφυγον.
2) Αντίστροφη έλξη ή ανθέλξη του αναφορικού
Αντίστροφη έλξη ή ανθέλξη του αναφορικού έχουμε όταν έλκεται ο προσδιοριζόμενος όρος από την πτώση της αναφορικής αντωνυμίας.
Κανονική σύνταξη:
Ἡ οὐσία ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῖ οὐ πλείονος ἀξία ἐστὶν ἤ τεττάρων καὶ δέκα ταλάντων
Αντίστροφη έλξη ή ανθέλξη του αναφορικού:
Τὴν οὐσίαν ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῖ οὐ πλείονος ἀξία ἐστὶν ἤ τεττάρων καὶ δέκα ταλάντων
Συχνά στην αντίστροφη έλξη ή ανθέλξη, όταν η αναφορική αντωνυμία αναφέρεται σ' ένα ουσιαστικό, τότε το ουσιαστικό μπαίνει στο τέλος της αναφορικής πρότασης χωρίς άρθρο.
Κανονική σύνταξη:
Μεγάλη τε ἦν ἡ κώμη, εἰς ἥν ἀφίκοντο
Αντίστροφη έλξη ή ανθέλξη του αναφορικού:
Μεγάλη τε ἦν, εἰς ἥν ἀφίκοντο κώμην.
Κανονική σύνταξη:
Τούτους καὶ ἄρχοντας ἐποίει τῆς χώρας ἥν κατεστρέφετο.
Αντίστροφη έλξη ή ανθέλξη του αναφορικού:
Τούτους καὶ ἄρχοντας ἐποίει ἧς κατεστρέφετο χώρας.
Άσκηση για την έλξη του αναφορικού
και για τις χρονικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Χρονικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν χρόνο.
Εισάγονται γενικά με:
α) τους χρονικούς συνδέσμους: ὡς (= αφού, μόλις), ὅτε (= όταν), ὁπότε (= όταν, τότε που), ἐπεὶ (= αφού, αφότου), ἐπειδὴ (= αφού, αφότου), ἔως (= μέχρις ότους, ώσπου), ἔστε (= μέχρι), ἡνίκα, ὁπηνίκα (= τη στιγμή που, ενώ), πρὶν
β) τα χρονικά επιρρήματα: ὁσάκις, ὁποσάκις
γ) τις εμπρόθετες αναφορικές εκφράσεις: ἐξ’ οὗ, ἐξ’ ὅτου, ἀφ’, ἀφ΄ ὁτου, ἐν ὧ, μέχρι οὗ, ἂχρι οὗ, ἓως οὗ
δ) τις φράσεις: ἐπεὶ πρῶτον, ἐπεὶ τάχιστα, ἐπειδὴ τάχιστα, ὡς τάχιστα, οὐ πρότερον ...πρίν, οὐ πρόσθεν ...πρὶν
Χρονικές βαθμίδες και τρόπος που εισάγονται
Οι χρονικές προτάσεις εκφράζουν τις χρονικές βαθμίδες του προτερόχρονου, σύγχρονου και υστερόχρονου.
Κατά το προτερόχρονο η πράξη της χρονικής πρότασης προηγείται χρονικά της πράξης της κύριας πρότασης.
Κατά το σύγχρονο η πράξη της χρονικής πρότασης γίνεται ταυτόχρονα με την πράξη της κύριας πρότασης.
Κατά το υστερόχρονο η πράξη της χρονικής πρότασης γίνεται μετά από την πράξη της κύριας πρότασης.
Αναλυτικά
Όταν εκφράζουν το προτερόχρονο, εισάγονται:
α) με τους χρονικούς συνδέσμους: ὡς (= αφού, μόλις), ἐπεί (= αφού, αφότου), ἐπειδή (= αφού, αφότου)
β) τις χρονικές εκφράσεις: ἐπεὶ τάχιστα (= αμέσως μόλις, όταν), ἐπειδὴ τάχιστα (= αμέσως μόλις, όταν), ἐπειδὴ πρῶτον, ἀφ' οὗ (= αφού, αφότου), ἐξ οὗ (= αφού, αφότου), ἐξ ὅτου (= αφού, αφότου), ἀφ' ὅτου (= αφού, αφότου), πρὶν + έγκλιση.
Μεταφράζονται γενικά με το αφού + οριστική.
Ὡς δὲ ὁ Διόνυσος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ' ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην, ἐκ τούτου δὴ φιλούντων τε καὶ ἀσπαζομένων ἀλλήλους σχήματα παρῆν θεάσασθαι
(= Κι αφού ο Διόνυσος σηκώθηκε και έδωσε το χέρι του στην Αριάδνη για να σηκωθεί και αυτή, εκεί πια παρουσίασαν την ενσάρκωση των εραστών που φιλούν και αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλο.)
Ἐπεὶ δ' ὁ χειμὼν ἔληγεν, οἱ Ἀθηναῖοι ἔπλευσαν εἰς Προκόννησον.
(= Αφού τέλειωνε ο χειμώνας, οι Αθηναίοι ἔπλευσαν στην Προκόννησο.)
Ἐπειδή τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐψηφίσθη, ἔρχονται ἐπὶ τὸν Ἀγόρατον εἰς τὸν Πειραιᾶ.
(= Αφού εγκρίθηκε αυτό το ψήφισμα, έρχονται στον Πειραιά να συλλάβουν τον Αγόρατο.)
Ἀφ' ὅτου πολέμιοι γεγενήμεθα, ουδεὶς ὑμῖν συμμαχεῖ.
(= Αφότου έχουμε γίνει εχθροί, κανείς δε συμμαχεί μαζί σας.)
Οὔτε τότε Κύρῳ ἤθελεν ἰέναι, πρὶν ἡ γυνὴ αὐτὸν ἔπεισε.
(= Ούτε τότε ήθελε να πάει στον Κύρο, παρά αφού τον έπεισε η γυναίκα του.)
Όταν εκφράζουν το σύγχρονο, εισάγονται:
α) με τους χρονικούς συνδέσμους: ὅτε, ὁπότε (= όταν, τότε που), ἕως, ἔστε, μέχρι, ἄχρι (= μέχρις ότου, ώσπου), ἡνίκα, ὁπηνίκα (= τη στιγμή που, ενώ)
β) με τα χρονικά επιρρήματα: ὁσάκις, ὁποσάκις (= κάθε φορά που)
γ) με τις αναφορικές εκφράσεις: ὅσον χρόνον, ἐν ᾧ, ἐν ὅσῳ (= ενώ, καθώς, στο διάστημα που)
Ὅτε ἡ ναυμαχία ἐγένετο, ἔτυχεν ἐν Ἀβύδῳ ὤν.
(= Όταν έγινε η ναυμαχία, έτυχε να βρίσκεται στην Άβυδο.)
Ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός, ἀπέλειπον τὰς ἐπάλξεις.
(= Κάθε φορά που επικρατούσε κακοκαιρία, εγκατέλειπαν τις επάλξεις.)
Αὐτοῦ διατρίψωμεν, ἕως ἂν φῶς γένηται.
(= Ας μείνουμε εδώ, ώσπου να ξημερώσει.)
Ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, ἐπανηρώτων τὸν Σωκράτη.
(= Κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα, ρωτούσα πάλι τον Σωκράτη.)
Ἐν ὅσῳ ταῦτ' ἐπράττετο, Ἐπαμεινώνδας ἐξῄει.
(= Καθώς γίνονταν αυτά, ο Επαμεινώνδας εκστράτευε.)
Όταν εκφράζουν το υστερόχρονο, εισάγονται:
α) με τους χρονικούς συνδέσμους: ἕως, ἔστε,ἄχρι, μέχρι, πρὶν + απαρέμφατο (= προτού να)
β) με τις εμπρόθετες αναφορικές εκφράσεις: μέχρι οὗ, ἄχρι οὗ, μέχρι ὅτου, ἄχρι ὅτου (= μέχρις ότου, έως ότου)
Σπονδὰς ἐποιήσαντο, ἕως ἀπαγγελθείη τὰ λεχθέντα εἰς Λακεδαίμονα.
(= Έκαναν συνθήκες μέχρις ότου να αναγγελθούν στη Λακεδαίμονα αυτά που ειπώθηκαν.)
Περιμένετε, ἔστε ἂν ἔλθῃ.
(= Περιμένετε, μέχρι να έλθει.)
Ταῦτα ἐποίουν, μέχρι σκότος ἐγένετο.
(= Αυτά έκαναν, μέχρις ότου σκοτείνιασε.)
Γέγραφε δὲ καὶ ταῦτα ὁ αὐτὸς Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ἑξῆς, ὡς ἕκαστα ἐγένετο, κατὰ θέρη καὶ χειμῶνας, μέχρι οὗ τήν τε ἀρχὴν κατέπαυσαν τῶν Ἀθηναίων Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι...)
(= Ο αυτός Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε και την ιστορία των γεγονότων αυτών με τη σειρά που έγιναν αυτά κάθε καλοκαίρι και χειμώνα, μέχρις ότου οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους κατέλυσαν τη Αθηναϊκή ηγεμονία...)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης, σε πολλές περιπτώσεις όμως εκφράζουν και επιθυμία.
Δέχονται άρνηση οὐ, όταν το ρήμα τους βρίσκεται σε οριστική· όταν το ρήμα τους βρίσκεται σε υποτακτική ή ευκτική δέχονται άρνηση μή.
Εκφέρονται με:
οριστική, όταν δηλώνουν πραγματικό γεγονός:
Ὅτε ἡ ναυμαχία ἐγένετο, ἔτυχεν ἐν Ἀβύδῳ ὤν.
(= Όταν έγινε η ναυμαχία, έτυχε να βρίσκεται στην Άβυδο.)
Ειδικές περιπτώσεις: Μερικές φορές οι χρονικές προτάσεις που εκφέρονται με οριστική περιέχουν και υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή ο υποθετικός λόγος μπορεί να δηλώνει:
α) το πραγματικό
Ὅτ' εὐτυχεῖς (εἰ εὐτυχεῖς), μὴ μέγα φρόνει.
(= Όταν (αν) ευτυχείς, μη μεγαλοφρονείς)
β) το αντίθετο του πραγματικού
Ὁπότε (εἴ ποτε) ἐκεῖνο ἔγνωμεν, ἱκανῶς ἂν εἶχεν ἡμῖν.
(= Όποτε (αν ποτέ) γνωρίζαμε εκείνο, το πρόβλημά μας θα λυνόταν.)
υποτακτική:
Στην περίπτωση αυτή οι σύνδεσμοι ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή συνοδεύονται από το αοριστολογικό ἂν, ενώνονται με αυτό σε μια λέξη και γίνονται ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν (ή ἐπήν), ἐπειδάν. Με τους άλλους χρονικούς συνδέσμους το ἂν δεν ενώνεται σε μια λέξη.
Οι χρονικές προτάσεις που εκφέρονται με υποτακτική εκφράζουν:
α) το προσδοκώμενο· το ρήμα της κύρια πρότασης βρίσκεται σε οριστική μέλλοντα ή προστακτική.
Ἐπειδὰν ὁ πόλεμος παρέλθῃ, ἀποδώσομεν ὑμῖν ταῦτα.
(= Όταν περάσει ο πόλεμος, θα σας τα επιστρέψουμε.)
β) την αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον· στην περίπτωση αυτή το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε οριστική ενεστώτα.
Ὅταν βορρᾶς πνέῃ, καλοί πλοῖ εἰσιν.
(= Όταν φυσάει βοριάς, είναι ωραία τα ταξίδια.)
ευκτική:
α) αόριστη επανάληψη στο παρελθόν· στην περίπτωση αυτή το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε οριστική παρατατικού ή δυνητική οριστική. Οι προτάσεις αυτές ονομάζονται χρονικοϋποθετικές, επειδή συγγενεύουν με τις αντίστοιχες υποθετικές προτάσεις (6ο είδος).
Ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, ἐπανηρώτων τὸν Σωκράτη.
(= Κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα, ρωτούσα πάλι τον Σωκράτη.)
β) απλή σκέψη του λέγοντος· στην περίπτωση αυτή το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε δυνητική ευκτική· ισοδυναμούν με τις υποθετικές προτάσεις 5ου είδους.
Ὁπότε τὸν μισθὸν ἔχοιμεν, ἀπίοιμεν ἂν.
(= Όταν έχουμε τον μισθό, μπορούμε να φύγουμε.)
ευκτική του πλάγιου λόγου (αντί της υποτακτικής), όταν στην κύρια πρόταση έχουμε ρήμα ιστορικού χρόνου.
Σπονδὰς ἐποιήσαντο, ἕως ἀπαγγελθείη τὰ λεχθέντα εἰς Λακεδαίμονα.
(= Έκαναν συνθήκες μέχρις ότου να αναγγελθούν στη Λακεδαίμονα αυτά που ειπώθηκαν.)
Η σύνταξη του συνδέσμου πρὶν
Ο σύνδεσμος πρὶν συντάσσεται: α) με έγκλιση, συνήθως μετά από αρνητική πρόταση και δηλώνει το προτερόχρονο β) με απαρέμφατο, συνήθως ύστερα από καταφατική πρόταση και δηλώνει γεγονός ενδεχόμενο και υστερόχρονο
α) έγκλιση:
οριστική ιστορικού χρόνου, όταν δηλώνει το πραγματικό. Μεταφράζεται με: παρά αφού, ἐως ότου + οριστική
Οὐ πρότερον ἠθέλησεν ἀπελθεῖν, πρὶν αὐτὸν ἐξήλασαν.
(= Δε θέλησε πρωτύτερα να φύγει, παρά αφού τον εξόρισαν)
υποτακτική + αν αοριστολογικό. Η πρόταση είναι χρονικοϋποθετική και δηλώνει το προσδοκώμενο ή το αόριστα επαναλαμβανόμενο στο παρόν ή στο μέλλον. Μεταφράζεται με: προτού να, πριν να + υποτακτική
Μὴ ἀπέλθητε, πρὶν ἂν ακούσητε.
(= Μη φύγετε, πριν να ακούσετε.)
ευκτική του πλάγιου λόγου ύστερα από ρήματα ιστορικού χρόνου
Οὐκ ἀφίεσαν πρὶν παραθεῖεν αὐτοῖς ἄριστον.
(= Δεν τους άφηναν να φύγουν πριν τους παραθέσουν πρόγευμα.)
β) απαρέμφατο. Μεταφράζεται με: προτού να, πριν να + υποτακτική
Οὗτοι οὖν διέβησαν, πρὶν τοὺς ἄλλους ἀποκρίνασθαι.
(= Αυτοί λοιπόν πέρασαν προτού να αποκριθούν οι άλλοι.)
Χρησιμεύουν ως: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου του ρήματος της κύριας πρότασης.
Ισοδυναμούν με: χρονική μετοχή, εμπρόθετο προσδιορισμό του χρόνου, γενική του χρόνου, δοτική του χρόνου, αιτιατική του χρόνου, χρονικά επιρρήματα, επιρρηματικό κατηγορούμενο του χρόνου.
και για τις αιτιολογικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Αιτιολογικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν αιτία. Μεταξύ της αιτιολογικής πρότασης και της κύριας υπάρχει η σχέση του αιτίου και του αποτελέσματος, δηλαδή η αιτιολογική εκφράζει την αιτία και η κύρια το αποτέλεσμα.
Εισάγονται:
α) με τους αιτιολογικούς συνδέσμους ὅτι, διότι, ὡς (= διότι, για τον λόγο ότι, επειδή, γιατί, εφόσον), ἐπεί, ἐπειδή, διόπερ, διότι περ, (= διότι ακριβώς, διότι βέβαια) ἐπείπερ, ἐπειδήπερ, (= επειδή ακριβώς, επειδή βέβαια)
β) με το εἰ (= που, αφού, επειδή)
γ) σπανιότερα με τους χρονικούς συνδέσμους ὅτε, ὁπότε (= αφού)
Παρατηρήσεις:
Ο σύνδεσμος ὅτι εκφράζει αντικειμενική αιτία και κανονικά βρίσκεται μετά από ρήματα που εκφράζουν ψυχικό πάθος: ἥδομαι, θαυμάζω, χαίρω, χάριν ἔχω, χαρίζομαι, ἀγαπῶ, αἰσχύνομαι, ἐπιτιμῶ, ή μετά από τις φράσεις: αἰσχρὸν ἐστι, δεινὸν ἐστι, ἀγαπητὸν ἐστι, θαυμαστὸν ἐστι, πλημμελὲς ἐστιν.
Με τα παραπάνω ρήματα και εκφράσεις εισάγει αιτιολογικές προτάσεις υποθετικής αιτιολογίας και ο σύνδεσμος εἰ. Οι προτάσεις αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθούν και ως υποκείμενα απρόσωπων εκφράσεων που δηλώνουν ψυχικό πάθος. Κανονικά ακολουθούν την κύρια πρόταση, σε αντίθεση με τις υποθετικές προτάσεις οι οποίες προηγούνται. Διακρίνονται επίσης από τις πλάγιες ερωτηματικές εξαιτίας της εξάρτησής τους από διαφορετικής σημασίας ρήματα. Παίρνουν άρνηση μή ή οὐ.
π.χ. δεινὸν δέ μοι δοκεῖ εἶναι, ὦ ἄνδρες δικασταί, εἰ τούτου μὲν ἑνὸς ὄντος καὶ οὐδὲν ὑπὸ τῆς πόλεως ἠδικημένου οὐκ ἐπεχείρησαν δεῖσθαι.
Η δ. αιτιολογική εισάγεται με το εἰ και είναι υποκείμενο στο δεινὸν εἶναι
Ο σύνδεσμος ὡς εκφράζει υποκειμενική αιτία.
Οι σύνδεσμοι ὡς και ἐπεί εισάγουν κύρια πρόταση που αιτιολογεί τα προηγούμενα μετά από τελεία ή άνω τελεία κι αν δεν ακολουθεί βεβαίως άλλη πρόταση.
Ξενοφῶντα ᾐτιῶντο, ὅτι ἐδίωκεν ἀπὸ τῆς φάλαγγος.
(= Κατηγορούσαν τον Ξενοφῶντα, διότι τους απομάκρυνε από τη φάλαγγα.)
Μὴ θαυμάζετε, ὅτι χαλεπῶς φέρω τοῖς παρούσι πράγμασι.
(= Μην απορείτε, επειδή αγανακτώ με την παρούσα κατάσταση.)
Οὐ πολλῷ δέω χάριν ἔχειν τῷ κατηγόρῳ, ὅτι μοι παρεσκεύασε τὸν ἀγῶνα τουτονί.
(= Σχεδόν χρωστώ ευγνωμοσύνη στον κατήγορο, γιατί μου ετοίμασε αυτή τη δίκη.)
Ἀγοράτου δὲ ἀπεψηφίσαντο, διότι ἐδόκει προθύμως τούτους ἀπολλύναι.
(= Τον Αγόρατον τον αθώωσαν, διότι τους φαινόταν ότι πρόθυμα φόνευσε αυτούς τους άνδρες.)
ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ, ὡς ὄνομ' ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων
(= η δική μου καρδιά όμως γέλασε για το πώς τους παραπλάνησε το όνομά μου και το άψογο τέχνασμα.)
Ἐπεὶ δὲ οὐκ ἤθελον καθαιρεῖν τὰ τείχη, φρουρὰν φαίνουσιν ἐπ' αὐτούς.
(= Επειδή δεν ήθελαν να κατεδαφίσουν τα τείχη, τους κήρυξαν τον πόλεμο.)
Νῦν δὲ, ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις καὶ ἐμοί τις ἀσχολία ἐστίν, ἄπειμι·
(= Και τώρα, επειδή δε θέλεις, κι εγώ έχω κάποια δουλειά, θα φύγω·)
Θαυμάζω δ' ἔγωγε, εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ' ένθυμεῖται μήτ' ὀργίζεται.
(= Εγώ τουλάχιστον απορώ, γιατί κανείς από σας ούτε θυμάται ούτε οργίζεται.)
Οὐ θαυμαστόν εἰ μἠ τούτων ἐνεθυμήθησαν;
(= Δεν είναι παράδοξο που δε θυμήθηκαν αυτά;)
Φεῦ <σου>, ὦ Ἑλλάς, ὁπότε οἱ νῦν τεθνηκότες ἱκανοὶ ἦσαν ζῶντες νικᾶν μαχόμενοι πάντας τοὺς βαρβάρους.
(= Αλοίμονο, Ελλάδα, γιατί οι τωρινοί νεκροί, αν ζούσαν, μπορούσαν να νικήσουν πολεμώντας όλους τους βαρβάρους.)
Ὡς χρὴ σὲ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι τὴν φρόνησιν. > κύρια
(= Γιατί πρέπει να θεωρείς σημαντική τη φρόνηση.)
Νῦν δὲ, ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις καὶ ἐμοὶ τις ἀσχολία ἐστίν, ἄπειμι· ἐπεί καὶ ταῦτ' ἂν ἴσως οὐκ ἀηδῶς σου ἤκουν. > κύρια
(= Και τώρα, επειδή δε θέλεις, κι εγώ έχω κάποια δουλειά, θα φύγω· γιατί και αυτά με ευχαρίστηση θα τα άκουα από σένα.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης.
Δέχονται άρνηση οὐ
Εκφέρονται με:
οριστική, όταν δηλώνουν αίτιο πραγματικό:
Ξενοφῶντα ᾐτιῶντο, ὅτι ἐδίωκεν ἀπὸ τῆς φάλαγγος.
(= Κατηγορούσαν τον Ξενοφῶντα, διότι τους απομάκρυνε από τη φάλαγγα.)
δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατό στο παρελθόν ή μη πραγματικό:
Οὐκ ἔλεγε τὰς ἐμὰς πράξεις, ὅτι ἐδείκνυεν ἂν τὴν ἐμὴν ἀρετήν.
(= Δεν έλεγε τις πράξεις μου, γιατί θα έδειχνε την αρετή μου.)
δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον:
Δέομαι οὖν σου παραμεῖναι ἡμῖν, ὡς ἐγὼ οὐδ' ἂν ἑνὸς ἥδιον ἀκούσαιμι ἤ σοῦ.
(= Σε παρακαλώ λοιπόν να μείνεις μαζί μας, γιατί εγώ κανέναν άλλο δε θα άκουα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση εκτός από σένα.)
ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου:
Οἱ στρατηγοὶ ἐθαύμαζον, ὅτι Κῦρος οὐ φαίνοιτο.
(= Οι στρατηγοί απορούσαν γιατί ο Κύρος δε φαινόταν.)
Χρησιμεύουν ως: επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας του ρήματος της κύριας πρότασης· για τον λόγο αυτό ακολουθούν την κύρια πρόταση. Σπανίως χρησιμοποιούνται και ως επεξήγηση σε εμπρόθετο προσδιορισμό της αιτίας.
Διὰ τοῦτο κρίνεται, ὅτι παρὰ τοὺς νόμους δημηγορεῖ.
Ισοδυναμούν με: αιτιολογική μετοχή, εμπρόθετο προσδιορισμό της αιτίας, γενική της αιτίας, δοτική της αιτίας, αιτιατική της αιτίας.
και για τις τελικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Τελικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν σκοπό (α.ε. τέλος = σκοπός), το τελικό αίτιο, τον στόχο που εκφράζεται στην κύρια πρόταση.
Εισάγονται:
με τους τελικούς συνδέσμους ἵνα, ὅπως, ὡς (= για να)
Κύνας τρέφομεν, ἵνα φυλάττωσι τὰς οἰκίας.
(= Εκτρέφουμε σκύλους, για να φυλάνε τα σπίτια.)
Ξενοφῶν ἡγεῖτο πρὸς τὴν φανερὰν ἔκβασιν, ὅπως ταύτῃ τῇ ὁδῷ οἱ πολέμιοι προσέχοιεν τὸν νοῦν.
(= Ο Ξενοφώντας βάδιζε προς το φανερό πέρασμα, για να προσέχουν οι εχθροί αυτόν τον δρόμο.)
Ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν ἡμᾶς, ὡς μὴ ἐδύνατο Σεύθης ἐξαπατᾶν.
(= Έπρεπε εμείς τότε να πάρουμε τις εγγυήσεις, για να μην μπορούσε ο Σεύθης να μας εξαπατά.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση μὴ
Εκφέρονται με:
υποτακτική, όταν δηλώνουν σκοπό προσδοκώμενο με βεβαιότητα:
Κύνας τρέφομεν, ἵνα φυλάττωσι τὰς οἰκίας.
(= Εκτρέφουμε σκύλους, για να φυλάνε τα σπίτια.)
υποτακτική + αοριστολογικό ἂν, όταν δηλώνουν σκοπό προσδοκώμενο υπό προϋπόθεση:
Ἄκουσον, ὡς ἂν μάθῃς.
(= Άκουσε, για να μάθεις.)
ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν δηλώνουν σκοπό υποκειμενικό και αβέβαιο στο παρελθόν και μετά από ρήμα ιστορικού χρόνου:
Ξενοφῶν ἡγεῖτο πρὸς τὴν φανερὰν ἔκβασιν, ὅπως ταύτῃ τῇ ὁδῷ οἱ πολέμιοι προσέχοιεν τὸν νοῦν.
(= Ο Ξενοφώντας βάδιζε προς το φανερό πέρασμα, για να προσέχουν οι εχθροί αυτόν τον δρόμο.)
οριστική ιστορικού χρόνου, όταν προηγείται ευχή ανεκπλήρωτη ή κάτι που δεν έγινε, και δηλώνουν σκοπό ανεκπλήρωτο:
Ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν ἡμᾶς, ὡς μὴ ἐδύνατο Σεύθης ἐξαπατᾶν.
(= Έπρεπε εμείς τότε να πάρουμε τις εγγυήσεις, για να μην μπορούσε ο Σεύθης να μας εξαπατά.)
Εκφέρονται επίσης και με:
οριστική μέλλοντα:
Συμπράττουσι, ὅπως μεγίστην δόξαν ἕξουσι
(= Συνεργάζονται, για να έχουν μεγαλύτερη φήμη.)
δυνητική ευκτική, ως απόδοση λανθάνουσας υπόθεσης:
Γύμναζε σαυτὸν πόνοις ἑκουσίοις, ὅπως ἂν δύναιο καὶ τοὺς ἀκουσίους ὑπομένειν.
(= Να γυμνάζεις τον εαυτό σου με κόπους εκούσιους, για να μπορείς να υπομένεις και τους ακούσιους.)
ευκτική, χωρίς εξάρτηση από ιστορικό χρόνο:
Ἆρ' οὐκ ἂν ἔλθοι βασιλεὺς ὡς πᾶσιν ἀνθρώποις φόβον παράσχοι;
(= Δε θα χρησιμοποιήσει τάχα κάθε μέσο ο βασιλιάς, για να φοβηθούν όλοι οι άνθρωποι;)
Χρησιμεύουν ως:
α) επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού σε ρήματα οποιασδήποτε σημασίας και ιδίως σ' αυτά που δηλώνουν κίνηση ή σκόπιμη ενέργεια:
Ἀβρακόμας τὰ πλοῖα κατέκαυσεν, ἵνα μὴ Κῦρος διαβῇ.
β) επεξήγηση σε εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού και κυρίως στα: διὰ τοῦτο, τούτου ἕνεκα:
Διὰ τοῦτο συλλέγεσθε, ἵνα οἱ ἀδυνατώτεροι τολμῶσι περὶ τοῦ δικαίου ἀμβισβητεῖν.
Στρατηγοὺς αἱροῦνται τούτου ἕνεκα, ἵνα αὑτοῖς ἡγεμόνες ὦσι.
Ισοδυναμούν με: τελική μετοχή, απαρέμφατο του σκοπού, επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού, εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού, γενική και αιτιατική του σκοπού, συμπερασματική πρόταση της μορφής ὥστε ή ὡς + απαρέμφατο που δηλώνει επιδιωκόμενο σκοπό.
και για τις υποθετικές προτάσεις και τους υποθετικούς λόγους © Κωνσταντίνα Σάιτ
Υποθετικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν υπόθεση.
Εισάγονται:
με τους υποθετικούς συνδέσμους εἰ, ἐάν, ἂν, ἤν (= αν)
Εἰ εἰσὶ βωμοί, εἰσὶ καὶ θεοί.
(= Αν υπάρχουν βωμοί, υπάρχουν και θεοί.)
Ἥξω παρὰ σὲ αὔριον, ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ.
(= Θα έρθω αύριο σε σένα, αν το θέλει ο θεός.)
Ἄν γὰρ ὀρθῶς μάθητε τὰ πραχθέντα, ῥᾳδίως γνώσεσθ’ ἅ μου κατεψεύσαντο οἱ κατήγοροι.
(= Αν πληροφορηθείτε σωστά όσα συνέβησαν, εύκολα θα αντιληφθείτε όσα ψευδώς μου καταλογίσουν οι κατήγοροι.)
Ἤν ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδείς βούλεται θνήσκειν.
(= Αν πλησιάσει ο θάνατος, κανείς δε θέλει να πεθάνει.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσεως και επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση μὴ και σπανίως οὐ.
Εκφέρονται με:
οριστική:
Εἰ τοῦτ' ἐποίουν, ἐνίκων ἂν.
(= Αν το έκαναν, θα νικούσαν.)
υποτακτική:
Ἐάν τι ἔχω ἀγαθόν, διδάσκω
(= Αν έχω κάτι καλό, το διδάσκω.)
ευκτική:
Εἴ τινα λάβοιεν, ἀπέκτεινον.
(= Αν έπιαναν κάποιον, τον σκότωναν.)
Χρησιμεύουν ως:
α) επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει υπόθεση
Ισοδυναμούν με: υποθετική μετοχή, οποιαδήποτε έκφραση με υποθετική σημασία.
ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Σε κάθε υποθετική πρόταση αντιστοιχεί και μια κύρια. Και οι δυο μαζί αποτελούν ένα λογικό σύνολο που ονομάζεται υποθετικός λόγος.
Στον υποθετικό λόγο η υποθετική πρόταση ονομάζεται υπόθεση ή ηγούμενο (= προηγούμενο) και η κύρια ονομάζεται απόδοση ή επόμενο ή συμπέρασμα.
Μεταξύ της υποθετικής πρότασης και της κύριας υπάρχει η λογική σχέση του αιτίου προς το αποτέλεσμα· η υποθετική πρόταση εκφράζει το αίτιο και η κύρια το αποτέλεσμα.
Οι υποθετικοί λόγοι διακρίνονται σε έξι είδη ανάλογα:
α) με τον τρόπο που εισάγεται και εκφέρεται η υπόθεση,
β) με την έγκλιση της απόδοσης και
γ) με τη σημασία τους
Είδος | Σημασία | Υπόθεση | Απόδοση |
1ο | Πραγματικό | εἰ + οριστική οποιουδήποτε χρόνου | οποιαδήποτε έκγλιση |
2ο | Αντίθετο του πραγματικού | εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου | δυνητική οριστική |
3ο | Προσδοκώμενο | ἐὰν, ἂν, ἤν + υποτακτική | οριστική μέλλοντα |
4ο | Αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον | ἐὰν, ἂν, ἤν + υποτακτική | οριστική ενεστώτα |
5ο | Απλή σκέψη του λέγοντος | εἰ + ευκτική | δυνητική ευκτική |
6ο | Αόριστη επανάληψη στο παρελθόν | εἰ + ευκτική (επαναληπτική) | οριστική πρτ. ή δυνητική οριστική αορ. |
1ο είδος: Το πραγματικό
Υπόθεση | Απόδοση |
εἰ + οριστική οποιουδήποτε χρόνου | οποιαδήποτε έκγλιση |
Εἰ εἰσὶ βωμοί, εἰσὶ καὶ θεοί.
> οριστική ενεστώτα / οριστική
(= Αν υπάρχουν βωμοί, υπάρχουν και θεοί.)
Εἰ σὺ βούλει, ἐπανέλθωμεν
> οριστική ενεστώτα / υποτακτική
(= Αν θέλεις, ας επανέλθουμε.)
Εἰ δέ τις ἄλλο ὁρᾶ βέλτιον, λεξάτω
> οριστική ενεστώτα / προστακτική
(= Αν κάποιος βλέπει κάτι καλύτερο, ας το πει.)
Εἰ ἐκεῖνα πέπραχεν ὀρθῶς, καλῶς ἂν ἔσχεν
> οριστική παρακείμενου / δυνητική οριστική
(= Αν εκείνα τα έχει κάνει σωστά, θα ήταν καλά.)
Εἰ μὲν οὖν ταῦτα λέγων διαφθείρω τοὺς νέους, ταῦτα ἂν εἴη βλαβερά.
> οριστική ενεστώτα / δυνητική ευκτική
(= Αν λέγοντας αυτά διαφθείρω τους νέους, αυτά θα ήταν βλαβερά.)
Περιορισμός: Δεν μπορεί να υπάρχει στην υπόθεση οριστική ιστορικού χρόνου και στην απόδοση δυνητική οριστική, γιατί τότε έχουμε 2ο είδος.
Μετάφραση:
Το εἰ μεταφράζεται με το αν,
στην υπόθεση: η οριστική μεταφράζεται με οριστική, διατηρώντας τον αντίστοιχο χρόνο,
στην απόδοση: η οριστική, η υποτακτική και η προστακτική μεταφράζονται με τις αντίστοιχες εγκλίσεις της ν.ε.. Η δυνητική οριστική και η δυνητική ευκτική μεταφράζονται με δυνητική οριστική της ν.ε. (= θα + παρατατικός)
Δηλώνει: όπως συνηθίζουμε να λέμε, το πραγματικό. Η έννοια του πραγματικού δε σχετίζεται τόσο με την πραγματικότητα, όσο με τη σχέση μεταξύ υπόθεσης και απόδοσης. (Δες και στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα ή στο συντακτικό του Κ. Σ. Κατεβαίνη)
εἰ θεοί τι δρῶσιν αἰσχρόν, οὐκ εἰσὶν θεοί
( = αν οι θεοί κάνουν κάτι ανήθικο, δεν είναι θεοί.
Δεν υπάρχει ζήτημα «πραγματικού» αν οι θεοί κάνουν κάτι ανήθικο ή δεν είναι θεοί· είναι προφανές ότι δε συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, γιατί οι θεοί δεν κάνουν κάτι αισχρό και είναι θεοί.
Πραγματικό είναι μόνο ότι αν ισχύει η υπόθεση θα ισχύει και η απόδοση.
2ο είδος: Το αντίθετο του πραγματικού
Υπόθεση | Απόδοση |
εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου | δυνητική οριστική ή α) παρατατικός απρόσωπου ρ. ή απρόσωπης έκφρασης + απαρέμφατο β) ένα από τα ρ. ἐβουλόμην, ἔμελλον, ἐκινδύνευσα + απαρέμφατο, στις περιπτώσεις αυτές χωρίς το δυνητικό ἂν. |
Εἰ μὴ ἐγὼ ἐκέλευον, οὐκ ἂν ἐποίει Ἀγασίας.
> οριστική παρατατικού / δυνητική οριστική
(= Αν δε διέταζα εγώ, ο Αγασίας δε θα το έκανε / δε θα το είχε κάνει.)
Εἰ μὴ ἐγὼ ἐκέλευσα, οὐκ ἂν ἐποίησεν Ἀγασίας.
> οριστική αόριστου / δυνητική οριστική
(= Αν δε διέταζα εγώ, ο Αγασίας δε θα το έκανε / δε θα το είχε κάνει.)
Εἰ μὴ ἐγὼ ἐκεκελεύκειν, οὐκ ἂν ἐπεποιήκει Ἀγασίας.
> οριστική υπερσυντέλικου / δυνητική οριστική
(= Αν δεν είχα διατάξει εγώ, ο Αγασίας δε θα το είχε κάνει.)
καίτοι εἰ ἦσαν ἄνδρες, ὥσπερ φασίν, ἀγαθοί, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν τοῖς πέλας, τόσῳ δὲ φανερωτέραν ἐξῆν αὐτοῖς τὴν ἀρετὴν διδοῦσι καὶ δεχομένοις τὰ δίκαια δεικνύναι.
> οριστική παρατατικού / παρατατικός απρόσωπου ρήματος + απαρέμφατο
(= "Αν και, αν ήταν όπως λένε, άντρες γενναίοι και ενάρετοι, όσο πιο αδύνατο ήταν στους άλλους να τους κυριέψουν, τόσο πιο φανερά θα μπορούσαν, δίνοντας και παίρνοντας τη δίκαιη κρίση να δείχνουν την αρετή τους." μτφρ. Ε. Λαμπρίδη)
Ἡ πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι, εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτήν.
> οριστική αόριστου β' / ἐκινδύνευσα + απαρέμφατο
(= "Θα χαλιόταν όλη η πολιτεία, αν σηκωνόταν άνεμος ευνοϊκός για να ξαπλωθεί η πυρκαγιά." μτφρ. Ε. Λαμπρίδη)
Παρατήρηση: σπάνια χρησιμοποιείται στην απόδοση η απλή οριστική αρκτικού χρόνου, είτε σε ρητορικούς λόγους είτε εξαιτίας της έλλειψης της πραγματικής απόδοσης:
Εἰ δ' ἦσθα μετρία, τἄλλα γ' ἡδίστη θεῶν πέφυκας ἀνθρώποισιν
> οριστική παρατατικού / οριστική παρακείμενου
(= Αν ήξερες μόνο το μέτρο να κρατήσεις, θα ήσουν η πιο καλή από τους θεούς για τους ανθρώπους.)
Μετάφραση:
Το εἰ μεταφράζεται με το αν,
στην υπόθεση:
η οριστική παρατατικού και αόριστου μεταφράζεται με παρατατικό,
η οριστική υπερσυντέλικου με υπερσυντέλικο.
στην απόδοση:
ο δυνητικός παρατατικός και αόριστος μεταφράζονται με θα + παρατατικό ή υπερσυντέλικο,
ο δυνητικός υπερσυντέλικος μεταφράζεται με το θα + υπερσυντέλικο.
Δηλώνει: το αντίθετο του πραγματικού, το μη πραγματικό, "κάτι, δηλαδή, που δεν μπορεί ή δεν θα μπορούσε να γίνει, καθώς βρίσκεται σε αντίθεση προς ό,τι πραγματικά συμβαίνει ή συνέβη. Η απόδοση δηλώνει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα εάν θα γινόταν ή είχε γίνει πραγματικότητα η υπόθεση".1
1. Βλέπε στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
3ο είδος: Το προσδοκώμενο
Υπόθεση | Απόδοση |
ἐάν, ἂν, ἤν + υποτακτική | οριστική μέλλοντα ή μελλοντική έγκλιση ή έκφραση (υποτακτική, δυνητική ή ευχετική ευκτική, προστακτική, οριστική ενεστώτα ή αόριστου ή παρακείμενου με μελλοντική σημασία, συντελεσμένος μέλλοντας, απρόσωπο ρήμα + τελικό απαρέμφατο, ρηματικό επίθετο σε -τος ή -τέος + ἐστί) |
ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ, ἥξω παρὰ σὲ αὔριον
> υποτακτική / οριστική μέλλοντα
(= αν το θέλει ο θεός, αύριο θα έρθω σε σένα.)
ἐὰν οὖν, ὦ Σώκρατες, πολλὰ πολλῶν πέρι, θεῶν καὶ τῆς τοῦ παντὸς γενέσεως, μὴ δυνατοὶ γιγνώμεθα πάντῃ πάντως αὐτοὺς ἑαυτοῖς ὁμολογουμένους λόγους καὶ ἀπηκριβωμένους ἀποδοῦναι, μὴ θαυμάσῃς
> υποτακτική / υποτακτική
(= αν, λοιπόν, Σωκράτη, δεν καταφέρουμε να διατυπώσουμε απολύτως συνεπείς από κάθε πλευρά και ακριβείς συλλογισμούς για πολλά και ποικίλα ζητήματα ―για τους θεούς και τη γέννηση του σύμπαντος―, μην εκπλαγείς.)
ἐὰν ἡμεῖς ἐπιχειρῶμεν τὰ αὐτὰ λόγῳ ψιλῷ κοσμεῖν, τάχ' ἂν δεύτεροι φαινοίμεθα
> υποτακτική / δυνητική ευκτική
(= αν εγώ επιχειρήσω να εγκωμιάσω τα ίδια έργα με τον γυμνό πεζό λόγο, θα μπορούσα να φανώ κατώτερος.)
Ἀλλ' ἤν σε τοῦ λοιποῦ ποτ' ἀφέλωμαι χρόνου͵ πρόρριζος αὐτός͵ ἡ γυνή͵ τὰ παιδία͵ κάκιστ' ἀπολοίμην
> υποτακτική / ευχετική ευκτική
(= Αλλά αν σου τα αφαιρέσω κάποτε στο μέλλον, να αφανιστώ με τον χειρότερο τρόπο ο ίδιος, αλλά κι η γυναίκα και τα παιδιά μου.)
Ἐὰν πάντα ἀκούσητε, κρίνατε.
> υποτακτική / προστακτική
(= Αν τα ακούσετε όλα, κρίνετε.)
ἢν δ' ἡμεῖς νικήσωμεν, ἡμᾶς δεῖ τοὺς ἡμετέρους φίλους τούτων ἐγκρατεῖς ποιῆσαι
> υποτακτική / απρόσωπο ρήμα + τελικό απαρέμφατο
(= αν, όμως, νικήσουμε εμείς, πρέπει να καταστήσουμε τους δικούς μας φίλους κυρίους τους)
ἢν θανῇς σύ, παῖς ὅδ' ἐκφεύγει μόρον
> υποτακτική / οριστική ενεστώτα με μελλοντική σημασία
αν πεθάνεις εσύ, το παιδί αυτό θα γλιτώσει τον θάνατο.
Ἐὰν δ' ὑμᾶς ἐξαπατήσωσι, τῶν παρόντων κακῶν ἔσονται ἀπηλλαγμένοι.
> υποτακτική / συντελεσμένος μέλλοντας
(= Αν σας εξαπατήσουν, θα είναι απαλλαγμένοι από τα παρόντα κακά.)
ἐὰν δέ τις κατά τι κακὸς γίγνηται, κολαστέος ἐστί.
> υποτακτική / ρηματικό επίθετος σε -τέος
(= αν κάποιος γίνει κακός, πρέπει να τιμωρηθεί.)
Μετάφραση:
Τα ἐάν, ἂν, ἤν μεταφράζονται με το αν,
στην υπόθεση:
η υποτακτική μεταφράζεται με υποτακτική,
στην απόδοση:
οι εγκλίσεις των διαφόρων περιπτώσεων μεταφράζονται με τις αντίστοιχες εγκλίσεις της ν.ε.
τα ρηματικά επίθετα σε -τέος μεταφράζονται με το πρέπει + να + ρήμα
τα ρηματικά επίθετα σε -τός μεταφράζονται μπορεί + να + ρήμα
Δηλώνει: το προσδοκώμενο
4ο είδος: Αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον
Υπόθεση | Απόδοση |
ἐάν, ἂν, ἤν + υποτακτική | οριστική ενεστώτα γνωμικός αόριστος, παρακείμενος |
Ἤν ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδείς βούλεται θνήσκειν.
> υποτακτική / οριστική ενεστώτα
(= Αν πλησιάσει ο θάνατος, κανείς δε θέλει να πεθάνει.)
ἢν δέ τις τούτων τι παραβαίνῃ͵ ζημίαν αὐτοῖς ἐπέθεσαν
> υποτακτική / γνωμικός αόριστος
(= αν κάποιος υποπέσει σε κάποιο από αυτά τα αδικήματα, τιμωρείται.)
ἐὰν ἁμάρτῃ τις, ζημίας κατὰ τὴν ἀξίαν εἴληφεν.
> υποτακτική / παρακείμενος
(= αν κάποιος σφάλει, έχει την τιμωρία που του αξίζει.)
Μετάφραση:
Τα ἐάν, ἂν, ἤν μεταφράζονται με το αν, ή "όσες φορές" + υποτακτική
στην υπόθεση:
η υποτακτική μεταφράζεται με υποτακτική,
στην απόδοση:
η οριστική ενεστώτα μεταφράζεται με οριστική ενεστώτα
ο γνωμικός αόριστος μεταφράζεται με ενεστώτα· συχνά με την προσθήκη του συνήθως,
ο παρακείμενος μεταφράζεται με παρακείμενο
Δηλώνει: την αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον
5ο είδος: Απλή σκέψη του λέγοντος
Υπόθεση | Απόδοση |
εἰ + ευκτική | δυνητική ευκτική ή οριστική αρκτικού χρόνου, ευχετική ευκτική, προστακτική |
Εἰ οἱ πολῖται ὁμονοῖεν, εὐδαίμων ἂν γίγνοιτο ἡ πόλις.
> ευκτική / δυνητική ευκτική
(= Αν οι πολίτες ομονοούσαν, η πόλη θα γινόταν ευτυχισμένη.)
εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ... ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν ...
> ευκτική / οριστική ενεστώτα
(= αν θέλαμε να αντιμετωπίζουμε κινδύνους με άνεση ... έχομεν το πλεονέκτημα...)
Εἰ δ' ἀντίσχοιεν, μελετήσομεν καὶ ἡμεῖς ἐν πλέονι χρόνῳ τὰ ναυτικά.
> ευκτική / οριστική μέλλοντα
(= αν πάλι αντέξουν, θα ασκηθούμε και εμείς περισσότερο χρόνο στις θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις.)
Εἴ τις τάδε παραβαίνοι, ἐναγὴς ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος
> ευκτική / προστακτική
(= Αν κάποιος αυτά παραβαίνει, ας έχει την κατάρα του Απόλλωνα.)
Μετάφραση:
Το εἰ μεταφράζεται με το αν
στην υπόθεση:
η ευκτική μεταφράζεται με παρατατικό
στην απόδοση:
θα + παρατατικό
μπορεί να...
Δηλώνει: την απλή σκέψη του λέγοντος
6ο είδος: Αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
Υπόθεση | Απόδοση |
εἰ + ευκτική επαναληπτική | οριστική παρατατικού, δυνητική οριστική αόριστου ή δυνητική οριστική παρατατικού, απλή οριστική αόριστου, οριστική υπερσυντέλικου |
Εἴ τινα λάβοιεν τῶν ἐχθρῶν, ἀπέκτεινον.
> ευκτική / οριστική παρατατικού
(= Κάθε φορά που έπιαναν κάποιον από τους εχθρούς, τον σκότωναν.)
Εἰ Ἀγησίλαος ἴδοι τοὺς νέους γυμναζομένους, ἐπῄνεσεν ἂν
> ευκτική / δυνητική οριστική αόριστου
(= Αν ο Αγησίλαος έβλεπε τους νέους να γυμνάζονται, τους επαινούσε.)
Εἴ δέ τις αὐτῷ περί του ἀντιλέγοι μηδὲν ἔχων σαφὲς λέγειν, ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν ἐπανῆγεν ἂν πάντα τὸν λόγον.
> ευκτική / δυνητική οριστική παρατατικού
(= Αν κάποιος του αντέλεγε, χωρίς να λέει τίποτα σαφές, θα επανέφερνε πάντα τον λόγο στην υπόθεση.)
Εἴ τίς γέ τι αὐτῷ προστάξαντι καλῶς ὑπηρετήσειεν, οὐδενὶ ἀχάριστον εἴασε τὴν προθυμίαν
> ευκτική / δυνητική οριστική αόριστου
Εἴ δέ τις ἀντείποι, εὐθὺς ἐτεθνήκει.
(= Αν κάποιος αντιμιλούσε, αμέσως είχε πεθάνει.)
> ευκτική / οριστική υπερσυντέλικου
Μετάφραση:
Το εἰ μεταφράζεται με το αν, "κάθε φορά που"
στην υπόθεση:
η επαναληπτική ευκτική μεταφράζεται με παρατατικό
στην απόδοση:
παρατατικό
Δηλώνει: αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
α) Απλός, σύνθετος και ελλειπτικός υποθετικός λόγος
Απλός υποθετικός λόγος λέγεται αυτός που αποτελείται από μία υπόθεση και μία απόδοση (Υπ > Απ)
Εἰ οἱ πολῖται ὁμονοῖεν, εὐδαίμων ἂν γίγνοιτο ἡ πόλις.
Σύνθετος υποθετικός λόγος λέγεται αυτός που αποτελείται από:
α) περισσότερες από μία υποθέσεις και μία απόδοση (Υπ + Υπ > Απ)
Εἰ Φίλιππος λάβοι τοιοῦτον καιρὸν και (εἰ) πόλεμος γένοιτο πρὸς τῇ χώρᾳ, πῶς ἂν οἴεσθε ἐτοίμως ἐφ' ἡμᾶς ἐλθεῖν
β) μία υπόθεση και περισσότερες από μία αποδόσεις, (Υπ > Απ + Απ)
Εἰ παρειχόμεθα τὴν αὐτὴν προθυμίαν, εἴχετε ἂν Ἀμφίπολιν καὶ ἀπηλλαγμένοι ἂν ἦτε τῶν μετὰ ταῦτα πραγμάτων
γ) περισσότερες από μία υποθέσεις και περισσότερες από μία αποδόσεις (Υπ + Υπ > Απ + Απ)
ἂν τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ὑμεῖς ἐπὶ τῆς τοιαύτης ἐθελήσητε γενέσθαι γνώμης νῦν, ἐπειδήπερ οὐ πρότερον, καὶ (ἂν) ἕκαστος ὑμῶν, οὗ δεῖ καὶ δύναιτ' ἂν παρασχεῖν αὑτὸν χρήσιμον τῇ πόλει, πᾶσαν ἀφεὶς τὴν εἰρωνείαν ἕτοιμος πράττειν ὑπάρξῃ, ὁ μὲν χρήματ' ἔχων εἰσφέρειν, ὁ δ' ἐν ἡλικίᾳ στρατεύεσθαι, συνελόντι δ' ἁπλῶς ἂν ὑμῶν αὐτῶν ἐθελήσητε γενέσθαι, καὶ (ἂν) παύσησθ' αὐτὸς μὲν οὐδὲν ἕκαστος ποιήσειν ἐλπίζων, τὸν δὲ πλησίον πάνθ' ὑπὲρ αὐτοῦ πράξειν, καὶ τὰ ὑμέτερ' αὐτῶν κομιεῖσθ', ἂν θεὸς θέλῃ, καὶ τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε, κἀκεῖνον τιμωρήσεσθε.
Ελλειπτικός υποθετικός λόγος λέγεται όταν
α) λείπει το ρήμα της υπόθεσης
β) λείπει το ρήμα της απόδοσης
γ) λείπει ολόκληρη η υπόθεση
δ) λείπει ολόκληρη η απόδοση
επειδή μπορεί να εννοηθούν εύκολα από τα συμφραζόμενα.
ἐὰν μὲν σφόδρ' ὀργίζησθε, ἧττον ἀσελγανοῦσιν, ἂν δὲ μή (ὀργίζησθε), πολλοὺς τοὺς ἀσελγεῖς εὑρήσετε
β) Εξαρτημένος υποθετικός λόγος
Εξαρτημένος υποθετικός λόγος είναι ο υποθετικός λόγος που έχει μετατραπεί σε πλάγιο λόγο.
Εἰ ταῦτα πράττετε, ἁμαρτάνετε > ευθύς υποθετικός λόγος
Ἀγησίλαος λέγει ὅτι ἁμαρτάνουσιν, εἰ ταῦτα πράττουσιν > εξαρτημένος υποθετικός λόγος
Εἰ ταῦτα πράττετε, ἁμαρτάνετε > ευθύς υποθετικός λόγος
Ἀγησίλαος λέγει εἰ ταῦτα πράττουσιν, ἁμαρτάνειν αὐτούς > εξαρτημένος υποθετικός λόγος
Εἰ ταῦτα πράττετε, ἁμαρτάνετε > ευθύς υποθετικός λόγος
Ἀγησίλαος γιγνώσκει εἰ ταῦτα πράττουσιν ἁμαρτάνοντας αὐτούς > εξαρτημένος υποθετικός λόγος
Από τα παραπάνω παραδείγματα προκύπτει ότι στον εξαρτημένο υποθετικό λόγο η απόδοση μετατρέπεται σε: α) ειδική πρόταση, β) απαρέμφατο, γ) κατηγορηματική μετοχή.
Όσον αφορά την υπόθεση θα έχουμε τις εξής δύο περιπτώσεις:
α) αν η απόδοση εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου, η υπόθεση παραμένει χωρίς αλλαγές και αναγνωρίζεται το είδος του υποθετικού λόγου σαν να ήταν ανεξάρτητος. (βλέπε τα παραπάνω παραδείγματα)
β) αν η απόδοση εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, τότε η υπόθεση μπορεί: α) να διατηρείται ως έχει, β) να μετατρέπεται σε εἰ + ευκτική του πλάγιου λόγου.
προεῖπον δὲ αὐτοῖς μὴ ναυμαχεῖν Κορινθίοις, ἢν μὴ ἐπὶ Κέρκυραν πλέωσι
το ρήμα εξάρτησης σε ιστορικό χρόνο, η υπόθεση διατηρεί τη μορφή της, η απόδοση με απαρέμφατο
ὁ δὲ Ἀγησίλαος οὐκ ἔφη δέξασθαι τοὺς ὅρκους, ἐὰν μὴ ὀμνύωσιν
το ρήμα εξάρτησης σε ιστορικό χρόνο, η υπόθεση διατηρεί τη μορφή της, η απόδοση με απαρέμφατο
Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κλέανδρος εἶπεν ὅτι Δέξιππον μὲν οὐκ ἐπαινοίη͵ εἰ ταῦτα πεποιηκὼς εἴη·
το ρήμα εξάρτησης σε ιστορικό χρόνο, η υπόθεση σε ευκτική του πλάγιου λόγου και η απόδοση με ειδική πρόταση και ευκτική του πλάγιου λόγου
Οι μεταβολές των εξαρτημένων υποθετικών λόγων είναι ανάλογες με τις μεταβολές που συναντάμε γενικά στην μετατροπή του ευθύ λόγου σε πλάγιο λόγο και καθορίζονται από το ρήμα εξάρτησης.
γ) Λανθάνων-κρυμμένος υποθετικός λόγος
Μερικές φορές ένας υποθετικός λόγος (κυρίως η υπόθεση) κρύβεται-λανθάνει μέσα σε άλλες λέξεις της πρότασης, δηλαδή:
α) σε μια υποθετική, αναφορικοϋποθετική ή χρονικοϋποθετική μετοχή
καί τις εἰς τοῦτο βλέπων καὶ πᾶν τὸ θεῖον γνούς, θεόν τε καὶ φρόνησιν, οὕτω καὶ ἑαυτὸν ἂν γνοίη µάλιστα
> μετοχή / δυνητική ευκτική
εἰ τίς εἰς τοῦτο βλέποι καὶ (εἰ) πᾶν τό θεῖον γνοίη, θεόν τε και φρόνησιν (εἰ + Ευκτική) οὕτω καὶ ἑαυτόν ἂν γνοίη µάλιστα
> εἰ + ευκτική / δυνητική ευκτική
β) σε μια χρονικοϋποθετική, αναφορικοϋποθετική ή εναντιωματική πρόταση
Ἀλλ' ἐπειδὰν τῶν πραγμάτων ἐγκρατὴς ὁ ζητῶν ἄρχειν καταστῇ, καὶ τῶν ταῦτ' ἀποδομένων δεσπότης ἐστί.
> χρονικοϋποθετική πρόταση / οριστική
Ἀλλ' ἐὰν τῶν πραγμάτων ἐγκρατὴς ὁ ζητῶν ἄρχειν καταστῇ, καὶ τῶν ταῦτ' ἀποδομένων δεσπότης ἐστί
> ἐὰν + υποτακτική / οριστική
γ) σε ένα επίρρημα
οὕτω γὰρ πρός τε τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις, εὐψυχότατοι ἂν εἶεν
> επίρρημα / δυνητική ευκτική
εἰ οὕτως ἔχοιεν πρός τε τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις, εὐψυχότατοι ἂν εἶεν
> εἰ + ευκτική / δυνητική ευκτική
δ) έναν εμπρόθετο προσδιορισμό (συνήθως ἄνευ, ἀπό, ἐκ, μετά) + γενική
Ἄνευ ἀρχόντων οὐδὲν ἂν οὔτε καλὸν οὔτε ἀγαθὸν γένοιτο
> εμπρόθετος προσδιορισμός / δυνητική ευκτική
Εἴ μη εἴη ἄρχοντες οὐδὲν ἂν οὔτε καλὸν οὔτε ἀγαθὸν γένοιτο
> εἰ + ευκτική / δυνητική ευκτική
ε) σε μία ευθεία ερώτηση ή στην ερώτηση ή στην απόδοση
Ἀδικεῖ τις ἑκών; ὀργὴ καὶ τιμωρία κατὰ τούτου (ἔστω)
> Εἰ ἀδικεῖ τις ἑκών ὀργὴ καὶ τιμωρία κατὰ τούτου (ἔστω)
Ἄν ἀμελήσωμεν, τὶς ἀγνοεῖ τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα;
Ἄν ἀμελήσωμεν, ο πόλεμος δεῦρο ἥξει;
Ασκήσεις στους υποθετικούς λόγους
1η άσκηση, αντιστοίχηση των ειδών
2η άσκηση, προσδιορισμός του είδους
4η άσκηση, λανθάνοντες υποθετικοί λόγοι
5η άσκηση, εντοπισμός των εξαρτημένων υποθετικών λόγων
και για τις εναντιωματικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Εναντιωματικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν εναντίωση προς το νόημα της κύριας πρότασης και δηλώνουν εναντίωση σε κάτι που είναι ή θεωρείται από το υποκείμενο ως πραγματικό.
Εισάγονται: κυρίως με τους εναντιωματικούς συνδέσμους εἰ καί, ἐὰν καί, ἂν καί, ἤν καί
Εἰ καὶ χρήματα εὐποροῦμεν, οὐκ εὐτυχοῦμεν.
(= Μολονότι έχουμε χρήματα, δεν ευτυχούμε.)
Ἐὰν καὶ μὴ βούλωνται, πάντες αἰσχύνονται μὴ πράττειν τὰ δίκαια.
(= Αν και δε θέλουν, όλοι ντρέπονται να μην κάνουν τα δίκαια.)
Ἄν καὶ κατορθώσωσι περί τινας τῶν πράξεων, μικρὸν διαλιπόντες πάλιν εἰς τὰς αὐτὰς ἀπορίας κατέστησαν.
(= Αλλά αν και μπορούν να πετύχουν σε ορισμένες ενέργειες, ύστερα από λίγο καταλήγουν πάλι στα ίδια αδιέξοδα.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης.
Δέχονται άρνηση μὴ
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν εναντίωση.
Εκφέρονται με:
οριστική ή ευκτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το εἰ
Εἰ καὶ χρήματα εὐποροῦμεν, οὐκ εὐτυχοῦμεν.
(= Μολονότι έχουμε χρήματα, δεν ευτυχούμε.)
υποτακτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το ἐάν, ἂν, ἤν
Ἐὰν καὶ μὴ βούλωνται, πάντες αἰσχύνονται μὴ πράττειν τὰ δίκαια.
(= Αν και δε θέλουν, όλοι ντρέπονται να μην κάνουν τα δίκαια.)
Ισοδυναμούν με: εναντιωματική μετοχή ή εμπρόθετο προσδιορισμό που δηλώνει εναντίωση.
Παρατηρήσεις:
α) Όταν μετά τους υποθετικούς συνδέσμους εἰ, ἐάν, ἂν, ἤν ακολουθεί ο καὶ ως προσθετικός, τότε τα συμπλέγματα που προκύπτουν δεν είναι εναντιωματικοί σύνδεσμοι, άρα και οι προτάσεις δε θα είναι εναντιωματικές αλλά υποθετικές:
Τόδε δὲ διανοηθῶμεν, εἰ καὶ σοὶ συνδοκεῖ
(= Αυτό ας σκεφτούμε, αν και συ συμφωνείς)
εἰ καὶ σοὶ συνδοκεῖ > υποθετική
β) Ο σύνδεσμος εἰ καί, όταν έχει τη σημασία του "ακόμη κι αν", εισάγει δευτερεύουσες παραχωρητικές προτάσεις:
Ἄνθρωποι κακοί, εἰ καὶ ὠφελεῖν δοκοῦσιν, μᾶλλον βλάπτουσιν
(= Οι κακοί άνθρωποι, ακόμη κι αν νομίζουν ότι ωφελούν, μάλλον βλάπτουν)
και για τις παραχωρητικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Παραχωρητικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν παραχώρηση προς το νόημα της κύριας πρότασης και δηλώνουν εναντίωση σε κάτι που είναι ή θεωρείται από το υποκείμενο ως μη πραγματικό ή αδύνατο ή απίθανο.
Εισάγονται: με τους παραχωρητικούς συνδέσμους:
α) καὶ εἰ, κεἰ, καὶ ἐὰν, κἄν, καὶ ἂν, καὶ ἤν ύστερα από καταφατική πρόταση.
Καὶ εἰ θαλάττης εἴργοιντο, δύναιντ' ἂν καλῶς διαζῆν.
(= Κι αν ακόμη αποκλείονταν από τη θάλασσα, θα μπορούσαν να ζουν καλά)
Καὶ ἂν οἱ πολέμιοι τὸ ναυτικὸν ἡμῶν νικήσωσι, κρατήσομεν αὐτῶν.
(= Κι αν ακόμη οι εχθροί νικήσουν το ναυτικό μας, θα τους εξουσιάσουμε.)
Ἀνὴρ πονηρὸς δυστυχεῖ, κἄν εὐτυχῇ
(= Ο πονηρός άνθρωπος δυστυχεί, ακόμη κι αν ευτυχεί)
β) οὐδ'εἰ, μηδ'εἰ, οὐδ' ἐάν, οὐδ' ἂν, οὐδ' ἤν, μηδ' ἐάν, μηδ' ἂν, μηδ' ἤν ύστερα από αρνητική πρόταση.
Μὴ θορυβήσετε, μηδ' ἐὰν δόξω τι ὑμῖν μέγα λέγειν.
(= Μη θορυβήσετε ακόμη κι αν σας φανεί ότι λέω κάτι υπερβολικό)
Μηδ' ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς, μηδένα θεῶν ὀμόσῃς.
(= Ούτε κι αν πρόκειται να τηρήσεις τον όρκο σου, σε κανένα θεό μην ορκιστείς.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης.
Δέχονται άρνηση μὴ
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν παραχώρηση.
Εκφέρονται με:
οριστική ή ευκτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το εἰ
Καὶ εἰ θαλάττης εἴργοιντο, δύναιντ' ἂν καλῶς διαζῆν.
(= Κι αν ακόμη αποκλείονταν από τη θάλασσα, θα μπορούσαν να ζουν καλά)
υποτακτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το ἐάν, ἂν, ἤν
Μηδ ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς, μηδένα θεῶν ὀμόσῃς.
(= Ούτε κι αν πρόκειται να τηρήσεις τον όρκο σου, σε κανένα θεό μην ορκιστείς.)
Ισοδυναμούν με: παραχωρητική μετοχή
για τις συμπερασματικές / αποτελεσματικές
και για τις συμπερασματικές / αποτελεσματικές © Κωνσταντίνα Σάιτ
Αποτελεσματικές ή Συμπερασματικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που δηλώνουν το αποτέλεσμα ή το συμπέρασμα που προκύπτει από την ενέργεια του ρήματος της πρότασης από την οποία εξαρτώνται.
Εισάγονται:
α) με τους συμπερασματικούς συνδέσμους: ὥστε, ὡς
Πλοῖα δ' ὑμῖν πάρεστιν, ὥστε ἐξαίφνης ἂν ἐπιπέσοιτε.
(= Έχετε πλοία, ώστε θα μπορούσατε αιφνίδια να επιτεθείτε.)
Νῦν οὕτω διάκειμαι ὑφ' ὑμῶν, ὡς οὐδὲ δεῖπνον ἔχω ἐν τῇ ἐμαυτοῦ χώρᾳ.
(= Τώρα βρίσκομαι σε τέτοια κατάσταση εξαιτίας σας, ώστε ούτε δείπνο δεν έχω στη χώρα μου.)
β) με τις εκφράσεις ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε + απαρέμφατο
Συνεχώρησαν αὐτοῖς καὶ Φλειασίοις καὶ τοῖς ἐλθοῦσι μετ' αὐτῶν εἰς Θήβας τὴν εἰρήνην ἐφ' ᾧτε ἔχειν τὴν ἑαυτῶν ἑκάστους
(= Συμφώνησαν με αυτούς και τους Φλειάσιους και όσους άλλους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα να συνάψουν ειρήνη με τον όρο ο καθένας να είναι κύριος της πατρίδας του.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης ή και επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση οὐ, ενώ όταν εκφέρονται με απαρέμφατο δέχονται άρνηση μή.
Χρησιμοποιούνται ως:
α) επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος:
Οὕτως ἀναίσθητος εἶ, Αἰσχύνη, ὥστ' οὐ δύνασαι λογίσασθαι.
β) επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν όρο, προϋπόθεση ή συμφωνία:
Οἱ τριάκονται ᾑρέθησαν, ἐφ' ᾧτε συγγράψαι νόμους.
γ) επεξηγήσεις σε εμπρόθετους προσδιορισμούς που δηλώνουν όρο, προϋπόθεση ή συμφωνία:
Ἀφίεμέν σε ἐπὶ τούτῳ, ἐφ' ᾧτε μηκέτι φιλοσοφεῖν.
Εκφέρονται με:
οριστική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα πραγματικό:
Νῦν οὕτω διάκειμαι ὑφ' ὑμῶν, ὡς οὐδὲ δεῖπνον ἔχω ἐν τῇ ἐμαυτοῦ χώρᾳ.
(= Τώρα βρίσκομαι σε τέτοια κατάσταση εξαιτίας σας, ώστε ούτε δείπνο δεν έχω στη χώρα μου.)
δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα το οποίο θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί στο παρελθόν ή μη πραγματικό:
Πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥστε τὴν πόλιν ὄντως ἂν ἡγήσω πολέμου εργαστήριον εἶναι.
(= Όλοι κατασκεύαζαν πολεμικά όπλα, ώστε πραγματικά θα νόμιζες ότι η πόλη ήταν εργαστήριο πολέμου.)
δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα που μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό προϋποθέσεις στο παρόν ή στο μέλλον:
Πλοῖα δ' ὑμῖν πάρεστιν, ὥστε ἐξαίφνης ἂν ἐπιπέσοιτε.
(= Έχετε πλοία, ώστε θα μπορούσατε αιφνίδια να επιτεθείτε.)
ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν προηγείται ιστορικός χρόνος ή άλλη ευκτική· δηλώνεται υποκειμενική γνώμη:
Οἱ νεκροὶ ὑπὸ τῷ τείχει ἔκειντο, ὥστε οὐ ῥάδιον εἴη ἀνελέσθαι.
(= Οι νεκροί κείτονταν κάτω από το τείχος, ώστε δεν ήταν εύκολο να τους ανασύρουν.)
τελικό απαρέμφατο,
α) όταν το αποτέλεσμα εμφανίζεται σαν ενδεχόμενο και δυνατό ή και πραγματικό, σύμφωνα με τη γνώμη του υποκειμένου:
Ξενοφῶν καὶ Χειρίσοφος διεπράξαντο, ὥστε λαβεῖν τοὺς νεκρούς.
(= Ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσοφος κατόρθωσαν, ώστε να πάρουν τους νεκρούς.)
β) όταν το αποτέλεσμα είναι επιδιωκόμενο, άρα δηλώνει σκοπό, και εξαρτάται από ρήματα βούλησης ή σκόπιμης ενέργειας:
Κραυγὴν πολλὴν ἐποίουν, ὥστε καὶ τοὺς πολεμίους ἀκούειν.
(= Φώναζαν δυνατά, ώστε να τους ακούν και οι εχθροί.)
γ) όταν δηλώνεται προϋπόθεση, όρος ή συμφωνία και εισάγονται κυρίως με τις εκφράσεις
ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε (= με την προϋπόθεση να, με τον όρο να, με τη συμφωνία να)
Συνεχώρησαν αὐτοῖς καὶ Φλειασίοις καὶ τοῖς ἐλθοῦσι μετ' αὐτῶν εἰς Θήβας τὴν εἰρήνην ἐφ' ᾧτε ἔχειν τὴν ἑαυτῶν ἑκάστους
(= Συμφώνησαν με αυτούς και τους Φλειάσιους και όσους άλλους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα να συνάψουν ειρήνη με τον όρο ο καθένας να είναι κύριος της πατρίδας του.)
Ισοδυναμούν με: απαρέμφατο του αποτελέσματος, προληπτικό κατηγορούμενο ή κατηγορούμενο του αποτελέσματος.
Ασκήσεις σχολικού βιβλίου Γυμνασίου
Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α', Β', Γ' Γυμνασίου, Πολυξένη Μπίλλα, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α 2007
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής, Α. Β. Μουμτζάκης, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση 2006
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (σε 66 ενότητες), Ν.Σπ. Ασωνίτη, Β.Δ. Αναγνωστόπουλου, Αθήνα χ.χ.
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Λιναρδής Ιωάννης, εκδ. Χατζηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2009
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Καραδήμος Ιωάννης, εκδ. Φίλιππος, Θεσσαλονίκη, 1992
Συντακτικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Κωνσταντίνος Σ. Κατεβαίνης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1978
Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
Αρχαία ελληνικά Φιλοσοφικός λόγος Συντακτικό / Δευτερεύουσες προτάσεις