Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Ιλιάδα


Ραψωδία Π 1-100 Ο Αχιλλέας υποχωρεί στις παρακλήσεις του Πάτροκλου (ανάγνωση)

Π περίληψη Π 1-100 Π 684-867

 

 

Α' ΚΕΙΜΕΝΟ

Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 26 ημέρα

 

Ο Πάτροκλος συναντά τον Αχιλλέα

(στ. 1) Αυτοί έτσι πολεμούσαν γύρω στο καράβι με το όμορφο κατάστρωμα· στο μεταξύ ο Πάτροκλος ήρθε και στάθηκε κοντά στον Αχιλλέα, τον κυβερνήτη του στρατού, χύνοντας δάκρυα ζεστά σα βρύση με μαύρο νερό, που από απότομο ψηλό βράχο χύνει τα σκοτεινά νερά. Κι ο γρήγορος στα πόδια θείος Αχιλλέας τον λυπήθηκε, καθώς τον είδε, και μιλώντας του είπε φτερωτά λόγια: «Γιατί είσαι γεμάτος δάκρυα, Πάτροκλε, σαν μικρό κοριτσάκι που τρέχει πίσω από τη μητέρα του και της γυρεύει να το πάρει αγκαλιά πιάνοντάς την από το φόρεμα και την εμποδίζει, (στ. 10) μ' όλο που εκείνη είναι βιαστική, και την κοιτάζει γεμάτο δάκρυα, ως που να το πάρει στην αγκαλιά; Μ' αυτό μοιάζεις, Πάτροκλε, και χύνεις απαλό δάκρυ. Έχεις να πεις τίποτε στους Μυρμιδόνες ή σε μένα τον ίδιο; Ή μήπως άκουσες κάποιαν είδηση από τη Φθία εσύ μονάχος; Λένε πως ζει ακόμα ο Μενοίτιος, ο γιος του Άκτορα, ζει κι ο γιος του Αιακού, ο Πηλέας, ανάμεσα στους Μυρμιδόνες, που γι' αυτούς τους δυο αλήθεια πολύ θα λυπόμασταν αν πέθαιναν. Ή μήπως θρηνολογάς για τους Αργείους, γιατί χάνονται στα βαθιά καράβια από την ίδια τους την έπαρση; Πες μου το, μην το κρύβεις μέσα σου, για να το ξέρουμε και οι δυο». (στ. 20)

Λόγος του Πάτροκλου


Ο Πάτροκλος προσπαθεί να πείσει τον Αχιλλέα

Τότε βαριαστενάζοντας του είπες, αρματομάχε Πάτροκλε: «Αχιλλέα, γιε του Πηλέα, εσύ που είσαι ο πιο αντρειωμένος απ' όλους τους Αχαιούς, μη θυμώνεις, γιατί είναι μεγάλη η πίκρα που έχει πλακώσει τους Αχαιούς. Όλοι εκείνοι, που ήταν ως τώρα οι πιο γενναίοι στη μάχη, κείτονται στα καράβια χτυπημένοι από κοντά ή μακριά. Είναι χτυπημένος από μακριά ο γιος του Τυδέα, ο δυνατός Διομήδης, από κοντά ο ένδοξος για το δόρυ του Οδυσσέας και ο Αγαμέμνονας· από μακριά ο Ευρύπυλος στον μηρό, από σαΐτα. Αυτούς τους νοιάζονται γιατροί που ξέρουν πολλά φάρμακα γιατρεύοντας τις πληγές τους. Εσύ όμως, Αχιλλέα, είσαι αλύγιστος. Ποτέ να (στ. 30) μη με πιάσει εμένα τέτοιος θυμός, σαν αυτόν που κρατάς εσύ μέσα σου, εσύ που δείχνεις τη δύναμή σου στο κακό. Ποιος άλλος απ' αυτούς που θα γεννηθούν πιο ύστερα θα δει καλό από σένα, αν εσύ τώρα δεν διώξεις από τους Αργείους τον φοβερό χαμό; Άσπλαχνε! Πατέρας σου εξάπαντος δεν ήταν ο αρματομάχος Πηλέας, ούτε η Θέτιδα μάνα σου· εσένα σε γέννησε η λαμπερή θάλασσα και τα απόγκρεμα βράχια, γιατί είναι δίχως έλεος η καρδιά σου. Αν πάλι θέλεις να ξεφύγεις κάποια προφητεία θεού που έχεις μέσα στον νου σου και που τυχόν σου την είπε από τον Δία η σεβάσμια μάνα σου, στείλε τουλάχιστον εμένα γρήγορα και δώσε μου μαζί και τον άλλο στρατό των Μυρμιδόνων, μήπως μπορέσω και γίνω φως στους Δαναούς. Δώσε μου και τα (στ. 40) δικά σου όπλα να τα φορέσω στους ώμους, μήπως οι Τρώες, καθώς θα με πάρουν για σένα, τραβηχτούν από τον πόλεμο, και πάρουν την ανάσα τους οι πολεμικοί γιοι των Αχαιών, που βασανίζονται. Λίγο μόνο να ξανασάνει κανείς στον πόλεμο, του φτάνει. Ξεκούραστοι όπως είμαστε, θα μπορέσουμε εύκολα να σπρώξουμε πίσω προς την πόλη από τα πλοία και τις σκηνές ανθρώπους κουρασμένους από τη μάχη». Έτσι μίλησε παρακαλώντας ο πολύ άμυαλος· γιατί του μελλόταν να γυρέψει για τον ίδιο τον εαυτό του τον κακό θάνατο και τον χαμό.

Απάντηση-υποχώρηση του Αχιλλέα

 

Αχιλλέας-Πάτροκλος

Ο Αχιλλέας φροντίζει το πληγωμένο χέρι του Πάτροκλου.
Ερυθρόμορφη κύλικα του Ζωγράφου του Σωσία, 500 π.Χ. περίπου. δεσμός
Βερολίνο, Κρατικό Μουσείο

 

Πολύ συχυσμένος τότε του αποκρίθηκε ο γρήγορος στα πόδια Αχιλλέας: «Αλίμονο μου, διογέννητε Πάτροκλε, τι είναι αυτό που είπες; Ούτε καμιά προφητεία θεού ξέρω και νοιάζομαι γι' αυτή, ούτε (στ. 50) μου είπε τίποτα από τον Δία η σεβάσμια μητέρα μου· αυτός όμως ο φοβερός καημός μου σφίγγει την καρδιά και την ψυχή, όταν κάποιος άνθρωπος θέλει να ζημιώσει τον όμοιό του και να του πάρει πίσω το τιμητικό δώρο, γιατί έχει πιο μεγάλη δύναμη. Αυτό είναι βαρύς καημός για μένα, γιατί έχω τραβήξει τόσα βάσανα. Την κοπέλα που οι Αχαιοί μου την ξεχώρισαν για τιμητικό δώρο και που με το δικό μου το δόρυ την απόχτησα κυριεύοντας την καλοτειχισμένη πολιτεία τους, αυτήν μου την πήρε πίσω μέσ' από τα χέρια μου ο βασιλιάς Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, σαν να ήμουν κανένας τιποτένιος ξωμερίτης. Όμως αυτά ας τα αφήσουμε· έγιναν που (στ. 60) έγιναν· δεν γίνεται να κρατήσω τον θυμό αδιάκοπα μέσα μου· αλήθεια, είπα πως δεν θα πάψω την οργή μου, παρά μονάχα την ώρα που η βοή και ο πόλεμος θα φτάσει στα δικά μου τα καράβια. Εσύ όμως φόρεσε στους ώμους τα ξακουστά όπλα μου και γίνε αρχηγός στους φιλοπόλεμους Μυρμιδόνες στον πόλεμο, τη στιγμή που το μαύρο σύννεφο των Τρώων έζωσε με δύναμη τα καράβια, και οι άλλοι Αργείοι βρίσκονται στριμωγμένοι δίπλα στη θάλασσα και δεν τους μένει παρά λίγος πια τόπος· και η πολιτεία των Τρώων ολόκληρη ξεχύθηκε γεμάτη θάρρος· γιατί δεν βλέπουν πια ν' αστράφτει κοντά τους το μέτωπο της δικής μου περικεφαλαίας. (στ. 70) Γρήγορα θα το έβαζαν στα πόδια και θα γέμιζαν νεκρούς τα χαντάκια, αν ο Αγαμέμνονας μου είχε φερθεί με ευγένεια. Τώρα όμως χτυπούν από όλες τις μεριές το στρατόπεδό μας· γιατί δεν φρενιάζει το δόρυ μέσα στις παλάμες του Διομήδη, του γιου του Τυδέα, για να διώξει τον χαμό από τους Δαναούς. Και ούτε που άκουσα ακόμα τη φωνή του γιου του Ατρέα, του ανθρώπου που μισώ, να φωνάζει· του Έκτορα μόνο του αντροφονιά αντηχεί, καθώς δίνει κουράγιο στους Τρώες, κι εκείνοι με βοή κρατούν δική τους ολόκληρη την πεδιάδα, νικώντας στη μάχη τους Αχαιούς. (στ. 80) Όμως και έτσι, Πάτροκλε, ρίξου τους με δύναμη, διώχνοντας τον χαμό από τα καράβια, μήπως και μας κάψουν τα καράβια με φωτιά που καίει και δεν μας αφήσουν πια να γυρίσουμε. Κι άκουσέ με και κάνε όπως εγώ θα βάλω στο μυαλό σου, το πιο σπουδαίο σημείο από όσα σου λέω, για να βοηθήσεις να πάρω τιμή μεγάλη και δόξα από όλους τους Δαναούς, να μου γυρίσουν πίσω την πανέμορφη κόρη και να μου δώσουν από πάνω δώρα λαμπρά: άμα τους διώξεις από τα καράβια, γύρισε πάλι πίσω· κι αν σου δώσει ο άντρας της Ήρας, που βροντά βαριά, να κερδίσεις δόξα, εσύ μην το (στ. 90) θελήσεις να πολεμάς χωρίς εμένα με τους φιλοπόλεμους Τρώες· έτσι θα κάμεις να με τιμούν ακόμη πιο λίγο. Μήτε να σε πάρει το καμάρι στον πόλεμο και στη μάχη, καθώς θα σκοτώνεις Τρώες, και τραβήξεις μπροστά κατά το Ίλιο, μήπως μπει στη μέση κανένας από τους αιώνιους θεούς του Ολύμπου· γιατί αυτούς τους αγαπά πάρα πολύ ο μακροσαϊτευτής Απόλλωνας· μόνο να γυρίσεις πίσω πάλι, αφού θα έχεις δώσει φως στα καράβια, και εκείνους άφησέ τους να πολεμούν μέσα στην πεδιάδα. Ας ήταν, Δία πατέρα και Αθηνά και Απόλλωνα, να μην ξεφύγει τον θάνατο μήτε κανένας από τους Τρώες, όσοι είναι, μήτε κανένας από τους Αργείους, μονάχα εμείς οι δυο να γλιτώσουμε από τον χαμό, για να καταλύσουμε μονάχοι μας εμείς τους (στ. 100) ιερούς πύργους της Τροίας».

 

(μτφρ. Ό. Κομνηνού-Κακριδή, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1954

 



Ο Πάτροκλος φοράει τα άρματα του Αχιλλέα.
Στέκει μπροστά στον βωμό κρατώντας φιάλη και στρέφει το βλέμμα προς τον καθισμένο Αχιλλέα, που κάνει σπονδή για τον καλό γυρισμό του.
Ερυθρόμορφη στάμνος του Ζωγράφου του Κλεοφράδη, γύρω στο 480 π.Χ. Ρώμη, Βίλα Τζούλια

 

 

 

 


Μετάφραση Μαυρόπουλου

Αυτοί για το καλόστρωτο πλοίο χτυπιόνταν έτσι:

κι ο Πάτροκλος πλησίασε τον ρήγα Αχιλλέα

χύνοντας δάκρυα ζεστά σαν μαύρη νερομάνα

που χύνει από γκρεμό ψηλό τα σκοτεινά νερά της.

5 Ο Αχιλλέας ο γοργός πόνεσε βλέποντας τον και

λόγια ανεμάρπαστα σ' αυτόν μιλώντας είπε:

«Γιατί δακρύζεις, Πάτροκλε, σαν το μικρό κορίτσι

που τρέχει πλάι στη μάνα του, ζητάει να το πάρει,

κρατιέται απ' τα ρούχα της, τη βλέπει δακρυσμένο

10 και την κρατά, κι ας βιάζεται, ωσότου να το πάρει;

Πάτροκλε, όμοιος μ' αυτό θερμά τα δάκρυα χύνεις.

Στους Μυρμιδόνες, σε μένα κάτι να πεις γυρεύεις;

Τάχα μόνος να άκουσες μήνυμα απ' τη Φθία;

Πως ζει λεν ο Μενοίτιος, το τέκνο του Ακτόρου

15 ακόμη κι ο Πηλέας ζει μέσα στους Μυρμιδόνες,

που και των δυο ο θάνατος πολύ θα μας λυπούσε.

Μήπως για τους Αργείους κλαις, που χάνουν τις ζωές τους

από δικό τους φταίξιμο στα κοίλα πλοία πλάι;

Πες το, μην το κρατάς κρυφό, να ξέρουμε κι οι δυο μας.»

20 Κι είπες βαριά στενάζοντας, Πάτροκλε αλογάρη:

«Αχιλλέα, Πηλέα γιε, πιο δυνατέ απ' όλους,

μην οργιστείς· κακό τρανό πλακώνει τους Αργείους.

Οι ως τα τώρα δυνατοί κείτονται, πληγωμένοι

από μακριά κι από κοντά, όλοι μέσα στα πλοία.

25 Χτυπήθηκε από μακριά ο δυνατός Διομήδης,

χτυπήθηκαν από κοντά Ατρείδης κι Οδυσσέας,

στο μηρό ο Ευρύπυλος από μακριά με βέλος.

Μ' άπειρα βότανα γιατροί γιατρεύουν τις πληγές τους·

εσύ μόνο αμάλαχτος στέκεσαι, Αχιλλέα.

30 Ας μη με βρει τέτοιος θυμός, όποιον συ τώρα τρέφεις,

χαιρέκακε! Αργότερα ποιον τάχα θα ωφελήσεις,

αν τώρα από χαμό δε σώσεις τους Αργείους;

Ανάλγητε, πατέρα σου δεν είχες τον Πηλέα

ούτε μάνα τη Θέτιδα· γλαυκή θάλασσα, βράχια

35 απόγκρεμα σε γέννησαν σκληρή 'ναι η ψυχή σου!

Αν κάποιο μήνυμα θεών στη σκέψη σου αποφεύγεις,

αν η αφέντρα μάνα σου κάτι έφερε απ' τον Δία,

στείλε εμένα γρήγορα και τον στρατό μαζί μου

των Μυρμιδόνων, μήπως φως για τους Αργείους γίνω.

40 Και δώσε μου τα όπλα σου στους ώμους μου να βάλω,

πως είμαι συ νομίζοντας μήπως αποχωρήσουν

οι Τρώες κι έτσι οι δυνατοί Αργείοι αναπνεύσουν,

που τώρα βασανίζονται· καλή κι η λίγη ανάσα.

Πέφτοντας σε κατάκοπους εμείς ξεκουρασμένοι

45 εύκολα θα τους διώξουμε από σκηνές και πλοία.»

Έτσι τον παρακάλεσε ο άμυαλος. Ζητούσε

κακός χαμός για λόγου του και συμφορά να έρθει.

Ο Αχιλλέας ο γοργός του είπε οργισμένος:

«Ευγενικέ μου Πάτροκλε, ποπό τι λόγο είπες;

50 Δε νοιάζομαι για μήνυμα, που τάχα να το ξέρω,

ούτ' η αφέντρα μάνα μου κάτι έφερε απ' τον Δία·

ωστόσο φοβερός θυμός καρδιά, ψυχή μου εγγίζει,

όταν από τον ίσο του ζητάει κανείς ν' αρπάξει,

να πάρει το μερίδιο του, γιατί είναι πιο μεγάλος·

55 επειδή τράβηξα πολλά, γι' αυτό έχω θυμώσει.

Την κόρη που οι Αχαιοί μου διάλεξαν να πάρω

και την απόχτησα πόλη κουρσεύοντας μεγάλη

την πήρε απ' τα χέρια μου ο ρήγας ο Ατρείδης,

λες κι ήμουν κάποιος άνθρωπος ασήμαντος και ξένος.

60 Όμως πια ό,τι έγινε θ' αφήσουμε· αιώνια

στη σκέψη μου δε γίνεται να μείνει ο θυμός μου·

πως δε θα πάψω τον θυμό το είχα πει ωστόσο,

πριν φθάσουν μπρος στα πλοία μου φωνές, βροντή της μάχης.

Βάλε τώρα στους ώμους σου τα ένδοξα μου όπλα,

65 οδήγα τους ατρόμητους στη μάχη Μυρμιδόνες,

αφού το μαύρο σύννεφο των Τρώων έχει ζώσει

τα πλοία μας με δύναμη και στο ακροθαλάσσι

οι Αχαιοί στριμώχτηκαν μέσα σε λίγο τόπο

κι όλη των Τρώων έπεσε επάνω τους η πόλη

70 με θάρρος, γιατί δε βλέπουν κοντά τους πια να λάμπει

το μέτωπο του κράνους μου· φεύγοντας τα χαντάκια

με νεκρούς τους θα γέμιζαν, ο ρήγας ο Ατρείδης

αν μου φερόταν μαλακά· χτυπούν τον στρατό τώρα.

Γιατί δεν έχει δύναμη στα χέρια του Τυδείδη

75 το κοντάρι πια τον χαμό να διώξει απ' τους Αργείους·

κι ούτε ακούν πια τη φωνή του Ατρείδη να μιλάει

με τ' οργισμένο στόμα του- του Έκτορα βροντάει

του αντροφόνου η φωνή, καθώς τους Τρώες σπρώχνει,

κι αυτοί στον κάμπο κυριαρχούν, συντρίβουν τους Αργείους.

80 Μα κι έτσι τώρα, Πάτροκλε, διώχνοντας απ' τα πλοία

το χαλασμό μπες δυνατά, μη με φωτιά μας κάψουν

τα πλοία και τον γυρισμό μας κόψουν στην πατρίδα.

Μα άκουσε ό,τι θα πω και βάλε το στον νου σου,

δόξα μεγάλη και τιμή απ' όλους να κερδίσω

85 τους Δαναούς, την όμορφη κόρη να μου γυρίσουν

κι άλλα πολλά περίλαμπρα δώρα να μου χαρίσουν.

Σαν τους διώξεις απ' τα πλοία, γύρισε πίσω πάλι·

κι αν δόξα ο βαρύβροντος ο Δίας σου χαρίζει,

μη λαχταράς να πολεμάς χωρίς εγώ να είμαι

90 τους Τρώες τους πολεμιστές· θα μου στερήσεις δόξα·

μήτε απ' τη μάχη, τη σφαγή σκοτώνοντας τους Τρώες

μεθύσεις και προς την Τροία με θάρρος προχωρήσεις,

μην μπει στη μέση ένας θεός αθάνατος του Ολύμπου·

πολύ, βλέπεις, τους αγαπά ο μακρορίχτης Φοίβος.

95 Μα πίσω πάλι γύρισε, όταν τα πλοία σώσεις,

και άφησε να πολεμούν οι άλλοι μες στον κάμπο.

Μακάρι, Δία πατέρα και Αθηνά και Φοίβε,

το χάρο να μη γλίτωνε κανένας απ' τους Τρώες

μήτ' απ' τους Αργείους κι οι δυο να μέναμε μονάχα

100 μόνοι εμείς να ρίχναμε τ' άγια της Τροίας τείχη.»

αρχή

 



Μετάφραση Πολυλά

Και αυτοί για το καλόστρωτο καράβι επολεμούσαν.

Και ο Πάτροκλος εστέκονταν εμπρός στον Αχιλλέα

κι έχυνε δάκρυα θερμά, σαν βρύση οπού κυλάει

επάνω εις βράχον γλιστερόν τα σκοτεινά νερά της.

5 τον είδε και συμπόνεσεν ο θείος Αχιλλέας,

και αμέσως τον ερώτησεν: «Ω Πάτροκλε, τι κλαίεις;

Κοράσι ομοιάζεις τρυφερό που οπίσω απ’ την μητέρα

τρέχει και την παρακαλεί στον κόρφο να το πάρει,

και απ’ την ποδιά της την κρατεί, που βιαστικά πηγαίνει,

10 και ως να το πάρει την κοιτά με μάτια δακρυσμένα·

ομοίως, Πάτροκλε, θερμά και συ τα δάκρυα χύνεις.

Στους Μυρμιδόνας ή σ’ εμέ θα φανερώσεις κάτι;

Ἢ κάποιο μήνυμα κρυφό σου έφθασε απ’ την Φθίαν;

Ζει ακόμη ο Μενοίτιος, του Άκτορος, ως λέγουν,

15 ζει και ο Πηλεύς του Αιακού, στην γην των Μυρμιδόνων,

που άκουσμα θά ᾽ταν θλιβερό σ’ εμάς ο θάνατός των·

ή κλαίεις για τους Αχαιούς, καθώς παθαίνουν θραύσιν

στες πρύμνες και τ’ αδίκημα πλερώνουν το δικό τους;

Λέγε, μη τό ᾽χεις μυστικό, κι εγὠ να το γνωρίσω».

20 Πάτροκλ᾽, εβαρυστέναξες, ιππόμαχε, και του ᾽πες:

«Των Αχαιών υπέρτατε, Πηλείδη Αχιλλέα,

πώς να μη κλάψω; Συμφορά μεγάλη τους Αργείους

εβρήκεν, ότι κείτονται στες πρύμνες λαβωμένοι

αυτοί που ως τώρα ελέγονταν οι πρώτοι πολεμάρχοι.

25 Κει λαβωμένος κείτεται και ο δυνατός Τυδείδης,

ο Οδυσσεύς και ο δοξαστός στην λόγχην Αγαμέμνων,

και στο μερί λαβώθηκεν ο Ευρύπυλος με βέλος.

Και πολυβόταν’ ιατροί κοιτάζουν τες πληγές των

αλλά συ είσαι αμάλακτος, Πηλείδη· μη ποτέ μου

30 χολή με πιάσει ωσαν αυτή που συ στα στήθη τρέφεις.

Ποιον θα ωφελήσει απόγονον η άτυχή σου ανδρεία

αν τώρ’ από τον όλεθρον δεν σώσεις τους Αργείους;

Σκληρέ· πατέρας σου ο Πηλεύς δεν ήταν μήτε η Θέτις

μητέρ᾽, αλλά σ’ εγέννησαν η θάλασσα και οι βράχοι,

35 τόσο είναι η γνώμη ασύντριφτη μες στ’ άπονά σου στήθη·

και αν εις τον νουν σου έχεις χρησμόν, που ν’ αποφύγεις θέλεις,

και η δέσποινα η μητέρα σου σού ανάφερε απ’ τον Δία,

εμέ καν στείλ’ ευθύς και ομού τους Μυρμιδόνας όλους,

ίσως μ’ εμένα ολίγο φως ιδούν οι νικημένοι.

40 Και τ’ άρματά σου δώσε μου να τα φορώ στην μάχην,

ίσως ειπούν πως είσαι συ και ξεκοπούν οι Τρώες

από την μάχην, άνεσιν να λάβουν οι θλιμμένοι

τ’ ανάσαμα είν’ ελάφρωσις, όσον μικρά και αν είναι.

Κι εύκολα εμείς ακόπωτοι τα πλήθη κοπωμένα

45 θα διώχναμε, στην πόλιν τους να φύγουν απ’ τα πλοία».

Παρακαλούσεν ο τυφλός ολόθερμα, και ωστόσο

παρακαλούσε θάνατον κακόν τής κεφαλής του.

Και του ᾽πε μ’ αγανάκτησιν ο γρήγορος Πηλείδης:

«Πάτροκλε διογέννητε, όιμέ, ποιον λόγον είπες!

50 μήτε χρησμόν λογιάζω εγώ, που να γνωρίζω, μήτε

λόγον μού έφερε η σεπτή μητέρ’ από τον Δία·

αλλ’ είναι τούτ’ οπού βαθιά πληγώνει την ψυχήν μου,

άνθρωπος του ομοίου του το γέρας να του πάρει

οπίσω, ότ’ είναι ανώτερος στην εξουσίαν μόνον·

55 με όσα ως τώρα υπόφερα και αυτόν τον πόνον έχω.

Την κόρην που μού διάλεξαν οι Αχαιοί βραβείον,

που εκείνην, όταν έριξα τής χώρας της τα τείχη,

έχει αποκτήσ’ η λόγχη μου, μού επήρε τώρα οπίσω

ο Ατρείδης, ως ατίμητος να ήμουν εδώ ξένος.

60 Αλλ’ ό,τι εγίνη ας έγινε. Κι αιώνια να βαστάξει

δεν ημπορούσεν η χολή τωόντι στον θυμόν μου

είπα, που δεν θα έπαυα, πριν στα δικά μου πλοία

τής μάχης φθάσει ο βοητός και βρόντος του πολέμου·

αλλ’ έπαρε και ζώσου εσύ τα υπέρλαμπρ’ άρματά μου

65 και οδήγα τους ατρόμητους στην μάχην Μυρμιδόνας

ότι από Τρώας σύγνεφο κατάμαυρο έχει ζώσει

τες πρύμνες όλες κι οι Αχαιοί σπρωχθήκαν στης θαλάσσης

την άκρην άκρην και κρατούν ακόμη ολίγον τόπον.

Και όλη των Τρώων έπεσεν επάνω τους η πόλις,

70 ξέθαρροι, οπού του κράνους μου το μέτωπο να λάμπει

κοντά δεν βλέπουν· και γοργά θα φεύγαν να γεμίσουν

νεκροί τους λάκκους, αν σ’ εμέ ήταν ο Ατρείδης πράος·

και τώρα ιδού πώς τον στρατόν εζώσαν τ’ άρματά τους.

Διότι από τον όλεθρον τους Δαναούς να σώσει

75 η λόγχη πλέον δεν λυσσά στο χέρι του Τυδείδη,

ουδέ του Ατρείδη ακούω πλια το μισητό μου στόμα,

αλλά του Έκτορος βροντά φωνή, του ανθρωποφόνου,

το πρόσταγμα εις τους Τρώας του, που όλην την πεδιάδα

πλημμύρισαν και με βοήν συντρίβουν τους Αργείους.

80 Αλλ’ όμως πέσ’ απάνω τους, ω Πάτροκλε ανδρειωμένε,

πρόφθασε πριν αδάμαστην βάλουν φωτιά στα πλοία

και κόψουν την επιστροφήν στην ποθητήν πατρίδα.

Και όλον τον λόγον που θά ειπώ βάλε στον νουν και πείθου˙

να λάβω δόξαν και τιμήν απ’ όλους τους Αργείους

85 θα κάμεις και την όμορφην να μου αποδώσουν κόρην,

με δώρ’ ακόμα υπέρλαμπρα· και αφού μακράν των πλοίων

τους διώξεις, γύρε παρευθύς· κι εάν θελήσεις δόξαν

να σου χαρίσει βροντητής, μη συ επιθυμήσεις

χωρίς εμέ ν’ αγωνισθείς με τ’ ανδρειωμένα πλήθη

90 των Τρώων˙ και αδοξώτερον θε να με καταστήσεις

μη στου πολέμου την φωτιάν και στην σφαγήν των Τρώων

μεθύσεις και ως την Ίλιον με θάρρος προχωρήσεις,

μη κάποιος απ’ τον Όλυμπον θεός εμπεί στην μάχην,

ότι πολύ τους αγαπά ο μακροβόλος Φοίβος.

95 Αλλ’ άμα φέρεις άνεσιν στες πρύμνες στρέψε οπίσω

ευθύς, κι εκείνοι ας πολεμούν κατόπι στην πεδιάδα.

Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων, χάρισέ μας

κανείς από τον θάνατον να μη σωθεί των Τρώων

μηδέ κανείς των Αχαιών, να μείνωμεν οι δύο

100 και μόνοι εμείς να ρίξομε τα τείχ’ ιερά της Τροίας».

αρχή