Ο Θάνατος του Χρονογραφήματος
Το Ελληνικό χρονογράφημα πέθανε μια βραδιά της δεκαετίας του 70. Κανείς δεν σημείωσε την ημερομηνία. Οι εφημερίδες – οι αγαπημένες του εφημερίδες που το φιλοξενούσαν τόσα χρόνια – δεν έγραψαν λέξη. Μάλιστα συνέχισαν να δημοσιεύουν ενυπόγραφες στήλες που τις χαρακτήριζαν “χρονογραφήματα”. Μόνο που, βέβαια, οι στήλες αυτές δεν είχαν πια καμιά σχέση με το τόσο ευαίσθητο λογοτεχνικό είδος που καλλιέργησαν ο Κονδυλάκης, ο Νιρβάνας κι ο Μελάς. Ήταν (και είναι)πολιτικά (και παραπολιτικά) σχόλια,ευθυμογραφήματα, ή απλές προσωπικές τοποθετήσεις.
Ο τελευταίος καθαρόαιμος Έλληνας χρονογράφος ήταν ο Παύλος Παλαιολόγος. Είχε πατήσει τα ογδόντα, κι ωστόσο έγραφε ακόμα ως το τέλος της δεκαετίας του 70. Η κομψή και κάπως επιτηδευμένη γραφή του μπορεί να φαινόταν λίγο αναχρονιστική, όμως είχε πάντα υψηλή ποιότητα στην φράση και στην σκέψη.
Ο άνθρωπος που, χωρίς να το επιδιώξει, δολοφόνησε το χρονογράφημα, ήταν ο Δημήτρης Ψαθάς. Εξαίρετος ευθυμογράφος, δόκιμος – στο είδος του – θεατρικός συγγραφέας, σκότωσε το χρονογράφημα μολύνοντάς το με το μικρόβιο της πολιτικής. Μέσα στην δεκαετία του 60 – εποχή ταραγμένη και δύσκολη – το χρονογράφημα του Ψαθά ήταν (μαζί με την γελοιογραφία του Δημητριάδη) εξοντωτικό πολιτικό όπλο. Σε βαρύτητα μετρούσε περισσότερο από το κύριο άρθρο των “Νέων”.
Η πολιτική κέρδισε έτσι ένα αποτελεσματικό μέσο – η λογοτεχνία όμως έχασε ένα σπάνιο είδος. Σίγουρα το χιούμορ, η ειρωνεία, το πρώτο πρόσωπο, το συναίσθημα, ο διάλογος και η δραματοποίηση (ο ?Αφελής? του Ψαθά με τις υποβολιμιαίες απορίες του), όλα αυτά βελτιώνουν την δραστικότητα του πολιτικού λόγου και επιδρούν στον αναγνώστη περισσότερο από την τυποποιημένη ρητορική των ?σοβαρών’ άρθρων. Πόσο μάλλον που σε εκείνη την εποχή η ειδησεογραφία, σχολιογραφία και αρθρογραφία γινόταν στην καθαρεύουσα – ενώ το χρονογράφημα (μόνον αυτό) γράφονταν στην δημοτική. Στην γλώσσα που μιλούσε άμεσα στο κοινό.
Όμως, όταν βάλεις τον έντεχνο λόγο στη υπηρεσία πολιτικών (συχνά και κομματικών) στόχων, τον αποδυναμώνεις. Συμβαίνει εδώ ότι με όλες τις στρατευμένες μορφές τέχνης: γρήγορα εκφυλίζονται και πεθαίνουν. Το παλιό κλασικό χρονογράφημα διαψεύδει το ονομά του: είναι διαχρονικό. Διαβάζεται εκατό χρόνια μετά με την ίδια απόλαυση. Και λόγω θεμάτων και λόγω ύφους. Αντίθετα το πολιτικοποιημένο χρονογράφημα διαρκεί όσο η εφημερίδα.
Για εκατό και πλέον χρόνια το χρονογράφημα υπήρξε ο σύντροφος και συνομιλητής του καλλιεργημένου Έλληνα. Ήταν ο καθημερινός λυρικός και φιλοσοφικός λόγος – ανάλαφρος αλλά όχι ελαφρός, ευανάγνωστος αλλά όχι επιπόλαιος. “Το σημερινό χρονογράφημα” είπε ο Παύλος Νιρβάνας στον εναρκτήριο λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών, “είναι η καθημερινή ιστορία της ζωής και η φιλοσοφία της. Είναι η ιστορία της ζωής και του δευτερολέπτου. Συμβάντα, επεισόδια, σκηναί της ζωής … παραλαμβάνονται από τον χρονογράφον, ιστορούνται, διυλίζονται, καλούνται να αποδώσουν την βαθυτέραν των ουσίαν και κάποτε την βαθυτέραν των έννοιαν”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτό το σύντομο απόσπασμα η λέξη ?ζωή’ επανέρχεται τρεις φορές. Η ζωή, η καθημερινή ζωή του μέσου ανθρώπου, ήταν το πλαίσιο αναφοράς του χρονογράφου. Η πολιτική τον απασχολούσε μόνο στο βαθμό που επηρέαζε αυτή τη ζωή. Δεν έγραφε για τα πολιτικά πράγματα – κι αν τα έθιγε ήταν για να αποδώσει τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις ή τα προβλήματα που γεννούσαν στον πολίτη. Έγραφε όμως και για την άνοιξη, την μοναξιά, τα αηδόνια, τον έρωτα – ανεξάρτητα από τους τίτλους της πρώτης σελίδας. Και έγραφε πάντα ?ωραία’. Ο καλός χρονογράφος (λέγανε οι παλαιοί) “είχε πένα”. Το πρώτο χαρακτηριστικό του χρονογραφήματος, αυτό που το διαφοροποιούσε από όλη την άλλη εφημερίδα, ήταν το λογοτεχνικό στοιχείο του ύφους.
Αυτά για εκατόν τόσα χρόνια. Μέχρι που στην θεματολογία του εισέβαλε η πολιτική, όχι σαν στοιχείο του βίου, αλλά σαν κύριο θέμα – και, ακόμα χειρότερα, με συγκεκριμένη κομματική κατεύθυνση και θέση. Αντί να δίνει μορφή στα συναισθήματα και τις σκέψεις του ανθρώπου, να μιλάει για τα συνήθη (αλλά τόσο σημαντικά) συμβάντα της ζωής, το χρονογράφημα σχολίαζε πια την πρωτοσέλιδη επικαιρότητα. Η δολοφονία του Λαμπράκη, η Αποστασία, όλα τα γεγονότα της εποχής, πέρασαν με κάθε λεπτομέρεια μέσα στα κείμενα του Ψαθά. Έτσι φτάσαμε κάποτε στο σημείο να μην μπορεί κανείς να γράφει για το πάθος ή το πένθος τού βίου – διότι θα ήταν ?ανεπίκαιρος’.
Όμως όλοι πια ξέρουν πως η επικαιρότητα είναι μια τεχνητή, κατασκευασμένη πραγματικότητα. Ένα δημιούργημα των ΜΜΕ, ένα (συνήθως κατευθυνόμενο) μοντάζ γεγονότων και πληροφοριών. Πάνω στην επικαιρότητα δεν μπορεί να βασιστεί κανένα είδος τέχνης.
Ωστόσο ο Ψαθάς είχε μεγάλη επιτυχία και βρήκε πολλούς μιμητές. Βοήθησε σε αυτό και η πίεση των διευθυντών και εκδοτών που ξαφνικά είδαν στο χρονογράφημα άλλο ένα όπλο στο πολιτικό-κομματικό τους οπλοστάσιο. “Δεν αφήνεις την ποίηση και τα συναισθήματα – να γράψεις κάτι για τα πράγματα που μας καίνε!” με προέτρεπε συχνά ένας διευθυντής μου.
Τα ?πράγματα που τους καίγανε’ δεν ήταν πάντα αυτά που έκαιγαν και τους αναγνώστες. Είναι χαρακτηριστικό πως από τα κείμενα που έγραφα, τα ?λογοτεχνικά’ είχαν πάντα μεγαλύτερη απήχηση. Το κοινό – ταλαιπωρημένο από την άνυδρη επικαιρότητα – διψούσε για όσο πιο αυθεντικά και ανθρώπινα πράγματα. Αλλά οι διευθυντές και εκδότες στην Ελλάδα, βάζουν τους πολιτικούς τους πάτρωνες πάνω από το κοινό. Αυτούς κυρίως θέλουν να ικανοποιούν και να υπηρετούν. Από εκεί άλλωστε πηγάζει η κακοδαιμονία του Τύπου (και των ΜΜΕ γενικότερα) στη χώρα μας.
Μέσα λοιπόν στην μεταπολιτευτική δίνη της πολιτικοποίησης – και κομματικοποίησης – των πάντων, που να επιζήσει το κλασικό λογοτεχνικό χρονογράφημα… Κι όταν ακόμα κάποιος επιχειρούσε να το αναβιώσει (όπως δοκίμασα κι εγώ) μπορεί να κέρδιζε την επιδοκιμασία του κοινού – φάνταζε όμως σαν ξένο σώμα μέσα στην εφημερίδα. Και αντιμετώπιζε την καχυποψία των διευθυντών αλλά και των δημοσιογράφων.
Διότι όσο πιο ‘επαγγελματικό’ γινόταν το περιβάλλον στις εφημερίδες, τόσο άλλαζε ριζικά το κλίμα για τους διανοούμενους και τους λογοτέχνες. Οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, αντί να καλοδέχονται τον επισκέπτη, αντί να τον αντιμετωπίζουν ως συνεργάτη που εμπλουτίζει το φύλλο (το κλασικό χρονογράφημα πάντα το έγραφαν λογοτέχνες), τον βλέπουν σαν ?αλεξιπτωτιστή’ που ήρθε να τους ανταγωνιστεί αθέμιτα. Οι παλιότεροι θεωρούσαν τιμή τους να φιλοξενούν στην εφημερίδα έναν Παλαμά, Ροΐδη, Καρκαβίτσα, Νιρβάνα, Μελά, Ξενόπουλο. (Τέσσερις οι ακαδημαϊκοί-χρονογράφοι!) Οι νεότεροι, επηρεασμένοι από το συντεχνιακό πνεύμα, αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικά κάθε ?παρείσακτο’.
Αντίθετα με τους δικούς μας θανάτους, οι θάνατοι των λογοτεχνικών ειδών δεν είναι ποτέ απόλυτοι. ‘Έτσι, παρά τον γενικό ?θάνατο του χρονογραφήματος’ υπήρξαν και τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρουσες στιγμές – και θα ήταν δίκαιο να τις αναφέρουμε. Ο τελευταίος των ‘εστέτ’ χρονογράφων – στερνός στην σειρά των Ροδοκανάκη, Χατζόπουλου, Νιρβάνα, Παπαντωνίου, ήταν ο Βασίλης Λ. Καζαντζής, που έγραφε με το ψευδώνυμο ΙΝDEX ως τα τέλη της δεκαετίας του 70. Είχε δημιουργήσει ένα κόσμο τεχνητό που αντλούσε ζωντάνια από την κομψότητα και την ακρίβεια του ύφους του.
Ο τελευταίος ίσως των λογοτεχνών που θεραπεύει (όπως έλεγαν παλιά) την τέχνη του χρονογραφήματος είναι ο Νίκος Πολίτης. Διαθέτει μεγάλη λεκτική δεξιοτεχνία – όμως περιπίπτει κι αυτός, όλο και συχνότερα, στο αμάρτημα της πολιτικολογίας.
Στους τόμους 33 και 34 της Βασικής Βιβλιοθήκης ανθολογούνται εκατό χρόνια χρονογραφήματος και πενήντα δύο Έλληνες χρονογράφοι – από τον Κωνσταντίνο Πωπ μέχρι τον Κώστα Ουράνη. Ανάμεσά τους ούτε μία γυναίκα.
Το επισημαίνω γιατί, τα τελευταία χρόνια, τέσσερις γυναίκες έδωσαν πολύ ενδιαφέροντα δείγματα δουλειάς. Πρόκειται για τις Ελένη Βλάχου, Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου, Κατερίνα Δασκαλάκη και ‘Αννα Δαμιανίδη.
Η Ελένη Βλάχου, ορθώς αποκαλούμενη “μεγάλη κυρία της Ελληνικής Δημοσιογραφίας” υπηρέτησε το χρονογράφημα από το 1945 ως το 1990 (με μία διακοπή επτά χρόνων, την περίοδο της δικτατορίας). Παρ’ όλο που – ή ακριβώς επειδή – δεν ήταν (όπως γράφει η ίδια) “σοβαρός χρονογράφος με φιλολογικούς τίτλους” κατόρθωσε να δώσει στο κείμενό της άνεση, φυσικότητα και αμεσότητα που θα την ζήλευαν και οι πιο έμπειροι λογοτέχνες. Ωστόσο κι αυτή βαθμιαία άρχισε να εμπλέκει την πολιτική μέσα στο χρονογράφημα. Ακόμα, επειδή ήταν ίσως η πρώτη που καθιέρωσε αυτό το κουβεντιαστό, μη-λογοτεχνικό ύφος, άνοιξε το δρόμο προς την σημερινή ‘προσωπική στήλη’ που πρότυπό της στάθηκε το αμερικάνικο column – και λιγότερο το γαλλικό propos ή η γερμανική Glosse. Εκείνη βέβαια είχε το ταλέντο να κάνει αυτή την απλότητα χαριτωμένη. Οι διάδοχοι και μιμητές της απλώς φλυαρούν απλοϊκά.
Η Δασκαλάκη και η Στεφανοπούλου (που και οι δύο υπήρξαν επιτελικά στελέχη εφημερίδων) βρέθηκαν πολύ κοντά στην επικαιρότητα της πολιτικής διαμάχης – πράγμα που δεν τις ωφέλησε. Ωστόσο η ειρωνεία και η οξύνοια της Στεφανοπούλου και η ευαισθησία και καλλιέργεια της Δασκαλάκη διαφαίνονται πολύ συχνά στα κομμάτια τους. Αντίθετα, η Δαμιανίδη, πιο κοντά στην λογοτεχνία, έγραψε ευαίσθητα κείμενα που μπορούν κάλλιστα να ενταχθούν στην κλασική παράδοση του είδους.
Τέλος, δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για το σύγχρονο χρονογράφημα χωρίς να αναφέρει τον Φρέντυ Γερμανό. Υπήρξε σίγουρα ο πιο γνωστός εκπρόσωπος του είδους – αλλά και ο πιο αμφιλεγόμενος. Οι επικριτές του τον κατηγορούν για μίμηση ξένων προτύπων (υπέστη πράγματι την επίδραση του Art Buchwald, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια) για ευθυμογραφία και για εύκολη αισθηματολογία.
Άσχετα αν ο Γερμανός δεν αντιστάθηκε πάντα στον πειρασμό της εύκολης επιτυχίας, στις καλές του στιγμές (και στην ρουτίνα της καθημερινής δουλείας του χρονογράφου μόνον οι καλές στιγμές πρέπει να μετράνε) έχει δώσει κείμενα αξιόλογα, που θα ικανοποιούσαν τα δύσκολα υφολογικά κριτήρια του είδους.
Με τόσους σύγχρονους χρονογράφους (και πολύ περισσότερους που ισχυρίζονται ότι γράφουν χρονογραφήματα, ενώ απλώς συντηρούν προσωπικές στήλες) πού στηρίζουμε τη θέση μας για τον “θάνατο του χρονογραφήματος”;
Απλούστατα διότι οι λίγες καλές στιγμές του ενός και του άλλου χρονογραφούντος είναι εξαιρέσεις που δεν διαφοροποιούν το γενικότερο κλίμα. Το οποίο, δεν ευνοεί την παρουσία της λογοτεχνίας μέσα στον Τύπο.
Το χρονογράφημα ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος της λογοτεχνίας στις εφημερίδες (βλ. και την μελέτη μου “Από το φύλλο στο βιβλίο” στο σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού “Λεξη” τ.104/91) αλλά δεν ήταν ο μόνος. Οι εφημερίδες παλιότερα φιλοξενούσαν διηγήματα (ολόκληρος ο Παπαδιαμάντης!) ποιήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις (Καζαντζάκης, Ουράνης), επιφυλλίδες – δοκίμια – δηλαδή, όλα τα είδη του έντεχνου λόγου. Αναπλήρωναν και αντικαθιστούσαν τα βιβλία που τότε ήταν είδος πολυτελείας, με ανύπαρκτες κυκλοφορίες. Αλλά και το κοινό της εφημερίδας ήταν μικρότερο και πιο εκλεκτικό από το σημερινό.
Θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιήματα και διηγήματα στα ταμπλόιντ της σημερινής εποχής. Ο ρόλος τους είναι διαφορετικός: πραγματικά μαζικά μέσα επικοινωνίας, απευθύνονται στον δυνητικά ευρύτερο αριθμό ατόμων και προσπαθούν να ανταγωνισθούν την τηλεόραση. Το κοινό τους, ακαλλιέργητο και πολιτικά ποδοσφαιροποιημένο, δεν έχει χρόνο, ούτε προσλαμβάνουσες παραστάσεις, αλλά ούτε και διάθεση, για λεπτές απολαύσεις. Έτσι, μόνο σποραδικά – κι από τις λίγες, πιο ποιοτικές εφημερίδες – μπορεί να αναβιώνει, σαν μουσειακό είδος, αυτό που κάποτε ήταν το πρώτο ανάγνωσμα κάθε Αθηναίου.
Περνάμε – αυτό είναι σχεδόν κοινότοπο – μια περίοδο (μεταβατική;) ευρύτατης λαϊκοποίησης και ισοπέδωσης. Μόνο άμα περάσει αυτή η περίοδος και αναδυθεί ένα νέο πιο καλλιεργημένο και απαιτητικό κοινό, ίσως επανέλθει το ύφος και η σκέψη στα μέσα επικοινωνίας. Το οποίο δεν έπαψε να υπάρχει, όλα αυτά τα χρόνια, στα καλά ξένα έντυπα.
Ο Ψαθάς της δεκαετίας του 60 ήταν ο άνθρωπος που έπιασε τον σφυγμό της νέας εποχής, κατάλαβε την διαφοροποίηση και την μεταστροφή του κοινού – και του πρόσφερε αυτό που χρειαζόταν. Γι αυτό είχε άλλωστε και εκπληκτική επιτυχία – πολύ μεγαλύτερη από τους ανταγωνιστές του, τον “παραδοσιακό” Παλαιολόγο και τον παλαίμαχο Σπύρο Μελά.
Ίσως εδώ οφείλω να διορθώσω αυτό που έγραψα στην αρχή: Όχι, o Ψαθάς δεν δολοφόνησε το χρονογράφημα – η αλλαγή στις κοινωνικές και μορφωτικές συνθήκες ήταν ο πραγματικός φονιάς. Ο Ψαθάς, που πρώτος αισθάνθηκε τις ανάγκες του νέου μαζικού κοινού, ήταν απλώς αυτός που τράβηξε την σκανδάλη.