Παίξτε το παιχνίδι μας

enter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

 

Η θρησκεία στην Κρήτη

 

 

 

                    Σύντομη ιστορική αναδρομή

 

 

Η θρησκεία διεκδικεί ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ανθρώπου, επηρεάζει τις κοινωνικές εκδηλώσεις (γράμματα, τέχνη, πολιτική, διαπροσωπικές σχέσεις, κ.λ.π.) και κυριαρχεί κάποτε σ’ αυτές επιδρώντας στην εξέλιξή τους.

Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στις θρησκείες, οι οποίες κατά καιρούς επικράτησαν στην Κρήτη, θα παρατηρήσουμε  την ισχυρή παράδοση της ειδωλολατρικής θρησκείας. Την μεγαλύτερη απήχηση, στο νησί, είχε η λατρεία του Δία, του Ασκληπιού, της Αρτέμιδος, του Ερμή, της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Λατρεύονταν, επίσης, οι ντόπιες θεότητες Δίκτυννα, Βριτόμαρτις και Ειλειθυία. Στα ελληνιστικά χρόνια μεγάλη εξάπλωση παρουσίαζε και η λατρεία του Σάραπη και της Ίσιδος. Παρ’ όλα αυτά οι ενδείξεις που έχουμε δείχνουν ότι η νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός, κατάκτησε, αρκετά γρήγορα, σημαντικό τμήμα του πληθυσμού.[1]

Η πρώτη προσηλυτιστική διδασκαλία του Χριστιανισμού στην Κρήτη συνδέεται με τον απόστολο Παύλο  και κυρίως με τον μαθητή του απόστολο Τίτο γι’ αυτό εξ άλλου και η εκκλησία της Κρήτης θεωρείται από τις αρχαίες αποστολικές εκκλησίες.

Όταν στο τέλος του  4ου αι. μ.Χ. το ανατολικό Ιλλυρικό τμήμα,  στο οποίο υπαγόταν η Κρήτη, προσαρτήθηκε πολιτικά, στρατιωτικά, και διοικητικά στην Κωνσταντινούπολη, η Κρήτη ακολούθησε τη διαίρεση αυτή. Παραδόξως, όμως, ο διακανονισμός αυτός προέβλεπε πως οι εκκλησίες του Ιλλυρικού θα παρέμεναν υπό τη δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης. Έτσι έχουμε διπλή εξάρτηση του νησιού, πολιτική-διοικητική από την Ανατολή αλλά εκκλησιαστική από τη Δύση.[2]

Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης προσπάθησε επανειλημμένα να μεταβάλει το καθεστώς αυτό, π.χ. κατά τη διάρκεια του σχίσματος 484-519, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι η Εκκλησία της Κρήτης παρέμεινε υπό την δικαιοδοσία του πάπα μέχρι τον 8ο αι. οπότε οι Εκκλησίες του Ιλλυρικού προσαρτήθηκαν οριστικά στην Κωνσταντινούπολη (732-3) τιμωρώντας, έτσι, ο Λέων ο Γ΄ τον πάπα για την αντίδρασή του στις εικονομαχικές του απόψεις.   Φαίνεται, όμως, πως αρκετό καιρό πριν από το γεγονός αυτό, η εξάρτηση από τη Ρώμη είχε πάρει μάλλον τυπικό χαρακτήρα, ενώ οι δεσμοί με την Κωνσταντινούπολη είχαν γίνει στενότατοι.[3] Η Ρώμη προσπάθησε και πάλι, επί Βενετοκρατίας, να πάρει υπό τη δικαιοδοσία της την Κρήτη, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Με την κατάκτηση του νησιού από τους ΄Αραβες αρχικά, αλλά και από τους Τούρκους αργότερα, η Κρήτη γνωρίζει και το μουσουλμανισμό.

Αρχή του Κορανίου είναι ότι το σύνολο των Μωαμεθανών αποτελεί την  «κοινωνία πιστών» ενώ όλοι οι άλλοι χαρακτηρίζονται ως «άπιστοι». Οι κατακτηθέντες που είναι ως επί το πλείστον Χριστιανοί, δηλ. κατέχοντες μέρος της αποκάλυψης του Ουρανού, θεωρούνται προστατευόμενοι της μουσουλμανικής κοινότητας. Παρέχεται σ’ αυτούς ασφάλεια ζωής, περιουσίας και ελευθερία στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων αλλά τους επιβάλλεται η υποχρέωση να θεωρούν τους εαυτούς τους μειονότητες της μουσουλμανικής κοινωνίας, να φέρουν διαφορετικά ενδύματα, να μη χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών και να μην ανεγείρουν νέους θρησκευτικούς ναούς.

Χαρακτηριστικά, ο πασάς του Χάνδακα, μετά τη κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους και μετά από αίτηση του πρώτου μητροπολίτη Νεοφύτου Πατελάρου (16-12-1670), διέταξε τους βοϊβόδες να μην εμποδίζουν τους Χριστιανούς από τις θρησκευτικές τους τελετές.[4] Στην πράξη όμως η κατάσταση  ήταν διαφορετική. Οι εκκλησίες καταστράφηκαν ή μετατράπηκαν σε τζαμιά, λουτρά, αποθήκες, στρατώνες κ.α.

Οι Οθωμανοί θεωρούσαν, επίσης, τους Έλληνες, Σέρβους, Βουλγάρους κ.λ.π. σαν «Rum Mileti» χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τη φυλετική και εθνική διαφορά αλλά μόνο τη θρησκεία  και κατέστησαν υπεύθυνο, για όλους τους χριστιανούς, τον Πατριάρχη Κων/πόλεως. Για ανάλογους λόγους καθιερώθηκε και ο μουσουλμάνος να χαρακτηρίζεται ως «Τούρκος», ανεξάρτητα από την φυλετική του ταυτότητα. Έτσι προκύπτει και ο όρος «Τουρκοκρητικός».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

[1] Δ. Τσουγκαράκης, 1987, σσ. 328-334

[2] Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκκλησία της Κρήτης, 1983-(1999), σσ. 138-139

[3] Δ. Τσουγκαράκης, 1987, σ. 396

[4] Θ. Δετοράκης, 1988, σ.443

 

 

 

 

 

 

 

 
i