ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΟ
ἔχω, παρατατικός: εἶχον
- ΣΩΣΤΟ
- ΛΑΘΟΣ
ὁρίζω, παρατατικός: ὅριζον
- ΣΩΣΤΟ
- ΛΑΘΟΣ
ἐλπίζω, παρατατικός: ἤλπιζον
- ΣΩΣΤΟ
- ΛΑΘΟΣ
ἱκετεύω, παρατατικός: ἱκέτευον
- ΣΩΣΤΟ
- ΛΑΘΟΣ
εἰκάζω, παρατατικός: ἤκαζον
- ΣΩΣΤΟ
- ΛΑΘΟΣ
αὔξω, παρατατικός: αὔξον
- ΣΩΣΤΟ
- ΛΑΘΟΣ
ῥίπτω, παρατατικός: ἔριπτον
- ΣΩΣΤΟ
- ΛΑΘΟΣ
συνοικίζω, αόριστος: συνῴκισα
- ΣΩΣΤΟ
- ΛΑΘΟΣ
μυθολογῶ, αόριστος: ἐμυθολόγησα
- ΣΩΣΤΟ
- ΛΑΘΟΣ
ἐγκωμιάζω, αόριστος: ἐνεκωμίασα
- ΣΩΣΤΟ
- ΛΑΘΟΣ