Η ΜΑΝΑ
(Ένα αφιέρωμα στις μανάδες που έφυγαν)
Πολλοί ποιητές και λογοτέχνες έγραψαν ύμνους για την μάνα, εγώ θα προσπαθήσω να σας περιγράψω τη ζωή της Θαρρουνιάτισας μάνας, της μάνας μας.
Η μάνα, ήταν στην κυριολεξία ο στυλοβάτης της οικογένειας. Διαβάστε εδώ για να καταλάβετε πως περίπου περνούσε τη ζωή της.
Ξυπνώντας το πρωί από τα χαράματα, άρχιζε το καθημερινό της μαρτύριο. Ετοίμαζε το πρωινό για όλη την οικογένεια, συνήθως τραχανά, που θα έτρωγαν όλοι το πρωί και το φαγητό που ένα μέρος θα έπαιρναν στο χωράφι και το υπόλοιπο θα έμενε στο σπίτι για να φάνε τα παιδιά όταν θα γύριζαν από το σχολείο. Στη συνέχεια έπαιρνε τα λερωμένα πανιά του μωρού και τροχάδην πήγαινε στη μοναδική βρύση που υπήρχε στο χωριό για να τα πλύνει. Βρεγμένα και βρεγμένη όπως ήταν, τα κουβαλούσε μαζί της στο χωράφι, τα άπλωνε πάνω στους θάμνους να στεγνώσουν, για να αλλάξει το μωρό κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Όλη τη διάρκεια της ημέρας το παιδί ήταν κρεμασμένο στην αγκορτζιά ή στο φίλικα ή στη κουμαριά, με τη μελούτη (περάστε τον δείκτη του mouse στην αρχή της σελίδας πάνω από την λέξη μελούτη για να δείτε λεπτομέρειες). και κάθε τόσο η μάνα το βύζαινε με το γάλα της- το αίμα της ? και ήταν η μοναδική τροφή που έπαιρνε το μωρό. Η μάνα συνέχιζε κατόπιν τη δουλειά, είτε θέριζε με το δρεπάνι το σιτάρι ή το σανό ή με τη ραβδιστήρα να ρίξει τις ελιές ή με το τσαπί για να σκάψει το μέρος του χωραφιού που δεν έφτανε το αλέτρι ή να τραβήξει με τον κουβά νερό από το πηγάδι για να ποτίσει το περιβόλι ή ή, ή ........
Το βράδυ σαν έφτανε στο σπίτι κατάκοπη από την ολοήμερη εργασία και από τον ποδαρόδρομο της επιστροφής από το χωράφι, συνέχιζε με τις δουλειές του σπιτιού. Να αρμέξει τις γίδες και τις προβατίνες, να πήξει το γάλα, να ταΐσει τις κότες και το γουρούνι, να ανάψει τη φωτιά για να ζεσταθεί η οικογένεια, να μαγειρέψει, να στρώσει το «τραπέζι» για το βραδινό φαγητό, να πλύνει, να μπαλώσει τα ρούχα, να διαβάσει τα παιδιά (αν ήξερε γράμματα), να στρώσει για τον ύπνο, να , να , να, ??..
Πολλές μανάδες γεννούσαν τα παιδιά στο χωράφι, στο δρόμο, στο περιβόλι, στο βουνό αβοήθητες. Αν η ετοιμόγεννη ήταν στο σπίτι, την ξεγένναγε η μαία του χωριού ? «η μαμή». Μερικές γριές του χωριού είχαν τη μαιευτική γνώση, και βοηθούσαν την έγκυο κατά την διάρκεια του τοκετού και μετά από αυτόν. Η Σουλτάνα, η Αντωναρού, η Κορκόζα, η Πανάγαινα, η Γκριζόταινα, η Βασίλω του Κονή κ.α. ήταν κάποιες από αυτές. Οι αγράμματες μαίες με υποτυπώδη μέσα σταματούσαν την αιμορραγία, έκοβαν το ομφάλιο λώρο, αλάτιζαν το παιδί με χοντρό αλάτι, μαγείρευαν το φαγητό ? κρεμμυδερή ? που θα έτρωγε η λεχώνα, φάσκιωναν το νεογέννητο και το παρέδιναν στη μάνα, η οποία αργότερα για τη μεταφορά του χρησιμοποιούσε όπως είπαμε πιο πάνω τη μελούτη.
Η διασκέδαση της γυναίκας ? μάνας ? ήταν ανύπαρκτη και μόνο στα πανηγύρια, την Λαμπρή (Πάσχα), τα Χριστούγεννα και στους γάμους. Κατά την διάρκεια του χορού που συνήθως γινόταν στη μικρή πλατεία του χωριού, χόρευαν μόνο οι άνδρες, συνοδεία της υποτυπώδους ορχήστρας που αποτελούνταν από το βιολί του Γιώργη Κιούση (Βιολιτζή) και το λαγούτο του Θανάση Κουσερή (Ράνιου) ή αργότερα από τους δίσκους του γραμμόφωνου του Γιάννη Κιούση (Ζέμπου), του Χρήστου Καπενή (τώρα Παπαθανασίου), του Μήτσου Κιούση (Στέλιου) ή του Κώστα Γιαννούλη. Κατά τη διάρκεια του χορού οι γυναίκες ? μανάδες ? στέκονταν για πολλές ώρες στην άκρη της πλατείας, κρατώντας στην αγκαλιά το μικρό παιδί και στο άλλο χέρι το μεγαλύτερο. Αν κάποιος από το χορό τις καλούσε να χορέψουν τότε έμπαιναν στο χορό, χόρευαν ένα ή δύο τραγούδια και στη συνέχεια πάλι ........ "αγάλματα στην άκρη της πλατείας".
Αυτή περίπου ήταν η ζωή της Θαρρουνιάτισας μάνας, της μάνας μας.
Γιάννης Κιούσης
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.





