Παίξτε το παιχνίδι μας

enter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

Γενίτσαροι- Γερλήδες

 

 

 

Τον τουρκικό στρατό της Κρήτης αποτελούσαν δύο κυρίως τάξεις γενιτσάρων, οι αυτοκρατορικοί γενίτσαροι (kapu-kulu) και οι εντόπιοι γενίτσαροι, οι λεγόμενοι γερλήδες (yerli yeniceri) (βλ. Παράρτημα, εικ. 5).

Ο αρχηγός των αυτοκρατορικών γενιτσάρων είχε τον τίτλο του «Γενιτσάρ-αγασί», ενώ των γερλήδων του «Γερλή-αγασί». Η διοικητική ιεραρχία στα γενιτσαρικά τάγματα ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη. Στον Χάνδακα υπήρχαν πέντε τάγματα ή ορντάδες αυτοκρατορικών γενιτσάρων, που το καθένα είχε δύναμη 5000 ανδρών, και 28 οντζάκια (στρατώνες) γερλήδων γενιτσάρων. Στην πόλη των Χανίων, υπήρχαν τρεις ορντάδες (τάγματα) Γιανίτσαρων. Βέβαια  ο αριθμός των ορντάδων δεν ήταν πάντα σταθερός σε όλες τις εποχές. Σε μια έκθεση του 1783 αναφέρεται ότι στα  Χανιά υπήρχαν 3600 γενίτσαροι, χωρισμένοι σε πέντε ορντάδες και ότι στην πόλη υπηρετούσαν 1200 γερλήδες και 1150 στρατιώτες του πεζικού.[1]

Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε σχεδόν αμετάβλητη ως το 1826, όταν ο σουλτάνος Μαχμούτ διέλυσε τα γενιτσαρικά τάγματα σε όλη την αυτοκρατορία του.

Ο θεσμός των Γενίτσαρων καθιερώθηκε το 1227 μ.Χ. από τον σουλτάνο Οχράν, με εισήγηση του μεγάλου βεζίρη Καρά Χαλίλ Τσεντερλή.

Το όνομα Γενίτσαρος είναι σύνθεση των τούρκικων λέξε­ων «Γενί» και «Τσερί» που στα ελληνικά σημαίνουν Γενί = νέος, Τσερί = στρατός, δηλαδή νέος στρατός.

Το στρατιωτικό σώμα των Γενίτσαρων το συγκροτούσαν, στην αρχή της ίδρυσής του, μόνο παιδιά χριστιανών (Ελ­λήνων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ούγγρων, Αυστριακών), δηλαδή από παιδιά χριστιανικών λαών, αδιακρίτως δόγματος, που βρί­σκονταν στην κυριαρχία της απέραντης Οθωμανικής Αυ­τοκρατορίας. Πολύ αργότερα, στα Γιανιτσαρικά Τάγματα, κα­τατάσσονταν και παιδιά μουσουλμάνων.

Τα παιδιά των χριστιανών στρατολογούνταν με τη βία. Ε­ξισλαμίζονταν και εκπαιδεύονταν στρατιωτικά. Το παιδομάζωμα των παιδιών των χριστιανών στηριζόταν σε επιταγή του Ιερού Νόμου των μουσουλμάνων.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, κάθε παιδί αρ­σενικό, οποιασδήποτε φυλής της γης, γεννιέται, από τη φύση, υ­ποχρεωτικά «Κιουλούν Μελβουδούν Άλ Φιτρέτ ούλ Ισλάμ»,[2] δηλαδή γεννιέται μουσουλμάνος. Το μουσουλμανικό κράτος αναλαμβάνει την ιερή υποχρέω­ση να λάβει πρόνοια για τη «σωτηρία της ψυχής του».

Για να πραγματοποιηθεί «η σωτηρία της ψυχής» του μι­κρού αυτού παιδιού, έχει υποχρέωση το μουσουλμανικό κρά­τος να το πάρει υπό την προστασία του, απομακρύνοντάς το ακόμη και με τη βία από τους γονείς του, και να το αναθρέψει σύμφωνα με τις επιταγές του Κορανίου.

Η παραπάνω θεωρία, που ανέπτυξε και διέδωσε στον μου­σουλμανικό κόσμο ο Ιμάμης του Ικονίου τον 13ο αιώνα, δη­μιούργησε το παιδομάζωμα.

Τα παιδιά που στρατολογούνταν κάθε χρόνο μαθήτευαν σε ειδικές σχολές στην Κωνσταντινούπολη. Η προγραμματισμέ­νη ανατροφή και εκπαίδευση, που έπαιρναν στις σχολές αυτές, δημιουργούσε στις ψυχές τους θρησκευτικό μουσουλμανικό ακατασίγαστο φανατισμό και τυφλή υπακοή στον μοναδικό τους αφέντη, τον σουλτάνο.

Με την πάροδο του χρόνου, η αυστηρότητα της εκλογής των ανήλικων παιδιών, της ανατροφής και εκπαίδευσής τους χαλαρώθηκε. Στα τέλη του 17ου και ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα, Γενίτσαρος μπορούσε να γίνει κάθε νεαρός μου­σουλμάνος, ακόμη και ενήλικος.

Οι γενίτσαροι ήταν αρχικά άγαμοι. Ο κανόνας αγαμίας τηρούνταν αυστηρά μέχρι το 15ο αι., οπότε άρχισε να παραβιάζεται.[3]

Κάθε Γενίτσαρος κατατασσόταν σ’ έναν από τους ορντάδες (τάγματα) και ορκιζόταν στο Ιερό Καζάνι του Ορντά.[4] Το καζάνι αυτό ήταν το καζάνι όπου παρασκευαζόταν το φαγητό των Γενίτσαρων. Κάθε ορντάς είχε ένα καζάνι. Ό,τι συμβολί­ζει, σήμερα, η σημαία κάθε κράτους, συμβόλιζε για κάθε Γενίτσαρο το καζάνι του ορντά, όπου ήταν καταταγμένος. Το ιερό αυτό σύμβολο το μετέφερε στις πορείες και εκστρατείες επίλε­κτη φρουρά του ορντά και πάντοτε προπορευόταν.

Ως μέλος του ορντά ο νέος Γενίτσαρος είχε υποχρέωση να πληρώνει στον αρχηγό του ορντά (Γιανιτσάραγα) ένα χρηματι­κό ποσό κάθε χρόνο και αμέσως αποκτούσε το δικαίωμα, στο Μπαϊράμι να παίρνει από το Ιερό Καζάνι του ορντά μια κουτα­λιά πιλάφι και να συντρώγει με τους άλλους Γενίτσαρους του ίδιου ορντά.

Το καζάνι του ορντά είχε τέτοια ιερότητα, ώστε δημιουρ­γήθηκε άγραφος μα και ακατάλυτος θεσμός, σύμφωνα με τον οποίο αν ένας θανατοποινίτης, οποιασδήποτε φυλής και θρη­σκείας κατόρθωνε να πλησιάσει το καζάνι και να το ακουμπήσει με το χέρι του, αμέσως του χαριζόταν η ποινή και κανείς, ούτε ά­τομο ούτε κρατικός λειτουργός ούτε και αυτός ακόμη ο σουλ­τάνος, δεν μπορούσε, ποτέ πια, να τον τιμωρήσει ή και να τον ε­νοχλήσει. Ο τυχερός αυτός κατάδικος προστατευόταν από τους Γενίτσαρους.

Το πλύσιμο και το γάνωμα του καζανιού γινόταν με ειδική τελετή. Επίσης ειδική τελετή γινόταν όταν ένας ορντάς απο­κτούσε για πρώτη φορά καζάνι. Η μεγαλύτερη ύβρις, η μεγαλύ­τερη προσβολή για τους Γιανίτσαρους ενός ορντά, ήταν να χά­σουν το καζάνι ή να πέσει αυτό στα χέρια του εχθρού.

Ο αρχηγός του ορντά (Γιανιτσάραγας) είχε τον τίτλο του α­γά και ασκούσε απεριόριστη εξουσία σε όλα τα μέλη του ορ­ντά.

Ο Ι. Δ. Μουρέλλος αναφέρει, επίσης, πως οι Γενίτσαροι του Ηρακλείου υιοθέτησαν το έμβλημα του θρησκευτικού τάγματος των Μπεκτασίδων  (1668-9;), στο οποίο ανήκαν, το διπλό πέλεκυ.[5] 

Ο Γιανιτσαρισμός, ως στρατιωτικός θεσμός, άρχισε να χάνει τη σημασία του και τον αρχικό του προορισμό από τα μέσα του 18ου αιώνα. Από όργανο δύναμης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταβλήθηκε τότε σε όργανο κρατικής σαπί­λας και αυτοκαταστροφής. Οι Γιανίτσαροι είχαν πάψει να λαμβάνουν τη διαπαιδαγώγηση που λάμβαναν στις ειδικές σχολές της Κωνσταντινούπολης. Έπαψαν οι ορντάδες να αποτελούνται από παιδιά χριστιανών.

Η αγριότητα των γενιτσάρων της Κρήτης υπήρξε παροιμιώδης και μοναδική. Καμιά περιοχή του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, με εξαί­ρεση, ίσως, τη Μακεδονία, δεν αντιμετώπισε τόση ωμότητα. Οι γενίτσαροι της Κρήτης, τόσο οι αυτοκρατορικοί, όσο και οι εντόπιοι, οι γερλήδες, δεν υπάκουαν σε κανένα νόμο και δεν ανέχονταν κανένα περιορισμό.[6] Στην πρώτη περίοδο της κυριαρχίας των Τούρκων στα Χανιά (1645-1830), η κοινωνική ζωή των κατοίκων ρυθμιζόταν από το κέφι των Γιανίτσαρων, των Κρητογιανίτσαρων, των αγάδων και μπέηδων.[7]

Περιφρο­νούσαν και καταπατούσαν και αυτά ακόμη τα σουλτανικά διατάγματα. Η κατά τόπους εξουσία των πασάδων, που αντιπροσώπευαν τη σουλτανική διοίκηση, ήταν σκιώδης και πολλές φορές απλώς συμβατική. Το γεγονός ότι υπήρχαν στο νησί τρεις ανεξάρτητοι πασάδες ενίσχυε τις παρανομίες των γενίτσαρων. Καμιά επιβολή δεν είχαν στην ασυδοσία των γενίτσαρων, για τους οποίους ο μόνος νόμος ήταν η θέληση και οι άνομες επιθυμίες τους.

Ο R. Pashley παραθέτει αποσπάσματα από το αρχείο του γαλλικού προξενείου στα Χανιά, σχετικά με τη δράση τους:

«15 Ιουνίου 1819. Στις 8, 9 και 10 τρέχοντος, οι Τούρκοι υποκίνησαν μια ανταρσία διατρέχοντας τα γειτονικά χωριά και αναγκάζοντας τους κατοίκους της υπαίθρου να ενωθούν μαζί τους για να επιτεθούν στα Χανιά.

»Στις 11 καμμιά εικοσαριά άνδρες μπήκαν στην πόλη. Το πρωί της 12ης, μπήκαν 400 ανά ομάδες, και κατευθύνθηκαν στα τείχη. Σε ένα κιόσκι συγκάλε­σαν συνέλευση και ανάγκασαν όλες τις τάξεις του πληθυσμού να συμμετάσχουν, ιδιαίτερα δε τις κυριότερες του τόπου.

»Η συνέλευση ξεκίνησε με την απόφαση παύσης του πασά, και συνέχισε με την εκλογή ενός νέου Μουσελήμ, στη θέση του Γενίτσαρου αγά, για να κυβερνή­σει την πόλη: αποφάσισε δε την ποινή του θανάτου για όλα τα σημαντικά πρόσωπα που θα επισκεφτούν τον πασά ή θα κάνουν οποιαδήποτε συμφωνία μαζί του.

»Συνδυάζοντας όλα τα στοιχεία που έχω μαζέψει, φαίνεται ότι η σημαντικότερη αιτία αυτής της στάσης προέρχεται από το ότι ο πασάς, αφού ανάγκασε, λένε αδίκως, τους ΄Ελληνες και τους Εβραίους να δώσουν το λάδι τους στην Κων­σταντινούπολη, θέλησε να αναγκάσει και τους αγάδες ώστε να συμπληρώσει το φορτίο. Αυτοί, ωστόσο, συνηθισμένοι να επιβάλλουν όλους τους φόρους στους ρα­γιάδες, υποκίνησαν τη στάση με την ελπίδα να πτοήσουν τον πασά».

«28 Αυγούστου 1819. Στις 24 τρέχοντος ο Ιμπραήμ πασάς έφτασε στο λι­μάνι για να τον διαδεχθεί. Η παρουσία όμως του κυβερνήτη, καθώς και η βε­βαιωμένη φήμη που τον ακολουθεί, ότι δηλαδή απαγχόνισε πολύ κόσμο όσο διατελούσε Γενίτσαρος αγάς στην Κωνσταντινούπολη, κατατρόμαξαν τους μεγά­λους δολοφόνους της επαρχίας που αναγκάστηκαν να τραπούν εις φυγήν».

«18 Δεκεμβρίου 1819. Οι άτακτοι στρατιώτες της πύλης αποτόλμησαν, ως συνήθως, μια πράξη απειθαρχίας από τις πιο εντυπωσιακές. Αρνήθηκαν να υπα­κούσουν στις επιθυμίες του Μεγάλου ΄Αρχοντα, οι οποίες περιλαμβάνονται σε δύο φιρμάνια που εξέδωσε η κυβέρνηση της Υψηλότητάς του.

»Στην ουσία τα φιρμάνια ανακοινώνουν την εξορία του 4ου και 22ου σώμα­τος γενιτσάρων πού σταθμεύουν στα Χανιά».

«Στη συνέχεια λοιπόν (μετά την άφιξη του νέου πασά), οι κακοί υπήκοοι, που είναι όλοι γενίτσαροι, και τους οποίους αποκαλούν Παληκάρια επειδή είναι φονιάδες, φοβήθηκαν ότι αν αποδεχθούν την εξορία θα τους αναγκάσουν να ακο­λουθήσουν το στράτευμα, και ότι αν πάλι μείνουν χωρίς καμμία υποστήριξη θα είναι έρμαια του πασά πού θα τους μεταχειρίζεται άσχημα. Οι αγάδες από την πλευρά τους έβλεπαν με ανησυχία την αναχώρηση των σωματοφυλάκων, τους ο­ποίους χρησιμοποιούσαν για να πτοήσουν, όταν ήταν αναγκαίο, τον πασά. Αυτό πού είναι βέβαιο είναι ότι αν από καιρού εις καιρόν ή τουρκική κυβέρνηση δεν αποκεφαλίζει μερικούς σε αυτή την πόλη δεν θα έχουμε ποτέ ησυχία».

«15 Μαρτίου 1820. Ο πασάς κουρασμένος από την αντίσταση των τοπικών αρχών φαίνεται να υπαναχωρεί από τις αξιώσεις του, και τελικά συμμετέχει ο ίδιος σε προπηλακισμούς ραγιάδων. Η αλλαγή της στάσης του πασά ενεθάρρυνε τα κακοποιά στοιχεία και οι δολοφονίες ξανάρχισαν».

»Το σώμα των γενίτσαρων αποτελείται από ντόπιους όλων των τάξεων. Εί­ναι άμισθοι και συνήθως κακοί και σκληροί. Αυτοί που έχουν κάνει τα περισσότερα εγκλήματα είναι περιζήτητοι στα συντάγματα και χαίρουν της προστασίας των αρχηγών και των αγάδων, οι οποίοι τους χρησιμοποιούν, όταν είναι ανάγκη, είτε για να ξυλοκοπήσουν είτε για να δολοφονήσουν αυτούς που δεν συμπαθούν είτε πάλι για να υποκινήσουν στάσεις ενάντια στους υψηλοβάθμιους υπαλλήλους της Πόρτας, όπως είναι ο πασάς, ο γενίτσαρος αγάς, ο μουφτής ή ο κάδης, που τελι­κά παραιτούνται από τη θέση τους ή φεύγουν ντροπιασμένοι».[8]

Οι παραπάνω βιαιότητες, καθώς και ο φόβος ότι οι αγάδες και  οι αρχηγοί των σωμάτων θα τους στερήσουν τα προνόμια που συνδέονται με τα αξιώματα που αγοράζονται στην Τουρκία, αναγκάζουν τον γενίτσαρο αγά, τον καδή, [9]  τον μουφτή,[10] και τους άλλους Υπαλλήλους της Πόρτας να είναι πολύ ανεκτικοί απέναντί τους, και να υποχωρούν στις απαιτήσεις τους. Συνεπώς η εξουσία του πασά είναι μηδαμινή σε αυτόν τον τόπο, ενώ οι αγάδες και οι αρχηγοί των σωμάτων προπη­λακίζουν όποιον θέλουν, χωρίς κανείς να τολμά να παραπονεθεί, οι κακοποιοί του κάθε σώματος παραδίδονται σε ακρότητες και μπαίνουν στα σπίτια των ραγιάδων και τους μεταχειρίζονται όπως θέλουν.[11]

Ο Ι. Κονδυλάκης, στους  Τουρκοκρητικούς αναφέρει: «Και να σκεφθή κανείς ότι οι θηριώδεις αυτοί εχθροί των χριστιανών είναι Κρήτες, Έλληνες την καταγωγήν, χριστιανών απόγονοι. Φαίνεται ότι τους καταδιώκει και δεν τους αφήνει να ησυχάσουν η κατάρα και το ανάθημα των προγόνων αυτών, οίτινες αψηφούντες τους διωγμούς και τα μαρτύρια ενεκαρτέρησαν εις το πάτριον θρήσκευμα».[12]

Σε τέτοια μάλιστα αχαλίνωτη ασυδοσία είχαν φτάσει οι «ξεκουκούλωτοι»,[13] όπως ονομάζον­ταν οι γενίτσαροι της Κρήτης, που συχνά απειλούσαν και την ίδια τη ζωή των πασάδων. Το 1690 δεν δίστασαν να δολοφονήσουν τον πασά των Χανίων, τον Σουλφικάρ, γιατί επιχείρησε να περιορίσει τις αυθαιρεσίες τους και να εφαρμόσει το νόμο.

Η Υψηλή Πύλη ανησυχούσε για την κατάσταση αυτή στην Κρήτη και με διάφορα μέσα επιχείρησε να θέσει υπό τον έλεγχο του κράτους αυτούς που ήσαν πραγματικά «κράτος εν κράτει».

Η κατάσταση έγινε αφόρητη μετά το 1750. Οι χρόνοι που θα ακολουθήσουν, και ως τις παραμονές της μεγάλης επανάστασης του 1821, θα είναι η περίοδος της σκληρότερης δοκιμασίας του κρητικού λαού, μια εποχή αχαλίνωτου γενιτσαρισμού.

Οι περιηγητές περιγράφουν φρικώδη περιστατικά και οι ιστορικοί της Κρήτης δεν κουράζονται να εξιστορούν τις γενιτσαρικές βιαιότητες και τις κτηνώδεις πράξεις εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού. Χαρακτηριστικό, είναι το απόσπασμα από σουλτανική διαταγή, σχετική με τις υπερβάσεις των γενιτσάρων του Χάνδακα, με χρονολογία 6 Ιουλίου 1762: «... οι εν τη φρουρά του φρουρίου τούτου λησταί και κακούργοι αποπλανήσαντες και έξαπατήσαντες τους αρχηγούς των και απομακρυνθέντες των υποχρεώσεών των, εύρον την ευκαιρίαν να επιδοθούν δημοσία εις ληστείας και κακουργίας και διατελούντες εν μέθη να περιφέρωνται ανά τας συνοικίας ένοπλοι, να προσβάλλουν την τιμήν των κατοίκων και να επιτίθενται κατά των οικογενειών και των τέκνων των. Και πλην των τοιούτων κατά της τιμής και υπολήψεως επιθέσεών των, προέβησαν εις πράξιν άνευ προηγουμένου, επιτεθέντες μετά θρασύτητας και ένοπλοι κατά της Πόρτας του Αγά του μεγίστου τούτον φρουρίου... Το θεοφύλακτον και μέγιστον τούτο μεθοριακόν οχυρόν δέον να αποκαθαρθή και εκκαθαρισθή από την λύμην αυτών των ληστών και τας μιαράς πράξεις των και να εξασφαλισθή και ανακουφισθή ο λαός...».[14]

Οι σουλτανικές διαταγές δεν αρκούσαν για την περιστολή της γενιτσαρικής ασυδοσίας. Ορισμένοι μάλιστα γενίτσαροι, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρξαν διαβόητοι για τα κακουργήματά τους και έμειναν στη μνήμη και στα τραγούδια του λαού. Ο Αληδάκης στα Χανιά, ο Αρίφ Αγάς στο Ρέθυμνο, ο Μπεντρή εφέντης και ο Χάνιαλης στο Ηράκλειο, ο Μεμέτ Αγάς ή Μεμέτακας στη Σητεία, ανήκουν σ' αυτήν την κατηγορία των γενίτσαρων.

Ο αριθμός των ντόπιων γενίτσαρων είχε αυξηθεί μετά τα Ορλωφικά. Πολλοί Τουρκοκρήτες γράφονταν πλέον στα γενιτσαρικά τάγματα, παρά τις απαγορεύσεις που επέβαλε στα 1762 συνυποσχετικό των διοικητών των γενιτσαρικών ταγμάτων: «…να μη γίνεται δεκτή άνευ υψηλής αυτοκρατορικής διαταγής ή εντολής εκ μέρους του Αγά των αυτοκρατορικών γενιτσάρων, ή λόγω απληστίας των αξιωματικών των ορτάδων η παρατηρουμένη εγγραφή και είσοδος εις τους ορτάδες νέων συντρόφων, προερχομένων εκ της τάξεως εκείνης των ανθρώπων, των αποκαλουμένων μπουρμά, οίτινες δεν έχουν ουδένα πόρον ζωής και αγνοούν τας βάσεις και τους όρους της ισλαμικής θρησκείας και διατελούν εισέτι υπό την επίρροιαν του ραγιαδισμού».[15]

Το 1812 η Υψηλή Πύλη πήρε την απόφαση να επέμβει δυναμικά και να πατάξει αμείλικτα τους ατίθασους γενίτσαρους της Κρήτης. ΄Εστειλε τότε στην Κρήτη τον Χατζή Οσμάν πασά, ο οποίος κατόρθωσε να εξολοθρεύσει πολλούς γενίτσαρους με απαγχονισμό και πήρε γι’ αυτό τη χαρακτηριστική προσωνυμία «Πνιγάρης».

Πριν από την άφιξη του Οσμάν πασά, γράφει ο Pashley, άλλωστε, εκτόξευαν σφαίρες τυλιγμέ­νες σε ένα χαρτί που έγραφε το ποσόν το οποίο έπρεπε να πληρώσουν, και αν οι παραλήπτες του σημειώματος δεν πλήρωναν, τότε δολοφονούνταν ασελγώς. Αυτά τα διεφθαρμένα άτομα είχαν φτάσει στο σημείο να παίζουν με τα όπλα, πυ­ροβολούσαν δηλαδή από τα τείχη της πύλης τα άτομα που παρουσιάζονταν για να μπουν, και στοιχημάτιζαν από ποια πλευρά θα πέσει το θύμα τους.

Τη συμπεριφορά των Γενίτσαρων εκφράζει παραστατικά και η ρήση τους: «Τούτο θα σου πάρω, εκείνο θα μου δώσεις και αυτό θα μου το χαρίσεις».[16]

Οι συνθήκες ζωής των χριστιανών στο Μεγάλο Κάστρο δεν διέφεραν πολύ από τα Χανιά. Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα της αλληλογραφίας του γάλ­λου προξενικού πράκτορα στο Μεγάλο Κάστρο κ.Boze, με τον Γάλλο πρόξενο στα Χανιά κ. Roussel:

«4 Αύγουστου 1806. Εδώ βασιλεύει φοβερή αναρχία. Οι κακοποιοί κάνουν ένα σωρό εγκλήματα. Δεν ακούμε τίποτα άλλο από δολοφονίες και αδικίες».

 «30 Μαρτίου 1807. Οι κακοποιοί μόλις δολοφόνησαν ακόμα δύο ταλαίπω­ρους ΄Ελληνες σε ένα χωριό κοντά στην πόλη. Ο πασάς έστειλε έναν μπαϊραχτάρη να κατεδαφίσει τα σπίτια των δολοφόνων και να δημεύσει την περιουσία τους».

«18 Ιουνίου 1807. Ούτε εδώ ούτε στα χωριά σταματούν να τραυματίζουν, να ακρωτηριάζουν και να δολοφονούν».

«9 Φεβρουαρίου 1812. Ο Δεφτερδάρ Ασσάν εφέντης εκμυστηρεύτηκε στον γιο μου ότι έστειλε κάποιον δικό του στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να μετα­φέρει τα παράπονά του για τους Τούρκους των Χανίων, οι οποίοι καθημερινά σφά­ζουν τους ταλαίπωρους ραγιάδες, και ζητάει τη διάλυσή τους». [17]

Αναφέρεται ότι ο Χατζή Οσμάν πασάς στα 1813 οργάνωσε την ίδια μέρα και την ίδια ώρα μια πραγματική νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου στα τρία φρούρια της Κρήτης για τους αγάδες και μπέηδες και 500 περίπου απ' αυτούς σφάγηκαν.

Το γεγονός εντυπωσίασε και τους χριστιανούς, καθώς και το γεγονός πως ερχόμενος στα Χανιά δεν σταμάτησε να αποτήσει φόρο τιμής στο Μαυσωλείο Μπαρμπούς (βλ. Παράρτημα, εικ. 10), κάτι που όλοι οι μουσουλμάνοι όφειλαν να πράξουν,  και δημιουργήθηκε ο θρύλος ότι, ο περίεργος αυτός πασάς, ήταν κρυπτοχριστιανός, αρχιμανδρίτης του Πατριαρχείου ονομαζόμενος Βασίλειος, ο οποίος παρακολούθησε, πριν από τη σφαγή, τη θεία λειτουργία στα υπόγεια του σεραγιού του στα Χανιά και κοινώνησε από τα χέρια του έντρομου κρητικού ιερέα.[18] Για τη σκανδαλώδη πράγματι συμπεριφορά του οι Τούρκοι του Ρεθύμνου τον αποκαλούσαν χλευαστικά «Παπαγιάννη».

Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι της εποχής αναφέρεται στον Οσμάν πασά:

Πολύν καιρό' χει ό βασιλιάς να πέψη' ένα ζαμπίτη,

 κι έπεψε τον   Όσμάν πασά κι εμέρωσε την Κρήτη.

Ούλους τσ' αγάδες τω Χανιώ έπεψε κι άβιζέρνει

 πώς τα φερμάνια του έγραφαν να πνίγει και να δέρνει...

Την πολιτική του Χατζή Οσμάν πασά ακολούθησε και ο διάδοχός του, ο Ρεσίτ Μουσταφά Πασάς, ο γνωστός Κιουταχής, που δάμασε αργότερα και τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Ως σερασκέρης της Κρήτης, ο Κιουταχής (1815-1816),  εξόντωσε με απαγχονισμό πολλούς ατίθασους γενίτσαρους.

 

 


 

[1] P. De Bonneval-M. Dumas, 2000, σ. 35

[2] Γ. Δ. Τσίβης, 1993, σ. 116

[3] P. De Bonneval-M. Dumas, 2000, σ. 137

[4] Γ. Δ. Τσίβης, 1993, σ.117

[5] Ι.Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 31

[6] Ι.Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 353

[7] Ν. Π. Ανδριώτης, 1974, σ. 185

[8] R. Pashley, 1991, σσ. 130-1

[9] Καδής: ειδικός εκπρόσωπος του Σουλτάνου, ο οποίος ερχόταν πάντα από την Κωνσταντινούπολη και δίκαζε όλες τις ιδιωτικές και ποινικές διαφορές, στηριγμένος στο μουσουλμανικό ιερό νόμο και τις σουλτανικές διαφορές, συγχρόνως εκτελούσε χρέη συμβολαιογράφου και αρχειοφύλακα, συνεργαζόταν, επίσης, με τον πασά και τον αγά των γενιτσάρων

[10] Μουφτής: απαραίτητος για τη λειτουργία του δικαστηρίου, παράλληλα με την καδή,  βασιζόμενος στις ερμηνείες της σχολής του Abu Hanifa έδινε την άποψή του, χωρίς την οποία, ο καδής δεν μπορούσε να αποφασίσει

 

[11] R. Pashley, 1991, σ. 131

[12] Ι. Κονδυλάκης, 1961, σ. 35

[13] Σημ. «επιλωρικοφόροι» (όσοι φορούν ιπποτικό πίλο,  κάλυμμα της κεφαλής , κουκούλι κοινώς) χαρακτηρίζονταν οι βυζαντινοί σιδηρόφρακτοι στρατιώτες (Χ. Μαλτέζου, στο Κρήτη: Ιστορία και πολιτισμός, 1988, σ. 107), άρα οι «γενίστσαροι» είναι «ξεκουκούλωτοι»

 

[14] Θ. Ε. Δετοράκη, 1988,  σ. 354

[15] Γ. Μ. Πεπονάκης, 1997, σ. 54

[16] Γ. Δ. Τσίβης, 1993, σ. 119

[17] R. Pashley, 1991, σ. 132

[18] Ν. Π. Ανδριώτης, 1974, σσ. 199-290