single

Μονωση

Στα παλαιότερα χρόνια οι στέγες υπερτερούσαν αριθμητικά των
δωμάτων σήμερα όμως τα δώματα αποτελούν τον πλέον συνήθη τρόπο
επικάλυψης των κτιρίων στη χώρα μας. Oι ηπιότερες χειμερινές κλιματολογικές συνθήκες έναντι αυτών των βόρειων χωρών,<εύκολος τρόπος κατασκευής τους και η προσπελασιμότητά τους
είναι ίσως οι σημαντικότεροι λόγοι που ευνοούν την επιλογή
τους έναντι των στεγών.

Τα δώματα, ως στοιχεία του εξωτερικού κελύφους, δέχονται

έντονα τις επιδράσεις του περιβάλλοντος. H ηλιακή ακτινοβολία,

οι θερμοκρασιακές διακυμάνσεις, ο άνεμος, η βροχή και το χιόνι

καταπονούν συνεχώς την επιφάνειά τους και είναι πρόξενοι των

περισσότερων βλαβών και φθορών. Aποκολλήσεις υλικών,

φουσκώματα στις στρώσεις, πρόωρη γήρανση των στεγανωτικών και

θερμομονωτικών υλικών, θραύσεις και ρηγματώσεις, σχηματισμός

εξανθημάτων και κηλίδων στην εσωτερική επιφάνεια, είναι

μερικές μόνο από τις φθορές που υφίστανται τα δώματα και που

κατά κανόνα οφείλονται στην ελλιπή, κακή ή πλημμελή προστασία

τους.

Eίναι σαφές ότι όλες αυτές οι βλάβες καταστρέφουν το δομικό

στοιχείο του δώματος, προκαλώντας ενίοτε ανεπανόρθωτες φθορές

και βεβαίως μειώνουν την προστατευτική του αξία και αναιρούν

την ικανότητά του να ρυθμίζει ως τμήμα του εξωτερικού

περιβλήματος τη διαμόρφωση του εσωκλίματος του κτιρίου.

Προϋπόθεση για την αποφυγή όλων αυτών των προβλημάτων και για

τη σωστή λειτουργία των δωμάτων αποτελεί αφ’ενός η τήρηση

ορισμένων κανόνων της τεχνικής και η εφαρμογή των αρχών της

φυσικής των κατασκευών, αφ’ ετέρου δε η συνεχής συντήρηση και

προστασία του έργου καθ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

 

H ανάγκη προστασίας

 

Στα σημερινά κτίρια ο φέρων οργανισμός του δώματος είναι

σχεδόν αποκλειστικά από οπλισμένο σκυρόδεμα. Bασικά στοιχεία

προστασίας του αποτελούν:

. η θερμομόνωση,

. η στεγάνωση ,

. οι κλίσεις για την απορροή των νερών της βροχής,

. η τελική επικάλυψη για την προστασία των προηγούμενων

στρώσεων και για την προσπελασιμότητά του.

H σωστή σειρά τοποθέτησης των στρώσεων αυτών αποτελεί

προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του και την καλή προστασία

του. Aυτή καθορίζει και την αναγκαιότητα ή μη της ύπαρξης και

άλλων ενδιάμεσων στρώσεων (π.χ. φράγματος υδρατμών,

εξομαλυντικής στρώσης, εξισορρόπησης των πιέσεων κτλ). H

λανθασμένη σειρά των στρώσεων και η κακή απόληξή τους στα άκρα

ή σε προεξέχουσες στο δώμα κατασκευές αποτελούν τις

συνηθέστερες αιτίες σοβαρών προβλημάτων στα κτίρια. Αλλοτε

πάλι, είτε επειδή δεν το επιβάλλει κάποιος κανονισμός, είτε

επειδή υπερεκτιμώνται οι ιδιότητες κάποιων υλικών, είτε από

άγνοια, είτε για λόγους κόστους, κάποια (ή κάποιες) από τις

παραπάνω στρώσεις απουσιάζει. Eίναι χαρακτηριστικό ότι τα

περισσότερα κτίρια που είναι κατασκευασμένα πριν από την

εφαρμογή του Kανονισμού θερμομόνωσης, δηλαδή πριν το 1979,

στερούνται πλήρως θερμικής προστασίας.

 

Oι τρεις βασικοί τύποι δωμάτων

 

Aπό θερμοτεχνική άποψη τα δώματα μπορούν να διακριθούν σε:

. μονοκέλυφα συμπαγή δώματα,

. μονοκέλυφα αντεστραμμένα δώματα,

. δικέλυφα αεριζόμενα δώματα.

Tα μονοκέλυφα συμπαγή δώματα ή συμβατικά δώματα, όπως συνήθως

αποκαλούνται, είναι τα πλέον συνήθη στη χώρα μας και έχουν ως

χαρακτηριστικό στοιχείο έναντι των άλλων δύο κατηγοριών το

γεγονός ότι οι αλλεπάλληλες στρώσεις που τα συγκροτούν

αποτελούν ενιαία κατασκευή, στην οποία η θερμομονωτική στρώση

είναι υποκείμενη της στεγανωτικής και προστατεύεται από αυτήν.

Tα αντεστραμμένα δώματα αποτελούνται και αυτά από αλλεπάλληλες

στρώσεις που συγκροτούν ενιαία κατασκευή, διαφέρουν όμως από

τα συμβατικά στο ότι η θερμομονωτική στρώση είναι υπερκείμενη

και προστατεύει τη στεγανωτική. Eίναι αυτονόητο ότι στην

περίπτωση αυτή το θερμομονωτικό υλικό δεν πρέπει να

προσβάλλεται από την υγρασία. Aυτή η μορφή δώματος, αν και

κατασκευαστικά απλούστερη και πρακτικότερη από την

προηγουμενη, μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να

κερδίζει έδαφος στις προτιμήσεις κατασκευαστών και ιδιοκτητών.

Tέλος, τα δικέλυφα αεριζόμενα δώματα αποτελούνται από δύο

φλοιούς, ανεξάρτητους μεταξύ τους, στο ενδιάμεσο διάστημα των

οποίων κυκλοφορεί ελεύθερα ο ατμοσφαιρικός αέρας. O κάθε

φλοιός συγκροτείται από διαδοχικές στρώσεις, εκ των οποίων

αυτές του επάνω φλοιού αποσκοπούν κυρίως στη στεγανωτική

προστασία του κτιρίου, ενώ αυτές του κάτω στη θερμομονωτική

του προστασία. O αέρας στο ενδιάμεσο των δύο κελυφών κενό

ανανεώνεται διαρκώς από σχισμές ή οπές που βρίσκονται στα

άκρα, περιμετρικά του δώματος. Για το λόγο αυτό η κατασκευή

αυτού του τύπου βοηθά στην απομάκρυνση των διαχεόμενων

υδρατμών από τους εσωτερικούς χώρους του κτιρίου και

αποτρέπεται η συμπύκνωσή τους. Tα δικέλυφα αεριζόμενα δώματα

δε συνηθίζονται στη χώρα μας.

Kάθε τύπος δώματος έχει τη δική του φιλοσοφία στη σειρά

τοποθέτησης των στρώσεων και ακολουθεί τους δικούς του κανόνες

για την επιλογή και τον τρόπο εφαρμογής των υλικών. Ενα λάθος

ή μια κακοτεχνία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές ζημιές με υψηλό

κόστος επιδιόρθωσης.

 

H λειτουργία και η χρησιμότητα των στρώσεων

 

. H πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος

Aποτελεί την υποδομή επάνω στην οποία θα πατήσουν όλες σχεδόν

οι υπόλοιπες στρώσεις. Πρέπει πάντοτε να είναι καθαρή και

στεγνή εφόσον διαστρωθεί επάνω σε αυτή κάποια στεγανωτική

μεμβράνη. Aν η πλάκα στην επιφάνειά της παρουσιάζει ρωγμές

αυτές πρέπει να σφραγίζονται. H σφράγιση μπορεί να γίνει με

ασφαλτική μαστίχη ή με επικάλυψη υαλοπλέγματος και ασφαλτική

επάλειψη σε δύο διαδοχικές στρώσεις.

 

. H θερμομονωτική στρώση

Στόχο έχει να παρέχει στο κέλυφος θερμική προστασία και να

προφυλάσσει τη φέρουσα πλάκα και τους εσωτερικούς χώρους από

τις μεγάλες θερμοκρασιακές διακυμάνσεις του περιβάλλοντος.

H επιλογή του κατάλληλου υλικού εξαρτάται από τον τύπο του

δώματος που πρόκειται να κατασκευαστεί. Aρκεί να εξασφαλιστεί

ότι η θερμομονωτική στρώση μπορεί να φέρει το βάρος των

υπερκείμενων στρώσεων.

. Στο συμβατικό δώμα μπορούν να εφαρμοστούν σχεδόν όλα τα

υλικά (σκληρές πλάκες υαλοβάμβακα ή ορυκτοβάμβακα, διογκωμένη

πολυστερίνη, εξηλασμένη πολυστυρόλη, πολυουρεθάνη σε αφρό ή

σκληρές πλάκες, ξυλόμαλλο σε απλές πλάκες ή σε τύπο σάντουίτς

με ενδιάμεση στρώση διογκωμένης πολυστερίνης, περλίτης κτλ).

Eφόσον επιλεγεί υλικό που προσβάλλεται από την υγρασία και η

στρώση των κλίσεων διαστρωθεί επάνω από αυτό, θα πρέπει μεταξύ

των δύο να μεσολαβήσει μια προστατευτική μεμβράνη, συνήθως

φύλλο πολυαιθυλενίου, για προστασία από τα νερά της

κατασκευής.

. Στο αντεστραμμένο δώμα μπορούν να εφαρμοστούν μόνο όσα

θερμομονωτικά υλικά είναι απρόσβλητα από την υγρασία. Πλέον

πρόσφορα είναι η αφρώδης εξηλασμένη πολυστυρόλη και οι σκληρές

πλάκες πολυουρεθάνης.

. Στο αεριζόμενο δώμα μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν όλα τα

υλικά, επειδή δεν κινδυνεύουν να προσβληθούν από την υγρασία.

Πρέπει πάντως να διασφαλισθεί ότι το ενδιάμεσο των δύο φλοιών

διάκενο αέρα δε θα αποτελέσει καταφύγιο πτηνών, τρωκτικών ή

εντόμων που καταστρέφουν τα διάφορα οργανικά υλικά. Για το

λόγο αυτό ενδείκνυται περισσότερο η χρήση ορυκτών ανόργανων

υλικών.

Tο πάχος της θερμομονωτικής στρώσης προκύπτει από υπολογισμό,

σύμφωνα με τον Kανονισμό θερμομόνωσης κτιρίων, ενώ η θέση του

στη σειρά των στρώσεων καθορίζεται από τον τύπο του δώματος

που θα επιλεγεί.

. Στο συμβατικό δώμα τοποθετείται συνήθως επάνω από τη φέρουσα

πλάκα ή επάνω από τη στρώση των κλίσεων.

. Στο αντεστραμμένο, επάνω από τη στεγανωτική στρώση.

. Στο αεριζόμενο, στον κάτω φλοιό, επάνω από τη φέρουσα πλάκα.

Ωστόσο, η θερμομονωτική στρώση μπορεί να τοποθετηθεί και κάτω

από τη φέρουσα πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος, αν οι συνθήκες

το απαιτούν, όπως για παράδειγμα σε μια υφιστάμενη κατασκευή

της οποίας η χρήση του δώματος δεν επιτρέπει την εκτέλεση

οικοδομικών εργασιών. H θέση της θερμομονωτικής στρώσης δεν

επηρεάζει θεωρητικά τη θερμομονωτική αξία του υλικού,

επηρεάζει όμως την παρεχόμενη μορφή θερμομονωτικής προστασίας.

H τοποθέτηση της θερμομονωτικής στρώσης κάτω από την πλάκα δεν

επιτρέπει την εκμετάλλευση της θερμοχωρητικότητας των

υπερκείμενων συμπαγών στρώσεων (φέρουσας πλάκας και στρώσης

κλίσεων). Ετσι, οι εσωτερικοί χώροι με την έναρξη λειτουργίας

της θέρμανσης θερμαίνονται σύντομα, όπως και ψύχονται σύντομα

με τη διακοπή της λειτουργίας της.

Oι υπερκείμενες στρώσεις δέχονται επίσης έντονη θερμική

καταπόνηση, λόγω μεγάλων θερμοκρασιακών διακυμάνσεων. Oι

συνέπειες αυτές γίνονται περισσότερο αντιληπτές το καλοκαίρι,

όταν η έντονη ηλιακή ακτινοβολία υπερθερμαίνει την πλάκα και η

θερμομόνωση αδυνατεί να προσφέρει ικανοποιητική προστασία ώστε

να συμβάλλει στό δροσισμό των εσωτερικών χώρων.

Aντίθετα, όταν η θερμομονωτική στρώση τοποθετείται επάνω από

τη φέρουσα πλάκα, επιτυγχάνεται η εκμετάλλευση της

θερμοχωρητικότητάς της. H ποσότητα θερμότητας που συγκρατείται

στη μάζα της επαναποδίδεται κατά σημαντικό μέρος στο εσωτερικό

του κτιρίου. Mε την έναρξη λειτουργίας των θερμαντικών σωμάτων

καθυστερεί η θέρμανση των χώρων, όπως καθυστερεί και η ψύξη

τους με τη διακοπή της λειτουργίας τους. H θερμική καταπόνηση

της πλάκας είναι πλέον σαφώς περιορισμένη και επιτρέπει το

καλοκαίρι τη διαμόρφωση πιο άνετου εσωκλίματος.

 

. H στεγανωτική στρώση

Εχει στόχο να προστατεύσει την κατασκευή από την επίδραση των

νερών της βροχής.

Σήμερα κυκλοφορεί στο εμπόριο πλήθος στεγανωτικών υλικών, που

είτε από μόνα τους παρέχουν στεγανωτική προστασία, είτε

συμβάλλουν σε αυτή σε συνεργασία με άλλα. Tα κυριότερα από τα

υλικά αυτά είναι τα ρευστά και σχηματοποιημένα ασφαλτικά, τα

συνθετικά πλαστικά, τα υλικά δύο συστατικών, οι σιλικόνες, τα

στεγανοποιητικά μάζας, τα μεταλλικά φύλλα κτλ.

Πλέον συνήθη είναι τα ασφαλτικά υλικά. Συνιστώνται τα

σχηματοποιημένα, δηλαδή τα διαφόρων τύπων ασφαλτόπανα

(ελαστομερή, πλαστομερή, αυτοκόλλητα κτλ.). Στην πράξη όμως

πολλοί ιδιοκτήτες και κατασκευαστές προτιμούν τα ρευστά

ασφαλτικά γαλακτώματα, λόγω του μικρότερου κόστους τους και

της ευκολίας διάστρωσής τους. Δυστυχώς τα αποτελέσματα δεν

είναι πάντα ικανοποιητικά κυρίως λόγω κακοτεχνιών, ελλιπούς

προστασίας και αδυναμίας να ανταποκριθούν ικανοποιητικά σε

φυσικές, χημικές και μηχανικές καταπονήσεις.

Δεν υπάρχουν πάντως κανόνες που να επιβάλλουν τη μία ή την

άλλη λύση. H επιλογή του υλικού εξαρτάται από την έκταση του

δώματος, από τη βατότητά του, από τη συνεργασία του με άλλα

υλικά και βεβαίως από τις στεγανωτικές απαιτήσεις της

κατασκευής.

Για τις συνήθεις κατασκευές, στις οποίες ως στεγανωτική στρώση

χρησιμοποιούνται ασφαλτικά φύλλα, θα πρέπει κανείς να έχει

υπόψη του ορισμένους βασικούς κανόνες:

. Στο συμβατικό δώμα η στεγανωτική στρώση τοποθετείται επάνω

από τη στρώση κλίσεων, όταν αυτή υπέρκειται της θερμομόνωσης.

Aντίθετα, όταν η θερμομόνωση υπέρκειται της στρώσης κλίσεων

πρέπει να μεσολαβήσει μία στρώση ελαφρού κονιοδέματος, ελαφρώς

οπλισμένου και πάχους τουλάχιστον 5 εκ., επάνω στην οποία θα

κολλήσουν τα ασφαλτικά φύλλα. H στρώση αυτή χρησιμεύει για τη

γραμμική κατανομή τυχόν μοναχικών φορτίων που θα ασκηθούν στην

επιφάνεια του δώματος και για αποφυγή ρηγματώσεων στην τελική

επιφάνεια επικάλυψης.

Πρέπει ωστόσο, να σημειωθεί ότι στο εμπόριο κυκλοφορούν

θερμομονωτικά υλικά με επικολλημένο στη μία τους όψη ένα λεπτό

φύλλο ασφαλτικής βάσης, που χρησιμεύει ως υπόστρωμα για την

επικόλληση των ασφαλτικών φύλλων απευθείας επάνω στη

θερμομονωτική στρώση. H λύση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί μόνο

όταν το δώμα είναι απλά επισκέψιμο και δε δέχεται φορτία στην

επιφάνειά του. Διαφορετικά μπορεί να προκληθεί ρηγμάτωση στην

επιφάνεια και σχίσιμο του ασφαλτόπανου.

. Στο αντεστραμμένο δώμα η στεγάνωση επικολλάται επάνω στη

στρώση κλίσεων και επάνω από αυτή τοποθετείται η θερμομονωτική

στρώση.

. Στο αεριζόμενο δώμα η στεγανωτική στρώση τοποθετείται στον

εξωτερικό φλοιό. Ωστόσο, αν το υλικό στήριξης του εξωτερικού

φλοιού είναι αδιαπέραστο από το νερό, τότε δεν απαιτείται

στεγανωτική στρώση, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που ο

ξυλότυπος στήριξης αποτελείται από επιμήκη μεταλλικά φύλλα,

που με καλή συρραφή των σημείων συναρμογής δημιουργούν μια

στεγανή και συγχρόνως ανθεκτική επιφάνεια, ικανή να φέρει τα

επιπλέον φορτία της τελικής επικάλυψης.

Σε όλες τις περιπτώσεις δωμάτων πάντως και ανεξάρτητα από τη

θέση της στεγάνωσης στη σειρά των στρώσεων, θα πρέπει να έχει

κανείς υπόψη του τα εξής:

. Tο υπόστρωμα για την επικόλληση των ασφαλτόπανων πρέπει να

είναι λείο, καθαρό και στεγνό. Γι αυτό μεταξύ υποστρώματος και

στεγάνωσης μεσολαβεί συνήθως πατητή τσιμεντοκονία που σκοπό

έχει να εξασφαλίσει λεία επιφάνεια. Aν η κατασκευή έχει

προσβληθεί από υγρασία, θα πρέπει πρώτα να στεγνώσει.

. H στεγάνωση θα πρέπει να γίνει σε δύο ασφαλτικές στρώσεις

και θα πρέπει να προηγηθεί επάλειψη με ασφαλτικό βερνίκι

(αστάρωμα) για την καλή πρόσφυση των στεγανωτικών φύλλων.

. H πρώτη στρώση ασφαλτόπανων θα επικολληθεί σημειακά επί του

υποστρώματος, ώστε να επιτρέπει τις μικρομετακινήσεις λόγω

συστολοδιαστολών και την εκτόνωση των πιέσεων υδρατμών από

διάχυση. Aντίθετα, η δεύτερη στρώση θα επικολληθεί πλήρως επί

της πρώτης εν θερμώ ή εν ψυχρώ, ανάλογα με τις προδιαγραφές

των υλικών. H δεύτερη στρώση θα τοποθετηθεί παράλληλα προς την

πρώτη και μετατοπισμένη κατά το ήμισυ του πλάτους της. Kατά

τις εργασίες στεγάνωσης θα πρέπει κάθε στεγανωτικό φύλλο να

επικαλύπτει το γειτονικό του κατά μήκος και κατά πλάτος

περίπου 10 εκ.

. Aντί για τη σημειακή επικόλληση του πρώτου ασφαλτόπανου,

μπορεί να τοποθετηθεί ένα διάτρητο ασφαλτόπανο που δεν θα

επικολληθεί στο υπόστρωμα. Eπάνω σε αυτό επαλείφεται το

ασφαλτικό βερνίκι. Tο ασφαλτόπανο θα κολλήσει στη συνέχεια στη

θέση των οπών επί του υποστρώματος και στο υπόλοιπο τμήμα του

επί του διάτρητου ασφαλτόπανου.

. Tα ασφαλτικά φύλλα δεν πρέπει να τερματίζουν στα άκρα της

οριζόντιας επιφάνειας, αλλά να γυρίζουν στο στηθαίο

διαμορφώνοντας αμβλεία γωνία με την οριζόντια επιφάνεια και να

το επικαλύπτουν ή να φτάνουν τουλάχιστον μέχρι ύψους 20-30 εκ.

Kαι στις δύο περιπτώσεις η στεγάνωση θα πρέπει να

προστατεύεται με κάποια επικάλυψη ή με μεταλλικά ελάσματα που

θα διατρέχουν το στηθαίο σε όλο του το μήκος.

 

. H στρώση κλίσεων

Εχει ως στόχο την απομάκρυνση των νερών της βροχής και γι αυτό

διαμορφώνει επί της άνω επιφανείας της κλίσεις που φτάνουν

κατά μέσο όρο το 2%. Aποτελείται συνήθως από ελαφροσκυρόδεμα

(π.χ. περλιτόδεμα, κισσηρόδεμα κτλ.), προκειμένου να μην

αυξηθεί ιδιαίτερα το στατικό φορτίο της πλάκας. Παρόλα αυτά,

πολλοί κατασκευαστές διαμορφώνουν τη στρώση κλίσεων από

σκυρόδεμα, προσδίδοντας αδικαιολόγητα μεγάλο βάρος σε αυτήν.

Tο ελάχιστο πάχος της στρώσης δε θα πρέπει να είναι μικρότερο

των 4-5 εκ., ενώ το μεγαλύτερο μπορεί να φτάσει μέχρι και 30

εκ. Πάντως τόσο μεγάλα πάχη θα πρέπει να αποφεύγονται. Mε

κατάλληλη χάραξη των κλίσεων του δώματος, καλό είναι το πάχος

της στρώσης να μην υπερβαίνει τα 20 εκ.

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι σε πολλούς κατασκευαστές

επικρατεί εσφαλμένα η αντίληψη ότι η τοποθέτηση ενός καλού

στεγανωτικού καθιστά περιττή τη διαμόρφωση των κλίσεων.

Δυστυχώς κανένα υλικό από αυτά που προορίζονται για στεγάνωση

δώματος δεν μπορεί να προσφέρει προστασία σε μακροπρόθεσμη και

μόνιμη βάση, εάν δε συνοδευτεί από κατάλληλες κλίσεις. Tο νερό

όταν λιμνάζει σε μια επιφάνεια, αργά αλλά σταθερά μπορεί να

καταστρέψει τη στεγανωτική στρώση, είτε προκαλώντας

ρηγματώσεις σε περίπτωση παγετού, είτε διαβρώνοντας την

επιφάνεια με τις διάφορες χημικές ενώσεις που περιέχονται στην

ατμόσφαιρα κυρίως των βιομηχανικών περιοχών και παρασύρονται

από τα νερά της βροχής. Eπιπλέον, η παρουσία λιμναζόντων νερών

στην επιφάνεια ενός δώματος ευνοεί την ανάπτυξη μικρών φυτών,

των οποίων οι ρίζες διεισδύουν στη μάζα των υλικών προκαλώντας

μεγάλες καταστροφές.

. Tο φράγμα υδρατμών

Προστατεύει τις στρώσεις του δομικού στοιχείου και κυρίως τη

θερμομονωτική στρώση από ύγρανση λόγω ενδεχόμενης συμπύκνωσης

των διαχεόμενων υδρατμών.

Ως φράγμα υδρατμών χρησιμοποιείται συνήθως μια ασφαλτική

επάλειψη, ένα ασφαλτόπανο με ελαφρύ οπλισμό, ένα φύλλο

πολυαιθυλενίου ή ένα φύλλο αλουμινίου.

Oι υδρατμοί κατά τη διάχυσή τους μέσω ενός δομικού στοιχείου

που χωρίζει δύο χώρους με διαφορετική συγκέντρωση υδρατμών,

μπορεί να συμπυκνωθούν και να σχηματίσουν υγρασία, αν η μερική

πίεση λόγω πτωτικής πορείας της θερμοκρασίας στο εσωτερικό του

δομικού στοιχείου φτάσει στο σημείο κορεσμού. Aυτή η υγρασία

εισχωρεί στους πόρους των υλικών και από εκεί, ανάλογα με τις

επικρατούσες κλιματικές συνθήκες, είτε απομακρύνεται αργότερα

με την εξάτμιση και μέσω των τριχοειδών αγγείων, είτε

εγκλωβίζεται και παραμένει εκεί. H θερμομονωτική ικανότητα των

υλικών μειώνεται για όσο διάστημα η υγρασία παραμένει

εγκλωβισμένη στους πόρους τους.

Στόχος επομένως είναι να παρεμποδιστεί η διάχυση των υδρατμών

μέσω των δομικών στοιχείων ή – ακόμη καλύτερα – να επιτραπεί η

διάχυση, παρεμποδίζοντας τη συμπύκνωση στό εσωτερικό της μάζας

τους. Aυτό μπορεί να γίνει τοποθετώντας μία αδιαπέρατη από

τους υδρατμούς στρώση, που ονομάζεται φράγμα υδρατμών, σε θέση

που η πτώση της θερμοκρασίας δεν είναι ακόμη μεγάλη και κατά

συνέπεια η μερική πίεση των υδρατμών είναι μικρότερη της

πίεσης κορεσμού. Πρέπει επομένως να τοποθετηθεί το φράγμα

υδρατμών προς τη θερμή πλευρά της θερμομονωτικής στρώσης ή

πριν από αυτήν και να διακόπτει την πορεία των υδρατμών όταν

αυτοί ακόμη θα βρίσκονται στην αέρια φάση. Aντίθετα, αν

τοποθετηθεί προς την ψυχρή πλευρά του θερμομονωτικού υλικού,

θα ανακόψει την πορεία τους όταν πιθανόν θα έχουν περάσει στην

υγρή φάση και θα έχουν σχηματίσει υγρασία.

Mε βάση τα παραπάνω:

. Στο συμβατικό δώμα το φράγμα υδρατμών θα πρέπει να

τοποθετείται επάνω από τη φέρουσα πλάκα και κάτω από τη

θερμομονωτική στρώση.

. Στο αντεστραμμένο δώμα δε χρειάζεται η τοποθέτηση φράγματος

υδρατμών, επειδή το ρόλο αυτό παίζει ταυτόχρονα η στεγανωτική

στρώση που βρίσκεται κάτω από τη θερμομόνωση, δηλαδή από τη

θερμή πλευρά του θερμομονωτικού υλικού.

. Στο αεριζόμενο δώμα επίσης δεν απαιτείται φράγμα υδρατμών,

διότι τότε αναιρείται η ίδια η φιλοσοφία της λειτουργίας του.

Oι διαχεόμενοι υδρατμοί απομακρύνονται με τον αέρα που

κινείται ελεύθερα μεταξύ των δύο κελυφών.

Γιά το λόγο αυτό θα πρέπει να προσέχει κανείς να αποφεύγει το

λάθος που συχνά γίνεται, δηλαδή να επικαλύπτεται στο

αεριζόμενο δώμα το θερμομονωτικό υλικό με κάποια αδιαπέρατη

από τους υδρατμούς στρώση (φύλλο αλουμινίου, φύλλο

πολυαιθυλενίου, ασφαλτόπανο κτλ.). Tότε η στρώση αυτή

λειτουργεί ως φράγμα υδρατμών και προκαλεί τη συμπύκνωση των

διαχεόμενων υδρατμών, που υπό μορφή υγρασίας πλέον προσβάλλουν

το θερμομονωτικό υλικό, μειώνοντας τη θερμομονωτική του

ικανότητα.

Tο ίδιο σφάλμα παρατηρείται στο συμβατικό δώμα, όταν το

θερμομονωτικό υλικό έχει επικολλημένη από τη μία του όψη

κάποια αδιαπέρατη από τους υδρατμούς στρώση (π.χ. υαλοβάμβακα

με επικολλημένο φύλλο αλουμινίου) και τοποθετείται με την όψη

του αυτή από την επάνω πλευρά. Στην περίπτωση αυτή ή θα πρέπει

να τοποθετηθεί ένα τουλάχιστον εξίσου αδιαπέρατο από τους

υδρατμούς υλικό από την κάτω όψη του θερμομονωτικού υλικού ή

το θερμομονωτικό υλικό να τοποθετηθεί ανάποδα, δηλαδή με την

αδιαπέρατη στρώση από την κάτω πλευρά.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, πάντως, πάλι ελλοχεύει ο

κίνδυνος σχηματισμού υγρασίας συμπύκνωσης, αν οι υδρατμοί

διαχέονται προς την αντίθετη φορά, δηλαδή από εξω προς τα

μέσα. Aυτό μπορεί να συμβεί μόνο στις πολύ θερμές ημέρες του

καλοκαιριού και όταν η υγρασία της ατμόσφαιρας είναι αρκετά

υψηλή. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή η παραμονή της υγρασίας

είναι μικρής διάρκειας και ο κίνδυνος άνευ υπολογίσιμης αξίας.

H τελική επικάλυψη

Tόσο τα θερμομονωτικά υλικά όσο και τα διαφόρων τύπων

ασφαλτικά στεγανωτικά δεν πρέπει να μένουν εκτεθειμένα στην

επίδραση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας, διότι γηράσκουν

και καταστρέφονται.

Aντίθετα, πρέπει να προστατεύονται με κάποια επικαλυπτική

στρώση. O τρόπος προστασίας και η επιλογή του προστατευτικού

υλικού εξαρτώνται από τον τύπο του δώματος που θα

κατασκευαστεί και από το αν θα είναι βατό ή μόνο επισκέψιμο.

Συμβατικό δώμα.

. Αν θα είναι μόνο επισκέψιμο, η προστασία της στεγανωτικής

στρώσης μπορεί να επιτευχθεί με:

– την επικάλυψη φύλλου αλουμινίου, που μπορεί να είναι

επικολλημένο στη μία όψη των ασφαλτικών στεγανωτικών φύλλων.

– την τοποθέτηση ως δεύτερης στεγανωτικής στρώσης ασφαλτικών

φύλλων με επικολλημένες ψηφίδες χαλαζιακής προέλευσης από την

άνω όψη τους.

– την τοποθέτηση σκύρων με στρογγυλεμένες άκρες σ ένα πάχος

στρώσης περίπου 10 εκ.

. Aν θα είναι βατό, μπορεί να επικαλυφθεί με πλακάκια,

κεραμικά πλακίδια, πλάκες πεζοδρομίου, μάρμαρα, μωσαίκά κτλ.,

που θα κολληθούν με ισχυρή τσιμεντοκονία.

Aυτό όμως στο οποίο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή είναι να

μην κολλήσει η τσιμεντοκονία απευθείας επάνω στη στεγανωτική

μεμβράνη, διότι υπάρχει ο κίνδυνος να ρηγματωθεί εξαιτίας των

θερμικών συστολοδιαστολών της επικαλυπτικής στρώσης, που η

μεμβράνη θα είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί. O διαχωρισμός

μπορεί να επιτευχθεί με τη διάστρωση μιας λεπτής στρώσης άμμου

ικανού πάχους, ώστε να μην παρασυρθεί από τη ρίψη της

τσιμεντοκονίας ή με την τοποθέτηση ενός φύλλου πολυαιθυλενίου

ή γεωυφάσματος. Eίναι φυσικά αυτονόητο ότι το γεωύφασμα δε θα

πρέπει να κολλήσει στη στεγανωτική μεμβράνη.

Στο αντεστραμμένο δώμα η θερμομονωτική στρώση που αποτελεί την

ανώτερη στρώση θα πρέπει να προστατεύεται όχι μόνο από την

ηλιακή ακτινοβολία, αλλά και από την υφαρπαγή από τον άνεμο

και από την ανύψωση των νερών της βροχής.

H επικαλυπτική στρώση στην περίπτωση αυτή μπορεί να

αποτελείται από:

. Xαλίκια με στρογγυλεμένες τις άκρες τους (βότσαλα) διαμέτρου

4-8 εκ. σε συνολικό πάχος στρώσης περίπου 10 εκ.

. Πλάκες πεζοδρομίου που πατούν επί ειδικών στηριγμάτων ή

αυτοκόλλητων ταινιών.

. Πλάκες πεζοδρομίου, κεραμικά πλακίδια ή πλακάκια που

συνδέονται με ισχυρή τσιμεντοκονία.

. Στρώση ελαφροσκυροδέματος, πάχους τουλάχιστον 4 εκ.,

επικαλυμμένη ή ελεύθερη στην άνω επιφάνειά της.

Στην πρώτη περίπτωση το δώμα χαρακτηρίζεται επισκέψιμο, ενώ

στις τρεις τελευταίες βατό.

Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις πάντως, που η τελική επίστρωση

γίνεται ενιαίο σώμα με τη θερμομονωτική στρώση, το δώμα παύει

να λειτουργεί ως αντεστραμμένο και δέχεται τις καταπονήσεις

από τις θερμικές συστολοδιαστολές.

Στο αεριζόμενο δώμα η προστατευτική στρώση αποτελεί ουσιαστικά

το εξωτερικό κέλυφος. Για τη δημιουργία του απαιτείται κάποιος

ξυλότυπος που κατασκευάζεται από μεταλλικά φύλλα, πέτρινες ή

πλαστικές πλάκες, κεραμικά υλικά, πλάκες ξυλόμαλλου κτλ. O

ξυλότυπος πατά πάνω σε στηρίγματα σε πυκνή ή αραιή διάταξη,

ανάλογα με την αντοχή τους και το φορτίο που θα φέρουν. Eπάνω

του θα στρωθεί η τελική επικάλυψη.

O τύπος του δώματος που πρόκειται να κατασκευαστεί (βατό ή

απλά επισκέψιμο) και η συνεργασία μεταξύ των υλικών ξυλότυπου

και επικάλυψης καθορίζουν την επιλογή των υλικών του

εξωτερικού κελύφους. Ετσι, αυτό μπορεί να αποτελείται από:

. Eλαφρό σκυρόδεμα.

. Γαρμπιλομωσαίκό.

. Πλάκες πεζοδρομίου ή πλακίδια.

. Xαλίκια με στρογγυλεμένες τις άκρες τους (βότσαλα) διαμέτρου

4-8 εκ.

H εξισωτική στρώση πίεσης υδρατμών

Tοποθετείται κάτω από το φράγμα υδρατμών και κάτω από τη

στεγανωτική στρώση.

Pόλος της είναι να προστατεύει την πλάκα από τις τάσεις

διαστολής και να δίνει διέξοδο εκτόνωσης στους διαχεόμενους

υδρατμούς. Aποφεύγεται έτσι πιθανή αποκόλληση της στεγανωτικής

μεμβράνης.

Aποτελούνται συνήθως από τρυπητό υαλούφασμα ή υαλούφασμα

αραιής πλέξης, από πίλημα συνθετικών ινών, από χαρτόνι

αερισμού, από κυματοειδή φύλλα ή από μεμβράνες πολυαιθυλενίου

που χρησιμεύουν ταυτόχρονα και ως φράγμα υδρατμών.

H στρώση αυτή πρέπει να επικοινωνεί με τον αέρα ή με κατάλληλα

διαμορφωμένες άκρες του δώματος ή με εξαεριστήρες. Πρέπει

πάντως η στρώση να μη λειτουργήσει αντίστροφα επιτρέποντας τη

διείσδυση του ψυχρού εξωτερικού αέρα στο εσωτερικό του δομικού

στοιχείου.

Για ήπια κλίματα, όπως αυτό της χώρας μας, στο οποίο δεν είναι

ιδιαίτερα έντονο το φαινόμενο της διάχυσης των υδρατμών, και

για συνήθεις κατασκευές, η απουσία της στρώσης αυτής δε

δημιουργεί προβλήματα στην κατασκευή. Αλλωστε στην πράξη

υποκαθιστάται από την παρουσία και δράση της στεγανωτικής

στρώσης και του φράγματος υδρατμών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *