Κλασική μουσική

Με τον όρο κλασική μουσική αναφέρεται ευρύτερα η δυτικοευρωπαϊκή μουσική παραγωγή που εκτείνεται σε μία αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο, περίπου από το έτος 470 μ.Χ. μέχρι και τη σύγχρονη εποχή.

Το επίθετο «κλασικός» προέρχεται από τη λατινική λέξη –classicus, σηματοδοτεί δηλαδή κάτι εξαιρετικό. Διάφοροι ορισμοί συνδέουν τον όρο με την ελληνική και λατινική αρχαιότητα, ως «συμμόρφωση του ύφους ή της σύνθεσης με τα πρότυπα της ελληνικής και λατινικής αρχαιότητας» (Oxford English Dictionary). Οι ορισμοί αυτοί μεταφέρθηκαν στην μουσική για να δηλώσουν περισσότερο την διάκριση μεταξύ της «έντεχνης» μουσικής από την λαϊκή ή παραδοσιακή. Η έννοια της κλασικής μουσικής, παρέπεμπε επομένως σε μία «ανώτερη» μορφή μουσικής σύνθεσης, με «σοβαρούς» σκοπούς και πέρα από τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα.

Ο όρος «Κλασική Σχολή» χρησιμοποιήθηκε αργότερα στη Γερμανία το 1830 για το έργο των Χάυντν, Μότσαρτ και Μπετόβεν.

Οι κύριες χρονικές διαιρέσεις της κλασικής μουσικής έως το 1900 είναι της πρώιμης μουσικής περιόδου η οποία αποτελείται από την Μεσαιωνική μουσική (500–1400) και την Αναγεννησιακή μουσική (1400–1600), και της περίοδο της κοινής πρακτικής η οποία αποτελείται από την Μπαρόκ μουσική (1600–1750), Κλασική μουσική περίοδο (1750–1830) και τη Ρομαντική μουσική (1804–1910). Από το 1900, η διαίρεση των περιόδων της κλασικής μουσικής άρχισε να υπολογίζεται περισσότερο ανά αιώνα παρά από τα συγκεκριμένα μουσικά χαρακτηριστικά τα οποία είχαν διασκορπιστεί και ήταν δύσκολο να οριστούν. Η κλασική μουσική της σύγχρονης περιόδου από τις αρχές έως τα τέλη του 20ού αιώνα διαιρείται σε αυτή της μοντερνιστικής μουσικής περιόδου (1890–1930), την ύστερη μοντερνιστική (έως τα μέσα του 20ού αιώνα), και την σημερινή και μεταμοντέρνα κλασική μουσική από το 1975 και έπειτα.

Οι χρονικές περιόδου και η αντιστοίχηση τους με ημερομηνίες είναι ένα πεδίο όπου δεν υπάρχει ενιαία σύγκληση απόψεων, καθώς συχνά υπάρχει αλληλοκάλυψη των διαφόρων ειδών στα ίδια χρονικά διαστήματα ή και διαμοιρασμός κοινών χαρακτηριστικών.[1] Για παράδειγμα η χρήση αντίστιξης και φούγκας είναι χαρακτηριστικά κυρίως της εποχής της Μπαρόκ μουσικής, ωστόσο συνεχίστηκαν από τον Χάυδν ο οποίος θεωρείται τυπικά ως εκπρόσωπος της Κλασικής περιόδου της μουσικής. Το ίδιο έκαναν και οι Μπετόβεν και ο Μπραμς οι οποίοι ανήκουν στη Ρομαντική περίοδο.

Το πρόθεμα νεο χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια σύγχρονη μουσική σύνθεση η οποία είναι δημιουργημένη με βάση τα πρότυπα παλαιοτέρων εποχών, όπως της Κλασικής ή Ρομαντικής εποχής. Για παράδειγμα η Πουλτσινέλα του Στραβίνσκι, είναι δείγμα νεοκλασικής σύνθεσης καθώς μουσικοσυνθετικά είναι παρόμοια με τα έργα της Κλασικής εποχής.

Κυβισμός

Ο κυβισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής, στην Ευρώπη του 20ού αιώνα. Αναπτύχθηκε κυρίως από το 1907 έως το 1914 χάρη στους διάσημους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσσο και Ζωρζ Μπρακ. Ακολούθησαν και άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες όπως ο Ζαν Μετζινγκέρ (Jean Metzinger), ο Άλμπερτ Γκλεζέ (Albert Gleizes), ο Ρομπέρ Ντελωναί, ο Ανρί Λε Φοκοννιέ (Henri Le Fauconnier) και ο Φερνάν Λεζέ (Fernand Léger). Η κορύφωση της περιόδου του αναλυτικού κυβισμού βρίσκεται ανάμεσα στο 1907 και στο 1912. Ακολουθεί ο συνθετικός κυβισμός το 1912 ο οποίος χαρακτηρίζεται από τα κολάζ του Ζωρζ Μπράκ. Κατά τη διάρκεια του 1ου παγκοσμίου πολέμου (1914-1917) υπήρξε μία παύση στο συνθετικό κυβισμό αλλά το 1917, χάρη στον Ζωρζ Μπρακ, τον Χουάν Γκρίς (Juan Gris) και την οικονομική βοήθεια που προσέφερε ο έμπορας έργων τέχνης Λεόνς Ροζεμπεργκ (Léonce Rosenberg) ο κυβισμός ανθίζει εκ νέου μέχρι τη δεκαετία του 1920. Στα μέσα αυτής της δεκαετίας με την έλευση της αφηρημένης τέχνης και του σουρεαλισμού, ο κυβισμός αρχίζει να οπισθοχωρεί. Παρ’ όλα αυτά, παράλληλα με τα νεότερα έργα τέχνης τους, ο Πικάσσο, ο Μπρακ, ο Γκλέιζε και ο Μετζινγκέρ κατά περιόδους γυρνούν πίσω στον κυβισμό. Ακόμα και αν ο κυβισμός είναι γνωστότερος στο πεδίο της ζωγραφικής, η γλυπτική έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή του. Μετά τον Πικάσσο ο οποίος είναι και ο εκκινητής της κυβιστικής γλυπτικής από το 1909, ακολουθούν σημαντικοί γλύπτες όπως ο Ζακ Λιπσίτζ(Jacques Lipchitz), ο Χένρι Λόρενς (Henry Laurens), ο Ρειμόν Ντουσάν-Βιγιόν (Raymond Duchamp-Villon) ο Οσίπ Ζάντκιν (Ossip Zadkine) και ο Πάμπλο Γκαργκάλλο (Pablo Gargall).