Μετά το άρμα ακολουθεί ένας γέροντας, που ίσως να είναι o μάντης Ίαμος. Έχοντας το χέρι του στο πρόσωπό του, εκδηλώνει την ανησυχία του για το επικείμενο αποτέλεσμα του αγώνα.
Σύμφωνα με τον μύθο ο Ίαμος ήταν γιος του Απόλλωνα και της Ευάδνης. Η Ευάδνη έμενε με τον θετό πατέρα της τον Αίπυτο, ο οποίος, όταν κατάλαβε ότι η Ευάδνη περιμένει παιδί, θύμωσε, αλλά σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να ρωτήσει πρώτα το μαντείο των Δελφών. Κατά την απουσία του Αίπυτου η Ευάδνη γέννησε κρυφά κοντά σε μια βρύση και άφησε το νεογέννητο έκθετο. Όμως δυο φίδια έτρεξαν αμέσως κοντά στο μωρό και το φρόντιζαν. Όταν επέστρεψε ο Αίπυτος ανακοίνωσε στην Ευάδνη τα νέα από το μαντείο, ότι το παιδί θα γίνει σπουδαίος μάντης. Έψαξαν και βρήκαν το μωρό ανάμεσα στα ία, στους αγριομενεξέδες, γι' αυτό και η μητέρα του το ονόμασε Ίαμο.
Σαν μεγάλωσε ο Ίαμος κατέβηκε μια νύχτα στον Αλφειό ποταμό και προσευχήθηκε στον πατέρα του τον Απόλλωνα και τον παππού του τον Ποσειδώνα να του δώσουν κάποιο χάρισμα. Πράγματι ο Απόλλωνας του χάρισε τη μαντική ικανότητα κι όταν αργότερα ο Ηρακλής καθιέρωσε τους ολυμπιακούς αγώνες ίδρυσε ένα μαντείο κοντά στο βωμό του Δία. Ο Ίαμος έγινε ο γενάρχης της μεγάλης οικογένειας των Ιαμιδών που ζούσαν στην Ολυμπία και υπηρετούσαν στον ναό και στο μαντείο του Δία.