Ο Πρωτέας είναι θαλάσσιος θεός με μαντικές ικανότητες, γέρων σοφός αλλά δούλος (ὑποδμὼς) του Ποσειδώνα, πατέρας της Ειδοθέας, την οποία ο Αισχύλος ονομάζει Ευρυνόμη στο σατυρικό δράμα Πρωτέας. Πατέρας και κόρη μαζί κατοικούσαν στο νησάκι Φάρο της Αιγύπτου. Εκεί τον συνάντησε ο Μενέλαος επιστρέφοντας από την Τροία στη Σπάρτη.
Ο Αρισταίος ήταν γιος του Απόλλωνα και της Κυρήνης, κόρης του βασιλιά των Λαπιθών Υψέα, εγγονής του θεού-ποταμού Πηνειού και της Ναϊάδας Κρέουσας, δισέγγονης της Γαίας και του Ποσειδώνα. Στη Λιβύη, στην τοποθεσία όπου αργότερα ιδρύθηκε η πόλη Κυρήνεια, γεννήθηκε ο Αρισταίος, τον οποίο ο πατέρας του, ή ο Ερμής, εμπιστεύτηκε στη Γαία και στις Ώρες που τον ανέθρεψαν με νέκταρ και αμβροσία. Άλλη παράδοση θέλει τον Κένταυρο Χείρωνα δάσκαλό του και τις Μούσες να συμπληρώνουν τη μόρφωσή του διδάσκοντάς του την ιατρική και την τέχνη της μαντείας. Κατά άλλη εκδοχή ο ίδιος ο πατέρας του τον παρέδωσε στις Νύμφες για να τον μεγαλώσουν, και αυτές τον ονόμασαν Αρισταίο και του προσέδωσαν επίθετα που ταιριάζουν στις ενασχολήσεις και τις ικανότητές του —Νόμιος, δηλαδή βοσκός, και Αγρεύς, δηλαδή κυνηγός, γιατί, μεταξύ άλλων, θεωρείται και εφευρέτης τεχνικών του κυνηγιού, όπως ο λάκκος και τα δίχτυα. Από τις τροφούς του διδάχθηκε την καλλιέργεια της ελιάς και της αμπέλου, την τυροκομία, τη μελισσοκομία, γνώσεις που μοιράστηκε αργότερα με άλλους ανθρώπους.
Ο Βιργίλιος παραδίδει την ιστορία της συνάντησης του Αρισταίου με τον θαλάσσιο μαντικό θεό Πρωτέα. Αυτή έγινε κάτω από τις εξής συνθήκες: Όταν κάποτε ο Αρισταίος είδε την Ευρυδίκη, τη σύζυγο του Ορφέα, θέλησε να την αποκτήσει, την κυνήγησε κατά μήκος ενός ποταμού και, καθώς η Ευρυδίκη έτρεχε για να γλυτώσει από το βίαιο αγκάλιασμα, δεν πρόσεξε και πάτησε ένα φίδι που αντέδρασε με δηλητηριώδες δάγκωμα. Η Ευρυδίκη πέθανε, οι θεοί οργίστηκαν και έστειλαν επιδημία στις μέλισσές του, για να τον τιμωρήσουν για την ανόσια πρόθεσή του. Απελπισμένος ο Αρισταίος, και επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει την αιτία της συμφοράς, ζήτησε τη βοήθεια της μητέρας του Κυρήνης, η οποία κατοικούσε κάτω από τα νερά του Πηνειού σε κρυστάλλινο παλάτι. Κι εκείνη τον συμβούλευσε να απευθυνθεί στον θαλάσσιο μαντικό θεό Πρωτέα και να τον ρωτήσει. Τον βρήκε να αναπαύεται πάνω σε ένα βράχο στο νησάκι Φάρος της Αιγύπτου, ανάμεσα σε ένα κοπάδι φώκιες του Ποσειδώνα, φύλακας και φρουρός τους. Και επειδή ήταν γνωστό ότι ο Πρωτέας δεν συμπαθούσε αυτούς που επίμονα τον ρωτούσαν για να μάθουν, ο Αρισταίος τον αλυσόδεσε την ώρα που ο μαντικός θεός κοιμόταν και τον ανάγκασε να μιλήσει. Κι εκείνος του αποκάλυψε την αιτία της οργής των θεών και τον συμβούλευσε πώς να προμηθευτεί καινούρια σμήνη μελισσών. [Εικ. 1, 2, 3]
Απρονοησία έκανε τον Μενέλαο να μην θυσιάσει στους θεούς φεύγοντας από την Αίγυπτο. Αυτοί τον τιμώρησαν ρίχνοντάς τον στο νησάκι Φάρος, απέναντι από την Αλεξάνδρεια. Ενάντιοι άνεμοι τον δέσμευσαν εκεί για είκοσι μερόνυχτα. Αλλά όπως ο νεκρός Τειρεσίας υπέδειξε στον Οδυσσέα τον τρόπο του γυρισμού, έτσι και μια νεαρή κοπέλα, η Ειδοθέα, κόρη του γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, συμβούλεψε τον Μενέλαο να αναζητήσει τον πατέρα της και να τον ρωτήσει για τον γυρισμό του. Ακολουθώντας της οδηγίες της Ειδοθέας, ο Μενέλαος με τρεις συντρόφους μπήκαν σε μια έρημη σπηλιά. Εκεί η κοπέλα τους σκέπασε με δέρματα από τέσσερις φώκιες που η ίδια μόλις είχε ξεγδάρει και, για να μην πνιγούν οι τέσσερις άνδρες από την άσχημη μυρωδιά, τους έσταξε αμβροσία στα ρουθούνια. Σε λίγο βγήκαν οι φώκιες από τη θάλασσα και ο Πρωτέας τις μέτρησε και τις βρήκε εντάξει — μαζί και τις τέσσερις που η κόρη του είχε σκοτώσει. Εδώ η μυθική περιγραφή συνταιριάζει την πραγματική συμπεριφορά στην κοινότητα αυτών των θηλαστικών με το φανταστικό στοιχείο — ό,τι ακριβώς κάνει ο ποιητής της Οδύσσειας με την περιγραφή της κοινότητας των Κυκλώπων που παραπέμπει σε κοινωνίες κτηνοτροφικές με καθαρά ποιμενικό χαρακτήρα.
Ο Πρωτέας αποκοιμήθηκε και τότε ο Μενέλαος και οι σύντροφοί του τον άρπαξαν. Ο γέροντας μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, φίδι, λεοπάρδαλη, κάπρο, νερό, δέντρο, όπως η Θέτιδα όταν προσπαθούσε να την πιάσει ο Πηλέας. Όποια μορφή κι αν έπαιρνε, οι άνδρες τον κρατούσαν σφιχτά. [Εικ. 4] Αποκαμωμένος πήρε την αρχική μορφή του και συμβούλευσε τον Μενέλαο να επιστρέψει στον Νείλο και να θυσιάσει στον Δία και τους άλλους θεούς. Τον πληροφόρησε ακόμη για την τύχη των άλλων ηρώων, του Λοκρού Αίαντα, του αδελφού του Αγαμέμνονα, του Οδυσσέα που χρόνια τον κρατούσε η Καλυψώ στο νησί της και προφήτευσε τον θάνατο του Μενέλαου και τη μετάβασή του στα Ηλύσια πεδία, σε τόπο ευλογημένο, με κυβερνήτη τον Ραδάμανθυ, χωρίς βροχές, χιόνια, βαρυχειμωνιές. Ο Μενέλαος ενήργησε σύμφωνα με τις υποδείξεις του Πρωτέα και επιπλέον ύψωσε κενοτάφιο στον Αγαμέμνονα, για να μείνει το όνομά του και στα ξένα. Με ούριο άνεμο έφτασε τελικά στην πατρίδα του ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια απουσίας. (Οδ., δ 354-586)
Φυσικά δεν έλειψαν οι περισσότερο ορθολογικές ερμηνείες για την ικανότητα του Πρωτέα να μεταμορφώνεται. Ο παραδοξογράφος Ηράκλειτος στο Περί απίστων (29) αποδίδει το μυθολόγημα στην ικανότητα του Πρωτέα να φέρεται στους δίκαιους ανθρώπους σαν δροσερό νερό αλλά να πέφτει επάνω στους αδίκους σαν πύρινη ρομφαία:
Λέγεται ὅτι ἐγένετο ποτὲ μὲν ὕδωρ, ποτὲ δὲ πῦρ, δηλονότι τοῖς μὲν χρηστοῖς ὡς ὕδωρ, τοῖς δὲ πονηροῖς κατ᾽ ἀξίαν τιμωρητικός· ὅθεν ταύτην τὴν φήμην περὶ αὐτοῦ διέσπειραν.
Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, ο Πρωτέας, που συγχέεται ή και ταυτίζεται με τον Αιγύπτιο βασιλιά Πρωτέα, ήταν γιος του Ποσειδώνα, καταγόταν από την Αίγυπτο αλλά την εγκατέλειψε γιατί ο βασιλιάς της Βούσιρης την κυβερνούσε τυραννικά. Ακολούθησε τους γιους του Φοίνικα που αναζητούσαν την αδελφή τους Ευρώπη και έτσι έφτασε μέχρι την Παλλήνη της Χαλκιδικής. Εκεί παντρεύτηκε τη Χρυσονόη ή Τορώνη, κόρη του βασιλέα των Σιθώνων Κλίτου, με την υποστήριξη του οποίου κατέλαβε τους βόρειους γείτονες της Χαλκιδικής Βισάλτες, στη χώρα των οποίων έγινε βασιλιάς (Λυκ., Αλεξ. 115-116. Νόνν., Διον. ΧΧΙ, 289). Από την κόρη του Κλίτου απέκτησε παιδιά, μια κόρη που ονομάστηκε Τορώνη, και γιους, τον Τηλέγονο και τον Τμώλο ή Πολύγονο. Άλλη παραλλαγή τού δίνει για σύζυγο μια κόρη του Γίγαντα Αλκυονέα (Σουδ., λ. Αλκυονίδες), ενώ από την Αγχινόη απέκτησε τη κόρη Καβειρώ (Στέφ. Βυζ. Καβειρία). Ενίοτε η Αγχινόη θεωρείται κόρη του Πρωτέα και μητέρα του Σίθωνα από τον Άρη. Όπως και να έχει, τα αγόρια του δεν του έμοιασαν, εξελίχθηκαν σε ωμούς και παράνομους που δεν άφηναν ζωντανό κανέναν ξένο που έφτανε στα μέρη τους (Λυκ., Αλεξ. 124. Απολλόδ. 2.5.9 και 15. Κόνων 26 F1 XXXII). Προκάλεσαν και τον Ηρακλή να παλέψει μαζί τους και φυσικά έχασαν, ο Ηρακλής τους σκότωσε, ο πατέρας τους τους έθαψε, συγχώρεσε τον φονιά τους και τον καθάρισε από τον φόνο — Καὶ αὐτοῖς μὲν ὁ πατὴρ χῶμα ἔχωσεν, Ἡρακλέα δέ (ἦν γὰρ ἐναγής) καθῆρε τοῦ φόνου (Φώτ., Βιβλ. 186.136b). Μετά από αυτό, και με τη βοήθεια του πατέρα του Ποσειδώνα, ο Πρωτέας εγκατέλειψε τον μακεδονικό χώρο και εγκαταστάθηκε στο νησί Φάρος.
Ο βασιλιάς της Αιγύπτου και μάντης Πρωτέας, που φιλοξένησε κάποτε και τον Διόνυσο, θεωρείται πως είναι αυτός που εμπλέκεται στον μύθο της Ελένης, είναι επομένως σύγχρονος του Μενέλαου και των άλλων ηρώων του Τρωικού πολέμου. Σύμφωνα με παραδόσεις, τις οποίες αξιοποίησε ο Ευριπίδης, η Ελένη δεν απάτησε τον άνδρα της και ούτε ποτέ πήγε στην Τροία. Αυτό που άρπαξε ο Πάρης ήταν ένα ομοίωμά της, φτιαγμένο από σύννεφο από την ίδια τη θεά Ήρα, που με αυτόν τον τρόπο εκδικήθηκε τον Πάρη για την επιλογή που είχε κάνει της Αφροδίτης ως της καλλίστης. Ο Ερμής, εκτελώντας εντολές του Δία, οδήγησε κρυφά την Ελένη στην Αίγυπτο, όπου έμενε προστατευμένη από τον βασιλιά Πρωτέα, μέχρι που εκείνος πέθανε· μάλιστα λεγόταν ότι εκείνος έφτιαξε το ομοίωμα της Ελένης και αυτό έφερε στην Τροία ο Πάρης. Κατά τον Ευριπίδη, σύζυγος του Πρωτέα ήταν η Ψαμάθη, κόρη του Νηρέα, από την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Θεοκλύμενο, και μια κόρη, την Ειδώ ή Θεονόη. Ο Θεοκλύμενος πόθησε την Ελένη, η οποία αναγκάστηκε να προσπέσει στον τάφο του Πρωτέα ικέτισσα, προκειμένου να σωθεί από τις ορέξεις του νέου βασιλιά. Συμπαραστάτη στο σχέδιο που εκπόνησε για να διαφύγει τελικά από την Αίγυπτο με τον ναυαγό σύζυγό της Μενέλαο βρήκε τη Θεονόη, η οποία αναγνώρισε το δίκιο της Ελένης.
Ο Ηρόδοτος παραδίδει πως η Ελένη έφτασε μαζί με τον Πάρη στην Αίγυπτο. Όταν ο Πρωτέας πληροφορήθηκε την ανόσια πράξη της αρπαγής, έδιωξε τον Πάρη από τη χώρα του και κράτησε την Ελένη κοντά του μέχρι να την αναζητήσει ο σύζυγός της Μενέλαος· μαζί κράτησε και τους θησαυρούς που κουβαλούσε μαζί της από τη Σπάρτη. Ωστόσο, οι Έλληνες επιτέθηκαν στην Τροία, ζήτησαν την Ελένη από τον Πρίαμο, εκείνος τους φανέρωσε ότι η Ελένη βρισκόταν στην Αίγυπτο, εκείνοι όμως δεν τον πίστεψαν και συνέχισαν τον πόλεμο. Μόνο όταν κατέλαβαν την Τροία και αντιλήφθηκαν ότι πράγματι η Ελένη δεν ήταν εκεί, πίστεψαν τον νεκρό πια Πρίαμο και πήγαν να την αναζητήσουν στον Πρωτέα που ευχαρίστως την παρέδωσε στον άνδρα της. (2.112-120). Ο ιστορικός παραδίδει ότι το όνομα του διαδόχου του Πρωτέα ήταν Ραμψίνιτος (2.121), ενώ ο Διόδωρος τον αναφέρει ως Ρέμφη και γράφει πως το αιγυπτιακό όνομα του Πρωτέα ήταν Κέτης (1.62).
Σχετικά λήμματα:
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΡΙΣΤΑΙΟΣ, ΕΛΕΝΗ, ΕΡΜΗΣ, ΕΥΡΥΔΙΚΗ, ΕΥΡΩΠΗ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΜΕΝΕΛΑΟΣ, ΝΗΡΕΑΣ, ΝΥΜΦΕΣ, ΟΡΦΕΑΣ, ΠΑΡΗΣ, ΠΗΝΕΙΟΣ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΠΡΙΑΜΟΣ, ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, ΝΕΙΛΟΣ, ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ, ΧΕΙΡΩΝΑΣ, ΨΑΜΑΘΗ