Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 6 Ὀκτωβρίου 2024, ΙΕ΄ Κυριακῆς (Β΄ Κορ. δ΄ 6-15)

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύ­εσιν, ἵνα ἡ ­­ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θε­οῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀ­πο­­­­ρού­μενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξα­πο­ρού­μενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκα­ταλειπόμενοι, καταβαλ­λόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολ­λύ­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­μενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπί­στευ­σα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λα­λοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχα­ριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ

«Πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν».

Θησαυρὸς ἀνεκτίμητος γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου· ἡ ἀλήθεια ποὺ φανερώθηκε διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ὁποία μεταδόθηκε στὸν κόσμο ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ὡστόσο στὶς ἡμέρες μας ἀπὸ πολλοὺς ἀγνοεῖται, περιφρονεῖται ἢ ἀλλοιώνεται. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο οἱ Χριστιανοὶ νὰ τὴν ὁμολογοῦμε, ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι πίστευαν στὴ θεία δύναμη τοῦ Κυρίου καὶ μὲ θάρρος ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους.

Ἡ πίστη λοιπὸν ὁδηγεῖ στὴν ὁμολογία. Γιὰ νὰ δίνουμε ὅμως σωστὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Χριστό, ἡ πίστη μας πρέπει νὰ εἶναι ὀρθή, ἐμπειρικὴ καὶ θερμή, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια. Γι᾿ αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, οἱ Ἀπόστολοι ἔλεγαν: «Καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν»! Πίστευαν καὶ ὁμολογοῦσαν.

1. Ὀρθὴ πίστη

Ἡ πρώτη λοιπὸν προϋπόθεση γιὰ νὰ δίνουμε ὀρθὴ μαρτυρία γιὰ τὸ Πρόσ­ωπο τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ ἔχουμε ὀρθὴ πίστη. Δηλαδὴ νὰ γνωρίζουμε καὶ νὰ ἀποδεχόμαστε ἀπόλυτα ὅσα διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας· ὅσα μᾶς παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦσαν στὸν Κύριο: «Ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ἰω. ϛ΄ 69). Δηλαδή, ἔχουμε πιστέψει καὶ γνωρίζουμε καλὰ ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἔχει ἀπὸ μόνος Του τὴ ζωὴ καὶ τὴ μεταδίδει στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἡ βάση τοῦ ὀρθοῦ δόγματος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός.

Μάλιστα δὲν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς «θεούς», ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι στὴν ἐποχή μας, ἀλλὰ ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός· ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος· ἔλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση σὲ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο.

Ἀπαιτεῖται ὀρθὴ γνώση τοῦ Κυρίου καὶ τῆς διδασκαλίας του: Τί διδάσκει γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, γιὰ τὸν θάνατο, γιὰ τὸν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Τί θέλει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός. Εἶναι σημαντικὸ λοιπὸν νὰ μελετοῦμε τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς λόγους τῶν Πατέρων καὶ ἄλλα ὀρθόδοξα χριστιανικὰ βιβλία καὶ περιοδικὰ ποὺ εἶναι κατάλληλα γιὰ τὸν πνευματικό μας καταρτισμό.

2. Ἐμπειρικὴ πίστη

Ἡ πίστη μας ὅμως δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶναι μόνο μιὰ θεωρητικὴ γνώση περὶ τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ἀποτελεῖ καὶ προσωπικό μας βίωμα, προσωπική μας ἐμπειρία. Νὰ ἔχουμε ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, προσωπικὴ σχέση μαζί Του. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ΄ 28) νὰ ὁμολογοῦμε μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει τὴ σημερινὴ ἡμέρα. Δηλαδή, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ δικός μου Κύριος, ὁ προσωπικός μου Θεός. Νὰ ζοῦμε τὴν παρουσία του μέσῳ τῆς τακτικῆς μετοχῆς μας στὰ ἱερὰ Μυστήρια, νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του μέσῳ τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, νὰ ἀποτυπώνεται ἡ πίστη μας στὸν καθημερινὸ πνευματικό μας ἀγώνα. Νὰ μὴν ὁμολογοῦμε μιὰ ξερὴ διδασκαλία τοῦ μυαλοῦ, ἀλλὰ τὸ βίωμα, τὸν πόθο τῆς καρδιᾶς ποὺ πασχίζει νὰ μείνει ἑνωμένη μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεό.

Αὐτὸ θὰ ἐκφράζεται ὄχι μόνο στὰ λόγια μας, ἀλλὰ καὶ στὴν ὅλη ἀναστροφή μας· στὴ χαρά, στὴν ἀγάπη, στὴν ἀνεξικακία, στὴν πραότητα, στὸ ταπεινὸ φρόνημα, ποὺ θὰ ἀποτυπώνονται στὴν καθημερινότητά μας, στὸ ὅλο ἦθος μας, στὴν «ἐν Χριστῷ» ζωή μας.

3. Θερμὴ πίστη

Ἡ πίστη μας ἐκτὸς ἀπὸ ὀρθὴ καὶ ἐμπειρικὴ πρέπει νὰ ἔχει κι ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικό· νὰ εἶναι θερμή, ζέουσα· νὰ συνδυάζεται μὲ θαρρετὴ ὁμολογία· νὰ τὴν ἐκφράζουμε μὲ ζῆλο, μὲ τόλμη, μὲ ἐνθουσιασμό· νὰ ἐμφορούμαστε ἀπὸ «τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως», ποὺ εἶχε ὁ προφήτης Δαβὶδ ὅταν ἔγραφε: «ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα» (Ψαλ. ριε΄ [115] 1). Δηλαδή, πίστεψα, γι᾿ αὐτὸ καὶ μίλησα. Ἀπὸ τὴν ἴδια ἡρωικὴ διάθεση ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους μπροστὰ σὲ ἡγεμόνες καὶ βασιλεῖς, σὲ Ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρες, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν δυσκολίες, ἐμπόδια ἢ ἀπειλές.

Νὰ ἔχουμε τὴν ἴδια παρρησία ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι δὲν λογάριαζαν βασανιστήρια ἢ θάνατο, διότι φλέγονταν ἀπὸ τὴν πίστη. Ἀντίστοιχα κι ἐμεῖς μὲ θερμότητα, χωρὶς δισταγμό, χωρὶς δειλία ἢ φόβο νὰ ὁμολογοῦμε τὴ χριστιανική μας πίστη στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.

Ὅταν ἡ πίστη μας εἶναι ὀρθή, βιωματικὴ καὶ ζέουσα, τότε μποροῦμε νὰ ὁμολογήσουμε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Μποροῦμε νὰ δώσουμε καλὴ μαρτυρία γιὰ Ἐκεῖνον στὴ σύγχρονη ἀποστατημένη κοινωνία μας.