Σελίδες
1ος Βαλκανικός Πόλεμος 2ος Βαλκανικός Πόλεμος Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος Μικρασιατική Εκστρατεία (1919) Μικρασιατική Εκστρατεία (1920-1921) Μικρασιατική Καταστροφή Θάνατος της Ιωνίας - Γενοκτονία
english Megale Idea Pontos Real Turkey Photos of greek holocaust Christian Genocide Anatolia-Mikra Asia Byzantine Empire
Ρήξη της Βαλκανικής Συμμαχίας
Οι διενέξεις μεταξύ των συμμάχων κατά τή διάρκεια του πολέμου μέ τήν Τουρκία απετέλεσαν τά σπέρματα ενός νέου πολέμου. Ιδιαιτέρως οξύ ήταν τό ζήτημα της
εδαφικής λείας τό οποίο περιεπλάκη αμέσως μετά τίς πρώτες νίκες. Αδικημένη βρέθηκε η Σερβία η οποία έχανε τή διέξοδο πρός τήν Αδριατική εξαιτίας του ενδιαφέροντος
της Αυστρίας καί της Ιταλίας γιά τή δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού βασιλείου. Οι Βούλγαροι ονειρεύονταν τή μεγάλη
Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου καί επιζητούσαν πάση θυσία περισσότερα εδάφη.
Οι μελλοντικές δυσχέρειες στό επίπεδο των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων είχαν διαφανεί, ευθύς μετά τίς πρώτες νίκες, όταν ο Λάμπρος Κορομηλάς υπέβαλε σχέδιο
διανομής των εδαφών της Τουρκίας: η Κωνσταντινούπολη καί τά Στενά έμεναν κάτω από διεθνές καθεστώς, η περιοχή ανάμεσα στό Νέστο καί στόν Έβρο θά περιέρχοταν
στή Βουλγαρία, η Καβάλα, η Θεσσαλονίκη καί η Αυλώνα στήν Ελλάδα. Η Σόφια ήταν κατηγορηματικά αντίθετη στίς ελληνικές εισηγήσεις καί έχοντας εμπιστοσύνη
στόν πανίσχυρο στρατό της παρέμενε αδιάλλακτη στίς αξιώσεις της, οι οποίες αφορούσαν όχι μόνο ολόκληρη τη Θράκη αλλά καί τή Μακεδονία στό σύνολό της.
Τά προμηνύματα της βουλγαρικής πολιτικής τά είχε ήδη λάβει ή ελληνική κυβέρνηση τό Νοέμβριο του 1912, όταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος ευθύς μετά τή
συνάντησή του μέ τό Σέρβο διάδοχο στό Μοναστήρι, είχε διαμηνύσει στόν πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο:
"Μετά των Σέρβων δέν συγκρουόμεθα ουδαμού, πάντες δέ οι Σέρβοι επιθυμούσι διατήρησιν της συμμαχίας εις τό μέλλον επί προβλέψει
κοινής ημών αντιθέσεως πρός τούς Βουλγάρους."
Μέ τήν εξέλιξη των γεγονότων έτεινε νά ενισχυθεί παράλληλα μέ τήν ελληνοβουλγαρική δυσπιστία καί η δυσπιστία ανάμεσα στή Σόφια καί τό Βελιγράδι.
Στίς 25 Φεβρουαρίου 1913, ο πρίγκηπας Νικόλαος σέ συνάντησή του μέ τό διάδοχο Αλέξανδρο της Σερβίας στή Θεσσαλονίκη, πρότεινε τή δημιουργία ενιαίου
ελληνοσερβικού διπλωματικού μετώπου απέναντι στή Βουλγαρία.
Στίς 22 Απριλίου 1913 ο Κορομηλάς καί ο Σέρβος πρεσβευτής στήν Αθήνα Μπόσκοβιτς υπέγραψαν πρωτόκολλο αμυντικής συμμαχίας, σύμφωνα μέ τό οποίο,
τά δύο μέρη υπόσχονταν αμοιβαία βοήθεια γιά τήν προστασία των κατεχομένων από τά στρατεύματά τους εδαφών καί εντόπιζαν τή δυτική όχθη του Αξιού ως κοινή ακραία
συνοριακή γραμμή. Σέ περίπτωση πού η Βουλγαρία δέν αποδέχοταν τίς προτάσεις τους, οι δύο σύμμαχοι θά κατέφευγαν σέ κοινή στρατιωτική δράση.
Η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α'
O βασιλεύς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδoς βρισκόταν ήδη στή Θεσσαλονίκη από τίς 29 Οκτωβρίου, συνεπαρμένος από τίς εθνικές επιτυχίες καί αποσκοπώντας
νά εμψυχώσει τό ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών. Στις 5 Μαρτίου 1913, έκανε το συνηθισμένο του περίπατο μέχρι το Λευκό Πύργο, συνοδευόμενος μόνο από έναν υπασπιστή,
όταν δέχτηκε επίθεση από έναν ψυχοπαθή, τον Αλέξανδρο Σχινά. Μία μόνο σφαίρα ρίχτηκε από τό περίστροφο του φονιά καί ήταν αρκετή νά θέσει
τέλος στή ζωή του βασιλιά. Σίγουρα τό χέρι του δολοφόνου τό όπλισαν γερμανικές μυστικές υπηρεσίες ή βουλγαρικές μέ σκοπό νά ταραχτεί η πολιτική
ζωή της χώρας, όπως καί έγινε μετά τήν ενθρόνιση του Κωνσταντίνου, δεδομένου ότι ο Γεώργιος υπήρξε ένας σοφός ηγέτης, διαλλακτικός καί πολύ
αγαπητός στό λαό του. Η δολοφονία τάραξε τήν χώρα από άκρη σέ άκρη καί μέ τό άκουσμα της είδησης, όλες οι καμπάνες της χώρας άρχισαν να χτυπούν πένθιμα.
Η ταριχευμένη σωρός αφού εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα μεταφέρθηκε στη βασιλική κατοικία, στο Τατόι.
Ο Γεώργιος είχε γεννηθεί στην Κοπεγχάγη στις 24 Δεκεμβρίου 1845 και ήταν δευτερότοκος γιος του πρίγκιπα και μετέπειτα Βασιλέως της Δανίας Χριστιανού Θ΄
Γλύξμπουργκ. Βασιλιάς των Ελλήνων εκλέχτηκε μετά από ψήφισμα της Β' Εθνοσυνέλευσης στις 18 Μαρτίου του 1863, λίγο μετά την
εκθρόνιση του Οθωνα καί παντρεύτηκε το 1867 τη δούκισσα της Ρωσίας Όλγα Κωνσταντίνοβα.
Φυσικά η έγκριση για την εκλογή του δόθηκε από τις λεγόμενες προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία).
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο ψήφισμα αυτό ο Γεώργιος αποκαλείται "Βασιλεύς των Ελλήνων", κατόπιν προτροπής του ιδίου, και όχι Βασιλεύς της Ελλάδας,
όπως ονομαζόταν ο Όθων. Παρά τις διαμαρτυρίες της Υψηλής Πύλης για την προσηγορία αυτή, που σήμαινε ότι ο Γεώργιος θα ήταν Βασιλιάς όχι μόνο των κατοίκων της
Ελλάδας, αλλά και όλων των Ελλήνων, όπου κι άν βρίσκονταν, η προσωνυμία έμεινε. Στα ξενόγλωσσα κείμενα ο τίτλος ήταν "ROI DES GRECS". Αργότερα
όμως, για να ικανοποιηθεί η Πύλη, έγινε "ROI DES HELLENES".
Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος
Η σύσταση της ελληνοσερβικής συμμαχίας ερχόταν νά επιβεβαιώσει τήν ουσιαστική διάσπαση του βαλκανικού συμμαχικού μετώπου. Ελληνες καί Σέρβοι εμφανίζονταν
αντιμέτωποι μέ τούς Βούλγαρους. Παρόλα αυτά, ο Βενιζέλος δέν ήθελε η Ελλάδα νά αναλάβει σέ καμία περίπτωση επιθετική πρωτοβουλία εναντίον της Βουλγαρίας:
"έπραξα ότι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν διά νά φθάσω εις ειρηνικόν καί επιεική διακανονισμόν των ζητημάτων μετά της Βουλγαρίας..."
Καί ήταν τελικά οι Βούλγαροι (17 Ιουνίου 1913) πού προσέλαβαν τίς ελληνικές καί σερβικές προφυλακές στή Γευγελή καί στή Νιγρίτα.
Ο Β' Βαλκανικός πόλεμος είχε αρχίσει.
Η Ελλάς όμως ήταν έτοιμη. Είχε εθνικό φρόνημα, δέν είχε τά σημερινά φοβικά σύνδρομα καί υπήρχε πολιτική τόλμη. Τόν Ιούνιο του 1913, στή Μακεδονία υπήρχαν
117.861 άνδρες από 8 μεραρχίες πού υποστηρίζονταν από 9 ορειβατικές καί 33 πεδινές πυροβολαρχίες. Η 7η μεραρχία τοποθετήθηκε ανάμεσα στόν κόλπο του
Σταυρού καί στή Βόλβη, έτσι ώστε τό δεξιό της νά υποστηρίζεται από τό στόλο, η 1η ανάμεσα από τίς δύο λίμνες, η 6η από τή λίμνη Λαγκαδά ως τήν αμαξιτή οδό
Σερρών - Θεσσαλονίκης καί η 4η από εκεί μέχρι τόν Γαλλικό ποταμό. Δυτικότερα συγκροτήθηκε τμήμα στρατιάς από τήν 3η καί τήν 4η μεραρχία, πού συγκεντρώνονταν
μεταξύ Γαλλικού καί Λίμνης Αματόβου. Ακόμα πιό δυτικά βρισκόταν η 10η μεραρχία. Η 2η μεραρχία καί η ταξιαρχία ιππικού παρέμεναν στή Θεσσαλονίκη στή διάθεση
του Γενικού Στρατηγείου.
Η επίθεση των Βουλγάρων στή Νιγρίτα ανάγκασε τά ελληνικά τμήματα νά υποχωρήσουν σέ προκαθορισμένες θέσεις αμύνης. Τό μεσημέρι ο αρχιστράτηγος βασιλιάς
Κωνσταντίνος ΙΒ' επέδωσε τελεσίγραφο πρός τό Βούλγαρο φρούραρχο της Θεσσαλονίκης νά αποχωρήσει τήν ίδια μέρα από τήν πόλη μέ ολόκληρη τή φρουρά
αφοπλισμένη. Ο φρούραρχος αγνόησε τό τελεσίγραφο καί τότε μονάδες της 2ης μεραρχίας, ενισχυμένες από τήν Κρητική χωροφυλακή, επιτέθηκαν στούς βουλγαρικούς
στρατώνες. Οι οδομαχίες κράτησαν όλη τή νύκτα καί τήν επομένη τό πρωΐ τό βουλγαρικό απόσπασμα είχε αιχμαλωτισθεί. Οι απώλειές μας ήταν 18 νεκροί καί 17 τραυματίες.
Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος από τή Θεσσαλονίκη πού βρισκόταν, στίς 18 Ιουνίου στίς 11 τό πρωΐ, εξέδωσε γενική διαταγή πρός όλες τίς μεραρχίες καί τήν ταξιαρχία
ιππικού με τήν οποία τονίζοταν ότι ο ελληνικός στρατός θά εγκατέλειπε τήν αμυντική του στάση καί θά ενεργούσε αντεπίθεση. Ακολουθεί διάγγελμα πρός τόν
ελληνικό λαό (20 Ιουνίου 1913):
"Πρός τόν Λαό μου
Συμμαχήσαντες μετά των άλλων χριστιανικών κρατών πρός απελευθέρωσιν πασχόντων αδελφών, ηυτυχήσαμεν νά ίδωμεν τόν κοινόν αγώνα στεφανούμενον υπό της νίκης καί καταλύσαντα τήν τυραννίαν, τά ελληνικά δέ όπλα θριαμβεύοντα κατά ξηράν καί κατά θάλασσαν.
Η ηττηθείσα αυτοκρατορία παρεχώρησεν αδιαιρέτως εις τούς Συμμάχους τό απελευθερωθέν έδαφος. Αλλά ενώ η Ελλάς δικαία, καθώς πάντοτε, συμφώνους έχουσα καί τούς δύο άλλους των συμμάχων ηθέλησεν φιλικήν τήν διανομήν του απελευθερωθέντος εδάφους, άπληστος σύμμαχος, η Βουλγαρία αρνηθείσα πάσαν συνεννόησιν καί διαιτησίαν, επεζήτησε νά σφετερισθή κατά τό πλείστον μόνη αυτή τούς καρπούς της κοινής νίκης...
Ο ελληνικός λαός, εν στενή μετά της Σερβίας καί του Μαυροβουνίου αλληλεγγύη, πεποιθώς επί τήν ιερότητα του σκοπού αναλαμβάνει τά όπλα εις νέον αγώνα υπέρ βωμών καί εστιών. Ο στρατός μου της ξηράς καί της θαλάσσης, ο αναδείξας τήν Ελλάδα μεγαλειτέραν, καλείται νά συνεχίση τούς τετιμημένους αγώνας του καί σώση απελευθερωθέντας εκ της τουρκικής τυραννίας αδελφούς από της απειλουμένης νέας καί δεινοτάτης δουλείας...
Ζήτω η μεγαλυνθείσα Ελλάς! Ζήτω τό Ελληνικόν Έθνος!".
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΒ'
Τό υπουργικόν συμβούλιον
Ε. Βενιζέλος
Λ. Κορομηλάς
Κ. Ρεκτιβάν
Εμμ. Ρεπούλης
Ι. Τσιριμώκος
Αλ. Διομήδης
Ανδρ. Μιχαλακόπουλος
Ν. Στράτος
Μαχη Κιλκίς Λαχανά
Η σπουδαιότητα της μάχης Κιλκίς - Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913) είναι πολύ μεγάλη. Επέτρεψε τήν ενσωμάτωση στόν εθνικό κορμό, των Ελλήνων της Μακεδονίας καί της Θράκης, έπειτα από έξι αιώνες βαρβαρικής κατοχής. Παράλληλα καθιέρωσε τήν Ελλάδα ως έναν από τούς κυριότερους ρυθμιστικούς παράγοντες των βαλκανικών πραγμάτων καί αναίρεσε τήν βουλγαρική άποψη, πού ήταν ιδιαιτέρως προβεβλημένη στήν Ευρώπη καί παρουσίαζε τή Βουλγαρία ως τό ισχυρότερο κράτος της περιοχής καί κύριο μέτοχο των επιτυχιών του βαλκανικού συνασπισμού εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
"Ο μόλις ανελθών εις τόν θρόνον βασιλεύς Κωνσταντίνος αναχωρήσας τάχιστα εις Μακεδονίαν εξέδωσε διάγγελμα πρός τόν ελληνικόν λαόν καί ήρξατο της επιθέσεως. Φοβερά υπήρξεν η ορμή του προελαύνοντος νύν εν τη χώρα ταύτη ελληνικού στρατού. Τό κυριότατον όργανον του πολέμου απετέλουν ουχί πλέον πυροβόλα βαρέα καί εκ παρατάξεως μάχαι, αλλ' αι διά λογχών, ως κατά τούς χρόνους του Μαραθώνος καί των Πλαταιών, σώμα πρός σώμα μεταξύ των εκατέρωθεν στρατών αιχμητικαί μάχαι, ο δέ ελληνικός στρατός διά των λογχών αυτού επετέλεσε θαύματα ανδρείας."
ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΡΟΛΙΔΗΣ
Τίς παραμονές της μάχης ο ελληνικός στρατός είχε παραταχθεί από τήν Μποέμιτσα (Αξιούπολη) μέχρι τόν Στρυμονικό κόλπο,
σχηματίζοντας ένα τεράστιο τόξο 90 χιλιομέτρων. Στό μέσο της παράταξης είχαν τοποθετηθεί η 2η, 4η, 5η
καί 3η μεραρχία, πού θά ενεργούσαν επίθεση στόν τομέα του Κιλκίς (αρχαία Κιρκίνη), ενώ ανατολικότερα η 6η καί 1η μεραρχία θά κινούνταν πρός τόν τομέα του
Λαχανά. Η 7η μεραρχία, στό δεξιό άκρο, θά προήλαυνε πρός τή Νιγρίτα, ενω η 10η μεραρχία, στό αριστερό άκρο, θά περνούσε τόν Αξιό
καί θά επιτίθονταν στά υψώματα τού Καλλινόβου.
Τό πρωί της 19ης Ιουνίου άρχισε γενική προέλαση του ελληνικού στρατού, σύμφωνα μέ
τίς διαταγές, πού είχαν δοθεί την προηγουμένη. Κατά τή διάρκεια της πρώτης αυτής ημέρας
της μάχης οι 4 κεντρικές μεραρχίες πολεμώντας πεισματικά κέρδισαν βήμα πρός βήμα όλη τήν
περιοχή νοτίως του Κιλκίς καί εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής καί του ποταμού
Γαλλικού, φτάνοντας σέ απόσταση 5 χιλιομέτρων από τήν πόλη. Ειδικότερα, η 2η μεραρχία
προχώρησε, όπως είχε διαταχθεί, πρός βορρά, μέχρι τή στιγμή πού τό πρώτο της σύνταγμα
δέχθηκε πυρά από βουλγαρικές δυνάμεις, πού κατείχαν τά υψώματα γύρω από τό χωριό
Μάνδρες. Τελικά, μέ τήν ενίσχυση καί του 7ου συντάγματος επιτέθηκε μέ τή λόγχη καί
απώθησε τόν εχθρό στίς 3:30 τό απόγευμα. Παράλληλα, η 4η καί η 5η μεραρχία προχώρησαν
δεχόμενες τά ισχυρά πυρά του εχθρικού πυροβολικού, τό οποίο ηταν ταγμένο στά υψώματα
βορείως της Ξυλοκερατιάς. Γιά πολλή ώρα καθηλώθηκαν στό ύψος της σιδηροδρομικής γραμμής, μέ
αποτέλεσμα νά υποστούν βαρύτατες απώλειες, μέχρι νά καταληφθούν μέ τή λόγχη τά πρώτα
βουλγαρικά χαρακώματα. Εν τω μεταξύ η 3η μεραρχία επιτέθηκε εναντίον των Βουλγάρων,
πού κατείχαν τά υψώματα Ανω Αποστόλων καί Γυναικοκάστρου καί τούς έτρεψε σέ φυγή,
καταλαμβάνοντας τό χωριό Πέρινθος καί Ξυλοκερατιά. Τέλος, η 10η μεραρχία διέβη τόν Αξιό
στό ύψος της Αξιούπολης καί, μετά απο σκληρή μάχη στήν αριστερή όχθη, απώθησε τόν
εχθρό. Τό τέλος της πρώτης αυτής ημέρας βρήκε τόν εχθρό συρρικνωμένο στά υψώματα γύρω από τό Κιλκίς.
Τό γεγονός ότι οι ελληνικές μεραρχίες του κέντρου του μετώπου ήρθαν τόσο σύντομα σέ επαφή μέ τά εχθρικά στρατεύματα δηλώνει τήν πρόθεση των Βουλγάρων
γιά αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον της Θεσσαλονίκης, πρόθεση που επιβεβαιώθηκε καί από πληροφορία Βούλγαρου αιχμαλώτου.
Η μάχη συνεχίστηκε σφοδρή καί τήν επομένη, 20 Ιουνίου 1913. Συγκεκριμένα, η 2η
μεραρχία προχώρησε καί έφτασε σέ θέση εξορμήσεως πρός τήν πόλη του Κιλκίς, στά υψώματα
νότια της Ποταμιάς, χωρίς νά συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση. Η 4η μεραρχία, πού ήταν πιό
προωθημένη από τίς άλλες, ξεκίνησε στίς 9:30 τό πρωί καί μέχρι τό μεσημέρι είχε καταλάβει τά
υψώματα ανατολικά του Σαρηγκιόλ (Κρήστωνα), αλλά κατά τίς 5:00 τό απόγευμα
ακινητοποιήθηκε μπροστά από τό Κιλκίς σέ απόσταση 1000 μέτρων από τά πρώτα εχθρικά
χαρακώματα. Ανατολικότερα, η 5η μεραρχία προήλασε πρός τό σιδηροδρομικό σταθμό του
Σαρηγκιόλ, όπου όμως κατά τίς 3:00 τό απόγευμα καθηλώθηκε από τά εχθρικά πυρά, παρά
τήν κάλυψη του ελληνικού πυροβολικού. Τέλος, έφτασε, καταδιώκοντας μεμονωμένα
βουλγαρικά τμήματα στά υψώματα Αρμουτζή, όπου καί διανυκτέρευσε.
Όπως αποδείχθηκε καί εκ των υστέρων, οι Βούλγαροι είχαν οχυρώσει τήν κύρια
αμυντική τους γραμμή μπροστά από τό Κιλκίς μέ ένα πραγματικό δάσος ορυγμάτων,
ενισχυμένων από πολυβολεία, πού στό κεντρικό τμήμα έφταναν σέ βάθος μέχρι καί 6 χιλιόμετρα.
Ετσι, προκειμένου νά επιτευχθεί η κατάληψη της γραμμής αυτής μέ όσο τό δυνατόν λιγότερες
απώλειες, αποφασίστηκε νά εκτελέσει η 2η μεραρχία πλευρικό νυχτερινό αιφνιδιασμό.
Σύμφωνα μέ αυτό τό σχέδιο, τό 1ο καί 7ο σύνταγμα της 2ης μεραρχίας πέρασαν τό Γαλλικό
ποταμό καί στίς 3:30 πλησίαζαν τά εχθρικά χαρακώματα. Οι κινήσεις τους έγιναν αντιληπτές
από τούς Βουλγάρους, πού νόμισαν ότι πρόκειται γιά γενική νυχτερινή επίθεση. Ακολούθησε
ανταλλαγή πυρων του πυροβολικού γιά μία ώρα περίπου. Στό μεταξύ, στίς 4:10 περίπου τά
δύο συντάγματα κατέλαβαν τήν πρώτη εχθρική γραμμή, στίς 5:00 τή δεύτερη καί έπειτα από
σκληρή, σώμα μέ σώμα, μάχη κατέλαβαν, κατά τίς 10:00 τό πρωΐ τήν τρίτη καί πιό ισχυρή θέση.
Μέ τήν ανατολή της τρίτης καί τελευταίας ημέρας της μάχης, επιτέθηκαν καί οι
υπόλοιπες μεραρχίες (4η, 5η καί 3η) εναντίον των απέναντί τους εχθρών. Μέ αυτοθυσία καί
μεγάλες απώλειες προχώρησαν καταλαμβάνοντας τά εχθρικά χαρακώματα καί φτάνοντας στίς
11:00 στίς παρυφές του Κιλκίς. Τήν ίδια ώρα περίπου οι Βούλγαροι υποχώρησαν σέ όλο τό
μήκος του μετώπου καί, έπειτα από διαταγή του Κωνσταντίνου, ο ελληνικός στρατός εκτέλεσε
καταδίωξη. Παράλληλα, η 10η μεραρχία στό αριστερό άκρο της παράταξης διέθεσε όλες τίς
δυνάμεις της γιά τήν κατάληψη του Καλλινόβου, στόχος πού επιτεύχθηκε τίς πρώτες απογευματινές ώρες. Οι συνολικές απώλειες των τεσσάρων μεραρχιών
στήν τριήμερη μάχη ανήλθαν σέ 5.662 νεκρούς καί τραυματίες.
"Αγαπημένη μου γυναικούλα,
Εις την εναντίον των Τούρκων εκστρατείαν σου έγραφα από Τουρκικά χωριά. Τώρα εις την εναντίον των Βουλγάρων σου γράφω από Βουλγαρικά. Σου έγραψα και προχθές αγάπη μου αμέσως μετά την μάχην του Κιλκίς μετά τον θρίαμβον αυτόν. Το Κιλκίς ήτο φωλέα και η ιερά πόλις των Βουλγάρων και των Κομιτατζήδων. Πατρίς δε και του Δάνεφ. Μετά την μάχην την επυρπόλησαν. το θέαμα ήτο μεγαλοπρεπέστατον, έκαιε επί δύο ημέρας.
Οι κάτοικοι όλοι Βούλγαροι είχον φύγει από πριν. Ο στρατός μας, αγάπη μου προελαύνει διαρκώς en gallopant, καταδιώκων τους θρασυδείλους Βουλγάρους οι οποίοι φεύγουν σαν λαγοί οι αχρείοι. δεν μπορούμε να τους φθάσωμε στα πόδια αλλά πού θα πάνε; Κάπου θα σταματήσουν.
Σε έχω διαρκώς κοντά μου μαζή με τα αγαπημένα μας παιδάκια. Σε ποθώ, αλλά η νίκη με παρηγορεί και με ανακουφίζει διότι συντομεύει και τον χρόνον του χωρισμού μας. Υποθέτω να μη διαρκέση ο πόλεμος περισσότερον από 15 ημέρας."
Επιστολή του Ιπποκράτη Παπαβασιλείου στη σύζυγό του, Αλεξάνδρα
Στό ανατολικό θέατρο των επιχειρήσεων στήν περιοχή Λαχανά, οι μάχες διεξήχθησαν σώμα μέ σώμα. Τό βράδυ της 19ης Ιουνίου η 6η μεραρχία έφθασε στό ύψωμα Γερμανικό
καί η 1η μεραρχία στό χωριό Όσσα. Τό επόμενο πρωΐ άρχισε γενική επίθεση των ελληνικών τμημάτων. Οι απώλειες από τά φονικά πυρά των Βουλγάρων ήταν μεγάλες
καί οι Ελληνες στρατιώτες καθηλώθηκαν στίς θέσεις τους. Στίς 21 Ιουνίου όμως όταν αναγγέλθηκε η νίκη στό Κιλκίς, οι Βούλγαροι υποχώρησαν άτακτα, αφήνοντας
στό πεδίο της μάχης 16 πυροβόλα. Οι Ελληνες τούς καταδίωξαν μέ τή λόγχη καί συνέλαβαν 500 αιχμαλώτους.
Οι συνολικές απώλειες των δύο μεραρχιών στήν μάχη του Λαχανά ανήλθαν σέ 2.701 νεκρούς καί τραυματίες.
Στήν πόλη του Κιλκίς (Κουκούς στά βουλγαρικά) έμεναν μόνο Βούλγαροι καί ο ελληνικός στρατός κατηγορείται ότι αφού έδιωξε όλους τούς κατοίκους τήν έκαψε ολοσχερώς.
Επίσης, οι Βούλγαροι κατηγορούν τούς Ελληνες στρατιώτες γιά βιαιότητες καί εγκλήματα σέ βουλγαρικά χωριά. Στό μεταξύ η 7η μεραρχία, στό δεξιό άκρο του μετώπου,
κατελάμβανε τή Νιγρίτα (20-6-1913) πού είχε πυρποληθεί από τούς κομιτατζήδες. Όσοι από τούς αμάχους είχαν μείνει στήν πόλη είχαν κατακρεουργηθεί.
Η μάχη της Δοϊράνης (22 καί 23 Ιουνίου 1913)
Η βουλγαρική στρατιά υποχωρώντας από τό Κιλκίς κατέφυγε στήν περιοχή Δοϊράνης - Γευγελής καί οργάνωσε αμυντική τοποθεσία στά υψώματα νότια από τή Δοϊράνη
πάνω από τό χωριό Βλαντάγια. Τό ελληνικό Γενικό Στρατηγείο, μετά τή διπλή νίκη της 21ης Ιουνίου, έθεσε σάν άμεσο σκοπό τήν όσο τό δυνατό ταχύτερη εκκαθάριση
όλης της περιοχής δυτικά του Στρυμόνα καί νότια του Μπέλες από τίς εχθρικές δυνάμεις καί τήν απώθησή τους πρός τά βορειοανατολικά, ώστε νά επιτευχθεί επαφή μέ τούς Σέρβους.
Στό αριστερό του ελληνικού στρατού βάδιζαν η 6η καί η 10η μεραρχία μέ κατεύθυνση τή Δοϊράνη. Τό πρωΐ της 22ας Ιουνίου οι εμπροσθοφυλακές τους έφθασαν αντίστοιχα
στή Χέρσοβα καί τό Γενήκιοϊ (Ελευθεροχώρι) καί δέχτηκαν εχθρικά πυρά από τά υψώματα της λίμνης. Τό 4ο σύνταγμα ευζώνων της 10ης μεραρχίας επιτέθηκε τό μεσημέρι
καί απώθησε τίς εχθρικές προφυλακές από τό χωριό Βλαντάγια, ενώ η υπόλοιπη μεραρχία καλύφτηκε κοντά στό σιδηροδρομικό σταθμό Καλινδρίας.
Τό πρωΐ της 23ης Ιουνίου ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε συντονισμένη επίθεση μέ όλες του τίς δυνάμεις. Οι εύζωνοι κατέλαβαν μέ τή λόγχη τόν σιδηροδρομικό
σταθμό της Δοϊράνης. Οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν τήν υπερφαλάγγιση στό αριστερό τους καί εγκατέλειψαν τίς θέσεις πάνω στά υψώματα, υποχωρώντας πρός τά βόρεια,
αφού απήγαγαν ως ομήρους τόν Μητροπολίτη καί 30 προκρίτους της πόλης. Η μάχη της Δοϊράνης κόστισε στίς δύο μεραρχίες περίπου 1000 νεκρούς καί τραυματίες.
Κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας καί της δυτικής Θράκης
Μετά από τήν συντριβή των εχθρικών δυνάμεων, στόχος του Γενικού Στρατηγείου ήταν η εκκαθάριση της περιοχής μεταξύ Στρυμόνα καί Μπέλες, ενώ η
7η μεραρχία θά παρέμενε ως εφεδρεία στή δυτική όχθη του εν λόγω ποταμού. Εν τω μεταξύ ο ελληνικός στόλος εκτελούσε παραπειστική ναυτική επίδειξη μπροστά από τήν
Καβάλα, ολόκληρη τήν 24η Ιουνίου 1913, μέ αδειανά μεταγωγικά πλοία. Αυτή η κίνηση δημιούργησε τήν εντύπωση στούς Βούλγαρους ότι οι ελληνικές μεραρχίες της Ηπείρου
είχαν έρθει ως ενισχύσεις καί αποβιβάζονταν ανατολικά της Καβάλας, στήν Κεραμωτή, απέναντι από τή Θάσο. Ετσι στίς 25 Ιουνίου εκκένωσαν τήν Καβάλα, γιά
νά τήν καταλάβει αναίμακτα ο στόλος μας μέ τά αντιτορπιλλικά "Δόξα", "Πάνθηρ" καί "Ιέραξ".
Στό μεταξύ τό δεξιό του ελληνικού στρατού συνέχιζε τίς εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις. Επικεφαλής ήταν
ο αντιστράτηγος Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκης από τά Σφακιά.
Τό βράδυ της 25ης Ιουνίου η 1η μεραρχία είχε φτάσει στό Τουρτσελή (Θρακικό)
καί η 6η στόν Τζουμά Μαχαλά (Λειβάδια). Υπήρχαν πληροφορίες γιά σημαντικές βουλγαρικές δυνάμεις στά υψώματα της Βετρίνας καί στήν ανατολική όχθη του
Στρυμόνα μπροστά από τό Σιδηρόκαστρο (Δεμίρ Ισσάρ). Επειτα από σκληρές μάχες τριών ημερών τό 1ο σύνταγμα ευζώνων
κατέλαβε το Νέο Πετρίτσι. Οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού έσπευσαν με άκρατο ενθουσιασμό και δάκρυα στα μάτια να
υποδεχθούν και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των κουρασμένων ευζώνων, επικεφαλής των οποίων υπήρξε ο μετέπειτα στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης.
Τα υψώματα πάνω απ το χωριό, ήταν καλά οχυρωμένα από τους Βουλγάρους. Εκεί είχαν τοποθετηθεί τα 4 τοπομαχικά πυροβόλα, που δυσκόλευαν στο έπακρο τις κινήσεις
των ελληνικών τμημάτων, γύρω από το χωριό. Χρειάστηκε λοιπόν μια νέα προσπάθεια για την κατάληψη και την εκδίωξη του εχθρού. Το πρωί της 27ης Ιουνίου 1913,
ο λόχος ευζώνων, με επικεφαλής τον λοχαγό Γεώργιο Παπαδόπουλο, κινήθηκε προς γενική επίθεση, σώμα με σώμα με τον εχθρό. Ο γενναίος λοχαγός, με το περίστροφο
στο χέρι και οδηγώντας τους άνδρες τους στα εχθρικά οχυρά, έπεσε νεκρός από βουλγαρικό βόλι. Οι εύζωνοι όμως δεν πτοήθηκαν. Προχώρησαν ακάθεκτοι και με την
χαρακτηριστική ιαχή «Αέρα» κατέλαβαν τα 4 πυροβόλα, εκτοπίζοντας τους εναπομείναντες Βουλγάρους, που τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τον Στρυμόνα.
Η περιοχή από το Νέο Πετρίτσι, μέχρι τη γέφυρα του Στρυμόνα κατακλύστηκε από πανικόβλητους Βουλγάρους, που προσπαθούσαν να περάσουν τα στενά του Ρούπελ,
ενώ η 6η μεραρχία καταλάμβανε τό Δεμίρ Χισάρ (Σιδηρόκαστρο). Εκεί βρέθηκαν τά πτώματα του μητροπολίτη καί 100 προκρίτων πού είχαν σφαγεί από τούς Βουλγαρους.
Ο μέραρχος της έκτης Μεραρχίας Νικόλαος Δελαγραμμάτικας απέστειλε τό ακόλουθο τηλεγράφημα στο Στρατηλάτη Κωνσταντίνο:
«Ο Βούλγαρος λοχαγός της χωροφυλακής Μίκτα Μίλεγκώφ με την υπόδειξη τριών βουλγαρόφωνων κατοίκων συνέλαβε το Μητροπολίτη Κωνσταντίνο, τον ιερέα Παπασταύρο, τον προύχοντα Θωμά Παπαζαχαρίου και πλέον των εκατό άλλων ομογενών, του οποίους έκλεισε στον περίβολο της βουλγαρικής Σχολής. Όλους αυτούς τη νύχτα της 25ης προς 26 τρέχοντος μηνός (1913) Βούλγαροι στρατιώτες και χωροφύλακες τους σκότωσαν.
Αγγάρεψαν, μάλιστα, Τούρκους χωρικούς και τους έθαψαν στον περίβολο της Σχολής, έξω από τον ανατολικό μαντρότοιχο αυτής. Ο αξιωματικός του επιτελείου μου διέταξε την εκταφή αυτών για να βεβαιωθεί για το αποτρόπαιο γεγονός. Πράγματι, σε βάθος πλέον των δύο μέτρων βρέθηκαν μαζεμένα τα πτώματα αυτών που έσφαξαν. Εκτός από τις σφαγές, αξιωματικοί αλλά και στρατιώτες του βουλγαρικού στρατού βίασαν πολλές παρθένους. Μία, μάλιστα, από αυτές, ονομαζόμενη Αγαθή Θωμά, κόρη κηπουρού, αντιστάθηκε και την έσφαξαν».
Ο επικεφαλής της ύλης του ιππικού ανθυπολοχαγός Ιωαννίδης πού ελευθέρωσε τό Σιδηρόκαστρο ύψωσε τήν γαλανόλευκη στό βυζαντινό κάστρο της πόλης.
Οι συνολικές απώλειες από τή μάχη της Βετρίνας ανήλθαν σέ 39 νεκρούς καί 209 τραυματίες.
Στίς 28 Ιουνίου 1913, η 7η μεραρχία υπό τάς διαταγάς του αντιστράτηγου Ναπολέοντος Σωτήλη, πέρασε τίς γέφυρες Στρυμονικού καί Κουμαριάς καί απελευθέρωσε
τίς Σέρρες. Η εικόνα που αντίκρυσε ήταν τρομερή. Οι Βούλγαροι, πριν την αναχώρησή τους έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Κυρίως τη
μεγάλη ελληνική συνοικία και την ελληνική αγορά. Ο Μέραρχος έστειλε τηλεγράφημα στο στρατιωτικό επιτελείο στη Δοϊράνη ζητώντας επειγόντως βοήθεια:
«Η πόλη των Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει τουρκικής και εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πλήθος γυναικοπαίδων ευρέθησαν
φονευμένα ή απηνθρακωμένα εντός των οικιών. Πόλις στερείται εντελώς άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληθώσι μέτρα συντόμως προς διατροφήν πληθυσμού. Αστεγοι
υπερβαίνουσι 20 χιλιάδας.»
Στίς 30 Ιουνίου 1913, τό 21ο σύνταγμα υπό τήν ηγεσία του Συνταγματάρχη Νικολάου Μιχαλόπουλου Αρκαδινού, έλαβε διαταγή νά κατευθυνθεί πρός τή Δράμα
καί τό ίδιο βράδυ έφθασε μέχρι τό σιδηροδρομικό σταθμό Αγγίστης. Τήν επομένη, 1η Ιουλίου, συνέχισε τήν πορεία του καί αφού έδωσε σκληρή μάχη μέ τούς
κομιτατζήδες κοντά στήν Αλιστράτη, έφθασε στή Δράμα καί τήν απελευθέρωσε έπειτα από 500 χρόνια βαρβαρικής κατοχής καί δουλείας. Ιδού πώς περιγράφει
τόν πανηγυρισμό για την απελευθέρωση της Δράμας από τον ελληνικό στρατό ο τότε Μητροπολίτης Αγαθάγγελος:
««Χαράς ευαγγέλια! Ελευθερία και Ελευθέρια εορτάζομεν από της 4 μ.μ. έν τη Δράμα. Αναπνέομεν! Ζώμεν! Κινούμεθα! Ο ελληνικός μας στρατός νικητής και τροπαιούχος
είσήλθεν είς την Δράμαν. Χαρά! Αγαλλίασις, άσματα! Ελευθερία!»
Καί βέβαια χάρις στίς φροντίδες της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατάφεραν οι ραγιάδες νά κρατήσουν τήν ρωμέϊκη ψυχή καί τήν ελληνικότητά τους στό διάβα των αιώνων
καί στό διάβα των αλλοφύλων.
«Τιτάνια η συμβολή του Χρυσόστομου Καλαφάτη, του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Δράμας - Σμύρνης, ο οποίος ερχόμενος στη Δράμα, σε ένα χώρο δεινώς και ανηλεώς πυρακτούμενο από ανθέλληνες, ζήτησε εν γνώσει του το σταυρό του μαρτυρίου. Καθιστάμενος από νωρίς στόχος απροσπέλαστος των κατακτητών, απομακρύνθηκε βίαια από το προσφιλές ποίμνιο του! Αλλά η Θεία Πρόνοια, η περιβάλλουσα με ιδιαίτερη στοργή το Γένος των Ελλήνων, μερίμνησε κατά τρόπο εύστοχο και σοφό για τη διαδοχή του.
Στις 13 Μαρτίου 1910, δύο ημέρες μετά την απομάκρυνση του Χρυσόστομου Καλαφάτη από τη Μητρόπολη της Δράμας, φθάνει ο Αγαθάγγελος, η έλευση του οποίου υπήρξε για τον ίδιο νέα πυρακτωμένη κάμινος, αλλά ευεργετική για το ποίμνιο του, το οποίο δοκιμαζόμενο σκληρά ουδέποτε ξέχασε τη ιστορία του».
Ο Μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος
Στην κωμόπολη του Δοξάτου, στα νοτιοανατολικά της Δράμας, οι Βούλγαροι κατά την υποχώρησή τους, στις 30 Ιουνίου, διέπραξαν μεγάλης εκτάσεως
βανδαλισμούς, την πυρπόλησαν και έσφαξαν περισσότερους από 3.000 κατοίκους της, μεταξύ των οποίων πολλούς ιερείς, γυναίκες και παιδιά.
Στίς 9 Ιουλίου, η 7η μεραρχία αφού συγκρούστηκε μέ βουλγαρικά τμήματα κοντά στό Ντεντελέρ (Καπνόφυτο) έφτασε στό Παρανέστιο. Στίς 11 Ιουλίου κατέλαβε τή
Χρυσούπολη καί στίς 12 Ιουλίου 1913 τήν Ξάνθη. Ταυτόχρονα ο στόλος μας καταλάμβανε τό
Πόρτο Λάγος, τή Μαρώνεια καί τό Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη).
Ας δούμε πως περιγράφει την όλη επιχείρηση ο ιδιαίτερος ανταποκριτής της εφημερίδος «ΣΚΡΙΠ» στο φύλλο της 20-7-1913:
«Δεδεαγάτς. 13 Ιουλίου 1913. Πεντήκοντα ώραι παρήλθον από της φυγής των απαισίων Βουλγάρων και εν τούτοις δεν δυνάμεθα έτι να συνελθωμεν εκ του τρόμου και της συντριβής. Τοιαύτη ήτο η δημιουργηθείσα εκ της Βουλγαρικής κατοχής ψυχολογική των κατοίκων Δεδεαγατς κατάστασις, ώστε και μετά την φυγήν των Βουλγάρων και την εμφάνισιν του πρώτου πλοίου του στόλου μας του παραβιάσαντος την ζώνην των τορπιλλών και εμφανισθέντος πρό του λιμένος μας, του «Ιέρακος» ουδέ μία φωνή έσχε την δύναμιν να ζητωκραυγάση εκδηλούσα τον ενδόμυχον ενθουσιασμόν του Ελληνικού Δεδεαγατς...
Τα βλέμματα ημών την παραμονήν της εκκενώσεως εστρέφοντο μετ' ελπίδων προς το Ελληνικόν ανιχνευτικόν του στόλου όπερ επί πολλάς ημέρας περιεπόλει είς απόστασιν 5 μιλλίων από Δεδεαγατς, είς Μάκρην καραδοκούν, την στιγμήν όπως σπεύση είς βοήθειαν ημών. Αποκεκλεισμένοι παντελώς πρό μηνός, εγκεκλεισμένοι διαταγή των Βουλγάρων είς τας οικίας μας, εστερημένοι του Μητροπολίτου μας όν είχον φυλακίσει, εξηρχόμεθα μόνον οσάκις οδηγούμενοι παρα των στρατιωτών Βουλγάρων είς τον περίβολον της Μητροπόλεως, ως πρόβατα επί σφαγήν, ενεκλειόμεθα εκεί όπως υποστώμεν τας ληστρικάς αυτών επιθέσεις. Οσοι επλήρωναν αφίνοντο προσωρινώς ελεύθεροι, οι άλλο εφυλακίζοντο. Ούτως ολίγας ημέρας πρό της εκκενώσεως συνέλεξαν παρά των πτωχών κατοίκων περί τας 1000 λίρας. Αλλά το χείριστον πάντων είναι, ότι, οι μέχρι της χθές εκθειαζόμενοι και θαυμαζόμενοι υπό της Ευρώπης επί πολιτισμώ Βούλγαροι στρατιώται λαμβάνοντες το παράδειγμα από τους αξιωματικούς των προέβησαν εις βιασμούς κατά κορασίδων, ιδίως Μουσουλμανίδων, από ηλικίας επτά ετών και άνω. Ταύτα πάντα γνωρίζουσι καταλεπτώς οι Πρόξενοι οίτινες, ως πληροφορούμεθα, τα εξέθηκαν εις τους αξιωματικούς του στόλου.
Εκ Δεδεαγατς παρέλαβεν 240 προκρίτους Ελληνας και 90 εκ Μάκρης όπου και μεταξύ άλλων έσφαξαν τον Θ. Παναγιώτου και Αποστ. Αντωνίου εβδομηκοντούτην γέροντα, αφού προυγουμένως είδε φρικώδη όργια εις βάρος των μελών της οικογενείας του. Πάντα τα πλοιάρια πρό πολλού είχον εγκλείσει εν τω λιμενίσκω φράξαντες το στόμιον αυτού, τα δε επί της ακτής άλλα επυρπόλησαν και άλλα ετρύπησαν.
Διό και αποφασιστικοί τινές λεμβούχοι ηναγκάσθησαν διά των χειρών να μεταφέρωσι ύπερθεν των εν τω λιμενίσκω βυθισμένων πλοίων λέμβον τινά και να σπεύσωσι προς συνάντησιν του Ελληνικού ανιχνευτικού όπερ ειδοποιηθέν περί των διατρεχόντων έσπευσεν αψηφήσαν τον εκ των τορπιλών κίνδυνον να καταπλεύση πρό της πόλεως. Τούτο ήτο ο «Ιέραξ» ούτινος ο κυβερνήτης του αντιπλοίαρχος Αλέξανδρος Κριεζής απεβιβάσθη αμέσως όπως συνεννοηθή μετά των Προξένων και του Μητροπολίτου διά την σύστασιν πολιτοφυλακής, την κατάσβεσιν της πυρκαιάς και των ληπτέων μέτρων διά την ασφάλειαν της πόλεως.
Την 3ην μ. μ. εξήλθε του «Ιέρακος» ο ύπαρχος αυτού υποπλοίαρχος κ. Π. Αργυρόπουλος όστις συνεννοήθη μετά του Μητροπολίτου και των Προξένων διά την λήψιν συμπληρωματικών ασφαλείας μέτρων μέχρι τής αφίξεως τού επιλοίπου στόλου. Την 6ην μ. μ. κατέπλευσαν τα θωρηκτά «Σπέτσαι» και «Ύδρα» τα αντιτορπιλλικά «Ασπίς» και «Θύελλα» μετα μίαν δε ώραν κατέπλευσεν ο «Αβέρωφ». Πάντα τα πλοία ηκολούθησαν την ακτήν του Αίνου συμφώνως προς τας υποδείξεις του κυβερνήτου του «Ιέρακος».
Οι ελληνικές μεραρχίες του κέντρου καί του αριστερού κινήθηκαν στίς 24 Ιουνίου 1913 πρός τά βορειοανατολικά μέ κατεύθυνση τήν κοιλάδα της Στρωμνίτσας πού
τή χώριζε από τήν περιοχή της Δοϊράνης τό βουνό Μπέλες. Έτσι η 2η μεραρχία ξεκίνησε από τό Σνέφτσε (Κεντρικό) καί έφθασε τό βράδυ στίς νότιες προσβάσεις του
Μπέλες (Κερκίνη) μαζί μέ τήν 4η μεραρχία, ενώ η 3η καί 5η μεραρχία βάδισαν παράλληλα μέ άξονα τόν αμαξιτό δρόμο Δοϊράνης - Στρωμνίτσας.
Μετά από σκληρές μάχες στίς πλαγιές του όρους, τή νύχτα της 25ης πρός 26η Ιουνίου οι Βούλγαροι υποχώρησαν από όλες τίς θέσεις τους πάνω στό Μπέλες.
Μόλις η υποχώρησή τους έγινε αντιληπτή, τό Γενικό Στρατηγείο διέταξε τίς μεραρχίες του κέντρου νά κατέβουν από τό βουνό καί νά καταλάβουν τήν κοιλάδα της Στρωμνίτσας.
Αμέσως η 4η μεραρχία καταδίωξε τούς υποχωρούντες αντιπάλους καί αποκόμισε 6 εχθρικά πυροβόλα, ενώ τό 23ο σύνταγμα της 5ης μεραρχίας μάζί μέ τήν ημιλαρχία
ιππικού της 3ης μεραρχίας μπήκαν στίς 11 τό πρωΐ στήν πόλη της Στρωμνίτσας, χωρίς νά συναντήσουν αντίσταση. Τέλος τό βράδυ της 26ης Ιουνίου,
η 10η μεραρχία έφθασε στό Πόπτσεβο καί η ταξιαρχία ιππικού στό Χατζή - Μπεϊλίκ.
Μετά τήν κατάληψη της Στρώμνιτσας στά δυτικά καί του Σιδηρόκαστρου στά ανατολικά, η 7η μεραρχία πού εκινείτο ανατολικά θά προχωρούσε πρός τό Νευροκόπι,
οι μεραρχίες του κέντρου θά ακολουθούσαν τήν κοιλάδα του Στρυμόνα ποταμού πρός τίς πηγές του, ενώ οι μεραρχίες του αριστερού (3η, 10η) θά βάδιζαν πρός τό
Πέτσεβο καί από εκεί πρός τήν Τζουμαγιά. Στίς 28 Ιουνίου 1913 η 6η μεραρχία κατέλαβε τό Ρούπελ καί η ταξιαρχία ιππικού τό Πετρίτσι.
Ο ελληνικός στρατός κατελάμβανε τό ένα χωριό μετά τό άλλο, καταδιώκοντας κατά πόδας καί μέ τήν ιαχή "ΑΕΡΑ", τήν πάλαι ποτέ πανίσχυρη στρατιωτική βουλγαρική μηχανή.
Ακολούθησαν αιματηρές μάχες στά στενά της Κρέσνας, στό Σιμιτλή καί στή Τζουμαγιά, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι τίς 18 Ιουλίου 1913. Οι Βούλγαροι εξουθενώμενοι
καί διαρκώς υποχωρούντες μέσα στό έδαφός τους ζήτησαν ανακωχή. Ηδη σέ όλα τά μέτωπα είχαν ήττες καί μόνο ήττες. Οι Σέρβοι προέλαυναν, όπως καί οι Τούρκοι
πού κατέλαβαν τήν Αδριανούπολη καί τίς Σαράντα Εκκλησιές, ενώ οι Ρουμάνοι διά περιπάτου έφθαναν μέχρι καί τή Σόφια.
«Στις 12 Ιουλίου 1913 η VIη Μεραρχία, συμμετέχοντας με άλλες δυνάμεις στην μάχη της Κρέσνας, ανέλαβε από το Γενικό Στρατηγείο την αποστολή να ωθήσει το αριστερό της προς Ουράνοβο για να κυκλώσει το άκρο της αμυνόμενης βουλγαρικής παράταξης. Σύντομα, με τον τρόπο που εξελίχθηκαν οι μάχες, τον ρόλο εμπροσθοφυλακής ανέλαβε το 9ο Τάγμα Ευζώνων του Βελισσαρίου. Κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του υψώματος 1378, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί αμυντικά οι βουλγαρικές δυνάμεις, ο Βελισσαρίου και οι άνδρες του αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση, ενώ οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ήταν μεγάλες.
Στην πιο κρίση στιγμή της μάχης (και αφού προηγουμένως είχε πολεμήσει με πέτρες και βράχους τους Βουλγάρους, λόγω έλλειψης πυρομαχικών) ο Βελισσαρίου σηκώθηκε όρθιος και κραδαίνοντας το περίστροφό του φώναξε ώστε να ακουστεί από όλους: «Όποιος θέλει την νίκη ή αλλιώς τον θάνατο ας με ακολουθήσει» και πρώτος άρχισε να τρέχει προς τον εχθρό. Πίσω του, συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό του διοικητή τους, όρμησαν οι εύζωνοί του. Το θεριστικό πυρ των εχθρικών πολυβόλων προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο τάγμα, το οποίο όμως συνέχιζε να πολεμά. Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Βελισσαρίου τραυματισμένος έπεσε στο έδαφος. Σύντομα μεταφέρθηκε σε κάποιο ορεινό χειρουργείο, στο οποίο άφησε την τελευταία του πνοή.» Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία
Η συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913)
Η συντριβή του μέχρι τότε πανίσχυρου βουλγαρικού στρατού από τά πλήγματα των ελληνικών καί σερβικών στρατευμάτων, σέ συνδυασμό μέ τήν πολεμική
ανάμειξη της Ρουμανίας καί της Τουρκίας, ήταν επόμενο νά προκαλέσει τή διπλωματική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Ρώσοι πρότειναν τήν άμεση κατάπαυση
του πυρός, κάτι πού έβρισκε αντίθετο τόν βασιλιά, ο οποίος επιδίωκε τήν ταπείνωση της Βουλγαρίας, ειδικά μετά από τίς ωμότητες πού διέπραξαν οι κομιτατζίδες στά
ελληνικά χωριά. Στίς 17 Ιουλίου 1913 άρχισαν οι εργασίες της συνδιασκέψεως του Βουκουρεστίου, μέ τή Βουλγαρία νά έχει τήν κάλυψη της Ρωσίας καί της Αυστρίας,
στήν απαίτησή της γιά έξοδο πρός τό Αιγαίο μέσω του λιμένος της Καβάλας. Τελικά χάρις στήν στήριξη της Γαλλίας καί του Γερμανού αυτοκράτορα
Γουλιέλμου Β', η Καβάλα παραχωρήθηκε στήν Ελλάδα.
Στίς 28 Ιουλίου 1913 υπογράφηκε οριστικά στό Βουκουρέστι η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στή Βουλγαρία από τή μία πλευρά καί τή Ρουμανία, τήν Ελλάδα, τό Μαυροβούνιο
καί τή Σερβία από τήν άλλη. Τό άρθρο 4 προέβλεπε τή χάραξη της οροθετικής γραμμής μεταξύ Ελλάδος καί Βουλγαρίας «από των νέων βουλγαροσερβικών συνόρων
επί της κορυφογραμμής του όρους Μπέλες ... εις τάς τό Αιγαίον πέλαγος εκβολάς του ποταμού Νέστου.»
Η Σερβία έπαιρνε τη Βόρεια Μακεδονία έως τη Ραντόβιτσα και τη Στρώμνιτσα, με το Μοναστήρι και το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας του Αξιού (Βαρδάρη). Η
Ελλάδα έπαιρνε τη
Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, το λιμάνι της Καβάλας, μέ ολόκληρη σχεδόν την ενδοχώρα, τη νότια Ηπειρο με τα Ιωάννινα, τα νησιά του Αιγαίου (εκτός από τα Δωδεκάνησα
που έμεναν στους Ιταλούς, τό Καστελλόριζο, την Ιμβρο και την Τένεδο που έμεναν υπό τουρκική κατοχή). Στη Βουλγαρία δινόταν έξοδος στο Αιγαίο ανάμεσα στο Πόρτο - Λάγο και το
Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη). Η Ρουμανία πήρε τη Νότιο Δοβρουτσά και η Τουρκία κράτησε την Ανατολική Θράκη με την Ανδριανούπολη.
Ολόκληρη η βόρεια Ήπειρος μέ τή νησίδα Σάσσωνα παραχωρούνταν στήν Αλβανία, η οποία στήν ουσία γινόταν ένα προτεκτοράτο των Μεγάλων Δυνάμεων καί ειδικά
της Αυστρίας καί της Ιταλίας.
Ενα ακόμη ενδιαφέρον σημείο των διπλωματικών διεργασιών στη Διάσκεψη του Βουκουρεστίου είναι και τούτο: Ο Βενιζέλος κατάφερε να προσεταιριστεί τους Ρουμάνους
και να κερδίσει την υποστήριξή τους γύρω από τις ελληνικές διεκδικήσεις, αφού προηγουμένως αποδέχτηκε τις παλιές ρουμανικές αξιώσεις να παραχωρηθεί σχολική και
εκκλησιαστική αυτονομία στους Κουτσοβλάχους που ήταν εγκατεστημένοι στη Δυτική Μακεδονία και την Ηπειρο. Πάντως, από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η
Ελλάδα βγήκε σχεδόν διπλάσια. Η εδαφική της έκταση, από τα 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα, έφθασε με τη συνθήκη στα 120.308 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμό
της, από 2.631.912 έφτασε τούς 4.718.221 κατοίκους. Η Ελλάδα μας απαλλασόταν από τήν εδαφική καχεξία, η οποία είχε αναγκαστικά συνυφανθεί στή διάρκεια του
19ου αιώνα μέ τήν οικονομική στενότητα, τή στρατιωτική ανεπάρκεια καί τήν διπλωματική αδυναμία.
«Ομολογώ ότι είναι ίσως η συγκινητικωτέρα στιγμή του βίου μου. Ρίγη ενθουσιασμού διατρέχουν τα σώματα όλων μας. Η μικρά Ελλάς έγινεν πλέον μεγάλη και εργαζομένη τώρα θέλει καταστή σεβαστή και αγαπητή εις όλους. Δεν πρέπει να κοιμηθώμεν επό των δαφνών μας, αλλά πρέπει να εργασθώμεν, να εργασθώμεν φοβερά....»
Κωνσταντίνος Βάσσος 26/7/1913
«Η σημερινή γενεά απέκτησε πλέον δικαιωματικά τον τίτλο των ενδόξωτέρων προγόνων. Εγίναμε ένδοξοι πρόγονοι! Οι μεταγενέστεροι θα ομιλώσι περί ημών «οι πρόγονοι μας του 1912 -1913»! Λησμονούμε όλους τους κόπους, τας στερήσεις και τας θυσίας ας υπέστημεν. Οι καρποί και οι υλικοί αλά και οι ηθικοί, ήσαν αντάξιοι αυτών......»
Ιπποκράτης Παπαβασιλείου 27/7/1913
Σαν μνημόσυνο αναφέρω, μερικά ονόματα Αξιωματικών που πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους και δόξασαν την Πατρίδα:
Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Κονδύλης,
Γεώργιος Κολοκοτρώνης, Ιωάννης Βελισαρίου, Ν. Γεωργούλης, Θεόδωρος Πάγκαλος, Ιωάννης Μεταξάς, Βίκτωρ Δούσμανης, Παναγιώτης Δαγκλής, Νικόλαος Ζορμπάς,
Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, Αντώνιος Καμπάνης, Παπακυριαζής Ιωάννης,
Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης, Κωνσταντίνος Καλλάρης, Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος, Δημήτριος Ματθαιόπουλος, Νικόλαος Δελαγραμμάτικας,
Φωκίων Διαλέτης, Αντώνιος Καμάρας, Ιωάννης Ζητουνιάτης, Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκης
Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης,
Κωνσταντίνος Δαμιανός, Νικόλαος Τρικούπης, Δ. Αντωνιάδης, Δ. Σκαρπαλέτος, Σ. Γεννάδης, Κ. Μηλιώτης,
Κλεομένης Κλεομένους, Ναπολέων Σωτίλης, Αλέξανδρος Σούτσος, Αντώνιος Κουτήφαρης, Ξενοφών Στρατηγός.
Συνολικά οι πεσόντες στα πεδία των Μαχών ήταν 307 νεκροί αξιωματικοί, 7.918 νεκροί οπλίτες, 555 τραυματίες αξιωματικοί καί 32.587 τραυματίες οπλίτες.
«Μεγαλειότατε,
Εις ανάμνησιν των υπερλάμπρων νικών, εις ας οδήγησες κατά τούς δύο νικηφόρους πολέμους τόν Στρατόν Σου, υποβάλλει ούτος τήν παράκλησιν όπως ευδοκούσα δεχθή η Σή Μεγαλειότης τήν στραταρχικήν τάυτην ράβδον, ήν ευλαβώς Σοί προσφέρει δι' εμού...»
Προσφώνησις του Ελευθερίου Βενιζέλου 7/4/1914
«Τήν παράκλσιν όπως δεχθώ τήν στραταρχικήν ράβδον, τήν οποίαν ο κ. υπουργός των Στρατιωτικών, αντιπροσωπεύων τόν όλον στρατόν Μου, Μοί υπέβαλεν εξ ονόματος του στρατού, ευχαριστών αποδέχομαι.
Είναι βαθύ τό αίσθημα τό υπαγορεύσαν εις Σέ, Στρατέ μου, τό διάβημα τούτο καί αι περιστάσεις έκτακτοι καί ασυνήθεις. Μόλις εξήλθες εκ μακρών δεινοτάτων αγώνων, θριαμβεύσας κατά πολλών πολεμίων, παράγων νικηφόρως τάς ενδόξους σημαίας Σου εις τάς χώρας εκείνας, αι οποίαι κληρονομία των πατέρων μας, απολεσθείσαι εν δεινή μακραίωνι θυέλλη ηυτύχησαν τέλος, χάρις εις Σέ καί τούς κατά θάλασσαν συμπολεμιστάς Σου, ν' αποδοθούν εις τήν ελληνικήν ελευθερίαν καί τόν ελληνικόν πολιτισμόν.
Τά όρη, τά οποία υπερέβης, αι πεδιάδες τάς οποίας διέσχισες, οι ποταμοί τούς οποίους διέβης, δέν ήσαν ασυνήθιστοι από μεγάλα κατορθώματα. Εκεί εστήθηκαν μεγάλα τρόπαια υπερηφάνων ελληνικών στρατών των ελληνικών πολιτειών των Μακεδόνων βασιλέων, των Ελλήνων αυτοκρατόρων, στρατών τούς οποίους Σύ τώρα διαδέχεσαι, ισάξιος πρός τούς ενδοξοτέρους εξ αυτών...»
Απάντησις του βασιλέως Κωνσταντίνου
«Ευσεβέστατε βασιλεύ
Πέντε ολοκλήρους αιώνας αι βασιλικαί μοναί του Αγίου Όρους, τά αιώνια ταύτα μνημεία της ευσεβείας, των αοιδίμων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου περιέμενον τήν μεγαλειότητά Σου νά φέρη εις αυτάς τήν ελευθερίαν καί τήν αρχαίαν αυτών εύκλειαν, καί ήλθες, βασιλεύ ένδοξε, όπως ο άγιος τόπος Σέ ονειρεύετο, όπως αι δεήσεις των μοναζόντων Σέ εζήτουν παρά του Θεού...»
Ψήφισμα Αγίου Όρους, 17 Οκτωβρίου 1913
Τελειώνοντας αυτό τό κεφάλαιο παραθέτω τήν άποψη του Ιωνος Δραγούμη ότι ο ελληνικός εθνικισμός δέν είναι κατακτητικός ούτε επιθετικός. Ο ελληνικός εθνικισμός είναι απελευθερωτικός καί αμυντικός. Καί άπαντες γνωρίζουμε σέ αυτή τή χώρα ότι χάρη σέ αυτόν τόν εθνικισμό είμαστε Ρωμιοί καί όχι Τούρκοι, είμαστε Ελληνες καί όχι Φράγκοι ή Σλάβοι, είμαστε χριστιανοί καί όχι μωαμεθανοί, είμαστε Ορθόδοξοι καί όχι καθολικοί καί χάρη σέ αυτόν τόν εθνικισμό πανάρχαια ελληνικά εδάφη (όχι όλα) ξαναέγιναν ελληνικά.
Βιβλιογραφία
Ambassador Morgenthau's Story 1918
Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια 1971
The Blight of Asia - GEORGE HORTON 1926
Μαύρη Βίβλος (1914-1918) - Οικουμενικό Πατριαρχείο
Το νούμερο 31328 - Ηλίας Βενέζης
1922 Μαύρη Βίβλος - Γιάννης Καψής 1992
Χαμένες Πατρίδες - Γιάννης Καψής 1992
Τοπάλ Οσμάν - Λαμψίδης Γεώργιος, 1969
Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας - Χρήστος Αγγελομάτης
Η Ελλάς εν Μικρά Ασία - Ξενοφών Στρατηγός 1925
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Παπαρρηγόπουλου, Καρολίδη
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Εκδοτική Αθηνών