Γενάρης του 1952, πέρα από τον Aγιο Νικόλαο και πάνω στους πρόποδες του Πάικου βρέθηκε μισοφαγωμένη από άγρια θηρία του βουνού η ενενηντάχρονη γριούλα Παλάσα Παχατουρίδου. Κανένας συγχωριανός της δεν παραξενεύτηκε. Γνώριζαν καλά το δράμα της μεγαλοκυράς από την Χαμενία του Καρς πάνω στον Καύκασο. Η δύστυχη έχασε δέκα γιους λεβέντες και τον άνδρα της στην Μικρασιατική Καταστροφή. Τελευταία είχε χάσει και το μυαλό της. Αναζητούσε κάθε μέρα να βρει το δρόμο για την μεγάλη επιστροφή στην πατρίδα. Εκείνο το βράδυ έψαχνε το δρόμο για την γη που ήταν σπαρμένη με τα κόκαλα των παιδιών της...

Γενοκτονία (Genocide) - Ολοκαύτωμα (Holocaust)

Η αναζήτηση στό Google (Αύγουστος 2010) γιά τόν όρο "armenian Genocide" απέδωσε 2.240.000 αποτελέσματα, ενώ γιά τόν όρο "greek Genocide" απέδωσε μόνο 1.690.000 αποτελέσματα. Ομοίως η αναζήτηση "jewish holocaust" έδωσε 7.890.000 αποτελέσματα ενώ η αναζήτηση "greek holocaust" έδωσε 1.700.000 αποτελέσματα Βλέπουμε ότι οι Εβραίοι καί οι Αρμένιοι, μέ επιμονή καί σεβασμό στούς προγόνους τους έπεισαν τήν παγκόσμια κοινότητα νά αναγνωρίσει τήν γενοκτονία πού υπέστησαν στόν 20ο αιώνα. Στήν Ελλάδα πού εξουσιάζουν οι ψυχοπαθείς του ΣΥΡΙΖΑ καί του ΚΚΕ, οι οποίοι δείχνουν ευαισθησία μόνο όταν πρόκειται γιά τούς Παλαιστίνιους, τούς Πακιστανούς, τούς αναρχικούς καί τούς Αβγανούς, έχουμε κάνει ελάχιστα βήματα σέ αυτή τήν προσπάθεια.

Τά συμπλέγματα του πολυπολιτισμού καί του αντιρατσισμού πού μας έχει φορτώσει η αριστερή σκέψη σέ συμμαχία μέ τίς οργανώσεις του Σόρος έχουν φέρει αποτελέσματα. Οι Ρωμιοί πού υπήρξαν θύματα ρατσισμού σιωπούν, αφού σύσσωμοι οι αριστεροκουλτουριάρηδες τούς κατηγορούν γιά ρατσιστές ή εθνικιστές ή ακροδεξιούς όταν μιλούν γιά τά βάσανα της Σμύρνης καί του Πόντου καί τά δεινά πού τούς προκάλεσαν γιά πέντε αιώνες οι μουσουλμάνοι κατακτητές. Η Τουρκία έχει ασυλία από τήν Αριστερά καί έχει λάβει άφεση αμαρτιών γιά τήν αρπαγή των εδαφών από τούς Ελληνες καί τούς Αρμένιους. Οι προοδευτικοί δημοκράτες ποτέ δέν θίγουν τό τουρκικό κράτος, παρότι η ίδια η αριστερή διανόηση έχει διωχθεί αγρίως μέσα στό εσωτερικό της Τουρκίας. Οι αριστερογενίτσαροι λυσσομανούν μόνο κατά του Ισραήλ καί κατά της Αμερικής, κατά τίς επισκέψεις των ξένων διπλωματών.

Ιδιαίτερη αισχρή είναι η στάση της ΕΛΜΕ η οποία δείχνει ευαισθησία μόνο στούς λαθρομετανάστες καί έχει αφήσει αβοήθητη τήν ηρωϊκή δασκάλα Χαρά Νικοπούλου, τήν οποία έδιωξε τό τουρκικό προξενείο από τή θέση της. Αισχρή είναι η ΕΛΜΕ καί στό ζήτημα των σχολικών βιβλίων. Σιωπά στίς προσπάθειες του τουρκικού κράτους καί των ελλήνων συνεργατών του γιά τήν αθώωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά καί των Νεότουρκων πού προκαλέσαν τήν γενοκτονία των χριστιανών της Μικράς Ασίας. Στά σχολικά βιβλία καταργείται η μνήμη, η εθνική συνείδηση, η έννοια της δικαιοσύνης καί η ορθόδοξη πίστη μας, προσβάλλοντας έτσι τούς άταφους νεκρούς πού έμειναν εκεί. Αντίθετα ξεκινάει η διδασκαλία των ...τουρκικών στά σχολεία μας, τήν ίδια ώρα πού οι Πομάκοι δέν μαθάινουν πομακικά, οι Πόντιοι της Τουρκίας απαγορεύεται νά μαθαίνουν ποντιακά καί οι Κούρδοι κουρδικά. Αρωγός της τουρκικής διείσδυσης στα Βαλκάνια είναι τόσο τό πολιτικό μας σύστημα όσο καί οι παραφυάδες του (δημοσιογράφοι, δικαστές, συνδικαλιστές, αναρχοαριστεροί).

Οταν σκοτώθηκε τά αναρχάκι έκαψαν τήν Αθήνα, όταν δολοφόνησαν τόν βορειοηπειρώτη Αριστοτέλη Γκούμα (12-8-2010) στή Χειμάρα, απόλυτη σιωπή. Οταν βαρέσει κάποιος αστυνομικός έναν λαθρομετανάστη τότε βοούν τά κανάλια της Αριστεράς, οταν όμως οι λαθρομετανάστες δολοφονούν μέσα στά σπίτια τους τούς Ελληνες τότε κυριαρχεί η απόλυτη σιωπή. Γιά τόν Λαμπράκη καί τόν Τεμπονέρα υπάρχει διαρκής υπενθύμιση. Αντίθετα τά δεκάδες θύματα της Αριστερής Τρομοκρατίας (17 Νοέμβρη κτλ) πέρασαν στή λήθη. Γιά τούς αθώους πολίτες πού ξυλοκοπούνται ή καίγονται ζωντανοί από τούς αριστερούς (Βιβλιοπωλεία - Τράπεζα Μαρφίν) πάλι λήθη. Αυτή η διάκριση υπάρχει καί στό θέμα των θυμάτων των νεότουρκων. Οταν κάποιος αρνείται τό εβραϊκό ολοκαύτωμα είναι ακροδεξιός, όταν όμως αρνείται τό ελληνικό ολοκαύτωμα είναι δημοκράτης! Οποιος υμνεί τόν Χίτλερ είναι νεοναζί, όποιος υμνεί τόν Κεμάλ είναι προοδευτικός!

Αντίστοιχα καί οι δεξιές κυβερνήσεις, μέσα από τό αίσθημα υποτέλειας που τίς διακρίνει, έχουν υποβαθμίσει τό θέμα της γενοκτονίας των χριστιανών της Μικράς Ασίας. Ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν νά αναγάγουν σέ διεθνές επίπεδο την εξόντωση των Ρωμιών καί μόνο ιδιωτικές πρωτοβουλίες πρσπαθούν νά αναδείξουν τό όλο θέμα. Ο Βενιζέλος έκανε τόν φίλο μέ τόν γενοκτόνο Κεμάλ, ο γέρος Καραμανλής έδωσε τή μισή Κύπρο καί παράτησε στή μοίρα τους τούς Ρωμιούς της Πόλης, της Ιμβρου καί της Τενέδου, ο Ανδρέας Παπανδρέου μέ τό "δέν διεκδικούμε τίποτα" χάρισε τό Αιγαίο μέ τόν ορυκτό του πλούτο, ενώ οι Σημίτης, Μητσοτάκης καί Γιωργάκης Παπανδρέου συναγωνίσθηκαν στίς παραχωρήσεις πού έκαναν στήν Τουρκία, η οποία διαρκώς διεκδικεί καί ποτέ δέν παραχωρεί.

Κανένας από τούς "πολιτισμένους" ξένους δέν γνωρίζει γιά τήν ελληνική γενοκτονία, δέν γνωρίζει τί ήταν η Μικρά Ασία, τί ήταν ο Πόντος ή η Καππαδοκία, ενώ άπαντες γνωρίζουν καί αναγνωρίζουν τήν αρμενική γενοκτονία. Ουδείς γνωρίζει ποιός πολιτισμός προϋπήρχε των τούρκων εισβολέων. Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υποβαθμίζεται. Καί σέ κρατικό επίπεδο, αλλά φυσικά καί σε αριστερομειοδοτικό επίπεδο, όποιος μιλάει γιά τήν Βυζαντινή αυτοκρατορία είναι εθνικιστής. Αυτό βέβαια αποτελεί δικαίωση γιά τόν κατακτητή, ο οποίος θεωρείται νόμιμος κάτοχος των εδαφών του Βυζαντίου. Στή συνέχεια, η Τουρκία αποθρασύνεται καί συνεχίζει νά διεκδικεί θέτοντας στό τραπέζι της διπλωματίας τήν κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οταν διεκδικούν τό μισό Αιγαίο ακόμα και τήν Κρήτη καί τή Γαύδο, δικαιολογούν τήν άποψή τους μέσα από τήν ιστορική τους παρουσία. Εμείς, πού δέν πρέπει νά διεκδικούμε καί πρέπει νά παραμείνουμε ένα προτεκτοράτο ασήμαντο καί ταπεινό, ξεχνούμε τήν δική μας ιστορική παρουσία στήν Μικρά Ασία. Καί όμως πρίν από 100 χρόνια, αυτή ακριβώς τήν παρουσία προβάλλαμε κατά τούς απελευθερωτικούς πολέμους στήν Ηπειρο, τή Μακεδονία, τή Θράκη καί τή Μικρά Ασία. Οταν θέλεις νά είσαι μεγάλος προβάλλεις τήν ιστορία σου, όταν θέλεις να είσαι δούλος τήν ξεχνάς.

Μέσα σέ αυτό τό Ελληνική γενοκτονία από τούς νεότουρκους πλαίσιο θέλω κι εγώ νά προσθέσω μία νέα σελίδα πού νά περιγράφει μέ ιστορικά στοιχεία τήν ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ των Ελληνων από τούς Νεότουρκους, θεωρώντας το χρέος πρός τούς παπούδες μας που άφησαν τήν πνοή τους εκεί στά ιερά χώματα της μικρασιατικής γής. Καί βέβαια διαφωνώ μέ τήν κατηγοριοποίηση της γενοκτονίας. Είναι λάθος νά ομιλούμε ξεχωριστά γιά Ποντίους, Αρμενίους, Ασσυρίους ή Σμυρνιούς. Απαντες οι χριστιανοί ορθόδοξοι εξοντώθηκαν από τούς μουσουλμάνους Τούρκους καί Κούρδους υπό τήν αρχική καθοδήγηση των Γερμάνων καί στήν συνέχεια μέ τήν υποστήριξη των Γάλλων, τών Ιταλών, των Σοβιετικών καί τήν σιωπηρή αποδοχή των Αγγλων, τών Αμερικάνων και των Αράβων. (Προσθέτω τούς Αραβες πού ανήκαν στήν βρετανική κοινοπολιτεία διότι πίεζαν τούς βρετανούς γιά να μην διαλυθεί η μουσουλμανική Τουρκία καί διότι χρόνια ακούω γιά τίς άριστες σχέσεις της Ελλάδος μέ τούς Αραβες, σχέσεις που ποτέ δέν είδα. Οι Ελληνες της Αλεξάνδρειας πού εκδιώχθηκαν από τό Νάσερ, μπορούν νά μέ επιβεβαιώσουν).

«Pendant toute la duree de la domination Ottomane, les rayas restaient ployes sous le joug d'une administration fanatique, incapable et ignorante, les ecrasant sous les impots, taxes et exactions et ne sachant se maintenir que par la terreur perpetuelle et les massacres periodiques...

O τουρκικός λαός, από τήν ημέρα της εμφανίσεώς του στήν παγκόσμια αρένα, δέν έκανε τίποτα γιά νά νομιμοποιήσει τήν ύπαρξή του από τήν άποψη του πολιτισμού. Μπήκε στή ζωή των άλλων λαών, σκορπώντας χειμάρρους αίματος καί δακρύων. Δέν επιβεβαιώθηκε μέσα στόν κόσμο παρά μέ τόν πόλεμο καί τίς αλυσίδες. Δέν έζησε παρά μέ σκλαβωμένους.»


Andre Mandelstam, Καθηγητής Δικαίου του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης

Henry Morgenthau

Ο Αμερικάνος πρεσβευτής στήν Κωνσταντινούπολη τήν περίοδο 1913 - 1916 έχει καταγράψει σέ βιβλίο (Ambassador Morgenthau's Story, 1918), όλο τό παρασκήνιο της υψηλής διπλωματίας της εποχής, σχετικά μέ τήν πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στήν Εγγυς Ανατολή. Μέσα από τό προσωπικό του ημερολόγιο, αποδεικνύει μέ αδιάψευστα στοιχεία τήν οργάνωση της γενοκτονίας των χριστιανών στήν επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έγινε υπό τήν καθοδήγηση των Γερμανών του Κάιζερ Γουλιέλμου Β' καί είχε ως φυσικούς αυτουργούς τούς νεότουρκους. Η Γερμανία έχοντας κατά νού τόν έλεγχο των πετρελαϊκών αποθεμάτων της βόρειας Μεσοποταμίας, επιζητούσε απόλυτο έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καί της σιδηροδρομικής γραμμής Βαγδάτης - Βερολίνου. Εξόντωσε τήν Σερβία, πού ήταν εμπόδιο στόν χώρο των Βαλκανίων καί ζήτησε τήν εξόντωση των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι αφενός ήλεγχαν τό εμπόριο, τίς τράπεζες καί τή βιομηχανία καί αφετέρου πρόσκεινταν ευνοϊκά στήν Αγγλία καί τή Γαλλία (Δυνάμεις της Συννενόησης - Entente).

«For the time being Germany dominated Serbia, Bulgaria, Rumania, and Turkey, and regarded her aspirations for a new Teutonic Empire, extending from the North Sea to the Persian Gulf, as practically realized. The world now knows, though it did not clearly understand this fact in 1914, that Germany precipitated the war to destroy Serbia, seize control of the Balkan nations, transform Turkey into a vassal state, and thus obtain a huge oriental empire that would form the basis for unlimited world dominion.

I see clearly enough now that Germany had made all her plans for world dominion and that the country to which I had been sent as American Ambassador was one of the foundation stones of the Kaiser's whole political and military structure. Had Germany not acquired control of Constantinople in the early days of the war, it is not unlikely that hostilities would have ended a few months after the Battle of the Marne. It was certainly an amazing fate that landed me in this great headquarters of intrigue at the very moment when the plans of the Kaiser for controlling Turkey, which he had carefully pursued for a quarter of a century, were about to achieve their final success.»

H Γερμανία του μιλιταριστή Κάϊζερ Wilhelm ΙΙ, επιζητούσε μέσω της πολιτικής στά Βαλκάνια καί τή Μεσοποταμία, νά πάρει τό θρόνο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στήν παγκόσμια σκακιέρα. Καί γιά νά κατέχεις αυτό τόν θρόνο πρέπει πρωτίστως νά ελέγχεις τήν ενέργεια καί τήν ενέργεια ως γνωστόν τήν παρέχουν τά κοιτάσματα πετρελαίου. Καί δέν πρέπει νά αγνοούμε τό γεγονός ότι η Γερμανία στήριξε τόν Λένιν γιά νά ανέλθει στήν εξουσία καί νά καταλύσει τούς τσάρους, σέ μία προσπάθεια νά αποδυναμώσει τήν ισχύ της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Από τή μία λοιπόν είχαμε μία Γερμανία πού ζητούσε τόν απόλυτο έλεγχο της Τουρκίας καί από τήν άλλη είχαμε το κίνημα των Νεότουρκων πού θά ανέτρεπε τό νωθρό καί απαρχαιωμένο σύστημα διακυβέρνησης. Αυτές οι δύο δυνάμεις ταίριαξαν απόλυτα η μία μέ τήν άλλη, όσο αφορά τήν βαρβαρότητα καί τήν θηριωδία. Η ειρωνεία είναι ότι οι ηγέτες του κινήματος «Ενωση και Πρόοδος» Εμβέρ, Τζαμάλ καί Ταλαάτ αρχικά, μιλούσαν γιά ισότητα καί ίσα δικαιώματα σέ όλους τούς υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος καί εθνικής καταγωγής.

Ο σύνδεσμος Γερμανίας καί νεότουρκων ήταν ο Λήμαν Φόν Σάντερς, ο οποίος είχε αναλάβει τήν οργάνωση του τουρκικού στρατού καί επηρέαζε σέ μεγάλο βαθμό τήν πολιτική της Τουρκίας. Ενας άλλος δυναμικός άνδρας πού επηρέαζε καταστάσεις στήν Οθωμανική Αυτοκρατορία του 1914, ήταν ο Γερμανός πρέσβης στήν Κωνσταντινούπολη Wangenheim. Ο τουρκικός στρατός πράγματι εκσυγχρονίστηκε ενώ η Γερμανία τόν προμήθευε μέ βαρύ οπλισμό καί αμέτρητα εφόδια. Από τό τέλος των Βαλκανικών πολέμων Γερμανία καί Τουρκία είχαν κατανοήσει τήν ύπαρξη ενός άλλου αντιπάλου, εκτός της Γαλλίας, της Αγγλίας καί της Ρωσσίας. Αυτός ο αντίπαλος ονομαζόταν Ελλάς:

«Meanwhile, I had other evidences that Germany was playing her part in Turkish politics. In June the relations between Greece and Turkey approached the breaking-point. The Treaty of London (May 30, 1913) had left Greece in possession of the islands of Chios and Mitylene. A reference to the map discloses the strategic importance of these islands. They stand there in the Aegean Sea like guardians controlling the bay and the great port of Smyrna, and it is quite apparent that any strong military nation which permanently held these vantage points would ultimately control Smyrna and the whole Aegean coast of Asia Minor. The racial situation made the continued retention of these islands by Greece a constant military danger to Turkey.

Their population was Greek and had been Greek since the days of Homer; the coast of Asia Minor itself was also Greek; more than half the population of Smyrna, Turkey's greatest Mediterranean seaport, was Greek; in its industries, its commerce, and its culture the city was so predominantly Greek that the Turks usually referred to it as giaour Ismir---"infidel Smyrna." Though this Greek population was nominally Ottoman in nationality it did not conceal its affection for the Greek fatherland, these Asiatic Greeks even making contributions to promote Greek national aims. The Aegean islands and the mainland, in fact, constituted Graecia Irredenta; and that Greece was determined to redeem them, precisely as she had recently redeemed Crete, was no diplomatic secret. Should the Greeks ever land an army on this Asia Minor coast, there was little question that the native Greek population would welcome it enthusiastically and cooperate with it.

Since Germany, however, had her own plans for Asia Minor, inevitably the Greeks in this region formed a barrier to Pan-German aspirations. As long as this region remained Greek, it formed a natural obstacle to Germany's road to the Persian Gulf, precisely as did Serbia. Any one who has read even cursorily the literature of Pan-Germania is familiar with the peculiar method which German publicists have advocated for dealing with populations that stand in Germany's way. That is by deportation. The violent shifting of whole peoples from one part of Europe to another, as though they were so many herds of cattle, has for years been part of the Kaiser's plans for German expansion. This is the treatment which, since the war began, she has applied to Belgium, to Poland, to Serbia; its most hideous manifestation, as I shall show, has been to Armenia.

Acting under Germany's prompting, Turkey now began to apply this principle of deportation to her Greek subjects in Asia Minor. Three years afterward the German admiral, Usedom, who had been stationed in the Dardanelles during the bombardment, told me that it was the Germans "who urgently made the suggestion that the Greeks be moved from the seashore. "The German motive, Admiral Usedom said, was purely military. Whether Talaat and his associates realized that they were playing the German game I am not sure, but there is no doubt that the Germans were constantly instigating them in this congenial task.»

Μήν ξεχνάμε ότι τό βιβλίο γράφτηκε τό 1918, πρίν από τήν είσοδο του ελληνικού στρατού στή Σμύρνη, τήν οποία οι αριστεροκεμαλιστές στήν Ελλάδα προβάλλουν ως τήν αιτία γιά τά εγκλήματα των Τούρκων πού θεωρούνται απλώς ...πράξεις αντεκδίκησης! Από τό 1914 είχαν ξεκινήσει οι εκτοπισμοί, οι οποίοι οδηγούσαν σέ αργό θάνατο τούς χριστιανικούς πληθυσμούς. Η ιδέα ήταν γερμανική, η υλοποίηση τουρκική. Τούς διωγμούς συνόδεψε τό μποϋκοτάζ ελληνικών μαγαζιών, ώστε νά οδηγηθούν σέ οικονομική εξαθλίωση οι ελληνικοί πληθυσμοί πού επιβιώναν βασικά από τό εμπόριο. Καί μάλιστα επειδή οι Εβραίοι είχαν ευνοϊκή μεταχείριση από τούς νεότουρκους, τούς παρότρυναν νά βάζουν εβραϊκές ταμπέλες στά μαγαζιά, γιά νά τά ξεχωρίζουν από τά ρωμέικα. Οταν ο Morgenthau διαμαρτυρήθηκε στόν Ταλαάτ γι'αυτή τήν συμπεριφορά εναντίον των Ελλήνων του εξήγησε ότι πρέπει η Τουρκία νά απαλλαγεί από όλους τούς μή Τούρκους γιά νά επιβιώσει ως κράτος.

«This procedure against the Greeks not improperly aroused my indignation. I did not have the slightest suspicion at that time that the Germans had instigated these deportations, but I looked upon them merely as an outburst of Turkish ferocity and chauvinism. By this time I knew Talaat well; I saw him nearly every day, and he used to discuss practically every phase of international relations with me. I objected vigorously to his treatment of the Greeks; I told him that it would make the worst possible impression abroad and that it affected American interests.

Talaat explained his national policy: these different blocs in the Turkish Empire, he said, had always conspired against Turkey; because of the hostility of these native populations, Turkey had lost province after province---Greece, Serbia, Rumania, Bulgaria, Bosnia, Herzegovina, Egypt, and Tripoli. In this way the Turkish Empire had dwindled almost to the vanishing point. If what was left of Turkey was to survive, added Talaat, he must get rid of these alien peoples. "Turkey for the Turks " was now Talaat's controlling idea. Therefore he proposed to Turkify Smyrna and the adjoining islands. Already 40,000 Greeks had left, and he asked me again to urge American business houses to employ only Turks.»

Οταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος (Α' Παγκόσμιος Πόλεμος), η κυβέρνηση επίταξε όλα τά εμπορεύματα, φυσικά τών χριστιανών δεδομένου ότι τά εμπορικά καταστήματα τά διέθεταν στήν πλειοψηφία τους μή μουσουλμάνοι, ενώ στρατολόγησε καί τούς Ελληνες στήν καταγωγή, γιά νά τούς χρησιμοποιήσει κυρίως γιά βοηθητικές εργασίες, αφού δέν τούς έδινε όπλο καί τούς χρησιμοποιούσε μόνο ως εργάτες. Η οκονομική ζημιά των Ρωμιών της Τουρκίας ήταν πάλι μεγάλη. Τό κράτος σέ κάθε του κίνηση σκεπτόταν πως θά τους κτυπήσει οικονομικά καί όχι μόνο. Οταν ο Αμερικάνος Πρέσβης ρώτησε τόν Εμβέρ, γιατί οδηγεί τήν κοινωνία σέ πτώχευση καί σέ εξαθλίωση, ο Εμβέρ του απάντησε ότι ήταν υπερήφανος πού προμήθευσε καί οργάνωσε τόν τουρκικό στρατό, μέ μηδενικά έξοδα.

H Γερμανία μέ τά δύο σύγχρονα πολεμικά της πλοία "Μπρεσλάου" καί "Γκαίμπεν" απέκτησε τόν έλεγχο των Στενών, στερώντας τήν Ρωσία από τήν έξοδό της στή Μεσόγειο Θάλασσα, καταφέροντάς της έτσι μεγάλο οικονομικό πλήγμα. Γιά τήν ανθράκευση των πλοίων αυτών, πού έγινε σέ ελληνικό νησί καί ενώ τά γερμανικά πλοία βρίσκονταν υπό καταδίωξη από τό βρετανικό ναυτικό, ευθύνεται βεβαίως ο Βενιζέλος πού έδωσε τήν σχετική άδεια. Η δυναμική των Κεντρικών Δυνάμεων της Γερμανίας καί της Αυστροουγγαρίας στήν περιοχή του Ελλησπόντου ώθησε τήν Τουρκία νά τεθεί στό πλευρό τους, εναντίον των δυνάμεων της Αντάντ.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η μεγάλη ευκαιρία νά απαλλαγεί η Τουρκία από τούς μή μουσουλμάνους υπηκόους της. Οι Αμερικάνοι μέ πρώτο καί καλύτερο τόν πρόεδρό τους Thomas Woodrow Wilson, γνώριζαν μέσω του πρεσβευτή τους στήν Τουρκία, τί μέλλει γενέσθαι. Αλλά φυσικά αδράνησαν παρά τίς φιλότιμες προσπάθειες του ευσυνείδητου διπλωμάτη τους, ο οποίος σημειωτέον ήταν εβραϊκής καταγωγής.

Ο Μοργκενχάου, έκανε καί τήν παρατήρηση στόν Γερμανό πρεσβευτή Wangenheim, πώς ένα πολιτισμένο κράτος σάν τήν Γερμανία προτρέπει μία άλλη χώρα σέ βάρβαρες ενέργειες. Ο τελευταίος πάντως είχε τόν απόλυτο έλεγχο των εφημερίδων στήν Τουρκία καί διοχέτευε ότι άρθρα μπορούσε γιά νά ελέγχει τήν κοινή γνώμη στήν Τουρκία. Παρουσίαζε τούς χριστιανούς ως δυνάστες οι οποίοι είχαν μαζέψει τόν πλούτο καί εκμεταλλεύονταν τούς φτωχούς μουσουλμάνους. Τακτική παρόμοια μέ αυτή των Ναζί, οι οποίοι παρουσίαζαν τούς Εβραίους ως εκμεταλλευτές καί πάμπλουτους, παροτρύνοντας έτσι τούς απλούς Γερμανούς νά τούς κτυπήσουν.

«In the early days Wangenheim had explained to me one of Germany's main purposes in forcing Turkey into the conflict. He made this explanation quietly and nonchalantly, as though it had been quite the most ordinary matter in the world. Sitting in his office, puffing away at his big black German cigar, he unfolded Germany's scheme to arouse the whole fanatical Moslem world against the Christians. Germany had planned a real "holy war" as one means of destroying English and French influence in the world. "Turkey herself is not the really important matter," said Wangenheim. "Her army is a small one, and we do not expect it to do very much. For the most part it will act on the defensive. But the big thing is the Moslem world. If we can stir the Mohammedans up against the English and Russians, we can force them to make peace."

What Wangenheim evidently meant by the "Big thing" became apparent on November 13th, when the Sultan issued his declaration of war; this declaration was really an appeal for a Jihad, or a "Holy War" against the infidel. Soon afterward the Sheik-ul-Islam published his proclamation, summoning the whole Moslem world to arise and massacre their Christian oppressors. "Oh, Moslems!" concluded this document. "Ye who are smitten with happiness and are on the verge of sacrificing your life and your goods for the cause of right, and of braving perils, gather now around the Imperial throne, obey the commands of the Almighty, who, in the Koran, promises us bliss in this and in the next world; embrace ye the foot of the Caliph's throne and know ye that the state is at war with Russia, England, France, and their Allies, and that these are the enemies of Islam. The Chief of the believers, the Caliph, invites you all as Moslems to join in the Holy War!" »

Στή συνέχεια παραθέτω μία ακόμα απόδειξη, η οποία επιβεβαιώνει τήν βαρβαρότητα του γερμανοτουρκικού άξονα της εποχής. Αγνωστα δυστυχώς ντοκουμέντα, διότι το πολιτικό μας κατεστημένο μή θέλοντας νά πλήξει τήν Τουρκία δέν τά αποκαλύπτει. Η βαρβαρότητα της τότε Γερμανίας, ήταν τό ίδιο μεγάλη μέ αυτή πού επέδειξαν, όταν στήν εξουσία ήταν ο Χίτλερ. Κι όμως όταν οι Τούρκοι πού είχαν αποκλείσει τά Δαρδανέλια - στήν ουσία οι Γερμανοί τά είχαν αποκλείσει - είχαν ανησυχίες γιά επέμβαση του βρετανικού στόλου ακόμα καί κατοχή της Κωνσταντινούπολης, είχαν στά σχέδιά τους τήν ολοσχερή καταστροφή της Πόλης, ενώ κατέστρεψαν πολλά ανεκτίμητα βυζαντινά έγγραφα, ώστε νά αποκόψουν ακόμα περισσότερο τήν Κωνσταντινούπολη από τό ελληνικό της παρελθόν.

«"They will never capture an existing city," they told me, "only a heap of ashes." As a matter of fact, this was no idle threat. I was told that cans of petroleum had been already stored in all the police stations and other places, ready to fire the town at a moment's notice. As Constantinople is largely built of wood, this would have been no very difficult task. But they were determined to destroy more than these temporary structures; the plans aimed at the beautiful architectural monuments built by the Christians long before the Turkish occupation.."

The Turks had particularly marked for dynamiting the Mosque of Saint Sophia. This building, which had been a Christian church centuries before it became a Mohammedan mosque, is one of the most magnificent structures of the vanished Byzantine Empire. Naturally the suggestion of such an act of vandalism aroused us all, and I made a plea to Talaat that Saint Sophia should be spared. He treated the proposed destruction lightly.

"There are not six men in the Committee of Union and Progress," he told me, "who care for anything that is old. We all like new things!"»

Οταν τό 1915, οι Γερμανοί καί τά κανόνια τους συνέτριψαν τόν τουρκικό στόλο στά Δαρδανέλια, οι Τούρκοι πίστεψαν στήν στρατιωτική ισχύ της Γερμανίας καί επέστρεψαν, σύμφωνα μέ τόν Αμερικανό διπλωμάτη πού ήταν αυτόπτης μάρτυρας όλων των καταστάσεων, στόν αρχέγονο τρόπο ζωής τους (Ancestral type). Τό κείμενο πού ακολουθεί δείχνει τήν παρουσία των Τούρκων στόν χώρο πού κατέκτησαν καί είναι ακατάλληλο γιά αριστεροπροοδευτικούς καί αντιρατσιστές:

«The withdrawal of the Allied fleet from the Dardanelles had consequences which the world does not yet completely understand. The practical effect of the event, as I have said, was to isolate the Turkish Empire from all the world excepting Germany and Austria. England, France, Russia, and Italy, which for a century had held a restraining hand over the Ottoman Empire, had finally lost all power to influence or control. The Turks now perceived that a series of dazzling events had changed them from cringing dependents of the European Powers into free agents. For the first time in two centuries they could now live their national life according to their own inclinations, and govern their peoples according to their own will. The first expression of this rejuvenated national life was an episode which, so far as I know, is the most terrible in the history of the world. New Turkey, freed from European tutelage, celebrated its national rebirth by murdering not far from a million of its own subjects.

The Turk may be obsequiously polite, but there is invariably an almost unconscious. feeling that he is mentally shrinking from his Christian friend as something unclean. And this fundamental conviction for centuries directed the Ottoman policy toward its subject peoples. This wild horde swept from the plains of Central Asia and, like a whirlwind, overwhelmed the nations of Mesopotamia and Asia Minor; it conquered Egypt, Arabia, and practically all of northern Africa and then poured into Europe, crushed the Balkan nations, occupied a large part of Hungary, and even established the outposts of the Ottoman Empire in the southern part of Russia. So far as I can discover, the Ottoman Turks had only one great quality, that of military genius. They had several military leaders of commanding ability, and the early conquering Turks were brave, fanatical, and tenacious fighters, just as their descendants are to-day.

I think that these old Turks present the most complete illustration in history of the brigand idea in politics. They were lacking in what we may call the fundamentals of a civilized community. They had no alphabet and no art of writing; no books, no poets, no art, and no architecture; they built no cities and they established no lasting state. They knew no law except the rule of might, and they had practically no agriculture and no industrial organization. They were simply wild and marauding horsemen, whose one conception of Ελληνοτουρκική φιλία tribal success was to pounce upon people who were more civilized than themselves and plunder them. In the fourteenth and fifteenth centuries these tribes overran the cradles of modern civilization, which have given Europe its religion and, to a large extent, its civilization.

At that time these territories were the seats of many peaceful and prosperous nations. The Mesopotamian valley supported a large industrious agricultural population; Bagdad was one of the largest and most flourishing cities in existence; Constantinople had a greater population than Rome, and the Balkan region and Asia Minor contained several powerful states. Over all this part of the world the Turk now swept as a huge, destructive force. Mesopotamia in a few years became a desert; the great cities of the Near East were reduced to misery, and the subject peoples became slaves. Such graces of civilization as the Turk has acquired in five centuries have practically all been taken from the subject peoples whom he so greatly despises. His religion comes from the Arabs; his language has acquired a certain literary value by borrowing certain Arabic and Persian elements; and his writing is Arabic.

Constantinople's finest architectural monument, the Mosque of St. Sophia, was originally a Christian church, and all so-called Turkish architecture is derived from the Byzantine. The mechanism of business and industry has always rested in the hands of the subject peoples, Greeks, Jews, Armenians, and Arabs. The Turks have learned little of European art or science, they have established very few educational institutions, and illiteracy is the prevailing rule. The result is that poverty has attained a degree of sordidness and misery in the Ottoman Empire which is almost unparalleled elsewhere. The Turkish peasant lives in a mud hut; he sleeps on a dirt floor; he has no chairs, no tables, no eating utensils, no clothes except the few scant garments which cover his back and which he usually wears for many years.

The sultans similarly erected the several peoples, such as the Greeks and the Armenians, into separate "millets," or nations, not because they desired to promote their independence and welfare, but because they regarded them as vermin, and therefore disqualified for membership in the Ottoman state. The attitude of the Government toward their Christian subjects was illustrated by certain regulations which limited their freedom of action. The buildings in which Christians lived should not be conspicuous and their churches should have no belfry. Christians could not ride a horse in the city, for that was the exclusive right of the noble Moslem. The Turk had the right to test the sharpness of his sword upon the neck of any Christian.

And for centuries the Turks simply lived like parasites upon these overburdened and industrious people. They taxed them to economic extinction, stole their most beautiful daughters and forced them into their harems, took Christian male infants by the hundreds of thousands and brought them up as Moslem soldiers. I have no intention of describing the terrible vassalage and oppression that went on for five centuries; my purpose is merely to emphasize this innate attitude of the Moslem Turk to people not of his own race and religion - that they are not human beings with rights, but merely chattels, which may be permitted to live when they promote the interest of their masters, but which may be pitilessly destroyed when they have ceased to be useful.
This attitude is intensified by a total disregard for human life and an intense delight in inflicting physical human suffering which are not unusually the qualities of primitive peoples.»

Τό παραπάνω κείμενο, (φροντίζω νά αντιγράφω κείμενα ξένων γιατί οι αριστεροδημοκράτες, τούς Ελληνες τούς κατηγορούν σαν ακροδεξιούς ή ρατσιστές, όταν θίγουν τόν ...τουρκικό πολιτισμό) παρουσιάζει τήν ελληνοτουρκική φιλία στήν πάροδο των αιώνων. Mέ τόν Μοργκενχάου συμφωνεί απόλυτα καί ο πρόξενος στή Σμύρνη Γεώργιος Χώρτον, ο οποίος έχει αντίστοιχες απόψεις γιά τήν ...προσφορά των Τούρκων στόν παγκόσμιο πολιτισμό. Αλλωστε, τήν έζησε τήν προσφορά τους στήν Σμύρνη, όταν έβλεπε τά κομμένα κεφάλια των Αρμενίων καί τίς ξεκοιλιασμένες Ελληνίδες πού βίαζαν ομαδικά οι Τούρκοι στρατιώτες. Καί βέβαια ο Μοργκενχάου έκανε αναδρομή στό παρελθόν γιά νά δείξει ότι ο Τούρκος δέν άλλαξε ούτε στόν 20ο αιώνα, ή ίσως νά άλλαξε πρός τό χειρότερο, διότι πέτυχε σέ ένα χρόνο νά εξοντώσει ένα εκατομμύριο Αρμενίους.

Επιμένω στήν κρίση του Henry Morgenthau, διότι γνώρισε προσωπικά τόσο τούς Τούρκους πολιτικούς όσο καί τούς Γερμανούς διπλωμάτες οι οποίοι συνέλαβαν τό αρρωστημένο σχέδιο της γενοκτονίας όλων των χριστιανών πού βρίσκονταν στήν τουρκική επικράτεια. Καί βέβαια ο εβραίος διπλωμάτης, μελέτησε καλά καί τήν ιστορία των θυμάτων αυτής της πολιτικής, ώστε νά κατανοήσει καλύτερα τά τεκταινόμενα στήν Εγγυς Ανατολή. Παραθέτω αποσπάσματα από τό βιβλίο του "I was sent to Athens":

«Thus it becomes clear that when, nearly seven hundred years ago, the night of Turkish oppression began to settle down upon the Near East, the Greeks who were caught beneath the Turkish darkness were not merely the inhabitants of Greece itself, but were also those several million Greeks who had been settled for more than a thousand years in Asia Minor. This fact has played a decisive part in the recent history of both Turkey and Greece.

To understand the modern history of the Greeks, Western readers will have to get one idea clearly in mind - an idea that will probably astonish most of them. This is, that the modern Greek thinks no more about the Greece of the Classical Age than we do. The modern Greek shares our veneration of that golden epoch of the human intellect, but it is just as remote to him, and just as unrelated to the immediate interests of his life, as it is to us.

Until six years ago no modern Greek ever dreamed, of reconstituting Athens as the permanent capital of the Greek world. On the contrary, every Greek in the world shared a passionate devotion to the ideal of re-erecting the ancient Byzantine Empire in its prime of glory as of, let us say, the Ninth Century, with Byzantium (Constantinople) as its capital. Not to the Parthenon at Athens, but to the Santa Sofia at Constantinople, did his mingled emotions of religion and political greatness yearn with a burning zeal. If this animating principle be kept firmly in mind the whole course of Greek political aspirations in the Nineteenth and Twentieth Centuries becomes clear.

The Greek War of Independence, which came to a successful conclusion in 1832, affected less than one half of the Greeks in the Turkish Empire. It did not bring freedom to the Greeks of Macedonia and Thrace, of Crete and the Aegean Islands, nor to the more than two million Greeks in Asia Minor and Constantinople. For ninety-five years following the War of Independence, down to the destruction of Smyrna in 1922, the consuming ambition of the Kingdom of Greece, shared by the "unredeemed Greeks" of Asia Minor and the islands, was the liberation of this majority of the Greek race. Along with this ambition went the desire to control the territory over which all these Greeks were scattered.»

Ο Πρεσβευτής της Αμερικής στήν Τουρκία, όφειλε νά γνωρίζει τήν ιστορία του τόπου πού βρισκόταν ως απεσταλμένος της χώρας του καί από ότι βλέπουμε τήν ήξερε πολύ καλά. Αυτό τό γεγονός δίνει μεγαλύτερη αξιοπιστία στήν κρίση του καί τίς απόψεις του. Ποιός από τούς σύγχρονους ξένους διπλωμάτες στήν Αθήνα, γνωρίζει τήν ελληνική ιστορία καί τόν τρόπο πού σκέπτονται οι Ελληνες πολίτες; Τό μόνο πού κάνουν σήμερα, οι Αμερικάνοι καί Βρετανοί διπλωμάτες είναι νά ελέγχουν τόν τρόπο σκέψης των Ελλήνων πολιτών καί όχι απλά νά τόν γνωρίζουν. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί τό σχέδιο Αννάν γιά τό οποίο δαπανήθηκαν εκατομμύρια δολλάρια, προκειμένου να γίνει αποδεχτό από τήν κοινή γνώμη. Γι' αυτό τό αποδέχτηκαν (μέ τό αζημίωτο φυσικά) άπαντες οι δημοσιογράφοι, τά κόμματα καί οι ΜΚΟ καί μέσω πλύσης εγκεφάλου προσπάθησαν νά τό επιβάλουν στόν ελληνικό λαό. Συγκρίνουμε τή σημερινή σαπίλα του συστήματος μέ τήν καθαρή συνείδηση του Εβραίου διπλωμάτη, πρίν από εκατό περίπου χρόνια.

«When I arrived in Constantinople as American Ambassador in 1913 the second Balkan War had just come to a close. My two and one half years at the Embassy there not only gave me an intimate knowledge of Turkey and the Turks, but of the Greeks in Turkey as well. To my astonishment I then learned that the Greeks comprised a considerable percentage of the population of the Turkish Empire.

In Constantinople alone there were between three hundred and four hundred thousand permanent Greek residents. They were one of the strongest elements of the population. I learned that, not only in Constantinople, but also throughout Asia Minor, the Greeks largely controlled the banking, the shipping, and the general mercantile business. Some of the Greeks in Constantinople were among the most brilliant and cultivated people I have ever met anywhere in the world. Highly educated, fluent linguists, and very prosperous, they would have adorned any society.

I found that the Greeks, like various other non-Mohammedans, occupied a peculiar legal status in Turkey, for which there is no parallel in any European country. They constituted a separate legal community, and exercised all community rights for themselves. They organized and supported their own schools. Therefore, the Metropolitan, or chief bishop of the Orthodox Greek Church, was officially recognized by the Turkish Government as the head of the Greek community. He was held responsible for the orderly behavior of his co-religionists, and for their obedience to Turkish laws.

The Greeks were the only one of these hated races within striking distance of Turkish vengeance. The Greeks alone had a considerable body of their population living within the Turkish borders. It was - deplorable, but by no means unnatural, that they should speedily become objects of petty persecution where - ever they happened to be living in Turkey

Ο Τούρκος δέν άλλαξε στά 500 χρόνια παρουσίας του στά χώματα του Βυζαντίου. Παρέμεινε ο ίδιος όπως ήταν όταν εισέβαλλε από τίς μακρινές στέππες πιστεύοντας ακράδαντα στήν υποδούλωση καί εξόντωση των υπολοίπων λαών πού γειτνιάζουν μαζί του. Ετσι λοιπόν, καί σήμερα παραμένει αμετανόητος γία τό έγκλημα της γενοκτονίας τριών εκατομμυρίων χριστιανών (Ασσυροχαλδαίων, Αρμενίων, Ελλήνων) καί προσπαθεί νά διαστρεβλώσει τήν ιστορία καί νά παρουσιαστεί ως θύμα των άλλων λαών. Αλλά έχουμε νά αντιμετωπίσουμε όχι μόνο τό αμετανόητο θηρίο, αλλά καί όσους πληρώνει εντός της Ελλάδος γιά νά περάσουν τίς θέσεις του.

Καί γιά όσους νομίζουν ότι υπερβάλλω, μπορείτε νά βρείτε άρθρα του Μιχάλη Ιγνατίου γιά τά εκατομμύρια δολλάρια πού δαπανήθηκαν γία να αγοραστούν συνειδήσεις καί νά δικαιωθεί ο Τούρκος εισβολέας της Κύπρου καί νά καρπωθεί καί τήν νότια Κύπρο. Καί αυτή τήν απάτη τήν ονόμασαν σχέδιο Αννάν. Γιά νά αντιμετωπίσουμε όλους τούς καλοπληρωμένους αριστεροδημοκράτες ή δεξιοφιλελεύθερους οθωμανολάγνους αρκεί νά βρούμε πηγές εκείνης της μακρινής εποχής.

«After five hundred years' close contact with European civilization, the Turk remained precisely the same individual as the one who had emerged from the steppes of Asia in the Middle Ages. He was clinging just as tenaciously as his ancestors to that conception of a state as consisting of a few master individuals whose right it is to enslave and plunder and maltreat any peoples whom they can subject to their military control.

The old conquering Turks had made the Christians their servants, but their parvenu descendants bettered their instruction, for they determined to exterminate them wholesale and Turkify the empire by massacring the non-Moslem elements. Originally this was not the statesmanlike conception of Talaat and Enver; the man who first devised it was one of the greatest monsters known to history, the "Red Sultan", Abdul Hamid.

Instead, Abdul Hamid apparently thought that there was only one way of ridding Turkey of the Armenian problem---and that was to rid her of the Armenians. The physical destruction of 2,000,000 men, women, and children by massacres, organized and directed by the state, seemed to be the one sure way of forestalling the further disruption of the Turkish Empire.

And now for nearly thirty years Turkey gave the world an illustration of government by massacre. We in Europe and America heard of these events when they reached especially monstrous proportions, as they did in 1895-96, when nearly 200,000 Armenians were most atrociously done to death. But through all these years the existence of the Armenians was one continuous nightmare. Their property was stolen, their men were murdered, their women were ravished, their young girls were kidnapped and forced to live in Turkish harems.

And now the Young Turks, who had adopted so many of Abdul Hamid's ideas, also made his Armenian policy their own. Their passion for Turkifying the nation seemed to demand logically the extermination of all Christians---Greeks, Syrians, and Armenians. Much as they admired the Mohammedan conquerors of the fifteenth and sixteenth centuries, they stupidly believed that these great warriors had made one fatal mistake, for they had had it in their power completely to obliterate the Christian populations and had neglected to do so.

They felt that the mistake had been a terrible one, but that something might be saved from the ruin. They would destroy all Greeks, Syrians, Armenians, and other Christians, move Moslem families into their homes and into their farms, and so make sure that these territories would not similarly be taken away from Turkey. In order to accomplish this great reform, it would not be necessary to murder every living Christian. The most beautiful and healthy Armenian girls could be taken, converted forcibly to Mohammedanism, and made the wives or concubines of devout followers of the Prophet. Their children would then automatically become Moslems and so strengthen the empire, as the Janissaries had strengthened it formerly. These Armenian girls represent a high type of womanhood and the Young Turks, in their crude, intuitive way, recognized that the mingling of their blood with the Turkish population would exert a eugenic influence upon the whole. Armenian boys of tender years could be taken into Turkish families and be brought up in ignorance of the fact that they were anything but Moslems.»

Τό βιβλίο (Ambassador Morgenthau's Story, 1918), έχει λεπτομέρειες γιά τήν εξόντωση των Αρμενίων στή λίμνη Βάν. Εκεί οι Αρμένιοι οργάνωσαν στοιχειώδη αντίσταση γιά νά σώσουν τήν τιμή τους καί τίς οικογένειες τους καί έτσι έχει Αρμενοτουρκική φιλία επωφεληθεί η τουρκική προπαγάνδα καί διαδίδει ότι οι ..Αρμένιοι άρχισαν τήν επίθεση καί οι Τούρκοι αναγκάστηκαν νά αμυνθούν. Οι Αρμένιοι έχουν τήν πιό τραγική μοίρα από όλους τούς λαούς καί τό αξιοθρήνητο Υπουργείο Παιδείας δέν κάνει ούτε μία ελάχιστή αναφορά στή γενοκτονία τους. Προστατεύει στά σχολικά βιβλία τήν ..αρμενοτουρκική φιλία. Ακόμα ένα βιβλίο πού αναφέρεται στά μαρτύρια των Αρμενίων είναι τό: (The treatment of Armenians in the Ottoman Empire) του βρετανού διπλωμάτη Viscount Bryce.

Μέ τό πρόσχημα τής απειλής του τουρκικού κράτους, τό 1915 έγιναν τρομερές σφαγές κατά των Αρμενίων. Υπήρχε μία πανίσχυρη Γερμανία πού στήριζε τούς χασάπηδες Εμβέρ, Τζεμάλ καί Ταλαάτ καί μέσα σέ μία χρονιά χάθηκαν ένα εκατομμύριο ψυχές.

«The systematic extermination of the men continued; such males as the persecutions which I have already described had left were now violently dealt with. Before the caravans were started, it became the regular practice to separate the young men from the families, tie them together in groups of four, lead them to the outskirts, and shoot them. Public hangings without trial (the only offense being that the victims were Armenians) were taking place constantly. The gendarmes showed a particular desire to annihilate the educated and the influential. From American consuls and missionaries I was constantly receiving reports of such executions, and many of the events which they described will never fade from my memory.

At Angora all Armenian men from fifteen to seventy were arrested, bound together in groups of four, and sent on the road in the direction of Caesarea. When they had travelled five or six hours and had reached a secluded valley, a mob of Turkish peasants fell upon them with clubs, hammers, axes, scythes, spades, and saws. Such instruments not only caused more agonizing deaths than guns and pistols, but, as the Turks themselves boasted, they were more economical, since they did not involve the waste of powder and shell. In this way they exterminated the whole male population of Angora, including all its men of wealth and breeding, and their bodies, horribly mutilated, were left in the valley, where they were devoured by wild beasts.

After completing this destruction, the peasants and gendarmes gathered in the local tavern, comparing notes and boasting of the number of "'giaours" that each had slain. In Trebizond the men were placed in boats and sent out on the Black Sea; gendarmes would follow them in boats, shoot them down, and throw their bodies into the water.


When the signal was given for the caravans to move, therefore, they almost invariably consisted of women, children, and old men. Any one who could possibly have protected them from the fate that awaited them had been destroyed. Not infrequently the prefect of the city, as the mass started on its way, would wish them a derisive "pleasant journey." Before the caravan moved the women were sometimes offered the alternative of becoming Mohammedans. Even though they accepted the new faith, which few of them did, their earthly troubles did not end. The converts were compelled to surrender their children to a so-called "Moslem Orphanage," with the agreement that they should be trained as devout followers of the Prophet, They themselves must then show the sincerity of their conversion by abandoning their Christian husbands and marrying Moslems. If no good Mohammedan offered himself as a husband, then the new convert was deported, however strongly she might protest her devotion to Islam.

The Armenians had hardly left their native villages when the persecutions began. The roads over which they travelled were little more than donkey paths; and what had started a few hours before as an orderly procession soon became a dishevelled and scrambling mob. Women were separated from their children and husbands from their wives. The old people soon lost contact with their families and became exhausted and footsore. The Turkish drivers of the ox-carts, after extorting the last coin from their charges, would suddenly dump them and their belongings into the road, turn around, and return to the village for other victims. Thus in a short time practically everybody, young and old, was compelled to travel on foot. The gendarmes whom the Government had sent, supposedly to protect the exiles, in a very few hours became their tormentors.

They followed their charges with fixed bayonets, prodding any one who showed any tendency to slacken the pace. Those who attempted to stop for rest, or who fell exhausted on the road, were compelled, with the utmost brutality, to rejoin the moving throng. They even prodded pregnant women with bayonets; if one, as frequently happened, gave birth along the road, she was immediately forced to get up and rejoin the marchers. The whole course of the journey became a perpetual struggle with the Moslem inhabitants. Detachments of gendarmes would go ahead, notifying the Kurdish tribes that their victims were approaching, and Turkish peasants were also informed that their long-waited opportunity had arrived. The Government even opened the prisons and set free the convicts, on the understanding that they should behave like good Moslems to the approaching Armenians. Thus every caravan had a continuous battle for existence with several classes of enemies---their accompanying gendarmes, the Turkish peasants and villagers, the Kurdish tribes and bands of Chetes or brigands.

When the victims had travelled a few hours from their starting place, the Kurds would sweep down from their mountain homes. Rushing up to the young girls, they would lift their veils and carry the pretty ones off to the hills. They would steal such children as pleased their fancy and mercilessly rob all the rest of the throng. If the exiles had started with any money or food, their assailants would appropriate it, thus leaving them a hopeless prey to starvation. They would steal their clothing, and sometimes even leave both men and women in a state of complete nudity. All the time that they were committing these depradations the Kurds would freely massacre, and the screams of women and old men would add to the general horror. Such as escaped these attacks in the open would find new terrors awaiting them in the Moslem villages.

Here the Turkish roughs would fall upon the women, leaving them sometimes dead from their experiences or sometimes ravingly insane. After spending a night in a hideous encampment of this kind, the exiles, or such as had survived, would start again the next morning. The ferocity of the gendarmes apparently increased as the journey lengthened, for they seemed almost to resent the fact that part of their charges continued to live. Frequently any one who dropped on the road was bayoneted on the spot. The Armenians began to die by hundreds from hunger and thirst. Even when they came to rivers, the gendarmes, merely to torment them, would sometimes not let them drink. The hot sun of the desert burned their scantily clothed bodies, and their bare feet, treading the hot sand of the desert, became so sore that thousands fell and died or were killed where they lay. Thus, in a few days, what had been a procession of normal human beings became a stumbling horde of dust-covered skeletons, ravenously looking for scraps of food, eating any offal that came their way, crazed by the hideous sights that filled every hour of their existence, sick with all the diseases that accompany such hardships and privations, but still prodded on and on by the whips and clubs and bayonets of their executioners.»

Ο Μοργκενχάου αναφέρει στό βιβλίο του ότι δέν υπήρξε στήν ιστορία κάτι τόσο τρομακτικό καί θανατηφόρο γιά έναν ολόκληρο λαό, σάν καί αυτό πού έπαθαν οι Αρμένιοι τό 1915. Βέβαια εγώ επιμένω ότι δέν πρέπει νά απομονώνουμε τούς Αρμένιους, γιατί αντίστοιχες θηριωδίες έζησαν όλοι οι χριστιανοί της Τουρκίας. Βέβαια πού νά φανταζόταν ο Μοργκενχάου, ότι μερικά χρόνια αργότερα η δική του φυλή θά έπεφτε θύμα αντίστοιχων θηριωδιών. Ο Χίτλερ θά εμπνεόταν τήν τακτική του από τούς νεότουρκους καί θά απαντούσε μέ τό περίφημο "Ποιός θυμάται τούς Αρμενίους", σέ όσους τόν επέκριναν.

Oι Ευρωπαίοι γνώριζαν

Συνεχίζω τήν αναφορά γιά τήν γενοκτονία των χριστιανών (Αρμενίων, Ασσυρίων, Ελλήνων) της Μικράς Ασίας μέ αναφορές από ξένους είτε Ευρωπαίους είτε Αμερικάνους, γιά νά διαφανεί η συνενοχή των δυτικών κυβερνήσεων στό έγκλημα καί γιά νά αποκτήσει μεγαλύτερη αξιοπιστία τό κατηγορητήριο κατά της Τουρκίας, δεδομένου ότι οι ντόπιοι συνεργάτες του κατακτητή (τύπου Μπουτάρη) χλευάζουν τούς Ελληνες, σάν τόν μητροπολίτη Ανθιμο, όταν αναφέρονται στήν γενοκτονία των παππούδων τους.

Απόσπασμα ομιλίας του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, Λόϋδ Τζώρτζ στό βρετανικό κοινοβούλιο (23 Ιουλίου 1922):

«Αναρωτιέμαι αν ο εντιμότατος και γενναίος βουλευτής (Kenworthy) είδε την έκθεση της αμερικανικής αποστολής για τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν στον Πόντο. Τί συνέβη εκεί; Όχι μεμονωμένα περιστατικά, αλλά δεκάδες χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά εκτοπίστηκαν και δεκάδες χιλιάδες βρήκαν το θάνατο. Οι εκθέσεις πού αναφέρονται στήν τύχη των γυναικών είναι αυτόχρημα φρικώδεις. Καί όλες αυτές οι ακρότητες διαπράχθησαν χωρίς νά προηγηθεί εξέγερση. Χωρίς νά υπάρξει πρόκληση. Ηταν καθαρά προμελετημένη εξόντωση. "Εξόντωση" δέν είναι δική μου λέξη. Είναι η λέξη πού εχρησιμοποίησε η αμερικάνική αποστολή.

Οι Έλληνες είχαν δικαίωμα να πουν: «Πριν αποσυρθούν τα στρατεύματά μας από τις γραμμές που καταλάβαμε - αφού απωθήσαμε τούς Τούρκους μέ μεγάλες απώλειες - δέν επιθυμούμε νά αφήσουμε στήν τύχη τους 500.000 άνδρες, γυναίκες καί παιδιά της φυλής μας. Θέλουμε να έχουμε κάποια εγγύηση ότι δε θα συμβεί εκεί ό,τι έγινε στον Πόντο»

Εγγύηση δεν εννοώ το λόγο της Αγκυρας. Ο λόγος αυτός δόθηκε επίσης στην Αρμενία. Ποια ήταν τελικά η αξία του; Δέν έσωσε τή ζωή ούτε ενός Αρμένιου ή Ελληνα. Δέν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι αναπτύχθηκε η νοοτροπία, σύμφωνα μέ τήν οποία ένας μόνο τρόπος υπάρχει γιά νά απαλλαγεί η Τουρκία από τίς ενοχλήσεις των μή μουσουλμανικών πληθυσμών. Καί αυτός είναι η εκτόπιση ή η εξόντωση. Ο Αβδούλ Χαμίτ υπήρξε κύριος υπεύθυνος γιά τήν πολιτική αυτή. Εκατομμύρια Αρμένιοι εξολοθρεύτηκαν. Η ίδια πολιτική εφαρμόζεται τώρα καί απέναντι στούς Ελληνες....»



Toynbee, Arnold Joseph, (British historian) "The murderous tyranny of the Turks - 1917" Preface by Bryce

«No one who has studied the history of the Near East for the last five centuries will be surprised that the Allied Powers have declared their purpose to put an end to the rule of the Turk in Europe, and still less will he dissent from their determination to deliver the Christian population of what is called the Turkish Empire, whether in Asia or in Europe, from a Government which during those fire centuries has done nothing but oppress them. These changes are indeed long overdue. They ought to have come more than a century ago, because it had then already become manifest that the Turk was hopelessly unfit to govern, with any approach to justice, subject races of a different religion.

The Turk has never been of any use for any purpose except fighting. He cannot administer, though in his earlier days he had the sense to employ intelligent Christian administrators. He cannot secure justice. As a governing power, he has always shown himself incapable, corrupt and cruel. He has always destroyed; he has never created. Those whom we call the Turks are not a nation at all in the proper sense of the word. The Ottoman Turks were a small conquering tribe from Central Asia, ruled during the first two centuries of their conquests by a succession of singularly able and unscrupulous Sultans, who subjugated the Christian populations of Asia Minor and South-Eastern Europe, compelling part of these populations to embrace Mohammedanism, and supporting their own power by seizing the children of the rest, forcibly converting them to Islam, and making out of them an efficient standing army, the Janizaries, by whose valour and discipline the Turkish wars of conquest were carried on from early in the fifteenth down into the nineteenth century.

As a famous English historian wrote, the Turks are nothing but a robber band, encamped in the countries they have desolated. As Edmund Burke wrote, the Turks are savages, with whom no civilised Christian nation ought to form any alliance. Turkish rule ought to be ended in Europe, because, even in that small part of it which the Sultan still holds, it is an alien power, which has in that region been, and is now, oppressing or massacring, slaughtering or driving from their homes, the Christian population of Greek or Bulgarian stock. It ought to be turned out of the western coast regions of Asia Minor for a like reason. The people there are largely, perhaps mostly, Greek speaking Christians. So ought it to be turned out of Constantinople, a city of incomparable commercial and political importance, with the guardianship of which it is unfit to be trusted. So ought it to be turned out of Armenia and Cilicia, and Syria, where within the last two years it has been destroying its Christian subjects, the most peaceful and industrious and intelligent part of the population.

If a Turkish Sultanate Is to be left in being at all, it may, with least injury to the world, be suffered to exist in Central and Northern Asia Minor, where the population is mainly Mussulman, and there are comparatively few Christians and those only in the cities to suffer from its misgovernment. Even there one would be sorry for Genocide of Greeks - Turkey its subjects, Mussulman as well as Christian, but a weak Turkish State, such as it would then be, could not venture on the crimes of which it has been guilty when it was comparatively strong. That the faults of Turkish government are incurable, has been most clearly shown by the fact that the Young Turkish gang who gained power when they had deposed Abd-ul-Hamid, have surpassed even that monster of cruelty in their slaughter of the unoffending Armenians.

The "Committee of Union and Progress" began by promising equal rights to all races and faiths. This was "Union." It proceeded forthwith not only to expel the Greek-speaking inhabitants of Western Asia Minor, and to exterminate the Armenians, but to attempt to Turkify the Albanians (Muslims as well as Christians) and to proscribe their language. This is what " Union" has in fact meant. What "Progress" has meant in the hands of ruffians like Enver and Talaat, Prussianised Muslims worse than the old Turkish pashas, we have all seen within the last three years. The Muslim peasant of Asia Minor is an honest, kindly fellow when not roused by fanaticism, but the Turk, as a Governing Power, is irreclaimable, and the Allied Powers would have been false to all the principles of Eight and Humanity for which they are fighting if they had not proclaimed that no Turkish Government shall hereafter be permitted to tyrannize over subjects of another faith.»

Oταν τά έλεγε αυτά o Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έβγαιναν οι γενίτσαροι του Συνασπισμού καί της Ελευθεροτυπίας καί τόν κατηγορούσαν ως ρατσιστή. Δηλαδή τό νά αναφέρεις τά ιστορικά γεγονότα γιά τούς εξολοθρευτές του ελληνισμού σημαίνει ότι είσαι ρατσιστής καί ακροδεξιός!! Ενώ όσοι γλύφουν τά κεμαλικά τέρατα είναι δημοκράτες καί προοδευτικοί! Συνεπώς, γιά νά μην με κατηγορήσουν ως ρατσιστή παραθέτω απόψεις ξένων έγκριτων συγγραφέων, λόρδων καί πολιτικών, γιατί θά έρθει η στιγμή πού θά φυλακίζονται όσοι κατηγορούν τόν οθωμανισμό καί τόν κεμαλισμό.

Austrian consul at Amisos Kwiatkowski writes to Austria Foreign Minister Baron Burian (1916): ««on 26 November Rafet Bey told me: "we must finish off the Greeks as we did with the Armenians . . ." on 28 November. Rafet Bey told me: "today I sent squads to the interior to kill every Greek on sight." I fear for the elimination of the entire Greek population and a repeat of what occurred last year.»

Herr Pallavicini, Ambassador of Austria-Hungary to Turkey, writes to Vienna, January 20, 1917:

«The situation for the displaced is desperate. Death awaits them all. I spoke to the Grand Vizier and told him that it would be sad if the persecution of the Greek element took the same scope and dimension as the Armenian persecution. The Grand Vizier promised that he would influence Talaat Bey and Enver Pasha.»



ATLANTA CONSTITUTION, JUNE 17, 1914 MASSACRE OF GREEKS CHARGED TO THE TURKS

«Priest, Old Men and Children Are Reported Slain - Bodies Are Thrown into Well.

Athens, Greece, June 16. - Greek refugees from Asia Minor [Turkey] today brought reports of the massacre by Turks of 100 Greeks, including priests, old men and children in the town of Phokia, twenty-five miles northwest of Smyrna. The town, according to the official report, was invaded by a horde of armedmen, who looted and then set fire to all the buildings. They are said to have been assisted by the Turkish police.

The inhabitants, most of whom were Greeks, fled leaving their property behind them, and 3,800 of them have reached Saloniki. They declare that the bodies of the massacred people were thrown into wells. The refugees, many of whom were suffering from wounds, were in a state of starvation on their arrival.»



THE TIMES, AUGUST 23, 1917 EXTERMINATION OF GREEKS IN TURKEY A GERMAN PLOT DISCLOSED. (FROM OUR CORRESPONDENT)

«ATHENS, AUGUST 20. M. Politis, Minister for Foreign Affairs, today laid before the Chamber four new documents proving conclusively that the persecutions of which the Greeks at Aivali and in other parts of Asia Minor were the victims were carried out in accordance with a plan for the extermination of the Greek race in Turkey devised by the German General Staff, which aided and supervised its execution. The last report on the subject, which is dated April 30, 1917, and came from the Greek Minister at Constantinople, says that the Turkish Ministers themselves, as well as the German Minister, had admitted to him that the extermination of Hellenism was the outcome of a resolve of the German General Staff.

These disclosures, following the publication of the White Book showing that tens of thousands of Greeks in Eastern Macedonia have died of hunger, have exhibited in the character of executioners of the Hellenic race those who conducted the late political regime. Their condemnation is complete. Their only excuse was that they feared to make war on Germany, as Baron Wangenheim, the German Minister, had declared that in that event Hellenism in Turkey would be exterminated.»



THE TIMES, SEPTEMBER 10th 1915, PAGE 6.

«A BYZANTINE REMNANT

Mr. R. M. Dawkins dealt with the "Greek Element in Asia Minor," which he said had existed under the domination of the Turks ever since the arrival first of the Seljouks and then of the Ottomans. It was, however, not annihilated by the conquerors, and the regions where it survived in greatest numbers were marked also by the preservation of the Greek language.

In the western parts of Asia the destruction of the Greeks was more complete, and therefore there the language had only survived in a few scattered villages. This local Greek was of great importance from many points of view. Its mixture with Turkish was of great linguistic interest; many features in its grammar made it plain that it rested upon a form of Hellenistic Greek different from that which had produced ordinary modern Greek, and it was therefore of use in reconstructing the features of the Hellenistic language; and lastly its vocabularly reflected in a remarkable way the history of the country.

The condition of these Greek communities had grown sensibly worse since the New Turk regime; in particular the introduction of conscription was causing wholesale emigration, especially from Pontus into Russia. It seemed that the aim of the Turks was now the total destruction of the Greek population



THE NEW YORK TIMES, THURSDAY, APRIL 20, 1916 MASSACRES OF GREEKS IN TURKEY REPORTED

«Hundreds Killed by Turks and Bulgars in Many Towns London Hears..

LONDON, Thursday, April 20,. - Wholesale massacres of Greeks at Adrianople, Constantinople and Smyrna are reported in a Saloniki dispatch to The Morning Post. "In Adrianople and Demotica, Turks and Bulgarians, acting together." says the dispatch, killed 400 and wounded 300 Greeks after pillaging their houses. In the Smyrna district several Greek villages were raided. 200 persons being killed and many wounded. "Constantinople was likewise the scene of serious massacres, no figures pertaining to which are available. All the massacres occurred on April 11."»



THE ARGUS, AUGUST 22nd 1916, page 7.

«The Unspeakable Turk. Atrocities in Armenia. Pitiable Plight of Greeks

The condition of the Greeks on the Black Sea coast is described in a message from Athens as deplorable. Genocide of Armenians - Turkey The Turks, owing to the Russian advance in Armenia, are clearing the inhabitants out of the villages and sending them on foot to concentration camps in the interior. The unfortunate Greeks are almost foodless, yet the Turks rob these pitiful caravans of every possession. The Greek children are being taken from the villages and converted to Islamism. To add to the horrors which the Greeks are suffering, Turkish soldiers are committing brutalities on the women and girls



THE NEW YORK TIMES, AUGUST 31, 1919

«THE SWORD OF ISLAM.

Something more than forty years ago a London daily newspaper seriously proposed that the United States should take the Ottoman Turks in hand and assume responsibility for the good behavior of their empire. Twice that number of years ago ELIHU BURRITT, "the learned blacksmith," declared that Constantinople ought to be one of the richest cities on the face of the globe from the carrying trade between Europe and Asia.

Here we have two fundamental views upon which have been based many suggestions of policy in respect to the plague spot of the Near East. One is that the Ottoman Empire is a criminal Power, not to be recognized or trusted in the fellowship of nations, but always to be kept under restraint; the other is that the Turks are incapable of progress unworthy to possess and enjoy the highly favored regions they occupy and that they were to be put out of Europe "bag and baggage": in order that their estate may come into the hands of an industrial and commercial people. There is a third view which has controlled European policy for generations - that the Turks, with all their crimes, must be maintained in Constantinople because of the dangerous disturbance of the Balance of Power that would result from the transfer of the Ottoman domain to any of the great States of Europe.

Each of these views has its active partisans at this time. The people of the United Sates would be glad to see the Turks transferred to a new State in Asia Minor with Brusa as the seat of the Caliphate. They are interlopers, adventurers in Europe and no integral part of its civilization. They have an evil reputation and are the worst of neighbors. They have been intolerably cruel to subject peoples, the cause of many wars and much bloodshed. In Brusa rest the ashes of their first Sultan, OSMAN I.

British policy demands a different settlement altogether. Because of her need to safeguard the route to India and the peace of India, Great Britain is more deeply concerned than any other power in the fate of Constantinople and Turkey. "The sick man of Europe" has been kept alive by British interest, and now again British policy opposes the expulsion of the Turks from Europe. It is not a question of maintaining a political power, for we all most devoutly hope that the Turks will never again be allowed to exercise political power; it is the desire to avoid a shock to religious sentiment. The head of the Turkish State is the spiritual head of the Moslem world. It is urged that to thrust him forth from the place where he has ruled so long that he may in truth call it his ancient seat, to transport him against his will to a new capital in Asia Minor, would cause a profound disturbance throughout Islam. In British India there are many millions of Mohammedans. What these followers of the prophet may be thinking about at any given time Great Britain really never know, but she understands her subject races in India well enough to know that it would be unwise to disregard their religious feelings.

It may come about that circumstances will force Great Britain to become the mandatory at Constantinople. There are other solutions. The non-Turkish peoples of Asia Minor will be freed from Turkish control, of course. Much consideration has been given to the plan of international control over the Turkish population and their chief city and over the Dardanelles and the Bosporus. Under the League of Nations this might be feasible, although the plan has its obvious perils. For two thousand years Constantinople has been the centre of the clash of ambitions. That millennial harmony would be established by bringing the contending forces into partnership at that point might be too sanguine a view. Sharp dissensions are likely to arise, as in the experiment of France and Britain in Egypt. There is another suggestion - that, as a means of avoiding jealousies, Greece take the mandate for Constantinople. The Greeks, and industrious and commercial people, great traders, would at least administer the trust in a way to give Constantinople a prominence in the arts of peace to which under Turkey's rule it would never attain; they might make ELIHU BURRITT'S vision of reality. The Greeks for centuries have been oppressed and cribbed and confined by the Turks. They have within them the impulse and the qualities to build up a great nation.»



THE NEW YORK TIMES, JANUARY 1st 1918, PAGE 15.

«1,000,000 GREEKS KILLED?

Trebizond Merchant Puts Victims of "Turco-Germans" at That Figure. At least 1,000,000 Greeks, men, women, and children, have perished as the result of organizd massacres and deportations by "the Turco-Germans" in Asiatic Turkey, according to a statement by Lazaros George Macrides, son of a leading merchant of Trebizond, made public through the Armenian and Syrian Relief Committee here yesterday. Macrides, who recently arrived here, says he was one of a party of 2,000 Greeks which was rescued by the Russian fleet that bombared the town of Ordou late last August and took refugees aboard.

"Those of us who were between the ages of 16 and 60 were drafted into the Turkish Army," said Macrides. "Our women an children and the older men were placed temporarily in homes and orphanages until the opportunity offered to dispose of them the approved Turco-Tauton fashion, which in this instance turned out to be by wholesale drowning. "The unfortunate survivors of the deportation were towed out for several miles into the Black Sea and then calmly dumped overboard, just like so much garbage. None of them survived.»



William Ewart Gladstone - Prime Minister of Great Britain

«Such a Government, as that which can countenance and cover the perpetration of such outrages is a disgrace in the first place to Mahomet the Prophet whom it professes to follow, that it is a disgrace to civilization at large, and that it is a curse to mankind.»



Father J. Lepsius, German clergyman, July 31, 1915

«The anti-Greek and anti-Armenian persecutions are two phases of one programme - the extermination of the Christian element from Turkey.»



German Ambassador Wangenheim to German Chancellor von Bulow, quoting Turkish Prime Minister Sefker Pasha, July 24, 1909.

«The Turks have decided upon a war of extermination against their Christian subjects.»

Ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισσού Κβιατόφσκι αναφέρει:

«Όπως επανειλημμένως ετόνισα, θεωρώ τον εκτοπισμόν των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας εν τω πλαισίω της εκτελέσεως του προγράμματος των Νεοτούρκων, το οποίον επιδιώκει την εξασθένησιν του Χριστιανικού στοιχείου ως μίαν καταστροφήν μεγίστης απηχήσεως, ήτις θα έχη εις την Ευρώπην ζωηρότερον αντίκτυπον από τας αγριότητας εναντίον των Αρμενίων».



Ο Αμερικανός ταγματάρχης Γιόουελ δίνει μια εικόνα του Μικρασιατικού Πόντου το 1921: «Πτώματα, πτώματα σε όλο το μήκος της πορείας των εκτοπιζομένων... φρίκη και πτώματα», ενώ ο Αμερικανός δημοσιογράφος Γκίμπονς γράφει: «Η πεδιάδα της Μαλάτειας ήταν στρωμένη με πτώματα Ελλήνων».

O Σοβιετικός αξιωματικός Φρούνζε (Frounze), έδωσε τήν ακόλουθη μαρτυρία για τους ηττημένους αντάρτες του Πόντου καί τόν Τοπάλ Οσμάν:

«Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Έλληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Όλοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο... Αλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια. Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι' αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμαύχι του... Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν με πηδηματάκια προς τη Χάβζα. Μερικοί όταν μας αντίκρυσαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος που ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου

Από τους 200.000 Έλληνες που ζούσανε στη Σαμψούντα, τη Σινώπη και την Αμάσεια έμειναν λίγοι μόνο αντάρτες που τριγυρίζουν στα βουνά. Το σύνολο σχεδόν των ηλικιωμένων, των γυναικών και των παιδιών εξορίστηκαν σε άλλες περιοχές με πολύ άχημες συνθήκες. Πληροφορήθηκα ότι οι Τσέτες του Οσμάν Αγά (Τοπάλ Οσμάν) έσπειραν τον πανικό στην πόλη Χάβζα. Έκαψαν, βασάνισαν και σκότωσαν όλους τους Έλληνες και Αρμένιους που βρήκαν μπροστά τους. γκρέμισαν όλες τις γέφυρες. Παντού υπήρχαν σημάδια γκρεμίσματος.

Η διαδρομή από την πόλη Καβάκ προς το πέρασμα Χατζηλάρ θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου όσο θα ζω. Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων συναντούσαμε μόνο πτώματα. Μόνο εγώ μέτρησα 58. Σ' ένα σημείο συναντήσαμε το πτώμα μιας ωραίας κοπέλλας. Της είχανε κόψει το κεφάλι και το τοποθέτησαν κοντά στο χέρι της. Σε κάποιο άλλο σημείο υπήρχε το πτώμα ενός άλλου ωραίου κοριτσιού, 7-8 χρονών, με ξανθά μαλιά και γυμνά πόδια. Φορούσε μόνο ένα παλιό πουκάμισο. Απ' ότι καταλάβαμε, το κοριτσάκι καθώς έκλαιγε, έχωσε το πρόσωπό του στο χώμα, δολοφονημένο από το κάρφωμα της λόγχης του φαντάρου».

Ο ίδιος κομμουνιστής αξιωματικός Φρούνζε, περιέγραψε και ένα περιστατικό, κατά τό οποίο όταν περνούσαν δίπλα από μια ομάδα αιχμάλωτων Ελλήνων στη Μερζιφούντα, ένας από τους αιχμαλώτους φώναξε στη σοβιετική αντιπροσωπεία ότι ήταν και αυτοί ένοχοι γιατί ενίσχυαν τον Κεμάλ και τους Τούρκους. Το συναίσθημα αυτό των ανταρτών του δυτικού Πόντου ήταν εξαιρετικά έντονο. Ο οπλαρχηγός Κισά Μπατζάκ (Κοντοπόδης) διακύρησσε: «... oι Ρώσοι κομμουνιστές δώσανε όπλα στον Κεμάλ για να χτυπήσει εμάς, του έδωσαν υποστήριξη, απελευθέρωσαν όλους τους Τούρκους στρατιώτες που είχαν συλλάβει αιχμαλώτους όταν μπήκαν στην Τραπεζούντα». Υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές κατέδιδαν τις προσπάθειες προμήθειας οπλισμού των ανταρτών από τη Ρωσία και παρέδιδαν Πόντιους στους Τούρκους.

Ο Αράλοβ (Araloff), σοβιετικός πρέσβης στην Αγκυρα, ενημερώθηκε στη Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Φρούνζε γιά τό πλήθος των Ελλήνων που είχαν σφαγιαστεί καί τόν προειδοποίησε ότι ο δρόμος πού θά περνούσε ήταν γεμάτος πτώματα σφαγιασμένων ανθρώπων. Για το θέμα αυτό ο Αράλοβ είχε ιδιαίτερη συνομιλία με τον Κεμάλ. Αναφέρει ο ίδιος: «Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούνζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Εχοντας υπ' όψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μην θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις μου...».

Ο Κεμάλ απάντησε ως εξής στις "επισημάνσεις" του Φρούνζε: «Ξέρω αυτές τις βαρβαρότητες. Είμαι κατά της βαρβαρότητας. Εχω δώσει διαταγές να μεταχειρίζονται τους Έλληνες αιχμαλώτους με καλό τρόπο... Πρέπει να καταλάβετε τον λαό μας. Είναι εξαγριωμένοι. Ποιοί πρέπει να κατηγορηθούν για αυτό; Εκείνοι που θέλουν να ιδρύσουν ένα "Ποντιακό κράτος" στην Τουρκία...».

Ακολουθούν αποσπάσματα από γαλλικά έγγραφα τά οποία συνέλεξε μετά από έρευνες ετών ο Χάρης Τσιρκινίδης:

«Τό κυριώτερο κίνητρο πού η Τουρκία βγήκε στόν πόλεμο είναι ότι η Γερμανία της υποσχέθηκε νά επανακτήσει τήν Αίγυπτο, τή Λιβύη καί τό Σουδάν. Όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις δέν ήταν ευνοϊκές, κυρίως λόγω της ρωσικής προέλασης στό έδαφος της Τουρκίας, τότε οι Γερμανοί, γιά νά συγκρατήσουν τήν τουρκική αγανάκτηση, τούς έστρεψαν εναντίον των Αρμενίων καί των Ελλήνων, των οποίων άρχισαν τή συστηματική εξόντωση μέ κατασχέσεις, βιασμούς, εξορίες καί σφαγές.

Ο ίδιος ο Liman Von Sanders διέταξε τίς εξορίες των Ελλήνων, μέ τό πρόσχημα ότι προετοίμαζαν επανάσταση καί κατάληψη ακτών, προκειμένου νά βοηθήσουν τήν απόβαση του ελληνικού στρατού...

Οι νεότουρκοι μέ τή συμμαχία τους μέ τούς Γερμανούς φανέρωσαν τούς στόχους τους. Απέβαλαν τή μάσκα. Από τίς αρχές του 1914 υπό τήν καθοδήγηση του Γερμανού αρχιστράτηγου Liman Von Sanders άρχισαν οι συστηματικές εξορίες καί οι διωγμοί....

Υπό τό πρόσχημα στρατιωτικής επιταγής οι διωγμοί μεταβλήθηκαν σέ εκατόμβες. Χιλιάδες εξοντώθηκαν στά περίφημα τάγματα εργασίας (ameles taboures).»


Γαλλικό Γενικό Επιτελείο, 1η Οκτωβρίου 1918



Αμελέ Ταμπουρού


«Από τούρκο λοχία λιποτάκτη πήραμε τίς εξής πληροφορίες:

Οι ανυπότακτοι Έλληνες καταδικάστηκαν σέ θάνατο κατά χιλιάδες, αλλά στήν πραγματικότητα τούς έστειλαν στήν περιοχή Bozanti, γιά να χρησιμοποιηθούν σέ κοπιώδεις εργασίες γιά τό άνοιγμα του τούνελ στό όρος Ταύρος. Αγνοείται τί έγιναν, αλλά γνωρίζουμε μεγάλος αριθμός είναι νεκροί.

Εδώ καί δύο χρόνια, όλος ο χριστιανικός πληθυσμός εξορίστηκε στό εσωτερικό, αφού του αφαιρέθηκαν τά πάντα. Από Σαμψούντα 60.000, από Αιβαλί 30.000. Γυναίκες καί παιδιά εξορίστηκαν. Μεγάλος αριθμός είναι νεκροί από τύφο. Ακόμα μία χρονιά αυτού του καθεστώτος καί η Τουρκία θά γίνει ένα απέραντο νεκροταφείο όλου του χριστιανικού πληθυσμού.»


Γαλλικό ΓΕΣ / Υπηρεσία Πληροφοριών, 5 Σεπτεμβρίου 1917

Ακολουθεί κείμενο του Γάλλου δημοσιογράφου Rene Puaux στό βιβλίο του "Εξορία καί Επαναπατρισμός των Ελλήνων στήν Τουρκία", τό 1919. Προσέξτε καί τήν προφητική του δήλωση γιά τήν πολιτική πού θά ακολουθούσε ο Κεμάλ, όταν λίγα χρόνια αργότερα θά γινόταν ο απόλυτος άρχων του κράτους της Τουρκίας.

«Η επανάσταση των Νεότουρκων διέψευσε τίς ελπίδες των φίλων της. Οι Νεότουρκοι αποκαλύφθηκαν πιό φανατικά εχθρικοί στά μή μουσουλμανικά στοιχεία απ' ότι οι προκατόχοι τους. Ο Ελληνισμός, παρά τίς δοκιμασίες πού πέρασε από τήν άλωση της Κωνσταντινούπολης τό 1453, παρέμεινε η κυριαρχούσα πνευματική δύναμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή τήν επιρροή, τήν τόσο δυναμικά ελληνική, θέλησαν νά πολεμήσουν οι Νεότουρκοι.

Αρχισαν νά δημιουργούν σ'όλη τήν Τουρκία, μία ατμόσφαιρα μίσους καί περιφρόνησης παντός ελληνικού. Παραβιάσεις εκκλησιαστικών καί σχολικών προνομίων, εκλογικές νοθείες, επιβολή παρανόμων φόρων, διανομή όπλων σέ μουσουλμανικό πληθυσμό, σχηματισμό ενόπλων συμμοριών, βίαιοι θρησκευτικοί προσηλυτισμοί, ανήκουστες αγριότητες. Οι βαλκανικοί πόλεμοι έδωσαν τήν ευκαιρία στούς Τούρκους ν' απλώσουν ακόμη πιό πολύ τίς βιαιότητες. Λόχοι εθελοντών Λαζών, Κιρκασίων, Αράβων, Τούρκων λεηλατούσαν τούς χριστιανούς της Ανατολικής Θράκης.

Από τό 1914 η τουρκική κυβέρνηση εφάρμοσε ένα ωριμασμένο από καιρό σχέδιο: εγκαινίασε τίς μαζικές εξορίες Ελλήνων της Θράκης καί των ακτών της Μικράς Ασίας. Εκτιμώνται σέ 284.172 τά θύματα αυτής της πρώτης εξόδου, κατά τή διάρκεια της οποίας φόνοι, λεηλασίες, βιασμοί, πυρκαϊές, ήσαν στήν ημερήσια διάταξη. Όχι λιγώτερο δοκιμασθείσα υπήρξε η περιοχή του Ευξείνου Πόντου μέ 257.019 θύματα.

Ο Κεμάλ συγκεντρώνει όλα τά φανατικά στοιχεία των Νεότουρκων, σχημάτισε κυβέρνηση στή Σεβάστεια, οργάνωσε στρατό, αρνείται στίς Μεγάλες Δυνάμεις τό δικαίωμα ν' άλλαξουν ο,τίδήποτε αφήνοντας στούς Τούρκους τό απόλυτο δικαίωμα νά τυραννούν τούς χριστιανούς της Αυτοκρατορίας, όπως στό παρελθόν. Οι βιασμοί, τά μαρτύρια, οι δολοφονίες πολλαπλασιάζονται καί η αδιαφορία της Ευρώπης αφήνει νά προβλεφθεί η οριστική καταστροφή.»

Ο Γάλλος πρωθυπουργός Alexandre Millerand, ο οποίος διαδέχθηκε τό 1919 τόν Georges Clemanceau, καίτοι δέν έτρεφε φιλελληνικά αισθήματα, θά δήλωνε τό 1920, ως πρόεδρος του Ανωτάτου Διασυμμαχικού Συμβουλίου, ότι η τουρκική κυβέρνησις όχι μόνο παρέλειψε νά προστατεύσει τούς χριστιανούς υπηκόους της από τίς λεηλασίες καί τίς δολοφονίες, αλλά η ίδια κατηύθυνε τίς πιό άγριες επιθέσεις εναντίον των πληθυσμών τούς οποίους όφειλε νά προστατεύσει. O Γάλλος Ύπατος Αρμοστής στήν Κωνσταντινούπολη Pelle, υπέβαλλε στίς 28 Νοεμβρίου 1921 στόν Γάλλο πρωθυπουγό Briand έγγραφο πού μεταξύ άλλων ανέφερε τά εξής:

«Ένορκη κατάθεση των κυρίων Giacomo Cantoni 48, Giorgio Cantoni 46, Ιταλών υπηκόων εξορισθέντων από τήν Σαμψούντα (21 Ιουλίου 1921):

Πρίν από ένα μήνα οι Τούρκοι άρχισαν νά καταπιέζουν τούς χριστιανούς της Σαμψούντας καί ιδίως τά ελληνικά χωριά της περιφέρειας. Οι αντάρτες καί οι τούρκοι χωρικοί, εξοπλισμένοι μέχρι τά δόντια, όργανα της κυβέρνησης, άρχισαν νά λεηλατούν καί νά καταπιέζουν τούς χριστιανούς της Σαμψούντας καί ιδίως αυτούς των χωριών. Οι πιό πολλοί από τούς χωρικούς σφάχτηκαν άγρια. Η κατάσταση γινόταν όλο καί πιό σκοτεινή. Οι αντάρτες καί ειδικά αυτοί του Τοπάλ Οσμάν διέπραταν κάθε μέρα δολοφονίες δυστυχισμένων χωρικών γιά νά ικανοποιούν έτσι τά ζωώδη ένστικτά τους. Ωθούμενοι από αυτά τά ένστικτα βίαζαν τίς ελληνίδες γυναίκες καί δεσποινίδες...

Στίς 16 Ιουνίου 1921, η πόλη της Αμισού περικυκλώθηκε από τήν τουρκική χωροφυλακή. Οι Τούρκοι συνέλλαβαν όλους τούς Ελληνες, από 12 έως 60 ετών, γύρω στούς 3.000 καί τούς έκλεισαν σέ τούρκικα σχολεία. Η πρώτη αποστολή έφθασε στό Καβάκ, όπου περικυκλώθηκαν από τούς Τούρκους κατοίκους των χωριών καί τουφεκίστηκαν αγρίως....

Η δέυτερη αποστολή έφθασε στό Καβάκ. Οι Ελληνες είχαν ελαφρές απώλειες αλλά ήταν τελειώς απογυμνωμένοι. Η τρίτη υπέστη επίθεση των ανταρτών του Τοπάλ Οσμάν στούς πρόποδες του Μαχμούρ Ντάγ. Αφού τελείωσε η εξολόθρευση του άρρενος πληθυσμού της Αμισού, ήρθε η σειρά των γυναικών καί των παιδιών. Τήν 16η Ιουλίου, η τουρκική αστυνομία γνωστοποιούσε ότι εντός τριών ημερών θά έπρεπε νά εγκαταλείψουν τήν πόλη, γιά να κατευθυνθούν στό εσωτερικό της Μικράς Ασίας....

Τήν ίδια τύχη είχαν καί οι κάτοικοι στίς πόλεις: Πάφρα, Οινόη, Κερασούντα, Ορντού, Καβάκ, Χάβζα, Μερζιφούντα, Χατζήκιοϊ, Τσαρσαμπά. Τό χωριό Άττα ή Ατα, σέ απόσταση 2 1/2 ωρών από τήν Σαμψούντα υπέστη τραγικό τέλος. Τό αστυνομικό σώμα διοικούμενο από τόν Ντεμίρ Αλή, συνοδευόμενο από τή συμμορία του Οσμάν Αγά, συγκέντρωσε όλους τούς κατοίκους του χωριού καί τούς έβαλε φωτιά. Οσοι προσπαθούσαν νά ξεφύγουν τουφεκίστηκαν. Τό ίδιο τέλος είχαν τά χωριά: Καραπερτσίν, Ντορέ, Τσαντίρ, Τζιρναλί, Αϊντάν...»


Μαύρη Βίβλος - Οικουμενικό Πατριαρχείο

Τό 1919, εξεδόθη υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Μαύρη Βίβλος του Ελληνισμού στήν οποία αποτυπώθηκαν σέ κάθε επαρχία της Τουρκίας, τά μαρτύρια των Ρωμιών. Στό βιβλίο καταγράφονται ονόματα, στοιχεία, επίσημα έγγραφα καί μαρτυρίες, ενώ τονίζεται η διαχρονικότητα του εγκληματικού χαρακτήρα των Τούρκων. Ενας χαρακτήρας αναλλοίωτος μέ τό πέρασμα των αιώνων.

«Εν τώ μεταξύ υπήρξαν μεγάλα τά μαρτύρια όσα υπέστησαν τά υπό τόν τουρκικόν ζυγόν επί αιώνας ολοκλήρους ζήσαντα μή μουσουλμανικά στοιχεία καί απέβησαν φοβεραί δι' αυτά αι πιέσεις μιάς τοιαύτης νοοτροπίας καί ψυχολογίας του τουρκισμού. Ιδιαζόντως δέ τό μαρτυρολόγιον του ελληνικού έθνους, αρξάμενον από της πτώσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καί εξακολούθησαν αδιακόπως μέχρι των ημερών ημών, υπήρξεν όλως αφάνταστον.

Αι φρικαλέαι σκηναί, αι οποίαι διεδραματίσθησαν κατά τάς τρείς πρώτας ημέρας της αλώσεως της Κωνταντινουπόλεως, ήσαν τό σκληρό προοίμιον της μαύρης καί Ελληνοτουρκική φιλια ανεκτικότητα πολυπολιτισμός τραγικής ιστορίας του εν Τουρκία Ελληνισμού. Τό ελληνικόν αίμα έρρευσε πλειστάκις ποταμηδόν, η τιμή της Ελληνίδος παρεβιάσθη ασυστόλως, η θρησκεία του Ελληνος περιεφρονήθη, η εθνική καί ατομική αυτού περιουσία εδηώθη καί εληστεύθη...

Ο επισυμβάς βαλκανικός πόλεμος παρέσχεν εις τούς Νεότουρκους τήν επιζητούμενην ευκαιρίαν όπως επεκτείνωσι τόν κατά των Ελλήνων διωγμόν. Τά εκ λαζών, κιρκασίων καί αράβων εθελοντικά τάγματα ηρήμωσαν τήν Ανατολικήν Θράκην ιδίως καί αι χρηματικαί αφαιμάξεις αφήρεσαν καί τήν τελευταίαν οικονομικήν ικμάδα των Ελλήνων της αυτοκρατορίας καί ωσεί μή ήρκουν ταύτα πάντα επηκολούθησε τω 1914 καταναγκαστικός διωγμός. Καί εφηρμόσθη τότε σατανικώτατον σχέδιον αγρίου διωγμού καί εξετοπίσθησαν ηβηδόν ολόκληροι ελληνικοί πληθυσμοί της Θράκης καί των παραλίων της Μικράς Ασίας ανερχόμενοι εις 284.172 ψυχών.

Τό κακόν εκορυφώθη κατά τόν παγκόσμιον πόλεμον, ότε πλείσται ελληνικαί επαρχίαι της αυτοκρατορίας εκλονίσθησαν εκ θεμελίων ή καί εντελώς κατεστράφησαν. Διασκορπίζοντο οι δυστυχείς Ελληνες εις χωρία καθαρώς τουρκικά, ημποδίζετο εις αυτούς η εκ μέρους των Πατριαρχείων διανομή βοηθημάτων, εστερούντο εκκλησιών καί ιερέων καί πάσης καθόλου από της θρησκείας απορρεούσης παραμυθίας καί εξηναγκάζοντο διά τοιούτων καί άλλων μέσων εις εξισλάμισιν...»

Μετά από τόν παραπάνω πρόλογο τό βιβλίο ξεκινάει από τή Θράκη καί καταγράφει αναλυτικά όσους Ρωμιούς μαρτύρησαν καθώς καί τά χωριά καταγωγής τους στίς επαρχίες Αδριανουπόλεως, Σαράντα Εκκλησιών, Διδυμοτείχου, Αίνου, Τυρολόης (Τσορλού), Βιζύης, Σωζοαγαθουπόλεως, Δερκών, Σηλυβρίας, Ηρακλείας, Γάνου και Χώρας, Μυριοφύτου, Καλλιουπόλεως (Πλαγιάριον, Κριθιά, Μάδυτος, Καλλίπολις, Νεοχώριον, Ταϊφύριον, Περγάζιον, Καβακλή, Γαλατάς, Βαΐριον, Αγγελοχώριον).

«Τή 28 Απριλίου 1914, πρόσφυγες Τούρκοι εισελθόντες εις τσιφλίκιον ομογενών έξω της Μαδύτου καί αναγκάσαντες διά πυροβολισμών τούς εν ταίς καλύβαις νά εξέλθωσι, επλήγωσαν είτα αυτούς διά μαχαιρών φονεύσαντες καί τούς τρείς. Αυθημερόν εφονεύθησαν διά δαρμού υπό των Τούρκων προσφύγων οι αδελφοί Δημήτριος καί Γιασεμής, ο δέ πατήρ αυτών Χρήστος Γεωργαντίδης επληγώθη θανασίμως. Τη 12η Μαΐου εφονεύθη διά πυροβόλου ο εκ Ταϊφυρίου Νικόλαος Πασμαδά, του οποίου η σφαίρα αφήρεσε τάς δύο σιαγόνας. Επίσης έξω του Ταϊφυρίου εσφάγη ως αρνίον ο Αθανάσιος Μουσχέτης, επληγώθη δέ θανασίμως ο Νικόλαος Μπαρπάζος.

Τη 31η Μαΐου ιδίου έτους επληγώθη θανασίμως ο Χαραλάμπης Εμμανουήλ, όστις εκ του τρόμου έπαθεν αφασίαν, ο δέ πατήρ αυτού κατεκρεουργήθη. Τη 26η Μαΐου ιδίου έτους παρά τό νεκροταφείον Μαδύτου επληγώθη επικινδύνως διά μαχαίρας υπό τινός στρατιώτου ο νυκτοφύλαξ Χρήστος Περσίμης.

Τή 26 Σεπτεμβρίου ιδίου έτους εδολοφονήθη εν τη καλύβη αυτού, καθ' ήν ώραν έτρωγεν ο εξ' Αγγελοχωρίου Ανθουλάκης Βαϊρλής υπό δύο στρατιωτών. Τή 3 Μαρτίου 1915 κατεγρεουργήθη εν μέση οδώ ο εκ Κριθιάς Ζαχαρίας Κλίμας, ευρεθείς φέρων επί του λαιμού τρία βαρέα κτυπήματα. Ο ιερομόναχος Κυπριανός εκ Προικοννήσου κατεκρεουργήθη έξω του Μιχαλιτσίου εξορυχθέντων καί των οφθαλμών αυτού. Τη 28 Μαΐου 1915 υπό τήν πίεσιν των αρχών ευρεθείσαι, εξισλαμίσθησαν δύο κόραι Μαρία Γόνου καί Ανθουλία Καραπαναγιώτου εκ των προσφύγων Ταϊφυρίου παρά τό Βαλούκεσερ. Κατά Απρίλιον ιδίου έτους μία γυνή εκ Μαδύτου εβιάσθη συνεχώς υπό δεκαοκτώ Τούρκων στρατιωτών, πλήθος δέ άλλων κορών πιεζομένων υπό οργάνων κυβερνητικών ήγετο διά της βίας εις το Διοικητήριο πρός εξισλάμισιν.»

Αυτά συνέβαιναν στήν πολυπολιτισμική καί ανεκτική Οθωμανική αυτοκρατορία στά 1914 - 1915. Οι υπάλληλοι του Σόρος φορώντας τόν μανδύα του δημοκράτη προοδευτικού, μας φορτώνουν μουσουλμάνους γιά νά μας ξανακάνουν οθωμανική αυτοκρατορία. Ο υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Νταβούτογλου τρίβει τά χέρια του. Τό όνειρο της επανίδρυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παίρνει σάρκα καί οστά. Στήν χώρα μας η τηλεόραση, τα κόμματα, οι εφημερίδες, τα πανεπιστήμια, οι επιχειρηματίες, τα συνδικάτα καί άλλες μορφές εξουσίας υπακούουν στά κελεύσματά του καί βοηθούν στήν δημιουργία μουσουλμανικών κοινοτήτων καί ισλαμικών θρησκευτικών κέντρων.

Επανέρχομαι στήν "Μαύρη Βίβλο", γιά τίς παρακάτω επαρχίες της Μικράς Ασίας: Χαλκηδόνος, Νικομήδειας (Πάσκιοϊ, Αγινάτοι, Χωρούδα, Τσατάλαγα, Γούλιος, Κίδια, Απελλαδάτοι, Αγία Κυριακή, Τσάμουρδζα, Δερέκιοϊ, Βελετλέριον, Αναχώριον, Απολλωνίας, Κουβούκλια, Πριμικήριον, Σεργιάνη, Τσαμπάζη, Ταχταλή, Αχτσέ Μπουνάρ), Νικαίας, Προύσης (Σιγή, Τρίγλια, Αρβανιτοχώριον, Νεοχλωριον, Ελιγμοί, Μεσαίπολις), Κυζίκου, Προικοννήσου, Δαρδανελλίων, Κυδωνιών, Μοσχονησίων, Σμύρνης (Γκερέν-κιοϊ, Σουγιουτζούκ, Μπαγαρασή, Μπαρές, Παλαιά Φώκαια), Εφέσου (περιφέρεια Αδραμμυτίου, Κορδελιού, Βρυούλλων, Μαγνησίας), Κρήνης, Φιλαδελφείας, Ηλιουπόλεως, Πισσιδείας, Αγκύρας, Ικονίου, Καισάρειας.

«Λήγοντος του Βαλκανικού Πολέμου απεφασίσθη παρά των Τούρκων, επισήμων τε καί μή, όπως παντοιοτρόπως επιδιωχθή η καταστροφή των εν τη επαρχία Χαλκηδόνος (αριθμούση κοινότητας 34 καί πληθυσμόν ομογενή 63.557). Συνεπεία τούτου εκηρύχθη αυστηρότατος εμπορικός αποκλεισμός εις απάσας τάς κοινότητας της επαρχίας καί ιδίως εναντίον του ομογενούς στοιχείου, γνωστού όντος ότι τό εμπόριον καί αι τέχναι ευρίσκονται εις χείρας αυτού. Διά διαφόρων απειλών καί εκβιασμών εξηναγκάζοντο οι χριστιανοί έμποροι όπως προμηθεύωνται τά εμπορεύματα αυτών παρά των αποθηκών του Κομιτάτου εις τιμάς υπ' αυτού οριζομένας, πάς δέ ο μή συμμορφούμενος, εκτός των ανηλεών δαρμών εν αυτοίς τοίς αστυνομικοίς σταθμοίς, ώφειλεν αμέσως όπως κλείση τό κατάστημα αυτού. Ούτως εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος τό εμπόριον των χριστιανών εμαράνθη καί πλείστα καταστήματα εκλείσθησαν καί ιδίως εν Χαλκηδόνι, Σκουτάρει, Βοσπόρω καί Χαρταλιμή...

Καί ο κατά των σχολών διωγμός δέν καθυστέρησεν. Επί διαφόροις προφάσεσιν επαύοντο καί εξεδιώκοντο διδάσκαλοι, τούρκοι δέ τοιούτοι, παντελώς αγράμματοι, διωρίζοντο, πλείστα σχολεία ελληνικά εκλείοντο ίνα εξαναγκασθώσιν οι μαθηταί καί φοιτώσιν εις μουσουλμανικάς σχολάς, ως συνέβη τούτο εν Ζογκουλδάκ, Ποντοηράκλεια καί Δούστσα, ακολούθως δέ κηρυχθείσης της επιστρατεύσεως σχεδόν πάσαι αι σχολαί της επαρχίας κατελήφθησαν πρός στρατωνισμού δήθεν στρατού. Εν Χαλκηδόνι, Σκουτάρει, Χαρταλιμή, Παντείχιω, Δούστσα, Μπακάλ κιοΐ, Τσεγκέλ κιοΐ, Πασά Βαξέ, Βέϊκος καί Ποντοηράκλεια, ως καί αλλαχού της επαρχίας, εκατομμυρίων λιρών περιουσίας αφήρεσαν παρά των χριστιανών είτε δι' απειλητικών επιστολών, είτε διά ευσχήμων επιτάξεων. Τούρκοι της Γκέβζης απέστειλαν επιστολάς πρός τούς Νεοχωρίτας ποιμένας, διατασσομένους επ' απειλή σφαγής, όπως αφήσωσι τά πρόβατα αυτών καί απέλθωσι. Ποιμήν τίς, Αριστείδης ονόματι, απειθήσας ετιμωρήθη διά της αποκοπής όλων των δακτύλων της χειρός αυτού...

Ο εμπορικός αποκλεισμός, κατ' αρχάς μέν υποκώφως, είτα δέ αναφανδόν καί αγρίως εφαρζόμενος υπήρξεν η κυριωτέρα μάστιγξ καί συμφορά της Επαρχίας Προύσης (κοινότητας 14 καί πληθυσμός 27.524) πρό του έτους 1914, κατ' αυτό καί μετ' αυτό. Εγκάθετοι ροπαλοφόροι περιερχόμενοι καθ' ομάδας τά καταστήματα των ομογενών, απήτουν μετ' απειλών τό άμεσον κλείσιμον αυτών... Ο Ευρωπαϊκός Πόλεμος μετήλλαξεν εν μέρει τό καταχθόνιον σχέδιον. Δέν ήταν κυρίως ο εμπορικός αποκλεισμός ο οποίος έπρεπε, κατά τάς σκέψεις του κομιτάτου, σιγά καί κατ' ολίγον νά εξοντώση τήν επαρχίαν ταύτην, ήτο πλέον ο πόθος όπως αι ανθούσαι κοινότητες καταστραφώσιν εκ θεμελίων, όπως διαλυόμεναι καί διασκορπιζόμεναι ανά τά μουσουλμανικά χωρία της νομαρχίας Προύσης, απολέσωσιν εις ολίγον διάστημα καί γλώσσαν καί αίσθημα καί φρόνημα καί θρησκείαν καί αίμα καί συγγενείς καί εν ανάγκη αυτήν ακόμη τήν ζωήν αυτών...

Τριγλία: Η εκκένωσις της κωμοπόλεως ταύτης εγένετο τόσον αποτόμως καί βιαίως, ώστε οι κάτοικοι δέν ηδυνήθησαν νά συμπεριλάβωσιν ή ελάχιστα μόνον εκ των απολύτων αναγκαίων. Εκ των εξ εκκλησιών η μία μετετράπη εις τέμενος υπό των εγκατασταθέντων εκεί Τούρκων κυρίως Αθιγγάνων, οι οποίοι διά τό ολιγάριθμον αυτών μή δυνάμενοι νά καταλάβωσι καί χρησιμοποιήσωσιν όλας τάς οικίας κατεδάφισαν αυτάς, τό δέ υλικόν κομίσαντες διά πλοιαρίων εις Βασιλεύουσαν επώλησαν...

Ερήμωσις καί παντελής σχεδόν καταστροφή ανέμενε καί τήν επαρχίαν Προικοννήσου (κοινότητας 13 καί πληθυσμού 31.400). Ο σκοπός των Νεότουρκων ήτο καί διά τήν επαρχίαν ταύτην ο γνωστός: η καταστροφή καί η εξόντωσις του ελληνικού πληθυσμού. Ομογενής τις Πανόρμιος μεταβάς παρά τω εκεί στρατιωτικώ διοικητή Μεχμέτ Αλή Βέη, ήκουσε μεταξύ άλλων καί τά εξής, ορκισθείς πρότερον ότι δέν ήθελεν εκμυστηρευθή αυτά εις ουδένα. "Κάμε τόν σταυρόν σου ότι δέν θά τά πής σέ κανέναν: Έχομεν διαταγάς εξοντώσεως των Ρωμηών εις τά μέρη, τά οποία θά εκκενώσωμεν θά φέρουμε μουσουλμάνους πρόσφυγας, τοιούτους έχομεν πολλούς από τήν Σάμον, τήν Ίμβρον, τή Λήμνον καί όλους αυτούς θά εγκαταστήσωμεν εις τά χριστιανικά μέρη. Οι χριστιανοί θά αποθάνωσι μέσα εις τήν Ανατολήν".

Tη 15 Μαρτίου 1917 ήρξατο ο διωγμός της πόλεως Κυδωνιών. Η πόλις διετέλει υπό πλήρη στρατοκρατίαν, αφιχθέντως εσπευσμένως από της προτεραίας τριών ταγμάτων μαχίμου στρατού εκ Σόμα, καθ' υπόδειξιν του στρατιωτικού διοικητού περιφέρειας Βαχήτ Βέη. Ισχυραί στρατιωτικαί περίπολοι από βαθείας νυκτός προέβαινον εις συλλήψεις των αρρένων από 15 ετών καί άνω, ρίπτοντες συγχρόνως εις τάς οδούς τά γυναικόπαιδαι διά της ξιφολόγχης καί παρέχοντες προθεσμίαν πεντάλεπτον πρός παραλαβήν των εν ταίς οικίαις επίπλων καί φορεμάτων. Αφάνταστα είνε τά δεινοπαθήματα καί τά μαρτύρια των διασκορπισθέντων Κυδωνιατών, υπέρ ών ελαμβάνετο ιδιαιτέρα φροντίς εκ μέρους των αρχών όπως εγκατασταθώσιν εις άξενα καί ελεεινά τουρκικά χωρία, όπου υπήρχε πλήρης βεβαιότης περί εξοντώσεως αυτών. Η κρυπτογραφικώς διαβιβασθείσα πρός τάς επαρχιακάς αρχάς διαταγή του Ταλαάτ περιωρίζετο εις τάς δύο λέξεις: ΦΕΦΤΙ ΜΕΔΕΝΙ = ΠΕΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ..

Μετά τήν μετατόπισιν των Κυδωνιών (Αϊβαλί): Η Τασή ετών 7, η Μαρία ετών 9 καί ετέρα Μαρία ετών 22 διεκορεύθησαν υπό 3 τούρκων εν Μουράτσα. Ο Αθανάσιος Γεροντέλλης, ετών 55, απέθανε δαρείς ανηλεώς υπό τούρκων καθ' οδόν παρά τό χωρίον Μπογατίτς, τήν επαύριον ευρέθη κατεσπαραγμένος υπό κυνών. Ο Γεώργιος Γαμδούμης, ετών 60, επνίγη ριφθείς υπό των αμαξηλατών εις τόν ποταμόν Λομπάτσας. Η Αγγελική Κτίστου ανεσκολοπίσθη εις τά πέριξ της Μουράτσας υπό τριών χανουμισών. Η Αριστέα Μαρτίνη εκ Μοσχονησίων γυμνή δαρείσα ανηλεώς υπό χωροφύλακος εν Ακ-κιοϊ της περιφέρειας Σονγιούτ, μετά δύο εμέρας απέθανε. Η Χαρίκλεια Μαραγγέλη, ετών 50, ετυφλώθη εν Κογιουνλού υπο τούρκων καί εμπαιζομένη ετρελλάθη...

Παλαιά Φώκαια: Τη 31η Μαΐου 1914 στίφη ολόκληρα περιοίκων τούρκων κατελθόντα εκ των ορέων περιέζωσαν νύκτωρ στενότατα τήν κωμόπολιν. Μετ' ολίγον ήρχισαν οι πυροβολισμοί, οι αλλαγμοί, αι εφόδοι και αι λεηλασίαι και διαρπαγαί. Αυτός ο δήμαρχος Χασάν βέης έσφαξε τόν σύντροφον αυτού Δημήτριον μετά της συζύγου του καί των δύο τέκνων, εφόνευσε τόν κεχαγιάν Χατζηκεραμυδά μετά της συζύγου του καί των τριών τέκνων αυτού, τόν Δημήτριον Ταμβάκη καί τόν πενθερόν αυτού, έσφαξε τήν θυγατέρα του Εμμανουήλ Κουγιουμτζή απαγάγων πρότερον καί ατιμάσας αυτήν καί τήν Σοφίαν Γούναρη μετά των τεσσάρων τέκων αυτής. Ο μουδίρης των αλάτων Αλή βέης κατεκρεούργησε τόν φαρμακοποιόν Παπακώσταν καί τήν ανεψιάν αυτούς ασελγήσας προηγουμένως επ' αυτής. Ο μουδίρης των καπνών Ιμπραήμ εφόνευσεν τόν Βασίλειον Θεοδωράκογλου καί τον ανεψιόν αυτού Παναγιώτην καί τόν αδελφόν αυτού. Οι υπάλληλοι του Μονοπωλίου των καπνών Τσερκέζ Αχμέτ, Σακήρ Αρναούτ καί Αλή Μουμδζής εφόνευσαν τόν Ευάγγελον Γαλάνην, τήν σύζυγον καί τήν θυγατέρα αυτού, της δέ Βαρβάρας Κουτσοδόντας απέκοψαν τούς μαστούς ρίψαντες συγχρόνως εις τό φρέαρ καί τό τέκνον αυτής...

Τάς λεπτομέρειας της τραγωδίας ταύτης δύνανται νά διηγηθώσιν αυτόπται καί αυτήκοοι μάρτυρες καί μετακύ άλλων ο κ. Lorenz καθηγητής του αμερικανικού κολλεγίου, ο F. Sartiaux αρχαιολόγος ευρισκόμενος επί αποστολή από Μασσαλία εν Φωκαία, ο κ. R. Garlier γάλλος μηχανικός, ο κ. de Andria διευθυντής του Δ.Ο. Χρέους, ο κ. Edward Whittal άγγλος μεγαλέμπορος, ο κ. Vedova καί ο κ. Manciet γάλλος αρχαιολόγος του οποίου έκθεσις υπό τόν τίτλον "Αι τελευταίαι ημέραι της Φώκαιας", έχει εν μεταφράσει ώδε:

... Ο κ. Κάνδριας, ο κ. Σαρσιώ καί εγώ εξελθόντες αμέσως παρέστημεν μάρτυρες του φρικαλεωτέρου των θεαμάτων. Η ορδή εκείνη ήτο ωπλισμένη δι' όπλων Γκρά καί δι' όπλων βραχυκάνων του ιππικού. Μία οικία περιεβάλλετο πανταχόθεν υπό φλογών. Οι χριστιανοί ερρίπτοντο πρός τήν προκυμαίαν, αναζητούντες διά των οφθαλμών λέμβους πρός αναχώρησιν. Αι κραυγαί του τρόμου ανεμιγνυόντο μέ τάς εκπυρσοκροτήσεις. Ο πανικός ήτο τοιούτος, ώστε νεαρά γυνή μετά του τέκνου της ηδυνήθη νά πνιγή εις μέρος όπου τό βάθος του ύδατος δέν ήτο περισσότερον των εξήκοντα εκατοστών του μέτρου! Χριστιανός τις εύρηται εν τω οίκω του μετά της γυναικός καί της κόρης του. Οι κακούργοι θέλουσι νά εισέλθωσι εν τω οίκω του. Ο οικογενειάρχης ανοίγει τούς βραχίονας διά να τοίς εμποδίση τήν είσοδον. Τούτο καί μόνον τω στοιχίζει μίαν σφαίραν Γκρά εις τήν κοιλίαν...»

Μαύρη Βίβλος Διωγμών καί Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού - Οικουμενικό Πατριαρχείο



Μαύρη Βίβλος Διωγμών καί Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού - Οικουμενικό Πατριαρχείο



Μαύρη Βίβλος Διωγμών καί Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού - Οικουμενικό Πατριαρχείο



Μαύρη Βίβλος Διωγμών καί Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού - Οικουμενικό Πατριαρχείο


Πόντος γενοκτονία αιώνων

Οταν έφτασαν στόν Αγιο Κωνσταντίνο, πέντε έξι δήμιοι άρπαξαν τόν παπά, τόν κόλλησαν πάνω στήν πόρτα της εκκλησίας, τού άνοιξαν τά χέρια καί άρχισαν νά τόν καρφώνουν. Οι γυναίκες καί τά παιδιά έκλεισαν τά μάτια καί βάλθηκαν νά ξεφωνίζουν από τή φρίκη... Οι θηριώδεις τσέτες μπήκαν στό σπίτι του Χατζή Γιώρ, άρπαξαν τούς παπάδες καί τούς τράβηξαν από τά γένεια. Τούς έκοψαν τά κεφάλια μέ τά χαντζάρια καί τά πέταξαν στό δρόμο. Κατόπιν πήραν τούς τρείς δασκάλους καί τόν πρόεδρο Αλέξη καί τούς έσφαξαν σάν τά κριάρια. Ακολούθησε ένα μακελειό, ένα όργιο σφαγής καί αίματος... ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΗΣ - ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΑΤΤΑΣ

Από τό 1461 ξεκίνησε η μαύρη νύχτα της Ρωμιοσύνης του Πόντου, όταν ο Μωάμεθ καταλάμβανε τήν Τραπεζούντα, έσφαζε τόν αυτοκράτορα Δαυΐδ Κομνηνό μέ τά έξι παιδιά του, κατέστρεφε τά ποντιακά χωριά, ερήμωνε τά βυζαντινά κάστρα καί εξισλάμιζε είτε μέ τή βία είτε μέ τή δωροδοκία χιλιάδες Ρωμιούς του Πόντου.

«Οι Τούρκ' όνταν εκούρσεβαν
τήν πόλ' τήν Ρωμανίαν
επάτνανε τά εκκλησιάς
καί 'παίρναν τά εικόνας
επαίρνανε χρυσά σταυρά
καί αργυρά μαστραπάδες
επήραν καί τή μάνα μ'
σ' εμέν έμποδος έτον
σά σίδερα κοιλοπόνανεν
αιχμάλωτος θλιμέντσα»

Οθωμανική ανεκτικότητα πολυπολιτισμικότητα - Τόπ Καπί

Πράγματι μία υπερήφανη αυτοκρατορία 15 εκατομμυρίων ορθοδόξων θά εξοντωνόταν καί θά κατέληγε μετά από 400 χρόνια σέ ένα ερημωμένο έθνος αποτελούμενο από μόλις δύο εκατομμύρια ραγιάδες ορθοδόξους. Καί ενώ όλοι οι λαοί πολλαπλασίαζαν τόν πληθυσμό τους, οι Ελληνες θά μειώνονταν διότι οι εξισλαμισθέντες έχαναν τήν εθνική τους συνείδηση καί τούρκευαν. Αυτά γιά τούς ανιστόρητους που ομιλούν γιά ανεκτικότητα καί ανεξιθρησκεία στήν οθωμανική περίοδο. Η Μικρά Ασία πού ήταν τό κέντρο της χριστιανοσύνης καί ο τόπος πού πρωτοδίδαξαν οι μαθητές του Ιησού, μετατράπηκε σέ μία βαρβαρική μουσουλμανική χώρα. Η Μικρά Ασία πού ήταν 100% ελληνόφωνη, μεταλλάχτηκε σέ μία 100% τουρκόφωνη περιοχή. Η Μικρά Ασία ενώ στό παρελθόν είχε χιλιάδες εκκλησίες καί μοναστήρια, τώρα έχει στήν καλύτερη περίπτωση μόνο τά ερειπιά τους. Ας τά βλέπουν αυτά καί όσοι αδιαφορούν γιά τήν εισβολή εκατομμυρίων μουσουλμάνων στήν πατρίδα μας, οι οποίοι μόλις γίνουν πλειοψηφία μέ τή βοήθεια της Τουρκίας, θά κάνουν καί στή σημερινή Ελλάδα ότι έκαναν στήν Βυζαντινή αυτοκρατορία. Θά τήν μετατρέψουν σέ ισλαμική χώρα όπου θά κυριαρχούν μιναρέδες, μαντήλες, ραμαζάνια, φανατισμός, τρομοκρατία, τζαμιά καί ιμάμηδες.

Στόν Πόντο, μέχρι τίς αρχές του 20ου αιώνα, τά μοναστήρια της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, της Παναγίας Γουμερά, του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά καί του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα κράτησαν μέ τήν φλόγα του κεριού καί τήν εικόνα της Παναγίας άσβεστη τήν πίστη σέ ένα κομμάτι του ποντιακού πληθυσμού, ενώ οι υπόλοιποι πληθυσμοί, βιώνοντας ένα ιδιαιτέρως βαρύ τουρκικό ζυγό είτε εξισλαμίζονταν είτε γίνονταν κρυπτοχριστιανοί. Κρυπτοχριστιανοί εμφανίστηκαν στήν Αργυρούπολη, στήν Κρώμνη, τήν Σάντα, τήν Οφη (Οφλήδες), τό Ριζαίον, τό Σταυρί κ.α.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει ο μητροπολίτης Χρύσανθος Τραπεζούντος τό 1916. Όταν στήν Τραπεζούντα εισήλθε ο τσαρικός στρατός επήλθε μία ανάπαυλα στά μαρτύρια των Χριστιανών καί οι Πόντιοι πίστεψαν ότι έφτασαν κοντά στήν ανεξαρτησία. Τότε πάνω από διακόσιοι χιλιάδες κρυπτοχριστιανοί ήρθαν μέ τίς κρυμμένες εικόνες στόν Χρύσανθο καί τού ζήτησαν νά ασπαστούν επισήμως τόν χριστιανισμό. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας, στίς άοκνες προσπάθειές του γιά ανεξαρτησία του Πόντου, είχε έρθει σέ επαφή μέ Ευρωπαίους ηγέτες, ακόμα καί μέ τόν αμερικάνο πρόεδρο Ουΐλσων καί είχε καταλάβει τήν υποκρισία αυτών των ηγετών πού ενδιαφέρονταν μόνο νά εκμεταλλευτούν οικονομικά τό τουρκικό κράτος, καί αδιαφορούσαν πλήρως γιά τήν γενοκτονία των χριστιανών υπηκόων του. Προέβλεψε τό μάταιο της υπόθεσης καί συνέστησε στούς κρυπτοχριστιανούς υπομονή. Τούς έσωσε έτσι τή ζωή, διότι η τιμωρία τους μετά τήν επιστροφή των Τούρκων θά ήταν σίγουρος θάνατος.

«Ο Ελληνικός πληθυσμός του Πόντου ανέρχεται εις 850.000 εκ των οποίων 250.000 ευρίσκονται νύν εν τή Νοτίω Ρωσία καί τω Καυκάσω. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της ίδιας περιφέρειας υπολογίζεται εις 1.068.000 εκ των οποίων 232.000 κατοικώσιν εις τήν επαρχίαν Λαζιστάν ως εκ τούτου εις τήν περιφέρειαν του Πόντου μένουσι 836.000 μουσουλμάνοι. Εν άλλαις λέξεσι τό ελληνικόν καί τό μουσουλμανικόν στοιχείον είναι περίπου ισάριθμα....

Οι μουσουλμάνοι του Πόντου ανήκωσιν εις διαφόρους φυλάς. Εκ του ολικού αριθμού 340.000 περίπου είναι γνήσιοι Τούρκοι, 200.000 είναι Σουρμενίται, 50.000 Κιρκάσιοι, 200.000 Οφίται καί 50.000 Σταυριώται. Οι Σταυριώται είναι χριστιανοί, ούς η τουρκική κυβέρνησις παρά τάς διαμαρτυρίας αυτών ηνάγκασε νά μείνουσι προσαρτημένοι εις τόν ισλαμισμόν. Οι Οφίται καί οι Τονγιαλήδες ουδέποτε ελησμόνησαν τήν ελληνικήν καταγωγήν των. Οι Οφίται εξισλαμίθησαν πρό 180 ετών. Διατηρούσιν εισέτι χριστιανικά τινά ήθη. Φυλάττουσι τά Ευαγγελια, ως πολύτιμα κειμήλια, αι δέ σύζυγοί των δέν γνωρίζουσιν καμμίαν άλλην γλώσσαν πλήν της ελληνικής. Κατά τό διάστημα της ρωσικής κατοχής, εζήτησαν δι έπιτροπής νά επιτραπεί αυτοίς νά επιστρέψωσιν εις τάς αγκάλας της Ορθοδόξου Εκκλησίας αλλά δέν εθεωρήθη φρόνιμον νά γίνη δεκτή η αίτησίς των, δίοτι ηδύναυο τούτο νά θεωρηθή ως προσυλητισμός, επειδή τη αιτήσει αυτών είχαν αναλάβει εγώ τήν προστασίαν αυτών...

Υπό τοιαύτας συνθήκας ορθόν είναι καί δίκαιον όπως η χώρα του Πόντου αποτελέση αυτόνομον ελληνικόν κράτος, συμφώνως πρός τήν ακλόνητον επιθυμίαν του Ελληνισμού όστις είναι αποφασισμένος νά μήν υπομένη πλέον ξένην κυριαρχίαν. Η μεγάλη γειτνίασις πρός τό μέλλον Αρμενικόν κράτος καί αι εμπορικαί σχέσεις καί τά κοινά δεινά των δύο λαών σχηματίζουσι μεταξύ αυτών δεσμούς τούς οποίους ευχαρίστως θά συνεχίζωμεν....»


Διάσκεψη Ειρήνης Παρισίου 1919, Υπόμνημα Χρύσανθου Μητροπολίτου Τραπεζούντος, Αντιπροσώπου Αλύτρωτων Ελλήνων

Η περίοδος της τουρκοκρατίας ήταν πολύ σκληρή στόν Πόντο. Τόν 17ο αιώνα όταν οι χριστιανοί καταδυναστεύονταν απο τούς τερεμπέηδες (μουσουλμάνοι τσιφλικάδες) καί από τίς επιδρομές των Λαζών, ολόκληρα χωριά ασπάζονταν τό Ισλάμ. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου, πού επισκέφθηκε τόν Πόντο στά 1681, στήν Αμισό (αρχαία αποικία των Μιλησίων) δέν υπήρχε ούτε ένας χριστιανός (η ανεκτικότητα καί η ανεξιθρησκεία σέ όλο της τό μεγαλείο!). Ομοίως εξαφανισμένοι ήταν οι χριστιανοί στή Νεοκαισάρεια, στόν Τσαρσαμπά καί στά Σούρμενα. Τήν ίδια περίοδο η Αγιά Σοφία της Τραπεζούντας καί ο Αγιος Φίλιππος μετατράπηκαν σέ τζαμιά, ενώ εκδιώχτηκαν 8.000 χριστιανικές οικογένειες οι οποίες κατέφυγαν στήν ορεινή Τόνγια (Τονγιαλήδες) καί στή συνέχεια εξισλαμίστηκαν.

Τήν εποχή εκείνη, τριάντα κοπέλλες από τήν Πάφρα είχαν βρεί καταφύγιο σέ ένα βυζαντινό κάστρο. Τό κάστρο ήταν κτισμένο σέ ένα βράχο ύψους 150 μέτρων κοντά στίς εκβολές του ποταμού Αλυ. Ο Αλήμπεης τίς κάλεσε νά παραδοθούν καί νά τίς πάρει στό χαρέμι του, όπου θα είχαν όλα τά αγαθά του κόσμου. Οι Ρωμιές όμως ανέβηκαν σέ ένα πύργο του κάστρου καί χορεύοντας έπεσαν η μία μετά τήν άλλη στόν γκρεμό. Οι εθνικίστριες Ελληνίδες απαρνήθηκαν τόν μουσουλμανικό πολυπολιτισμό καί προτίμησαν νά αυτοκτονήσουν. Δέν είχαν γνωρίσει ακόμα τόν Συνασπισμό, τόν Σόρος καί τόν Γιωργάκη νά τούς αλλάξουν τά μυαλά.

Σύμφωνα μέ τόν Απόστολο Βακαλόπουλο, τήν εποχή των εξισλαμίσεων από τούς τερεπέγηδες, σέ μία μόνο μέρα οι Τούρκοι έκοψαν τήν γλώσσα σέ 1.500 Πόντιους της Πάφρας καί της Αμισού επειδή μιλούσαν τήν ελληνική γλώσσα, καί μάλιστα τήν αρχαία αττική καί ιωνική διάλεκτο. Κατί λοιπον ήξερε ο Καραμανλής πού μάς έβαλε τά τουρκικά στά ελληνικά σχολεία. Νά προστατεύσει τίς γλώσσες μας ήθελε ο άνθρωπος! Δέν αποτελεί από μέρος μας προδοσία όλων αυτών των μαρτύρων, πού υπέφεραν γιατί προτίμησαν νά παραμείνουν ορθόδοξοι καί ελληνόφωνοι, όταν απαρνιόμαστε τίς εθνικές μας αξίες; Μετατρέπεται η Ελλάδα σέ μουσουλμανική τουρκόφωνη χώρα, γιά νά μπορέσει η Τουρκία νά επικρατήσει στά Βαλκάνια. Καί όλα αυτά γίνονται αμαχητί!

Τό 1800, ο σουλτάνος έστειλε Φετβά στούς Ντερεμπέηδες της Πάφρας, σύμφωνα μέ τό οποίο ετίθετο εκτός νόμου τό άπιστο καί βρωμερό έθνος των γκιαούρηδων. Οι Ντερεμπέηδες, οι οποίοι ήδη από τό 1685 είχαν δικαιοδοσία στή ζωή καί τήν περιουσία των χριστιανών της Πάφρας, μέ τή δικαιολογία της στρατολόγησης συγκέντρωσαν χιλιάδες άνδρες καί τούς μετέφεραν σιδεροδέσμιους στόν ποταμό Αλυ. Εκεί δεμένους, τούς πέταξαν στα παγωμένα νερά του ποταμού όπου πέθαναν από πνιγμό. Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα ο Αγγλος ιστορικός William Harrison Ainsworth ανακάλυψε σέ διάφορα σημεία του ποταμού, σωρούς από κόκκαλα ανθρώπων μέ δεμένα τά χέρια τους μέ σύρματα.

Τό 1857 ο υποπρόξενος Τραπεζούντας Κ. Κυπριώτης σέ εκθέσεις του πρός τό Υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε τά μαρτύρια τών χριστιανών του Πόντου καί τίς βίαιες εξισλαμίσεις στά χωριά Σούρμενα, Μεσαρέα καί Κοιλάδι. Πυρπολήσεις εκκλησιών καί φόνοι ιερέων γίνονταν ακόμα καί στά περίχωρα της Τραπεζούντας. Σύμφωνα μέ τόν Κυπριώτη, συμπαγείς πληθυσμοί κρυπτοχριστιανών υπήρχαν στίς επαρχίες Ροδοπόλεως, Χαλδαίας καί Τραπεζούντος.

H μαζική εξόντωση των Ποντίων του 20ου αιώνα, άρχισε μέ τήν έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου τό 1914, όταν μέ τήν συνέργεια της Γερμανίας αποφασίσθηκε η εξόντωση όλων των χριστιανικών λαών πού ζούσαν στήν οθωμανική επικράτεια. Ελληνικοί πληθυσμοί σέ όλη τήν επικράτεια υπέστησαν ανελέητους διωγμούς, αθρόες σφαγές, δηώσεις, μαζικές εξορίες, ενώ ολόκληρα χωριά παραδόθηκαν στήν πυρά. Οι Νεότουρκοι στρατολογούσαν τάχα τούς Ρωμιούς, γιά τίς ανάγκες του πολέμου, αλλά αντί γιά τό μέτωπο τούς μετέφεραν στό εσωτερικό της χώρας, σέ στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας ή τάγματα εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού), όπου εκεί μέσα σέ φρικτές συνθήκες πέθαιναν από τίς κακουχίες, τίς αρρώστιες καί τό κρύο.

«Οι πάσης τάξεως στρατολογούμενοι εστέλλοντο νά εργαστούν, υπό τήν επίβλεψιν κτηνωδών τσαούσηδων επί 18 ώρες τό ημερονύκτιο καί νά σπάζουν λίθους. Κάτω από αφόρητο ψύχος καί χιόνια ή κάτω από αφόρητο ήλιο χωρίς επαρκή τροφή, διαρκώς πιεζόμενοι καί ραβδιζόμενοι μεταμορφώνονταν σε φαντάσματα ένεκα καί της εξαντλήσεως από τήν ατροφία. Τά άθλια πρόχειρα νοσοκομεία ήταν διαρκώς γεμάτα από ασθενείς, οι οποίοι συνήθως δέν έβγαιναν ζωντανοί από εκεί. Καθημερινά από κάθε νοσοκομείο έβγαιναν δεκάδες νεκροί...»

Γεώργιος Βαλαβάνης, Ιστορικός

Ο μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν καί αυτός αυτόπτης μάρτυρας των τουρκικών θηριωδιών. Οταν πήγε στή Σεβάστεια γιά να απαλύνει τόν Ελληνική γενοκτονία πόνο των χιλιάδων φυλακισμένων γνώρισε τά τουρκικά θηρία, τόν Ραφέτ Πασά καί τόν Βαχαδεδίν. Αυτοί είχαν διατάξει τόν απαγχονισμό 45 Ρωμιών. Ομως η γυναίκα του Βαχαδεδίν, μαζί μέ άλλες τουρκάλες, επειδή δέν πρόλαβε τό "θέαμα", διέταξε τούς ζαπτιέδες νά ξανακρεμάσουν τά πτώματα πού είχαν κατεβάσει από τίς αγχόνες, γιά νά τά δεί κρεμασμένα.

Οι χιονισμένες κορυφές του Καυκάσου καί η καυτή άμμος της Αραβίας γέμισαν από πτώματα Ρωμιών στρατιωτών. Ελάχιστοι γύρισαν από τά τάγματα θανάτου. Ενας από αυτούς ήταν ο Δημήτριος Τσιρκινίδης:

«Τό Σεπτέμβριο του 1916 μέ πήραν από τό χωριό μου, το Αχτραχμαλού της περιφέρειας Ακ-ντάγ-Ματέν, της νωτιότερης πόλης του Πόντου. Μετά από πορεία 35 ημερών καί αφού στό δρόμο από τούς 300 πού ξεκινήσαμε υπέκυψαν στήν πείνα καί στίς κακουχίες 70 άτομα, φθάσαμε επιτέλους στό Κοζάτ. Εκεί ξεχώρισαν όσους ήξεραν μία τέχνη καί τούς υπόλοιπους, περίπου 150, μάς πήγαν στήν πόλη Καρπέρ.

Η κατάσταση μας ήταν άθλια. Τά παπούτσια μας είχαν τρυπήσει καί τά δέναμε μέ σπάγγους, γιά νά τά συγκρατήσουμε. Είμασταν άπλυτοι καί εξαντλημένοι από τίς πορείες, αλλά κυρίως από τήν πείνα. Βρισκόμασταν στό τέλος Οκτωβρίου καί τό χιόνι άρχισε νά πέφτει στήν περιοχή. Από τό πρωΐ μέχρι τά μεσάνυχτα κουβαλούσαμε πυρομαχικά κι' άλλα εφόδια στό στρατό πού πολεμούσε ή επισκευάζαμε τούς δρόμους. Ενα κομμάτι ψωμί καί μία νερόβραστη σούπα, δύο φορές τήν ημέρα, ήταν τό φαγητό μας. Κάθε μέρα πέθαινε κάποιος από τήν εξάντληση ή τό ξυλοκόπημα. Πολλές φορές τά παλιά μας τσαρούχια τά ψήναμε στή φωτιά, τά αλατίζαμε καί τά τρώγαμε.»

Τά τουρκικά στρατοδικεία στήν Αμάσεια εξολόθρευσαν μέ νομοφανείς διαδικασίες δεκάδες χιλιάδες Ρωμιούς του Πόντου. Οι νεότουρκοι διάλεγαν στά θύματά τους ανθρώπους υψηλής μόρφωσης καί θέσης, όπως ιερείς, διδασκάλους, τραπεζίτες, εμπόρους, ιατρούς. Κρατούμενοι κατέφθαναν από τά Κοτύωρα, Κερασούντα, Φάτσα, Οινόη, Τραπεζούντα, Πάφρα, Τοκάτη, Κάβζα, Μερζιφούντα καί όλοι στοιβάζονταν στή φυλακή. Οι αγχόνες στήνονταν στήν πλατεία καί χωρίς καμμία καθυστέρηση εκτελούνταν οι αποφάσεις τού στρατοδικείου οι οποίες ήταν τελεσίδικες. Γιά παράδειγμα αναφέρω τήν απόφαση δικαστηρίου (20 Αυγούστου 1921) πού έστειλε στήν αγχόνη 115 Ελληνες από τήν Αμισό, τό Αλατσάμ καί τήν Πάφρα επειδή είχαν ελληνικά φρονήματα (Γιουνάν φικριντέ). Ο δολοφονός - δικαστής Εμίν βέης έστειλε στήν αγχόνη τούς κάτωθι:

Πλάτων Αϊβαζίδης πρωτοσύγκελος, Αντώνιος Ανανιάδης επίτροπος Εκκλησίας, Αντώνιος Τσινόγλου, Πλάτων Γελκεντζόγλου καπνέμπορος, Ιωάννης Μαυρίδης καπνέμπορος, Λάζαρος Αρζόγλου καπνέμπορος, Θεμιστοκλής Ιορδανίδης γραμματέας Μητροπόλεως, Περικλής Κουγιουμτζόγλου, Πελοπίδας Επιφανίδης ιατρός, Ηλίας Χαριτίδης ιατρός, Γιάγκος Ιορδανίδης δικηγόρος, Θεογένης Ενφιετζόγλου έμπορος, Νικόλαος Τεολόγλου έμπορος, Παύλος Παυλίδης, Σωκράτης Σκεντέρογλου, Σπύρος Δερμιτζόγλου, Δημήτριος Παπάζογλου, Γεώργιος καί Πλάτων Γελκετζόγλου, Μιχαήλ Αντώνογλου καί πλήθος άλλων χριστιανών μέ ελληνικά φρονήματα. Ερήμην καταδικάστηκε ο μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης.

Οταν τό πολιτικό μας σύστημα μέ τούς άθλιους συμβούλους του, ιδιαιτέρως στό Υπουργείο μή Εθνικής Παιδείας, θέλει νά μας καταργήσει τό ελληνικό φρόνημα, στέλνει γιά δεύτερη φορά στήν αγχόνη τόσο τούς παραπάνω όσο καί όσους έσπειραν μέ τά κόκκαλά τους τη γή του Πόντου, τής Καππαδοκίας, τής Ιωνιας δίνοντας ότι πολυτιμότερο είχαν - τή ζωή τους - γιά αυτό τό ελληνικό φρόνημα. Αθλια υποκείμενα όπως η Ρεπούση καί η Δραγώνα Greek Genocide έχουν πάρει τό ρόλο του δικαστή της Αμάσειας ο οποίος "αποχωρών εστράφη όπισθεν καί μέ χαιρέκακον βλέμμα ως τίγρις λείχουσα τό αίμα των θυμάτων της εφάνη ηδονιζόμενος." Τά κανάλια της τηλεόρασης, οι εφημερίδες των Αθηνών καί τά συνδικάτα της Αριστεράς πού λυσσομανούν κατά του εθνισμού των Ελλήνων έχουν πάρει τό ρόλο του τουρκικού όχλου του στρατοδικείου της Αμάσειας πού έβριζε τούς κατηγορούμενους: "Θά ψοφήσετε σκυλιά, γκιαούρηδες, Θα ξεβρωμίσει η Τουρκία από σάς, γουρούνια."

«Υπό την ένοχον αδιαφορίαν της χριστιανικής Δύσεως εν έτει 1453 έπεσεν η Κωνσταντινούπολις και εν έτει 1461 η Τραπεζούς και κατεστράφη ολόκληρος ακμαίος πολιτισμός. Τη ενόχω συνεργασία δύο μεγάλων χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσεως, της Γερμανίας και της Αυστρίας, κατά τα έτη 1914-1918 εσφάγη υπό των Νεοτούρκων ολόκληρον έθνος το Αρμενικόν και εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων βιαίως απεσπάσθησαν από των εστιών αυτών και απέθανον εν τη εξορία.

Τη ενόχω συνεργασία των συμμαχικών χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσεως κατά τα έτη 1919-1922 το εθνικόν κίνημα των τούρκων του Μουσταφά Κεμάλ πασά συνεπλήρωσε το έργον των Νεοτούρκων και κατά εκατοντάδες απηγχονίζοντο Έλληνες κληρικοί καί πρόκριτοι του Πόντου, ενώ χιλιάδες άλλαι στρατευσίμων νέων κατεδικάζοντο εις τον δια πείνης, και των ταλαιπωριών θάνατον εν τη εξορία. Καί επήλθε κατά Αύγουστον του 1922 η Μικρασιατική καταστροφή και επηκολούθησαν εν έτει 1923 η ανταλλαγή των πληθυσμών και η εντεύθεν ερήμωσις Πόντου, Μικράς Ασίας, Θράκης και η καταστροφή ολοκλήρου χριστιανικού πολιτισμού»


Χρύσανθος Μητροπολίτης Τραπεζούντος

Καί ας μου εξηγήσει κάποιος για ποιό λόγο δώσαμε καί άλλους νεκρούς στά καθάρματα της Αγγλίας, της Γαλλίας καί της Αμερικής καί στόν δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ μπορούσαμε νά κρατήσουμε τήν ουδετερότητα πού επέδειξε η Τουρκία. Οση συμπάθεια έδειξαν αυτοί στόν Κεμάλ τήν ίδια έπρεπε νά δείξουμε στους Ιταλούς καί στούς Γερμανούς γιά να γλυτώσουμε τήν αιματοχυσία δέκα ετών πού κόστισε τή ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες.

«Τραγική όντως περιπέτεια υπέστη η Σταυροπηγιακή μονή Βαζελώνος. Τη 22 Απριλίου 1916 ο τούρκος ταγματάρχης του σταθμού "Καλογέρ Χανί", περιέζωσε τάυτην δι' αποσπάσματος... διατάξας τούς ενοίκους όπως εντός τεσσάρων ωρών εγκαταλείψωσιν τήν Μονήν καί αναχωρήσωσιν εις τό εσωτερικόν της περιφέρειας Αργυρουπόλεως...

Ευθύς δέ μετά τήν έξωσιν αυτών, στίφη τούρκων στρατιωτών, συμμοριτών, χωρικών καί γυναικοπαίδων, επιδράμοντα ήρξαντο νά λεηλατώσι τήν μονήν. Απασα η κινητή περιουσία αυτής αφηρέθη, τό θησαυροφυλάκειον απεγυμνώθη καθ' ολοκληρίαν, τό αρχειοφυλάκειον απετεφρώθη μεθ' όλων των εν αυτώ κειμηλίων: Χρυσόβουλων, κωδίκων, χειρογράφων, ευαγγελιών καί λοιπών βιβλίων, ο ναός εσυλήθη αι βιβλιοθήκαι διηρπάγησαν καί τέλος τό πάν εν τή Μονή κατεστράφη.

Μετά τήν συμπλήρωσιν της λεηλασίας οι επιδρομείς μετέβαλον τήν Μονήν εις τόπον σφαγής, ακολασίας καί αγριοτήτων. Συλλαμβάνοντες εις τά δάση ωδήγουν εις τήν Μονήν γυναίκας καί παρθένους, τάς οποίας βιάζοντες κτηνωδώς πρότερον αποκεφάλιζον έπειτα, πρός τούτοις καί πολλούς άνδρας εφόνευσαν. Greek Genocide by barbarian turks Ούτω μεταξύ άλλων εφονεύθησαν εντός της Μονής οι εκ του χωρίου Θέρσας: Παναγιώτης Ιορδάνογλου, Γεώργιος Γερινόγλου, ιερεύς Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος μετά της συζύγου αυτού καί η Δέσποινα Τσιρονίδου. Η τελευταία αύτη συλληφθείσα μετά των άλλων εντός του δάσους εγυμνώθη καί ητιμάσθη υπό εννέα βδελυρών συμμοριτών διατρηθείσα είτα τό στήθος διά ξίφους...»


Μαύρη Βίβλος Πατριαρχείου

Oι εκκλησιές μας καί τά μοναστήρια μας όχι μόνο βεβηλώθηκαν, όχι μόνο μαγαρίστηκαν αλλά αποτέλεσαν τόπους φρικτών μαρτυρίων γιά τούς δυστυχείς Ρωμιούς. Παραπέμπω ένα ακόμα δείγμα της ανεκτικότητας καί του πολυπολιτισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:

«Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα. Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφευγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους, και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.

Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου δεν συμπληρώθηκε σχεδόν ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής. Ηταν Νοέμβριος του 1916.»


Αφήγηση Ευριπίδη Τσιρκινίδη, 15 Αυγούστου 1962

Ο δημοσιογράφος Νικόλαος Καπετανίδης μέσα από τήν γραφίδα του αγωνίστηκε γιά τήν ανεξαρτησία του Πόντου. Ηταν παλληκάρι, ήταν εθνικιστής, ήταν αγωνιστής. Σήμερα βέβαια δέν υπάρχουν δημοσιογράφοι μέ τά χαρακτηριστικά του Καπετανίδη. Εχουν όλοι προσκυνήσει τή νεο-οθωμανική Τουρκία. Ο παράτολμος όμως δημοσιογράφος δέν προσκύνησε καί μάλιστα είχε προβλέψει τή μοίρα του, αφού σέ επιστολή πού είχε στείλει σέ φίλο του, είχε γράψει: "Nά ξέρεις ότι τό κεφάλι μου δέν στέκεται καλά στούς ώμους μου. Χαλάλι όμως γιά τήν πατρίδα." Καί πράγματι τό έχασε τό κεφάλι του ο Νίκος Καπετανίδης:

«Όταν ο πρόεδρος Εμίν μπέης του ανέγνωσε το κατηγορητήριον, ότι επεδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, ο Τραπεζούντιος δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης, τον διέκοψε:

- Όχι, κύριε πρόεδρε! Εγώ ήθελα την απ' ευθείας ένωσιν του Πόντου με την Ελλάδα!...

Κάτω απ' τον ίσκιο της αγχόνης χρειαζόταν θάρρος υπεράνθρωπο για να μπορή να μιλά έτσι. Αγωνιστής όμως άφοβος, αληθινός και συνεπής με τα γραφτά του μέχρι την έσχατη ώρα, ψυχή μέχρι τα τρίσβαθά της ελληνική, αντίκρυσε τον θάνατο με καταφρόνια. Στα τελευταία γράμματα που έστελνε στο σπίτι του έγραφε:

«Θα μάθετε από τους ολίγους που θα περισωθούν ότι μήτε το θάρρος μήτε η ψυχραιμία μ' εγκατέλειψαν ως την τελευταία μου στιγμή... Εν τούτοις η ψυχή μου βαρύτατα πενθεί διότι σας αφήνω για πάντα... Τέτοιος θάνατος σαν τον δικό μου είναι ωραίος, δοξασμένος... Γι' αυτό μη λυπηθήτε... Εσύ, μανούλα μου, εγκαρτέρησε. Ετίμησα τα στήθια σου και τ' όνομά σου με τον θάνατό μου... Ο θάνατος είναι τιμή για όλους μας. Θαρσεϊτε και καρτερείτε, μια φορά κανείς πεθαίνει...».

Το κατηγορητήριο που τον οδήγησε στην αγχόνη ανέφερε τα «ελληνικά φρονήματά του» - γιουνάν φριγκριντέ - και «διότι εσκέπτετο και ενήργει μετ' άλλων να ιδρύσουν την Δημοκρατίαν του Πόντου». Η τελευταία του κραυγή όταν ανέβηκε στην αγχόνη ήταν:

- Ζήτω η Ελλάς! Έτσι ηρωικά και περήφανα πέθανε ο άφοβος δημοσιογράφος. Η εκτέλεσή του όπως και των άλλων διαλεχτών Τραπεζουντίων, έκανε βαθύτατη αίσθηση ακόμα και στους Τούρκους της πόλης μας, σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε όταν ζητήθηκε απ' τα δικαστήρια της Αμάσειας να σταλούν εκεί κι όσοι άλλοι είχαν εργαστεί για την ανεξαρτησία του Πόντου ή ήσαν απλώς ύποπτοι, οι τούρκικες αρχές απάντησαν: «Δεν έχομε εδώ άλλους επαναστάτας».


Γή του Πόντου - Δημήτρης Ψαθάς

Tά μέλη Αμερικανικής Επιτροπής Βοηθημάτων μεταξύ των οποίων, ο ταγματάρχης Γόουελ, ο ιατρός Μάρι Ουάρντ καί η Ισαβέλα Χάρλεϋ διευθύντρια ορφανοτροφείου, που είχαν φτάσει μέχρι το Χαρπούτ, συνέταξαν μια έκθεση για τις τουρκικές φρικαλεότητες. Στήν έκθεση ανέφεραν ότι τόν Οκτώβριο του 1921 έφθασαν στό Χαρπούτ μόνο 5.000, από τούς 30.000 Πόντιους πού είχαν ξεκινήσει τήν πορεία θανάτου. Ένας Αμερικανός υπάλληλος εμέτρησε κατά την διαδρομή 1.500 πτώματα τά οποία έγιναν βορά των σκύλων καί γυπαετών, αφού οι πολυπολιτισμικοί Τούρκοι απαγόρευαν την ταφή τους. Σύμφωνα πάντα μέ τήν έκθεση του ταγματάρχη οι γυναίκες πέρασαν τρομερά μαρτύρια, αφού τίς βίαζαν μέχρι νά ματώσουν, τίς παράταγαν μισοπεθαμένες στους δρόμους, ενώ πολλοί Τούρκοι έπαιρναν κορίτσια γιά τά χαρέμια τους.

«Κατόπιν ανεκδιηγήτων μαρτυρίων έφθασαν δι' ιστιοφόρου εις Μήδειαν την 8ην Μαίου 1922, προερχόμενοι εκ Πάφρας, 21 Έλληνες Πόντιοι. Οι μάρτυρες ούτοι, φυγόντες εκ της κολάσεως εκείνης, μετά τρομεράν οδύσσειαν, έφθασαν δια Μηδείας εις Κωνσταντινούπολη και παρεδόθησαν εις τους Αγγλους. Οι Τούρκοι εζήτουν επιμόνως να τους παραλάβουν, χαρακτηρίζοντες αυτούς ως ληστάς, αν και μεταξύ αυτών ευρίσκοντο γυναίκες και παιδιά. Ούτοι διηγήθησαν τας φρικώδεις καταστροφάς της Πάφρας.

Εκ των 266 Ελληνικών χωρίων της περιοχής, 80 είχαν καεί μέχρι της στιγμής εκείνης, εις δε τα υπόλοιπα εγκατεστάθησαν Τούρκοι αφού ο ελληνικός τους πληθυσμός είχε εκτοπισθή. Εκ των σφαγέντων προκρίτων της Πάφρας ανέφερον τους αδελφούς Γεώργιον και Πλάτωνα Γελγκεντζόγλου, Ιωάννην Μακρίδην και Γεώργιον Χατζηαντώνογλου, τον Αλέκον Ορτουλόγλου, την Γιοβανήν Ντανόγλου εκ Σαμψούντος, τον Αλέκον Αχτίρογλου και Κώσταν Τσινέκογλου μετά του αδελφού του Ανέστη. Περί τας 500 παρθένοι υπέστησαν τα πάνδεινα υπό του θηριώδους διοικητού Πάφρας Τζεμάλ Βέη δια να αναγκασθούν να εξομώσουν. Όσαι αντέστησαν διεσκορπίσθησαν κατά αγέλας πανταχού όπου και όλαι απωλέσθησαν. Όλα τα άρρενα παιδία τραγικώτατα εσφάγησαν.»


Σύγχρονος Γενική Ιστορία του Πόντου - Γ. Κ. Βαλαβάνης

Αυτή ήταν η συνύπαρξη χριστιανών καί μουσουλμάνων που θέλει νά μας επιβάλλει τό διεθνές κεφάλαιο μέσω των δημοσιογράφων καί του ΣΥΡΙΖΑ, καί αφού είμαστε τόσο υποχρεωμένοι από τήν ειρηνική συνύπαρξη, ας τούς φτιάξουμε (2010 μέ κυβέρνηση Γιωργάκη Παπανδρέου) καί τό ισλαμικό κέντρο πού τόσο επιθυμεί τό κράτος της Τουρκίας καί της Σαουδικής Αραβίας. Παραθέτω τήν επιστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου πρός τήν Κοινωνία των Εθνών, η οποία εστάλλει στίς 13 Νοεμβρίου 1921, καί στήν οποία φαίνονται τα αποτελέσματα της τότε ελληνοτουρκικής φιλίας, τά αγαθά του πολυπολιτισμού καί της συνύπαρξης πολλών εθνοτήτων, καθώς καί η δίκαιη οπωσδήποτε τιμωρία του Κεμάλ Ατατούρκ πρός τούς Πόντιους εθνικιστές καί ρατσιστές οι οποίοι δέν ήθελαν επ ουδενί νά συμβιώσουν μέ μουσουλμάνους. Φυσικά η Κοινωνία των Εθνών αδιαφόρησε καί άξιος συνεχιστής αυτής της εμετικής συμπεριφοράς είναι ο ΟΗΕ μή τίς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις καί τήν Ευρωπαϊκή Ενωση.

«Όσον δήποτε βαρύς και αν υπήρξεν ο τουρκικός ζυγός δια μέσου των αιώνων ουδέποτε οι Χριστιανοί της Τουρκίας εξετέθησαν εις μεγαλειτέρας καταστροφάς, ειμή υπό το επαναστατικόν καθεστώς του Μουσταφά Κεμάλ. Οι Τούρκοι της σήμερον προσπαθούσι να πραγματοποιήσωσι δια των ερημώσεων, σφαγών και βιαίων εξισλαμίσεων το εθνικιστικόν των πρόγραμμα, το οποίον δεν κατώρθωσαν να φέρουν εις πέρας οι πρόγονοί των κατά τον 16ον αιώνα.

Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον επεθύμει να δώση επακριβή εικόνα της καταστάσεως εν τη χώρα, αι Κεμαλικαί όμως αρχαί, πλήξασαι τους διαφόρους κατά τόπους θρησκευτικούς αρχηγούς των Ελληνικών Κοινοτήτων εν Μικρά Ασία απεξένωσαν τούτο πάσης επικοινωνίας μετ' αυτών. Εν τούτοις πληροφορίαι άλλων αξιόπιστων πηγών επιτρέπουν να σχηματίση τις ιδέαν των φοβερών Τουρκικών θηριωδιών εναντίον των Ελλήνων και εις αυτά τα πλέον απομεμακρυσμένα σημεία του εσωτερικού. Ούτω:

Εις τας επισκοπάς του Πόντου και τας επισκοπάς της Αγκύρας, της Καισαρείας, του Ικονίου, της Ηλιουπόλεως, της Πισσιδείας και της Φιλαδελφείας πάντες οι Έλληνες από 15 μέχρις 70 ετών εξετοπίσθησαν εις Βαν Βιτλίς, Διαρβεκήρ, Ερζερούμ και Μαμουρέτ-ουλ-Αζίζ και μάλιστα υπό περιστάσεις, αι οποίαι επέφερον τον θάνατον εις τους περισσοτέρους εξ αυτών.

Περί τα τέλη του παρελθόντος Ιουνίου και αρχάς Ιουλίου καραβάνια Ελλήνων, εξορισθέντων κατά χιλιάδας απεδεκατίσθησαν υπό των συνοδών των. Χιλιάδες εξ αυτών εφονεύθησαν πλησίον του Κοβάκ, εις το Τσιουμπούς Χαν, εις Τσακαλή επί του όρους Μαμούρ Δάγ.

Επτά ιερείς της περιφερείας Πάφρας Αλάτσαμ εσταυρώθησαν. Ο ιερεύς του χωρίου Τέπετσηκ υπέστη την ιδίαν τύχην. Ο επίσκοπος Ζήλωνος Ευθύμιος απέθανεν εις τας φυλακάς εν Αμασεία (κατ' άλλους δηλητηριασθείς). Ο Έλλην αρχιεπίσκοπος και ο Αρμένιος τοιούτος του Ικονίου εξωρίσθησαν εις Ερζερούμ. Ο επίσκοπος Αριστείας Ιερόθεος απήχθη προς άγνωστον διεύθυνσιν.

Ο Μουσταφά Κεμάλ ίδρυσε τα δικαστήρια της Ανεξαρτησίας, άτινα δεν παύουν από του να καταδικάζουν αδιακόπως τους Χριστιανούς και ιδιαιτέρως τους Έλληνας, τους εξασκούντας επιρροήν παρά τοις ομοφύλοις των.

Τον Σεπτέμβριον και τον Οκτώβριον παιδία 15 και 12 ακόμη ετών όλης της περιφερείας Σινώπης μετεφέρθησαν εις το εσωτερικόν. Εν Πάφρα, Λαοδικεία, Τσαρσαμπά, Αλάτσαμ, Καβάκ, Κάβζα, Μερζιφούν, Κιρκ, Χαρμάν, Μεσσουδιέ, Νίκσαρ, Έρπαα και πολλά άλλα μέρη εφονεύθησαν πάσαι αι γυναίκες και τα παιδιά. Παρόμοια εγκλήματα έλαβον χώραν εις την επισκοπήν Ροδοπόλεως ως και εις την επισκοπήν Ικονίου. Δύναταί τις να κρίνη περί της εκτάσεως των καταστροφών πληροφορούμενος ότι 338 χωρία της περιφερείας Αμασείας κατεστράφησαν δια πυρός και σιδήρου.

Ιδού εν ολίγοις ο απολογισμός της μέχρι σήμερον φρικώδους καταστάσεως των Χριστιανών της Ανατολίας, τον οποίον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον φέρει εις γνώσιν της Κοινωνίας των Εθνών με την ελπίδα ότι θα προκαλέση την προσοχήν ταύτης προς σωτηρίαν των εναπολειφθέντων αδελφών ημών».


Αντάρτικο στόν Πόντο

"Εδώ ακόμα δρούν Πόντιοι αυτονομιστές πού θέλουν νά μας πάρουν τά παράλια της Μαύρης Θάλασσας καί νά αναστήσουν τό αρχαίο κράτος του Πόντου, το οποίο πέθανε πρίν από 600 χρόνια."
Καμπίτ Καμίν Μπέης, Διοικητής 3ης Μεραρχίας

Τό υπερήφανο πνεύμα των Ποντίων καί η ορεινή διαμόρφωση του εδάφους συνετέλεσαν στήν πραγματοποίηση ενός ηρωϊκού έπους τό οποίο διήρκεσε από τό 1914 μέχρι τό 1923. Στήν δεκαετή αυτή περίοδο 25.000 περίπου Πόντιοι αντάρτες σκαρφάλωσαν στίς απόρθητες κορυφές των βουνοκορφών του Πόντου γιά νά επιβιώσουν από τό πρόγραμμα της γενοκτονίας πού είχαν σχεδιάσει αρχικά οι νεότουρκοι Τζεμάλ, Εβρέν καί Ταλαάτ καί στή συνέχεια ο διαβόητος Κεμάλ Ατατούρκ μέ τόν Ισμέτ Ινονού.

Ο Δημοσθένης Κελεκίδης ήταν ένα παλληκάρι από τήν Αμισό (Σαμψούντα) ο οποίος από τά δεκαεπτά του χρόνια έζησε τίς θηριωδίες των Τούρκων στόν Πόντο. Ανέβηκε στά βουνά, πολέμησε, υπέφερε, έσωσε γυναικόπεδα από βέβαιο θάνατο καί κατάφερε νά επιζήσει. Κατέγραψε τίς προσωπικές του μαρτυρίες σέ βιβλίο Πόντιος αντάρτης καί τίς παραθέτω σάν μία ακόμα απόδειξη της γενοκτονίας του ποντιακού λαού από τό τουρκικό κράτος. Στό βιβλίο του "Τό Αντάρτικο του Πόντου", περιγράφει τήν υπέροχη ζωή πού έζησε στά παιδικά του χρόνια στά εύφορα εδάφη του Πόντου καί τό παράπονο του γιά τήν μετέπειτα εξόντωση όλων των συγγενών του καί φίλων καθώς καί γιά τήν ολοσχερή καταστροφή των σπιτιών καί των χωραφιών τους.

«Τά ελληνικά χωριά συνήθως ήταν ξεχωριστά από τά τούρκικα. Σέ όλη τήν περιφέρεια Πάφρα, Αλάτσα καί Αμισό αριθμούσαν γύρω στά 1000 - 1200 χωριά. Ηταν χωριά πλούσια μέ πολλά στρέμματα γής, μέ μεγάλη κτηνοτροφία, μέ χιλιάδες καρποφόρα δέντρα. Ο πληθυσμός ήταν γύρω στίς 400 - 500 χιλιάδες, από αυτούς ζήτημα αν έχουν διασωθεί 90 - 100 χιλιάδες. Ολα αυτά είχαν γίνει στάχτη, τά κάψαν οι Τούρκοι. Εμείς πού είχαμε μείνει ήμασταν γύρω στά 10.000 τουφέκια καί είχαμε αποφασίσει πιά νά πεθάνουμε πολεμώντας. Κατορθώσαμε καί βρεθήκαμε στή ζωή οι 10%, όσοι τραβηχτήκαμε στά βουνά, οι άλλοι χάθηκαν...

Ενας Τούρκος στρατιώτης έριχνε χίλιες σφαίρες καί δέν μπορούσε νά σκοτώσει ούτε ένα αντάρτη, αντίθετα ο αντάρτης άμα θάριχνε μιά σφαίρα έπρεπε νά σκοτώσει έναν Τούρκο, γι' αυτό πάντα οι Τούρκοι ήταν σέ μειονεκτική θέση. Επί πέντε έξι μέρες στήν απόσταση αυτή κάναμε ελιγμούς, μιά ήμασταν μπροστά τους, μιά στά πλευρά τους καί μιά από πίσω τους. Κι έτσι μέσα στά δάση τούς εξαντλούσαμε. Εμείς ήμασταν εμπειροπόλεμοι, μαθημένοι στίς κακουχίες, γνωρίζαμε τά εδάφη, όλα τά μονοπάτια τά γνωρίζαμε καί κάναμε ελιγμούς αστραπιαίως...

Ο τουρκικός στρατός έκαιγε χωριά καί γιά να δοκιμάζουν πραγματική χαρά μάζευαν γυναικόπαιδα καί άντρες, τούς βάζανε μέσα στίς εκκλησιές καί στά σχολεία καί τούς έκαιγαν ζωντανούς. Κατ' αυτόν τόν τρόπο οι Τούρκοι κατόρθωσαν νά μήν αφήσουν λίθον επί λίθου. Τριακόσια πενήντα μέ τετρακόσια χωριά πού κάποτε άνθιζαν, πού οι κάτοικοί τους ευημερούσαν καί είχαν τήν αγάπην πρός τό Θεόν, πρός τή δουλειά καί πρός τόν πλησίον, έφταναν νά είναι ακόλαστοι, γιατί δέν είχαν πού τήν κεφαλήν κλείναι.

Οσοι κατόρθωναν, από γυναίκες καί παιδία καί έιχαν τήν δύναμη καί τό σθένος νά συμμερισθούν τόν αγώνα των αντρών τους, πήγαιναν μαζί τους. Καί έτσι αρχίνησε ο κάθε καπετάνιος νά σκέπτεται όχι μόνο τά παλληκάρια του, αλλά καί τά παιδιά καί τίς γυναίκες. Αυτός πλέον ήταν ο νοικοκύρης γιά τά τριακόσια άτομα πού ήταν στά χέρια του.»

Πράγματι η μεγάλη τραγωδία ήταν ότι οι αντάρτες έπρεπε νά υπερασπίζονται γέρους καί γυναικόπαιδα πού τούς ακολουθούσαν κατά πόδας. Η έλλειψη τροφής, τό κρύο, οι αρρώστειες καί η κούραση γίνονται δυσβάστακτα όταν έχεις νά φροντίσεις ανυπεράσπιστους ανθρώπους. Καί εκεί φαίνεται η παλληκαριά καί ο ηρωϊσμός του Πόντιοι αντάρτες Πόντιου αντάρτη. Ποιός έχει ακούσει στήν Ελλάδα γιά τήν αυτοθυσία των Πόντιων ανταρτών; Μήπως τούς αναφέρουν στά σχολικά βιβλία;

Στήν Ελλάδα των ΜΜΕ καί της Αριστεράς, προβάλονται μόνο οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι τί έκαναν; Σκότωναν κάποιον απομονωμένο Ιταλό ή Γερμανό στρατιώτη καί όταν τά στρατεύματα κατοχής εκτελούσαν ομήρους ή έκαιγαν τά χωριά, οι ελασίτες απολάμβαναν τό θέαμα αδιαφορώντας γιά τήν μοίρα των αμάχων. Απλά περίμεναν τούς νέους του χωριού πού τό έσκαγαν στά βουνά γιά νά τούς στρατολογήσουν καί νά τούς στρέψουν κατόπιν εναντίον των αδελφών τους. Ο Πόντιος αντάρτης μάζευε τούς αμάχους στά βουνά γιά νά τούς γλυτώσει από βέβαιο θάνατο καί έδινε τή ζωή του υπερασπίζοντας γυναίκες καί παιδιά.

«Μέσα στήν πολιτεία η φυλή μας περνούσε τήν πιό δεινή εποχή. Στέλνανε τούς Ρωμιούς στά μπουντρούμια, στίς φυλακές. Αυτοί οι αγαθοί άνθρωποι του χωριού καί του βουνού, χωρίς νά φταίνε σέ τίποτα, ζούσαν πίσω από της φυλακής τά σίδερα. Καί τό χειρότερο: είχαν στήσει κρεμάλες στό μεϊντάνι πού ήταν τό ρολόι της πλατείας της Αμισού, γύρω γύρω, καί κάθε βράδυ κρεμνούσαν πενήντα! Τά ξύλα ήταν καρφωμένα καί τά μετρούσα, ήμουνα ένα παιδί 14 χρονών. Ήταν πενήντα κρεμάλες. Κρεμνούσαν καί γυναίκες αλλά πιό πολύ άντρες, ανθρώπους αγαθούς, δίκαιους, μέ τήν πιό παραμικρή αφορμή...

Μετρούσα καί αναπολούσα στή φαντασία μου όλο αυτό τό δράμα. Έλεγα νά κλέψω μαζί μέ τούς φίλους της ηλικίας μου ή νά πάω στή Ρωσία. Από τήν άλλη μεριά έλεγα: Πού είναι η Ελλάδα; Γιατί στό σχολείο όλο ακούμε εξυμνήσεις, εξυμνήσεις; Πού είναι οι ήρωες, δέν τά ξέρουν αυτά; Νόμιζα, ότι ήταν αθάνατοι από όσα μάς μάθαιναν οι γιαγιάδες μας. Πελοπίδας... Μολών Λαβέ... Από τήν άλλη μεριά έλεγα: αυτοί οι Πρόξενοι, πού αντιπροσωπεύουν τά χριστιανικά κράτη, δέν βλέπουν αυτή τήν κατάσταση;

Ενώ γινόταν αυτά, ο μάστοράς μου, μέ πήρε καί πήγαμε σ' ένα εργοστάσιο, πού εργάζονταν 3 - 4 Αρμένηδες καί 3 Έλληνες. Τό εργοστάσιο όμως ήταν ελληνικό καί οι Αρμένηδες απουσίαζαν. Τότε μάθαμε ότι έγινε η σφαγή των Αρμένηδων! Τούς σκότωσαν μέ μαχαίρια, μέ τουφέκια, έγινε η νύχτα του Αγίου Βαρθλομαίου. Τούς πήγαιναν μέ τίς βάρκες βαθειά στή θάλασσα, τούς βάζαν πέτρες στό λαιμό καί τούς πνίγαν. Τούς σφάζαν στό βουνό καί τούς λεηλατούσαν τά σπίτια. Πολλούς από αυτούς μέ τή μεσολάβηση του Δεσπότη καί μέ τή βοήθεια Ελλήνων της Αμισού, κατόρθωσαν νά τούς γλυτώσουν.»

Οι δυστυχισμένοι Πόντιοι ζούσαν μέ τήν ελπίδα ότι όλα θά γίνονταν όπως πρίν. Μετά τό τέλος του Μεγάλου Πολέμου ήλπιζαν στήν προστασία των χριστιανικών κρατών κυρίως της Αγγλίας καί της Αμερικής. Πολλές φορές έφθαναν κολυμπώντας στά αμερικάνικα πολεμικά. Καί τί έκαναν οι Σύμμαχοι μας; Τί έκαναν τά πολιτισμένα κράτη; Παρέδιδαν τούς φυγάδες στήν τουρκική χωροφυλακή.

Αργότερα η ελπίδα μετατέθηκε στή Ρωσία. Τά τσαρικά στρατεύματα κατέλαβαν τόν ανατολικό Πόντο Πόντιοι αντάρτες δίνοντας ανάσα ζωής στούς Αρμενίους καί στούς Ελληνες, ενώ προμήθευαν μέ όπλα τούς αντάρτες. Πολλοί Πόντιοι ταξίδευαν στά μανιασμένα νερά της Μαύρης θάλασσας (KaraDeniz) γιά να προμηθευτούν όπλα γιά τό αντάρτικο ή ακόμα γιά να παραμείνουν στή Ρωσία. Τήν περίοδο της ρωσικής κατοχής του Ανατολικού Πόντου αγγίξαμε τό όνειρο της ανεξαρτησίας του Πόντου. Ο Βαλής της Τραπεζούντας, παρέδωσε τήν εξουσία, όχι στούς Ρώσους, αλλά στόν μητροπολίτη Χρύσανθο λέγοντας του ότι "ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΡΑΛΑΒΑΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ, ΚΑΙ ΣΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΙΔΟΥΜΕ".

Αλλά εκείνη η επανάσταση των μπολσεβίκων σήμανε την καταδίκη της ανεξαρτησίας του Πόντου. Ο Λένιν παίρνοντας τήν εξουσία απέσυρε τά ρωσικά στρατεύματα από τόν ανατολικό Πόντο, στράφηκε κατά των Ελλήνων καί υποστήριξε μέ όλα τά μέσα τόν Κεμάλ. Οι κομμουνιστές παρέδιδαν πλέον όσους Ποντίους ζητούσαν βοήθεια στούς Τούρκους καί οι Πόντιοι έχασαν κάθε υλική βοήθεια πού τούς παρείχε παλαιότερα το τσαρικό καθεστώς. Νέα απόγνωση!

«Από τήν απέναντι πλευρά του δρόμου έρχονταν πλήθος ανθρώπων. Κακοντυμένοι μέ κίτρινα κουρέλια. Ηταν ρακένδυτοι, εξαντλημένοι καί έμοιαζαν μέ πτώματα. Οι γυναίκες καί τά παιδιά περπατούσαν ξυπόλητοι. Τό πλήθος μόλις είδε ότι τό στρατιωτικό μας απόσπασμα δέν ήταν τουρκικό, άρχισε νά κλαίει πιό δυνατά καί νά εκλιπαρεί γιά βοήθεια. Η σιωπή της σοβιετικής αποστολής θα καταχωρηθεί σίγουρα στό ιστορικό μητρώο ως ένοχη σιωπή.»

Από τίς σημειώσεις του σοβιετικού στρατηγού Φρούντζε.

Τότε η ελπίδα μετατέθηκε στόν ελληνικό στρατό πού προχωρούσε ελευθερωτής στά χώματα της Μικράς Ασίας. Κατ' εμέ ο Βενιζέλος δέν βοήθησε καθόλου τούς Ποντίους στό δράμα που περνούσαν, ιδιαίτερα τό 1919 πού ο ελληνικός στρατός ήταν πανίσχυρος. Ο Βενιζέλος, θά μπορούσε νά βοηθήσει αν όχι σέ άντρες, τουλάχιστον σέ χρυσό καί πολεμοφόδια. Ολες οι εκθέσεις από τόν έφεδρο υπολοχαγό Χρυσόστομο Καραΐσκο, πού εστάλησαν στήν κυβέρνηση των Αθηνών έπεσαν στό κενό. Οι Πόντιοι αφέθηκαν πάλι στή μοίρα τους καί όταν συνετρίβη ο ελληνικός στρατός, οι αντάρτες του Πόντου ήρθαν σέ νέα απόγνωση. Αλλά ποτέ δέν παράτησαν τά όπλα. Συνέχισαν νά πολεμούν μέχρι τήν υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.

Δυστυχώς οι Πόντιοι προδόθηκαν από τά πάντες: από τά χριστιανικά κράτη, από τούς κομμουνιστές της Ρωσίας (οι οποίοι επί Στάλιν συνέχισαν νά τούς δολοφονούν), από τόν Βενιζέλο, ο οποίος έτεινε χείρα φιλίας στόν εξολοθρευτή τους Κεμάλ, από τίς βασιλικές κυβερνήσεις. Αυτό είναι ένα μάθημα που ο Ρωμιός δέν τό μαθαίνει ποτέ. Μόνος του πρέπει νά τά βγάζει εις πέρας, χωρίς νά περιμένει τή βοήθεια κανενός. Οι Πόντιοι αντάρτες ήταν από εκείνους πού τό γνώριζαν.

«Οι κάτοικοι της Έρπαγα ήταν αποκομμένοι καί μιλούσαν τήν τουρκική. Τούς λέγαμε Παβρινούς. Ηταν όμως Έλληνες φανατικοί, ανδρείοι καί είχαν αρχηγό τους τόν Τσακίρ Αγά, έναν ξανθό καπετάνιο. Επειδή δέν είχαν μεγάλο χώρο καί δέν μπορούσαν νά κάνουν ελιγμούς, κάναν τό εξής: Περικύκλωναν γύρω γύρω ένα μεγάλο δάσος, κάναν προχώματα, τό ένα πίσω από τό άλλο, τοποθετούσαν στό κέντρο τά γυναικόπαιδα καί γύρω γύρω αυτοί δίναν μάχη. Επί δεκατέσσερεις μέρες καί νύχτες πολεμούσαν μιά δύναμη τουρκική, γύρω στίς πέντε μέ έξι χιλιάδες Τούρκους, καί μάλιστα είχε βρέξει καί ήταν ίσαμε τή μέση τους μέσα στό νερό! Πολεμούσαν σκληρά καί δέν έκαναν ούτε ένα βήμα πίσω. Κατόρθωσαν όχι μόνο νά τούς διώξουν αλλά καί νά τούς κάνουν μεγάλη καταστροφή...

Είναι παγωνιά φοβερή καί ο αντάρτης κάθεται κουλουριασμένος καί σκοπεύει καί ο ιδρώτας τρέχει από τό μούτρο του ποτάμι. Τό 40% έχεις πιθανότητα νά ζήσεις. Στά γυναικόπαιδα είχαμε μεγάλες απώλειες. Επί σαράντα μέρες φωτιά δέν ανάβαμε, δέν μαγειρεύαμε. Από δώ καί πέρα αρχίζει η περίοδος πού καταφεύγαμε στά σπήλαια, κρυβόμασταν σέ μέρη απρόσιτα, σέ τρύπες, σέ μαγαράδες, σέ ρεματιές, σέ βράχια. Αϋπνοι, πεινασμένοι, κουρασμένοι, εξαντλημένοι. Καί δέν ήταν τίποτα αυτά μπροστά στήν έλλειψη των σφαιρών, γιατί όταν δέν έχεις πολεμοφόδια, αισθάνεσαι πλέον αιχμάλωτο τόν εαυτό σου. Κρατούσαμε στά τουφέκια μόνο μία σφαίρα γιά να αυτοκτονήσουμε....

Βγαίνοντας από τήν Αμισό, οι άνθρωποι του Τοπάλ Οσμάν ήθελαν νά μας δώσουν ένα γερό μάθημα. Ο Τοπάλ Οσμάν, ήθελε νά κάνει ένα περίπατο μέχρι τά βουνά μας, γιατί σάν έναν περίπατο λογάριαζε τήν σύγκρουση μαζί μας, σέ τέτοιο βαθμό δέν μάς έδινε σημασία. Οι άνθρωποι του Οσμάν ενώ ζύγωναν στά δάση μας κρατούσαν τά Πόντιοι αντάρτες τουφέκια τους σάν γκλίτσες. Νόμιζαν ότι θά αντιμετωπίσουν γυναικόπαιδα. Μέ τή μακροχρόνια πείρα μας, μέ τίς ματιές πού τούς ρίχναμε μέσα από τίς φυλλωσιές, ζυγίζαμε τήν πολεμική τους ικανότητα....

Ρίχναμε αραιά αραιά καί νόμιζαν πώς ήμασταν λίγοι. Κάναμε τό "Δ" πού ήταν σάν μιά φάκα. Εν τω μεταξύ συγκεντρώσαμε από παντού 2.000 τουφέκια, ως καί από τό Καράπερτσιν είχαμε ενισχύσεις. Δέν γλύτωσαν γιατί ήταν βουνά, δάση καί τά αειθαλή εκείνα δέντρα πού ήταν αδύνατο νά γλυτώσει κανείς. Αυτά τά υπολλείματα τού Τοπάλ Οσμάν έτσι εξοντώθηκαν. Είχανε κάνει όμως πάρα πολλά. Βάζαν τούς Χριστιανούς μέσα στίς εκκλησιές καί μέσα στα σχολειά καί τούς καίγανε ζωντανούς.»

Οι σπουδαιότεροι αρχηγοί αντάρτικων ομάδων του Πόντου ήταν οι: Βασίλ Αγάς, Αντώνιος Χατζηελευθερίου (Αντών πασάς) μέ τή γυναίκα του Πελαγία, Παπαδόπουλος Αναστάσιος ή Κοτσά Αναστάς (ο Κολοκοτρώνης του Πόντου), Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ Αγάς), Ιπποκράτης Δεδέογλου, Νικούν Αναστάς, Ταστσόγλου Σάββας, Ασλανίδης Σάββας, Μεγαλομύσταξ Γεώργιος, Τσακίρ Αγάς, Καρά Ηλίας, Αλέκος Τερλόγλου, Νικόλας, Παπαδόπουλος Σωκράτης, Αντόν, Καλλίνικος, καπετάν Ευκλείδης Κουρτίδης, Χαράλαμπος Λαζαρίδης, Ταγκάλ Γιώργης Παπάζογλου, Αντίκ Γιώργης, Ατές Κωνσταντίν, Αράπογλου Αναστάσιος, Μιχάλ Αγάς, Ιωαννίδης Ευάγγελος (Ελβάν Μπέης), Γουτζόγλου Μιχαήλ, Σταυρίδης Συμεών, Κυριλίδης Λάζαρος (Λαζάραγας), Καρυπίδης Ευστάθιος, Αμοιράς Χαράλαμπος (Κούρτος), καπετάν Ισαάκ Αγά, Λεφτέρ Χοτζά, Μελίκ Αγάς, Τσαουσίδης Παύλος (Παυλή Αγάς), Σαββίδης Περικλής, κ.ά.

«... Οι σφαίρες των υπερασπιστών του σπηλαίου που υπεράσπιζαν οι πολεμιστές μέ εξακόσια καί πλέον γυναικόπαιδα τελείωναν. Αλλη λύση δέν υπήρχε παρά μόνο η παράδοση.

"Υπάρχει καί άλλη λύση", φωνάζει ο αρχηγός Καραβασίλογλου Γιώργης. "Θά παραδώσουμε τά πτώματά μας στούς Τούρκους. Θά σκοτώσει ο ένας τόν άλλον γιά νά σώσουμε τά γυναικόπαιδα."

Κοιτάζονται τά παλληκάρια ίσια στά μάτια. Η απόφαση είναι σκληρή, είναι απόφαση υπέρτατης θυσίας. Δίνει τό περίστροφο στόν Ταγκάλ Γιώργη. "Θά μας σκοτώσεις όλους καί αφού σηκώσεις άσπρη σημαία θά σκοτωθείς κι εσύ".

Αγκαλιάζονται καί φιλιούνται οι άγριοι πολεμιστές μέ δάκρυα στά μάτια. "Γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα μας", φωνάζει ο καπετάνιος. Ο Ταγκάλ Γιώργης πυροβολεί. Ο πρώτος υπερασπιστής πέφτει. Υστερα κι άλλος, κι άλλος, κι άλλος. Φτάνει στά δυό του παιδιά. Τα κοιτάζει στά μάτια καί τούς ρίχνει. Δέν καταλαβαίνει τίποτα. Ρίχνει συνέχεια. Καί όταν οι Τούρκοι μπαίνουν στην σπηλιά κοιτάζει κατάματα τήν κάννη του περιστρόφου καί πυροβολεί...»


Αχιλλέας Ανθεμίδης - Τά απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-1924

Στά βουνά της Πάφρας έδρασε ο οπλαρχηγός Αντών Πασάς μέ τήν σύντροφό του Πελαγία. Ηταν καί οι δύο άριστοι σκοπευτές καί ατρόμητοι πολεμιστές. Τά κατορθώματά τους τραγουδήθηκαν σέ ολόκληρο τόν Πόντο. Τα αντάρτικα τραγούδια ήταν συνήθως στην τούρκικη, γιατί και οι Πόντιοι της περιοχής όπου έδρασε το αντάρτικο, ήταν τουρκόφωνοι. Η Ορθοδοξία μας όμως ήταν αυτή πού κράτησε άσβεστη τήν εθνική τους συνείδηση καί πολέμησαν σάν λιοντάρια τούς βάρβαρους μουσουλμάνους κατακτητές.

Ο Αντών πασά με τη φήμη του αήττητου, το 1916 ανακηρύχθηκε στην Τραπεζούντα Γενικός Αρχηγός των Ανταρτικών Ομάδων του Δυτικού Πόντου. Οι τσαρικοί της Ρωσίας τον προμήθευαν όπλα καί συχνά πυκνά κατέβαινε στίς παραλίες γιά νά τά παραλάβει. Το 1917 με 400 αντάρτες περικύκλωσε την κωμόπολη Τσιντίκ και απείλησε τό νομάρχη Αμάσειας μέ άμεση πυρπόληση της πόλης, προκειμένου να απελευθερώσει τη γυναίκα του Πελαγία, κάτι πού επετεύχθει. Στή μάχη του Παλίκ Κιολί ταπείνωσε ολόκληρα συντάγματα του τουρκικού στρατού. Πόντιοι αντάρτες Κρώμνη Η πιο σκληρή μάχη του Αντών πασά δόθηκε όταν οι τούρκικες αρχές βάζοντας πείσμα να τον εξοντώσουν, αποφάσισαν να τον χτυπήσουν μέσα στό ίδιο του τό λημέρι. Η κατάσταση ήταν πιο δύσκολη τώρα, γιατί οι Τούρκοι χτυπούσαν απ' όλες τις μεριές κι ο Αντών πασάς έβλεπε ότι είναι κυκλωμένος. Η μάχη κράτησε πολλές μέρες και στο τέλος οι Τούρκοι μη μπορώντας ν' ανθέξουν περισσότερο στην ορμή των παλληκαριών του Αντών πασά, τα παράτησαν καί έφυγαν ντροπιασμένοι, δίνοντάς του μια ακόμα μεγάλη νίκη.

Οι Τούρκοι όταν δέν τά καταφέρνουν μέ τά όπλα καταφεύγουν στήν μπαμπεσιά. Μέσω του Δεσπότη Γερμανού Καραβαγγέλη του πρότειναν αμνηστία καί παράδοση. Ο Αντών πασάς πού γνώριζε από τουρκική μπέσα, αρνήθηκε τήν αμνηστία μέ αποτέλεσμα νά επικηρυχθεί μέ τό ποσό των 50.000 χρυσών λιρών. Τό αποτέλεσμα τό έχουμε ζήσει άπειρες φορές στήν ελληνική ιστορία. Προδότες, έπειτα από ενέδρα, σκότωσαν τόν ήρωα οπλαρχηγό, έκοψαν τό κεφάλι του καί τό παρέδωσαν στούς Τούρκους οι οποίοι ουδέποτε τούς έδωσαν τήν αμοιβή.

Τό 1921, ο Λιβά Τζεμήλ Τζαβήτ πασάς υποσχέθηκε στόν Κεμάλ ότι θά κόψει τή ρίζα των γκιαούρηδων από τά τουρκικά βουνά. Με προσωπική εντολή του Κεμάλ οργάνωσε ισχυρό τουρκικό στρατό γιά να εξοντώσει πλήρως όχι μόνο τίς αντάρτικες ομάδες αλλά καί τά γυναικόπαιδα του Πόντου. Καί όμως οι Πόντιοι αντάρτες, μέ φτωχό οπλισμό, δεδομένου ότι οι Ρώσοι μπολσεβίκοι υποστήριζαν τόν Κεμάλ, αντιμετώπισαν επιτυχώς καί αυτόν τόν αιμοσταγή στρατηγό. Θεριό ήταν απ' το κακό του ο Λιβά πασάς για τις αποτυχίες του, γιατί στο κάτω κάτω δεν πολεμούσε με τον τακτικό ελληνικό στρατό, αλλά με μερικές φούχτες γκιαούρηδων, που όχι μονάχα τολμούσαν να του αντιστέκονται, αλλά και τον νικούσαν. Καί όμως αυτοί οι υπεράνθωποι πολεμιστές, έμειναν αβοήθητοι καί ανεκμετάλλευτοι από τίς ελληνικές φιλοβασιλικές κυβερνήσεις, πού κρατούσαν στά χέρια τους τή μοίρα του μικρασιατικού ελληνισμού!

Ισχυρές μάχες δόθηκαν στην περιοχή Τσαρσαμπά, αρχαία Θεμίσκυρα, βασίλειο των Αμαζόνων. Ακολουθούν αφηγήσεις των πολεμιστών Σάββα Ασλανίδη καί Παύλου Τσαουσίδη:

«Ο Λιβά πασάς επέδραμε και πάλιν εναντίον του μετώπου του Τσοπού Δερεσί. Περί τους 500 πολεμισταί μας έσπευσαν εις βοήθειαν υπό τους αρχηγούς Γιώργον Τσακίρην και Δελή Σωκράτην, επίσης έφθασαν οι καπετανέοι Αναστάσης Καριπίδης, Μαυροκώστας και Ευστάθιος. Η μάχη ήτο φοβερά. Εκ τεσσάρων σημείων επετίθεντο οι Τούρκοι. Ο Λιβά πασάς επωφεληθείς μιας φιλονεικίας μεταξύ των αρχηγών Τσακίρη και Δελή Σωκράτη, οι οποίοι εγκατέλειψαν την μάχην, ηχμαλώτισε πολλούς εκ των ημετέρων, τους οποίους έσφαξε ανηλεώς. Πλείστα γυναικόπαιδα έπεσαν εις χείρας του αιμοβόρου Τούρκου στρατηγού, εκ των οποίων τας μεν παρθένους και τας γυναίκας ητίμασαν αι ορδαί του και εξώρισαν κατόπιν εις Χαρπούτ, φονεύοντες καθ' οδόν τας αποκαμούσας, τους δε άνδρας κατεκρεούργησαν αγρίως. Τους λοιπούς κατωρθώσαμεν να διασώσωμεν την νύκτα διελθόντες τη βοηθεία και άλλων ανταρτών του Μπογαλίκ, τον ποταμόν Ίριν. Πολλοί όμως κατά την διάβασιν του ποταμού επνίγησαν. Οι ημίσεις εξ αυτών φοβηθέντες το ρεύμα του ποταμού, το οποίον ήτο τότε ορμητικόν, εστράφησαν προς το όρος Ακ Νταγ όπου, ένεκα του δριμυτάτου χειμώνος, υπέφεραν τα πάνδεινα. Συλληφθέντες μετά τινας ημέρας υπό των Κεμαλικών ορδών κατεσφάγησαν αγρίως

Ο στρατηγός Τζαβήτ πασάς άγων ολόκληρον σύνταγμα, προέβη εις τακτικήν πολιορκίαν του Δαζλή. Με το στρατό του, συνέπραττον όλοι οι άτακτοι Τούρκοι των περιφερειών Έρπαα, Αμασείας, Τοκάτης και Νεοκαισαρείας. Κιρκάσιοι φίλοι μας, που μας ειδοποίησαν περί της αφίξεως του φιρκά κουμανταντί, ανέβαζαν την δύναμίν του εις 10.000 άνδρες, στρατού και ατάκτων. Ο αρχηγός μας καπετάν Γιώργης Μεγαλομύστακας εζήτησε την βοήθεια του διασήμου οπλαρχηγού Αναστάση Παπαδοπούλου.

Οι Τούρκοι προτού επιχειρήσουν επίθεσιν ωχυρώθησαν δια διπλής και τριπλής σειράς προχωμάτων, καθ' όλους τους κανόνας του πολέμου. Κατά μικρά διαστήματα είχαν κατασκάψει το έδαφος, ωσάν να ευρίσκοντο απέναντι πολυπληθούς στρατού εις το Δυτικόν Πόντιοι αντάρτες μέτωπον του ευρωπαϊκού πολέμου. Η έφοδος του όγκου τούτου ήτο εκτάκτως μεγαλοπρεπής. Οι σημαιοφόροι εις εκάστην πρόοδον του στρατού έμπηγον τας σημαίας των εις την γην με θάρρος και μεθοδικότητα.

Ημείς προ του μεγάλου κινδύνου επολεμούσαμε ως άξιοι γόνοι των Ελλήνων. Σπιθαμήν προς σπιθαμήν εδιεκδικούσαμε το έδαφος ενώ εν τω μεταξύ είχαμε στείλει εις ασφαλή κρησφύγετα τα γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι δια συνεχούς καταιγιστικού πυρός κατά των οχυρών μας ημπόδιζαν πάσαν απόπειραν αντεπιθέσεως κατά των γραμμών των. Μέχρι το εσπέρας τα βουνά εδονούντο εκ των ομοβροντιών των διαφόρων πυροβόλων.

Προσήλθεν ο ιερεύς μας και ετελέσαμεν μετά κατανύξεως παράκλησιν εν μέσω κλαυθμών και οδυρμών και υπό την πένθιμον κατήφειαν των πολεμιστών. Ο ιερεύς μας έφθασεν εις το ύψος του αοιδίμου ηγουμένου του Αρκαδίου Γαβριήλ, όταν μας ενεθάρρυνε και μας ενεψύχωνε, αναφέρων και τους ηρωισμούς των Σουλιωτών. Ήδη ησπάσθημεν όλοι την δεξιάν του, καθ' ην στιγμήν με πλήρη πεποίθησιν μας εβεβαίωνε ότι αφεύκτως θα νικήσωμε τους βαρβάρους και θα σώσωμε την ιεράν παρακαταθήκην, που είχαμε εις τας χείρας μας. Συγχρόνως ο γενναίος μας αρχηγός εβροντοφώνησε το του Αρχαίου Λεωνίδα: Ή ταν ή επί τας!...

Μόλις πήρε το μήνυμα ο αρχηγός μας, έστειλε παρευθύς αγγελιαφόρους σε όλες τις ομάδες και μέσα σε λίγες ώρες έγινε η συγκέντρωση περίπου 200 οπλιτών και άλλων τόσων αόπλων, που πάντα τους έπαιρνε μαζί για βοηθητικούς και για να δείχνουν όγκο. Επικεφαλής της δύναμης μπήκε και πάλιν ο ίδιος ο Κοτσαά Αναστάς, όπως και οι υπαρχηγοί Θεόφιλος Χατζηπουλίδης, Μιχαήλ Κιουρτσόγλου, Μελέτιος Παϊραχταρίδης, Αναστάσης Μεγαλομμάτης κι εγώ ο Παύλος Τσαουσίδης. Σουρούπωμα ξεκινήσαμε και περπατώντας όλη τη νύχτα φτάσαμε τα χαράματα στο Ταζλί Τερεσί, πιάσαμε θέσεις σ' ένα μέρος του βουνού και ειδοποιήσαμε τον καπετάν Γιώργη αγά για την άφιξή μας.

Στο μεταξύ ο πληθυσμός που είχε εγκαταλείψει τα καλύβια, έμενε κρυμμένος μέσα στα σπήλαια του βουνού, που βρισκόντουσαν, σε απόκρημνα μέρη, πολύ ψηλά, όπου δεν μπορούσε εύκολα να φτάση κανείς παρά μόνο στις στιγμές εκείνες που ο άνθρωπος αποκτά υπεράνθρωπες δυνάμεις, για να σώση τη ζωή του. Όπως αργότερα διαπιστώσαμε ο στρατός κατάφερε να μπει μέσα στα καλύβια, μετά απ' τη φυγή του πληθυσμού, τα ρήμαξε και κατάστρεψε ό,τι βρήκε, τρόφιμα, ρουχισμό κλπ. Πολύ γρήγορα, όμως, το πλήρωσε ακριβά, εφ' όσον αποτόλμησε να σκαρφαλώση στα επικίνδυνα εκείνα σημεία.

Με τα πρώτα πυρά και την σύγχρονη εξόρμησή μας, οι Τούρκοι εμπροσθοφύλακες παρατήσανε τα πόστα τους και φεύγοντας έτρεχαν πανικόβλητοι να ενωθούν με τον κύριο όγκο του στρατού. Ακολούθησε δεύτερη επίθεση από τις άλλες ομάδες, κι αντιλάλησαν τα βουνά απ' τα τουφέκια μας. Οι στρατιώτες απαντούσαν στην αρχή με πολύ πυκνά πυρά επίσης, αλλά όταν είδαν ότι βάλλονται όχι από μια αλλά από τρεις πλευρές, και μη ξέροντας ποιες ήσαν οι δυνάμεις μας, άρχισαν να υποχωρούν από φόβο μήπως κυκλωθούν και μάλιστα σε μέρη τόσο επικίνδυνα όπου ήταν αδύνατο ν' αναπτυχθούν. Το ένα μετά το άλλο άφηναν τα χαρακώματά τους μπροστά στις ορμητικές επιθέσεις των δικών μας, ως που ο Γιώργη αγάς εξορμώντας με χειροβομβίδες έβγαλε και τους τελευταίους της περιοχής του από το χαράκωμα, το Τσην Τουζ λά λεγόμενον.

Οι απώλειες του εχθρού ήσαν μεγάλες σ' αυτή την τριπλή επίθεσή μας, αλλά την μεγαλύτερη συμφορά την έπαθαν οι Τούρκοι στρατιώτες κυρίως στην περιοχή των καλυβιών, όπου τ' απόκρημνα μέρη στάθηκαν ο χαμος πολλών. Γιατί ενώ οι δικοί μας ήσαν εξοικειωμένοι με το έδαφος και μάθαν να το περπατούν σαν τα ζαρκάδια, εκείνοι, ξένοι εντελώς σε τέτοιες απόκρημνες περιοχές, τάχαν χαμένα και δεν ξέραν από που να φυλαχτούν, από τα βόλια μας ή απ' το κατρακύλισμα. Και η αλήθεια είναι ότι περισσότεροι σκοτωνόντουσαν κατρακυλώντας μέσα σε χαράδρες και γκρεμούς, παρά απ' τα τουφέκια μας, που ωστόσο κι αυτά κάναν τη δουλειά τους.

Καθώς αργά τ' απόγεμα είχε αρχίσει η μάχη δεν κράτησε πολλή ώρα, γρήγορα ήλθε η νύχτα κι επωφελούμενοι οι Τούρκοι έφυγαν, κι έτσι ο γενναίος πασάς που ήλθε «να κόψη τη ρίζα των γκιαούρηδων απ' τα τούρκικα βουνά» έπαυσε να καυχιέται. Οι απώλειες των Τούρκων στην μάχη εκείνη ήσαν περίπου 100 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Εμείς μείναμε στις θέσεις μας εκείνη τη νύχτα και το πρωί σπεύσαμε προς τα σπήλαια όπου ο άμαχος πληθυσμός μας κινδύνευε να πάθη ασφυξία. Κατάχλωμοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά, βγήκαν απ' τους κρυψώνες τους κι απ' την χαρά τους κλαίγαν, μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν, γιατί και τούτη τη φορά τους είχαμε γλυτώσει από βέβαιο θάνατο.»


Γη του Πόντου - Δημήτρης Ψαθάς

Ο Παντελής Αναστασιάδης (Παντέλ Αγάς) ήταν μαθητής του Γυμνασίου Σαμψούντος όταν εκηρύχθη ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Βγήκε στό αντάρτικο καί πήρε τό βάπτισμα του πυρός στό Αγιού Τεπέ, όπου 47 αντάρτες καί 2.500 γυναικόπαιδα περικυκλώθηκαν από χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες. Κατάφεραν νά διαφύγουν μέσα στή νύκτα πρός τό Καράπερτσιν. Ολα τά ρωμέϊκα χωριά πυρπολήθηκαν από τόν τουρκικό στρατό καί αυτό ανάγκασε τήν ομάδα του Δημήτρη Χαραλαμπίδη, στήν οποία ανήκε ο Παντελής νά κινηθεί πρός τόν Τσαρσαμπά. Οι απώλειες των ανταρτών ήταν 4 νεκροί - μεταξύ των οποίων ο γιός του αρχηγού Δημοσθένης - καί 3 τραυματίες, ενώ των Τούρκων 119 νεκροί. Ο Παντέλ Αγάς επανήλθε στό Αγιού Τεπέ καί εκεί τιμωρούσε όσες τουρκικές συμμορίες έκαναν εγκλήματα εις βάρος Ρωμιών χωρικών.

«Εκείνην ακριβώς τήν εποχήν πληροφορηθήκαμε πώς κάποιος ανώτερος αξιωματικός ονόματι Κεμάλ Πασάς προερχόμενος εκ Κωνσταντινουπόλεως μέσω Σαμσούντος επροχώρησεν πρός Αγκυραν, διερχόμενος εκ των πόλεων Τοκάζ, Σεβάζ, Αμάσεια, καί διακηρύττων τήν οργάνωσιν του τουρκικού στρατού...

Εβλέπομεν τά πράγματα συγκεχυμένα. Αδράνεια των Αγγλων. Ήδη εις τήν Αγκυραν εσχηματίσθη κυβέρνησις Κεμάλ Πασά μέ Ισμέτ Ινονού. Εν όψει όλων αυτών, μέ τά όπλα στό χέρι, εξακολουθούσαμεν εν μέρει τά έργα μας αναμένοντες μέ μίαν ελπίδα τήν επέμβασι των συμμάχων καί δη των αγγλικών στρατευμάτων. Πλήν όμως όλες οι ελπίδες απέβησαν μάταιαι, ουδεμία επέμβασις... Μετά 2 - 3 ημέρες, συνελήφθησαν ο Σεβασμιώτατος Ζήλων Ευθύμιος, ο Πρωτοσύγγελος Αγιος Πλάτων Αϊβαζίδης καί άλλους πρόκριτους, ιατρούς κ.λπ.

Κατά μήνα Απρίλιον, απεκλείσθη η Αμισός δι' ισχυρών δυνάμεων στρατού καί χωροφυλακής καί δέν επετρέποτο η έξοδος από 15 ετών μέχρι 65. Αρχισαν από τό εσωτερικό της πόλεως, από σπίτι σέ σπίτι νά μαζεύουν όλους τούς άνδρες εις στρατόπεδον συγκντρώσεως. Θρήνοι, οδυρμοί καί απόγνωσις επεκράτει παντού. Πανικός κυριολεκτικώς, διότι όλοι εγνώριζον ταίς θηριωδίαις των βαρβάρων Τούρκων. Μολίς εμείς οι αντάρτες εμάθαμεν τά γεγονότα ειδοποιηθήκαμεν διά συνδέσμου νά είμασθε εν επιφυλακή. Ξεκίνησαν τήν πρώτην αποστολή μέ ισχυράς δυνάμεις από τούς στρατώνες του Ελεσκιοΐ. Μόλις έφθασε ο κόσμος εις ορισμένο σημείο τούς έβαλαν καταιγιστικά πυρά. Ενύκτωσε πλέον καί εσταμάτησαν τά πυρά, μπήκαν οι αιμοβόροι στρατιώται εφ' όπλου λόγχη μέσα στούς σκοτωθέντας νά γυμνώσουν καί νά αποτελειώσουν τούς τραυματίας...

Κατόπιν των ανωτέρω βαρβάρων γεγονότων, αφού πλέον η κυβέρνησις Κεμάλ πασά απηλλάχθη των ανδρών των πόλεων, εσκέφθησαν τήν εξόντωσιν των χωρίων καί των ανταρτών. Γιά τόν σκοπόν αυτόν συγκέντρωσαν εις τήν Σαμψούντα, Τσαρσαμπά, Πάφρα, Ερπαα ένα σώμα (ορτού) στρατού 12.000. Ίδρυσαν επίσης ανεξάρτητο τάγμα ανταρτών υπό τόν Κερασούντιον αιμοσταγή Τοπάλ Οσμάν καί τόν Πίν Πασά καί κατά τόν Μάΐον 1921 εισέβαλον από όλα τά σημεία κατά των χωρίων καί των ανταρτών. Μέ τήν πρώτη επιδρομή πού μας έκαναν αντεστάθημεν εις τό χωρίον Τουνίκ Ανδρεάντων. Αντεστάθημεν επί δύο ημέρας χωρίς νά τούς αφήσουμε νά βηματίσουν. Ο εχθρός εμάχετο μέ κανόνια, μυδράλια, πολυβόλα καί άφθονο υλικό. Εμείς δε μόνον μέ όπλα. Μετά δύο ημερών μάχη, βλέποντες εξάντληση του υλικού μας, μαζί με τόν Απαντζόγλου Χατζηχρήστο, Παπούλ Αγά, Ιστύλ Αγά καί άλλους καπεταναίους εκάναμεν σύσκεψιν γιά αποχώρησιν...

Προηγηθέντων ως εμπροσθοφυλακή ομάς ανταρτών ξεκίνησε ο πληθυσμός μέ δάκρυα καί μέ κατάρες εις τά στόματα του κόσμου, οπόταν φθάσαμεν εις τό Σαλτούχ εγκαταλείποντες τά χωρία μας. Τί νά ιδείς! Ανθρωποθύελλα. Γυναικόπαιδα πλέον των 4.000 ακολουθούντες πάντοτε τίς οικογένειες των ανταρτών εκ του σύνεγγυς μήπως τούς εγκαταλείψουν οι αντάρται. Κατά τά ξημερώματα της άλλης ημέρας, τί νά ιδούμε. Φωτιά εις όλα τά χωριά, καπνός κατέκτησε τόν ουρανό καί νά μήν μπορούμε μέ τά τηλεσκόπια νά διακρίνωμε τίποτε... Ο στρατός προέβη εις λεηλασίας καί εν συνεχεία φωτιά εις όλα τά χωρία, σπίτια, αποθήκες, αχυρώνες...»


Τόν Ιούνιο του 1921, ο Παντέλ Αγάς βρέθηκε στήν τοποθεσία Σαλτούχ αποκλεισμένος από χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες καί από 400 βαζιβουζούκους του Τοπάλ Οσμάν. Εκεί μέ τούς οπλαρχηγούς Παπούλ Αγά, Χατζηχρήστο Απατζόγλου, Καβασλή, Βασιλάκη, Ταχτατζή, Νεόφυτο Τελή αντιμετώπισε τίς πεισματικές επιθέσεις του εχθρού. Οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού πού προστατεύονταν από τούς αντάρτες ήταν μεγάλες, ενώ όσα γυναικόπαιδα εντοπίστηκαν από τούς Τούρκους σέ σπηλιές καί κρησφύγετα μέσα στό δάσος, κατακρεουργήθηκαν.

«Εν συνεχεία μάθαμεν πως ο στρατός απεσύρθηκε εντελώς καί άλλοι καπεταναίοι καί πλήθος κόσμου κατήλθον εις τά καμμένα χωριά τους διά νά ιδούν τί απέγιναν όσοι παρέμειναν κρυπτόμενοι. Τί νά ιδούμε, όμως. Απελπισία παντού, οι φωτιές καίνε ακόμα στά σπίτια, πανικός δε εις όσους συναντήσαμεν, φόβος καί τρόμος, κλάματα, κακό. Μας διηγήθηκαν τά όργια των βαρβάρων. Είχαν μαζί τους ανιχνευτικούς σκύλους καί μέσα στά δασάκια ανεκάλυψαν τά κρυσφήγετα του κόσμου εντός της γής. Τούς έπιαναν καί αφού τούς λήστευαν, τούς ατίμαζαν. Εν τέλει μέ πολλά βάσανα τούς σκότωναν.

Μεταξύ των κατ' αυτόν τόν τρόπον ανακαλυφθέντων καί σκοτωθέντων ήσαν αι οικογένειαι των αδελφών Απατζόγλου Χατζηχρήστου καί Αθανάς Αγά, μακαρίτου Παπά Ευσταθίου, Τσερκέζογλου Μιλτιάδου καί πολλών άλλων. Πολλούς δε άλλους συλληφθέντας τούς συνεκέντρωσαν εις τά σπίτια Τσάϊ Σάββα καί Χατζηφώτη Σταύρου περίπου 150 άτομα καί τούς κατέκαυσαν θηριωδέστατα. Ερημώθηκαν πλέον τά χωριά μας εντελώς. Τά δε ζώα καί πάν ό,τι ευρέθη τά μετέφεραν ως λάφυρα. Ούτε οικήματα, ούτε ρουχισμός, ούτε τρόφιμα.»


Την άνοιξη του 1922, ο καπετάν Παπούλ Κώστας πρότεινε στους οπλαρχηγούς του Τσαρσαμπά να χτυπήσουν το χωριό Τεκέ Κιοΐ, που ήταν ορμητήριο των αρχιτσετέδων Μολλά Αχμέτ και Τσακήρογλου και επί πλέον σταθμός Χωροφυλακής με αρκετή δύναμη τζανταρμάδων. Οι καπετανέοι συνάχτηκαν καί αποφάσισαν νά ξεριζώσουν αυτό τό καρκίνωμα πού αποτελούσε εμπόδιο στίς επικοινωνίες τους καί τόν ανεφοδιασμό τους. Μαζεύτηκαν 200 παλληκάρια καί όταν νύχτωσε, η κάθε ομάδα προχώρησε αθόρυβα στο προκαθωρισμένο μέρος. Ο Αναστασιάδης μαζί με τον Παπούλ Κώστα είχαν πιάσει θέσεις στα βορεινά του χωριού, ενώ ο Τσακήρ Παντελής έπιασε τον δρόμο προς την Αμισό, για να εμποδίση τυχόν ενισχύσεις στρατού από την πόλη.

Τα μεσάνυχτα δόθηκε το σύνθημα κι άρχισε η επίθεση απ' όλες τις μεριές. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν, αλλά ήσαν προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο κι αμέσως έτρεξαν στα χαρακώματα που είχαν σκάψει από πριν. Η άμυνα ήταν γερή και παρά το πείσμα των ανταρτών κανένας τους δεν μπόρεσε να μπει μέσα στο χωριό. Νεκρός έπεσε από τίς σφαίρες ο Νεόφυτος Μελανίας καί οι σύντροφοί του με πολύ κίνδυνο κατάφεραν να πάρουν το πτώμα του, ενώ η μάχη εξακολουθούσε. Δυο ώρες ακόμα επέμεναν οι αντάρτες να χτυπούν, όταν ξαφνικά απ' το μέρος του δρόμου προς την Αμισό ακούστηκαν πυροβολισμοί και κρότοι πολυβόλων. Ηταν οι τουρκικές ενισχύσεις πού έρχονταν από τήν Αμισό καί από τά χωριά Δεύκερη και Ασάρ Αγάτς. Αμέσως δόθηκε το σύνθημα της υποχώρησης από ομάδα σε ομάδα. Η επίθεση είχε αποτύχει καί μεταξύ των νεκρών ήταν καί ο Περικλής Μαυροσκολίδης, διευθυντής της σχολής του χωριού Καράπερτζιν.

«Τον Σεπτέμβρη του 1922 συνήλθε η συνδιάσκεψη της Λωζάννης κι αποφασίστηκε ανάμεσα στ' άλλα η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Τούρκοι που βρισκόντουσαν στην Ελλάδα θάπρεπε να πάνε στην Τουρκιά κι οι Έλληνες της Τουρκιάς ν' αφήσουν την γη τους και νάρθουν για να εγκατασταθούν οριστικά στην χώρα των αρχαίων προγόνων. Ποιοι Έλληνες, όμως; Πόσοι είχαν μείνει απ' το μακελιό του προγραμματισμένου αφανισμού τους και που βρισκόντουσαν; Λίγοι περισώθηκαν στις πόλεις κι άλλοι, ανθρώπινα κουρέλια, κυλούσαν τις βασανισμένες μέρες τους στα βάθη της Ανατολής, απομεινάρια των καραβανιών που σπρώχτηκαν κατά δεκάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες προς τους ατέλειωτους δρόμους του χαμού. Ήσαν μόνο εκείνοι που είχαν την «τύχη» να γλυτώσουν απ' τη σφαγή, απ' την αρρώστεια, απ' την πείνα, απ' την φυλακή, απ' την κρεμάλα, απ' τα χίλια δυο δεινά που τους εξασφάλισε ο τούρκικος πολιτισμός με την βοήθεια της ευρωπαϊκής διπλωματίας.

Είναι το μέρος της ελληνικής τραγωδίας που λιγώτερο αναφέρεται στην σύγχρονη Ιστορία μας, συνήθως με τις φράσεις «τουρκικές ωμότητες» και «ανταλλαγή των πληθυσμών», όχι όμως το μικρότερο. Πίσω απ' αυτές τις φράσεις κρύβεται το απέραντο δράμα ενός ολόκληρου λαού ελληνικού, με ιστορία 25 αιώνων που είχε δοκιμαστή στο σίδερο και την φωτιά της τούρκικης βαρβαρότητας, άνθεξε, αγωνίστηκε, έγινε η κύρια οικονομική δύναμη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τώρα ξερριζωνόταν βίαια, οριστικά και τελεσίδικα, για πάντα.

Στην αρχή το μήνυμα φάνηκε απίστευτο. Να πάνε στην Ελλάδα; Αχνό χαμόγελο χάραξε τα ρημαγμένα πρόσωπα, γιατί η Ελλάδα φεγγοβολούσε στην ψυχή τους σαν ένας τόπος μαγικός, σαν όνειρο. Πόσο, όμως, ακριβά πληρωμένο εκείνο το άγγιγμα του ονείρου!... Έπρεπε ν' αφήσουν τα προγονικά τους χώματα, τη γη που πότισαν με δάκρυα και ιδρώτα αιώνων. Αλλά δεν είχαν το δικαίωμα της εκλογής.

Έτσι ξεσηκώθηκαν τ' απομεινάρια του πληθυσμού, από τους μακρυνούς τόπους της εξορίας, ερείπια ανθρώπων, άντρες που είχαν χάσει τις γυναίκες τους, γυναίκες που είχαν χάσει τους άντρες, παιδιά που είχαν χάσει τις μανάδες και τους πατεράδες, χιλιάδες ορφανά, πλήθος σκελετωμένο απ' τις κακουχίες και τα βάσανα, σκιές ανθρώπων τυραννισμένων, που ανασχηματιζόντουσαν ξανά σε καραβάνια εξαθλιωμένα για να πάρουν και πάλι με τα πόδια τους ατέλειωτους, πολυήμερους δρόμους του γυρισμού. Απ' την Τοκάτη, απ' το Ερζερούμ, απ' το Ερζιγκιάν, απ' το Διαρεβερκίρ απ' το Χούνους, απ' την Κασταμονή, από τα Άδανα, απ' την Σεβάστεια, απ' το Ικόνιο, απ' όλα τα μακρυνά χωριά της ενδοχώρας της Τουρκιάς, από τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, όπου επιζούσαν οι σκιές των εξορίστων, κρυμμένες και χαμένες πίσω απ' τα πανύψηλα βουνά, βλέπαν και πάλι τους τζανταρμάδες να τους ξεσηκώνουν.

Χαμένα τα σπίτια τους. Καμμένα τα χωριά τους. Κλεμμένο το βιός τους. Σπαρμένα τα κόκκαλα των αγαπημένων τους στα βουνά, στις λαγκαδιές, στις στράτες, στα ποτάμια. Έπρεπε, όμως, να ξεκινήσουν όσοι μείναν, μανάδες με τα παιδιά τους, γυναίκες με τους άντρες τους, κι άλλοι έρημοι και μόνοι. Συχνά από τους δέκα μιας οικογένειας είχε απομείνει μόνο ένας. Και όχι σπάνια, κανένας. Πολλές περιγραφές υπάρχουν για την τραγωδία της επιστροφής. Αλλά μια και παρακολουθήσαμε τους Σανταίους στους τόπους της εξορίας τους, ας δούμε την επιστροφή τους - αντιπροσωπευτική είναι η περιγραφή για ό,τι άρχισε και συνεχιζόταν εκείνη την εποχή σ' ολόκληρο τον Πόντο.

«Τον Νοέμβρη του 1922 ειδοποίησαν οι τούρκικες αρχές τους εξόριστους ότι είναι ελεύθεροι να επιστρέψουν στην Τραπεζούντα ή όπου αλλού θέλουν, αρκεί να υποβάλουν δηλώσεις για τον τόπο της προτίμησής τους. Όλοι οι Σανταίοι έκαναν δηλώσεις για την Τραπεζούντα κι έτσι η επιστροφή τους έγινε ομαδική. Τα περισσότερα γυναικόπαιδα της Σάντας βρισκόντουσαν στο Ερζιγκιάν, κι άλλα στο Χούνους. Αυτά είχαν τις περισσότερες περιπέτειες στον γυρισμό.

Την πρώτη μέρα που ξεκίνησαν πέρασαν απ' τα μνήματα των νεκρών τους. Τα περισσότερα ήσαν αδειανά γιατί οι λύκοι ξέθαψαν τα πτώματα. Η κάθε γυναίκα γονάτιζε στο μνήμα των αγαπημένων της νεκρών και άρχιζε τα μοιρολόγια... Επί τέλους η συνοδεία προχώρησε. Το κρύο φοβερό. Έπεφτε πυκνό χιόνι. Ανάμεσα στο πλήθος υπήρχαν και 8 αξιολύπητα παιδιά από το Ζουρνατσάντων, 8 - 10 χρόνων, που είχαν μείνει τελείως ορφανά. Μερικοί εξόριστοι απ' το Χούνους δήλωσαν ότι είναι πατεράδες των παιδιών αυτών και έτσι τα ορφανά βρήκαν κοντά τους προστασία κι όσες φορές δεν μπορούσαν να προχωρήσουν τα βοηθούσαν.

Το βράδυ έφτασαν σ' ένα Κιζιλμπάσικο χωριό και αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν εκεί. Εκείνη τη νύχτα έπεσε χιόνι 50 πόντους και το πρωί που ήθελαν να εξακολουθήσουν την πορεία πάλι χιόνιζε. Πήραν, παρ' όλα αυτά, τον ανήφορο όλα τα γυναικόπαιδα, βουτηγμένα ως τον λαιμό στο χιόνι και κάνοντας ολόκληρη την μέρα 15 χιλιόμετρα κατάφεραν να φτάσουν μόλις στην κορυφή του βουνού. Χρειαζόταν να πεζοπορήσουν άλλα 20 χιλιόμετρα στην αντίθετη πλευρά του βουνού για να βρουν χωριά. Όλη τη νύχτα πάλευαν με το χιόνι περπατώντας. Κατά τα μεσάνυχτα η πένθιμη συνοδεία άφησε κοντά σ' ένα γεφύρι έναν τρελλό από το Πιστοφάντων. Αυτόν τον φορτώθηκε ως εκεί η μητέρα του, αλλά παράλυσαν οι δυνάμεις της... Τέλος κατά τα ξημερώματα έφτασαν σ' ένα μικρό χωριό. Ήταν περίπου 1000 οι εξόριστοι και τους τακτοποίησαν οι χωροφύλακες στα εκατό σπίτια του χωριού...

Μισοπεθαμένο απ' το κρύο το πλήθος συνέχισε το πρωί την πορεία του κι ύστερα από δυο άλλες εξαντλητικές ημέρες έφτασε σ' ένα άλλο χωριό αντίκρυ στο Χασάν Καλέ. Την άλλη μέρα άρχισαν ν' ανεβαίνουν το βουνό με τις ατέλειωτες στροφές κι απ' την κορφή του αντίκρυσαν το Ερζερούμ σκεπασμένο με παχύ στρώμα χιονιού. Η χαρά τους ήταν μεγάλη γιατί ξέραν ότι εκεί θα έβλεπαν τους γνωστούς και συγγενείς τους. Πράγματι όταν κατέβηκαν στο Ερζερούμ μερικοί αντάμωσαν τα παιδιά τους, άλλοι τις γυναίκες τους. Τους περίμενε, όμως, ακόμα η σκληρότερη πορεία 15 - 20 ημερών για να φτάσουν μέχρι την Τραπεζούντα. Μια μέρα μείναν ελεύθεροι στο Ερζερούμ και την άλλη πάλι δρόμος, μέσα στα χιόνια και την παγωνιά.

Ύστερα από λίγες μέρες έφτασαν στην Βαϊβούρτη. Πέρα απ' την Βαϊβούρτη οι χωροφύλακες αντικαταστάθηκαν με άλλους ασυνείδητους και άσπλαχνους που ζητούσαν αφορμή να βασανίσουν τους εξόριστους στον δρόμο. Ύστερα από ταλαιπωρίες 10 ημερών έφτασαν στο Τζεβιζλήκ, όπου μέσα σε λίγες μέρες συγκεντρώθηκαν όλα τα γυναικόπαιδα της Σάντας. Στο Τζεβιζλήκ έρριξαν τους άντρες στους στρατώνες που ήσαν τελείως ακατάλληλοι για την διαμονή ανθρωπίνων υπάρξεων. Εκεί ταλαιπωρήθηκαν άλλες 5 ημέρες και τέλος κατέβηκαν στην Τραπεζούντα και σκόρπισαν στα ελληνικά σπίτια της Δαφνούντας».

Η ίδια αυτή εικόνα ολούθε - να σέρνωνται χιλιάδες άνθρωποι προς τις παραθαλάσσιες πόλεις όπου θα ερχόντουσαν τα καράβια απ' την Ελλάδα για να τους παραλάβουν. Κι αυτό κρατούσε επί μήνες- μέχρι και το 1924 ακόμα συνεχιζόταν το μαρτύριο γιατί ήταν να μεταφερθή κοντά ενάμισυ εκατομμύριο κόσμος σκορπισμένος σ' όλη τη Μικρασία. Σύγχρονα απ' την Ελλάδα φεύγαν οι Τούρκοι της ανταλλαγής με όλες τις τιμές και μ' όλα τα συμπράγκαλά τους, δίχως να πειραχτή τρίχα της κεφαλής τους. Φτάνοντας, όμως, πέφταν με μανία κι αυτοί επάνω στους Ρωμιούς και προ πάντων στις περιουσίες και τα σπίτια τους, απ' όπου τους βγάζαν μ' απειλές και με βρισιές, έτσι που ολόκληρα πλήθη βρισκόντουσαν άστεγα, στις αποβάθρες καρτερώντας.

Σ' όλα τα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας το ίδιο. Και να η εικόνα της αναχώρησης: «... Σωρηδόν ρίπτονται εις τας λέμβους, των πάντων εστερημένοι, σχεδόν γυμνοί, και εκδιώκονται του τουρκικού εδάφους, θηριώδεις χωροφύλακες και αστυνόμοι, άνευ ουδεμιάς προειδοποιήσεως, εισέρχονται βλοσυροί εις τας οικίας των Ελλήνων και δι' απειλών και ύβρεων ρίπτουν τους ενοίκους εις τους δρόμους, χωρίς να τους επιτρέπουν να παραλάβουν παρά μόνον ολίγα φορέματα. Εν περιπτώσει βραδύτητος αντηχεί ο γδούπος των υποκοπάνων των όπλων. Εις την παραλίαν φύρδην μίγδην κατηφείς γυναίκες και ρυτιδωμένα πρόσωπα γραιών και γερόντων, παιδιά και νήπια, ωχρά και περίτρομα, στέκονται συνεσταλμένα όπισθεν μερικών ευτελών αποσκευών. Τα μάτια όλων στρέφονται ανήσυχα προς την θάλασσαν περιμένοντας να ιδούν τα ατμόπλοια, που θα τους απομακρύνουν από την χώραν των καννιβάλων. Εις τας συνοικίας εξακολουθεί η διαρπαγή. Οι ταλαίπωροι φυγάδες στρέφουν δια τελευταίαν φοράν τα μάτια θολά από τα δάκρυα, δια ν' αποχαιρετίσουν τας εστίας των. Με ραγισμένη την καρδιά βλέπουν τους διώκτας των να επιπίπτουν επί των επίπλων και των υπαρχόντων τους...».

Αλλού επικρατούσε κάποια τάξη. Αλλού πέρα για πέρα ασυδοσία του τουρκικού πληθυσμού και των τζανταρμάδων. Κερασούντιος ο παραπάνω αφηγητής, μας δίνει άλλη εικόνα της πατρίδας του, που ρήμαξε ο Τοπάλ Οσμάν κι απ' όπου φεύγαν όσοι απόμειναν: «Όρθρου βαθέος επιβιβάζονται εκ του λιμένος της Κερασούντος αρκεταί οικογένειαι Ελλήνων. Τινάς εκ τούτων εξακολουθούν να βασανίζουν οι Τούρκοι, ζητούντες καθυστερουμένους φόρους και ερωτώντες που έχουν κρύψει τα πολύτιμα πράγματά των. Τινών αρπάζουν τα μικρά δέματα, που κρατούν οι δυστυχείς υπό μάλης. Αλλά προχωρούν και περισσότερον. Γνωστών οικογενειών ωραίες κόρες επιχειρούν να εμποδίσουν να αναχωρήσουν. Έξαλλοι αι μητέρες επιτίθενται κατά των σατύρων και αποσπούν τα τέκνα των εκ των βδελυρών χειρών των. Ενώπιον των αρχών, εν πλήρει ημέρα, και εις την κεντρικήν αποβάθραν του λιμένος διαδραματίζονται σκηναί, προ των οποίων θα ησχύνοντο και οι άγριοι της Πολυνησίας.

Αι λέμβοι φθάνουν προ των ατμοπλοίων. Οι λεμβούχοι οι οποίοι προηγουμένως σταματήσαντες εισέπραξαν τα βαρέα ναύλα των, ήδη έχουν νέας απαιτήσεις. Αλλά οι χριστιανοί μόνον δάκρυα έχουν πλέον. Αναβιβάζουν, λοιπόν, οι λεμβούχοι, τους πελάτας των εις τα ατμόπλοια, τας ελαχίστας όμως αποσκευάς των αρνούνται να αποδώσουν. Τας κρατούν έναντι των νέων ναύλων που απαιτούν. Δια τοιούτου αξιοδακρύτου τρόπου εκβάλλονται του πατρίου εδάφους του Πόντου, τα απομεινάρια του χθεσινού ακμαίου Ελληνισμού. ΙΙαντού η εκδίωξις έχει την αυτήν κατά το μάλλον η ήττον τραγικήν μορφήν. Αι πόλεις ερημούνται του ελληνικού πληθυσμού των, τα σχολεία και αι εκκλησίαι μένουν με ημιανοίκτους θύρας και συντετριμμένα τα παραθυρόφυλλα...».

Έφτασε ο Οκτώβρης του 1923 κι ακόμα συνεχίζεται η επιβίβαση. Από την Τραπεζούντα ξεκινά μαζί με τους Σανταίους και ο συγγραφέας της Ιστορίας της Σάντας Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, που περιγράφει: «Στο λιμάνι της Τραπεζούντας αγκυροβόλησε το ελληνικό υπερωκεάνειο «Ωκεανός», που πήρε όλο τον υπόλοιπο κόσμο της Τραπεζούντας και της Σαμψούντας. Είμαστε 7- 8 χιλιάδες πρόσφυγες, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλλες. Ο μεγάλος αυτός συνωστισμός δημιουργούσε πολλά ζητήματα. Είχαμε δυο αποχωρητήρια για τις χιλιάδες του κόσμου. Άλλο κακό η ύδρευση. Φοβερός συνωστισμός κοντά στη βρύση, επέμβαση των ναυτών, φωνές, βλαστήμιες... Τις τρεις πρώτες μέρες του ταξιδιού βλέπαμε απ' το κατάστρωμα τα παράλια της Μικρασίας που αφήναμε... Ύστερα φτάσαμε στο Βόσπορο... Το βαπόρι μπήκε στον όρμο τα Καβάκια κι ύστερα από μιας ώρας διαδρομή αντικρύσαμε την Αγία Σοφία».

Καθώς κατέβαιναν τα πλήθη των εξορίστων κι όλος ο ρημαγμένος πληθυσμός προς τα λιμάνια, οι αντάρτες μέναν τώρα μόνοι στα βουνά τους. Να παραδοθούν στις τούρκικες αρχές ούτε το βάζαν στο μυαλό τους γιατί δεν ταίριαζε στην περηφάνεια τους κι άλλωστε, ξέροντας καλά τους Τούρκους, δεν είχαν σιγουριά ότι θα σεβαστούν τους όρους της ανακωχής και αμνηστείας, που απαιτούσαν πριν απ' όλα την παράδοση των όπλων. Παρ' όλα αυτά μερικές ομάδες, έχοντας φτάσει σ' αδιέξοδο, τ' αποφάσιζαν και παράδιναν λιγοστά παλιά τους όπλα, για να δουν πώς θα τους φερθούν οι Τούρκοι, κι εκείνοι δείχναν ευχαριστημένοι κάνοντας πώς πίστευαν ότι... αφώπλισαν επί τέλους, τους σκληροτράχηλους γκιαούρηδες κι έτσι ικανοποιούσαν το φιλότιμό τους.

Οι πιο πολλοί, όμως, και προ πάντων οι φημισμένοι οπλαρχηγοί με τις ομάδες τους, δεν εννοούσαν με κανένα τρόπο ν' αποχωριστούν τον οπλισμό τους και προσπαθούσαν να ξεγλυστράνε στα κρυφά και νάρχωνται σ' επαφή με Τούρκους ναυτικούς, πληρώνοντας αδρά, για να εξασφαλίσουν βενζίνες για το φευγιό προς τη Ρωσία ή την Ρουμανία, επειδή το πέρασμα από την Πόλη για την Ελλάδα ήταν επικίνδυνο. Μήνες κρατούσε αυτή η προετοιμασία γιατί ούτε η ανεύρεση των κατάλληλων προσώπων ήταν εύκολη, ούτε η πίστη στους μεσάζοντες μεγάλη, κι έτσι με πολλές περιπέτειες άλλοι κατάφερναν να φτάνουν μέχρι την Κιλικία και φεύγαν από κει, κι άλλοι φτάναν στα παράλια του Ευξείνου Πόντου, όπου και συμφωνούσαν με τους Τούρκους για τα παραπέρα.

Με τον τρόπο αυτόν φεύγαν οι περισσότερες ανταρτικές ομάδες, ύστερα από τόσων χρόνων παραμονή τους στα βουνά. Αλλά και την τελευταία τούτην ώρα δεν λείπαν τα δραματικά απρόοπτα, γιατί αν οι στρατιωτικές αρχές κρατούσαν τα προσχήματα και δεν πείραζαν τους αντάρτες που τηρούσαν, έστω και τυπικά, τους όρους της αμνηστείας, υπήρχαν όμως, πάντα οι φανατισμένοι τσέτες, που έχοντας μίσος για τα όσα είχαν πάθει, καιροφυλακτούσαν.

Έτσι κακή τύχη περίμενε τον οπλαρχηγό Αναστάση Παπαδόπουλο - τον ξακουστό Κοτσά Αναστάς - που αψηφώντας τον κίνδυνο άφησε τ' απρόσιτα λημέρια του και κατέβηκε προς τις σφηκοφωλιές των τσετέδων. Το τραγικό περιστατικό, που μας το ιστορεί ο Παύλος Τσαουσίδης, έγινε έτσι: Τις μέρες εκείνες κυκλοφόρησε μια φήμη ότι όσοι Έλληνες θέλαν, μπορούσαν να πουλήσουν τα χωράφια τους. Ο Αναστάσης Παπαδόπουλος, ενώ σ' όλες τις άλλες περιστάσεις φάνηκε τόσο μυαλωμένος και φυλαγόταν, πίστεψε το ψέμα, και παίρνοντας μαζί του καμιά εικοσαριά παλληκάρια, κατέβηκε στο τούρκικο χωριό Ερζενί, με τον σκοπό να φροντίση για την πούληση των χωραφιών του, που βρισκόντουσαν κοντά. Στο χωριό εκείνο είχε έναν φίλο Ταούτ αγά, που τον βοήθησε πολύ όταν ήταν στο βουνό, και τώρα δέχτηκε με υποκριτικές χαρές και καλωσύνες τον οπλαρχηγό, πρόθυμος να τον φιλοξενήση στο σπιτικό του. Φιλοξενήθηκαν όλοι στου Ταούτ αγά, που όμως την δεύτερη μέρα κι όλας έφυγε, τάχα για να βρει αγοραστή των χωραφιών. Στο μεταξύ, ολούθε στα τριγύρω μαθεύτηκε ότι ο Κοτσά Αναστάς βρίσκεται στο σπίτι εκείνο, κι έγινε σωστός συναγερμός των τσετέδων, που κατάστρωσαν μυστικά το σχέδιο της εξόντωσής του. Ο οπλαρχηγός ειδοποιήθηκε για τον κίνδυνο, αλλά δεν έδωσε σημασία, μη πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι που τρέμαν στο άκουσμα του ονόματός του, θ' αποτολμούσαν τίποτα σε βάρος του. Όμως ο κίνδυνος αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερος απ' ό,τι τον φανταζόντουσαν κι εκείνοι ακόμα που είχαν την ανησυχία. Πλήθος από τσέτες πιάσαν μια νύχτα όλα τα γύρω σπίτια κι άλλοι οχυρώθηκαν έξω απ' το χωριό, γύρω γύρω, για να μην αφίσουν να περάσουν αντάρτες, που θα έτρεχαν τυχόν σε βοήθεια του αρχηγού τους.

Ήταν η πέμπτη ημέρα που πέρασε στο σπίτι του Ταούτ αγά. Χαράματα είχε ξυπνήσει ο αρχηγός και μπήκε στην μεγάλη σάλα του σπιτιού, που ήταν από τρεις πλευρές ορθάνοιχτη κι εκτεθειμένη. Καθώς αφύλαχτος και άοπλος προχωρούσε μέσα εκεί, αντήχησαν ξαφνικά απ' όλες τις μεριές οι τουφεκιές. Τινάχτηκαν τα παλληκάρια, άρπαξαν τα όπλα τους και τρέξαν, αλλά ο καπετάνιος τους κοίτονταν νεκρός, πνιγμένος στο αίμα. Αμέσως ταμπουρώθηκαν εκείνοι για να φυλαχτούν απ' τα πυρά κι άρχισαν ν' αμύνονται όπως μπορούσαν.

Το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας του οπλαρχηγού βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας, κι από κει, ακούοντας τις τουφεκιές οι άλλοι άντρες, κατάλαβαν ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει κι έτρεξαν αμέσως για ενίσχυση. Ανάμεσά τους ήταν κι ο μικρότερος αδελφός του αρχηγού Γιώργος Παπαδόπουλος κι όταν ζύγωσαν όλοι μαζί στο σπίτι, πήραν αμέσως θέσεις και δυνάμωσε η μάχη. Αλλά ο αδελφός του αρχηγού ήταν ανάστατος και μη ακούοντας τη φωνή του Αναστάση, ούρλιαξε:

- "Αδέλφια, αν ζούσε ο αδελφός μου θα χαλούσε τον κόσμο τώρα, με τη βροντερή φωνή του. Σίγουρα μας τον φάγαν τα σκυλιά! Απάνω τους για να εκδικηθούμε τους άτιμους τους δολοφόνους!"

Κι ώρμησε με μερικούς άλλους προς το σπίτι, αλλά σε λίγο έπεσε νεκρός. Σκύλιασαν οι αντάρτες, αλλά οι τσέτες ήσαν τόσοι πολλοί ώστε κάθε ελπίδα να τους διώξουν στάθηκε μάταιη. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατάφεραν οι αμυνόμενοι μέσα στο σπίτι να σπάσουν τον κλοιό και να βγουν, αφήνοντας όμως εκτός από τον καπετάνιο κι άλους τρεις νεκρούς, κι έχοντας μαζί τους τρεις λαβωμένους. Έτσι γλύτωσαν οι ρέστοι, αλλά ο άδικος χαμός του αρχηγού και του αδελφού του σε μια και μόνη μέρα - εκτός απ' τον σκοτωμό των τριών - ορφάνεψε την οικογένειά του και γέμισε με βαρύ πένθος όλους τους αντάρτες.

Έγινε σκέψη για άμεσα αντίποινα, αλλά εγκαταλείφθηκε, γιατί όλος ο ελληνικός πληθυσμός βρισκότανε στους δρόμους για τα λιμάνια, και φυσικά θα ξαναπλήρωνε για μια ακόμα φορά την μανία των τσετέδων. Όπως μαθεύτηκε αργότερα, οι Τούρκοι πήραν θριαμβευτικά το πτώμα του μισητού Κοτσά Αναστάς, το μετάφεραν στην Τοκάτη και το κρέμασαν σ' ένα τηλεγραφόξυλο για να το βλέπουν οι ομόφυλοί τους και να χαίρωνται. Ύστερα απ' αυτό το θλιβερό τέλος του παλληκαριού, που επί τόσα χρόνια τρομοκρατούσε τους Τούρκους και αντιστάθηκε γενναία στις πιο μεγάλες επιθέσεις του στρατού, ο Παύλος Τσαουσίδης με τ' άλλα παλληκάρια και τους καπεταναίους, δεν είχαν να κάνουν τίποτ' άλλο παρά να εξασφαλίσουν, όπως κι όλοι οι άλλοι, την φυγή τους. Μετά πολυήμερες περιπέτειες και πορείες ανάμεσα στ' άγρια βουνά κατάφεραν να φτάσουν στα παράλια, κι έχοντες έλθει σε συνεννόηση με Αρμένηδες κι Έλληνες αντάρτες της Ούνγιας, επιβιβάστηκαν νύχτα, κρυφά σε 5 βενζίνες - διακόσιοι άνδρες με όλο τον οπλισμό τους - κατά τα τέλη του Νοέμβρη του 1923.

Οι καλοπληρωμένοι Τούρκοι καπετανέοι τους οδήγησαν στα παράλια της Ρωσίας, όπου κι αποβιβάσθηκαν, αφήνοντας μερικά απ' τα όπλα τους χάρισμα στον Τούρκο ρεΐζη. Όσα κράτησαν τα παράχωσαν κι αυτά μέσα στα χωράφια και σε θάμνους κι ύστερα παρουσιάσθηκαν στις ρούσικες Αρχές. Το ίδιο περιπετειώδης στάθηκε και η προσπάθεια διαφυγής των ανταρτών της Σάντας. Εκεί, βέβαια, τα ρούσικα σύνορα ήσαν κοντά αλλά οι κίνδυνοι επίσης μεγάλοι και δυο - τρεις απόπειρες που έγιναν κατά καιρούς, από μικρές ομάδες ανταρτών, απέτυχαν, κάθε φορά με θύματα. Τις ίδιες μέρες που φεύγαν οι αντάρτες του δυτικού Πόντου, οι Σανταίοι εξακολουθούσαν τις μάχες, μπαρκάρισε όλος ο πληθυσμός της Τραπεζούντας και των χωριών, κι ακόμα οι οπλαρχηγοί της Σάντας μέναν στα βουνά τους. Μπήκε ο Φλεβάρης του 1924 και τότε μόνο βρίσκομε τον καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη και τους άλλους 7 οπλαρχηγούς της Σάντας, κρυμμένους σ' ένα σπίτι της Τραπεζούντας, όπου κατάφεραν να ξεγλυστρήσουν και να κρυφτούν. Προδόθηκαν όμως, πιάσθηκαν απ' την Αστυνομία και μετά πολλά τους άφησαν να φύγουν.

Μ' αυτόν τον τρόπο πήρε τέλος το έπος της ένοπλης αντίστασης των Ποντίων. Ακολούθησαν πολλές περιπέτειες ακόμα εκείνων που κατάφυγαν στην Ρωσία για να φτάσουν στην Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκαν στα σύνορα — παντοτεινοί Ακρίτες του Ελληνισμού. Ο Ευκλείδης Κουρτίδης, πέθανε στα 1937, πέφτοντας μια νύχτα μεθυσμένος από ένα κάρρο και τον τραγούδησε η Ποντιακή Μούσα:

Και - τι τραγική ειρωνία της Μοίρας των Ελλήνων - ο αδελφός του, οπλαρχηγός επίσης, Κώστας Κουρτίδης και ο γυιος του Ευκλείδη, Στάθης, βρήκαν το θάνατο από Έλληνες, πολεμώντας κατά των «Ελασιτών» στα 1948. Άλλοι σκοτώθηκαν, πολεμώντας τους Βουλγάρους. Λιγοστοί απ' τους παλιούς πολεμιστές του Πόντου ζουν ακόμα στα παραμεθόρια χωριά μας της Μακεδονίας και της Θράκης, δουλεύοντας την γη που στάθηκε όνειρο και καημός για τόσες γενιές προγόνων. Κι ανιστορούν σαν παραμύθι το μαρτύριο και την δόξα εκείνων των καιρών...»


Γη του Πόντου - Δημήτρης Ψαθάς

Τό Ταζλού είναι ένα δυσπρόσιτο βουνό, όπου γιά νά τό προσεγγίσεις πρέπει νά περάσεις μέσα από φαράγγια καί από απότομα μονοπάτια. Εκεί γράφτηκαν ηρωϊκές σελίδες του ποντιακού αντάρτικου μέ οπλαρχηγούς τούς Καράφιλο, Μιχαήλ Αγά καί Παύλο Τσαουσίδη. Οι τουρκικές δυνάμεις αποδεκατίστηκαν ενώ ο Καράφιλος σκότωσε Πόντιοι αντάρτες τόν διοικητή τους Τζεμάλ Τζεβήτ έξω από τή σκηνή του. Ο καπετάνιος Κοτσαγκιόζ, ντύθηκε μέ τή στολή του στρατηγού καί παραπλανώντας τούς Τούρκους στρατιώτες τούς οδήγησε σέ λανθασμένες κινήσεις μέ αποτέλεσμα νά υποστούν νέα πανωλεθρία καί νά αρχίσουν νά παραδίδονται κλαίγοντας ότι δέν είναι Τούρκοι, αλλά Κούρδοι ή Αλεβήτες τούς οποίους είχαν φέρει μέ τό ζόρι νά πολεμήσουν. Τούς περισσότερους αιχμαλώτους τούς εκτέλεσαν μέ μαχαίρια, ενώ ελάχιστους τούς άφησαν ελεύθερους. Τή νίκη τήν γιόρτασαν οι αντάρτες στήν καλύβα του αρχηγού τους Κοτζαναστάς, σφάζοντας αγελάδες, ενώ οι Τούρκοι δέν ξαναπάτησαν στήν κορυφή του Ταζλού.

Ο οπλαρχηγός Σάββας Ασλανίδης από το χωριό Κηζολτηρέν της περιφέρειας Έρπαγας στο τέλος της αφήγησης του για τον αντάρτικο αγώνα, λέγει τα παρακάτω: «Μένουν εισέτι εκεί άταφα τα σώματα των φιλτάτων μας. Κράζουν ακόμη προς τους τραγικούς πατέρας, αδελφούς και συζύγους ζητούντα εκδίκησιν. Ναι, εκδίκησιν και εκδίκησιν αιωνίαν. Έχουμεν δώσει τον λόγον μας, ωρκίσθημεν τον φρικτότερον των όρκων να μη δεχθώμεν ποτέ συμφωνίας και σπονδάς μετά των Τούρκων. Και η ημέρα της ανταποδόσεως δεν θα βραδύνη».


Τοπάλ Οσμάν

Ο Τοπάλ (κουτσός) Οσμάν υπήρξε τό δεξί χέρι του Κεμάλ στήν επιχείρηση γενοκτονίας των Ρωμιών. Ηταν η πλέον τερατώδης μορφή του αίματος καί του ειδεχθούς εγκλήματος πού κυριάρχησε στήν περιοχή του Πόντου. Εκατοντάδες ήταν τά θύματα πού σκότωσε μέ τά ίδια του τά χέρια. Σύμφωνα μέ τόν Γεώργιο Βαλαβάνη, στά 500 χρόνια δουλείας του Εθνους μας από τόν Τούρκο κατακτητή, ουδείς δέν παρουσίασε τέτοια αγριότητα καί κτηνωδία, όση παρουσίασε ο Τοπάλ Οσμάν.

Topal Osman Τοπάλ Οσμάν

Ασφαλώς ο Μπουτάρης καί οι δημοκράτες πού τόν ψήφισαν θά θελήσουν νά αναγείρουν μνημείο του στή Θεσσαλονίκη, γιά νά μας θυμίζει τήν πολυπολιτισμικότητα καί τήν ανεκτικότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καί νά τό επισκέπτονται Τούρκοι τουρίστες καί νά αφήνουν τά λεφτά τους στή Θεσσαλονίκη. Ισως ο τουρκολάγνος δήμαρχος νά φτιάξει δίπλα στό μνημείο καί ένα τζαμί να μας θυμίζει τήν συμβίωση πού βιώσαμε μέ τούς μουσουλμάνους σέ αυτά τά 500 χρόνια.

Ο Οσμάν Φερεντίν ήταν βαρκάρης στό επάγγελμα από τήν Κερασούντα. Ανθρωπος του σχοινιού καί του παλουκιού, μέ ένα μαχαίρι πάντα στό ζωνάρι του. Τήν σταδιοδρομία του τήν άρχισε προσπαθώντας νά βιάσει μία Ελληνίδα κοπέλλα μπροστά στή μάνα της. Η μάνα όμως τού επιτέθηκε μέ μαχαίρι καί τόν τραυμάτισε στό πόδι. Από τότε παρέμεινε κουτσός καί έτσι τόν ονόμασαν Τοπάλ Οσμάν. Τό 1915, ο Τοπάλ Οσμάν, συγκρότησε παραστρατιωτική ομάδα (τσέτες), καί ακολούθησε πιστά τό πρόγραμμα των νεότουρκων καί των Γερμανών συμμάχων τους. Καί τό πρόγραμμα προέβλεπε τόν πλήρη αφανισμό όλων των μή μουσουλμάνων. Οι Ρωμιοί, προκειμένου νά γλυτώσουν τήν εξόντωση από τά Αμελέ Ταμπουρού (τάγματα εργασίας), λιποτακτούσαν ομαδικώς καί δραπέτευαν πρός τήν ασφάλεια των βουνών του Πόντου.

Αμελέ Ταμπουρού Τάγματα Εργασίας Λαμψίδης Γεώργιος

Ο Τοπάλ Οσμάν μέ τούς τσετέδες του είχε σάν αποστολή νά συλλαμβάνει τούς φυγόστρατους καί όσους δέν δολοφονούσε τούς παρέδιδε στα τουρκικά στρατοδικεία, όπου αυτά απλώς επικύρωναν τήν θανατική καταδίκη. Κάθε πρωΐ, στίς πόλεις του Πόντου, οι πολίτες αντίκρυζαν τά ικριώματα όπου βρίσκονταν κρεμασμένα αμούστακα παιδιά αλλά καί ώριμοι οικογενειάρχες. Βεβαίως οι Τούρκοι λιποτάκτες δέν πήγαιναν στήν αγχόνη αλλά καταδικάζονταν απλά σέ φυλάκιση λίγων μηνών. Ο εισαγγελέας Κερασούντος Σαμπρή Βέης, παρευρίσκονταν κάθε πρωΐ στήν ηδονική γι'αυτόν τελετουργία του απαγχονισμού των Ρωμιών του Πόντου. Οι σχέσεις των δύο μουσουλμάνων ήταν πολύ στενές. Ο ένας καταδιώκε τούς Ρωμιούς, ο άλλος τούς εκτελούσε καί μαζί μοιράζονταν τίς περιουσίες τους.

Ο Λαμψίδης πού έχει ασχοληθεί μέ τό τέρας μέ ανθρώπινη μορφή, περιγράφει τή δολοφονία από τόν Οσμάν, της Στάλης Δημητριάδη, της οποίας τό έγκλημα ήταν ότι είχε παντρευτεί τόν Ραούπ βέη καί είχε παραμείνει χριστιανή. Ο Ραούπ βέης, ο οποίος ήταν ισχυρός άντρας της Κερασούντας κατήγγειλε τή δολοφονία στίς αρχές της Κωνσταντινούπολης, αλλά τελικώς δέν έγινε τίποτα. Ο Τοπάλ Οσμάν είχε τήν πλήρη υποστήριξη του Κεμάλ Ατατούρκ καί παρέμενε ο κυρίαρχος των παραλίων του Πόντου.

Οταν ο τσαρικός στρατός ελευθέρωσε τήν Τραπεζούντα καί τίς γύρω περιοχές, πολλές ελληνικές πολιτείες παρέμειναν στή σκλαβιά. Ανάμεσά τους ήταν η Τρίπολη, η Κερασούντα, η Ορδού (Κοτύωρα), η Φάτσα, η Οινόη, η Αμισός (Σαμψούντα), τό Αλάτσαμ, η Σινώπη. Εκεί συνέχισε τήν δράση του ο Τοπάλ Οσμάν, αφού δέν τόλμησε μέ τό ένοπλο απόσπασμα πού διέθετε, νά αντιμετωπίσει τόν ρωσικό στρατό. Συνεργάτης του τώρα στό σατανικό του σχέδιο ήταν ο στρατηγός της 37ης μεραρχίας Χατζή Χαμδή βέης. Τά θύματα ήταν πλούσιοι προύχοντες της Κερασούντας, όπως γιά παράδειγμα ο εμποροτραπεζίτης Ιορδάνης Ι. Σουρμέλής, ο Ι. Δεληγιώργης, ο Παντελής Ερμείδης καί στόχος οι περιουσίες τους.

Τοπάλ Οσμάν Λαμψίδης Γεώργιος



Ελληνοτουρκική φιλία Λαμψίδης Γεώργιος



Πολυπολιτισμός οθωμανική ανεκτικότητα Λαμψίδης Γεώργιος

«Τά στίφη του Τοπάλ Οσμάν μαζί μέ χωροφύλακες καί στρατιωτικές δυνάμεις στίς αρχές Νοεμβρίου 1916, ώρμησαν ξαφνικά εναντίον των ελληνικών χωριών της Τριπόλεως καί της Κερασούντος καί τά πολιόρκησαν στενώτατα γιά νά μη φυγαδευθούν τά υπάρχοντά τους. Στήν ίδια κατάσταση πολιορκίας μπήκαν καί όλα τά ελληνικά χωριά πού βρίσκονταν ανάμεσα στούς ποταμούς Ακ-σού καί Μελέτ-σού (Μελάνθιο). Καί σχεδόν ταυτόχρονα επολιορκούντο όλα τά πέραν του Μελανθίου ποταμού κείμενα ελληνικά χωριά (περιοχή Ορδού μέ 36 χωριά, περιοχή Φάτσας μέ 9 χωριά, Οινόης μέ 8 χωριά καί Τσαρσαμπά ή Θεμίσκυρας μέ 10 χωριά).

Υστερα από τήν πολιορκία καθενός χωριού πού κρατούσε πολύ αυστηρά καί τή νύχτα, έμπαινε μέσα στό χωριό ανάλογη ισχυρή δύναμη καί γινόταν συνάθροιση πρώτα όλων των ζώων πού βρίσκονταν στό χωριό. Βουβάλια, βώδια, αγελάδες, πρόβατα, γίδια καί άλογα παραδίδονταν στά χέρια των τσετέδων του Τοπάλ Οσμάν καί των τζανταρμάδων.

- Τί στέκεσθε γκιαούρηδες, φέρτε τά όπλα σας...

Καί άρχιζε ένα μαρτύριο οπλοέρευνας μέ βασανιστήρια. Ανηλεείς καί συνεχείς ραβδισμοί πάνω στά γυμνά κορμιά των αθώων υπάρξεων γιά παράδοση όπλων πού δέν είχαν. Τουφέκιζαν άνδρες, βασάνιζαν δημογέροντες, ξερίζωναν τά γένια των ιερέων. Μικτές ομάδες από τσέτες του Τοπάλ Οσμάν καί χωροφύλακες άρχιζαν τό έργο της αρπαγής καί της λεηλασίας μέ τό πρόσχημα των επιτάξεων των ζώων καί των τροφίμων. Κατέγραφαν καί σφράγιζαν τίς αποθήκες σιτηρών, οσπρίων, φουντουκιών καί λοιπών γεωργικών καί κτηνοτροφικών προϊόντων.

Επειδή δέν υπήρχαν πλέον φορτηγά ζώα, οι Ελληνες μετέφεραν τόν ιδρώτα τους μέ τίς ράχες τους κάτω από τήν απειλή των τυράννων τους. Εμπαιναν στίς εκκλησίες καί αποθήκευαν τίς ελληνικές περιουσίες. Τή νύχτα μέ τό κρύο έκαιγαν τίς εικόνες καί τά τέμπλα γιά νά ζεσταθούν....»


Θεόδωρος Παπαθεοδωρίδης - Αξέχαστα από τον Πόντο, Αθήναι 1953

Οταν άρχισαν, στό τέλος του 1916, μέσα στή βαρυχειμωνιά, εκτοπίσεις πληθυσμών, πολλοί Πόντιοι έτρεξαν νά βρούν καταφύγιο στήν Κερασούντα, στή φωλιά του λύκου. Ο Τοπάλ Οσμάν μέ τούς τσέτες του, εκτελούσε επί τόπου όσους δραπέτες συνελάμβανε, ενώ τά ορφανά παιδιά πού περιέτρεχαν τήν πόλη ζητιανεύοντας, τά μάζευε, τά φόρτωνε σέ μαούνες καί τά έπνιγε στά παγωμένα νερά της Μαύρης Θάλασσας. Αυτή ήταν η περίοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πού βιώσαμε καί αυτή τήν περίoδο αγωνίζονται νά επαναφέρουν οι πράκτορες του Σόρος. Γι' αυτό μάς φορτώνουν μέ εκατομμύρια μουσουλμάνους καί σήμερα εν έτει 2010, oι αριστεροί "δημοκράτες" νοσταλγούν τήν Θεσσαλονίκη του 1910, όπου επικρατούσε πολυπολιτισμός, συνυπήρχαν τζαμιά καί συναγωγές καί ακούγονταν πολλές γλώσσες όπως η τουρκική, η εβραϊκή, η βουλγαρική καί άλλες. Σίγουρα οι πράκτορες πού ενεργούν στήν ελληνική επικράτεια, μέ τίς ευλογίες του Γιωργάκη Παπανδρέου, νοσταλγούν τήν εποχή της ανεκτικής Οθωμανοκρατίας στήν Κερασούντα, όπου πνίγονταν όσα παιδιά δέν ήταν μουσουλμανάκια στή θάλασσα.

«16 Νοεμβρίου 1916. Υπάρχει τάχα Τριπολίτης πού νά μή θυμάται αυτή τήν ημερομηνία; Ξημέρωσε Κυριάκη. Από πολύ πρωΐ είμεθα όλοι στό πόδι, γεμάτοι ζοφερά καί αγωνιώδη συναισθήματα. Η ψιλή βροχούλα πού έπεφτε καί ο μαύρος ουρανός προμήνυαν μεγάλη καταιγίδα. Οσο η ημέρα προχωρούσε τόσο η αγωνία μας μεγάλωνε. Δραματικές ώρες.

Κατά τίς 12 τό μεσημέρι, εμφανίζονται στρατιωτικά αποσπάσματα στήν πόλη καί διασπείρονται αμέσως σέ όλα τά σημεία της, επιφορτισμένα μέ τήν άμεση εφαρμογή των μέτρων εκτοπίσεως. Σέ διάστημα δύο περίπου ωρών οι περισσότεροι συγκεντρώθηκαν στό προσδιωρισμένο έξω από τό διοικητήριο χώρο. Κατά τίς 2 μετά τό μεσημέρι κατέφθασε έφιππος ο Καϊμακάμης. Ευθύς αμέσως δόθηκε η διαταγή της εκκινήσεως. Σέ λίγο η γενέτειρα θά ήτανε γιά όλους μας ένα όραμα μέσα στήν ομίχλη του χρόνου.

25 Νοεμβρίου 1916. Προχωρούμε εξαντλημένοι, εξουθενωμένοι. Χιονόνερο. Τίς πρώτες απογευματινές ώρες ξέσπασε καταιγίδα. Καταλασπωμένοι καί βρεγμένοι ως τό κόκκαλο, μέ εξαιρετική δυσκολία προχωρούσαμε, ενώ ο σφοδρός αντίθετος άνεμος μας έριχνε στό πρόσωπο τίς καταιγιστικές στάλες της μισοπαγωμένης βροχής.

26 Νοεμβρίου 1916. Η βροχή καί η κακοκαιρία εξακολουθούσαν χωρίς διακοπή. Μέ τρόμο καί απελπισία είδαμε όλα τά γύρω σκεπασμένα μέ παχύ στρώμα χιόνι... Δέν αντέχομε πιά. Συνεχώς αφήνομε νεκρούς στό διάβα μας. Κατά τό μεσημέρι φθάνομε στή Νικόπολι (Γαράσαρη). Ενα μεγάλο μέρος της πόλεως είναι ερειπωμένο. Μάς λένε ότι οι καταστροφές αυτές προήλθαν από τούς εμπρησμούς πού έγιναν κατά τήν σφαγή των Αρμενίων...

9 Δεκεμβρίου 1916. Τήν 10η πρωϊνή μας ανεκοινώθη ότι τόπος προορισμού μας ορίστηκε τό αρμενικό χωριό Μπίρκ σέ τρίωρη απόσταση από τήν πόλη Σού Σεχίρ, ένα έρημο χωριό, αφού είχαν σφάξει καί τίς 500 αρμενικές οικογένειες...

Η μοίρα ήθελε νά μας πλήξη μ' ένα άλλο τρομερό κακό: τόν τύφο. Τά πρώτα συμπτώματα των κρουσμάτων είχαν παρουσιασθή μέ έντονη κακοδιαθεσία, αποχαύνωση καί μεγάλη αδυναμία. Αμέσως μετά ο άρρωστος έπεφτε στήν κρίσιμη φάση: εφιαλτικός ύπνος, παραμιλητά ευκοιλιότης. Στήν αρχή τά θύματα δέν ξεπερνούσαν τούς 5 έως 10 νεκρούς τήν ημέρα. Μά ύστερα από είκοσι ημέρες έφθασαν τούς 60 έως 70. Ο Χάρος θέριζε αλύπητα... Αργότερα ακολούθησαν τά πρώτα κρούσματα θανάτων από πείνα, η οποία συμπλήρωσε τό έργο της ολοκληρωτικής καταστροφής καί αποδεκατισμού...

Μέχρι τόν Μάρτιο του 1917 από τούς 13.000 κατοίκους της περιφέρειας Τριπόλεως απέμειναν περίπου 700 άνθρωποι!»


Γεώργιος Σακκάς - Η ιστορία των Ελλήνων της Τριπόλεως του Πόντου

Τό πρωτοπαλλήκαρο του Κεμάλ, μετά από τήν Κερασούντα, άπλωσε τά μαύρα φτερά του πρός τά Κοτύωρα (Ορντού), τή Φάτσα, τήν Οινόη, τήν Αμισό, τό Αλατσάμ, τή Μερζεφούντα. Στήν Ορτού, ήταν ο σφαγέας Κούρδος Τζεμάλ Αζμή, πού ανέλαβε τή διοίκηση της περιοχής. Ολοι οι Ρούμ από ηλικία 17 έως 60 ετών στρατολογήθηκαν γιά τά Τάγματα Εργασίας. Θά ακολουθούσαν σύντομα καί τά γυναικόπαιδα. Τά χωριά πού ερήμωσαν ήταν: Τεπέκιοϊ, Καγιάμπαση, Τελήκαγια, Αρπάκιοϊ, Τουρνάουγη, Ολουκλού, Χαϊτάρ, Αλαντζίκ, Καρατάς, Σινανλή, Αρμουτελή, Σεμέν, Γιούναλαν, Κούσοβα, Αρτούχ, κ.ά.

Στίς 11 Αυγούστου 1917, ο τσαρικός στόλος παρέλαβε 3.500 Ελληνες της Ορδού, οι οποίοι εκλιπαρούσαν νά ανέβουν στά πλοία γιά νά σωθούν από τά τουρκικά θηρία. Οι υπόλοιποι θά έβρισκαν τόν λευκό θάνατο στίς πορείες του μαρτυρίου. Τήν πόλη Θέρμη (Τέρμια) μέ 5.000 κατοίκους τήν εξόντωσε πλήρως ο Τοπάλ μέ 500 τσέτες. Στά καΐκια πού τόν περίμεναν επιβιβάστηκε φορτωμένος μέ κλοπιμαία καί λίρες τά οποία τά μετέφερε στήν Κερασούντα.

«Τό Πάτλαμα είναι μία πολίχνη πού απέχει ένα τέταρτο της ώρας από τήν Κερασούντα. Δέν θά είχε καμμία αξία γιά τήν ιστορία μας άν εκεί δέν υπήρχε μία εκκλησιά: ο Αγιος Γεώργιος του Πάτλαμα. Οι ιστορικοί του Πόντου θά επανέρχονται συνεχώς στόν Αγιο Γεώργιο του Πάτλαμα γιά νά δείξουν τήν φρίκη, τήν κατάντια καί τόν εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας...»

Αγιος Γεώργιος του Πάτλαμα Γενοκτονία Πόντος



Αγιος Γεώργιος του Πάτλαμα Γενοκτονία Πόντος



Αγιος Γεώργιος του Πάτλαμα Γενοκτονία Πόντος



Αγιος Γεώργιος του Πάτλαμα Γενοκτονία Πόντος



Αγιος Γεώργιος του Πάτλαμα Γενοκτονία Πόντος



Αγιος Γεώργιος του Πάτλαμα Γενοκτονία Πόντος



Αγιος Γεώργιος του Πάτλαμα Γενοκτονία Πόντος



Γεώργιος Λαμψίδης - Τοπάλ Οσμάν, Αθηναι 1969

Η Κερασούντα, σύμφωνα μέ τόν μητροπολίτη της Λαυρέντιο είχε γίνει μία νεκρή πόλη. Οι 35.000 κάτοικοί της είχαν εξορισθεί μέχρι τίς αρχές του 1917, ενώ όσοι απέμειναν θανατώνονταν από τούς ατάκτους του Τοπάλ Οσμάν καί τούς τζανταρμάδες του διοικητή Κερασούντος καί τέως νομάρχη Τραπεζούντος Τζεμάλ Ασμή. Η πείνα θέριζε τά γυναικόπαιδα, καί ο ιστορικός Βαλαβάνης διηγείται πώς έβλεπε γυναίκες νά πέφτουν μέ βουλιμία πάνω σέ ένα πτώμα ψόφιου γαϊδάρου καί νά αρπάζουν κομμάτια του γιά νά τά φάνε, ενώ οι μουσουλμάνοι κάγχαζαν γιά τήν κατάντια των χριστιανών.

Τό τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έφερε κάποιες αχτίδες ελπίδας στούς Πόντιους, πού έβλεπαν τήν Οθωμανική Αυτοκρατορία νά καταρρέει καί τούς Συμμάχους νά επιβάλλουν τούς όρους της Ανακωχής. Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός έφθασε στήν Κερασούντα όπου οι Ελληνες πού είχαν διασωθεί από τά μαρτύρια υποδέχθηκαν σάν σωτήρες τόν Μητροπολίτη Αμισού Γερμανό Καραβαγγέλη καί τόν Λαυρέντιο Χαλδίας καί Κερασούντος. Εκλαιγαν οι Κερασούντιοι πού είχαν επιστρέψει από τήν Κόλαση καί πίστευαν ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις καί η Ελλάδα του Βενιζέλου θά τούς έφερνε τήν οριστική λύτρωση. Ο Παναγιώτης Ερμείδης υποδέχθηκε τήν ελληνική αποστολή μέ έναν πατριωτικό λόγο πού προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στά πλήθη. Ο Τοπάλ Οσμάν, πού είχε στό μεταξύ εξαφανισθεί θά του έκοβε αργότερα τήν γλώσσα γι'αυτόν τόν λόγο.

Δυστυχώς οι Σύμμαχοι θά ενδυνάμωναν τόν προηγούμενο εχθρό τους καί θά εφοδίαζαν μέ όπλα τόν ανερχόμενο Κεμάλ Ατατούρκ γιά νά ολοκληρώσει τό έργο πού είχαν αρχίσει οι Νεότουρκοι τό 1914. Ο Τοπάλ Οσμάν εφορμούσε εκ νέου γιά νά συντρίψει τά υπολείμματα του ποντιακού ελληνισμού καί οι Ευρωπαίοι Αρμοστές απλώς θά παρακολουθούσαν τίς εξελίξεις. Ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού "Βέλος" Διομήδης Πανάς περιέτρεχε τά παράλια του Πόντου γιά νά προστατέψει τούς πληθυσμούς, αλλά παραδεχόταν σέ έκθεσή του πρός τόν Ελληνα ναύαρχο ότι στό εσωτερικό της χώρας δρούσαν ανενόχλητες τουρκικές συμμορίες οι οποίες λεηλατούσαν τά ελληνικά χωριά.

Ματαίως οι Πόντιοι θά ζητούσαν από τίς κυβερνήσεις Βενιζέλου καί αργότερα Γούναρη τήν αποστολή στρατιωτικών αποσπασμάτων τά οποία θά πλευροκοπούσαν τόν τουρκικό στρατό καί θά προστάτευαν τούς πληθυσμούς από τίς νέες σφαγές. Μόνος του ένας Ελληνας αξιωματικός ο Χρυσόστομος Καραΐσκος, προσπάθησε νά οργανώσει τίς αντάρτικες ομάδες μαζί μέ τόν Ιστίλ Αγά. Σέ επιστολές του, ζητούσε διαρκώς από τήν ελληνική κυβέρνηση όπλα καί πολεμοφόδια, αλλά απόκριση δέν λάμβανε. Ο Τοπάλ Οσμάν παρέμενε ανενόχλητος από τίς ξένες αρμοστείες καί από τήν ελληνική κυβέρνηση γιά νά συνεχίσει τή δράση του.

Παρά τήν παρουσία της Βρετανικής Αρμοστείας, ο Τοπάλ Οσμάν συνέλαβε τόν Χάτσικα μέ έντεκα συγγενείς του, πού γύριζαν από τό Σοχούμ στήν πατρίδα τους καί μετά από φρικτά βασανιστήρια τούς θανάτωσε. Ακολούθησε ο Χαράλαμπος Σεϊτανίδης καί ο Παναγιώτης Ερμείδης, τόν οποίο πρίν αποτελειώσουν μέ μαχαιριές του έκοψαν τή γλώσσα. Ανενόχλητος ο Οσμάν Αγάς καί υπό τά όμματα των Αμερικανών Συμμάχων δολοφόνησε τόν δικηγόρο Γρηγόριο Μουμτσίδη, τόν Χαράλαμπο Ελευθεριάδη, τόν Γεώργιο Καλογερόπουλο, τόν έμπορο Γιάγκο Σεϊτανίδη, τόν Μιχάλη Μαυρίδη, τόν Ιωάννη Νασούφη, τόν Γεώργιο Κωνσταντινίδη. Η αγαπημένη μέθοδος θανατώσεως ήταν ο στραγγαλισμός.

Γιά τό νεαρό Γεώργιο Ιωάννου Βαλαβάνη (όχι τόν ιστορικό), πού είχε υψώσει τήν ελληνική σημαία μόλις έφασε ο Ερυθρός Σταυρός στήν Κερασούντα, ο Οσμάν είχε σκεφθεί άλλη μεταχείριση. Τού έκοψε τά χέρια καί μετά τόν παρέδωσε στόν τουρκικό όχλο γιά λυντσάρισμα. Βασάνισε μέχρι θανάτου τήν Αρετή Δεληκάρη γιά νά μαρτυρήσει τό κρυσφήγετο του άντρα της. Η δυστυχισμένη γυναίκα, μέ χαραγμένα τά στήθη καί τήν πλάτη, λουσμένη στά αίματα, τελικά ομολόγησε καί οι δήμιοι συνέλαβαν τόν Αριστείδη Δεληκάρη τόν οποίο βασάνισαν μέχρι θανάτου σέ μία αρμενική εκκλησία, πού είχαν μετατρέψει σέ κολαστήριο. Τό πτώμα του τό έριξαν στή θάλασσα, η οποία τό ξέβρασε καί ο άτυχος Ρωμιός αναγνωρίστηκε από τά χρυσά του δόντια.

Ο Τοπάλ Οσμάν αναγνωρίσθηκε γιά τό "έργο" του από τήν τουρκική κυβέρνηση καί έγινε Δήμαρχος Κερασούντος. Συνέχισε νά δολοφονεί έχοντας δεξί του χέρι τόν δήμιο Πίτς Χουσεΐν, ο οποίος σκότωσε τό νεαρό έμπορο Σάββα Κ. Ατματζίδη. Η δουλικότητα των γηραιότερων προκρίτων απέτρεψε σχέδιο δολοφονίας των νέων Ποντίων κατά του Τοπάλ Οσμάν, γιά τόν ...φόβο αντιποίνων. Ο δήμαρχος Κερασούντος δέν δίσταστε τό καλοκαίρι του 1920 νά συλλάβει τό πλήρωμα ενός ελληνικού πλοιαρίου, πού είχε καταπλεύσει στό λιμάνι της πόλης καί νά δολοφονήσει καί τούς επτά Ελληνες ναυτικούς. Τή γυναίκα μόνο του πλοίαρχου τήν κράτησε ζωντανή γιά νά τήν γλεντήσει αυτός καί οι τσέτες του. Τελικά, σύμφωνα μέ τόν ιστορικό Βαλαβάνη, η Ελληνίδα, έπειτα από ενέργειες των Συμμάχων επέστρεψε στήν Αθήνα.

Η δράση του βαρκάρη συνεχίστηκε μέχρι τό 1923, οπότε ο Κεμάλ τόν θεώρησε εμπόδιο στήν εξουσία του καί ανέλαβε νά τόν εξοντώσει. Τό τέλος του κτήνους τό περιγράφει ο συγγραφέας Γεώργιος Κανδηλάπτης από τήν Αργυρούπολη του Πόντου:

«Εις την άκραν ενός αποκέντρου κήπου της Αγκύρας περί τα μέσα της νυκτός του Μαϊου εκάθητο πάνοπλος ο Τοπάλ-Οσμάν, αμπαραστατούμενος υπό 10 εμπίστων και θαρραλέων οπαδών αυτού. Εταλάνισεν αυτός εαυτόν και είδεν ότι υπήρξε μηδέν. Ως εν καλειδοσκοπίω προήλασαν προ αυτού όλα τα τερατουργήματά του, αι αραί και οιμωγαί των αποθνησκόντων, τα αθώα, άπερ έχυσεν αίματα, τα δάκρυα. τα θαλερά των γονέων και συζύγων, των παίδων και αδελφών και εγνώρισεν, ότι βραχύς ήτο ο ανθρώπινος βίος και μάλιστα των κακούργων το τέλος φοβερόν και απαίσιον. Εσκέφθη, ότι αν παρουσιασθή προ της δικαιοσύνης και εκθέση την καθαράν αλήθειαν (του φόνου του βουλευτού Τραπεζούντος Αλή Σουκρή-Βέη), ουδέν σημείον μαρτυρίας είχε και συνεπώς ουδόλος ηδύνατο να βλάψη τον Μουσταφά-Κεμάλ καθότι ο τουρκικός λαός τυφλός ανέκαθεν, τυφλώς λατρεύει και τον άρχοντά του, αδιάφορο αν είναι ούτος κακούργος, τυχοδιώκτης, μέθυσος, γυναικοθήρας, παιδεραστής.

Έλαβε το επισκεπτήριον του Κεμάλ και ανέγνωσεν την λέξη "φύγε", εννόησεν ότι ήτο εν χρυσούν γλυκόπικρον καταπότιον και εγέλασε δια την απιστίαν του. Το να φύγη ήτο αδύνατον διότι η Άγκυρα πανταχόθεν περιεζώσθη δια στρατευμάτων. Το μόνο σωτήριον έκρινε να κρυφθή, αλλά που; Τις θα ετόλμα να δώση αυτώ φιλοξενίαν; Και που; Εσκέφθη, ότι εις την απόκεντρον χριστιανικήν συνοικίαν ηδύνατο παρά τω εκεί γέροντι Έλληνι εφημερίω να καταφύγη και διασωθή και μετά μυρίων προφυλάξεων έφθασεν εκεί.

Εύρε την θύραν ανοικτήν και πριν η ο ιερεύς ερωτήση αυτόν περί της παρουσίας του ήρξατο τον εξής πανηγυρικόν: "Πάτερ, είμαι ο Τοπάλ-Οσμάν της Κερασούντος, ο σφαγεύς των εν Πόντο χριστιανών, ως μη ώφελε, πολλούς εφόνευσα, κατεδίωξα, απηγχόνησα, αλλά το Ευαγγέλιον, το ιερόν σας βιβλίον Σας λέγει: αγαπάτε τους εχθρούς ημών και συνεπώς καταδιωκόμενος ζητώ την φιλοξενίαν". Προθύμως δέχομαι, είπεν ο ιερεύς, αλλά καθ' εκάστην γίνεται εν τω οίκο μου υπό της αστυνομίας, ότι φυλάττω φυγοστράτους συγγενοίς μου. Καλλίτερον είναι εις την απέναντι κατεστραμμένην οικία να εύρητε ασφαλές καταφύγιον. Ουδείς θα υποψιασθή την εκεί παρουσίαν σας. Εγώ αναλαμβάνω την διατροφήν σας. "Έστω" είπεν ο Τοπάλ και κατεφίλισε τας χείρας αυτού με τα δακρύων, ήσαν δάκρυα μετανοίας αλλά κατόπιν εορτής. Κατέφυγεν λοιπόν εκεί και ωχυρώθη μετά των συνάθλων αυτού. Αλλ' η πόλις ήτο ανάστατος και διαταγαί εδόθησαν ίνα ευρεθή ο κακούργος.

Κακή τη μοίρα του, γυνή τις χωρική, δια φυσικήν ανάγκην μεταβάσα εκεί, τον εγνώρισεν και ειδοποίησε την αρχήν, ήτις διά των οργάνων της περιεκύκλωσεν το κρυσφήγετό του.Πόλεμος φοβερός εγένετο εκεί. Ο Τοπάλ εννοήσας ότι έφθασε το τέλος του, απεφάσισε την εξόντωσιν πλειότερων. Οκτώ στρατιώται εύρον τον θάνατονκαι τέσσαρες εκ των οπαδών του Οσμάν. Επί τέλους τολμηρός λοχίας εφύτευσεν εις το στήθος του τέσσαρες σφαίρας και εξήπλωσεν αυτόν. "Άτιμε κόσμε, άτιμε Κεμάλ, εφώνησεν ο Τοπάλ, τοιούτον τέλος εύχομαι και διά σέ" είπε και εξέπνευσεν.»



Not Even My Name

Η Θέα Χάλο (Thea Halo), αμερικανίδα υπήκοος, ποντιακής καταγωγής από μητέρα και ασσυριακής καταγωγής από πατέρα, είναι συγγραφέας του βιβλίου "Ούτε τό όνομά μου" (Not even my name), όπου αφηγείται τήν αλησμόνητη ιστορία της μητέρας της Θυμία-Σάνο. Στήν ηλικία των δέκα μόλις ετών, η Σάνο έζησε τήν πορεία θανάτου καί κατόρθωσε μόνη αυτή από τήν οικογένειά της νά επιβιώσει. Στό πρώτο μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας μαζί με την ογδοντάχρονη μητέρα της φτάνουν από την Αμερική στην Αμάσεια σε μια αναζήτηση του χωριού της Σάνο, Αϊοντόν (Αγιος Αντώνιος) νοτίως της κωμόπολης Φάτσα, στον Πόντο.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Θυμία - Σάνο αφηγείται στην κόρη της την ιστορία της ζωής της. Περιγράφει την ευτυχισμένη παιδική ηλικία της στα βουνά του Πόντου και τις συνήθειες και τα έθιμα των Ποντίων. Η φοβερή συνειδητοποίηση ότι κάτι δέν πήγαινε καλά έφτασε στό χωρίο Αϊοντόν όταν άγνωστοι μετανάστες άρχισαν νά περιφέρονται στά χωράφια καί τά δάση της περιοχής. Παραμόνευαν από μακρυά σάν τίς ύαινες, τήν ώρα πού Τούρκοι στρατιώτες οδηγούσαν τούς άντρες του χωριού στά Αμελέ Ταμπουρού. Ανάμεσα στους συλληφθέντες και ο πατέρας της Σάνο, που κατάφερε να δραπετεύσει και να γυρίσει. Ο παππούς όμως δέν είχε τήν ίδια τύχη καθώς δεν γύρισε ποτέ από τα τάγματα εργασίας. Και το μέρος αυτό κλείνει με την εντολή μέσα σε τρεις μέρες όλες οι οικογένειες να εγκαταλείψουν τη γη τους και να φύγουν.

Το τρίτο μέρος περιγράφει τον ξεριζωμό. Η Θυμία-Σάνο περπατούσε ολόκληρα μερόνυκτα μέ τήν οικογένειά της, μέσα από τά αφιλόξενα οροπέδια της Μικράς Ασίας καί κάτω από τά κτυπήματα των μαστιγίων.

«Δέν θυμάμαι άλλη φορά πού η μητέρα νά έδειξε τέτοια απεγνωσμένη επιθυμία γιά κάτι. Ξέφυγε από τήν πορεία γιά νά τρέξει παραπατώντας μέχρι τή βρύση. Οι υπόλοιποι σταμάτησαν καί τήν παρακαολουθούσαν μέ αγωνία, έτοιμοι νά τρέξουν καί αυτοί. Ακριβώς πρίν φτάσει στή βρύση ένας έφιππος Τούρκος στρατιώτης τήν πλησίασε καί άρχισε νά ξεστομίζει βρισιές. Σήκωσε τό μαστίγιο του καί της έδωσε μία, όπως θά χτυπούσε ένα γαϊδούρι. Έπεσε στά γόνατα. Ο πατέρας πέταξε ότι κρατούσε καί έτρεξε κοντά της.

- Νερό σέ παρακαλώ.

Ο στρατιώτης σήκωσε ξανά τό μαστίγιο ξεστομίζοντας καί πάλι βρισιές. Εκείνη τήν ημέρα πέθανε καί η μικρή Μαρία; Δέν θυμάμαι. Θυμάμαι μονάχα τό μικρό της κορμάκι πού ήταν δεμένο στήν πλάτη της Χριστοδούλας καί τό μικρό της κεφάλι νά πηγαίνει πέρα δώθε. Τό πρόσωπο της Μαρίας είχε γίνει σταχτί. Τά μάτια της μας κοιτούσαν ορθάνοιχτα σαν της σπασμένης κούκλας. Η μητέρα σήκωσε τό βλέμμα της καί ξέσπασε σέ λυγμούς. Πήρε τήν Μαρία από τήν πλάτη της Χριστοδούλας καί τήν κράτησε στήν αγκαλιά της, καθώς τά δάκρυα έπεφταν στό άψυχο προσωπάκι....

Πέρασαν λίγα λεπτά. Ζορίστηκε καί ξερόβηξε γιά νά καθαρίσει τή φωνή του. Στεκόμουν ξυπόλυτη στό σκονισμένο δρόμο καί τόν κοιτούσα κι εγώ παρακολουθώντας τά δάκρυα πού είχαν αρχίσει νά πλημμυρίζουν τά μάτια του.

- Η μητέρα σου άγγιξε τό χέρι του Θεού, χθές τό βράδυ.

Τό μυαλό μου καί τό σώμα μου είχαν μουδιάσει. Ούτε ένα δάκρυ δέν κύλησε από τά μάτια μου. Μόνο τό άγριο καρδιοκτύπι πού βρόνταγε στό στήθος μου καταλάβαινα ότι ζούσα ακόμα.

- Γιά σένα μίλησε τελευταία. Είπε ότι καλύτερα πού δέν ήταν η Θυμία εδώ. Μέ αγαπάει πάρα πολύ καί θά έπεφτε νά πεθάνει και αυτή μαζί μου.»

Στό τέλος της πορείας του θανάτου η μικρή Θυμία είχε χάσει όλη της την οικογένεια. Στα 15 της παντρεύτηκε τον Ασσύριο Αβραάμ Χάλο και έτσι βρέθηκε στην Αμερική. Στο τέταρτο μέρος περιγράφει τη ζωή της μέ τήν οικογένεια της, στη νέα πατρίδα. Τά παιδιά άργησαν νά μάθουν τί σημαίνει Πόντιος καί τί Ασσύριος. Στό σχολείο οι δάσκαλοι τούς απαντούσαν ότι δέν υπάρχουν τέτοιες χώρες. Στο τελευταίο μέρος ξαναγυρίζουμε στο παρόν, στην πορεία της συγγραφέως Thea Halo καί της μητέρας της προς το Αϊοντόν, εβδομήντα χρόνια μετά, όπου τελικά βρίσκουν το σπίτι της οικογένειας.

Μαύρη Βίβλος - Καψής Γιάννης

Tά παρακάτω αποσπάσματα από τήν Μαύρη Βίβλο του Γιάννη Καψή δέν χρειάζονται περαιτέρω σχολιασμό. Η Μαύρη Βίβλος περιέχει μαρτυρίες καί καταθέσεις των θυμάτων των τουρκικών θηριωδιών, ενώπιον δικαστικών καί στρατιωτικών Αρχών. Τό βιβλίο είναι πολύ σκληρό καί ο συγγραφέας παρακαλεί τόν αναγνώστη νά τό διαβάσει μέχρι τέλους, γιατί ίσως η ανάγνωσή του νά απαλύνει τίς ψυχές των μαρτύρων. Είναι τό ύστατο χρέος στά εκατομμύρια των Ελλήνων πού προτίμησαν νά πεθάνουν κρατώντας τήν πίστη τους καί τήν εθνική τους συνείδηση παρά νά τουρκέψουν. Αυτές οι φωνές των τελευταίων Ρωμιών της γης της Ιωνίας καί του Πόντου αποτελούν μία ακόμα απόδειξη της γενοκτονίας των χριστιανών της Μικράς Ασίας, η οποία έγινε μέ οργανωμένο καί συστηματικό τρόπο από τήν κεντρική διοίκηση του τουρκικού κράτους. Συνένοχοι ήταν οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Αμερική, Γαλλία, Κομμουνιστική Ρωσία καί Ιταλία).

Μαύρη Βίβλος της Γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού



Μαύρη Βίβλος της Γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού



Μαύρη Βίβλος της Γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού



Μαύρη Βίβλος της Γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού



Μαύρη Βίβλος της Γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού



Μαύρη Βίβλος της Γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού

Αν εθελούσια δεν γονατίσεις, ούτε νεκρό δεν μπορούν να σε γονατίσουν

Ομιλία Επίτιμου Προέδρου της ΕΔΕΚ Βάσου Λυσσαρίδη στο Διεθνές Συνέδριο «Τρεις Γενοκτονίες μια στρατηγική» στις 17 Σεπτεμβρίου 2010.

«Ατιμώρητα εγκλήματα υποτροπιάζουν. Ο Ταλάτ δημιούργησε τον Αϊχμάν. Οι Τοπάλ Οσμάν και Κεμάλ πρόδρομοι για τα Νταχάου, το Δίστομο και τον ορφανό Πενταδάκτυλο. Η σιωπή ισοδυναμεί με συνενοχή και η απάθεια διευκολύνει την συνέχιση. Όταν γυρίζω πίσω χάνω την πυξίδα και τον χρόνο, τη γλώσσα, τη φυλή, την εθνότητα, γιατί κοινός ο πόνος, κοινή η οργή, κι η εμμονή για δικαίωση.Σαμψούντα, Άδανα, Σμύρνη, Κερύνεια με κυνηγούν και στερεότυπα καταγράφω.

Αν ξεχάσω την Αμισό, τη Σάντα, την Κόνικα, τη Σασσούν, το Ασσυριακό Khoi, τη Σμύρνη θάχω ενταφιάσει την αξιοπρέπεια μου. Αν παραγνωρίσω την Ποντιακή κραυγή "Μ΄ αοιλή εμάς και βάϊ εμάς η Ρωμανίαν πάρθεν", τους σταυρωμένους νέο-Σπάρτακους που μεταθανάτια σταυρώνουν τους σταυρωτήδες θάχω χάσει τον αυτοσεβασμό μου.

Γιατί θα με κυνηγούν οι κραυγές των θρυμματισμένων από τους Τσέτες νηπίων στους Ποντιακούς βράχους, οι ρόγχοι των απαγχονισμένων Αρμένιων διανοούμενων, οι πατημασιές των πεταλωμένων, ο άφωνος πόνος των βιασθέντων, το περήφανο βλέμμα του Πόντιου με την εθνική συνείδηση που δεν πεθαίνει ούτε στη διασπορά ούτε στην πατρώα γη με το στα φανερά Μαχμούτ αγάς και στα κρυφά Νικόλας τα ζωντανά μάτια των αποκεφαλισθέντων Αρμενίων, η Αρμένισσα μάνα που θηλάζει το βρέφος με πηχτό αίμα, τα ακρωτηριασμένα σώματα των Ασσυρίων, οι καμένες σάρκες στη Σμύρνη, και ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, οι εξόριστοι σοφοί της Ιωνίας που «χωρίς του Όμηρου τα ποιητικά αδημονούν κι αγανακτούν κι αναζητούν τους τραγωδούς, τους ποιητές, τ΄Απόλλωνα τη λύρα και την απέριττη τη γνώριμη αρχιτεκτονική.

Καμένη Ιωνία: Δεν κάηκαν μονάχα οι άνθρωποι. Έριξαν στην πυρά θεούς, θεάνθρωπους άφθαστους στίχους, σκέψεις που το σκοτάδι έκαψαν κι έμεινε τώρα ορφανή με μόνο σιωπηλούς θεούς να καρτερούν. Θα με κυνηγάνε οι αποδιωγμένοι της Κωνσταντινούπολης, οι χωρίς ελεύθερη πατρίδα της Αλεξανδρέττας, τα ξεροπήγαδα με τους δολοφονημένους Κύπριους και τα ορφανά αχνάρια του Κανάρη στη Λάπηθο. Θα με κυνηγά ο Τουμανιάν με την κραυγή της ερήμου οργής, ο Τζελαλιάν με το "Σήκω καϋμένε μου ραγιά" ο εξόριστος Σεφέρης αλλά και ο Αυξεντίου ο όρθιος με καμένη σάρκα ζωντανός στον Μαχαιρά.

Η νέο-οθωμανική πολιτική της Τουρκίας είχε ως δόγμα αφομοίωση ή αφανισμός. Χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Abdul Hamid Για να λύσουμε το Αρμενικό πρέπει να εξαφανίσουμε τους Αρμένιους και του Αρχιστράτηγου Σιερκέρ προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ. Θα σας κάψουμε όλους. Ή εσείς ή εμείς. Φυλετικά και οικονομικά τα κίνητρα. Ο Ταλάτ με άμετρο κυνισμό απαντάει στην έκκληση του Μόργενταου να μη προχωρήσει σε απαγχονισμούς Αρμενίων ότι θα δώσουμε αμνηστία μετά τους απαγχονισμούς. Οι Κούρδοι διασώθηκαν τότε ως αφομοιώσιμοι παρά την θέση του Νazim ότι όλα τα μη Τουρκικά έθνη θάπρεπε να εξολοθρευθούν.

Ενώ ο Φερίντ πασάς ομολογεί την ενοχή στη διάσκεψη Παρισίων ο Σακίρ δηλώνει ότι αν είχαμε εξαφανίσει τους Ρουμάνους τους Βούλγαρους, τους Σέρβους, τους Ελληνες αυτά τα εδάφη θα ήσαν τώρα δικά μας και ο Τσάβιτ ομολογεί και τους οικονομικούς λόγους. Και προκλητική η προσπάθεια να επιρριφθεί ευθύνη στα θύματα των γενοκτονιών. Ο Κεμάλ δηλώνει στον Αράλωφ ότι οι Πόντιοι ευθύνονται για τον αφανισμό τους και το ίδιο επαναλαμβάνεται για τους Αρμενίους. Και δυστυχώς αυτή η νέο-οθωμανική πολιτική συνεχίζεται διαφοροποιημένη με όχι μόνο την ανοχή αλλά και την ενίσχυση της Τουρκίας που βαρύνεται όχι μόνο με παρελθοντικά εγκλήματα αλλά και με την συνεχιζόμενη κατοχή στην Κύπρο, την εθνοκάθαρση την δολοφονία 1,5% του πληθυσμού, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενός ολόκληρου λαού.

Έτσι η νέο-οθωμανική πολιτική προωθείται με τον Νταβούτογλου να απαιτεί κηδεμονία των Μουσουλμανικών μειονοτήτων στον πρώην Οθωμανικό χώρο προβάλλοντας το Κυπριακό ως πρότυπο με την προκλητική δήλωση ότι τα εγγυητικά δικαιώματα στην Κύπρο πρόσφεραν την «νομική» ευκαιρία για την εισβολή και τον βίαιο διαχωρισμό. Προχωρεί ακόμα πιο πέρα. Ότι η Τουρκία θα πρέπει να ελέγχει τις Κυπριακές εξελίξεις κι αν ακόμα δεν υπήρχε ένας Τουρκοκύπριος γιατί αποτελεί απαραίτητο στοιχείο σ τους σχεδιασμούς της να αποβεί περιφερειακή υπερδύναμη με παγκόσμια εμβέλεια. Έτσι αποτελεί αφέλεια ότι η προσφορά οποιονδήποτε παραχωρήσεων προς τους Τουρκοκύπριους θα οδηγήσει σε λύση. Η επιλογή είναι ή προσαρμογή προς τις Τουρκικές απαιτήσεις και μετατροπή της Κύπρου σε κηδεμονευόμενο μεταποικιοκρατικό μόρφωμα της Τουρκίας ή στρατηγική που να καθιστά τους Τουρκικούς στόχους ανέφικτους ή οδυνηρούς για τις ευρύτερες προοπτικές της Τουρκίας, κυρίως τις Ευρωπαϊκές. Σήμερα η Τουρκία απαιτεί ανταμοιβή για το έγκλημα της κατά της Κύπρου όπως ο Ταλαάτ απαιτούσε να εισπράξει τις ασφάλειες ζωής των απαγχονιζομένων Αρμενίων.

Γι' αυτό επιβάλλεται ευρύτερα μια νέα στρατηγική βασισμένη στις πικρές εμπειρίες του παρελθόντος. Γι' αυτό συναισθηματικά αλλά και ρεαλιστικά δηλώνω. Αν λησμονήσω τον χορό του Ζαλόγγου στην Κόνακα θα με κυνηγούν οι Ακριτίδηδες, οι Χαραλαμπίδιδες πρόδρομοι των Καραολήδων. Αν λησμονήσω τις αφηγήσεις του Χοβιβιάν και τις γυναίκες στη Σασσούν θα με κυνηγούν οι στρατιές των δολοφονημένων και ο Αρμένιοι της διασποράς. Αν λησμονήσω το Khoy θα με κυνηγά ο Agha Petros και το Gawar και γενικά το Ασσυριακό Seyfa. Αν λησμονήσω τη Σμύρνη θα με κυνηγά η πανάρχαια Ιωνία και οι δικοί μου στα Βουρλά.) Αν διαγράψω τις γενοκτονίες θα με κυνηγά ο Sortiaux με τη δραματική διαπίστωση ότι οι νεκροί ήσαν τυχερότεροι των ζωντανών, αλλά ακόμα και ο Τσώρτσιλ και ο Κλεμανσώ με τις έστω δειλές αναγνωρίσεις του εγκλήματος και ο Ανατόλ Φρανς που χαρακτήρισε τον Ταλάατ τύραννο του τρόμου. Θέλουμε φιλία με όλους τους λαούς. Συμπάσχουμε με τον Τούρκο κρατούμενο στα λευκά κελιά. Όμως φιλία σημαίνει σεβασμό των εθνικών δικαιωμάτων και των διεθνών συνθηκών.

Μονόπλευρη φιλία ισοδυναμεί με εθελοδουλία: Ο Νταβούτογλου δυστυχώς εννοεί την φιλία ως προσαρμογή προς τις παράλογες και παράνομες Τουρκικές αξιώσεις. Απαιτεί συγκυριαρχία στο Αιγαίο, κηδεμονία στη Θράκη αλλά και στις Μουσουλμανικές κοινότητες των Βαλκανίων και Αλεξανδρετοποίηση της Κύπρου και συγχρόνως Ευρωπαϊκή πορεία a la carte. Η μεταοθωμανική Τουρκία όχι μόνο αρνείται την αναγνώριση εγκλημάτων αλλά θεωρεί τα θύματα ως υπεύθυνα. (Αυτοπεταλώθηκαν οι Πόντιοι, αυτοαπαγχονίσθηκαν οι Αρμένιοι, αυτοπυρπολήθηκαν οι Μικρασιάτες, αυτοκτόνησε ο Χρύσανθος, τα μαθηματικά στην Αλεξανδρέττα πήραν καινούρια διάσταση, οι Ασσύριοι αυτοκατακρεουργήθηκαν, οι Κωνσταντινοπολίτες πήραν τον δρόμο της φυγής εθελούσια κι οι Κύπριοι γενναιόδωρα παραχώρησαν εθελοντικά τη γη τους στους έποικους.)

Θα χαιρετίζαμε μια αληθινά καινούρια Τουρκία με σεβασμό στις παγκόσμιες αξίες όμως δεν είναι μόνο που μας κυνηγά το παρελθόν μας ταλανίζει το παρόν. Δίπλα στην Κόνακα, τα Αδανα, τη Σμύρνη αν επισκεφθείτε την Κύπρο θα σκοντάψετε στο συρματόπλεγμα της ντροπής που κρατάει διχοτομημένη την Ευρωπαϊκή Κύπρο, θα αντικρύσετε την τεράστια κατοχική σημαία που πληγώνει τον Πενταδάκτυλο και την αξιοπρέπεια μας, θα μαρτυρήσετε βιασμένες εκκλησίες, πλαστογραφημένες παραδόσεις με μια ανθρωπότητα όχι απλώς βουβή, αλλά με επιβράβευση της Τουρκίας με παρουσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας και προεδρία στο Συμβούλιο Ευρώπης.

Κι έτσι και πάλι καταναγκαστικά οι Πόντιοι με ταξιδεύουν στο Μπεϊλάν, με τους Καδίογλου, τον Ιστύλ, τον Αντων πασά, πρόδρομους του Καραολή. Οι Αρμένιοι με συνοδεύουν στην πορεία θανάτου με τη σκελετωμένη μάνα και να με ρωτάει ιτσιουν. Οι Σμυρνιοί καταριούνται όχι μονάχα τους σφαγείς αλλά και τους χθεσινούς συμμάχους. Οι Κωνσταντινοπολίτες σαρκάζουν για τη νέα τάξη πραγμάτων κι οι Κύπριοι ρωτούν πως το θύμα οδηγείται στο εδώλιο του κατηγορούμενου από Άννες και Καϊάφες με τους Πόντιους Πιλάτους να μην νίπτουν καν τας χείρας.

Ο Νταβούτογλου διακηρύσσει μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες εφόσον οι γείτονες προσαρμόζονται στην επεκτατική τους πολιτική. Στην Κύπρο προτείνουν δυο κράτη, δυο λαούς, φυλετικά καθεστώτα και κυριαρχία της μειοψηφίας. Ευρωπαϊκά δικαστήρια έμμεσα αποφαίνονται ότι η βία δημιουργεί δίκαιο και ότι οι αποδιωγμένοι ιδιοκτήτες περιουσιών χάνουν τα δικαιώματα τους μια και για μακρό χρονικό διάστημα απουσιάζουν. Δεν απουσιάζουν. Ο κατοχικός στρατός εμποδίζει την επάνοδο. Ζητά συγκυριαρχία στο Αιγαίο. Όμως παρά τη διεστραμμένη Παγκοσμιοποίηση με υπεροχή του οικονομικού ενάντι του πολιτικού, παρά τη νέα διεθνή τάξη δυο μέτρων και δυο σταθμών, με επιλεκτική εφαρμογή διακηρυγμένων αρχών, παρά το τεράστιο χάσμα κατανομής πόρων και τεχνογνωσίας ένα καινούριο σύννεφο πλανάται πάνω στον πλανήτη που προμηνεί μια άλλη πορεία έστω κι αν η πολυδιάσπαση των εργαζομένων παρακωλύει κοινή δράση. Η στέρηση εθνικών δικαιωμάτων εκτρέφει την τρομοκρατία και η κρατική τρομοκρατία την συντηρεί.

Η αποπολιτικοποίηση και η αποεθνοποίηση αποτελούν τα σύγχρονα όπλα της παγκόσμιας άρχουσας ελίτ και των εθνικών παραρτημάτων τους, όμως η λαϊκή αντίδραση ανακόπτει παγκόσμιες κηδεμονίες και δημοκρατικά ελλείμματα. Μοιραία η πρόοδος. Μοιραία η εποικοδομητική αλλαγή και οι παθόντες και πάσχοντες λαοί αποτελούν την αιχμή του αγώνα για μια άλλη παγκόσμια τάξη. Η Τραπεζούντα κατηγορεί, το Αραράτ υπενθυμίζει, ο Πενταδάκτυλος καταριέται τους βουτυροσπόνδυλους, η Σμύρνη κι η Πόλη εμβολιάζουν. Οταν αναφερόμαστε σε εθνικές ρίζες μας καθορίζουν ως ρομαντικούς και εθνικιστές. Αν εθνικισμός είναι να σέβεσαι την εθνότητα όλων και να διαφυλάττεις την δική σου τότε δηλώνω αδιόρθωτος εθνικιστής. Χρειαζόμαστε μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων. Χρειαζόμαστε μια παλινόρθωση αξιών. Η κοινωνία της ζούγκλας οδηγεί στην έκρηξη. Η κοινωνία της αδικίας οδηγεί σε ανωμαλία.

(Αν με μοιρολατρικό ρεαλισμό αγνοήσω τη κραυγή του Ποντίου, αν αποδεχθώ ότι αποσιώπηση της γενοκτονίας των Αρμενίων είναι απαραίτητη για εξομάλυνση στην περιοχή Αν διαγράψω τον αφανισμό του Ελληνισμού της πανάρχαιας Ιωνίας θα με κυνηγούν ο Παντέλ Χαραλαμπίδης ο Κότσα Αναστάς, ο Χρυσόστομος, ο Μπαλακάν, ο Μνασιάν, ο Βαρανζαν που ζητάει μια χούφτα στάχτη από το πατρικό σπίτι ο Τεχλιριάν, και θα χάσω τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπεια μου.) (Τα αρχεία του Χαλεπιού αναφέρουν εκτελέσεις νηπίων.) Ναι απαιτούμε δικαίωση. Αναγνώριση εγκλημάτων και θεραπεία όπου είναι εφικτή. Και θ’ αγωνισθούμε γι΄αυτό. Και στα ενενήντα μου χρόνια δεν αναζητώ προσχήματα απουσίας. (Μου είπαν: Γιατί αγωνίζεσαι αφού έχει χαθεί η μάχη Είπα: Γιατί αν δεν συνεχίσω δεν θα υπάρξει άλλη μάχη.)»

Νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία - Νέα Τουρκοκρατία - Νέα χριστιανική Γενοκτονία

Βρισκόμαστε στό 2010 καί βλέπω μέ τρόμο νά επικρατεί στήν πατρίδα μου ισλαμολαγνία η οποία σέ συνδυασμό μέ μία τουρκολατρεία πού επιβάλεται από τούς δημοσιογράφους, τούς συνδικαλιστές καί τούς πολιτικούς, δίδει μηνύματα ότι επίκειται παλινόρθωση του Οθωμανισμού. Η επιθετική στάση της Τουρκίας καί η αθρόα εισβολή μουσουλμάνων έρχεται νά επιβεβαιώσει αυτή τήν αίσθηση. Αλλωστε ο υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Νταβούτογλου τό έχει ευθαρσώς δηλώσει: «Στα Βαλκάνια θα παλινορθώσουμε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για ποιο λόγο να μην εγκαθιδρύσει η Τουρκία ηγεσία στα παλιά Οθωμανικά εδάφη στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία; Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα ειδικό νομικό καθεστώς, που θα θέσει υπό την προστασία της Τουρκίας, όλες τις τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες σε όλα τα Βαλκάνια ή να επιδιώξει εγγυήσεις, που δίνουν δικαίωμα παρέμβασης, με βάση το πετυχημένο παράδειγμα της Κύπρου.»

Στήν βόρεια Κύπρο, στήν Κωνσταντινούπολη, τήν Ιμβρο καί τήν Τένεδο, αλλά καί στό Κόσσοβο, οι μουσουλμάνοι πέτυχαν τήν απομάκρυνση των χριστιανικών πληθυσμών. Οι επαγγελματίες ευαίσθητοι της Ευρώπης καί της Ελλάδος δέν ενδιαφέρθηκαν, κατί πού αποδεικνύει ότι όλοι αυτοί δουλεύουν γιά τά συμφέροντα της Τουρκίας. Μία Τουρκία τήν οποία οι Αμερικάνοι προορίζουν γιά τόν προστάτη των Βαλκανίων. Οι επαγγελματίες ευαίσθητοι καί προοδευτικοί δημοκράτες σέ ότι αφορά τήν περιοχή των Βαλκανίων στηρίζουν φανερά πλέον τήν αμερικανική πολιτική.

Ξεκινώντας από τό Κόσσοβο, όπου πρώτοι κάποιοι αριστεροί έβγαιναν στήν τηλεόραση καί μιλούσαν γιά τόν "εγκληματία" Μιλόσεβιτς ο οποίος έπρεπε νά αντιμετωπιστεί, διότι έκανε γενοκτονία κατά των ...δύστυχων μουσουλμάνων. Τό Σχέδιο Αννάν πού παραχωρούσε καί τήν ελεύθερη Κύπρο στούς Βρετανούς καί τούς Τούρκους, πάλι οι ευαίσθητοι δημοκράτες τό υποστήριζαν, καθώς εξύβριζαν όσους ήταν υπερ της ανεξαρτησίας της Κύπρου ως φασίστες καί εθνικιστές.

Στό θέμα της Θράκης καί των Σκοπίων, πάλι προοδευτικοί καί οικολόγοι είναι αυτοί πού επιδιώκουν τήν δημιουργία μειονοτήτων τίς οποίες πρέπει νά έχει ως άλλοθι η Τουρκία, γιά πιθανή επέμβαση. Μέ τούς Πομάκους βεβαίως βεβαίως, διόλου δέν ασχολούνται οι δημοκράτες της συμφοράς. Οι φίλοι τους οι κεμαλικοί προσπαθούν νά εκτουρκίσουν τήν Δυτική Θράκη αλλά καί τό Ανατολικό Αιγαίο προωθώντας εκατομμύρια μουσουλμάνους, διότι η Τουρκία θέλει καί λίγο Αιγαίο γιά νά κάνει γεωτρήσεις γιά πετρέλαιο καί φυσικό αέριο. Οι αναρχοαριστεροί μέ λύσσα, παίζουν αυτό τό παιχνίδι της Τουρκίας καί πιστοί στίς προσταγές του Νταβούτογλου πασά, προσκαλούν καί άλλους μουσουλμάνους στήν Ελλάδα. Φυσικά οι επαγγελματίες διαδηλωτές, ποτέ δέν έκαναν διαδήλωση γιά νά διεκδικήσουμε τά πετρέλαια πού διαθέτουμε. Κάτι τέτοιο είναι ..εθνικιστικό καί ..αντιοικολογικό. Μόνο η Τουρκία πρέπει νά διεκδικεί.

Ας ελπίσουμε οι Οθωμανοί νά μήν επαναλάβουν τό "πετυχημένο" παράδειγμα του Βυζαντίου, πού μέσω της μετανάστευσης, εξόντωσαν όλους τους ελληνοχριστιανικούς πληθυσμούς. Ας ελπίσουμε ότι δέν θά ζήσουμε νέα γενοκτονία στήν δυτική όχθη του Αιγαίου, όπως τή ζήσαμε στήν ανατολική όχθη. Ας ελπίσουμε ...




Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α

Ambassador Morgenthau's Story 1918
I was sent to Athens - Henry Morgenthau 1929
Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια 1971
The Blight of Asia - GEORGE HORTON 1926
Μαύρη Βίβλος (1914-1918) - Οικουμενικό Πατριαρχείο
Το νούμερο 31328 - Ηλίας Βενέζης
1922 Μαύρη Βίβλος - Γιάννης Καψής 1992
Χαμένες Πατρίδες - Γιάννης Καψής 1992
Τοπάλ Οσμάν - Λαμψίδης Γεώργιος, 1969
Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας - Χρήστος Αγγελομάτης
Η Ελλάς εν Μικρά Ασία - Ξενοφών Στρατηγός 1925
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Παπαρρηγόπουλου, Καρολίδη
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Εκδοτική Αθηνών
Tό Αντάρτικο του Πόντου - Δημοσθένης Κελεκίδης
Η γενοκτονία των Ελλήνων - Χάρης Τσιρκινίδης
Ο ηρωϊκός Πόντος - Ευστάθιος Πελαγίδης
Γή του Πόντου - Δημήτρης Ψαθάς

bottom corner