ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ
Η διαδήλωση
Στο μυθιστόρημα Αργώ (1933) ο Γιώργος Θεοτοκάς αποτυπώνει την ταραγμένη ατμόσφαιρα του μεσοπολέμου, τις ιδέες και την ψυχολογία των νέων, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους. Στο απόσπασμα που ακολουθεί παρακολουθούμε τη σύγκρουση των διαδηλωτών με τον στρατό, ύστερα από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα.
Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 [Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία Γ΄ Γυμνασίου]
Ο Μανόλης κατέβηκε μοναχός του από την οδό Oμήρου στην οδό Ακαδημίας και βρήκε πλήθος φοιτητές μαζεμένους ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και τη Νομική Σχολή. Με τις πρώτες τουφεκιές, είχανε συγκεντρωθεί αυθόρμητα στα Προπύλαια και στην πλατεία του Πανεπιστημίου, μα η χωροφυλακή, που φρουρούσε τη λεωφόρο Πανεπιστημίου, τους έδιωξε αποκεί και μεταφέρθηκαν στην οδό Ακαδημίας. Εκεί μπορούσαν να θορυβούν με περισσότερη άνεση κι αν ερχόντανε οι αντλίες η υποχώρηση θα ήταν πιο εύκολη προς τα στενά της Νεάπολης. O Μανόλης αντάμωσε, μες στο νεανικό αυτό πλήθος, πολλούς φίλους και γνωστούς του της Αργώς* και άλλους, που μαζεύτηκαν τριγύρω του, σαν να περίμεναν απ' αυτόν κάποιο σύνθημα.
Μερικοί προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τους φοιτητές εναντίον των προαιωνίων εχθρών τους, των αστυνομικών οργάνων, έτσι για να γίνει ντόρος*, για να γελάσουμε, για να δείξουμε ποιοι είμαστε «εμείς οι νέοι». Μα γενικά οι νέοι δεν είχαν όρεξη για ταραχές εκείνην τη μέρα, νιώθοντας την κρισιμότητα και τους κινδύνους των γεγονότων. Ήταν όμως όλοι τους πολύ νευριασμένοι και ερεθισμένοι, από τους θορύβους και την ατμόσφαιρα της μάχης, και πρόθυμοι για ιδεολογικές εκδηλώσεις. Ένιωθαν πολύ δυνατά την ανάγκη να εκφράσουν την ύπαρξή τους, να πούνε κι αυτοί το παρών – η νέα γενεά της Ελλάδας, τα μελλούμενα του έθνους. Δεν ήξεραν βέβαια τι ακριβώς συνέβαινε ολόγυρά τους μήτε τι ακριβώς ζητούσαν. Μα, τόπο στους νέους(!) ωστόσο. Δεν ταίριαζε να μείνουν έξω από το παιχνίδι.
Μερικοί πιο θερμόαιμοι πιαστήκανε μπράτσο κι αρχίσανε να κατεβαίνουν στην οδό Ακαδημίας προς την πλατεία του Κάνιγκ (μονάχα απο κείνην τη μεριά ο δρόμος ήταν ελεύθερος), σέρνοντας πίσω τους ένα κομμάτι του πλήθους, ίσαμε καμιά διακοσαριά παιδιά, και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο:
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά.
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
O τραγουδιστός αυτός περίπατος ήτανε μια διέξοδος για τη νευρικότητα της νεολαίας αυτής. Κάμποσοι προσπαθούσαν να συνοδεύσουν τον ύμνο, άλλοι τραγουδούσαν άλλα πράματα, ό,τι τους ερχότανε στο νου, άλλοι φώναζαν ή γελούσαν ή πειραζόντανε αναμεταξύ τους. O Μανόλης κι οι φίλοι του βρέθηκαν μες στο ρεύμα της μικροδιαδήλωσης δίχως να το καταλάβουν. Γρήγορα προστέθηκαν στους φοιτητές περίεργοι διαβάτες και πολλά χαμίνια*, που είναι πάντα παρόντα όπου γίνεται ντόρος. Στις ώρες αυτές, μόλις σχηματιστεί ένας μικρός ανθρώπινος πυρήνας, μαγνητίζει, θαρρείς, όλα τα ανήσυχα στοιχεία από τριγύρω. Όταν ο πυρήνας βαδίζει και φαίνεται σα να έχει ένα σκοπό, πολλοί ακολουθούν, χωρίς να ξέρουνε πού πάνε, μόνο και μόνο γιατί αισθάνουνται την ανάγκη να ακολουθήσουν κάτι, οτιδήποτε. Σαν έφτασε στην πλατεία του Κάνιγκ, η διαδήλωση είχε γίνει αρκετά επιβλητική κι έμοιαζε πολύ σίγουρη για τον εαυτό της, και σαν να επιδίωκε σκοπούς πολύ συγκεκριμένους. Χωρίς κανένα δισταγμό, αυθόρμητα, τράβηξε ίσια μπροστά της, στην οδό Βερανζέρου, διασχίζοντας τους δρόμους των Πατησίων και της Τρίτης Σεπτεμβρίου. Όλοι σα να ένιωθαν πως η Oμόνοια ήταν επικίνδυνη και την περνούσαν αλάργα*.
Κοντά στον παλιό Σταθμό του Λαυρίου, ο Μανόλης ξεχώρισε, μες στο θόρυβο που σήκωνε η διαδήλωση, μια γνώριμη φωνή. Στράφηκε και αναγνώρισε, πίσω του, μες στο πλήθος, το Λίνο Νοταρά, το μικρό αδερφό του Αλέξη. Ξεσκούφωτος, κατακόκκινος, λαχανιασμένος, ο έφηβος ξεφώνιζε ολοένα:
– Ζήτω η Επανάσταση!
Έμοιαζε έξαλλος, σα να μην έβλεπε τίποτα ολόγυρά του. Πού βρέθηκε ο Λίνος εκεί μέσα;
O Μανόλης δεν μπόρεσε να τον πλησιάσει. Το πλήθος τον έσπρωχνε ορμητικά εμπρός, τον έσπρωχνε και τον μαγνήτιζε κι αυτόν και τους άλλους όλους που το αποτελούσαν – το πλήθος, σαν μια συνισταμένη όλων των ορμών των μελών του, δύναμη ανώτερη από τις θελήσεις τους και χειραφετημένη απ' αυτές, που τους δέσποζε όλους από ψηλά και τους έσερνε κάπου, με αλύγιστη αποφασιστικότητα, δίχως κανείς να ξέρει πού.
Στην πρώτη γραμμή, κάμποσοι διαδηλωτές είχανε σηκώσει ψηλά τα μπαστούνια τους.
Τα έβλεπες, από πίσω, παραταγμένα απάνω από τα κεφάλια, σα μια σειρά πάσαλοι, μπηγμένοι μες στο ανθρωπομάζεμα, που κουνιόντανε νευρικά κι όλο τραβούσαν μπροστά, ακατάσχετα, μες σ' ένα σύννεφο σκόνης. Η σειρά αυτή των μπαστουνιών σε έσερνε πίσω της, άθελά σου, κι η πίεση του πλήθους, που την προκαλούσε η έλξη της πρώτης γραμμής, την έσπρωχνε την πρώτη γραμμή ολοένα πιο δυνατά και την ανάγκαζε να επιταχύνει την πορεία της. Έτσι κυλούσε η διαδήλωση από μόνη της.
– Ζήτω η Επανάσταση!
O εθνικός ύμνος, τα τραγούδια, τα γέλια, είχανε κοπάσει ολότελα. Τώρα μονάχα ένα απειλητικό μουγκρητό έβγαινε από την ορμή του πλήθους, κάποια άναρθρη, μα τόσο γνώριμη βοή καταστροφής. –Κάτω όλα! όλα! Να τα σπάσουμε όλα!– Κάποια ένστικτα είχαν λυτρωθεί και δεν άκουαν πια καμιά λογική. Κι ολόγυρα, παντού, μες στο λαμπρό φως της Αθήνας, το τουφεκίδι.
Σχεδόν ασυνείδητα, σερνάμενη ορμητικά από τον ίδιο τον εαυτό της, η αυθόρμητη αυτή διαδήλωση πέρασε από τους ερημικούς και σιωπηλούς δρόμους του Βερανζέρου και του Μάρνη και ξεμπούκαρε, από ένα στενό, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Μα εκεί κοντοστάθηκε, διστάζοντας, για μια στιγμή, αν έπρεπε να τραβήξει εμπρός ή πίσω. Μια άλλη διαδήλωση ανέβαινε προς την Oμόνοια, αλλά με ύφος πολύ διαφορετικό. Oι άνθρωποι, που την αποτελούσαν, ασφαλώς ήξεραν τι ζητούσαν.
Η νέα αυτή διαδήλωση ήτανε σιωπηλή σχεδόν και αργή, μα πιο σφιχτοδεμένη, πιο στερεή στα πόδια της. Τα πρόσωπα των μελών της σφιγμένα, τραχιά, αποφασισμένα, θαρρείς, για το καθετί. Στην πρώτη γραμμή ήτανε μερικές γυναίκες ντυμένες οι περισσότερες με μαύρα, νέες ακόμα, αδύνατες, παθιασμένες, κοιτάζοντας ίσια μπροστά με βλέμμα ανέκφραστο, σαν υπνωτισμένες. Ανάμεσά τους ξεχώριζες το Δαμιανό Φραντζή, που βάδιζε σαν αρχηγός, και δίπλα του το Δημητρό Μαθιόπουλο, το φοιτητή απ' τα Καλάβρυτα. Ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο τους συνόδευε, το ίδιο που είχε κατακτήσει ο λαός, λίγες ώρες πριν, κοντά στην Oμόνοια, και γρήγορα είχε πέσει στα χέρια των κομμουνιστών. Μια κόκκινη σημαία ανέμιζε απάνω τους. O Μανόλης Σκυριανός την είδε κι ανατρίχιασε.
Η κόκκινη σημαία, μες στο ξεσηκωμένο πλήθος, μες στην ατμόσφαιρα της μάχης και στο ακατάπαυστο τουφεκίδι, ανάδινε ξαφνικά μιαν ένταση τρομαχτική – σα να τελείωσαν ξαφνικά τα αστεία και τα ψέματα, η αμεριμνησία των καλοκαθισμένων κοινωνιών, οι θεσμοί, οι καθιερωμένες αξίες, η φρασεολογία της ρουτίνας, και ξυπνούσε, άγρια και ακατάσχετα, κάτω από τον καταγάλανο, ανοιξιάτικο ουρανό, και καταχτούσε μονομιάς τα πάντα, κάποια ωμή ακατάβλητη πραγματικότητα, πάντοτε παρούσα και παντού, μα που πάσχιζαν όλοι να ξεχάσουνε την ύπαρξή της, και τώρα επιτέλους ερχότανε η ώρα να πει κι αυτή το λόγο της, βουβαίνοντας κάθε άλλη φωνή.
– Ζήτω η Επανάσταση!
Το κόκκινο, θαρρείς, κυριαρχούσε κιόλας σ' όλην την πόλη, διαλύοντας κάθε άλλο χρώμα, χτυπητά, τυφλωτικά, θριαμβευτικά, με μια κρύα λαμπρότητα, που του έσφιγγε την καρδιά. Το χρώμα του αίματος. Τη σημαία την κρατούσε ο Δημητρός Μαθιόπουλος σφιχτά με τα δυο χέρια και με τη φωτιά στην ψυχή.
Ύστερα από την πρώτη στιγμή του δισταγμού, η διαδήλωση των φοιτητών διαλύθηκε μονομιάς. Στη θέα της κόκκινης σημαίας, οι περισσότεροι υποχώρησαν σα να είχανε δει ξαφνικά την καρμανιόλα*, στημένη στη μέση του δρόμου. Μα κάμποσοι έτρεξαν να σμίξουν τους κομμουνιστές. O Μανόλης, που είχε ξαναβρεί τη θέλησή του, έτρεξε μαζί τους, για να προλάβει κάποιο κακό που προαισθανότανε. Το βλέμμα του γύρευε το Λίνο, μα βρέθηκε ξαφνικά, πρόσωπο με πρόσωπο, μπροστά στο Δαμιανό Φραντζή. Τον άρπαξε από τους ώμους;
– Πού πάτε, ρώτησε, αναγνωρίζοντας κιόλας κάτω από την κόκκινη σημαία αρκετούς συντρόφους του της Αργώς.
– Άφησέ με!, πρόσταξε ο άλλος ξερά και τινάχτηκε, για να ελευθερώσει τους ώμους του.
Ένας κυματισμός του πλήθους τους χώρισε. O Λίνος ήτανε στην πρώτη γραμμή. Η κομμουνιστική διαδήλωση, φουσκωμένη τώρα κι ερεθισμένη από την ξαφνική προσθήκη των νέων μελών της, κουνήθηκε προς την Oμόνοια πιο γοργά και πιο απειλητικά. Από τα στόματα των γυναικών αντήχησε ένας γνώριμος, απλοϊκός, μα τόσο δραματικός σκοπός, που δέσποζε* σε λίγο όλους τους άλλους θορύβους, βγαλμένος από εκατοντάδες στήθια, φανατικός παιάνας* μίσους και πίστης:
Ξυπνάτε, απόκληροι του κόσμου,
της πείνας δούλοι, της σκλαβιάς!
Το κράτος ρίξτε των τυράννων
εσείς, οι γιοι της εργατιάς!
Όλη αυτή η σκηνή βάσταξε μόλις μερικές στιγμές. Αμέσως κατόπι ο Μανόλης είδε να ξεπροβάλλουν από την Oμόνοια αρκετοί πεζοναύτες με εφ' όπλου λόγχη και τα τουφέκια στημένα απάνω στη διαδήλωση. Έπιαναν όλο το πλάτος του δρόμου. Στάθηκαν σε καμιά πενηνταριά μέτρα και κοίταξαν τη διαδήλωση, που στάθηκε και τους κοίταζε κι αυτή. Άλλοι πεζοναύτες ακολουθούσαν πιο μακριά. Ένας νέος αξιωματικός του ναυτικού, λυγερός και αυθάδης, με κάτασπρο αστραφτερό πηλήκιο, κρατώντας στο χέρι μοναχά τα άσπρα γάντια του, προχώρησε ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα και μίλησε προς το πλήθος κοφτά και προσταχτικά:
– Σας διατάζω να διαλυθείτε αμέσως, ειδεμή* θα κάνω χρήση των όπλων.
Για μια στιγμή δεν κουνήθηκε κανείς στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Ύστερα ένας πυροβολισμός αντήχησε μέσ' από το πλήθος. Είχε τραβήξει ο Δαμιανός, ξερός, χλωμός σαν το κερί, δαγκάνοντας βαθιά τα χείλια του, που ματώσανε. Έτσι του ήρθε εκείνην τη στιγμή, να προκαλέσει το ανεπανόρθωτο μια ώρα αρχύτερα, να γίνει ό,τι γίνει, προτού προφτάσει κανείς να πτοηθεί*, τώρα που ήτανε ζεστά τα πράματα κι η ορμή του πλήθους έμοιαζε ακατάβλητη. O νέος αξιωματικός σωριάστηκε μονοκόμματος μες στη σκόνη, σφίγγοντας γερά τα γάντια του. Oι ναύτες χωρίς κανένα πρόσταγμα έκαναν πυρ όλοι μαζί.
Μονομιάς η μάχη άναψε στα γερά από τις δυο μεριές. Η διαδήλωση μουγκρίζοντας σαν λαβωμένο ζώο, μαζεύτηκε ορμητικά μες στις πάροδες*. Oι πιο τολμηροί, και δεν ήτανε λίγοι, αποκρίθηκαν στους ναύτες, από τις γωνιές των δρόμων, με βροχή πιστολιές. Το αυτοκίνητο όμως δεν μπόρεσε να κουνηθεί από τη θέση του μήτε χρησίμεψε στους στασιαστές. O οδηγός του σκοτώθηκε με την πρώτη ομοβροντία κι έπεσε μπρούμυτα απάνω στη μηχανή του. Δεν είχε προφτάσει να κλείσει το θώρακα και βρέθηκε ξεσκέπαστος. Oι άλλοι επιβάτες του αυτοκινήτου φαίνεται πως δεν ήξεραν καλά να χρησιμοποιήσουν τα όπλα του. Oι ναύτες τους προφτάσανε πριν βγούνε και τους λογχίσανε στον τόπο. Κατόπι ταμπουρωθήκανε εκεί μέσα και βάλανε μπροστά τα πολυβόλα προς όλες τις μεριές.
Η αψιμαχία* αυτή βάσταξε πέντε λεφτά της ώρας και κόπασε* ολότελα αμέσως ύστερα. O δρόμος κι οι πάροδες ερημώθηκαν από τους διαδηλωτές και δεν ακούστηκε άλλος πυροβολισμός από κείνην τη μεριά, παρά μονάχα τα βογγητά των λαβωμένων, που σερνόντανε δώθε-κείθε μες στη σκόνη, κι οι βιαστικές προσταγές των αξιωματικών.
Στη μέση του δρόμου, ακριβώς ανάμεσα στο Εθνικό Θέατρο και στην εκκλησιά του Αγίου Κωνσταντίνου, είχε πέσει νεκρός ο Δημητρός Μαθιόπουλος. Το αίμα έτρεχε άφθονο από διάφορες μεριές του χοντρού σώματός του. Λίγο παραπέρα κείτουνταν ανάσκελα ο Λίνος Νοταράς, με μια τρύπα ανάμεσα στα φρύδια.
Γ. Θεοτοκάς, Αργώ, τόμ. 1, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Παράλληλα Κείμενα
Μ. Αξιώτη, «Από δόξα και θάνατο» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου]
Λεξιλόγιο
*Αργώ:
φοιτητικός σύλλογος της Νομικής Σχολής *ντόρος: φασαρία *χαμίνια:
παιδιά του δρόμου *την περνούσαν αλάργα: απομακρύνονταν από
την πλατεία *καρμανιόλα: λαιμητόμος *δέσποζε:
κυριαρχούσε *παιάνας: πολεμικό τραγούδι *ειδεμή:
διαφορετικά *να πτοηθεί: να υποχωρήσει από φόβο ή δειλία *πάροδες:
τα στενά δρομάκια *αψιμαχία: μικρή σύγκρουση *κόπασε:
σταμάτησε
Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό.
Με μια αφήγηση που χαρακτηρίζεται από γοργό, σχεδόν ασθμαίνοντα ρυθμό, στο απόσπασμα αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει μια δραματική πτυχή της κρίσιμης πολιτικής κατάστασης, που είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα έπειτα από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Θεοτοκάς χρησιμοποιεί τριτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ μοιράζει ρόλους σε πολλούς πρωταγωνιστές: στους τρεις γιους του καθηγητή της Νομικής Θεόφιλου Νοταρά, Νικηφόρο, Αλέξη και Λίνο, στον Μανόλη Σκυριανό, στον Δαμιανό Φραντζή, στον Δημήτρη Μαθιόπουλο (όλοι φοιτητές της Νομικής, εκτός από τον Λίνο που είναι ακόμα μαθητής), τον αριβίστα πολιτικό Παύλο Σκινά, την άπιστη γυναίκα του Όλγα, τον διανοούμενο Λάμπρο Χρηστίδη, και τη Μόρφω, το μοναδικό κορίτσι του μυθιστορήματος, που δε σπουδάζει, αλλά σκέφτεται τον έρωτα και τον γάμο.
Στο απόσπασμα συναντάμε ορισμένα από τα βασικά πρόσωπα του έργου: τους φοιτητές της Νομικής Σχολής και τον μαθητή Λίνο, τον μικρότερο γιο του καθηγητή Νοταρά. Εκεί ο αναγνώστης παρακολουθεί κυρίως τις κινήσεις και τις αντιδράσεις του Μανόλη Σκυριανού, του σοβαρού και μετριοπαθούς δημοκράτη, ο οποίος είναι και Πρόεδρος του φοιτητικού συλλόγου Αργώ. Ο Θεοτοκάς, ο οποίος υπήρξε επίσης γραμματέας του συλλόγου της Νομικής Φοιτητική συντροφιά, σκοπεύει να δείξει τα βασικά στοιχεία της εποχής του, όπως εκείνος τα έζησε και όπως εκείνος τα ερμηνεύει. Παρά την πρόθεσή του για ρεαλιστική και αντικειμενική απόδοση της πραγματικότητας, ο συγγραφέας επιλέγει εικόνες ή επινοεί γεγονότα που υπηρετούν την ιδεολογική του οπτική. Μέσα από τις σκέψεις του Φραντζή ή τα σχόλια του παντεπόπτη αφηγητή η νεότητα παρουσιάζεται ορμητική και απερίσκεπτη, βγαίνει στους δρόμους διαδηλώνοντας και δεν κατανοεί ακριβώς τον κίνδυνο που διατρέχει: «δεν ήξεραν βέβαια τι ακριβώς συνέβαινε ολόγυρά τους μήτε τι ακριβώς ζητούσαν». Με διαφορετικό τρόπο παρουσιάζεται η πορεία των συνειδητοποιημένων οπαδών του κομμουνιστικού κόμματος. Στην ένταση, τις φωνές, την ανέμελη αναρχία της νεανικής πορείας αντιπαρατίθεται η «σφιχτοδεμένη» οργάνωση των αποφασισμένων για τη σύγκρουση διαδηλωτών. Οι νέοι της πρώτης κατηγορίας τραγουδούν τον εθνικό ύμνο, ενώ οι κομμουνιστές το τραγούδι της Διεθνούς «Ξυπνάτε απόκληροι του κόσμου...». Οι δύο ομάδες τελικά ενώνονται και προχωρούν μαζί ως το τραγικό τέλος αυτής της λαϊκής εξέγερσης. Παρά τις τολμηρές για την εποχή περιγραφές της διαδήλωσης και τις εικόνες του μεγάλου πλήθους που κατακλύζει τους δρόμους, ο Θεοτοκάς δεν παίρνει θέση υπέρ των διαδηλωτών ή υπέρ των πραξικοπηματιών. Ωστόσο, η αφορμή για αιματηρή κατάληξη της πορείας δίνεται από τον Δαμιανό Φραντζή, ο οποίος ντουφεκίζει τον νέο αξιωματικό, για «να προκαλέσει το ανεπανόρθωτο [...] προτού προφτάσει κανείς και πτοηθεί». Ο θάνατος του Λίνου Νοταρά, αλλά και όλη η περιγραφή της δραματικής σύγκρουσης, μπορεί να μαρτυρούν έμμεσα την πολιτική στάση του Θεοτοκά. Στοχεύουν επίσης να αναδείξουν μέσα από τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος και την ιδεολογική ατμόσφαιρα της εποχής του.
© Γεώργιος Μαυρογορδάτος, περ. Νέα Εστία, τχ. 1784 (Δεκέμβριος 2005), σσ. 940-947.
Δεν γνωρίζω – ευτυχώς – πώς ακριβώς ορίζουν σήμερα οι ειδικοί τι είναι «ιστορικό μυθιστόρημα». Διατηρώ έτσι την ελευθερία – ή την αυθαιρεσία – να θεωρώ την Αργώ ιστορικό μυθιστόρημα. Αυτή ήταν άλλωστε και η πρόθεση του Θεοτοκά, όχι η αρχική, αλλά η μεταγενέστερη, όπως εξηγούσε στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης, το 1933:
Σαν άρχισα αυτό το βιβλίο, η μοναδική μου πρόθεση είτανε να ζωντανέψω μερικά ανθρώπινα πλάσματα, που τριγυρνούσανε στη φαντασία μου και βασάνιζαν τις ώρες της σχολής μου. Κατόπι, σαν προχώρησε η δουλειά, μού ήρθε η όρεξη να δώσω, μ’ αυτήν την ευκαιρία, μια γενική κάπως έκθεση της ελληνικής ζωής και των προβλημάτων της εποχής μας. Έτσι η Αργώ πήρε διαστάσεις που δεν τις περίμενα. 1
Εύστοχα λοιπόν σημειώνεται, στο οπισθόφυλλο της πιο πρόσφατης έκδοσης, ότι το βιβλίο είναι μια «τοιχογραφία» της Ελλάδας του Μεσοπολέμου.
Απαντώντας σε σχετική κριτική, ο Θεοτοκάς πρόσθεσε στην ολοκληρωμένη έκδοση του 1936 τα ακόλουθα, διευκρινίζοντας απολύτως τη θέση του:
Η Αργώ είναι τοποθετημένη σε μια ορισμένη περίοδο της νεοελληνικής εξέλιξης. Η κυρία δράση της διεξάγεται, όπως είναι φανερό, την τρίτη δεκαετία του αιώνα μας. Θεώρησα ωστόσο ότι, κάνοντας μυθιστόρημα, δηλαδή πρώτιστα έργο φαντασίας, δεν είχα την υποχρέωση να παραμείνω πιστός στην ιστορική ακρίβεια, και ξανάφτιασα, με τον τρόπο μου, τη δημόσια ζωή της εποχής εκείνης, δημιουργώντας φανταστικές κυβερνήσεις, στάσεις, πολιτικές κινήσεις, κρίσεις κτλ., όπου η ανάγκη το καλούσε. Τούτο ξένισε και δυσαρέστησε αρκετούς αναγνώστες του πρώτου μέρους, τόσο μάλλον που τα γεγονότα της τρίτης δεκαετίας είναι πολύ κοντινά και ο καθένας τα έχει φρέσκα στη μνήμη του κ’ έτσι οι ιστορικές αυθαιρεσίες της Αργώς είναι σήμερα ολοφάνερες. Νομίζω ωστόσο ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η μόνη υποχρέωση του συγγραφέα είναι να αποδώσει πιστά όχι τα εξωτερικά γεγονότα, αλλά την αληθινή ουσία των πραγμάτων, την κοινωνική ατμόσφαιρα, το «κλίμα» της περιόδου που μελετά. Σ’ αυτό το σημείο θα έπρεπε να στραφεί η φωτισμένη κριτική. Από την αυθεντική ελληνική ιστορία και την πραγματική «πραγματικότητα» πήρα μονάχα το γεγονός της Καταστροφής και το πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τα λοιπά πρόσωπα και γεγονότα της εποχής αυτής (εξόν βέβαια από ορισμένες εξαιρέσεις), θα έρθει γρήγορα μια μέρα που θα έχουνε τόσο πολύ λησμονηθεί ώστε οι ιστορικές αυθαιρεσίες της Αργώς θα κάνουν εντύπωση μονάχα στους ιστοριοδίφες, αν υποτεθεί ότι δεν πρόκειται να λησμονηθεί μαζί και το μυθιστόρημα αυτό. 2
Δεν μπορώ να μιλήσω για τους «ιστοριοδίφες», αλλά για τον ιστορικό η θέση του Θεοτοκά φαίνεται απολύτως αποδεκτή: εκείνο που μετράει σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα είναι η «πιστή», δηλ. η πειστική απόδοση του κλίματος της εποχής. Κάτι που η Αργώ πετυχαίνει στην εντέλεια.
Μολονότι οι αναφορές σε ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα είναι διάσπαρτες σε όλο το μυθιστόρημα, ξεχωρίζουν δύο τμήματά του: τα κεφάλαια IX («Ελληνική Ιστορία») και Χ («Τα πολυβόλα του Παύλου Σκινά») με τα οποία τελειώνει το Πρώτο Μέρος και το κεφάλαιο VII («Ο Πρόεδρος») του Δεύτερου Μέρους.
*
Τα δύο τελευταία κεφάλαια του Πρώτου Μέρους παρουσιάζουν μία αριστοτεχνική συρραφή ή, σωστότερα, σύνθεση από διάφορα ιστορικά γεγονότα, κυρίως όμως δύο.
Το κίνημα του φανταστικού στρατηγού Τζαβέα μοιάζει πολύ με το πραγματικό κίνημα του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, στις 25 Ιουνίου 1925. Με τη σημαντική διαφορά ότι, στο μυθιστόρημα, η νόμιμη κοινοβουλευτική κυβέρνηση τελικά αμύνεται και καταστέλλει το πραξικόπημα, έστω παρασυρμένη από δύο μόνο δυναμικούς υπουργούς: τον Υπουργό Εσωτερικών Σκινά και τον Υπουργό Στρατιωτικών στρατηγό Γιαλαράκη.
Δεν ξέρω αν η κριτική ασχολήθηκε ποτέ μ’ αυτήν ειδικά την «ανακρίβεια» και με τη σημασία της. Εγώ πάντως αναρωτιέμαι μήπως ο Θεοτοκάς ήθελε εδώ να πει κάτι περισσότερο, πέρα από την ανάδειξη του ήρωά του Παύλου Σκινά σε πρωταγωνιστή της ιστορίας. Μήπως δηλαδή, πέρα από τις ανάγκες της πλοκής, υπάρχει στο σημείο αυτό και ένα «πολιτικό μήνυμα».
Το πραξικόπημα του Πάγκαλου επέβαλε την ετήσια δικτατορία του, με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τη χώρα, ιδίως στις εξωτερικές της σχέσεις. Το πραξικόπημα, όμως, μπορούσε να είχε κατασταλεί με μεγάλη ευκολία, επειδή στηριζόταν σε ελάχιστες δυνάμεις. Την καταστολή του από τον Κονδύλη, ως νέο πρωθυπουργό, απέτρεψε την τελευταία στιγμή ο Παπαναστασίου. Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και αναφώνησε: «Δεν μπορείτε σεις, κύριε Κονδύλη, να ηγηθήτε των όπλων και να χύσετε δημοκρατικόν αίμα!» 3 Σύμφωνα με τον οξύμωρο ευφημισμό που καθιερώθηκε τότε, «δημοκρατικός» ονομαζόταν ακόμη κι ο επίδοξος δικτάτορας, αρκεί να ήταν εχθρός του βασιλικού θεσμού. 4
Ο Θεοτοκάς, λοιπόν, εδώ «διορθώνει» την ιστορία, περιγράφοντας αυτό που μπορούσε και όφειλε να είχε συμβεί. Πέρα από την προβολή της ανάγκης υπεράσπισης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ίσως θέλησε και να κατακρίνει συγκεκριμένα εκείνους που την παρέδωσαν αμαχητί στον Πάγκαλο.
Εξάλλου, η αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση που περιγράφεται στην Αργώ μοιάζει πολύ με τα γεγονότα που συνέβησαν στην Αθήνα στις 9 Σεπτεμβρίου 1926, όταν ο Κονδύλης, μετά την ανατροπή του Πάγκαλου, μεθόδευσε την αιματηρή διάλυση των λεγομένων Δημοκρατικών Ταγμάτων, δηλ. των πραιτωριανών της δικτατορίας. 5
*
Ο Θεοτοκάς, όπως προαναφέρθηκε, πίστευε ότι «τα γεγονότα της τρίτης δεκαετίας είναι πολύ κοντινά και ο καθένας τα έχει φρέσκα στη μνήμη του». Η κακοπιστία, ωστόσο, ορισμένων κριτικών ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Έγραφε π.χ. ο «Φιλαναγνώστης» στην Εστία, στις 29 Οκτωβρίου 1933:
Βέβαια, υπάρχουν μέσα εις την Αργώ σελίδες, τας οποίας ο αναγνώστης αισθάνεται υπερβολικάς ή ανικάνους να περιγράψουν την πραγματικήν Ελληνικήν ζωήν. Έξαφνα δεν ημπορεί να παραδεχθή ο Έλλην αναγνώστης, ότι ημπορούν να γίνουν εις την οδόν Σταδίου, εις τα Χαυτεία, εις την οδόν Κηφισιάς, αι πολύνεκροι εκείναι, αι άγριαι, αι βάρβαροι συγκρούσεις που περιγράφει ο κ. Θεοτοκάς. Επίσης η περιγραφή της συνεδριάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου ενθυμίζει περισσότερον σκηνήν της Βαβυλωνίας παρά αληθινήν συζήτησιν σημερινών Ελλήνων υπουργών.
Αλλά τέτοιες συγκρούσεις είχαν πράγματι γίνει στην πρωτεύουσα πριν επτά μόλις χρόνια! Άλλωστε, δεν είχαν περάσει ούτε πέντε μήνες από ένα άλλο γεγονός εξαιρετικής αγριότητας: τη δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου στις 6 Ιουνίου 1933, στην ίδια «οδόν Κηφισιάς»… Όσο για την αληθοφάνεια της συζήτησης μεταξύ «σημερινών» (του 1933;) Ελλήνων υπουργών, δεν αρκεί βέβαια η ειρωνική αναφορά στο θεατρικό έργο Βαβυλωνία (του Δ. Βυζάντιου), απλώς και μόνο επειδή ο Θεοτοκάς θέλησε να αποδώσει τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς κάθε υπουργού ανάλογα με την καταγωγή του.
Βέβαια, ο Θεοτοκάς είχε τη φρόνηση, όπως φαίνεται, να «θολώσει τα νερά»: τα πρόσωπα του μυθιστορήματος δεν μπορούν να ταυτιστούν με κανένα συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο. Ωστόσο, όπως με τα γεγονότα, έτσι και με τους χαρακτήρες, ο Θεοτοκάς δεν επινόησε εντελώς αυθαίρετα. «Έκοψε και έραψε», συνδυάζοντας στοιχεία από υπαρκτά πρόσωπα. Έτσι, π.χ. στον στρατηγό Τζαβέα, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στοιχεία από τον Πάγκαλο, αλλά και από τον Κονδύλη – δύο από τα τέσσερα βασικά μέλη τής τότε ελληνικής «Σχολής των δικτατόρων», για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο σύγχρονου βιβλίου του Ignazio Silone. (Τα άλλα δύο ήσαν ο Πλαστήρας και ο Μεταξάς.) Στον Παύλο Σκινά, εξάλλου, διαφαίνονται στοιχεία από τον Παπαναστασίου ή άλλους αριβιστές «κοινωνιολόγους». Στον πρωθυπουργό Ζουγανέλη, διακρίνει κανείς στοιχεία από τον Ζαΐμη, αλλά και από τον Καφαντάρη. Τέλος, όπως είναι γνωστό, πολλοί έπαιξαν το παιχνίδι της ταυτοποίησης του καθηγητή Νοταρά, χωρίς επιτυχία.
*
Στο Δεύτερο Μέρος, ο Θεοτοκάς αφιερώνει το Κεφάλαιο VII («Ο Πρόεδρος») στο πραγματικό γεγονός της επανόδου του Βενιζέλου στην Ελλάδα και τελικά στην εξουσία, το 1928. Ευτυχώς, δεν διανοήθηκε να ψυχογραφήσει τον ίδιο τον Βενιζέλο – ένα αίνιγμα που παραμένει ουσιαστικά ακέραιο μέχρι σήμερα. Παρουσιάζει όμως μία έξοχη ανάλυση της ακτινοβολίας του Βενιζέλου ως χαρισματικού ηγέτη. Σύμφωνα με τη θεωρία που οφείλουμε στον Μαξ Βέμπερ, «χαρισματικός» είναι ο ηγέτης που στηρίζεται στην πίστη των οπαδών του ότι έχει υπερφυσικές, υπεράνθρωπες ή τουλάχιστον εντελώς εξαιρετικές ικανότητες ή ιδιότητες – απρόσιτες στον κοινό άνθρωπο. Τι γράφει ο Θεοτοκάς:
Αρχηγός, σωτήρας, σύμβολο της μισής Ελλάδας, Σατανάς για την άλλη μισή, είταν οπωσδήποτε για όλους ο Πρόεδρος των ελληνικών ζητημάτων, ο άξονας που γύρω του ξανάρχιζε να στροβιλίζεται το έθνος. Κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς είχε στο νου του, μα η παρουσία του έφτανε για να αναστατώσει τα πάντα, σα να ανάδινε η παρουσία αυτή κάποιο μυστηριώδες ρεύμα, που τράνταζε μονομιάς όλες τις δυνάμεις του εθνικού οργανισμού, τις δυνάμεις της πίστης και του ηρωισμού, της περιπέτειας και της αρπαγής, της δημιουργίας και της διάλυσης, της μοχθηρίας και του φθόνου. 6
Και πιο κάτω:
Αυθόρμητα οι Έλληνες ξανάπαιρναν θέση στις παλιές, στις φυσικές παρατάξεις τους, που τις νόμιζαν ότι έλειψαν για πάντα, ξαναγινόντανε βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί. «Είναι άλλη φυλή», έλεγαν οι πρώτοι για τους δεύτερους. Κι αυτοί αποκρινόντανε ότι «ο βενιζελισμός είναι πραγματική νόσος, της οποίας το μικρόβιον, όπως και του καρκίνου, δεν ανευρέθη εισέτι». Υπήρχαν εθνικιστές βενιζελικοί και εθνικιστές αντιβενιζελικοί, μαρξιστές βενιζελικοί και μαρξιστές αντιβενιζελικοί. Κ’ είτανε χίλιες φορές ευκολώτερο να συνεννοηθεί λ.χ. ένας βενιζελικός εθνικιστής μ’ ένα μαρξιστή βενιζελικό παρά μ’ έναν αντιβενιζελικό εθνικιστή. Υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν βαθιά στη Δημοκρατία και γινόντανε φανατικοί μοναρχικοί, για να εκδικηθούνε το Βενιζέλο. Κι άλλοι αντίστροφα. Κι όλα αυτά δεν παραξενεύανε κανέναν. Ο Πρόεδρος είταν η άμεση πραγματικότητα. Τα άλλα θαρείς και αποτελούσαν μια δεύτερη πραγματικότητα, μακρινή, ξενική και σχεδόν απίθανη. 7
Απολαυστική είναι προπαντός η «λαϊκή» εκδοχή του μύθου, που ο Θεοτοκάς τοποθετεί στο στόμα ενός ταβερνιάρη:
Ο Πρόεδρος είναι μεγάλος τυχοδιώκτης, έλεγε με ευλάβεια, μεγάλος πειρατής. Σκεφτείτε πώς άρχισε. Ξεκίνησε μοναχός του, απροστάτευτος, έρημος, ένα παλιόπαιδο με τις βράκες, ένα φτωχαδάκι από την Κρήτη. Από την πρώτη μέρα που ένιωσε τον κόσμο, ο νους του όλος είναι στην ανταρσία και την επανάσταση. Και ό,τι θέλει κάνει! Θα διώξω, λέει, τους Τούρκους από την Κρήτη. Τους διώχνει. Του πηγαίνουνε Έλληνα πρίγκιπα. Τον διώχνει κι αυτόν. Θα κυβερνήσω, λέει, την Ελλάδα. Την κυβερνά. Θα διαλύσω, λέει, την Αυτοκρατορία του Σουλτάνου. Τη διαλύει. Θα κάνω στρατούς και στόλους, θα κάνω πολέμους και θα νικήσω, θα πάω στη Μακεδονία, στη Θράκη, στη Μαύρη Θάλασσα. Πηγαίνει. Στη Σμύρνη, λέει. Πηγαίνει. Θα επιβληθώ, λέει, σ’ όλες τις Ευρώπες, θα τραβιούνται όλοι σαν περνώ. Τά’ πε και τά’ κανε. Παίζει φάπες με τους μεγάλους του κόσμου, τρώει και πίνει και χωρατεύει με τους βασιλιάδες, κοιμάται με τις πριγκίπισσες, κι από μέσα του όλους τους κοροϊδεύει και σε κάθε στιγμή κάτι μηχανεύεται, κάτι σκαρώνει, όλα τα εκμεταλλεύεται, κι από την πέτρα βγάζει ζουμί. Τις Μεγάλες Δυνάμεις στην τσέπη του τις έχει. Υπογράψετε συνθήκες, λέει, και δώσ’ του υπογράφουνε. Αυτός γράφει και κείνοι υπογράφουνε, χωρίς να καταλαβαίνουνε. Πήρε του κόσμου τον αέρα. Πώς τον πήρε, δικός του λογαριασμός. Η Ελλάδα να πάει μπροστά κι άλλο τίποτα δε μας μέλει. Ό,τι θέλει κάνει, σου λέω. Και την Πόλη θα την έπαιρνε και στην Περσία θα μας πήγαινε, αν δεν τόνε ρίχναμε…8
Σε λίγες μόνο σελίδες, ο Θεοτοκάς καταφέρνει να συμπυκνώσει το φαινόμενο «Βενιζέλος» και γενικότερα το φαινόμενο «χαρισματικός ηγέτης». Για όποιον έχει επιστημονική ή απλώς εγκυκλοπαιδική περιέργεια, το κεφάλαιο αυτό της Αργώς αποτελεί την καλύτερη εισαγωγή στο θέμα.
Επιπλέον, ο Θεοτοκάς επωφελείται από την ευκαιρία για να βάλει στο στόμα ενός «ηλικιωμένου κοινοβουλευτικού» ένα είδος που είναι οικείο στο συγγραφέα: ένα οξυδερκέστατο πολιτικό δοκίμιο περί Βενιζελισμού. Ξεχωρίζει η διάγνωση ότι επρόκειτο όχι για απλό κόμμα ή πρόγραμμα, αλλά για κάτι βαθύτερο και καθολικότερο: «δημιουργική δράση, που εκδηλώθηκε ταυτόχρονα σ’ όλους τους κλάδους της ελληνικής ζωής», επιβάλλοντας ένα ιδιαίτερο «ύφος». 9 Τη διάγνωση αυτή του Θεοτοκά είχαμε την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε και να τεκμηριώσουμε το 1988 στο συλλογικό τόμο Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός(Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), αναδεικνύοντας τον Βενιζελισμό ως γενικότερο «κίνημα», από την αγροτική πολιτική έως και τη μουσική σύνθεση.
*
Από όσα είπα μέχρι τώρα, έγινε ίσως φανερό ότι έχω μεγάλη αδυναμία στο ιστορικό μυθιστόρημα. Πιστεύω ότι προσφέρει την ταχύτερη πρόσβαση – τη «βασιλική οδό» – στο πνεύμα και το κλίμα μιας εποχής, στους ανθρώπους της, στις νοοτροπίες και τους προβληματισμούς τους. Το θεωρώ ακόμη και ιστορικό τεκμήριο, υπό προϋποθέσεις. Ως δάσκαλος, το θεωρώ επίσης άριστο διδακτικό βοήθημα. Όλα αυτά ισχύουν για την Αργώ και κατεξοχήν για το κεφάλαιο «Ο Πρόεδρος».
Υπάρχει βέβαια σ’ όλα αυτά ένας σοβαρός κίνδυνος, που ίσως έγινε κι αυτός αντιληπτός: να «μολυνθεί» αδιόρατα κι ασυναίσθητα η επιστημονική έρευνα και ερμηνεία από το μυθιστόρημα, ιδίως όταν έχει προηγηθεί η δική του ανάγνωση. Στην εισαγωγή του συλλογικού τόμου που προανέφερα, είχα γράψει ότι, πέρα από ένα σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού, ο Βενιζελισμός ως κίνημα υπήρξε και ένα αντίστοιχο «ύφος και ήθος». Τώρα που ξαναδιάβασα στην Αργώ ότι ο Βενιζέλος είχε προπαντός συλλάβει «ένα ύφος», 10 ομολογώ ότι δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω αν πρόκειται για απλή σύμπτωση ή για ασυνείδητη αναπαραγωγή εκ μέρους μου της διατύπωσης του Θεοτοκά που είχε χαραχθεί στη μνήμη μου από την πρώτη, νεανική ανάγνωση. Ομολογώ επίσης ότι δεν βρίσκω ούτε εμβόλιο ούτε αντίδοτο για τον κίνδυνο αυτό. Το να απαγορευθεί εντελώς στον ιστορικό να διαβάζει ιστορικά μυθιστορήματα θα ήταν, βέβαια, απάνθρωπο!
*
Τέλος, η Αργώ, ως ιστορικό μυθιστόρημα τοποθετημένο σε πανεπιστημιακό περιβάλλον, μπορεί και σήμερα να γοητεύσει ειδικά ένα φοιτητικό αναγνωστικό κοινό. Ακόμη πιο ακατανίκητη μπορεί να γίνει η σαγήνη που ασκεί σε όποιον τύχει να σπουδάζει ή να διδάσκει στην ίδια Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Βέβαια, ο Τέλος Άγρας μεμψιμοιρούσε το 1935 ότι δεν ήσαν έτσι οι συμφοιτητές του στη Νομική και ότι το βιβλίο αντιπροσωπεύει μία ελάχιστη φοιτητική μειοψηφία: τον συγγραφέα και τους φίλους του (της Φοιτητικής Συντροφιάς). 11 Πιο πρόσφατα, η Κατερίνα Σχινά έγραφε στην Ελευθεροτυπία ότι πήγε στη Νομική Αθηνών για να βρει τον κόσμο της Αργώς, αλλά δεν τον βρήκε.
Οφείλω όμως να βεβαιώσω ότι, μέχρι πριν λίγα χρόνια, ο κόσμος αυτός μπορούσε ακόμη να αναβιώνει – αν όχι στην αίθουσα Οικονομίδου, σε άλλες, μικρότερες αίθουσες. Το διαπίστωσα τη γονιμότερη χρονιά της πανεπιστημιακής μου σταδιοδρομίας, πριν αρχίσει η ακατάσχετη γενική αποσάθρωση. Έγιναν τότε στο μάθημά μου εξαιρετικές φοιτητικές εργασίες, μερικές εμπνευσμένες ακριβώς από την Αργώ. Διαπίστωσα επίσης, τότε, ότι δεν ίσχυε το ενδεχόμενο που με είχε απασχολήσει νωρίτερα: να είναι η γοητεία της Αργώς «ταξικά» προσδιορισμένη και οριοθετημένη. Με άλλα λόγια, δεν χρειαζόταν να είναι κάποιος Κολωνακιώτης, ούτε καν Αθηναίος, για να γοητευθεί από το βιβλίο και να ταυτιστεί με τους «Αργοναύτες» του. Στο τέλος της χρονιάς, οι φοιτητές μου είχαν την έμπνευση να μου κάνουν ένα δώρο. Είχαν επίσης την έμπνευση να διατυπώσουν την ακόλουθη αφιέρωση: «Στον άξιο κυβερνήτη της Αργώς με την αγάπη μας». Υπογραφή: «Το πλήρωμά της». Είναι ό,τι ωραιότερο θα μου μείνει από τη σταδιοδρομία μου ως πανεπιστημιακού δασκάλου. Και το οφείλω στην Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά.
Υποσημειώσεις
1 Γιώργου Θεοτοκά, Αργώ, 17η έκδοση (Αθήνα: Εστία, 2003), Β΄, σ. 185. Όλες οι παραπομπές γίνονται σ’ αυτή την έκδοση.
2 Ό.π., σ. 186.
3 Γρηγορίου Δαφνή, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940 (Αθήνα: Ίκαρος, 1955), τ. Α΄, σ. 282.
4 Ο ίδιος Παπαναστασίου, άλλωστε, είχε συμπράξει τόσο με τον Πάγκαλο όσο και με τον Κονδύλη, πρώτα στα πλαίσια της λεγόμενης Δημοκρατικής Ένωσης, ύστερα στην πραξικοπηματική συγκρότηση της πρώτης του κυβέρνησης και στην ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας.
5 Δαφνή, ό.π., σ. 343-5.
6 Αργώ, Β΄, σ. 100-1.
7 Ό.π., σ. 102.
8 Ό.π., σ. 109-10.
9 Ό.π., σ. 102-8.
10 Ό.π., σ. 107.
11 «Το σύγχρονο μυθιστόρημα», Νέα Εποχή, τχ. 5-6 (Ιούλιος-Αύγουστος 1935), σ. 5.
Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ
Γιώργος Θεοτοκάς
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας
στο ΕΚΕΒΙ
στο Βιβλιοnet
στη Βικιπαίδεια
ΤΑΙΝΙΕΣ
εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ, Το διαχρονικά ελεύθερο πνεύμα του Γιώργου Θεοτοκά
Αλέξης Ακριθάκης, βιογραφία και έργα
στη Βικιπαίδεια
στο art magazine
στο ΝΙΚΙΑΣ
στο paleta art
,
στο artnet
στην Εθνική Πινακοθήκη
στο ΙΣΕΤ
Χρωματοϊστορίες - Ακριθάκης, στην εκπαιδευτική τηλεόραση
Για τα λογοτεχνικά ρεύματα - κινήματα δείτε εδώ
Γενικά στοιχεία αφηματολογίας θα βρείτε εδώ
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...