Η Στρατιά της Μικράς Ασίας

Στό τέλος του 1919, οι θέσεις των ελληνικών τμημάτων δέν είχαν μεταβληθεί. Οι επιθέσεις όμως των Τούρκων ατάκτων συνεχίζονταν καί έμεναν αναπάντητες, παρά τά συνεχόμενα διαβήματα του στρατηγού Νίδερ πρός τόν Αγγλο ομόλογό του Μίλν, ο οποίος ήταν επικεφαλής όλων των συμμαχικών στρατευμάτων της Μικράς Ασίας. Μόνο ύστερα από τίς πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, αξιώθηκαν οι Αγγλοι Σύμμαχοί μας νά μας δώσουν τό δικαίωμα αντεπίθεσης σέ βάθος 3.000 μέτρων από τό στόχο της τουρκικής επίθεσης, μέ τήν υποχρέωση της άμεσης επιστροφής των στρατευμάτων μας στό σημείο εκκίνησής τους. Η διαχωριστική γραμμή, γνωστή ως "γραμμή Μίλν" καθόριζε τά ελληνοτουρκικά σύνορα καί είχε ως εξής: Κερέμκιοϊ - Ντουσμέ - Γενιτζέ - Παπαζλί - ανατολικά από τό Αχμετλί - Σάρδεις - Μπόζ Ντάγ - ανατολικά από τό Οδεμήσιον - Μπαντέμια - Ομερλού - βόρεια όχθη του Μαιάνδρου μέχρι Μουσλούκ Ντερέ - Ντεμερτζίκ Χάρτης Ελλάδος 1920 - δυτικά από τό Αζιζιέ - εκβολές Καΰστρου.

Η αύξησις των δυνάμεων του ελληνικού στρατού στήν Μικρά Ασία καθιστούσε αναγκαία τήν διοικητική τους αναδιοργάνωση. Τήν 12η Δεκεμβρίου 1919 αφίχθη εις Σμύρνην ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μηλιώτης Κομνηνός, ο οποίος ανέλαβε τήν διοίκηση της συγκροτειθήσης τότε "Στρατιάς Κατοχής Μικράς Ασίας". Εδρα της Στρατιάς πού περιλάμβανε τό Α' Σώμα Στρατού καί τό Σώμα Στρατού Σμύρνης, ήταν η Σμύρνη. Τό Α' Σώμα Στρατού, πού διοικούσε ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ, μέ έδρα το Σεβδίκιοϊ, αποτελούνταν από τίς μεραρχίες του Αϊδινίου καί Βαϊνδηρίου πού κάλυπταν τίς κοιλάδες του Μαιάνδρου καί του Καΰστρου. Διοικητής του Σώματος Στρατού Σμύρνης, πού είχε έδρα τή Μαγνησία καί περιελάμβανε τή 13η μεραρχία, πού έδρευε στόν Κασαμπά, καί τή Μεραρχία Αρχιπελάγους στήν Πέργαμο, ήταν ο αντιστράτηγος Δημήτριος Ιωάννου. Στίς αρχές του 1920, η δύναμις του ελληνικού στρατού ανήρχετο εις 2.400 αξιωματικούς καί 57.038 οπλίτες.

Ενώ οι Τούρκοι ενίσχυαν τό μέτωπο Αχμετλί - Φιλαδέλφεια, μέ σκοπό τήν επίθεση μέσω της κοιλάδας του Έρμου ποταμού πρός Κασαμπά καί Νυμφαίο, ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος έφθανε στό Γενικό Στρατηγείο της Σμύρνης καί ανελάμβανε τήν διοίκηση προσωπικώς. Πρώτη του φροντίδα ήταν νά ζητήσει από τόν Βενιζέλο ελευθερία κινήσεως γιά τήν ολοκληρωτική διάλυση των Τούρκων ατάκτων. Ο Ελληνας πρωθυπουργός βρισκόνταν σέ έναν διαρκή διπλωματικό αγώνα γιά να εξασφαλίση τήν άδεια περαιτέρω προέλασης πρός τό εσωτερικό της Μικράς Ασίας, αλλά καί τήν υλική βοήθεια των Συμμάχων προκειμένου νά επιτύχει αυτόν τόν σκοπό. Τόν Φεβρουάριο του 1920, στό Συμβούλιο των Πρωθυπουργών πού συνήλθε στό Λονδίνο καί τόν Απρίλιο στή διάσκεψη του Σάν Ρέμο, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής δέν μπορούσαν να βρούν μία οριστική λύση στό ανατολικό ζήτημα. Τά αντικρουόμενα συμφέροντά τους, εμπόδιζαν τήν επίτευξη κοινής λύσης. Εν τέλει, αποφάσισαν ένα καθεστώς πενταετούς ελληνικής κυριαρχίας εις τήν περιοχή της Σμύρνης υπό τήν ψιλήν κυριαρχίαν του σουλτάνου μέ δημιουργία τοπικής βουλής καί ενδεχόμενο δημοψήφισμα.

«Αι ελληνικαί διεκδικήσεις επί της Σμύρνης καί της περιοχής της δέν ήσαν μόνο γνωσταί, αλλά καί είχαν επισήμως διατυπωθεί εις τήν Διάσκεψιν, υποστηριχθεί πρό του Ανωτάτου Συμβουλίου καί εγκριθεί χωρίς επιφύλαξιν υπό της αρμοδίας επιτροπής. Καταλαμβάνουσα η Ελλάς τήν Σμύρνην εγνώριζεν ότι αν δέν είχεν νομικόν, είχε τουλάχιστον ηθικόν τίτλον νά τό κάμη. Δέν έστειλε τά στρατεύματα ως εκτελεστικά όργανα, όπως τά είχε προηγουμένως στείλει εις τήν Ρωσίαν. Τά έστειλε ως όργανα ιδιαιτέρως ενδιαφερόμενα διά τήν επιτυχίαν μίας διεθνούς εντολής, της οποίας σκοπός ήτο η τήρησις της τάξεως εις μίαν χώραν κατ' εξοχήν ελληνικήν...»

Ελευθέριος Βενιζέλος πρός Ζωρζ Κλεμανσώ

Στήν απέναντι πλευρά, ο αρχηγός του εθνικιστικού κινήματος Μουσταφά Κεμάλ, βρισκόταν ήδη σε ανοικτή ρήξη μέ την σουλτανική κυβέρνηση, ρήξη η οποία εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Σουλτάνος κήρυξε «ιερόν πόλεμον», δηλαδή υπέγραψε «φετφά» εξουσιοδοτώντας τον υπουργό των Στρατιωτικών να οργανώσει «Στρατόν του Χαλίφου» και υποσχέθηκε την ευλογία του σ' όλους εκείνους, που θα πήγαιναν να καταταγούν. Τά σουλτανικά στρατεύματα, τήν άνοιξη του 1920, συνεπικουρούσαν Κιρκάσιοι, Λαζοί, Πόντιοι καί Αρμένιοι αντάρτες. Ελληνες ήλεγχαν τά πλούσια παράλια της Μικράς Ασίας. Ο Κεμάλ ήταν στό χείλος του γκρεμού. Η μοίρα της νεώτερης Τουρκίας κρέμοταν από μία κλωστή. Καί ήταν οι Σύμμαχοι της Ελλάδος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, Ιταλοί καί Γάλλοι, οι οποίοι θά στήριζαν τόν εθνικιστή ηγέτη καί θά τόν έσωζαν από τήν καταστροφή. Αλλαγή στάσης η οποία θά απέβαινε μοιραία γιά τήν ζωή των Ρωμιών της Μικράς Ασίας. Μπορεί κανείς να φανταστεί, τήν Ελλάδα να προδίδει τούς Συμμάχους της τό 1941, καί ξαφνικά να στηρίζει τίς Δυνάμεις του Αξονα καί τόν Χίτλερ; Θά ήταν κάτι πού δεν θα μας συγχωρούσαν ποτέ οι Ευρωπαίοι. Αυτοί όμως έχουν μία ιδιαίτερη άνεση να αλλάζουν στρατόπεδο.

Τόν Μάρτιο του 1920, μετά από συμφωνία μέ τόν Κεμάλ, οι Ιταλοί εκκένωσαν τήν περιοχή του Ικονίου ενώ οι Γάλλοι υπέγραψαν ανακωχή μέ τήν προσωρινή κυβέρνηση της Αγκυρας. Ο στρατιωτικός εξοπλισμός τους χαρίζονταν στούς Τούρκους. Είχαν προηγηθεί οι σφαγές Γάλλων στρατιωτών καί Αρμενίων στήν Κιλικία, γεγονός πού δεν επηρέασε τούς σάπιους πολιτικούς της τότε Γαλλίας νά συμμαχήσουν μέ τόν τέως εχθρό τους Κεμάλ.

«Και η φρουρά της πόλης Ούφρα συνθηκολογεί υπό τον όρο, ότι θα της επιτρεπόταν να υποχωρήσει με τα όπλα της, προστατεύοντας τους Χριστιανούς κατοίκους. Οι Τούρκοι υποκρίνονται ότι συμφωνούν κι όταν η γαλλική φρουρά έχει απομακρυνθεί αρκετά από την Ούφρα, την ώρα που περνά ένα μονοπάτι, δέχεται την αιφνιδιαστική επίθεση ενός τμήματος Τσετών. Το τι ακολούθησε είναι απερίγραπτο. Για ώρες οι Τσέτες έσφαζαν αξιωματικούς, στρατιώτες, γέρους, γυναίκες και παιδιά ακόμη. «Ή χαράδρα είχε πλημμυρήσει μέ αίμα, σάρκες καί κατακρεουργημένα πτώματα», όπως αναφέρει στην εκθεσή του προς τον Αμερικανό πρόξενο της Σμύρνης ένας συμπατριώτης του. Πολλοί προτιμούν να παραδοθούν αλλ' οι Τσέτες τους γδύνουν και τους βιάζουν, ενώ ακόμη συνεχίζεται το μακελειό.»

Γιάννης Καψής - Χαμένες Πατρίδες

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόυδ Τζώρτζ, εξαιτίας της κεμαλικής αντιστάσεως πού αντιμετώπιζε στά Δαρδανέλλια, ζήτησε από τόν Βενιζέλο νά αναλάβει τήν άμυνα της Νικομήδειας καί της παραλίας του Μαρμαρά. Ο Βενιζέλος δέχτηκε ανεπιφύλακτα αλλά έθεσε σάν όρο τό διαμελισμό της Τουρκίας καί τόν περιορισμό της στό κεντρικό οροπέδιο.

Φιλαδέλφεια - Προύσα

Στις 10 Απριλίου 1920 ο Μουσταφά Κεμάλ δήλωνε στήν Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Αγκύρας:

«Τήν στιγμήν αυτήν ό ελληνικός Στρατός είναι ό μεγαλύτερος εχθρός μας. Ας μήν υποτιμούμε τήν ίσχύν του. Ό Ελλην στρατιώτης είναι γενναίος καί καρτερικός, οί αξιωματικοί του έμπειροπόλεμοι καί ικανοί. Καί ή ηγεσία του εμπνευσμένη. Είναι έπιτακτικόν καθήκον νά καταστείλωμεν τήν έπανάστασιν (τών σουλτανικών) καί νά στραφώμεν εγκαίρως κατά τού εχθρού. Η Πατρίς αντιμετωπίζει τόν μεγαλύτερον κίνδυνον τής ιστορίας της».

Ο Ελληνικός στρατός λίγους μήνες μετά θά δικαίωνε τόν "Γκρίζο Λύκο", αφού θά ακολουθούσε κατά γράμμα τήν διαταγή του αρχηγού του Επιτελείου Θεόδωρου Πάγκαλου (παππού τού σημερινού δοσίλογου πολιτικού):

«Συντριβή του εχθρού καί απηνής καταδίωξίς του. Μέχρι καί τού τελευταίου στρατιώτου, μέχρι καί τού τελευταίου ίππου».

Τόν Ιούνιο 1920 ξεκίνησε η ελληνική επίθεση γιά νά ολοκληρώσει τό έργο πού είχε αφήσει η επανάσταση του 1821. Γιατί, καί η γή της Μικράς Ασίας ήθελε νά απελευθερωθεί. Τό ζητούσαν τά κόκκαλα των σφαγμένων από τούς Οθωμανούς, τό ζητούσαν οι μαγαρισμένες εκκλησιές, τό ζητούσαν τά ερειπωμένα χωριά, τό ζητούσαν τά καμμένα μοναστήρια, τό ζητούσαν οι σκλαβωμένου Ρωμιοί, τό ζητούσε η χιλιόχρονη Ιστορία μας.

«Αύριον επί τέλους αρχίζει η από τόσου χρόνου αναμενομένη επίθεσις. Ολόκληρος ο ελληνικός στρατός της Μικράς Ασίας, ολόκληρος ως εις άνθρωπος, μόλις δοθή τό σύνθημα της εφόδου θά εξορμήση εναντίον του εχθρού πρός επιτέλεσιν του ωραίου έργου της τελικής απελευθερώσεως των υπόδουλων αδελφών μας. Εις τόν ελληνικόν στρατόν έλαχεν ο κλήρος να επιβάλη εις τήν Τουρκίαν τάς θελήσεις της δικαιοσύνης καί του πολιτισμού καί δι' αυτόν Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Θεόδωρος Πάγκαλος η Μοίρα εφύλαττε τό ευγενές τούτο έργον........

Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί καί στρατιώται! Προσέξατε! Είναι έγκλημα εσχάτης προδοσίας πάσα παράβασις. Οι ηττημένοι καί πάντες οι κάτοικοι των καταληφθησομένων μερών θά είναι δι' υμάς ιεροί. Συνεχίσατε τήν ιστορίαν μας, τήν οποία διακρίνει ηρωϊσμός, ιπποτισμός καί μεγαλοψυχία! Είμαι βέβαιος ότι θά τό πράξετε! Εις ουδένα επιτρέπεται, εις τό τέλος των ωραίων αγώνων μας να σπιλώση τήν άσπιλον μας ιστορίαν».


Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Ημερήσια Διαταγή 8ης Ιουνίου 1920.

Ο πρώτος στόχος ήταν η απελευθέρωση της Φιλαδέλφειας. Το πρωί της 10ης Ιουνίου οι Ελληνες στρατιώτες με την ξιφολόγχη καί φωνάζοντας "Αέρα", διέλυσαν τούς Τούρκους καί κατέλαβαν - η 1η Μεραρχία με τους Τσολιάδες του 1/38, - τό όρος Μπαλιάμπολ Νταγ.

Βορειότερα όμως, η 2η Μεραρχία καθηλώθηκε μπροστά στήν τουρκική αντίσταση. Τότε ο αρχηγός του Α' Σώματος στρατηγός Νίδερ, διέταξε τήν 13η Μεραρχία, να κινηθεί κατά μήκος τού Έρμου ποταμού καί νά διασπάσει τίς τουρκικές γραμμές καταλαμβάνοντας τον τομέα Σαλιχλή - Μπιν Τεπέ. Νότια του 'Ερμου βρίσκονταν δύο συντάγματα: το 2ο υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου και το 3ο υπό τον Κονδύλη, καθώς και μία ταξιαρχία ιππικού.

Η 13η Μεραρχία συνέχισε τήν προέλασή της συντρίβοντας τό 7ο Σώμα του τουρκικού Στρατού καί καταλαμβάνοντας τό χωρίο Μοναμάκ. Οι στρατιώτες μας συνέχισαν τήν προέλαση καί σπάζοντας τήν 2η γραμμή άμυνας του εχθρού κατέλαβαν τό χωριό Ντερέκιοϊ. Ο δρόμος ήταν ανοικτός καί τό απόγευμα ο Ελληνικός στρατός έμπαινε θριαμβευτής στήν Φιλαδέλφεια. Ηταν τό 1379, όταν η τελευταία από τίς βυζαντινές πόλεις της Μικράς Ασίας, η Φιλαδέλφεια έπεφτε στά χέρια των Οθωμανών καί του σουλτάνου Μουράτ. Περίμενε έξι αιώνες σχεδόν τούς απογόνους των βυζαντινών νά λειτουργήσουν τίς εκκλησίες πού είχαν μετατρέψει σέ τζαμιά οι κατακτητές.

Χιλιάδες ήταν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι καί οι αραμπάδες μέ τα λάφυρα. Το 12ο Σώμα του τουρκικού στρατού ήταν ένας συρφετός αιχμαλώτων και φυγάδων. Οι ξένοι παρατηρητές έμειναν κατάπληκτοι. Η 13η Μεραρχία δέν ξεκουράστηκε ούτε λεπτό. Ελαβε νέες εντολές του αρχιστράτηγου Παρασκευόπουλου να εξορμήσει προς Προύσα. Αλλά ας απολαύσουμε τόν Γιάννη Κάψη στήν μοναδική αφήγησή του:

«Ο ήλιος ανέτειλε πιο φωτεινός, την ημέρα εκείνη - λες κι ήθελε να λαμπρύνει αυτό, που επρόκειτο να συμβεί. Οι χρυσαφένιες ακτίνες του ζωντάνεψαν τον κοιμισμένο κάμπο, τ' άγρια ρουμάνια. Είχε ανατείλει η 15η Ιουνίου. Κι οι σαλπιγκτές μας την χαιρέτισαν μ' ενα χαρμόσυνο σάλπισμα: «Προχωρείτε... εμπρός προχωρείτε». Και τότε, σαν ένας άνθρωπος, σαν μια ψυχή, όρμησαν όλοι προς τα εμπρός - πεζοί, καβαλάρηδες, Τσολιάδες, και πυροβολητές οδηγοί ζώων και γραφειάδες. Δεν περπατούσαν, έτρεχαν και πολεμούσαν. Αχάριστο και δύσκολο το έργο εκείνου, που θέλει να περιγράψει τέτοιες στιγμές. Πώς να δώσει στο άψυχο χαρτί τον παλμό χιλιάδων ψυχών; Πώς να συνθέσουν λίγες γραμμές το μεγαλείο, που σφυρηλατούσαν τα όνειρα της Φυλής για αιώνες; Πρέπει κανείς να κλείσει στη ψυχή του την Ελλάδα για να νιώσει τον ενθουσιασμό, που μετάβαλε τους Ραγιάδες σε λιοντάρια.

Τσολιάδες Μικρά Ασία

Ο στρατηγός Ιωάννου, το φαινόμενο εκείνο του ηρωισμού, ξεχνάει ότι είναι διοικητής Σώματος Στρατού - ζηλεύει τη τύχη των πολεμιστών της πρώτης γραμμής. Και αδιαφορώντας για τα επιτελικά σχέδια, φέρνει τη Μεραρχία Σμύρνης προς τη Μαγνησία. Θέλει να καταλάβει το Αξάρι, να προφθάσει τον Πλαστήρα με τους Τσολιάδες του, που, αν και ανήκε στο νότιο συγκρότημα, διατάχθηκε να προσκολληθεί στον Ιωάννου. Το βράδυ βρίσκει την έδρα της Μεραρχίας και τον σωματάρχη στο Μιχαλήτσι. Η μάχη συνεχίζεται με πείσμα, ο εχθρός αντιστέκεται σκληρά. Αλλ' ο Ιωάννου ανυπομονεί:

- Κάντε γρήγορα, μωρέ... φωνάζει στους αξιωματικούς του. Θα μας το πάρει ο Πλαστήρας το Αξάρι.

Θα έλεγε κανείς, ότι το 5/42 του Πλαστήρα ανήκε στον ...Κεμάλ!

Τόσος ήταν ο συναγωνισμός. Αλλ' ο Ιωάννου είχε δίκιο. Την επομένη οι Τούρκοι υποχωρούν και το στρατηγείο ξεπερνά τις προφυλακές και... τρέχει να καταλάβει το Αξάρι. Μεγάλη η απογοήτευση. Στην είσοδο της πόλης τους σταματά ένα απόσπασμα. Κι ο επικεφαλής, ταγματάρχης Μπουρδάρας, αναφέρει ότι το Αξάρι κατέχεται από το 5/42.

- Πότε, μωρέ, το πήρατε; ρωτά θυμωμένος ο Ιωάννου.

- Χθες το βράδυ, στρατηγέ μου.

- Το βράδυ!... Πενήντα χιλιόμετρα σε μια μέρα; Πες στον Πλαστήρα, ότι θα μου κουράσει τους Τσολιάδες μου!

Αργότερα, η Μεραρχία Αρχιπελάγους εξορμά από τη Πέργαμο, ανατρέπει την 61η τουρκική μεραρχία, συλλαμβάνει 1.500 αιχμαλώτους και μπαίνει στο Σόμα, τον αντικειμενικό σκοπό, που όφειλε να καταλάβει την επομένη. Στα χέρια της Μεραρχίας περιέρχεται άφθονο πολεμικό υλικό - τουφέκια, χειροβομβίδες, 58 πυροβόλα, 20 πολυβόλα κι αμέτρητα φυσίγγια. Τα λάφυρα πρέπει να μεταφερθούν στα μετόπισθεν ν' ασφαλιστούν στις αποθήκες. Κι όμως μένουν στο πεδίο της μάχης. Οι μεταγωγικοί αρνούνται να εγκαταλείψουν τα τμήματα των πρόσω.

- Μας έχει χαλάσει η όπισθεν, λένε στους αξιωματικούς τους, που άδικα προσπαθούν να θυμώσουν τα παλικάρια εκείνα.

Αλλ' ο κύριος όγκος του τουρκικού Στρατού δεν έχει συντριβεί ακόμη - έχει οχυρωθεί στη γραμμή Μπαλουκεσέρ - Αδραμυτίου. Είναι οι επίλεκτες μονάδες του Κεμάλ κι ο Παρασκευόπουλος ανυπομονεί να τις τσακίσει. Μήνες περίμενε τη στιγμή αυτή και δεν θέλει να τη χάσει. Διατάζει τον Ιωάννου να μη σταματήσει ούτε στιγμή. Περιττό. Μετά την κατάληψη του Αξαρίου ο Ιωάννου στρέφει όλο τον όγκο των δυνάμεων του προς Βορρά. Ολόκληρο το Σώμα Στρατού Σμύρνης βρίσκεται σε προέλαση, η ημέρα είναι αποπνικτικά ζεστή κι ο κουρνιαχτός σκιάζει τον ήλιο. Και τότε δίνεται μια διαταγή μοναδική στα στρατιωτικά χρονικά. Ο Ιωάννου φωνάζει τον επιτελάρχη του και του λέγει:

- Θα μας φάει η σκόνη, κ. συνταγματάρχα... Το στρατηγείο να τεθεί επικεφαλής των προφυλακών.

Ο Σπυρόπουλος, ένας εκλεκτός αξιωματικός, μένει κατάπληκτος. Και τολμά ν' αντιμιλήσει:

- Μα, στρατηγέ μου, πώς είναι δυνατό;... Αυτό που ζητάτε είναι πολύ επικίνδυνο.

- Αυτό που σου λέω, Σπυρόπουλε, επιμένει ο Ιωάννου.

Και σπηρουνίζοντας το άλογο του προχωρεί προς τα εμπρός, ακολουθούμενος από τους επιτελείς του και τους ξένους στρατιωτικούς παρατηρητές, που δεν αισθάνονται καθόλου καλά. Είχε μια δραματική μεγαλοπρέπεια η προέλαση εκείνη. Χιλιάδες στρατιώτες, πεζοί και καβαλάρηδες, έτρεχαν ακάθεκτοι μέσα στον κάμπο. Τα σύννεφα της σκόνης τους προστάτευαν από το φλογερό ήλιο κι η τόλμη τους από τα τουρκικά βόλια. Σαν θύελλα έπεφταν πάνω στον εχθρό. Κι οι Τούρκοι έτρεχαν να κρυφτούν και να κρεμάσουν στα καφασωτά τους λευκά σεντόνια...

Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Το στρατηγείο έχει κυκλωθεί για καλά, η εξόντωση του είναι σχεδόν σίγουρη. Οι Τούρκοι έχουν αντιληφθεί, ότι δεν παγίδεψαν ένα τμήμα της προφυλακής μόνο, αλλά τον σωματάρχη με το επιτελείο του και εντείνουν τα πυρά τους. Η τύχη της επίθεσης κρίνεται στο πυρακτωμένο κάμπο της Χάρτας.

Οι αξιωματικοί του στρατηγείου δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Ένας μόνο παραμένει τελείως ατάραχος - περήφανος πάνω στ' άλογό του αναζητεί με τα κυάλια τις θέσεις του εχθρού. Είναι ο Ιωάννου, που θέλει ν' απολαύσει μ' όλες τις αισθήσεις του μια πραγματική μάχη - είχε βαρεθεί τους χάρτες και τις διαταγές. Αλλά τις στιγμές εκείνης της τέλειας απόλαυσης έρχεται να τις διαταράξει ένας νεαρός ταγματάρχης, που φτάνει καλπάζοντας:

- Στρατηγέ μου, ζητώ να μου διατεθούν 20 ιππείς, λέει ενώ με κόπο συγκρατεί το ατίθασο άλογο του.

- Τι θα τους κάνεις, μωρέ Ναπολέων;

- Θέλω να καταλάβω το χωριό, εκείνο, στ' αριστερά μας...

- Θα σκοτωθείς, βρε παιδί μου...

- Πρέπει να διώξουμε τους Τούρκους, γιατί μας κτυπούν με πολυβόλα. - Πήγαινε κι ο Θεός μαζί σου.

Κι ο ταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας μετατίθεται προσωρινά στο ιππικό κι ορμά με γυμνό το ξίφος. Ο Ιωάννου παρακολουθεί με θαυμασμό τη μικρογραφία εκείνη της επέλασης - τους ιππείς μας να ορμούν, κραυγάζοντας, μέσα στη κόλαση της φωτιάς. Αλλά δεν ήταν γραφτό ν' απολαύσει την μάχη, που ο ίδιος επεδίωξε. Ένας άλλος ταγματάρχης σκαρφαλώνει, έφιππος κι αυτός, στο λόφο κι αναφέρει:

- Στρατηγέ μου, ζητώ την άδεια να καταλάβω το χωριό εκείνο προς Ανατολάς.

Μιλά βιαστικά, σαν να φοβάται μήπως χάσει την ευκαιρία ν' αναμετρηθεί με τον κίνδυνο. Ο Ιωάννου ξαφνιάζεται. Κι ο πολεμικός ανταποκριτής της «Πατρίδος» της Σμύρνης, που ήταν παρών, γράφει:

Τ' αυλακωμένο άπ τις κακουχίες του πολέμου πρόσωπό του έχασε ξάφνου την σκληράδα του. Τ' άετήσιο βλέμμα του θόλωσε άπ' τήν συγκίνηση. Κι' οι αξιωματικοί του τόν άκουσαν νά ψιθυρίζει:

«Που πάτε, βρέ παιδιά μου;... "Αμιλλα θανάτου αρχίσατε;»

Δέν είναι ό στρατηγός, πού μιλά τήν στιγμή εκείνη - είναι ένας πατέρας, πού βλέπει μέ στοργή καί περηφάνεια τούς ήρωες, πού έφτιαξε. Ανησυχεί γι' αυτούς. Αλλά δέν μπορεί ν' άρνηθή στόν ταγματάρχη Λεωνίδα Σπαή τήν εύνοια, πού έδειξε πρός τόν Ζέρβα. Είναι κι' οι δυό γενναίοι τών γενναίων».

Οι δύο ταυτόχρονες αντεπιθέσεις, του Ζέρβα προς τ' αριστερά, του Σπαή προς τα δεξιά, αποτρέπουν τον άμεσο κίνδυνο. Οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή - όσοι προφταίνουν να ξεφύγουν από τις σπάθες των ιππέων μας. 'Αλλ' η κατάσταση παραμένει σοβαρή - οι Τούρκοι στέλνουν ενισχύσεις. Και τότε ακούγεται ένας τρομερός θόρυβος. Στα μετόπισθεν έχουν πληροφορηθεί, ότι το στρατηγείο έπεσε σ' ενέδρα και τρέχουν, όσο μπορούν πιο γρήγορα. Το πεζικό, όμως αργεί. Κι ο ταγματάρχης Μάρκος Δράκος διατάζει τους πυροβολητές του να προχωρήσουν με ταχύτητα επέλασης - τα πυροβόλα τα έσερναν άλογα - την εποχή εκείνη. Και, ξεπερνώντας τους πεζούς, φθάνει πρώτος στο πεδίο της μάχης. Ο Σπυρόπουλος αναπνέει μ' ανακούφιση, αλλ' ο Ιωάννου γίνεται έξω φρενών:

- Πέστε σ' αυτόν τον τρελό να μη ρίξει, ορύεται. Θα μου τους διώξει τους Τούρκους... Τους θέλω ζωντανούς, μωρέ.

Αλλ' ο Δράκος κάνει πως δεν ακούει. Οι άνδρες του, πριν ακόμη ξεζέψουν τα πυροβόλα τους, αρχίζουν ομαδικά πυρά. Οι Τούρκοι συντρίβονται κι υποχωρούν, καταδιωκόμενοι από τους εξαγριωμένους ιππείς μας, που θερίζουν κεφάλια σαν στάχια. Η προέλαση συνεχίζεται με καινούργια ορμή κι ο Στρατός μας μπαίνει στο Κιρκ Αγάτς.

Οι Κεμαλικοί ήταν τόσο βέβαιοι, ότι θα εξόντωναν το στρατηγείο του Ιωάννου, ώστε έτρεξαν ν' αναγγείλουν το... χαρμόσυνο γεγονός, ενώ η μάχη συνεχίζεται ακόμη. Και θρασύδειλοι, όπως ήταν πάντοτε, εκείνοι, που δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, ξεχύθηκαν στους δρόμους του Κιρκ Αγάτς, τράβηξαν τα μαχαίρια τους κι άρχισαν να απειλούν θεούς και δαίμονες, ενώ οι Χριστιανοί έτρεχαν να διπλομανταλωθούν και να θρηνήσουν τη συμφορά. Κι όταν οι στρατιώτες μας μπήκαν στο χωριό, το βρήκαν τελείως έρημο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει αλλ' οι Χριστιανοί παρέμεναν κρυμμένοι, πιστεύοντας ότι, τα ποδοβολητά, που ακούγονταν στο καλντερίμι, ήταν Τσέτες.

Έξαφνα, μια καμπάνα κτύπησε κι ο ήχος της ακούστηκε σαν χαρούμενο λαχτάρισμα - μια φωνή βροντερή αντήχησε: «Ήρθαν οι Έλληνες, μωρέ χωριανοί...» Για πότε το έρημο χωριό μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι; Για πότε οι τρομοκρατημένοι Χριστιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους; Οι παπάδες έτρεξαν να φορέσουν τ' αμφιά τους και βγήκαν ψάλλοντας «Τη Υπερμάχω». Οι γυναίκες άρπαξαν την Παναγία απ' τα εικονοστάσια και βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Στρατό μας. Μια καινούργια πατρίδα είχε ξεπεταχθεί ξαφνικά μέσα στα βάθη της Ανατολής, μπρος στους κατάπληκτους Τσολιάδες μας, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους - αυτός ήταν ο «αποικιακός πόλεμος», όπως βρέθηκαν χείλη ελληνικά να χαρακτηρίσουν τη μικρασιατική εκστρατεία.

Αλλ' η προέλαση συνεχίζεται. Και στις 19 Ιουνίου, τέσσερις ημέρες μετά την έναρξη της επίθεσης, ένα απόσπασμα ιππικού, εκτελώντας επιθετική αναγνώριση, φθάνει στα υψώματα του Ομέρκιοϊ - σε βάθος 150 χιλιομέτρων - όταν στον ορίζοντα φαίνεται μια ίλη ιππικού. Ασφαλώς θα είναι Τσέτες. Και τα δύο τμήματα αναπτύσσονται, έτοιμα να κτυπηθούν. Αλλ' όταν οι σαλπιγκτές σαλπίζουν έφοδο, οι πολεμικές κραυγές μεταβάλλονται σε κραυγές θριάμβου, σ' αλαλαγμούς χαράς. Και τα δύο τμήματα είναι ελληνικά - κι εκείνοι, που ήταν έτοιμοι ν' αλληλοσφαγούν, αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Τι είχε συμβεί;

Την προηγούμενη μια ταξιαρχία της Μεραρχίας Ξάνθης είχε αποβιβασθεί, υπό την προστασία του Στόλου, στην Πάνορμο. Η επιχείρηση διεξήχθη υπό την διεύθυνση του συνταγματάρχη Πρωτοσύγγελου - ενός αξιωματικού, που αποδείχθηκε, ότι ήταν από τη πάστα εκείνη των μεγάλων στρατιωτικών. Εξαίρετος επιτελικός, ήταν και ορμητικός πολεμιστής. Κι όταν συμπληρώθηκε η απόβαση πήρε ένα απόσπασμα και ξεκίνησε προς αναζήτηση πολεμικών περιπετειών.

Η Πάνορμος ήταν και πάλι ελληνική. Στο άκουσμα της χαρμόσυνης αυτής είδησης πολλοί αξιωματικοί ζήτησαν άδειες για να την επισκεφθούν - να περπατήσουν στο μαγευτικό ακρογιάλι της και ν' αγναντέψουν στο βάθος, στην ακτή, τη Βασιλεύουσα. Ήταν ένα πραγματικό προσκύνημα και πολλές φορές τα χείλη των ευλαβών Πάνορμος Μικρά Ασία 1920 ακούσθηκαν να ψιθυρίζουν: «Ε, τώρα ας μέ πάρη τό τούρκικο βόλι». Ήταν το «νύν άπολύοις τόν δούλόν Σου» της τυραννισμένης Φυλής μας. Κι οι άνθρωποι, που μίλαγαν μ' αυτό τον τρόπο, δεν ήταν εμπνευσμένοι ιεράρχες, ούτε ενθουσιώδεις ιδεολόγοι - απλοί άνθρωποι του Λαού ήταν, που στην αγνή ψυχή τους είχε ανατείλει το λαμπερό όραμα της εθνικής ανάστασης.

Ήταν ωραία πόλη η Πάνορμος. Κυκλωμένη από απότομα υψώματα, φύλαγε εκπλήξεις στον επισκέπτη της. Οι αξιωματικοί μας περίμεναν να δουν μια τουρκόπολη. Μόλις, όμως, το τραίνο έβγαινε από τη σήραγγα, έβλεπαν ένα συναρπαστικό θέαμα ν' απλώνεται στα πόδια τους - μια ολόλευκη πολιτεία ξαπλωμένη στην ακρογιαλιά κι έναν μεγάλο κόλπο, που το γαλάζιο αντιφέγγισμα του έμπλεκε με το γαλάζιο της Κυανόλευκης σ' ένα αρμονικό σύνολο. Δεκάδες τα πλοία στο λιμάνι της. Και στους δρόμους της οι μαθήτριες του ελληνικού Γυμνασίου, που έρραιναν με ροδοπέταλα τους νικητές. Ο Πλαστήρας, ένας από τους προσκυνητές, μένει κατάπληκτος μπρος στο συναρπαστικό θέαμα, αγναντεύει με συγκίνηση τη Πόλη και ξεσπά: «Καί μόνον γι' αυτές τίς στιγμές άξιζε ή εκστρατεία μας».

«Προχωρείτε... Προχωρείτε...»

Οι στρατιώτες μας ξεκουράζονται μετά τη νίκη, αλλ' όχι για πολύ. Ο Παρασκευόπουλος θέλει να φτάσει στη Προύσα. Ο Αγγλος αρχιστράτηγος Μιλν αρνείται αρχικά να επιτρέψει τη προέλαση, λέγοντας ότι η απόφαση θα έπρεπε να ληφθεί από τη Διάσκεψη των Παρισίων. Αλλ' οι Τούρκοι κάνουν ένα σφάλμα: Κτυπούν τους Αγγλους στην Greek soldiers _ Minor Asia 1921 Προποντίδα. Κι ο Μιλν, διαπιστώνοντας ότι τα στρατεύματα του κινδυνεύουν, αποφασίζει ν' αποβιβάσει αγήματα πεζοναυτών στα Μουδανιά, συνιστώντας στο ελληνικό στρατηγείο να διατάξει και νέα προέλαση και να καταλάβει τη Προύσα. Η βρετανική Αυτοκρατορία ζητούσε τη βοήθεια της Ελλάδας. Αλλο που δεν ήθελε ο Παρασκευόπουλος. Και το γνώριμο πια σάλπισμα αντηχεί και πάλι: «Προχωρείτε... Προχωρείτε...».

Η κατάληψη της Προύσας ανατέθηκε στη θρυλική πλέον Μεραρχία Αρχιπελάγους. Επικεφαλής, μαζί με τον μέραρχο, κι ο Ιωάννου. Τις παραμονές της νέας επίθεσης ο Πάγκαλος φαίνεται αποφασισμένος να του αφαιρέσει τη διοίκηση, αγανακτισμένος με τις τρέλες του. Αλλ' ο Πλαστήρας και ο Κονδύλης επεμβαίνουν. Θέλουν σωματάρχη τους τον Ιωάννου. Είναι θαυμάσιος επιτελικός, καθηγητής της Σχολής Ευελπίδων, άλλοτε, και γενναίο π α λ ι κ ά ρ ι . Όσο για τις τρέλες του... χαλάλι. Και ο Πάγκαλος υποχωρεί. Η Μεραρχία προετοιμάζεται πυρετωδώς. Ένας νεαρός ταγματάρχης, εξαίρετος επιτελικός, ζητεί ν' απαλλαγεί των καθηκόντων του, να του ανατεθεί η διοίκηση τμήματος. Ο Ιωάννου δυσανασχετεί, τελικά όμως συμφωνεί. Και ο Κωνσταντίνος Βεντήρης ορμά μεταξύ των πρώτων προς την Προύσα και αναδεικνύεται ένας από τους γενναιότερους πολεμιστές.

Η προέλαση είναι και πάλι ακάθεκτη. Μπροστά από την Μεραρχία Αρχιπελάγους υπάρχουν δύο τουρκικές Μεραρχίες, η 56 και η 61. Προσπαθούν ν' αναχαιτίσουν την επίθεση, αλλ' είναι αδύνατο. Και τρέπονται σε φυγή αφήνοντας νεκρούς και αιχμαλώτους. Σε κάποια στιγμή, ο Ιωάννου, που ακολουθούσε τις προφυλακές, βλέπει μια μοίρα πυροβολητών να προσπερνά το στρατηγείο.

- Ποιος είναι αυτός. Σπυρόπουλε; φωνάζει στον επιτελάρχητου.-

- Τα κανόνια του Βενιζέλου, στρατηγέ. Είναι κι ο ίδιος μαζί.

- Πώς βρέθηκε εδώ, μωρέ; Να τον τιμωρήσεις.

Ο ταγματάρχης Σοφοκλής Βενιζέλος νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Σμύρνης, υποφέροντας από τ' αυτιά του, όταν πληροφορήθηκε, ότι θ' άρχιζε η επίθεση στην Προύσα. Χωρίς να διστάσει, δραπετεύει από το νοσοκομείο και τρέχει στη μονάδα του. Υποφέρει πολύ και ταξιδεύει ξαπλωμένος μέσα σε μια άμαξα. Όταν πλησιάζει, όμως, η ώρα της μάχης, πηδά και πάλι πάνω στ ' άλογό του. Τώρα έτρεχε προς τη Προύσα θέλοντας να μπει πρώτος στην ιερή πόλη των Τούρκων. Και σχεδόν τα κατάφερε. Ο γιος του Πρωθυπουργού της Μεγάλης Ελλάδας δεν μπορούσε να λείψει από την πορεία προς τη Νίκη.

Οι οχυρωμένες θέσεις των Τούρκων καταλήφθηκαν με έφοδο κι ο Στρατός μας μπήκε στη Προύσα στις 3 το απόγευμα. Είναι δύσκολο, όμως, να λεχθεί ποιο τμήμα μπήκε πρώτο. Ήταν τόση η ορμή της επίθεσης, ώστε διάφορα τμήματα μπήκαν σχεδόν ταυτόχρονα, ενώ οι ιππείς μας συνέχισαν την επέλαση. Καταδίωξαν τους πανικόβλητους Τούρκους και συναντήθηκαν με τους Αγγλους στα Μουδανιά».

Ανατολική Θράκη - Απελευθέρωσις

Τόν Ιούλιο του 1920, οι Σύμμαχοι επέτρεψαν στόν Βενιζέλο τήν κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Τό σχέδιο καταλήψεως είχε καταρτισθεί από τόν Παρασκευόπουλο, τόν Αγγλο στρατηγό Μίλν καί τόν Αγγλο ναύαρχο Τζών Μάϊκλ ντέ Ρόμπεκ. Διοικητής των τουρκικών δυνάμεων ήταν ο συνταγματάρχης Τζαφέρ Ταγιάρ. Τήν 7η Ιουλίου

Ελεύθερη Αδριανούπολη - βασιλιάς Αλέξανδρος 1920

1920, οι μεραρχίες Σμύρνης καί Ξάνθης καί μία ταξιαρχία ιππικού επιβιβάσθηκαν σέ μεταγωγικά από τούς όρμους Αρτάκης, Αρμενοχωρίου καί Πανόρμου καί μέ τήν συνοδεία ελληνικών καί αγγλικών πολεμικών κατέπλευσαν στήν Ραιδεστό καί στήν Ηράκλεια όπου αποβιβάσθηκαν.

Στίς 12 Ιουλίου κατελήφθη η Αδριανούπολις καί τήν επομένη εισήλθε στήν πόλη ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο οποίος παρακολουθούσε εκ τού σύνεγγυς τίς πολεμικές επιχειρήσεις. Ο λαός της Αδριανουπόλεως (267.000 Ελληνες, 245.000 Τούρκοι, 35.000 Βούλγαροι, 22.000 Αρμένιοι καί 16.000 Εβραίοι) υποδέχτηκε μέ ενθουσιασμό τούς ελευθερωτές του, ενώ στό μητροπολιτικό ναό της πόλεως εκτυλίχθηκαν συγκινητικές σκηνές μέ τό μητροπολίτη νά ψάλλει, πρό του βασιλέως Αλεξάνδρου τό "Ευλογημένος ο ερχόμενος". Δάφνες, μυρτιές καί ροδοπέταλα είχαν στρωθεί στούς δρόμους γιά να περάσει ο απελευθερωτικός ελληνικός στρατός στήν πόλη του Αδριανού, η οποία υπήρξε σημαντική πόλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

«Τή νύχτα της 10ης Ιουλίου 1920 ο Αλέξανδρος τήν περνά μέ τήν 9η Μεραρχία στό Καραγάτς (Ορεστιάδα). Τά κανόνια μαίνονται, αλλά τό πεζικό Δεδε Αγάτς Αλεξανδρούπολη - βασιλιάς Αλέξανδρος 1920 στέκει ακίνητο, περιμένοντας να κυκλωθούν οι Τούρκοι από τή φάλαγγα της Ραιδεστού πού προχωρεί από τή νότια πλευρά. Οταν έρχεται τό μήνυμα πως έγινε μάχη στή Χαριόπολη καί διαλύθηκαν οι εχθρικές οπισθοφυλακές, ο στρατός του Εβρου διαβαίνει από πρόχειρη γέφυρα τόν ποταμό, κοντά στό Σουφλί καί δίνει τό τελευταίο χτύπημα έξω από τό Ουζούν-Κιοπρού (Μακρά Γέφυρα).

Τό Α' τουρκικό Σώμα Στρατού παραδίδεται μέ 160 αξιωματικούς καί 140 πυροβόλα. Τό πρωΐ της 12ης Ιουλίου έρχονται στό βασιλικό στρατηγείο ο δήμαρχος Αδριανουπόλεως Σεφκέτ καί ο μητροπολίτης Πολύκαρπος ζητώντας να παραδώσουν τήν πόλη.... Μετά τήν λειτουργία παρουσιάστηκεο Βούλγαρος επίσκοπος Νικόδημος καί ευχήθηκε στόν βασιλιά να επανιδρύση την Βυζαντινή Αυτοκρατορία καί να στεφθή στήν Αγια-Σοφιά....

Στίς Σαράντα Εκκλησιές, πόλη ελληνικοτάτη, του έγινε η ίδια αποθεωτική υποδοχή.... Ακόμα μία μέρα ευτυχίας, η 21η Ιουλίου, μέρα αξέχαστη, πού είδε ο Βασιλεύς τήν Κωνσταντινούπολη. Τό "Αβέρωφ" πέρασε τά Καβάκια όπου στάθμευαν οι στόλοι των τριών Συμμάχων καί τά πληρώματα των ξένων θωρηκτών, παρατεταγμένα στό κατάστρωμα, χαιρέτισαν τόν Αλέξανδρο, ενώ οι μουσικές τους έπαιζαν τόν ελληνικό ύμνο. Διακόσιες χιλιάδες ομογενείς μαζεμένοι στόν Βόσπορο ζητωκραύγαζαν μέ τρέλλα.

Ο κόσμος έτρεχε στήν παραλία ακολουθώντας τό θωρηκτό μας, πού σιγόσχιζε τά νερά καί πλήθαινε ολοένα. Στήν ασιατική ακτή φαινόταν παρατεταγμένο τό τάγμα Βλαχόπουλου, πού παρουσίαζε όπλα. Από τίς βίλες της ακτής κουνούσαν σημαίες καί σεντόνια, ενώ στή θάλασσα, πολλές εκατοντάδες βάρκες ανάγκαζαν τό "Αβέρωφ" νά ανακόψη δρόμο.

Ο κυβερνήτης Μαυρουδής γυρίζει καί λέει στό βασιλιά:

- Αλησμόνητο θέαμα Μεγαλειότατε. Ο Θεός σας αξίωσε νά τό δείτε!

- Ναί, τώρα καταλαβαίνω τί συγκίνηση κρύβη η λαϊκή φράση. Θά πάρουμε τήν Πόλη καί τήν Αγια - Σοφιά. »


Χρήστος Ζαλοκώστας - Αλέξανδρος

Προηγουμένως, ο Αλέξανδρος είχε περάσει καί από τό ελεύθερο Δεδέ-Αγάτς, τό οποίο μετά τόν θάνατό του μετονομάστηκε, πρός τιμή του, σέ Αλεξανδρούπολη. Ο Τζαφέρ Ταγιάρ συνελήφθη αιχμάλωτος στό Μπαμπά Εσκή καί μεταφέρθηκε στήν Αθήνα, όπου παρέμεινε μέχρι τό 1923 οπότε υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης.

Τσεντίς Χάν 1920

Μετά τήν ήττα τους, οι κεμαλικές δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν στό Ουσάκ καί στό Δορύλαιον (Εσκί Σεχίρ - Eskisehir), ενώ μονάδες προκαλύψεως έκαναν επιδρομές στήν σιδηροδρομική γραμμή της περιοχής Σαλιχλί (Σάρδεις) - Μπαλικεσέρ (Αδραμύτιο). Ετσι, τόν Ιούλιο, οι ελληνικές δυνάμεις ανέλαβαν καί εκτέλεσαν μέ επιτυχία τό έργο εκκαθαρίσεως των Τούρκων ατάκτων, ιδιαίτερα στήν περιοχή Ντεμιρτζή, σκοτώνοντας τουλάχιστον 300 τσέτες. Τό δεύτερο δεκαήμερο του Αυγούστου τά ελληνικά στρατεύματα ανέλαβαν επιθετικές επιχειρήσεις πρός τό Ουσάκ (Τημένου θύραι) καί τό Τσεντίς ταπεινώνοντας τίς δυνάμεις του Κεμάλ, πού είχε ήδη αναλάβει προσωπικώς τήν διεύθυνση των επιχειρήσεων.

Σμύρνη Πάσχα 1920

Γιά νά πετύχει τουλάχιστον μία εντυπωσιακή νίκη εναντίον των Ελλήνων, ο στρατηγός Αλή Φουάτ οργάνωσε σχέδιο επίθεσης κατά της 13ης μεραρχίας πού βρισκόταν στήν περιοχής Τσεντίς. Πράγματι, στίς 11 Οκτωβρίου 1920 τουρκικές δυνάμεις από 7.300 άνδρες επιτέθηκαν εναντίον του 2ου καί 3ου συντάγματος της 13ης μεραρχίας. Αλλά απέναντί τους είχαν τόν συνταγματάρχη Γεώργιο Κονδύλη, τόν αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Κωνσταντίνου καί τόν θρυλικό Νικόλαο Πλαστήρα. Οι Τούρκοι ήταν καταδικασμένοι σέ ήττα.

Στίς 7:30 εκδηλώθηκε η επίθεση δύο τουρκικών μεραρχιών μέ επίκεντρο τό Ντοσεντζίκ Δάγ. Παράλληλα άτακτες ομάδες διασκόρπισαν ελληνική εφοδιοπομπή, πού πορεύονταν πρός τό Τσεντίς καί λόχο μηχανικού κοντά στούς Μύλους. Τό βράδυ, η κατάσταση ήταν δύσκολη γιά τίς ελληνικές δυνάμεις: τα πυρομαχικά τελείωναν, η επικοινωνία είχε διακοπεί μέ τό κέντρο ανεφοδιασμού, πού βρίσκονταν στό χωριό Χάν, διότι αυτό προσβάλλοταν επίμονα από τίς τουρκικές δυνάμεις.

Τό βράδυ της 11ης Οκτωβρίου, έλληνες στρατιώτες συμπτύχθηκαν στό Χάν καί εγκατέστησαν προφυλακές στά βόρεια του χωριού, οι οποίες διαπίστωσαν ότι ο εχθρός συγκέντρωνε τόν κύριο όγκο των δυνάμεών του γιά νά δώσει τό τελειωτικό χτύπημα. Η τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε τό απόγευμα της 14ης Οκτωβρίου καί γρήγορα κατέληξε σέ μάχη σώμα μέ σώμα, όπου οι Ελληνες χρησιμοποιούσαν τήν ξιφολόγχη καί οι Τούρκοι μεγάλα μαχαίρια. Ο αγώνας εξακολουθούσε μέχρι τά μεσάνυχτα καί τό ελληνικό μέτωπο αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο διασπάσεως, καθώς έφταναν νέες τουρκικές ενισχύσεις.

Τή νύχτα όμως οι πολιορκούμενες ελληνικές δυνάμεις πραγματοποίησαν έξοδο η οποία κατέληξε στή συντριβή των εχθρικών δυνάμεων πού υποχώρησαν μέ σοβαρές απώλειες (157 νεκροί, 100 αιχμάλωτοι), ενώ τσολιάδες μας είχαν 16 νεκρούς καί 45 τραυματίες. Τό πρωΐ της 15ης Οκτωβρίου 1920, ο ελληνικός στρατός, συνεχίζοντας τήν καταδίωξη, έφθασε στό Τσεντίς καί στίς 18, μέ τό πρώτο χιόνι κατέλαβε τήν πόλη. Ο στρατηγός Αλή Φουάτ αντικαταστάθηκε από τόν Ιζέτ μπέη, τό ηθικό των τούρκων στρατιωτών υπέστη καθίζηση καί ο ίδιος ο Κεμάλ ντροπιάστηκε καί από αυτή τήν ήττα.

Νικόλαος Πλαστήρας (17 Νοεμβρίου 1883 - 26 Ιουλίου 1953)


"Οταν δείχνουμε στούς Τούρκους τά οπίσθιά μας, μάς δείχνουν τά εμπρόσθιά τους, όταν τούς δείχνουμε τά εμπρόσθιά μας, τότε μας δείχνουν τά οπίσθιά τους."

Γιός του Χρήστου Πλαστήρα και της Στεργιανώς Καραγιώργου, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας το 1883. Εκείνη τήν περίοδο η Θεσσαλία βρίσκονταν υπό οθωμανική κατοχή. Ο Νικόλαος Πλαστήρας, σέ ηλικία 14 ετών, ξυλοκόπησε τόν γιό του πασά, που κακομεταχειριζόταν τα ελληνόπουλα της περιοχής, καί γιά νά τόν γλυτώσουν οι γονείς του, τόν φυγάδευσαν στήν Αθήνα. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο κατατάχθηκε στον στρατό το 1903, και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα όπου έλαβε τόν βαθμό του δεκανέα. Το 1905 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα, ενταγμένος στά αντάρτικα σώματα των Παπαγάκη καί Αθανασόπουλου. Στή συνέχεια συμμετείχε ενεργά στον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το κίνημα στο Γουδή, τον Αύγουστο του 1909. Το 1910 εισήχθη στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως ανθυπολοχαγός. Τοποθετήθηκε στό 5ο Σύνταγμα Πεζικού καί μέ αυτή τή μονάδα πολέμησε στούς Βαλκανικούς Πολέμους. Ο θρύλος του "Μαύρου Καβαλάρη" ή "Καρά Σεϊτάν" είχε ήδη αρχίσει. Η πρώτη νικηφόρα του μάχη ήταν εκείνη της Ελασσόνας, στήν οποία κατάλαβε τά εχθρικά χαρακώματα καί συνέλαβε τούς πρώτους Τούρκους αιχμαλώτους. Ακολούθησαν οι μάχες του Σαρανταπόρου, των Γιαννιτσών καί της Θεσσαλονίκης, όπου ο Πλαστήρας μέ τήν γενναιότητά του καί το παράδειγμα της ανδρείας του, ενέπνευσε στούς άνδρες του σεβασμό καί εκτίμηση.

Στή μάχη του Λαχανά, ο Νικόλαος Πλαστήρας, πάντα έφιππος καί ορμητικός ήταν από τούς πρωταγωνιστές της νίκης, καί μετά τήν μάχη ο ταγματάρχης Οθωναίος τόν αγκάλιασε καί τόν συνεχάρη συγκινημένος, ενώ οι στρατιώτες του ζητωκραύγαζαν φωνάζοντας: "Ζήτω ο Μαύρος Καβαλάρης". Στις 17 Μαΐου 1918, ο Πλαστήρας έλαβε μέρος στη Μάχη του Σκρα Ντι Λέγκεν, ως Διοικητής του ΙΙΙ Τάγματος του 6ου Συντάγματος, όπου εξουδετέρωσε επτά εχθρικές γραμμές άμυνας, βάθους 1.500 μέτρων μέσα σε δυο ώρες χαρίζοντας στην Ελλάδα και στην ελεύθερη Ευρώπη μια από τις μεγαλύτερες νίκες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Προηγούμενες ενέργειες των Γάλλων και των Αγγλων, για κατάληψη του Σκρα Ντι Λέγκεν, είχαν αποτύχει. Οι ηρωικές και συντονισμένες επιθετικές ενέργειες επέτρεψαν την κατάληψη της περιοχής, «του άπαρτου κάστρου», όπως το είχαν ονομάσει. Η αναφορά του Πλαστήρα λακωνική: «Έφθασα τέρμα αντικειμενικού σκοπού. Εχθρός υποχωρεί πανικόβλητος. Δέον διαταχθή καταδίωξις προς εκμετάλλευσιν επιτυχίας. Πλαστήρας».

Πλαστήρας 1920, σύνταγμα 5/42

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε, αλλά δυστυχώς οι επιχειρήσεις για την Ελλάδα δεν σταμάτησαν. Συνεχίστηκαν, με τη μεγαλύτερη έως τότε υπερπόντια επιχείρηση της Ελλάδας, τους πρώτους μήνες του 1919 με την Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία (Ουκρανία) με το Α΄ Σώμα Στρατού (Ι, ΙΙ, ΧΙΙΙ ΜΠ), δύναμης 23.351 ανδρών. Με αναφορά του ο Πλαστήρας ζήτησεν να λάβει μέρος. Του ανατέθηκε τότε η Διοίκηση του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων. Όταν ανέλαβε τη Διοίκηση του Συντάγματος, σε συγκέντρωση αξιωματικών και οπλιτών, μεταξύ των άλλων είπε: «.... Οφείλομε να εκτελέσωμε το καθήκον μας. Ο αγώνας αυτός θα ανοίξει τον δρόμον των εθνικών μας στόχων. Ο δρόμος μας για τη Θράκη και τη Μικρά Ασία περνά από τη Ρωσία. Έτσι, θα δώσουμε στα παιδιά μας τη Σμύρνη και την Πόλη». Έτσι, πολύ εύστοχα και λακωνικά εξηγεί τη σκοπιμότητα της συμμετοχής της Ελλάδας στην Εκστρατεία στην Ουκρανία.

Τόν Ιούνιο του 1919 τό θρυλικό 5/42, του 38χρονου συνταγματάρχη αποβιβάστηκε στόν Μπουρνόβα καί συνέχισε να πρωταγωνιστεί σέ όλες τίς μάχες πού δόθηκαν στά χώματα της Ιωνικής γής. Είχε δημιουργηθεί ένα άριστο πνεύμα Μονάδας, που έδινε υπερηφάνεια και ενθουσιασμό στους τσολιάδες, ώστε σ' όλα τα τραγούδια τους είχαν ως επωδό: «Είμαστε λιοντάρια - του Πλαστήρα παλικάρια». Το 5/42 εξέδιδε στη Μικρά Ασία την εφημερίδα «Η Φούντα». Μέ τήν πτώση του Βενιζέλου καί τήν επάνοδο του Κωνσταντίνου, ήταν από τούς λίγους διοικητές πού δέν τόλμησε να αγγίξει η κυβέρνηση του Γούναρη, όταν έδιωξε όλους τούς άξιους αξιωματικούς, πού είχαν πρωταγωνιστήσει στίς προηγούμενες μάχες. Οι τσολιάδες του 5/42 δέν επέτρεψαν νά φύγει ο διοικητής τους.

Τόν Μάρτιο του 1921, τό 5/42 μέ μία σειρά μαχών, διέσωσε τό νότιο συγκρότημα του ελληνικού στρατού στό Τουλού Μπουνάρ, προκαλώντας τόν τρόμο στούς υποχωρούντες Τούρκους οι οποίοι αποκαλούσαν τό σύνταγμά του: "Σεϊτάν Ασκέρ". Κατά την προέλαση, έφτασε μέχρι τήν Αγκυρα, ενώ μετά τήν κατάρρευση του μετώπου, τό 5/42 του Πλαστήρα καί τό σύνταγμα του Γονατά ήταν από τά λίγα στρατιωτικά τμήματα πού υποχωρούσαν τακτικά δίνοντας μάχες μέ τόν εχθρό. Τις νύχτες ο Πλαστήρας φύλαγε ο ίδιος σκοπός γιά να ξεκουράζει τούς εξαντλημένους ευζώνους του, ενώ μάζευε τούς φυγάδες στρατιώτες πού έβρισκε στόν δρόμο, εντάσσοντάς τους πάλι στήν μάχιμη μονάδα του.

Ενα χαρακτηριστικό γεγονός πού δείχνει τό ήθος καί τόν χαρακτήρα του Μαύρου Καβαλλάρη είναι αυτό πού συνέβη, κατά τή διάρκεια της υποχώρησης, στόν σιδηροδρομικό σταθμό της Φιλαδέλφειας. Εκεί οι λιποτακτούντες στρατιώτες είχαν ανέβει στα βαγόνια των τρένων πού προορίζονταν γιά τήν μεταφορά των αμάχων. Ο Πλαστήρας όταν κατέφθασε καί είδε τά γυναικόπαιδα έξω από τά τρένα, παρέταξε τούς τσολιάδες του γύρω από τά βαγόνια, καί μέ μία βροντερή φωνή διέταξε νά εκκενωθούν τά βαγόνια, διαφορετικά θά άνοιγε πύρ. Αμέσως οι φυγάδες στρατιώτες βγήκαν από τά τρένα καί σώθηκαν έτσι χιλιάδες γυναικόπαιδα από βέβαιη σφαγή, αφού πρόλαβαν νά μεταφερθούν στήν Σμύρνη.

Αφού έδωσε τήν τελευταία μάχη του ελληνικού στρατού στό Τσεσμέ, τόν Αύγουστο του 1922, συντρίβοντας τούς Τσέτες πού έμπαιναν διψασμένοι γιά ανθρώπινη σάρκα Πλαστήρας Μαύρος Καβαλάρης στήν Σμύρνη, ο Πλαστήρας αποχώρησε από τήν γή της Ιωνίας καί οργάνωσε στρατιωτικό κίνημα μέ τόν Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, μέ σκοπό τήν παραίτηση της βασιλικής κυβέρνησης και τήν εκθρόνιση του Βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ του υιού του Γεωργίου Β'. Χάρη σ'αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο στρατός και ανασυντάχθηκε η στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ. Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «εκτέλεση των έξι», κατευνάζοντας τον λαό που φώναζε "Θάνατος στούς προδότες" υπονοώντας τούς ανίκανους πολιτικούς της φιλοβασιλικής κυβέρνησης Γούναρη.

Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 κατέθεσε την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης. Τον Ιανουάριο του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Δ' Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε «Αξιο της Πατρίδος». Αναχώρησε και έζησε για λόγους υγείας στην Ευρώπη ενώ το 1925 εξορίστηκε στην Ιταλία από την δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου μετά από προσπάθειά του να τον ανατρέψει.

Κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής στις 9 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύθηκε ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ), τα μέλη του οποίου θεωρούσαν εμπνευστή και τυπικό Αρχηγό τον Πλαστήρα και ορκίζονταν στο όνομά του, αν και ήταν απομονωμένος στη Νίκαια της Γαλλίας, ενώ στην ουσία αρχηγός ήταν ο Στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε το κύρος του Πλαστήρα. Η αντίπαλη αντιστασιακή ομάδα ΕΛΑΣ έκανε τά πάντα γιά να εξοντώσει τόν ΕΔΕΣ καί τελικά κατάφερε να τόν εγκλωβίσει στήν Ηπειρο, ενώ τόν σύντροφο του Πλαστήρα στήν Μικρά Ασία, Δημήτριο Ψαρρό, μαζί μέ δεκάδες παλληκάρια του 5/42, τούς ξεκοίλιασαν τά καθάρματα του Βελουχιώτη. Ο Πλαστήρας συμμετείχε ενεργά στήν ταραγμένη πολιτική ζωή του τόπου μέχρι τόν θανατό του στίς 26 Ιουλίου του 1953.

Ο Πλαστήρας αναδείχθηκε στα μάτια του έθνους όχι απλά ως ο ήρωας πολεμιστής, αλλά και ως ένας άνθρωπος με διορατικό πνεύμα. Συνέλαβε την ιδέα της κατασκευής του φράγματος Ταυρωπού της σημερινής Λίμνης Πλαστήρα.

Υιοθέτησε επτά παιδιά. Πολλά αγόρια βαπτίσθηκαν μέ τό όνομα Πλαστήρας. Ονομάστηκε «ναυαγοσώστης του έθνους», «άγιος της προσφυγιάς» και «πατέρας των προσφύγων». Το εφάπαξ το διέθεσε σε Σανατόριο για τους άρρωστους στρατιώτες. Διέρρηξαν και λεηλάτησαν το σπίτι που έμενε και πήραν 40 χρυσές λίρες και 60.000 δρχ., που προορίζονταν για τα ορφανά, που είχε υιοθετήσει. Δεν απέκτησε σπίτι, και αρνήθηκε να πάρει σχετικό δάνειο. Αρνήθηκε να δώσει δουλειά στον άνεργο αδελφό του και σύνταξη στην αδελφή του. Έζησε 12 χρόνια εξόριστος. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Έγινε μια φορά Αρχηγός Κράτους, και τρεις φορές Πρωθυπουργός. Πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953, σε ηλικία 72 ετών, σέ ένα νοικιασμένο δυάρι στό Παγκράτι καί πάνω σέ ένα κρεβάτι εκστρατείας. Το σμόκιν της κηδείας του ήταν προσφορά του φίλου του Διονύση Καρρέρ. Αφησε κληρονομιά 216 δραχμές, δέκα δολάρια, μια λακωνική προφορική διαθήκη «όλα για την Ελλάδα» και την υποθήκη, που έμπρακτα τήρησε στη ζωή του «δεί τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής, μη πλουσιώτερον, αλλ' ενδοξότερον γεγονέναι».

Ο αναγνώστης ας συγκρίνει τήν προσφορά στόν τόπο του στρατιώτη - πολιτικού Πλαστήρα, η οποία ήταν αντιστρόφως ανάλογη μέ τήν προσωπική του περιουσία, μέ τήν αντίστοιχη προσφορά των βαθύπλουτων πολιτικών - σκουληκιών πού κυβέρνησαν καί κυβερνούν τήν Ελλάδα τά τελευταία 35 χρόνια γιά νά τήν οδηγήσουν στήν χρεωκοπία. Ο αναγνώστης ας συγκρίνει τόν πατριώτη Θεόδωρο Πάγκαλο πού πολέμησε στήν Ιωνική Γή μέ τόν προδότη καί βαθύπλουτο εγγονό του πού παρέδωσε τόν ικέτη πρόσφυγα Οτσαλάν στά νύχια του Κεμαλικού κράτους.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου στον επικήδειο λόγο του μεταξύ των άλλων είπε: «Πλαστήρα, ως στρατιώτης ασκήτευσες εις τον βωμόν της Πατρίδος. Και ως πολίτης εις τον βωμον του λαού». Ο εγγονός του Γέρου της Δημοκρατίας θά έτρεχε 57 χρόνια αργότερα νά προσκυνήσει τόν πασά της Νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Ερντογάν παραδίδοντάς του Αιγαίο καί Θράκη. Οποία κατάντια γιά τήν σύγχρονη Ελλάδα μας νά έχει τέτοιους πολιτικούς! Στις 4 Νοεμβρίου 1980 η καρδιά του Μαύρου Καβαλάρη, μεταφέρθηκε κατ' επιθυμία του - «την καρδιά μου, Αγγελική (αδελφή του) να την πάτε εκεί επάνω» - στην Καρδίτσα όπου φυλάσσεται στο Λαογραφικό Μουσείο.

ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ

Στίς 28 Ιουλίου 1920, στό παρισινό προάστειο των Σεβρών, υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης Ελλάδος - Τουρκίας. Αυτή έμεινε γνωστή ως ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ καί θεωρήθηκε η μεγαλύτερη επιτυχία του Ελληνικού Εθνους μετά τήν επανάσταση του 1821. Η Τουρκία παραχωρούσε στήν Ελλάδα τήν Δυτική καί τήν Ανατολική Θράκη μέχρι τήν Τσατάλτζα στά πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, καθώς επίσης τήν Ιμβρο καί τήν Τένεδο. Παραχωρούσε στήν ελληνική κυβέρνηση τήν άσκηση εξουσίας στή Σμύρνη καί τήν περιοχή της υπό ειδικό προσωρινό καθεστώς διοικήσεως, επί μία πενταετία, υπό τήν ψιλή επικυριαρχία του σουλτάνου. Μετά από τήν πενταετία καί μετά από δημοψήφισμα θά γινόνταν η προσάρτησή της από τό ελληνικό κράτος.

Αναγνώριζε τήν πλήρη κυριαρχία της Ελλάδος στά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, κήρυσσε πλήρως αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη τά Δαρδανέλια, επικύρωνε τήν προσάρτηση της Κύπρου στήν Αγγλία. Επέβαλλε στήν Τουρκία καθεστώς διομολογήσεων, διεθνή οικονομικό έλεγχο καί διεθνή στρατιωτικό έλεγχο. Η Ιταλία παραχωρούσε στήν Ελλάδα τά Δωδεκάννησα, εκτός από τήν αυτόνομη Ρόδο. Η Τουρκία περιορίζονταν στό κεντρικό οροπέδιο, καθώς δίδονταν ανεξαρτησία στήν Αρμενία, στό Κουρδιστάν καί στή Συρία. Τέλος σύμφωνα μέ τήν συνθήκη, θά δικάζονταν καί θά τιμωρούνταν οι υπαίτιοι γιά τά εγκλήματα πού διεπράχθηκαν κατά των χριστιανών οθωμανών υπηκόων.


Συνθήκη Σεβρών 1920

Είχαμε αγγίξει τό όνειρο της επανασυστάσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η αυτονομία του Πόντου θά ήταν θέμα χρόνου. Η Μεγάλη Ιδέα γινόταν πραγματικότητα. Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ξαναζωντάνευε. Μέ τό πρώτο άγελμα της Συνθήκης των Σεβρών ο Ελληνισμός, τόσο ο ελεύθερος όσο καί ο αλύτρωτος πανηγύρισε. Κωδωνοκρουσίες, παιάνες καί κανονιοβολισμοί αντηχούσαν από τήν Μακεδονία μέχρι τήν Κρήτη, από τή Βόρεια Ηπειρο μέχρι τόν Πόντο, από τά Επτάνησα μέχρι τήν Καισάρεια Καππαδοκίας. "Ζήτω η Ελλάς των δύο Ηπείρων καί των πέντε Θαλασσών". Ο αιώνιος εχθρός της Ρωμιοσύνης, η Τουρκία είχε πεθάνει. Η Οθωμανική αυτοκρατορία μεταλάσσονταν σέ ένα ασήμαντο κρατίδιο μέσα στήν έρημο της Καππαδοκίας, περιτριγυρισμένη από λαούς πού είχε καταδυναστέψει στό παρελθόν.

Τό όνειρό όμως θά έμενε όνειρο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πού υπέγραψαν τήν συνθήκη πάντοτε θά τήν υπονόμευαν. Η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Αγκυρας ανεκήρυξε εθνοπροδότες όλους τούς Οθωμανούς αξιωματούχους πού τήν υπέγραψαν καί τήν κήρυξε άκυρη. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας Πουανκαρέ θά δήλωνε: "Απεδείχθη πλέον εύθραυστη και από τις πορσελάνες του τόπου της υπογραφής της". Ο Αγγλος αντιβασιλεύς των Ινδιών ζητούσε άμεση αναθεώρηση της συνθήκης πού ταπείνωνε τόν σουλτάνο καί τόν χαλίφη των πιστών, προκαλώντας εξεγέρσεις χιλιάδων μουσουλμάνων στίς Ινδίες, στήν Αραβία τήν Αίγυπτο καί αλλού. Είναι αυτοί οι μουσουλμάνοι πού μας καταδυνάστευαν επί αιώνες καί μας πουλούσαν στά σκλαβοπάζαρά τους. Είναι αυτοί οι μουσουλμάνοι πού κατέκτησαν τά εδάφη μας καί μετέτρεψαν τίς εκκλησίες μας σέ τζαμιά. Είναι αυτοί οι μουσουλμάνοι πού έχουν κατακλύσει τήν πατρίδα μας, εν έτει 2010 καί ζητούν ιθαγένεια, πολιτικά δικαιώματα καί τζαμιά.

Παναθηναϊκό Στάδιο 1920

Στίς 30 Ιουλίου 1920, ο Υπατος Αρμοστής της Σμύρνης ειδοποίησε τό νομάρχη Μπεσήμ Βέην γιά τήν μεταβίβαση της διοίκησης της νομαρχίας, σε εκπρόσωπο της ελληνικής κυβερνήσεως.

«Η συγκέντρωσις τήν πρωΐαν της 30ης Ιουλίου εις τήν μεγάλην αίθουσαν του διοικητηρίου, των ελλήνων καί τούρκων υπαλλήλων, είχε χαρακτήρα αληθούς τραγωδίας. Οι έλληνες προσέρχονται πρώτοι σοβαροί καί ίστανται ακίνητοι, σοβαροί, αποφασισμένοι να σεβασθούν τήν ψυχολογικήν κατάστασην των τούρκων υπαλλήλων. Βαθεία σιγή κυριαρχεί. Κατά την ορισθείσαν ώραν, εμφανίζεται ο Μπεσήμ μπέης, με ρεδιγκόταν. Υψηλός κι ωχρός. Με βλέμμα απλανές. Ίσταται προς στιγμήν, εις το μέσον της αιθούσης. Κατόπιν υποκλίνεται, προχωρά προς το γραφείο του.

Η ώρα του μεγάλου πεπρωμένου είχε σημάνει. Η κακή μοίρα είχεν εκλέξει αυτόν, δια την εκλήρωσιν ενός τραγικού καθήκοντος. Ίσταται εις την μεγάλην τράπεζαν, σιωπηλός μέχρι θανάτου. Οι οφθαλμοί του υγραίνονται. Αρχίζει η ανάγνωσις των πρωτοκόλλων παραλαβής και παράδοσις της πόλεως. Ενας κόσμος τουρκικός φεύγει καί ένας άλλος έρχεται. Η στιγμή είναι ιστορική καί αλησμόνητος...».


Μιχαήλ Ροδάς - Η Ελλάδα στήν Μικρά Ασία

Μετά τήν κατάλυση των τουρκικών αρχών αναδιοργανώθηκαν οι ελληνικές υπηρεσίες καί συνεχίσθηκε μέ εντατικώτερο ρυθμό η εργασία αποπερατώσεως του Ιωνικού Πανεπιστημίου. Τήν οργάνωσιν του ανέλαβε ο μεγαλύτερος μετά τόν Αρχιμήδη, Ελληνας μαθηματικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου καί σημαντικός συνεργάτης του Αϊνστάιν, Κωνσταντινός Καραθεοδωρής.

«Μία νέα τρισένδοξος σελίς προστίθεται εις τήν τόσον πλούσιαν εις δόξαν Ελληνικήν Ιστορίαν, σελίς επί της οποίας η μοίρα της Ελλάδος εχάραξε διά της χειρός του Ελευθερίου Βενιζέλου τόν τελικόν θρίαμβον των αγίων του Εθνους πόθων. Λαοί ομόφυλοι, απ΄αιώνων δυναστευόμενοι, λαοί αδελφοί, επί αιώνων κεχωρισμένοι, ενούνται σήμερον ελεύθεροι εις τούς κόλπους της Μεγάλης Μητρός Ελλάδος, εις ένα στοργικόν εναγκαλισμόν αυτής.

Greece map 1920 Καί υπό τήν θερμήν πνοήν του μητρικού ασπασμού ανίσταται εις νέαν ζωήν πεφιλημένα της Ελλάδος τέκνα, η Σμύρνη καί μετ' αυτής η Ιωνία, η μήτηρ ενός εξόχου πολιτισμού. Η Ιωνία της οποίας εκάστη πτυχή σκεπάζει καί μίαν ένδοξον ελληνικήν ανάμνησιν. Η Θράκη, η πολυπαθής καί πολυφίλητος Θράκη, η περικλείουσα κατά τούς χρόνους της Ελληνικής Αυτοκρατορίας τούς θερμοτέρους καί ισχυροτέρους παλμούς του Γένους...

Οπου κυματίζει σήμερον η ελληνική σημαία, δέν υπάρχουν πλέον δυνάσται καί δούλοι, δέν υπάρχουν δήμιοι καί θύματα. Υπό τήν σκιάν της Ελληνικής Σημαίας θά παρακάθηνται Ελληνες καί Μουσουλμάνοι καί Ισραηλίται καί όσοι άλλοι λαοί θά ζήσουν μεθ' ημών, ελεύθεροι πολίται μιάς καί της αυτής πατρίδος μέ ίσας υποχρεώσεις...

Κύριοι συνάδελφοι, η μεγάλη Ελλάς καί ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι δύο ονόματα αποτελούντα μίαν αχώριστην έννοιαν εν τη εθνική συνειδήσει. Ας χαιρετίσωμεν λοιπόν καί ημείς τά δύο αυτά ένδοξα καί πεφιλημένα ονόματα διά μιάς καί της αυτής επεφημίας.

Ζήτω Η Μεγάλη Ελλάς!

Ζήτω ο Ελευθέριος Βενιζέλος!»


Θεμιστοκλής Σοφούλης - Πρόεδρος της Βουλής

Ιουλιανά - Δολοφονία Δραγούμη

Τήν μεγαλύτερη στιγμή της σταδιοδρομίας του, ο δημιουργός της Μεγάλης Ελλάδος των δύο Ηπείρων καί πέντε Θαλασσών (Μαύρη Θάλασσα, Αιγαίο, Ιόνιο, Κρητικό Πέλαγος, Θάλασσα του Μαρμαρά), θά τήν πλήρωνε μέ μία απόπειρα δολοφονίας στόν παρισινό σταθμό της Λυών. Δύο απότακτοι βασιλικοί αξιωματικοί, πυροβόλησαν εναντίον του Βενιζέλου καί τόν τραυμάτισαν στό χέρι αλλά πιό βαρειά στήν ψυχή. Μόλις έγινε γνωστή η απόπειρα στήν Αθήνα, χιλιάδες βενιζελικοί βγήκαν στούς δρόμους της πρωτεύουσας καί άρχισαν να καταστρέφουν σπίτια, καταστήματα καί γραφεία αντιβενιζελικών εφημερίδων. Συνελήφθησαν στελέχη της αντιπολίτευσης όπως ο Μερκούρης, Μπούσιος, Στρατηγός, Στράτος καί Ρούφος. Οι βανδαλισμοί εκ μέρους των βενιζελικών έμειναν γνωστοί ως "Ιουλιανά".

Τό μεσημέρι της 31ης Ιουλίου, ο Ιων Δραγούμης, παρά τίς ικεσίες της αγαπημένης του Μαρίκας Κοτοπούλη, άφησε τήν έπαυλή της στήν Κηφισιά καί κατέβηκε μέ τό αυτοκίνητό του στό κέντρο των Αθηνών. Στούς Αμπελόκηπους, τα Τάγματα Ασφαλείας του μακεδονομάχου Παύλου Γύπαρη τόν συλλαμβάνουν καί μπροστά στά μάτια του Εμμανουήλ Μπενάκη τόν εκτελούν. Ο Μπενάκης τόν μισούσε γιατί ο Δραγούμης είχε ζήσει έναν τρελλό έρωτα μέ τήν παντρεμένη κόρη του, Πηνελόπη Δέλτα. Ετσι βρήκε άδοξο θάνατο ο αδελφός της γυναίκας του Παύλου Μελά καί άδολος πατριώτης Ιων Δραγούμης. Ηταν αυτή η διχόνοια πού σκότωσε τόν Δραγούμη, ηταν αυτή η διχόνοια πού θά ξήλωνε τούς πιό άξιους αξιωματικούς από τήν Μικρά Ασία, ήταν αυτή η διχόνοια πού θά ξαναέφερνε τους Τούρκους στήν Σμύρνη καί μαζί τόν όλεθρο σέ εκατομμύρια Ρωμιούς.

Στίς 12 Οκτωβρίου 1920 πέθανε έπειτα από δάγκωμα πιθήκου στό Τατόϊ, ο βασιλεύς Αλέξανδρος. Ηταν ένα πλήγμα γιά τόν Βενιζέλο, αφού ο Αλέξανδρος υπήρξε υποστηρικτής του, διαλλακτικός καί ήπιος καί αποτελούσε εγγύηση γιά τήν ενότητα του κράτους. Ο Κωνσταντίνος πού επρόκειτω νά τόν διαδεχθεί ήταν ανεπιθύμητος από τίς Μεγάλες Δυνάμεις, αδιάλλακτος, φανατικός πολέμιος του Βενιζέλου καί υποδαύλιζε τά μίση μεταξύ των δύο πολιτικών ομάδων πού υπήρχαν στήν εποχή εκείνη. Δέν παραβλέπουμε τό γεγονός ότι η κυβέρνηση του Βενιζέλου φέρει ευθύνες γιά τήν εσωτερική διχόνοια, δεδομένου ότι είχε προβεί σέ άγριες διώξεις πρός τούς πολιτικούς της αντιπάλους, καί ο Γούναρης στούς λόγους του μιλούσε γιά "επαίσχυντον εσωτερικόν ζυγόν, τόν τόσον βαρέως επικαθήμενον επί του τραχήλου ολοκλήρου της χώρας".

Νοέμβριος 1920 - Εκλογές καί Ηττα

Ο μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας έμελλε νά διαπράξει τό μεγαλύτερο πολιτικό λάθος τό οποίο ισοδυναμούσε μέ έγκλημα κατά της πατρίδος. Τό έγκλημά του ήταν ότι εν καιρώ πολέμου, προσέφυγε σέ εκλογές. Τήν 1η Νοεμβρίου 1920 ο λαός τιμώρησε τόν Βενιζέλο διότι είχε τριπλασιάσει τήν Ελλάδα καί είχε πατήσει στήν Μικρά Ασία, έπειτα από 5 αιώνες ξενικής κατοχής. Νά μήν λησμονούμε βέβαια τό γεγονός ότι σέ αυτές τίς εκλογές ψήφισαν οι μουσουλμάνοι πού βρίσκονταν στήν ελληνική επικράτεια καί οι οποίοι αφού δέν είχαν ελληνική συνείδηση κατεψήφισαν τόν ελευθερωτή τόσων ελληνικών εδαφών, ενώ δέν έλαβαν μέρος στίς εκλογές οι έχοντες ελληνικότατη συνείδηση, ομογενείς της επικράτειας της Σμύρνης οι οποίοι στήν συντριπτική τους πλειοψηφία υποστήριζαν τόν "Λευτεράκη". Η κατάσταση ομοιάζει μέ τήν τρέχουσα κατάσταση στά πολιτικά πράγματα της πατρίδας μας, αφού οι τουρκόδουλοι του ΠΑΣΟΚ καί της ΝΔ, αρνούνται τήν ψήφο στούς Ελληνες ομογενείς του εξωτερικού, ενώ τήν χαρίζουν στούς μουσουλμάνους πού βρίσκονται παρανόμως στήν χώρα μας καί οι οποίοι, ως μουσουλμάνοι, δέν έχουν ελληνική συνείδηση.

Ο Βενιζέλος λοιπόν μετά τίς εκλογές θά εγκατέλειπε πικραμένος τήν Ελλάδα, επιβιβαζόμενος από τό Φάληρο, στήν θαλαμηγό "Νάρκισσος", πού είχε ναυλώσει η σύζυγός του Ελενα Βενιζέλου. Ο πολιτικός πού ενέπνεε σεβασμό σέ ολόκληρη τήν Ευρώπη, αυτός πού σέβονταν οι Μεγάλες Δυνάμεις, ο ηγέτης πού υπήρξε αήττητος στίς μάχες του ελληνικού στρατού από τό 1912 έως τό 1920, παρέδιδε τήν σκυτάλη στούς ανάξιους, στούς ασήμαντους, στούς ανίκανους, στούς μικρούς. Καί φυσικά τό πρώτο μέλημα των ανίκανων πολιτικών ήταν νά ξηλώσουν τούς αξιωματικούς πού κατέκτησαν μέ περίπατο τά παράλια της Μικράς Ασίας καί νά τούς αντικαταστήσουν μέ αξιωματικούς αμφιβόλου ποιότητας. Μετά τό δημοψήφισμα πού θά έφερνε τόν γερμανόφιλο Κωνσταντίνο στόν θρόνο, καί οι άσπονδοι Σύμμαχοι της Ελλάδος, Γάλλοι, Ιταλοί, αλλά καί οι κομμουνιστές της Σοβιετικής Ενωσης, ανοιχτά πλέον καί χωρίς ενδοιασμούς θά υποστήριζαν τόν Κεμάλ σέ όπλα καί χρυσό.

Ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος αντικαταστάθηκε από τόν Αναστάσιο Παπούλα, ο στρατηγός Μομφεράτος ανέλαβε τήν διοίκηση της στρατιάς Θράκης, στήν θέση του Αλέξανδρου Μαζαράκη - Αινιάν. Ο στρατηγός Φράγκου ανέλαβε τήν αρχηγία της 1ης μεραρχίας αντί του Ζ. Παπαθανασίου, ο Βαλέττας της 2ης μεραρχίας αντί του Ν. Βλαχοπούλου, ο Διγενής της 13ης αντί του Κ. Μανέττα, ο Κ. Πάλλης τοποθετήθηκε αρχηγός του επιτελείου στή θέση του Θεόδωρου Πάγκαλου, ενώ αξιοσημείωτο είναι τό γεγονός ότι ο Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε νά τεθεί επικεφαλής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας αφού είχε προεξοφλήσει τό μάταιον της προσπάθειας. Οι Γεώργιος Κονδύλης, Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης καί ο Δημήτριος Ιωάννου σχημάτισαν τήν "Εθνική Αμυνα" καί συνεπικουρούμενοι από πολλούς ισχυρούς ομογενείς Κωνσταντινουπολίτες έβαλλαν εναντίον της κυβερνήσεως. Η δύναμις της εν Μικρά Ασία στρατιάς, όταν ανέλαβε τήν διοίκησιν της ο Παπούλας ανήρχετο εις 3.805 αξιωματικούς, 111.861 οπλίτες, 115 πεδινά πυροβόλα καί 146 ορεινά πυροβόλα.

Εφυγε ο Βενιζέλος, αρχισαν οι ήττες

Χριστούγεννα του 1920 καί η Ρωμιοσύνη της Σμύρνης χαιρόταν. Ενας χρόνος ελευθερίας, ένας χρόνος λύτρωσης, ένας χρόνος αγαλλίασης είχε περάσει. Η οικονομική ζωή βρισκόταν στό απώγειό της, καράβια φορτωμένα μέ εμπορεύματα έφθαναν κάθε μέρα στό λιμάνι της. Tά καφενεία, τά θέατρα, τά εμπορικά μαγαζιά έσφυζαν από Μικρασιατική Εκστρατεία 1920 ζωή καί αισιοδοξία. Η νύμφη του Έρμου χαιρόταν. Κανείς δέν φανταζόνταν τί επρόκειτω νά ακολουθήσει. Κανείς δέν φανταζόνταν πόσο γρήγορα ο Παράδεισος θά γινόταν Κόλαση, η ζωή θά γίνόταν θάνατος, τό όνειρο θά γινόταν εφιάλτης. Ο Βασιλίας αφού κήρυξε τήν έναρξη εργασιών της Βουλής, στόν καθιερωμένο εναρκτήριο λόγο του θρόνου διεκήρυσσε τήν αφοσίωση της Ελλάδος στούς συμμάχους καί τήν απόφασή της να υπερασπισθεί τήν Ρωμιοσύνη της Μικράς Ασίας, συνεχίζοντας τόν πόλεμο.

Στίς 24 Δεκεμβρίου ο νέος αρχιστράτηγος εξαπέλυσε επίθεση μέ 14.000 άνδρες καί 1000 ιππείς. Στόχος τό Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ) τό οποίο υπερασπίζονταν ο Ισμέτ πασάς. Οι Τούρκοι προέβαλαν απρόσμενη αντίσταση, ιδιαίτερα στό χωριό Ινονού, όπου ο στρατός μας καθηλώθηκε. Από εκείνη τήν τοποθεσία, ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Τουρκίας, θά ελάμβανε τό επωνυμο Ινονού. Ο Κεμάλ γιά να κερδίσει τίς εντυπώσεις έκανε επίδειξη των λαφύρων πού είχε κερδίσει στήν μάχη. Οι σύμμαχοι έτρεχαν να αναγνωρίσουν τήν κεμαλική κυβέρνηση, ενώ χιλιάδες Τούρκοι εγκατέλειπαν τόν σουλτανικό στρατό γιά να καταταγούν στόν στρατό του Κεμάλ. Ισως εκείνη η μάχη ήταν η αρχή του τέλους. Ο Κεμάλ, πιό ισχυρός από πρίν, λίγο μετά θά υπέγραφε συμφωνία μέ τούς Γάλλους γιά τήν εκκένωση της Κιλικίας καί τήν παράδοση όλου του γαλλικού συμμαχικού οπλισμού στούς υποτιθέμενους αντιπάλους της Αντάντ, Τούρκους. Παράλληλα, θά μοιράζονταν τήν Αρμενία μέ τήν Σοβιετική Ενωση καί θά απελευθέρωνε καί από εκεί δυνάμεις γιά να τίς χρησιμοποιήσει στό δυτικό μέτωπο.

«Η διπλή προσωπικότητα

Τό 1921 είναι τό έτος της Μικρασιατικής Εποποιΐας. Ταυτόχρονα, όμως είναι τό έτος της μεγάλης καμπής πρός τή Μικρασιατική Καταστροφή. Η Ελλάδα βρισκόταν σέ ένα τραγικό δίλημμα. Νά προχωρήσει ή να αποχωρήσει από τήν Μικρά Ασία;

Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, πού εχθρεύονταν τούς συμμάχους, τάχθηκε αμέσως μετά τήν παλινόρθωσή του, υπέρ των συμμάχων. Η αντιβενιζελική παράταξη, πού είχε εκλεγεί μέ διακηρυγμένο πρόγραμμα κατά της πολιτικής Βενιζέλου καί υπέρ της ειρήνης, ακολούθησε τήν πολιτική του Βενιζέλου καί γενίκευσε τόν πόλεμο. Η βενιζελική παράταξη συμπαραστάθηκε επισήμως μέ τήν κυβέρνηση αλλά μέ τά ισχυρότερα μέλη της, τήν υπονόμευσε.»


Μέρτζος Νικόλαος - Μικρασιατική Εκστρατεία

Στίς 26 Μαρτίου 1921, ανέλαβε πρωθυπουργός στήν θέση του Καλογερόπουλου, ο Δημήτριος Γούναρης μέ υπουργό Στρατιωτκών τόν Νικόλαο Θεοτόκη. Σέ συνάντηση μέ τόν Πρωτοπαπαδάκη καί τόν Μεταξά, παρά τίς αντιρρήσεις του τελευταίου, αποφάσισαν ότι η μόνη διέξοδος γιά να τελειώσει ο πόλεμος πού αιμορραγούσε την οικονομία αλλά καί τά νειάτα της Ελλάδος, ήταν νά συντρίψουν τον Κεμάλ. Η εγκατάλειψη τόσων Ελλήνων στά νύχια των κεμαλικών, αλλά καί ο τερματισμός του ονείρου της Μεγάλης Ιδέας ήταν αδιανόητος. "Τί θά απογίνουν οι δυστυχείς αυτοί πληθυσμοί πού τούς επήραμε στό λαιμό μας; Είμεθα υποχρεωμένοι να εξακολουθήσωμεν τόν πόλεμον μέχρι τέλους, έστω καί αν κινδυνεύσωμεν νά καταστραφώμεν...", δήλωνε ο Γούναρης.

Ο αρχιστράτηγος Παπούλας μέ 140.000 άνδρες στή διάθεσή του, έδωσε διαταγή γιά νέα επίθεση τήν άνοιξη του 1921. Στίς 10 Μαρτίου τά ελληνικά στρατεύματα κινήθηκαν από τρείς αφετηρίες - τή Νικομήδεια, τήν Προύσα καί τίς Τημενοθύραι (Ουσάκ) - μέ στόχο τή γραμμή Εσκί Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ. Η 11η μεραρχία πού στάθμευε στή Νικομήδεια κατέλαβε τή Σαπάντζα καί τό Αντά Παζάρ. Στίς 15 Μαρτίου, τό Α' Σώμα Στρατού στό νότιο μέτωπο, υπό τόν στρατηγό Κοντούλη, ξεκινώντας από τό Ουσάκ, μπήκε χωρίς αντίσταση στό Ακροηνό (Αφιόν Καραχισάρ). Τό Γ' Σώμα Στρατού, υπό τόν στρατηγό Βλαχόπουλο, από τήν Προύσα ξεκίνησε γιά τό Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ) αλλά συνάντησε ισχυρή τουρκική αντίσταση μέ αποτέλεσμα η 10η μεραρχία στό κέντρο της ελληνικής παράταξης νά υποχωρήσει κάτω από τίς συνεχή πίεση των δυνάμεων του Ισμέτ Ινονού πασά, οι οποίες περνούσαν στήν αντεπίθεση.

Τομλού Μπουνάρ 1921

Στίς 20 Μαρτίου, τό Γ' Σώμα Στρατού άρχισε νά υποχωρεί, αφήνοντας στό πεδίο της μάχης 5.000 νεκρούς. Τώρα ολόκληρος ο τουρκικός στρατός κινήθηκε εναντίον του Α' Σώματος Στρατού πού υποχωρούσε πρός τό Ουσάκ. Αμέσως φάνηκαν τά αποτελέσματα της προδοτικής ενέργειας των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων νά αντικαταστήσουν όλους τούς νικητές αξιωματικούς των προηγούμενων μηνών, μέ αξιωματικούς πού προτιμούσαν τήν υποχώρηση. Τήν τιμή των όπλων θά σώσει τό 34ο σύνταγμα του συνταγματάρχη Δημοσθένη Διαλέτη, πού πολέμησε ηρωϊκά στό Τουμλού Μπουνάρ, μέ αποτέλεσμα νά δώσει χρόνο στό Α' Σώμα Στρατού να υποχωρήσει μέ τάξη.

«Ο Κοντούλης, ο αντικαταστάτης του Νίδερ, σπεύδει να υποχωρήσει χωρίς να δώσει μάχη, εγκαταλείπει το Αφιόν Καραχισάρ και σταματά στα υψώματα Αρσαλάρ, βόρεια του Ουσάκ. Και στις 28 Μαρτίου ο Ρεφέτ πασάς εξαπολύει μια τρομακτική επίθεση κατά του ελληνικού Μετώπου. Οι Τούρκοι ορμούν με αναπτερωμένο το ηθικό από τη νίκη του Ιν Ενού κι υποστηρίζονται από το καταιγιστικό πυρ του πυροβολικού τους. Τα τμήματά μας κλονίζονται, υποχωρούν.

Αλλά την κρίσιμη στιγμή, μέσα από το δάσος του Χασάν Ντεντέ Τεπέ, ορμούν σαν διάβολοι οι Τσολιάδες μας. Είναι οι άνδρες του 5/42 του Πλαστήρα. Ο αιφνιδιασμός είναι απόλυτος και σε λίγο ανατρέπεται ολόκληρη η κατάσταση. Οι Τούρκοι τρέπονται σε φυγή, εγκαταλείποντας 800 νεκρούς και 200 αιχμαλώτους, μαζί με άφθονο πολεμικό υλικό. Ύστερα από τόσους μήνες η κραυγή «Αέρα» αντηχεί και πάλι. Κι η νίκη του Α' Σώματος αμβλύνει κάπως την τραγωδία του Ιν Ενού. Ο ελληνικός Τύπος θα τη διαφημίσει, για να συγκαλύψει την ήττα.»


Γιάννης Καψής - Χαμένες Πατρίδες

Οι απώλειες της εαρινής επίθεσης ήταν τρομακτικές καί είχαν σοβαρό αντίκτυπο στήν ψυχολογία των οπλιτών. Το τηλεγράφημα του Ινονού στον Φεβζί Πασά ανέφερε: «Ο εχθρός εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης στα στρατεύματά μας. Το πεδίο της μάχης είναι σκεπασμένο με τα πτώματα χιλιάδων Ελλήνων ...». Η ανικανότητα του Γούναρη θά συνεχίζονταν καί στίς διπλωματικές μάχες πού έδινε στίς ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Κυρίως ήταν οι Γάλλοι καί οι Ιταλοί αυτοί πού προσπαθούσαν νά αναθεωρήσουν τήν Συνθήκη των Σεβρών, προσφέροντας περισσότερα ανταλλάγματα πρός τόν Κεμάλ, του οποίου τό κύρος μεγάλωνε μετά τίς νίκες του στρατού του, στό δυτικό μέτωπο της Μικράς Ασίας.

Νεός οπλισμός προσφέρονταν από Γάλλους, Ιταλούς αλλά καί Σοβιετικούς σέ μία κυβέρνηση πού είχε ήδη έξολοθρεύσει εκατομμύρια Αρμένιους, Ρωμιούς καί Ασσύριους χριστιανούς. Οι πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης, πού φυλακίζουν όποιους αρνούνται τό εβραϊκό ολοκαύτωμα, υποστήριζαν τόν εμπνευστή του Χίτλερ, πού διέπραξε τό χριστιανικό ολοκαύτωμα. Υποστήριζαν τόν Κεμάλ, τόν οποίο θαύμαζε ο ίδιος ο Χίτλερ. Είναι τοίς πάσι γνωστόν, ότι στίς προειδοποιήσεις των στρατηγών του γιά τόν αντίκτυπο πού θά είχε η εξολόθρευση τόσων Εβραίων δήλωνε αλλαζονικά: "Ποιός θυμάται τούς Αρμενίους;". Τέλος, τόν ομοϊδεάτη του Χίτλερ θά τόν υποστήριζε καί η τότε Ελληνική Αριστερά, η οποία μέ κορυφή του δόρατος το ΚΚΕ θά σαμποτάριζε τίς ενέργειες του ελληνικού στρατού πρός όφελος των εθνικιστών του Κεμάλ.

Η μάχη της Κιουτάχειας

Τήν επέτειο της αλώσεως 29 Μαΐου 1921, επέλεξε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος νά αποπλεύσει από τόν Πειραιά μέσα σέ παραλήρημα λαϊκού ενθουσιασμού καί νά αποβιβασθεί στό Καί της Σμύρνης τήν επομένη, συνοδευόμενος από τόν πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη, τούς υπουργούς Θεοτόκη, Μπαλτατζή, Στράτο καί τούς πρίγκηπες Παύλο, Νικόλαο καί Ανδρέα. Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή ενώ η προϊσταμένη του στρατιωτικού νοσοκομείου του ευχόταν "Μακάρι νά σας δούμε στη Πόλη καί στην Αγιά Σοφιά".

Ομως τά σύννεφα πύκνωναν. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν στήν ελληνική κυβέρνηση τήν εκκένωση της Μικράς Ασίας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καί τό Ξένο Κεφάλαιο μαζί μέ (τί ειρωνεία!) τούς κομμουνιστές του Λένιν, υποστήριζαν ακόμα περισσότερο τούς εθνικιστές του Κεμάλ, ενώ κόβονταν τά δάνεια πού χρειαζόταν ο Γούναρης γιά να συντηρήσει τούς 186.975 οπλίτες καί 5.740 αξιωματικούς πού βρίσκονταν στήν Μικρά Ασία. H οικονομία του κράτους δέν άντεχε άλλο. Επρεπε νά τελειώσει ο πόλεμος καί γιά νά γίνει αυτό, έπρεπε νά συντριβεί ο Κεμάλ.

«Στρατιώται! Η φωνή της πατρίδος μέ εκάλεσε καί πάλιν επί κεφαλής υμών. Δεχθήτε τόν εγκάρδιον του βασιλέως σας χαιρετισμόν. Είμαι υπερήφανος διά σας. Διά τήν αποφασιστικότητά μέ τήν οποίαν αγωνίζεσθε τόν απελευθερωτικόν της φυλής αγώνα εδώ όπου από αιώνων πνέει ο ελληνισμός. Δέν αγνοείτε ποιάς ευγενούς ιδέας είσθε υπέρμαχοι επί του ιερού τούτου εδάφους. Μάχεσθε υπέρ της ιδέας της ελληνικής, η οποία εδώ εγέννησε τόν απαράμιλλον εκείνον πολιτισμόν, ο οποίος, ουδέποτε θά παύση να προκαλή τού κόσμου τόν θαυμασμόν. Η ανδρεία σας εγγυάται του αγώνος τήν επιτυχίαν. Αι αρεταί σας εγγυώνται, ότι εκ των θυσιών καί της νίκης σας θά αναθάλη εφάμιλλος προς εκείνον πολιτισμός.

Στρατιώται! Επί τό έργον. Ολοι ηνωμένοι. Με τήν καρδίαν πλήρη απο τήν αγάπην πρός τήν Ελλάδα μας, τήν μίαν καί αδιαίρετον. Καί από τήν αφοσίωσιν πρός τήν αποστολήν αυτής τήν μεγάλην καί αιώνιαν της οποίας όλοι είμεθα όργανα. Εμπρός επί τό έργον. Ο βασιλεύς σας είναι μαζί σας. Καί σας οδηγεί εκεί όπου η επιταγή της πατρίδος μας καλεί όλους. Ο Υψιστος θά ευλογήση τόν δίκαιον αγώνα μας.»


Κορδελιό, 31 Μαΐου 1921 - Βασιλεύς Κωνσταντίνος - Διάγγελμα πρός τό στράτευμα

Τό καλοκαίρι του 1921, ξεκίνησε η εκστρατεία πού είχε σκοπό τή συντριβή των κεμαλικών δυνάμεων καί τήν επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών στή νέα κυβέρνηση της Αγκυρας. Ομως αυτή η επίθεση θά έπρεπε νά είχε γίνει δύο χρόνια πρίν, τό καλοκαίρι του 1919. Ακολουθεί απόσπασμα από τό βιβλίο του Ξενοφώντος Στρατηγού, "Η Ελλάς εν Μικρά Ασία", που καταλογίζει σημαντικές ευθύνες καί παραλείψεις στήν κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου:

«Τί παρέλειψεν ο κ. Βενιζέλος

Η προσφορωτέρα περίοδος γιά τήν εκμηδένιση των Κεμαλικών Δυνάμεων ήτο αναμφιβόλως η των ετών 1919 καί 1920, διότι κατά ταύτην δέν επρόκειτο περί καταστροφής υπαρχόντων μεγάλων εχθρικών στρατών, αλλ' απλούστατα κατ' αρχάς περί παρεμποδίσεως της οργανώσεως τοιούτων, άτε μή υπαρχόντων, βραδύτερον δέ περί διαλύσεως των σχηματισθέντων πυρήνων, καθ' ήν εποχήν μάλιστα τά πρώτα οργανωθέντα Κεμαλικά στρατεύματα, ολιγάριθμα κατ' αρχάς, απησχολούντο, κατά μέγα μέρος, εναντίον των Γάλλων εν Κιλικία. Η προσφορώτατη αύτη περίοδος παρήλθεν άπρακτος δια τόν Ελληνικόν Στρατόν, διότι ο κ. Βενιζέλος δέν ηδυνήθη νά επιτύχη ελευθερίαν ενεργείας ή δέν ετόλμησε νά εκβιάση τοιαύτην.

Ού μόνον δέ τούτο αλλά καί ετέρα παράλειψις, βαρύνουσα εξ ολοκλήρου τό προνοεμβριανόν Καθεστώς, καθίστα ολονέν κρισιμωτέραν τήν θέσιν των Ελλήνων, τό γεγονός ότι, μετά τήν ανακωχήν του Μούδρου (Οκτώβριος 1918), τό κατασχεθέν παρά των Συμμάχων πολεμικόν υλικόν της Τουρκίας αφέθη επί τόπου, εντός αποθηκών υπό ασθενεστάτην φρούρησιν ή καί μόνον υπό σφράγισιν, ο δε κ. Βενιζέλος δέν απήτησεν τήν εις Ελλάδα παράδοσιν του υλικού τούτου ή αν τούτο ήθελε θεωρηθή δύσκολον τήν παντελή καταστροφήν αυτού. Τό υλικόν αυτό εχρησίμευσε διά τόν σχηματισμόν του πρώτου σοβαρού πυρήνος του Κεμαλικού στρατού, υπέστη δέ ο Ελληνικός στρατός κατά τας επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921 τήν οδυνηρήν έκπληξιν του να αντιμετωπίση βαρύ πυροβολικόν νεωτάτου συστήματος, ούτινος αυτός εστερείτο παντελώς.

Καί ενταύθα έρχεται μοιραίως τό ερώτημα: καί επετρέπετο νά στερήται ο Ελληνικός Στρατός επαρκούς καί ισχυρού οπλισμού, αφού οι μεγάλοι Σύμμαχοι μεθ' ων συνεπολέμησεν είχον ειρηνεύση πρό πολλού, ηδύναντο δέ οι Σύμμαχοι να τόν εφοδιάσωσι πλουσιοπαρόχως, ου μόνον εκ του ιδικού των αφθόνου καί αχρήστου πλέον περισσεύματος, αλλά καί εκ των απείρων λαφύρων, άτινα απεκόμισαν εκ των Γερμανών, των Αυστριακών, παρ'ών η Ελλάς εδικαιούτο νά λάβη μερίδιον ανάλογον των εν τω Μακεδονικώ μετώπω θυσιών της...»

Σκοπός της ελληνικής επιθέσεως, σύμφωνα μέ τό σχέδιο επιχειρήσεων, πού κατήρτισε τό επιτελείο της Στρατειάς Μικράς Ασίας, ήταν η συντριβή των εθνικιστών του Κεμάλ στήν περιοχή της Κιουτάχειας (Κοτυαίον) καί η κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινουπόλεως - Βαγδάτης απο τόν κόμβο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιον), από όπου ξεκινούσε η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή πρός τήν Αγκυρα, μέχρι τόν κόμβο Αφιόν Καραχισάρ (Ακροϊνό), όπου κατέληγε η σιδηροδρομική γραμμή από τή Σμύρνη. Τό ελληνικό σχέδιο προέβλεπε μία κατά μέτωπο επίθεση στήν Κιουτάχεια μέ ταυτόχρονη υπερκέρασή της από νότο καί βορρά ώστε νά εγκλωβιστεί ο εχθρός. Επίθεση στήν Αγκυρα - καλοκαίρι 1921 Τό βόρειο τμήμα απαρτίζοταν από τό Γ' Σώμα Στρατού μέ διοικητή τον αντιστράτηγο Γεώργιο Πολυμενάκο καί συνταγματάρχες τόν Α. Πλατή (7η μεραρχία), Π. Σουμίλα (10η μεραρχία), Νικόλαο Τρικούπη (3η μεραρχία) καί Νικόλαο Κλαδά (11η μεραρχία). Αποστολή του Γ' Σώματος Στρατού ήταν η υπερκέραση της Κιουτάχειας από τά βόρεια, μέσω της κοιλάδας του Αδρανού ποταμού.

Τό νότιο τμήμα απαρτίζοταν από τήν 4η μεραρχία (συνταγματάρχης Δ. Δημαράς), 12η μεραρχία (πρίγκηπας Ανδρέας), από τό Α' Σώμα Στρατού (αντιστράτηγος Κοντούλης) - 1η μεραρχία (συνταγματάρχης Αθ. Φράγκου), 2η μεραρχία (συνταγματάρχης Γ. Βαλέττας) καί τό Β' Σώμα Στρατού (υποστράτηγος Αριστοτέλης Βλαχόπουλος) - 5η μεραρχία (συνταγματάρχης Ι. Τριλίβας) καί 13η μεραρχία (συνταγματάρχης Κίμων Διγενής). Τό νότιο τμήμα θά εκτελούσε επίθεση πρός τήν τοποθεσία Μπάλ Μαχμούτ - Κιουτσούκ Τζορτζά. Στίς 26 Ιουνίου ο Παπούλας καί τό επιτελείο του μεταφέρθηκαν από τήν Σμύρνη στό Ουσάκ καί ξεκινούσαν τήν επίθεση.

Οι μάχες πού ακολούθησαν ήταν αιματηρές καί οι απώλειες του ελληνικού στρατού μεγάλες. Τήν 1η Ιουλίου, η 4η Μεραρχία εισήλθε στό Αφιόν Καραχισάρ καί υποχρέωσε τόν Κεμάλ νά επισκεφθεί αυτοπροσώπως τόν Ισμέτ στήν Κιουτάχεια καί νά τόν πείσει νά υποχωρήσει ανατολικά, δεδομένου ότι ο Ισμέτ πασάς δέν δεχόταν εύκολα τήν υποχώρηση. Τήν 2α Ιουλίου η 13η μεραρχία επιτέθηκε στό Ακτσάκ Δάγ καί η 5η μεραρχία στό Τσαούς Τσιφλίκ, ενώ τό Α' Σώμα Στρατού έδωσε σκληρές μάχες στό Ερικλή καί στά υψώματα Νασούχ Τσάλ. Η Κιουτάχεια καταλήφθηκε τήν επομένη καί λίγο αργότερα καταλήφθηκε τό Δορύλαιο (Εσκή Σεχίρ).

Ο Ισμέτ πασάς προκειμένου νά κερδίσει χρόνο ο τουρκικός στρατός γιά τήν υποχώρηση, συγκέντρωσε δυνάμεις καί επιχείρησε αντεπίθεση κατά του Εσκή Σεχίρ. Ολόκληρη τήν 8η Ιουλίου 1921 διήρκεσαν οι μάχες μέ σοβαρές απώλειες καί γιά τούς δύο αντιπάλους, αλλά δυστυχώς ο εχθρός υποχώρησε αλώβητος ακόμα πιό ανατολικά.

Εσκί Σεχίρ 1921

«Είχαμε καταλάβει την πόλη στις 6 Ιουλίου, μπήκαμε μέσα, εγκαταστήσαμε τις αρχές, καταλάβαμε και τους φούρνους για ψωμί, όλο το Γ΄ Σώμα Στρατού καταυλισθήκαμε βορειοανατολικώς της πόλεως. Προς το δυτικόν μέρος της πόλεως ήτο απέραντος κάμπος χωρίς δένδρο. Πέρα από τον κάμπο υψωνόταν το βουνό Μπόζ-Ντάγ και στους πρόποδες ήτο η κωμόπολη Μουτελίπ με τρεις μιναρέδες.

Στις 8 Ιουλίου το πρωί διετάχθηκε το 3ο τάγμα του 23ου πεζικού Συντάγματος, όπου υπηρετούσα ως σιτιστής στον 11ο λόχο, να φύγουμε. Μόλις περάσαμε την πόλη ένα βλήμα τουρκικό περνούσε από πάνω μας, με στόχο το Σώμα που ήτο καταυλισμένο. Ο Ταγματάρχης μας Βάκης Αλέξανδρος, Αθηναίος, διατάζει αμέσως τα μεταγωγικά μάχης να ακολουθήσουν το τάγμα και τα μεταγωγικά σώματος να μείνουν μέσα στα σπίτια. Δεν πέρασε μισή ώρα και το τάγμα έπιασε σκληρή μάχη. Αλματα οι Τούρκοι, άλματα οι δικοί μας.

Το τάγμα ζητάει ενίσχυση και αμέσως φθάνει σαν αστραπή το 22ον Σύνταγμα με διοικητήν τον συνταγματάρχη Ψάραν με δέκα ιππείς σαλπικτάς να φωνάζουν προχωρείτε, προχωρείτε και να τραγουδούν του Αητού ο γιός πάει κι αυτός, εμπρός, εμπρός, σηκωνόταν τα μαλλιά σου στην κορφή... Έφθασε και μια πεδινή πυροβολαρχία που άρχισε να βάζει κάτω, από το δημόσιο δρόμο έφτασε το βαρύ πυροβολικό, επί 8 ώρες έβλεπες μια κόλαση πυρός. Εκεί που έστησαν τα πολυβόλα δε μετακινήθηκαν. Εγώ έμεινα μέσα στα σπίτια.

Τα καημένα τα ζώα φορτωμένα επί οχτώ ώρες. Βλέποντας οι Έλληνες του Εσκί Σεχίρ φοβήθηκαν και άρχισαν να φορτώνουν και αυτοί τα ρούχα τους να ακολουθήσουν το στρατό. Τρέξαμε εμείς οι στρατιώτες και τους πείσαμε να σταματήσουν. Θα πάρουν αέρα οι Τούρκοι τους λέγαμε και θα μας τουφεκούν από τα σπίτια. Έπειτα ήρθαν μερικοί θαρραλέοι, έβλεπαν τα πυροβόλα μας να βγάζουν φωτιές και μας ρωτούν αυτός είναι ο στρατός μας;, όχι τους είπαμε ο στρατός μας προχωράει μπροστά. Τέλος μετά από σκληρή μάχη οκτώ ωρών υποχώρησαν οι Τούρκοι προς το βουνό.

Επίθεση στήν Κιουτάχεια - Κιζίλ Ντάγ 1921

Πανωλεθρία υπέστη με την υποχώρηση η κωμόπολις Μουτελίπ ύστερα από τη μάχη. Το 22ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας ανέβηκε στο βουνό, το τάγμα μας έμεινε στο πεδίο της μάχης χωρίς να γνωρίζει το Σύνταγμα και εβάλαμε φυλάκια. Την νύκτα μας κάνουν αντεπίθεση οι Τούρκοι, μας σκοτώνουν δύο σκοπούς. Σήμανε συναγερμός στο Σύνταγμα, αντεπίθεση όλη τη νύχτα και τους διέλυσε τελείως. Εμείς ήμασταν προσκολλημένοι στο Σύνταγμα κι έπρεπε το πρωί να συνδεθούμε. Όταν περάσαμε την κωμόπολη και βγήκαμε στην κορυφή του βουνού, είδαμε τα πυροβόλα τους ζεμένα σε έξι βουβάλια σκοτωμένα και οι πυροβοληταί μαζί. Αποθήκες, καζάνια όλα τα εγκατέλειψαν και σκόρπισαν μέσα στα κλαδιά να σωθούν. Τους περισσότερους τους πιάσαμε αιχμαλώτους κι άλλοι διέφυγαν μέσα στα δάση. Αυτή ήταν η Σιδηρά Μεραρχία του Κεμάλ με επικεφαλής τον ίδιο. Αυτή τη μάχη ο ελληνικός στρατός τη γιόρταζε σαν εθνική γιορτή όσον καιρό ήμασταν εκεί στη Μικρασία.»


1979. Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση του Στ. Καρακυριαζή

Οι απώλειες του ελληνικού στρατού κατά τήν περίοδο 25 Ιουνίου - 12 Ιουλίου ανήλθαν σέ 1.491 νεκρούς, 6.472 τραυματίες καί 110 αγνοούμενους. Οι Τούρκοι είχαν μεγαλύτερες απώλειες καί μόνο κατά τήν μάχη του Εσκί Σεχίρ οι Ελληνες συνέλαβαν 4.000 αιχμαλώτους. Ο αντικειμενικός σκοπός της κατάληψης των σιδηροδρομικών κόμβων Εσκί Σεχίρ καί Αφιόν Καραλισάρ επετεύχθει. Απέτυχε όμως ο ελληνικός στρατός στήν εξουδετέρωση των κεμαλικών δυνάμεων, η οποία οφείλεται κατά πολύ στή μή εκτέλεση συστηματικής καταδίωξης του υποχωρούντος εχθρού, μετά τήν μάχη του Εσκί Σεχίρ.

Τό πολεμικό συμβούλιο της Κιουτάχειας καί η μοιραία απόφαση

Η ήττα του τουρκικού στρατού στή μάχη του Εσκί Σεχίρ επέδρασε αρνητικά στό ηθικό των Τούρκων στρατιωτών ενώ η πολιτική της υποχωρήσεως, πού επέλεξε ο Κεμάλ, έγινε δεκτή μέ σοβαρές αντιδράσεις από τήν Εθνοσυνέλευση της Αγκυρας. Ο Κεμάλ όμως επέμενε ότι η επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας καί εφοδιασμού του ελληνικού στρατού θά έφερνε τήν ήττα στούς Ελληνες. Από τήν άλλη στό ελληνικό στρατόπεδο, αφενός του ηθικό του στρατού ήταν υψηλό, μετά τήν συνεχιζόμενη καταδίωξη του εχθρού, αφετέρου άρχιζαν οι δυσχέρειες γιά τούς Ελληνες στρατιώτες πού απομακρύνονταν πολύ από τίς βάσεις τους, βρίσκονταν σέ έδαφος δύσβατο, αφιλόξενο, μέ εχθρικούς πληθυσμούς να τούς παρενοχλούν καί εμφανίζονταν τά συμπτώματα της κούρασης καί της εξάντλησης. Στά ανώτερα κλιμάκια υπήρχε τό δίλημμα: Να συνεχίσουμε τήν καταδίωξη μέχρι τελικής πτώσης του Κεμάλ ή νά σταματήσουμε καί να περιμένουμε; Αλλά υπήρχε καί η διχόνοια πού κατάτρωγε τίς σάρκες της Ελλάδος:

«Είνε ανεκδιήγητα τά όσα ο βενιζελισμός διέπραξε κατά της υποστάσεως του Εθνους καθ' ήν εποχήν, αιμάσσον καί αγωνιωδώς προσπαθούν τούτο, επεδίωκε τήν σωτηρίαν του καί τήν των ομαιμόνων Μικρασιατών. Φυγόντες οι μεγαλόσχημοι Βενιζελικοί παντός κλάδου καί επαγγέλματος, δέν μετέβησαν νά μονάσωσιν εις εκούσιαν εξορίαν, ως ηρέσκοντο νά διατείνωνται, αλλ' εσκορπίσθησαν εις όλα τά σημαίνοντα κέντρα της οικουμένης, ως πράκτορες καί προπαγανδισταί, ως πράκτορες αντιδράσεως κατά πάσης ενέργειας αποσκοπούσης τήν εξυπηρέτησιν του αγώνος του Εθνους.

Μέγας αριθμός τούτων, ιδώς αξιωματικοί, λιποτακτήσαντες μετά τάς εκλογάς, κατέφυγον εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα ίδρυσαν τήν κλησθείσα "Εθνικήν Αμυναν". Θά εφαντάζετο τις, ότι λόγω της ονομασίας της σκοπόν είχε τήν στρατολογίαν εθελοντών, τήν εξεύρεσιν χρημάτων καί πολεμικών μέσων πρός ενίσχυσιν του μαχομένου στρατού. Πολλού γε καί δεί! Αντί τούτου, επολιτεύετο, έγραφεν άρθρα, προορισμόν έχοντα τήν κατάρριψιν του ηθικού του Στρατού, άτινα ο Κεμάλ ορθώς εκτιμών ανετύπωνε καί εσκόρπιζε δι' αεροπλάνων εις τάς Ελληνικάς γραμμάς...»


Ξενοφών Στρατηγός - Η Ελλάς εν Μικρά Ασία - Αθήναι 1925

Ο Κωνσταντίνος έφθασε στό Εσκί Σεχίρ, όπου εψάλλει δοξολογία καί παρετάχθει μπροστά του η 1η μεραρχία για να παρασημοφορήσει ο βασιλεύς τίς πολεμικές σημαίες. Στίς 15 Ιουλίου 1921 συνεκλήθη πολεμικό συμβούλιο στήν Κιουτάχεια προεδρεύοντος του βασιλέως Κωνσταντίνου. Σέ αυτό πήραν μέρος ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, ο διοικητής της Στρατιάς Αναστάσιος Παπούλας, ο Υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο επιτελάρχης της Στρατιάς συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Πάλλης, ο αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης και ο απόστρατος υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός. Ο Γούναρης, ο Θεοτόκης καί ο Στρατηγός τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ της άμεσης προελάσεως. Ο Κεμάλ έπρεπε να προσβληθεί καί να ταπεινωθεί στήν πρωτεύουσά του, ώστε νά εξουδετερωθεί πλήρως καί να επιβληθεί επιτέλους η Συνθήκη των Σεβρών. Οι υπόλοιποι ήταν επιφυλακτικοί καί διάβασαν καί τό υπόμνημα του συνταγματάρχου Γεωργίου Σπυρίδωνος ο οποίος αντιτίθετο σφόδρα στήν προοπτική περαιτέρω προέλασης του ελληνικού στρατού, μία προέλαση η οποία έπρεπε να καλύψει 265 χιλιόμετρα μέσα από τήν φλεγόμενη Αλμυρά Ερημο.

Greek cavalry Minor Asia 1921

Ακολουθεί κείμενο μέ τά επιχειρήματα του Ξενοφώντος Στρατηγού ο οποίος τασσόταν μέ τήν άποψι της συνέχισης τής εκστρατείας του ελληνικού στρατού.

«Εκ μέρους του ηττηθέντος εχθρού ουδεμία εγένετο πρότασις περί ανακωχής ή συνθηκολογήσεως, αλλ' ούτε εκ μέρους των ενδιαφερομένων Μεγάλων Δυνάμεων, τουναντίον δέ εκ μέρους της Αγγλίας υπήρχον ενθαρρύνσεις πρός αποπεράτωσιν του αρξαμένου νικηφόρου έργου, υπομιμνήσκεται η αγόρευσις του κ. Λόϋδ Τζώρτζ καθ' ήν: "Η Ελλάς νικώσα τόν Κεμάλ δέν δύναται να αρκεσθή εις τά εν τη συνθήκη των Σεβρών συμφωνηθέντα καί δέον νά τύχη πληρεστέρας ικανοποιήσεως!". Αφ' ετέρου δέν ήτο δυνατόν η μέχρι της στιγμής εκείνης νικήτρια Ελλάς να προσέλθη ικέτης εις τόν Κεμάλ καί να εκλιπαρήση ειρήνην, γνωστής ούσης της αδιαλλαξίας αυτού...

Εσωτερικώς ο Κεμάλ επάλαιε κατά μεγίστων δυσχερειών λόγω της επαναστατικής μορφής ήν είχεν η εξουσία του. Οι Κούρδοι ήσαν λίαν δυσμενώς πρός αυτόν διατεθειμένοι. Εις τό Ικόνιον εκυοφορείτο επανάστασις κατά του Κεμάλ. Αι πιθανότηται ριζικού κλονισμού, αν μή καταρρεύσεως ολοκλήρου του Κεμαλικού συγκροτήματος, αν ο Κεμάλ ήθελεν υποστή βαρύ τι καί ανεπανόρθωτον στρατιωτικόν πλήγμα, ήσαν μέγισται. Τοιούτον δέ πλήγμα θά ήτο αναμφιβόλως η απώλεια της πρωτευούσης του Αγκύρας καί των εν αυτή στρατιωτικών του βάσεων.

"Αι θέσεις αύται αποτελούσι τό τελευταίον προπύργιον της Τουρκίας!" έγραφεν ο Κεμάλ εν διαταγή του πρός τά στρατεύματα. Καί απετέλουν πράγματι τό τελευταίον προπύργιον αι θέσεις εκείναι, διότι εκδιωκόμενος ο Κεμάλ εξ Αγκύρας, πλήν του αθεραπεύτου ηθικού τραύματος, θά έχανε καί τό πλείστον του υλικού του όπερ δέν θά ήτο δυνατόν νά αποσύρει εν τάχει, ως έπραξε παρά τήν Κιουτάχειαν. Τί θά απεγίνετο τότε ο Κεμάλ;

Θα αποσύρετο εις τά ενδότερα πρός τήν Σεβάστειαν, τήν Καισάρειαν ή τό Χαρπούτ, συνεσφιγμένος μεταξύ των χριστιανών του Πόντου, πρός βορράν, τών Αρμενίων πρός βορειοανατολικώς, των Κούρδων πρός νότον, των επαναστατημένων του Ικονίου καί του Ελληνικού στρατού πρός Δυσμάς....»

Ως ημερομηνία ενάρξεως της μοιραίας εκστρατείας ορίστηκε η 1η Αυγούστου 1921. Ηταν ο ίδιος μήνας, μέ τόν Αύγουστο του 1071, όταν κάποιος άλλος στρατιώτης, ο Ρωμανός Δ' ο Διογένης, ξεκινούσε τήν εκστρατεία του γιά να διώξει τούς Τούρκους εισβολείς από τήν Μικρά Ασία. Καί εκείνη η εκστρατεία, χαρακτηρίζοταν από τήν διχόνοια, καί εκείνη η εκστρατεία ξεκινούσε μέ τούς καλύτερους οιωνούς καί εκείνη η εκστρατεία θά κατέληγε στήν συντριβή των ελληνικών στρατευμάτων καί στήν απώλεια της ελληνικοτάτης Μικράς Ασίας από τούς Μογγόλους εισβολείς. Καί τόν ίδιο μήνα ένα χρόνο αργότερα, τόν Αύγουστο του 1922, θά έσπαγε τό μέτωπο καί θά πανηγύριζαν οι κατακτητές γιά τή νίκη τους καί γιά τήν εξόντωση των χριστιανών ιθαγενών της γης της Ιωνίας, της Καππαδοκίας καί του Πόντου.

Η πορεία πρός τήν Αγκυρα

Η ελληνική στρατιά, μέ 120.000 οπλίτες καί 3.780 αξιωματικούς, ξεκίνησε τήν προέλασή της ανενόχλητη, κινούμενη ανατολικά, ακολουθώντας τίς πορεία πού είχε κάνει αμέτρητες φορές ο βυζαντινός στρατός, όταν αιώνες νωρίτερα, καταδίωκε τούς Πέρσες ή τούς Αραβες ή τούς Σελτζούκους εισβολείς πού απειλούσαν τά σύνορα καί λεηλατούσαν τίς βυζαντινές πόλεις. Οι Τούρκοι, υπό τήν ηγεσία του αρχιστράτηγου Κεμάλ, του αρχηγού του επιτελείου Φεβζή πασά καί του διοικητή του μετώπου Ισμέτ πασά, παρέταξαν 90.000 άνδρες καί ένα πανίσχυρο ιππικό, πού τούς έδινε απίστευτη ταχύτητα κινήσεων, όπως γίνονταν καί μέ τούς Οθωμανούς προγόνους τους. Ο Ισμέτ πασάς είχε καταστρέψει τόσο τήν σιδηροδρομική γραμμή πού οδηγούσε στήν Αγκυρα, συναποκομίζοντας τίς 20 ατμομηχανές καί τά 200 βαγόνια, όσο καί τίς γέφυρες των ποταμών, πράγμα πού επιβεβαιώνονταν καί από τίς αναγνωριστικές πτήσεις της ελληνικής αεροπορίας πάνω από τόν ποταμό Σαγγάριο.

Στίς 3 Αυγούστου ο ελληνικός στρατός είχε ολοκληρώσει τήν πρώτη φάση του σχεδίου προελάσεως, φτάνοντας στή γραμμή Μιχαλίτς - Σαρήκιοϊ - Σιβρί - Χισάρ - γέφυρα Φετί Ογλού. Παρέμεινε εκεί γιά τριήμερη ανάπαυση, καί στίς 5 Αυγούστου τό επιτελείο εξέδωσε γενική διαταγή, σύμφωνα μέ τήν οποία ο κύριος όγκος της στρατιάς θά στρέφοταν πρός νότον καί θά βάδιζε παράλληλα μέ τό νότιο κλάδο του Σαγγαρίου ποταμού.

Πουρσάκ παραπόταμος του Σαγγάριου - καλοκαίρι 1921

Στή συνέχεια θά ακολουθούσε τήν πορεία του πρός τά βορειοανατολικά, μέ αντικειμενικό σκοπό τήν προσβολή των τουρκικών θέσεων στά βόρεια του ποταμού Γκεούκ Ινλάρ Κατραντζή καί τήν υπερκέραση του εχθρού από τά ανατολικά. Η 7η μεραρχία θά διενεργούσε απευθείας επίθεση αντιπερισπασμού στίς οχυρωμένες θέσεις των Τούρκων στήν ανατολική όχθη του Σαγγαρίου.

Ετσι η ελληνική προέλαση συνεχίστηκε από τό πρωΐ της 6ης Αυγούστου μέ τρία σώματα συμπαραταγμένα. Τό Γ' Σώμα στά βόρεια, τό Α' στό κέντρο καί τό Β' στά νότια. Η 9η μεραρχία του Β' Σώματος Στρατού προχώρησε μέσα από τήν Αλμυρά Ερημο κάτω από τόν αδυσώπητο ήλιο του Αυγούστου πού ταλαιπωρούσε αφάνταστα ανθρώπους καί κτήνη. Στίς 10 Αυγούστου τό Γ' καί τό Α' Σώμα Στρατού έφτασαν στή νότια όχθη του Γκεούκ Ινλάρ Κατραντζή καί οι εμπροσθοφυλακές τους ήλθαν σέ επαφή μέ τήν οχυρωμένη τουρκική τοποθεσία. Τό Β' Σώμα Στρατού διατάχτηκε νά παραμείνει σέ δεύτερη γραμμή γιατί υπήρχαν πληροφορίες γιά κινήσεις τουρκικών δυνάμεων στό αριστερό άκρο της τουρκικής παράταξης οι οποίες οχύρωναν τήν απρόσιτη τοποθεσία του Καλέ Γκρότο.

Κατά τή διάρκεια της πορείας των Ελλήνων στρατιωτών κατά μήκος του ποταμού Σαγγάριου, επαληθεύτηκαν οι απαισιόδοξες προβλέψεις του συνταγματάρχη Σπυρίδωνος. Η έλλειψη νερού καί τροφίμων, οι αρρώστιες καί οι πυρετοί, η ζέστη καί η κούραση είχαν προκαλέσει περισσότερες απώλειες στούς στρατιώτες μας από ότι οι επιθέσεις του τουρκικού ιππικού καί των ατάκτων. Οι άντρες είχαν ξεπεράσει τά φυσιολογικά όρια αντοχής πολύ πρίν αρχίσουν οι μάχες μέ τόν εχθρό.

«Οι σαλπιγκτές χαιρέτισαν την ανατολή της 1ης Αυγούστου, τον πολεμικό παιάνα κι οι πολεμιστές μας απάντησαν με την κραυγή "Αέρα". Ήταν αυτοί, που πριν λίγες μέρες φώναζαν στο Γούναρη: "Θέλουμε ν' απολυθούμε». Ποιά καλή μάγισσα είχε μεταμορφώσει τους κουρασμένους ήρωες σ' ατίθασα παλληκαρόπουλα; Ήταν η φλόγα της Φυλής εκείνη, που έκανε το Νικηταρά να φωνάζει στον εαυτό του: «Κουράγιο, Νικηταρά... Τούρκους σφάζεις". Οι στρατιώτες μας ξεκίνησαν για τη μαρτυρική πορεία τους στην έρημο σιγοτραγουδώντας: "Μουσταφά μωρέ Κεμάλη είσαι αγύριστο κεφάλι...". Γρήγορα, όμως, το τραγούδι πνίγηκε στο στόμα τους, η τρομακτική δίψα άρχισε να τους τυραννάει. Περπατούαν τρεις και πλέον ημέρες, με θερμοκρασία, που θα έφθανε τους 45 βαθμούς υπό σκιά - αν υπήρχε σκιά. Αλλά δεν υπήρχε, μόνο καυτός ήλιος κι η άμμος της ερήμου.

Η πορεία ήταν μαρτυρική και σαν να μην έφτανε η αφόρητη ζέστη το μαρτύριο της δίψας το μεγάλωνε η ξηρά τροφή, που είχαν μαζί τους οι στρατιώτες μας - καπνιστές ρέγγες και κρεμμύδια. Θα έλεγε κανείς πως σκληρός βασανιστής είχε επινοήσει το μαρτύριο εκείνο. Κι όμως δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά. Λίγο πριν αρχίσει η πορεία, το 4ο Γραφείο είχε ειδοποιήσει με σήματα του τις μονάδες, ότι η τροφοδοσία των ανδρών τους έπρεπε να εξασφαλιστεί «εκ των ενόντων» - εκ των ενόντων μέσα στην έρημο! Αλλά η Επιμελητεία μας δεν είχε άλλη λύση. Τα μαχόμενα τμήματα είχαν απομακρυνθεί 200 χιλιόμετρα από τις βάσεις ανεφοδιασμού και τα μεταφορικά μέσα ήταν λίγα. Χάλαγαν χωρίς να είναι δυνατό ν' αντικατασταθούν. Η Ελλάδα άρχιζε μια νέα εκστρατεία ενώ βρισκόταν στο χείλος της χρεωκοπίας.

«Ο αφόρητος εις καύσωνα τυφλωτικός ήλιος τής ερήμου μετέβαλλε τήν όψιν του βαδίζοντος φαντάρου, μέ τόν γυλιόν φορτωμένον εις τούς ώμους του, εις όψιν άγωνιώντος ετοιμοθάνατου. Ο ίδρώς έρρεε «ποτάμι» κι' οι οφθαλμοί του σχεδόν κλειστοί. Καί τήν δύσιν του ηλίου ηκολούθει εις τήν ερημον ψύχος δριμύ...».

Η εφιαλτική αυτή περιγραφή δεν ανήκει στους αντίπαλους του καθεστώτος, είναι περιγραφή του συνταγματάρχη Γ. Σπυρίδωνος, διευθυντή του 4ου Γραφείου της Στρατιάς - δηλαδή της Επιμελητείας. Και ήταν σε θέση να γνωρίζει τη πραγματικότητα ο εκλεκτός εκείνος αξιωματικός, του οποίου οι εισηγήσεις δεν ακούστηκαν. Η εκστρατεία του Σαγγάριου ήταν ένα τραγικό σφάλμα, που την μετέβαλε σε έγκλημα το σχέδιο της επίθεσης. Ο κύριος όγκος του Στρατού μας ρίχτηκε σε μια εξαντλητική πορεία 60-70 χιλιομέτρων δια μέσου της Αλμυράς Ερήμου, για να προσβάλει την αμυντική διάταξη του εχθρού από το αριστερό.....

Η 10η Αυγούστου βρίσκει τους στρατιώτες μας στο όριο της αντοχής τους. Έχουν μεταβληθεί σε φαντάσματα. Η σκόνη της Αλμυρός Ερήμου έχει διαποτίσει τους πνεύμονες τους, αναπνέουν με δυσκολία. Δεν ιδρώνουν - από τους πόρους τους βγαίνουν οι πρώτες σταγόνες αίματος. Λίγο ακόμη και θα καταρρεύσουν.

Τη στιγμή ακριβώς εκείνη δίνεται η διαταγή επίθεσης κατά του εχθρού - έχουμε πλησιάσει στις γραμμές άμυνάς του. Και τότε γίνεται ένα ακόμη θαύμα. Οι ζωντανοί - νεκροί της Στρατιάς μας υψώνουν το ανάστημα. Το βογγητό του μαρτυρίου τους μεταβάλλεται σ' αλαλαγμό - σ' επιθετικό παιάνα. Οι λόγχες αστραποβολούν κι οι στρατιώτες μας ορμούν ακάθεκτοι. Πού βρήκαν τη δύναμη τα παλικάρια εκείνα, μετά το μαρτύριο της ερήμου, πού βρήκαν το ψυχικό σθένος, όταν ένιωθαν, ότι διοικούνται από ανίκανους; Στην ίδια πηγή, όπου βρήκαν το σθένος οι Μαραθωνομάχοι, οι αλύγιστοι υπερασπιστές του Μεσολογγίου - στην ελληνική ψυχή. Κι εκεί, στις όχθες του Γκεούκ (παραπόταμου του Σαγγάριου) επαναλαμβάνεται μια από τις αθάνατες στιγμές των εκστρατειών του Ναπολέοντα.

Όταν ο νεαρός Βοναπάρτης ανέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς της Ιταλίας, ο Οζερώ του ανάφερε, ότι οι «Γκρινιάρηδες» δηλαδή οι περίφημοι πιστοί του Γρεναδιέροι στερούνταν τα πάντα - ζωοτροφές, πολεμοφόδια, υποδήματα. «Έ χ ε ι ο εχθρός, ας πάμε να του τα πάρουμε», απάντησε ο τρομερός Κορσικανός. Έτσι κι έγινε. Οι στρατιώτες μας δεν είχαν τον Ναπολέοντα αρχιστράτηγο. Ο καθένας, όμως, είχε στην καρδιά του το θάρρος του Βοναπάρτη. Ορμούν, φωνάζοντας: «Εμπρός, παιδιά... Οί Τούρκοι έχουν νερό...» Κι αμέσως ανατρέπουν τη πρώτη γραμμή άμυνας του εχθρού. Αλλά το μεγαλείο των πολεμιστών δίνει πιο ζωντανά, πιο έντονα, τη μικρότητα των ηγετών τους.»


Γιάννης Καψής - Χαμένες Πατρίδες

Αλμυρά Ερημος 1921

Οι μάχες πού ακολούθησαν ήταν επικές. Θυμίζουν σε ηρωϊσμό τίς ομηρικές μάχες πού έδωσαν οι Αχαιοί μέ τούς Τρώες, οι Σπαρτιάτες μέ τούς Πέρσες, οι Βυζαντινοί μέ τούς Αραβες, οι Σουλιώτες μέ τούς Τουρκαλβανούς. Ποτάμια αίματος των Ευζώνων πότισαν τήν γή της Μικράς Ασίας. Οι τσολιάδες μας παρόλη τήν κούραση, τίς πορείες καί τήν πείνα, κατάφεραν νά νικήσουν. Ταπείνωσαν τόν Κεμάλ, έξω από τήν πρωτεύουσά του. Κατέλαβαν τό ένα μετά τό άλλο τά οχυρά του. ΝΙΚΗΣΑΝ! Νίκησαν όμως μέ βαρύτατες απώλειες. Ο Γιάννης Καψής στά βιβλία του, όσο κατηγορεί τούς ανώτατους αξιωματικούς (κυρίως τόν πρίγκηπα Ανδρέα) γιά ανικανότητα, τόσο εκθειάζει τούς απλούς στρατιώτες γιά τη γενναιότητα καί τήν αυτοθυσία πού επέδειξαν στήν μάχη της Αγκυρας.

Τή 10η Αυγούστου 1921 σύσσωμος ο ελληνικός στρατός εφόρμησε. Τό αριστερό επιτέθηκε εναντίον των οχυρώσεων πίσω από τόν ποταμό Γκεούκ. Τό κέντρο στά απόκρημνα οχυρά Ταμπούρ Ογλού καί Σαπάντζα, ενώ τό δεξιό επιτέθηκε στό απόρθητο Κάλε Γκρότο. Μετά από αιματηρές μάχες σώμα μέ σώμα καί διά της λόγχης, οι Ελληνες διέσπασαν τήν πρώτη αμυντική γραμμή των Τούρκων. Κατέλαβαν καί τήν δεύτερη αμυντική γραμμή στήν οροσειρά Τσάλ Αντίζ. Ο Κεμάλ διατάσσει άμυνα μέχρις εσχάτων καί δίνει εντολή νά πυροβολούνται όσοι υποχωρούν χωρίς γραπτή εντολή. Οι Τούρκοι ηττώνται καί στήν τρίτη αμυντική γραμμή καί ετοιμάζουν νά εκκενώσσουν τήν Αγκυρα καί να αποτραβηχτούν στήν Καισάρεια της Καππαδοκίας. Χωρίς νερό, χωρίς ψωμί καί υπό συνεχή καύσωνα οι Ελληνες πολέμησαν επί 19 μερόνυκτα στήν κόλαση του Σαγγάριου. Απέκρουσαν καί τή μεγάλη τουρκική αντεπίθεση πού έγινε στίς 28 Αυγούστου 1921. Μετά τίς μάχες, ο Κεμάλ στην Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θά δήλωνε: "Ο Σαγγάριος παραλίγο νά γίνει ο τάφος της Τουρκίας. Η μάχη διήρκεσε 22 αδιακοπα μερόνυκτα, περισσότερο από κάθε άλλη μάχη της τουρκικής ιστορίας."

«Επτά τουρκικές Μεραρχίες έκαναν εκείνη την αντεπίθεση - επτά Μεραρχίες εναντίον τεσσάρων συνταγμάτων μας. Η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν συντριπτική. Οποιονδήποτε άλλον Στρατό κι αν είχαν απέναντι τους θα τον είχαν συντρίψει. Αλλ' οι Τσολιάδες μας φαίνεται, ότι ανήκουν στη πάστα εκείνη τω ανθρώπων που φτιάχνει τους ήρωες. Πυροβολούν ακατάπαυστα κατά του εχθρού, τα όπλα τους ανάβουν κι όταν οι Τούρκοι πλησιάζουν, τραβούν τις ξιφολόγχες. Ήταν δραματική η μάχη εκείνη σώματος προς σώμα. Ακόμα κι οι ξιφολόγχες εστόμωσαν, αλλ' οι λεβέντες του 1/38 δεν λύγισαν - πολέμησαν και με τα δόντια κι απέκρουσαν τους Τούρκους. Κι ο Κεμάλ, παρακολουθώντας τη μάχη από το σταθμό διοίκησης του Ισμέτ, στο Αλαντζίκ, και βλέποντας το Στρατό του ν' αποδεκατίζεται, μουρμουρίζει: « Αν ηττηθούμε, Έλληνες θα μας έχουν νικήσει»...

Δόθηκαν πολλές και σκληρές μάχες, εκεί στα βάθη της Ανατολής, είναι αδύνατο να περιγραφούν όλες. Μια και μόνο, όμως, είναι αρκετή, για να δώσει τη πραγματικότητα της εκστρατείας του Σαγγάριου. Και μόνο η λέξη «Καλέ Γκρότο» προκαλεί, μέχρι σήμερα, το δέος σ' εκείνους, που σκαρφάλωσαν στις αιχμηρές κορυφές του - εκεί, που λευκάζουν ακόμη τ' άταφα οστά εκατοντάδων ηρώων μας...»


Γιάννης Καψής - Χαμένες Πατρίδες

Στίς 24 Αυγούστου, τό Γενικό Επιτελείο αποφάσισε νά σταματήσει τίς επιχειρήσεις. Κατ' εμέ ή δέν έπρεπε να ξεκινήσει τήν εκστρατεία στήν Αγκυρα ή θά έπρεπε να καταλάβει την πρωτεύουσα του Κεμάλ γιά να κλονισθεί τό ηθικό των Τούρκων καί να υπάρξει ισχυρός αντίκτυπος στίς πρωτεύουσες της Ευρώπης. Επρεπε να καταλάβει τήν Αγκυρα, εκεί πού είχε φθάσει ο ελληνικός στρατός, λίγα χιλιόμετρα έξω από τό σύμβολο της Νέας Τουρκίας, γιά να μην πάει η θυσία τόσων χιλιάδων στρατιωτών μας χαμένη. Επρεπε να καταλάβει καί να καταστρέψει τίς βάσεις ανεφοδιασμού του τουρκικού στρατού καί να δώσει ένα χαστούκι στήν αλλαζονεία των Τούρκων εθνικιστών καί του αρχηγού τους.

Τό Επιτελείο καί η Κυβέρνηση του Γούναρη όμως, τώρα εκ των υστέρων σκέφθηκαν ότι οι άνδρες είχαν υπερβεί κάθε όριο ανθρώπινης αντοχής. Τώρα εκ των υστέρων αντιλήφθηκαν ότι είχαν εξαντληθεί τά τρόφιμα καί τά πυρομαχικά, αφού οι γραμμές επικοινωνίας είχαν επιμηκυνθεί τόσο πολύ. Εκ των υστέρων σκέφθηκαν ότι οι βροχές του φθινοπώρου θά έκαναν αδιάβατους τούς δρόμους ανάμεσα στην Αγκυρα καί τή βάση ανεφοδιασμού του Εσκή Σεχίρ. Τώρα αντιλήφθηκαν όλα όσα είχε προβλέψει καί εκθέσει ο συνταγματάρχης Σπυρίδωνος στό Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο. Τώρα, αφού είχαν βγεί εκτός μάχης 23.000 άνδρες.

«Ήμαστε στό ίδιο σπίτι όταν οι Ελληνες έφθασαν στό Πολατλή, δεύτερο σιδηροδρομικό σταθμό Αγκυρας. Επί δεκαοκτώ ημέρες ακούαμε τά κανόνια τους. Είχαμε τρελαθή απ' τή χαρά μας, πως τελειώναν τά βάσανά μας. Οι Τούρκοι επί τρείς μήνες μέ κάθε μέσο μεταφορικό, νύχτα μέρα, έφευγαν σάν μία σειρά αλυσίδα, άνθρωποι καί αμάξια καί ζώα. Τραβούσαν πρός τή μεριά της Καισάρειας γιά να γλυτώσουν. Αλλοι πάλι παρακαλούσαν νά τούς κρύψουμε, βλέπετε τά πράγματα άλλαξαν, ότι έκαμαν σ' εμάς τά πληρώνανε τώρα. Είχαν πάθει τέτοιο ηθικό κλονισμό πού έλεγαν φανερά, άς έλθη ένας καλός αρχηγός καί ας είναι όποιος θέλει, δέν αντέχομε άλλο.

Δέν είχε μείνει κανείς στήν πόλι, παντού ερήμωσι, βλέπαμε στούς δρόμους στρατιώτες μέ τό όπλο στό χέρι να ζητούν από μάς μιά φέτα ψωμί, ένα κουπάκι νερό καί πανικόβλητοι νά γυρνούν από δρόμο σέ δρόμο. Κι ένα πρωΐ, φθάνει ένα ελληνικό αεροπλάνο, πάνω στό σταθμό καί βομβαρδίζει. Επέτυχε τόν στόχο του, η βόμβα έπεσε μέσα στό οπλοποιείο καί άρχισε μία εκρηξι φοβερή. Μέσα σέ λίγα λεπτά ο μισός ουρανός σκέπασε από μαύρα σύννεφα. Οι τουρκάλες φοβισμένες τρέχανε στά χριστιανικά σπίτια νά κρυφθούν καί λέγανε ότι έρχονται τά ελληνικά στρατεύματα.

Καί εάν δέν είχανε τόν αιώνιο διχασμό τους οι Ελληνες μ' ένα μπαστούνι θά έμπαιναν στήν Αγκυρα. Τί έγινε έξαφνα; Ολα σταμάτησαν, σίγησαν τά κανόνια, ένας ψίθυρος μεταξύ των χριστιανών ακόυστηκε, ΥΠΟΧΩΡΗΣΙΣ .....»


Ανδρονίκη Καρσούλη - Μαστορίδου, Αναμνήσεις από τή χαμένη μου πατρίδα.

Ο αρχιστράτηγος Παπούλας διέταξε γενική σύμπτυξη της Στρατιάς, η οποία έπαιρνε τόν δρόμο επιστροφής καταστρέφοντας όλες τίς γέφυρες καί τίς γραμμές επικοινωνίας μεταξύ του ποταμού Σαγγάριου καί του Εσκί Σεχίρ. Χιλιάδες στρατιώτες έμειναν θάμμένοι στό οροπέδιο της Αγκυρας μαζί μέ τό όνειρο της απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας. Η μοιραία εκστρατεία των 45 ημερών είχε λήξει. Ο αδελφός του Κωνσταντίνου Νικόλαος θά έγραφε στό ημερολόγιο του: "Αναχωρούμεν σήμερον Τρίτην, 14 Σεπτεμβρίου. Καί πάλιν κατά σύμπτωσιν, ημέραν αποφράδα." Ολοι διαισθάνονταν ότι άνοιγε ένα δυσοίωνο κεφάλαιο γιά τήν πορεία της Ρωμιοσύνης. Καί όμως αν έμπαιναν στήν Αγκυρα!

«Τήν 28ην Αυγούστου, κατόπιν σκληρού αγώνος 14 ήμερων, ή μάχη παρέμενεν αναποφάσιστη. Αλλ' ό Μουσταφά Κεμάλ έβλεπεν ότι είχε πλησιάσει ή κρίσιμη στιγμή. Ή ανθρώπινη άντιστασις είχε φθάσει στά όριά της. "Επρεπε ό ένας από τούς δύο αντιπάλους νά διακόψη τήν μάχην. Ή τουρκική άμυνα εκρατείτο από μιά κλωστή. Έπρεπε νά επιμείνη στόν αγώνα; Έπρεπε ν' απαγκιστρωθή;

Σε κάθε στιγμή τό τηλεφωνον ήταν ενδεχόμενον νά ήχήση γιά ν' αναγγείλη ότι τό τουρκικόν Μέτωπον διεσπάσθη. Καί τότε θά ήταν πολύ αργά - τό πάν θά είχεν άπολεσθή. Ό Κεμάλ στριφογύριζεν όλή τήν ήμερα στό γραφείο του αναποφάσιστος. Τό Μέτωπο κρατούσε ακόμη - έως πότε όμως; Ή νύχτα έπεσε βαρειά, πιό βαρειά από άλλοτε. Κι' ή αγωνία μεγάλωνε.

Ήταν δύο τά μεσάνυχτα, όταν κτύπησε τό τηλέφωνο. "Ενας αξιωματικός μπήκε στό γραφείο τού αρχιστρατήγου καί χαιρετώντας άνέφερεν: «Έξοχώτατε, ό Φεβζή πασάς θέλει νά σας μιλήση στό τηλέφωνο αυτοπροσώπως».

Ό Κεμάλ ώρμησε πρός τό ακουστικό.

«Τί είπατε; φώναξε. Οί "Ελληνες έφθασαν στά όρια τής αντοχής των; Ετοιμάζονται νά υποχωρήσουν εφ' όλου τού Μετώπου;»

Ό άγων είχε κριθή. Εάν οί "Ελληνες κρατούσαν λίγα λεπτά ακόμη, ένα τέταρτον τής ώρας, ό Κεμάλ θά διέτασσεν άπαγκίστρωσιν γιά νά προλάβη τήν καταστροφήν.

Ο Τούρκος αρχιστράτηγος δέν μπόρεσε νά συνέχιση. "Εβαλε μιά άγρια κραυγή θριάμβου, πέταξε τό ακουστικό κι' έσπευσε στό γραφείο του. Επήρε τόν διαβήτη κι άνοιξε τόν επιτελικό του χάρτη. Κάτω άπό τό φώς τής άσετυλίνης τό πρόσωπο του ήταν περισσότερο παρά ποτέ σταχτί, σάν τήν στέππα της ερήμου, οι κόγχες τών ματιών του μαύρες κι οί κόρες κατακόκκινες σάν αίμα. Ήταν επί ήμερες άγρυπνος.

Δέν πέρασε πολλή ώρα κι' έκάλεσε τόν συνταγματάρχη Αρίφ γιά νά τού υπαγόρευση τίς διαταγές του. Ή φωνή του έμοιαζε μέ τόν ορυμαγδό τής μάχης, καθώς ελεγεν: « Ή έπίθεσις τών Ελλήνων παρέλυσε καί χάνει έδαφος. Πρέπει νά έπωφεληθώμεν καί νά λάβωμεν τήν πρωτοβουλίαν. Προωθήσατε πάσαν έναπομένουσαν έφεδρείαν πρός τό σημείον αυτό... (κι εδειξεν επί τού χάρτου τό Πολατλί). Από εδώ πρέπει νά άπειλήσωμεν τήν γραμμήν ύποχωρήσεως τού εχθρού.»


Μεσίν, βιογράφος του Μουσταφά Κεμάλ



Μάχη της Αγκυρας 1921

Τό οικοδόμημα τρίζει

Μετά τήν εκστρατεία της Αγκυρας ο ελληνικός στρατός θά εγκατέλειπε την επιθετικότητά του καί θά παρέμενε σέ αμυντική διάταξη. Τώρα ο επιτιθέμενος ήταν ο Κεμάλ, ο οποίος προσπάθησε μέ εννέα μεραρχίες πεζικού καί τρείς μεραρχίες ιππικού νά καταλάβει τό Αφιόν Καραχισάρ. Οι μάχες διήρκεσαν τό διάστημα 17 μέχρι 25 Σεπτεμβρίου 1921, η τουρκική επίθεση αποκρούστηκε σέ όλο τό μέτωπο καί οι Τούρκοι επέστρεψαν στίς βάσεις τους ανατολικά από τό Σαγγάριο.

H αποτυχία του τελειωτικού κτυπήματος στόν Κεμάλ ισοδυναμούσε μέ ήττα γιά τόν ελληνικό στρατό ο οποίος άρχισε νά χάνει τό ηθικό του, μολονότι δεν είχε υποστεί κάποια συντριπτική ήττα. Εκείνο πού ήταν εξίσου οδυνηρό όμως ήταν η θλιβερή κατάσταση της εθνικής οικονομίας. Οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις είχαν εξασθενήσει σημαντικά από τούς φόρους καί από τήν συνεχή υποτίμηση της δραχμής. Οι Μεγάλες Δυνάμεις συνέχιζαν τό εμπάργκο στόν εξωτερικό δανεισμό της χώρας, μίας χώρας πού δικαιούτο ως νικήτρια του Μεγάλου Πολέμου έστω τίς πολεμικές της αποζημιώσεις. Οι ίδιες Δυνάμεις, 19 χρόνια αργότερα θά ζητούσαν τήν δική μας στήριξη στόν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καί εμείς πάλι θά τασσόμαστε στό πλευρό τους. Αντίθετα χρηματοδοτούσαν αφειδώς τήν Τουρκία, τήν πρώην σύμμαχο του Κάιζερ, η οποία καί στόν επόμενο μεγάλο πόλεμο δέν θά θυσίαζε Τούρκους στρατιώτες γιά χάρη των Αγγλων, των Γάλλων καί των Αμερικάνων.

Sakarya Kemal 1921

Στίς 3 Οκτωβρίου 1921, ο Έλληνας πρωθυπουργός Γούναρης καί ο υπουργός των Εξωτερικών Μπαλτατζής ανεχώρησαν γιά τό Παρίσι καί τό Λονδίνο σέ μία προσπάθεια αφενός εξεύρεσης λύσης γιά οριστική ειρήνη στό μέτωπο της Μικράς Ασίας καί αφετέρου σύναψης εξωτερικού δανείου γιά τά δυσεπίλυτα οικονομικά πρβλήματα της χώρας. Οι συναντήσεις των Ελλήνων επισήμων μέ τόν Γάλλο πρωθυπουργό Μπριάν δέν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, πόσω μάλλον μετά τό Σύμφωνο γαλλοτουρκικής φιλίας πού είχε υπογράψει ο Γάλλος πρεσβευτής Φρακλέν Μπουγιόν μέ τόν Κεμάλ εξασφαλίζοντάς του πολύτιμους οικονομικούς καί στρατιωτικούς πόρους. Στίς 27 Οκτωβρίου έγινε συνάντηση μέ τόν υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Λόρδο Κώρζον ο οποίος έδωσε αόριστες υποσχέσεις καί εγγυήσεις γιά τήν προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας. Αγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί καί Αμερικάνοι παραβίαζαν τήν Συνθήκη των Σεβρών καί άφηναν τούς χριστιανικούς πληθυσμούς στό έλεος των τουρκικών θηρίων. Είναι οι ίδιοι, οι οποίοι τώρα καταδικάζουν σέ φυλάκιση όσους αρνούνται τό ολοκαύτωμα των Εβραίων από τούς Γερμανούς. Καί επειδή τίς αφελής αναγνώστης δύναται νά πιστεύει ότι οι Ευρωπαίοι δέν εγνώριζαν ποιά μοίρα επεφύλασσαν οι Τούρκοι στούς χριστιανικούς πληθυσμούς, παραθέτω απόσπασμα από την Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Παπαρρηγόπουλου, Καρολίδη:

«Ο αγγλικανικός δέ κλήρος, ο εκπροσωπών εν τη Αγγλικανική Εκκλησία τήν αγγλικήν αριστοκρατίαν, επέδωκε πρός τόν εν Λονδίνω Ελληνα αντιπρόσωπον υπόμνημα, εν ώ ελέγετο:

"Οι υπογεγραμμένοι αντιπρόσωποι του ωργανωμένου Χριστιανισμού εν Μεγάλη Βρεττανία θεωρώμεν καθήκον νά πληροφορήσωμεν υμάς ότι σοβαρώς ανησυχούμεν διά τό μέλλον των εν Μικρά Ασία λαών γνωρίζοντες ότι, εφ' όσον δέν αφαιρεθή από των Τούρκων η ένοπλος αυτών τυραννία, σκοπός αυτών είναι η εξολόθρευσις καί του τελευταίου Χριστιανού ανδρός, της τελευταίας γυναικός καί του τελευταίου παιδίου. Βλέπομεν μετ' απορίας τούς αντιπροσώπους των χριστιανικών καλουμένων Δυνάμεων παρακολουθούντας τό άφευκτον τούτον τραγικόν τέλος ιστορικών λαών.

Αι τελευταίαι εν Γερμανία δίκαι κατέδειξαν εναργώς τήν υπό των Τούρκων ακολουθουμένην πολιτικήν της εξολοθρεύσεως. Αι δίκαι αύται απεκάλυψαν φρικαλέας ωμότητας, ών σκοπός ήτο η σφαγή ενός εκατομμυρίου Αρμενίων καί αποτροπαίους ατιμίας διαπραχθείσας εναντίον γυναικών καί παιδίων πρό του θανάτου αυτών, ατιμίας πιστοποιηθείσας δημοσία επί δικαστηρίω.

Φαίνεται ότι ο Χριστιανισμός, οίος αντιπροσωπεύεται υπό των κυβερνήσεων αυτού, ετοιμάζεται νά εγκαταλείψη τούς Χριστιανούς εις τήν υπό των Τούρκων εξολόθρευσιν αυτών. Ο ορίζων είναι μέλας. Τά ελληνικά στρατεύματα παρέχουσι τήν μόνη ελπίδα απολυτρώσεως των Αρμενίων καί των άλλων χριστιανικών λαών, οίτινες ένεκα της αναισχύντου προδοσίας των λεγομένων Δυνάμεων πρόκειται νά παραδοθώσιν εκ νέου εις τούς Τούρκους. Παρηκολουθήσαμεν μετά μεγίστης αγανακτήσεως τήν απόπειραν των Δυνάμεων νά επέμβωσι πρός αναχαίτισιν της προελάσεως του ελληνικού στρατού. Αναγνωρίζομεν ότι τά ελληνικά στρατεύματα είναι η μόνη υπολειπόμενω ελπίς πρός διάσωσιν των Αρμενίων από της βαρβάρου εξολοθρεύσεως καί του Χριστιανισμού από της στυγεράς εγκαταλείψεως παρά των οπαδών αυτού."

Καί τό υπόμνημα τούτο μαρτυρεί πόσον εν τω πάντοτε φιλανθρώπω αγγλικώ λαώ επεκράτουν καί κατά τόν εν Μικρά Ασία αγώνα του ελληνικού στρατού ιδέαι υψηλαί χριστιανικής φιλανθρωπίας, άς όμως η γαλλική πολιτική, επί υλικών συμφερόντων στηριζόμενη καί υπό αναλόγων ελατηρίων ηθικών ελαυνόμενη, ού μόνον δέν υπεστήριζεν αλλά διά παντός τρόπου ηγωνίζετο να εκμηδενίση...

Εν τω οροπεδίω του Αφιόν Καραχισάρ ηττάτο καί ετρέπετο εις φυγήν ο ελληνικός στρατός ούχ υπό του Κεμάλ, αλλ' υπό της γαλλικής πολιτικής ασυναισθήτως συνεχιζούσης τήν υπό των Γερμανών καί του στρατάρχου Λίμαν φόν Σάνδερς σατανικήν εκρίζωσιν των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας...»






Βιβλιογραφία

Ambassador Morgenthau's Story 1918
Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια 1971
The Blight of Asia - GEORGE HORTON 1926
Μαύρη Βίβλος (1914-1918) - Οικουμενικό Πατριαρχείο
Το νούμερο 31328 - Ηλίας Βενέζης
1922 Μαύρη Βίβλος - Γιάννης Καψής 1992
Χαμένες Πατρίδες - Γιάννης Καψής 1992
Τοπάλ Οσμάν - Λαμψίδης Γεώργιος, 1969
Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας - Χρήστος Αγγελομάτης
Η Ελλάς εν Μικρά Ασία - Ξενοφών Στρατηγός 1925
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Παπαρρηγόπουλου, Καρολίδη
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Εκδοτική Αθηνών
Μικρασιατική Εκστρατεία - Νικόλαος Μέρτζος

bottom corner