Δυναστεία του Κωνσταντίνου
Κωνσταντίνος Α' (306-337)
Κωνστάντιος Β' (337-361)
Ιουλιανός (361-363)
Ιοβιανός (363-364)
Δυναστεία του Βαλεντινιανού
Βαλεντινιανός Α΄και Βάλης (364-378)
Γρατιανός (378-379)
Δυναστεία του Θεοδόσιου
Θεοδόσιος Α'(379-395)
Αρκάδιος (395-408), Ονώριος (395-423)
Θεοδόσιος Β' (408-450)
Μαρκιανός (450-457)
Δυναστεία του Λέοντα
Λέων Α' (457-474)
Λέων Β' (474)
Ζήνων (474-491)
Αναστάσιος (491-518)
Δυναστεία του Ιουστίνου
Ιουστίνος Α'(518-527)
Ιουστινιανός Α' (527-565)
Ιουστίνος Β' (565-578)
Τιβέριος (578-582)
Μαυρίκιος (582-602)
Φωκάς (602-610)
Δυναστεία του Ηρακλείου (των Ηρακλειδών)
Ηράκλειος (610-641)
Κωνσταντίνος Γ' & Ηρακλεωνάς (641)
Κώνστας Β' (641-668)
Κωνσταντίνος Δ' (668-685)
Ιουστινιανός Β' (685-695 & 705-711)
Διδακτικοί στόχοι
1. Να κατανοήσουν οι μαθητές τι ήταν οι αιρέσεις και γιατί το κράτος και η εκκλησία προσπάθησαν να επιβάλουν την Ορθοδοξία.
2. Να επισημανθούν οι επιπτώσεις των αιρέσεων στο ανατολικό τμήμα του Ρωμαϊκού Κράτους.
3. Να παρακολουθήσουν οι μαθητές τη σύγκρουση Χριστιανισμού - αρχαίας θρησκείας και να κατανοήσουν τον διφορούμενο χαρακτήρα της σχέσης Χριστιανισμού - αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Επισημάνσεις για την πορεία της διδασκαλίας
Η διδασκαλία μπορεί να ξεκινήσει από την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο και την καταδίκη των αιρέσεων από αυτή. Έτσι εξασφαλίζεται η σύνδεση με την πρώτη διδακτική ενότητα του βιβλίου.
H διασάφηση της έννοιας αίρεση και η κατανόηση των λόγων, για τους οποίους η ηγεσία του Κράτους και της Εκκλησίας επιδίωξε τον πλήρη παραμερισμό τους μπορεί να ξεκινήσει, σύμφωνα με την παιδαγωγική αρχή της διεπιστημονικής προσέγγισης ενός προβλήματος, από την εξέταση της ετυμολογίας και της σημασίας του όρου (αίρεση από το αιρούμαι, δηλ. επιλέγω, άρα αίρεση σημαίνει ελεύθερη επιλογή ή άλλη ερμηνεία της χριστιανικής διδασκαλίας). Η αντίληψη ότι οι αιρέσεις αντιπροσώπευαν μια απειλή για την ενότητα του Ρωμαϊκού Κράτους ήταν το βασικό κίνητρο της παρέμβασης του Κωνσταντίνου Α' στις θρησκευτικές διαμάχες. Η σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, ως μέθοδος αντιμετώπισης της διασπαστικής δράσης των αιρέσεων, είναι γνωστή στους μαθητές από την πρώτη διδακτική ενότητα. Η Οικουμενική Σύνοδος έγινε ακολούθως θεσμός για όλη τη Βυζαντινή Περίοδο. Στις αιρέσεις το κράτος αντιπαρέθεσε την καθολική εκδοχή του Χριστιανισμού (αργότερα ορθοδοξία), η οποία καθορίστηκε από τις αποφάσεις των συνόδων. Σταδιακά η στάση απέναντι στις αιρέσεις έγινε πολύ σκληρή, όπως φαίνεται στο πρώτο παράθεμα (πρώτος διδακτικός στόχος).
Σχετικά με τις αιρέσεις του 4ου και 5ου αι. (ποιες ήταν, τι πρέσβευαν και από ποιες συνόδους καταδικάστηκαν) οι μαθητές μπορούν να καταρτίσουν σχετικό πίνακα. Σημαντικό ζήτημα είναι ο χαρακτήρας και οι συνέπειες των αιρέσεων. Είναι προφανές ότι αυτές δεν είχαν μόνο θρησκευτική σημασία, αλλά αποτέλεσαν συγχρόνως και έκφραση τοπικών και πολιτιστικών διαφορών. Γι' αυτό οι αιρέσεις συγκλόνισαν τη βυζαντινή κοινωνία και τη βυζαντινή εκκλησία, ευνόησαν σχίσματα που μακροπρόθεσμα στοίχισαν ακριβά στην Αυτοκρατορία. Η σημαντικότερη από τις συνέπειες των αιρέσεων ήταν η κατάκτηση των ανατολικών επαρχιών από τους Άραβες στη διάρκεια του 7ου αι. Η κατάκτηση ευνοήθηκε από τα μονοφυσιτικά αισθήματα των πληθυσμών των επαρχιών αυτών (απόσπασμα από το έργο του Μιχαήλ του Σύρου) (δεύτερος διδακτικός στόχος).
Παράλληλα οι μαθητές πρέπει να παρακολουθήσουν τη σύγκρουση του Χριστιανισμού με την αρχαία θρησκεία και ειδικότερα τη ρομαντική, αλλά καταδικασμένη εκ των προτέρων προσπάθεια του lουλιανού, την επιθετική στάση μιας μερίδας Χριστιανών κακά των αρχαίων ναών και των οπαδών της αρχαίας θρησκείας και τα σκληρά μέτρα του Θεοδοσίου εναντίον τους που έκριναν οριστικά τη σύγκρουση (με τη βοήθεια των αντίστοιχων παραθεμάτων). Συγχρόνως πρέπει να επισημανθεί η σημασία της πνευματικής κληρονομιάς του αρχαίου κόσμου για τη διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος και να τονιστεί η θέση που υιοθέτησαν στο ζήτημα αυτό οι επιφανέστεροι διανοούμενοι της νέας θρησκείας, οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας (τρίτος διδακτικός στόχος).
Σχολιασμός του υποστηρικτικού υλικού
Το πρώτο παράθεμα είναι απόσπασμα από τον Θεοδοσιανό Κώδικα. Σ' αυτόν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' εξαγγέλλει σκληρά μέτρα κατά των αιρέσεων, εκφράζοντας συγχρόνως την άποψη ότι οι οπαδοί τους είναι άτιμοι, ανόητοι και τρελοί. Για το λόγο αυτό απαγορεύει στους αιρετικούς να διατηρούν εκκλησίες και να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα.
Στο δεύτερο παράθεμα ο Σύρος συγγραφέας Μιχαήλ εξηγεί τους λόγους της απώλειας των ανατολικών επαρχιών του Ρωμαϊκού Κράτους: κατηγορεί τους Ρωμαίους ότι είχαν αφαιρέσει τις εκκλησίες των συμπατριωτών του Μονοφυσιτών και τον Ηράκλειο ότι δεν δεχόταν τα παράπονά τους, καταλογίζει στους Ρωμαίους σκληρότητα, κακία, οργή και σκληρό φανατισμό και θεωρεί ότι η κατάκτηση των επαρχιών αυτών από τους Άραβες υπήρξε ένα είδος θείας δίκης για τους Ρωμαίους.
Το τρίτο παράθεμα είναι απόσπασμα από νόμο κατά των εθνικών που περιλήφθηκε εκ των υστέρων στον Θεοδοσιανό Κώδικα, αλλά είχε εκδοθεί το 392 από τον Θεοδόσιο Α'. Ο νόμος αυτός απαγόρευε την τέλεση θυσιών από τους οπαδούς της αρχαίας θρησκείας, με την απειλή ου η πράξη αυτή θα θεωρηθεί έγκλημα εσχάτης προδοσίας και θα τιμωρηθεί ανάλογα, προφανώς με θάνατο, ακόμη και αν ο δράστης δεν επιβουλεύεται τη ζωή του ηγεμόνα.
Το τέταρτο παράθεμα είναι μια επιστολή διαμαρτυρίας του μεγάλου εθνικού φιλόσοφου και ρήτορα Λιβάνιου προς τον αυτοκράτορα. Σ' αυτή καταγγέλλει με πικρή ειρωνεία τον τυφλό φανατισμό των χριστιανών μοναχών, οι οποίοι, χωρίς να έχει εκδοθεί σχετικά βασιλικός νόμος, καταστρέφουν ανελέητα τα ιερά των οπαδών της αρχαίας θρησκείας και δολοφονούν, τους ιερείς, όταν αυτοί αντιδρούν.
Το εικονογραφικό υλικό αποτελείται από μικρογραφία που εικονίζει τη μορφή του Μεγάλου Βασιλείου και παράσταση μωσαϊκού. Η μικρογραφία μπορεί να αξιοποιηθεί σε συνδυασμό με το θέμα «Πατέρες της Εκκλησίας» και το ζήτημα της αίρεσης του Αρείου, κατά της οποίας ο Βασίλειος διαμόρφωσε πειστική επιχειρηματολογία, και η παράσταση του μωσαϊκού από την Αντιόχεια να συνδεθεί με τις απογοητεύσεις που δοκίμασε ο αυτοκράτορας lουλιανός, όταν επιχείρησε να τελέσει θυσία στον ναό του Απόλλωνα της Δάφνης, του γραφικού προαστείου της πόλης της Αντιόχειας.
Υποδείξεις για τις απαντήσει στις ερωτήσεις του βιβλίου
Η αυτοκρατορική κυβέρνηση διά στόματος του Θεοδοσίου Α' (περί το 380) βλέπει τους αιρετικούς ως ανόητους και μανιώδεις, τους απαγορεύει να ονομάζουν εκκλησίες τους τόπους των συγκεντρώσεών τους και τους απειλεί με τιμωρίες. Θεωρεί ότι ο χαρακτηρισμός αιρετικός προσάπτει ατιμία στους οπαδούς των παρεκκλίσεων από την ορθή πίστη. Αντίθετα οι μονοφυσίτες πιστεύουν ότι η κατάκτηση των περιοχών τους από τους Άραβες ήταν ένα είδος θείας τιμωρίας για τη σκληρότητα, με την οποία τους μεταχειρίστηκε ο Ηράκλειος (610-641) (πρώτη ερώτηση).
Ο όρος καθολικοί χριστιανοί χρησιμοποιείται στο κείμενο γι' αυτούς που ακολουθούν το επίσημα αναγνωριζόμενο χριστιανικό δόγμα, ενώ σήμερα δηλώνει τους οπαδούς της Ρωμαϊκής ή Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που διαφοροποιήθηκε από την Ανατολική με το Σχίσμα του 1054. Στο απόσπασμα από τον Μιχαήλ τον Σύρο ο μονοφυσίτης συγγραφή χρησιμοποιεί τον όρο ορθόδοξοι για τους ομοϊδεάτες του μονοφυσίτες (δεύτερη ερώτηση).
Το διάταγμα του 392 περιλάμβανε αυστηρά μέτρα κατά της αρχαίας θρησκείας· η παραβίασή τους συνεπαγόταν βαριές ποινές, και γι' αυτό αποτέλεσε θανάσιμο πλήγμα κατά της αρχαίας θρησκείας και των εκδηλώσεών της (τρίτη ερώτηση).
Η μανία και ο φανατισμός των χριστιανών κατά των μνημείων και των εκπροσώπων του αρχαίου κόσμου εξηγείται από το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του απλού λαού, ο οποίος καθ' όλες τις εποχές διακρινόταν από μια τάση για βιαιότητες και καταστροφή, που αποτελούσαν γι' αυτόν ένα είδος ψυχολογικής εκτόνωσης. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφούν πολλά έργα τέχνης και πολιτισμού και να δημιουργηθεί ένα κλίμα ηττοπάθειας στις τάξεις των οπαδών της αρχαίας θρησκείας (τέταρτη ερώτηση).
Όροι – κλειδιά της ενότητας
Αιρέσεις, Αρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός, οικουμενικές σύνοδοι Κωνσταντινούπολης (381), Εφέσου (431) και Χαλκηδόνας (451), Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, σύνθεση Χριστιανισμού- Ελληνισμού.
α. Ο αγώνας κατά των αιρέσεων
Αιρέσεις (ΙΜΕ)
Χρονογραμμή: Οι μεγαλύτερες αιρέσεις (ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ)
Ο Χριστιανισμός και παλιότερα αλλά κυρίως από την εποχή της αναγνώρισής του ήλθε αντιμέτωπος με ποικίλες αιρέσεις. Έτσι ονομάστηκαν οι παρεκκλίσεις από την ορθή χριστιανική διδασκαλία (Ορθοδοξία), όπως αυτή διατυπώθηκε επίσημα από την Εκκλησία, με τη συνδρομή του Κράτους, στις Οικουμενικές Συνόδους.
Ο Θεοδόσιος Α΄ για τους αιρετικούς
Επιθυμούμε όλοι οι λαοί τους οποίους κυβερνά το κράτος της γαληνότητάς μας να ασκούν τη θρησκεία την οποία ο θείος απόστολος Πέτρος [...] παρέδωσε στους Ρωμαίους [...], για να πιστεύουμε τη μια θεότητα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος [...] και ευσεβή Τριάδα. Διατάζουμε λοιπόν όλοι όσοι ακολουθούν αυτό τον νόμο να αποκαλούνται καθολικοί χριστιανοί [Σημ.: Ο όρος καθολικοί δηλώνει τους Χριστιανούς που δέχονται τις αποφάσεις των συνόδων και αντιτίθενται στις αιρέσεις]. Οι άλλοι όμως, τους οποίους θεωρούμε ανόητους και μανιώδεις, αυτοί να υπομένουν την ατιμία του αιρετικού δόγματος, οι τόποι των συγκεντρώσεών τους να μην ονομάζονται εκκλησίες και να τιμωρούνται πρώτα από τη θεία εκδίκηση και έπειτα από την τιμωρία της δικής μας ισχύος, την οποία λάβαμε από θεία ευδοκία.
Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI, 1. 2, C. Mango, Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μετ. Δ. Τσουγκαράκης, Αθήνα 1988, 108.
Το Κράτος στήριξε υλικά και ηθικά την Εκκλησία, συνάμα όμως αναμείχθηκε στις δογματικές διαμάχες. Έτσι τα θεολογικά προβλήματα συνδυάστηκαν με τις πολιτικές σκοπιμότητες.
Η αίρεση που κυριάρχησε κατά τον 4ο αι. ήταν ο Αρειανισμός. Δίδασκε ότι ο Υιός είναι δημιούργημα του Πατρός, αμφισβητώντας τη θεότητά του. Προκάλεσε αντιπαραθέσεις και είχε μεγάλη διάδοση τόσο ανάμεσα στους υπηκόους της αυτοκρατορίας όσο και ανάμεσα στους Γότθους και τα άλλα γερμανικά φύλα (εκτός των Φράγκων). Καταδικάστηκε από τις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας (325) και της Κωνσταντινούπολης (381).
Μέγας Βασίλειος. Μικρογραφία χειρογράφου (15ος αι.). Άγιον Όρος, Μονή Διονυσίου.
Οι δογματικές διαμάχες, οι οποίες συχνά, κάτω από θρησκευτικό μανδύα, κάλυπταν τοπικές και πολιτιστικές διαφορές, αναζωπυρώθηκαν κατά τον 5ο αι. Αφορούσαν τη σχέση της θείας και της ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Νεστοριανισμός, που τόνιζε την υπεροχή της ανθρώπινης φύσης, καταδικάστηκε από την Γ' Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431).
Μια άλλη πολύ σημαντική αίρεση ήταν ο Μονοφυσιτισμός. Οι οπαδοί του θεωρούσαν -αντίθετα από αυτό που πρέσβευαν οι Νεστοριανοί- ότι η θεία φύση απορρόφησε την ανθρώπινη στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Μονοφυσιτισμός αν και καταδικάστηκε από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), κυριάρχησε στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος).
13
Η καταπίεση των Μονοφυσιτών από τη βυζαντινή κυβέρνηση υπήρξε ένας από τους παράγοντες που διευκόλυναν αργότερα τις αραβικές κατακτήσεις (630-650). Οι Μονοφυσίτες αποδέχτηκαν την κυριαρχία των Αράβων, για να μπορέσουν να απαλλαγούν από τη σκληρή στάση της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης.
Πώς είδαν οι Μονοφυσίτες την πολιτική του Ηρακλείου Ο Ηράκλειος δεν επέτρεπε στους Ορθόδοξους (Σημ.: Ο συγγραφέας, μονοφυσίτης ο ίδιος, αποκαλεί Ορθόδοξους τους οπαδούς της αίρεσης αυτής) να παρουσιαστούν μπροστά του και δεν δεχόταν τα παράπονά τους για τις εκκλησίες που τους είχαν αφαιρεθεί. Για τον λόγο αυτό, ο θεός της εκδίκησης [...], βλέποντας τη σκληρότητα των Ρωμαίων που σ' όλη τους την επικράτεια λεηλατούσαν σκληρά τις εκκλησίες μας και τα μοναστήρια μας και μας καταδίκαζαν ανελέητα, έφερε από τον νότο τους γιους του Ισμαήλ (Άραβες), για να μας ελευθερώσουν από την κακία, την οργή και τον σκληρό φανατισμό των Ρωμαίων εναντίον μας.
|
β. Μέτρα κατά της αρχαίας θρησκείας
Προς τα τέλη του 4ου αι. κρίθηκε οριστικά η αντιπαράθεση μεταξύ αρχαίας θρησκείας και Χριστιανισμού. Η απόπειρα του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363) να ξαναφέρει στη ζωή τη λατρεία των θεών του Ολύμπου και να περιορίσει το δικαίωμα των χριστιανών να διδάσκουν σε μη χριστιανικά σχολεία απέτυχε. Οι ιδέες του ήταν ανεδαφικές για την εποχή του.
Ο Θεοδόσιος Α' (379-395) έδωσε το οριστικό πλήγμα στην αρχαία θρησκεία, κλείνοντας τους ναούς και τα μαντεία της και απαγορεύοντας τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα Ελευσίνια Μυστήρια (392-393 μ. Χ.).
Το αυτοκρατορικό διάταγμα του έτους 392 μ. Χ.
Ο Κανένας απολύτως, από οποιαδήποτε τάξη ανθρώπων και αν προέρχεται, [...] να μη σφάζει αθώα ζώα σε καμιά πόλη, για να προσφέρει θυσία σε αναίσθητα σύμβολα [...]. Αν κάποιος τολμήσει να θυσιάσει σφάγιο ή να κάνει μαντική με τα εντόσθια σφαγμένου ζώου, να θεωρηθεί παραδειγματικά ένοχος εσχάτης προδοσίας, να φορτωθεί με όλες τις βαριές κατηγορίες και να καταδικαστεί ανάλογα, ακόμη και αν δεν επιβουλεύθηκε τη ζωή των ηγεμόνων. Για τη βαρύτητα του εγκλήματος είναι αρκετή η ίδια του η φύση, ότι δηλαδή μ' αυτό θέλησε να καταλύσει τους νόμους.
Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI, 10, 12, έκδ. P. Kruger-Th. Mommsen, Δουβλίνο-Ζυρίχη 1971, 900
γ. Η σχέση Χριστιανισμού-Ελληνισμού. Από τη σύγκρουση στη σύνθεση.
Στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αι. ένα κύμα βίας ξέσπασε κατά των μνημείων του αρχαίου κόσμου και των οπαδών της αρχαίας θρησκείας. Το πλήθος, οδηγούμενο από ορισμένους ακραίους και φανατικούς Χριστιανούς, γκρέμιζε ή μετέβαλε σε εκκλησίες τους αρχαίους ναούς και κατέστρεφε τα γυμνά αγάλματα.
Οι Χριστιανοί και τα αρχαία μνημεία
Εσύ βέβαια ούτε έδωσες διαταγή να μένουν κλειστά τα ιερά ούτε να μη συχνάζει κανείς σ' αυτά ούτε απαγόρευσες τη φωτιά και το λιβάνι ούτε τις τιμές από τα άλλα θυμιάματα στους ναούς και τους βωμούς. Οι μοναχοί όμως [...] ορμούν στα ιερά, άλλοι κρατώντας ξύλα και πέτρες και σίδερα και άλλοι χωρίς αυτά, με τα χέρια και με τα πόδια. Έπειτα όλα γίνονται λεία των κατοίκων της Μυσίας (Σημ.: επαρχία της Μ. Ασίας), καθώς γκρεμίζονται οι στέγες, ισοπεδώνονται οι τοίχοι, συντρίβονται τα αγάλματα, ξηλώνονται οι βωμοί, ενώ οι ιερείς πρέπει ή να σιγήσουν ή να πεθάνουν [...].
Λιβάνιος, Προς Θεοδόσιον τον βασιλέα υπέρ των ιερών, ΧΧΧ, 8-9, έκδ. A. F. Normann, Libanius, Selected Works, τόμ. ΙΙ, Λονδίνο 1977, 106-108 .
Οι διώξεις αυτές είχαν και ανθρώπινα θύματα. Ένα από αυτά ήταν η φιλόσοφος Υπατία από την Αλεξάνδρεια.
Μια άλλη στάση απέναντι στον Ελληνισμό υποδεικνύουν οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Ιωάννης Χρυσόστομος). Οι εξαίρετοι αυτοί εκπρόσωποι της χριστιανικής διανόησης (ρητορείας και θεολογίας) στη διάρκεια του 4ου αι., που είχαν σπουδάσει στις φημισμένες σχολές της Αθήνας και των άλλων κέντρων του Ελληνισμού, στράφηκαν συχνά κατά της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Παράλληλα όμως αξιοποίησαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία για τη διαμόρφωση του δόγματος της Τριαδικής Θεότητας και την αντιμετώπιση των αιρέσεων και πρότειναν την επιλεκτική αξιοποίηση των κλασικών κειμένων, με τον τρόπο της μέλισσας που παίρνει από τα άνθη μόνο ό,τι χρειάζεται (Μ. Βασίλειος). Με τη στάση τους αυτή, οι Πατέρες διευκόλυναν τον διάλογο και τη σύνθεση Χριστιανισμού και Ελληνισμού.
Πατριάρχης Σέργιος Α΄(Κατάλογος Πατριαρχών, Οικουμενικό Πατριαρχείο)
14
Παράσταση μωσαϊκού από έπαυλη στην Αντιόχεια με σκηνή θυσίας (αρχές 4ου αι.). Παρίσι, Μουσείο Λούβρου. Ο Ιουλιανός δοκίμασε εδώ πικρές απογοητεύσεις, ιδιαίτερα όταν επιχείρησε να τελέσει θυσία ζώου στον ναό του Απόλλωνος στο ειδυλλιακό προάστειο Δάφνη.