Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 15 Δεκεμβρίου 2024, ΙA΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιδ΄ 16-24)

16 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄν­θρω­πός τις ἐποίησε δεῖ­πνον μέ­γα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρ­χεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγ­ρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀ­­νάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βο­­­ῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πο­­­­­­ρεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃ­τημέ­νον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα­ ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύ­­ναμαι ἐλθεῖν. 21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξ­ελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως,­ καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀνα­πήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυ­φλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀ­­­νάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γε­μισθῇ ὁ οἶκός μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

16 Ὁ Ἰησοῦς τότε, προκειμένου νά διδάξει ποιές ἀρετές πρέπει νά ἔχει κανείς γιά νά συμμετάσχει στήν αἰώνια εὐφροσύνη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῦ εἶπε: Κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο καί κάλεσε πολλούς. Ἡ χαρά καί ἡ ἀπόλαυση δηλαδή τῆς αἰώνιας βασιλείας παρομοιάζεται μ’ ἕνα μεγαλοπρεπές δεῖπνο πού ἑτοί­μασε ὁ Θεός. Σ’ αὐτό δέν κάλεσε ἀρχικά ὅλους τούς ἀν­θρώπους, ἀλλά πολλούς, δηλαδή μόνο τούς Ἰου­δαί­ους. 17 Καί τήν ὥρα τοῦ δείπνου ἔστειλε τό δοῦλο του γιά νά πεῖ στούς καλεσμένους: Ἐλᾶτε καί μήν ἀνα­βάλλετε, διότι εἶναι πλέον ὅλα ἕτοιμα. (Σέ κάθε ἐποχή δηλαδή ὁ Θεός ἔστελνε τούς ἀπε­σταλ­μέ­νους του. Καί στό τέλος ἔστειλε τόν Ἰωάννη τόν Βα­πτιστή κι ἔπειτα τόν Υἱό του, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἐν­­αν­­θρώπησή του ἔλαβε μορφή δούλου). 18 Τότε ἄρχισαν μεμιᾶς ὅλοι οἱ καλεσμένοι, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον, σάν νά ἦταν συνεννοημένοι, νά δικαιολογοῦν τήν ἀπουσία τους ἀπό τό δεῖπνο. Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε: Ἔχω ἀγοράσει κάποιο χω­­ρά­φι καί πρέπει νά βγῶ ἔξω καί νά τό δῶ. Σέ πα­ρα­κα­λῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένο καί ἀπαλ­λαγ­μέ­νο ἀπό τήν ὑποχρέωση νά ἔλθω. 19 Ἄλλος πάλι τοῦ εἶπε: Ἔχω ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καί πηγαίνω νά τά δοκιμάσω. Σέ παρακαλῶ, συγχώρησε τή δικαιολογημένη ἀπουσία μου. 20 Κι ἕνας ἄλλος τοῦ εἶπε: Εἶμαι νιόπαντρος καί γι’ αὐ­τό δέν μπορῶ νά ἔλθω. Δηλαδή οἱ προσκεκλημένοι ὅλοι ἀπορ­ροφήθηκαν ἀπό τίς βιοτικές καί τίς σαρκικές τους μέριμνες καί ἀδιαφόρησαν γιά τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τούς καλοῦσε νά γίνουν μέτοχοι καί κληρονόμοι τῆς βασιλείας του. 21 Ὅταν λοιπόν γύρισε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, διηγήθηκε στόν κύριό του τά ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ καλεσμένοι. Τότε ὁ νοικοκύρης θύμωσε καί εἶπε στό δοῦλο του: Βγές γρήγορα στίς πλατεῖες καί στά στενά τῆς πόλεως καί φέρε ἐδῶ μέσα τούς φτωχούς, τούς σακάτηδες, τούς χωλούς καί τούς τυφλούς πού θά βρεῖς ἐκεῖ. Κάλεσε δηλαδή ὅσους εἶναι περιφρονημένοι μεταξύ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀφοῦ οἱ ἐπίσημοι ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν τή σωτηρία πού τούς προσφέρει ὁ Μεσσίας. 22 Ὕστερα ἀπό λίγο ἐπέστρεψε πάλι ὁ δοῦλος καί εἶπε: Κύριε, ἔγινε ὅπως διέταξες, καί ὑπάρχει ἀκόμη τόπος ἀδειανός στό σπίτι γιά νά προσκληθοῦν κι ἄλ­λοι. 23 Τότε εἶπε ὁ κύριος στό δοῦλο: Βγές ἔξω ἀπ’ τήν πό­­λη στούς δρόμους καί στούς φράχτες τῶν κτημάτων, ὅπου συνήθως μαζεύονται οἱ περιπλανώμενοι, πού δέν ἔχουν σπίτι καί μόνιμη κατοικία. Κι ἐπειδή αὐ­τοί θά δι­στάζουν ἀπό συστολή νά πάρουν μέρος στό δεῖ­πνο μου, παρακίνησέ τους ἐπίμονα νά μποῦν ἐδῶ, γιά νά γε­­μί­­σει τό σπίτι μου. Προσκάλεσε δηλαδή καί τούς ἐθνι­κούς νά πάρουν μέρος στά ἀγαθά τῆς βασιλεί­ας μου. 24 Διότι σᾶς βεβαιώνω ὅτι κανένας ἀπό τούς ἀν­θρώ­πους ἐκείνους πού κάλεσα καί ἀρνήθηκαν τήν πρό­σκλη­σή μου δέν θά καθίσει, ἀλλ’ οὔτε καί θά γευθεῖ τό δεῖ­πνο μου.