Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 26 ημέρα
(στ. 1) Αυτοί έτσι πολεμούσαν γύρω στο καράβι με το όμορφο κατάστρωμα· στο μεταξύ ο Πάτροκλος ήρθε και στάθηκε κοντά στον Αχιλλέα, τον κυβερνήτη του στρατού, χύνοντας δάκρυα ζεστά σα βρύση με μαύρο νερό, που από απότομο ψηλό βράχο χύνει τα σκοτεινά νερά. Κι ο γρήγορος στα πόδια θείος Αχιλλέας τον λυπήθηκε, καθώς τον είδε, και μιλώντας του είπε φτερωτά λόγια: «Γιατί είσαι γεμάτος δάκρυα, Πάτροκλε, σαν μικρό κοριτσάκι που τρέχει πίσω από τη μητέρα του και της γυρεύει να το πάρει αγκαλιά πιάνοντάς την από το φόρεμα και την εμποδίζει, (στ. 10) μ' όλο που εκείνη είναι βιαστική, και την κοιτάζει γεμάτο δάκρυα, ως που να το πάρει στην αγκαλιά; Μ' αυτό μοιάζεις, Πάτροκλε, και χύνεις απαλό δάκρυ. Έχεις να πεις τίποτε στους Μυρμιδόνες ή σε μένα τον ίδιο; Ή μήπως άκουσες κάποιαν είδηση από τη Φθία εσύ μονάχος; Λένε πως ζει ακόμα ο Μενοίτιος, ο γιος του Άκτορα, ζει κι ο γιος του Αιακού, ο Πηλέας, ανάμεσα στους Μυρμιδόνες, που γι' αυτούς τους δυο αλήθεια πολύ θα λυπόμασταν αν πέθαιναν. Ή μήπως θρηνολογάς για τους Αργείους, γιατί χάνονται στα βαθιά καράβια από την ίδια τους την έπαρση; Πες μου το, μην το κρύβεις μέσα σου, για να το ξέρουμε και οι δυο». (στ. 20)
Τότε βαριαστενάζοντας του είπες, αρματομάχε Πάτροκλε: «Αχιλλέα, γιε του Πηλέα, εσύ που είσαι ο πιο αντρειωμένος απ' όλους τους Αχαιούς, μη θυμώνεις, γιατί είναι μεγάλη η πίκρα που έχει πλακώσει τους Αχαιούς. Όλοι εκείνοι, που ήταν ως τώρα οι πιο γενναίοι στη μάχη, κείτονται στα καράβια χτυπημένοι από κοντά ή μακριά. Είναι χτυπημένος από μακριά ο γιος του Τυδέα, ο δυνατός Διομήδης, από κοντά ο ένδοξος για το δόρυ του Οδυσσέας και ο Αγαμέμνονας· από μακριά ο Ευρύπυλος στον μηρό, από σαΐτα. Αυτούς τους νοιάζονται γιατροί που ξέρουν πολλά φάρμακα γιατρεύοντας τις πληγές τους. Εσύ όμως, Αχιλλέα, είσαι αλύγιστος. Ποτέ να (στ. 30) μη με πιάσει εμένα τέτοιος θυμός, σαν αυτόν που κρατάς εσύ μέσα σου, εσύ που δείχνεις τη δύναμή σου στο κακό. Ποιος άλλος απ' αυτούς που θα γεννηθούν πιο ύστερα θα δει καλό από σένα, αν εσύ τώρα δεν διώξεις από τους Αργείους τον φοβερό χαμό; Άσπλαχνε! Πατέρας σου εξάπαντος δεν ήταν ο αρματομάχος Πηλέας, ούτε η Θέτιδα μάνα σου· εσένα σε γέννησε η λαμπερή θάλασσα και τα απόγκρεμα βράχια, γιατί είναι δίχως έλεος η καρδιά σου. Αν πάλι θέλεις να ξεφύγεις κάποια προφητεία θεού που έχεις μέσα στον νου σου και που τυχόν σου την είπε από τον Δία η σεβάσμια μάνα σου, στείλε τουλάχιστον εμένα γρήγορα και δώσε μου μαζί και τον άλλο στρατό των Μυρμιδόνων, μήπως μπορέσω και γίνω φως στους Δαναούς. Δώσε μου και τα (στ. 40) δικά σου όπλα να τα φορέσω στους ώμους, μήπως οι Τρώες, καθώς θα με πάρουν για σένα, τραβηχτούν από τον πόλεμο, και πάρουν την ανάσα τους οι πολεμικοί γιοι των Αχαιών, που βασανίζονται. Λίγο μόνο να ξανασάνει κανείς στον πόλεμο, του φτάνει. Ξεκούραστοι όπως είμαστε, θα μπορέσουμε εύκολα να σπρώξουμε πίσω προς την πόλη από τα πλοία και τις σκηνές ανθρώπους κουρασμένους από τη μάχη». Έτσι μίλησε παρακαλώντας ο πολύ άμυαλος· γιατί του μελλόταν να γυρέψει για τον ίδιο τον εαυτό του τον κακό θάνατο και τον χαμό.
Ο Αχιλλέας φροντίζει το πληγωμένο χέρι του Πάτροκλου.
Ερυθρόμορφη κύλικα του Ζωγράφου του Σωσία, 500 π.Χ. περίπου.
Βερολίνο, Κρατικό Μουσείο
Πολύ συχυσμένος τότε του αποκρίθηκε ο γρήγορος στα πόδια Αχιλλέας: «Αλίμονο μου, διογέννητε Πάτροκλε, τι είναι αυτό που είπες; Ούτε καμιά προφητεία θεού ξέρω και νοιάζομαι γι' αυτή, ούτε (στ. 50) μου είπε τίποτα από τον Δία η σεβάσμια μητέρα μου· αυτός όμως ο φοβερός καημός μου σφίγγει την καρδιά και την ψυχή, όταν κάποιος άνθρωπος θέλει να ζημιώσει τον όμοιό του και να του πάρει πίσω το τιμητικό δώρο, γιατί έχει πιο μεγάλη δύναμη. Αυτό είναι βαρύς καημός για μένα, γιατί έχω τραβήξει τόσα βάσανα. Την κοπέλα που οι Αχαιοί μου την ξεχώρισαν για τιμητικό δώρο και που με το δικό μου το δόρυ την απόχτησα κυριεύοντας την καλοτειχισμένη πολιτεία τους, αυτήν μου την πήρε πίσω μέσ' από τα χέρια μου ο βασιλιάς Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, σαν να ήμουν κανένας τιποτένιος ξωμερίτης. Όμως αυτά ας τα αφήσουμε· έγιναν που (στ. 60) έγιναν· δεν γίνεται να κρατήσω τον θυμό αδιάκοπα μέσα μου· αλήθεια, είπα πως δεν θα πάψω την οργή μου, παρά μονάχα την ώρα που η βοή και ο πόλεμος θα φτάσει στα δικά μου τα καράβια. Εσύ όμως φόρεσε στους ώμους τα ξακουστά όπλα μου και γίνε αρχηγός στους φιλοπόλεμους Μυρμιδόνες στον πόλεμο, τη στιγμή που το μαύρο σύννεφο των Τρώων έζωσε με δύναμη τα καράβια, και οι άλλοι Αργείοι βρίσκονται στριμωγμένοι δίπλα στη θάλασσα και δεν τους μένει παρά λίγος πια τόπος· και η πολιτεία των Τρώων ολόκληρη ξεχύθηκε γεμάτη θάρρος· γιατί δεν βλέπουν πια ν' αστράφτει κοντά τους το μέτωπο της δικής μου περικεφαλαίας. (στ. 70) Γρήγορα θα το έβαζαν στα πόδια και θα γέμιζαν νεκρούς τα χαντάκια, αν ο Αγαμέμνονας μου είχε φερθεί με ευγένεια. Τώρα όμως χτυπούν από όλες τις μεριές το στρατόπεδό μας· γιατί δεν φρενιάζει το δόρυ μέσα στις παλάμες του Διομήδη, του γιου του Τυδέα, για να διώξει τον χαμό από τους Δαναούς. Και ούτε που άκουσα ακόμα τη φωνή του γιου του Ατρέα, του ανθρώπου που μισώ, να φωνάζει· του Έκτορα μόνο του αντροφονιά αντηχεί, καθώς δίνει κουράγιο στους Τρώες, κι εκείνοι με βοή κρατούν δική τους ολόκληρη την πεδιάδα, νικώντας στη μάχη τους Αχαιούς. (στ. 80) Όμως και έτσι, Πάτροκλε, ρίξου τους με δύναμη, διώχνοντας τον χαμό από τα καράβια, μήπως και μας κάψουν τα καράβια με φωτιά που καίει και δεν μας αφήσουν πια να γυρίσουμε. Κι άκουσέ με και κάνε όπως εγώ θα βάλω στο μυαλό σου, το πιο σπουδαίο σημείο από όσα σου λέω, για να βοηθήσεις να πάρω τιμή μεγάλη και δόξα από όλους τους Δαναούς, να μου γυρίσουν πίσω την πανέμορφη κόρη και να μου δώσουν από πάνω δώρα λαμπρά: άμα τους διώξεις από τα καράβια, γύρισε πάλι πίσω· κι αν σου δώσει ο άντρας της Ήρας, που βροντά βαριά, να κερδίσεις δόξα, εσύ μην το (στ. 90) θελήσεις να πολεμάς χωρίς εμένα με τους φιλοπόλεμους Τρώες· έτσι θα κάμεις να με τιμούν ακόμη πιο λίγο. Μήτε να σε πάρει το καμάρι στον πόλεμο και στη μάχη, καθώς θα σκοτώνεις Τρώες, και τραβήξεις μπροστά κατά το Ίλιο, μήπως μπει στη μέση κανένας από τους αιώνιους θεούς του Ολύμπου· γιατί αυτούς τους αγαπά πάρα πολύ ο μακροσαϊτευτής Απόλλωνας· μόνο να γυρίσεις πίσω πάλι, αφού θα έχεις δώσει φως στα καράβια, και εκείνους άφησέ τους να πολεμούν μέσα στην πεδιάδα. Ας ήταν, Δία πατέρα και Αθηνά και Απόλλωνα, να μην ξεφύγει τον θάνατο μήτε κανένας από τους Τρώες, όσοι είναι, μήτε κανένας από τους Αργείους, μονάχα εμείς οι δυο να γλιτώσουμε από τον χαμό, για να καταλύσουμε μονάχοι μας εμείς τους (στ. 100) ιερούς πύργους της Τροίας».
(μτφρ. Ό. Κομνηνού-Κακριδή, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1954
Ο Πάτροκλος φοράει τα άρματα του Αχιλλέα.
Στέκει μπροστά
στον βωμό κρατώντας φιάλη και στρέφει το βλέμμα προς τον καθισμένο Αχιλλέα, που κάνει σπονδή για τον καλό γυρισμό του.
Ερυθρόμορφη στάμνος του Ζωγράφου του Κλεοφράδη, γύρω στο 480 π.Χ. Ρώμη, Βίλα Τζούλια