ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Ο Πάτροκλος ξεχνάει τις οδηγίες του Αχιλλέα
● Τελευταίες φάσεις της αριστείας του Πάτροκλου
● Ρόλος του Απόλλωνα στο θάνατο του Πάτροκλου
● Ποιο γεγονός θα φέρει πίσω τον Αχιλλέα στη μάχη;
ΣΤΟΧΟΙ
● Οι τελευταίες φάσεις της αριστείας του Πάτροκλου, η αξία και η γενναιότητά του.
● Ο θάνατος του Πάτροκλου, η ανδροκτασία επώνυμου Αχαιού στην Ιλιάδα, και η σημασία του γεγονότος αυτού για την εξέλιξη της πλοκής.
● Ο θάνατος του Πατρόκλου είναι προάγγελος της επιστροφής του Αχιλλέα στη μάχη.
● Η ύβρη του Έκτορα, ώστε ο επικείμενος θάνατος του να είναι δικαιολογημένος με βάση την ομηρική ηθική.
● Αφηγηματικές τεχνικές (προοικονομία, παρομοίωση και αποστροφή).
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 26η ημέρα
Ο Κεβριόνης πάνω στο άρμα. Τον πλαισιώνουν ο Έκτορας και ο Γλαύκος.
Μελανόμορφη υδρία, αποδίδεται στον ζωγράφο του Λονδίνου, 575-550 π.Χ.
Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο 1861,0425.43
Τότ' είπε του Αυτομέδοντος ο Πάτροκλος να σπρώξει
685 το αμάξι αυτού κατάποδα των Τρώων και Λυκίων·
ποια τύφλωσις! Αν φύλαγε τον λόγον του Αχιλλέως,
την μοίραν θα εξέφευγε την μαύρην του θανάτου.
Αλλά του Δί' αξίζει ο νους πλιότερο ή του ανθρώπου,
που εύκολα και άνδρ' ατρόμητον δειλιάζει και την νίκην
690 του αφαιρεί και άλλην φοράν τον σπρώχνει αυτός στην μάχην
όπως τότ' έβαλε φωτιά στα στήθη του Πατρόκλου.
Ποιον πρώτον και ποιον ύστερον εγύμνωσες στην μάχην,
Πάτροκλε, οπόταν οι θεοί σ' εκάλεσαν στον Άδην;
Έπεσε πρώτα ο Άδρηστος· ο Αυτόνοος κατόπιν,
695 ο Επίστωρ, ο Μελάνιππος, ο Πέριμος Μεγάδης,
ο Έχεκλος, ο Έλασος, ο Μούλιος και ο Πυλάρτης,
κι οι άλλοι εδειλοψύχησαν κι εφύγαν όλοι εμπρός του.
Θα 'παιρναν τότ' οι Αχαιοί την υψηλήν Τρωάδα,
τόσο τριγύρω εμάνιζεν η λόγχη του Πατρόκλου,
700 στον πύργον αν δεν έστεκεν ο Φοίβος, που, των Τρώων
υπέρμαχος, τον όλεθρον εκείνου εμελετούσε.
Και τρεις εσκάλωσε φορές ο Πάτροκλος στο τείχος
και τρεις τον εξετίναξεν ο Φοίβος με τα χέρια
τ' αθάνατα κτυπώντας του την φωτεινήν ασπίδα.
705Αλλ' ότι ως δαίμων τέταρτην φοράν εχύθη ο ήρως,
φοβερήν του 'βαλε κραυγήν ο Απόλλων και του είπε:
«Πάτροκλε διογέννητε, δεν έχει ορίσ' η μοίρα
των αποτόλμων Τρώων συ την πόλιν να πορθήσεις,
ούδ' ο Αχιλλεύς, εις την ανδρειά περίσσ' ανώτερός σου».
710 Είπε, κι ευθύς ο Πάτροκλος μακράν εσύρθη οπίσω
για να αποφύγει την οργήν του μακροβόλου Φοίβου.
Κι έμειν' ο Έκτωρ στες Σκαιές με τα γοργά πουλάρια·
κι ερεύνα ο νους του αν θα στραφεί στην ταραχήν της μάχης
ή θα φωνάξει στον λαόν ν' αποκλεισθεί στο τείχος.
715 Και τούτο ενώ στοχάζονταν, ήλθεν εμπρός του ο Φοίβος·
άνδρας εφάνη στην μορφήν καλός και ρωμαλέος,
ο Άσιος, οπού θείον του τον είχε απ' την Εκάβην,
και ήταν υιός του Δύμαντος, που πέρα εις της Φρυγίας
τα μέρ' ήταν εγκάτοικος κει που ο Σαγγάριος ρέει.
720Εκείνου επήρε την μορφήν και του 'πε τότε ο Φοίβος:
«Έκτορ', από τον πόλεμον τι απέχεις; Δεν σου πρέπει.
Άμποτε αντί κατώτερος να 'μουν ανώτερός σου,
ελεεινήν ανάπαυσιν θα είχες απ' την μάχην.
Αλλ' έλα, κίνα τ' άλογα στον Πάτροκλον επάνω
725 ίσως τον πάρ' η λόγχη σου και ο Φοίβος σε δοξάσει».
Είπε κι εστράφη ο θεός στον θόρυβον της μάχης
και τον ανδρείον πρόσταξεν ο Έκτωρ Κεβριόνην
ευθύς κατά τον πόλεμον τους ίππους να ραβδίσει.
Κι έβαλε τάραχον κακόν ο Φοίβος στους Αργείους,
730 των Τρώων και του Έκτορος την νίκην να χαρίσει.
Και ο Έκτωρ δεν εφρόντιζε τους άλλους να φονεύει
αλλά τους ίππους έσπρωχνε στον Πάτροκλο επάνω.
Και από τ' αμάξι ο Πάτροκλος επήδησε κρατώντας
την λόγχην με τ' αριστερό, κι εφούκτωσε με τ' άλλο
735 χοντρό λιθάρι δοντερό, και αντιστυλωμένος
το 'ριξε και τον Έκτορα εκτύπησε απ' ολίγο.
Αλλ' όμως τον ηνίοχον τον Κεβριόνην ήβρε,
που ήταν νοθογέννητος του δοξαστού Πριάμου,
ενώ κρατούσε τα λουριά, μες στο μεσόφρυδό του,
740 και ο τραχύς λίθος σύντριψε τα φρύδια, και όλο εσπάσθη
το κόκαλο, και καταγής επέσαν οι οφθαλμοί του
αυτού εμπρός στα πόδια του· και απ' τον λαμπρόν του θρόνον
έπεσε κάτω ως βουτηχτής και εβγήκεν η ψυχή του.
Και τότε τον ανάπαιξες, ως Πάτροκλε ιππόμαχε.
745 «Ω κοίτα! Πόσο είν' ελαφρός που εύκολα βουτάει!
μες στο ιχθυοφόρο πέλαγος αν τύχαινεν εκείνος,
και μέσα στ' άγρια κύματα θα επήδ' από την πλώρην
να ψάξει στρείδια και πολλούς μ' εκείνα να χορτάσει·
τόσο εύκολ' απ' την άμαξα στο σιάδι αυτός βουτάει·
750 είναι κι οι Τρώες βουτηχταί πιδέξιοι, καθώς βλέπω».
Είπε, κι ευθύς εχύθηκε στον ήρωα Κεβριόνην,
την ορμήν είχε λεονταριού, που ταύρους αφανίζει
ώσπου στο στήθος το κτυπούν κι η ανδρειά του το φονεύει·
με λύσσαν τέτοιαν, Πάτροκλε, του εχύθηκες επάνω.
755 Και απ' τ' άλλο μέρος πήδησεν ο Έκτωρ απ' τ' αμάξι·
κι εκείν' οι δυο πιάσθηκαν εις τον νεκρόν επάνω
σαν δυο λεοντάρια στο βουνό, της πείνας λυσσιασμένα,
μάχονται μεγαλόψυχα για σκοτωμένο ελάφι.
Παρόμοια ποίος τον νεκρόν να πάρει Κεβριόνην
760 ο Έκτωρ και ο Πάτροκλος, μάχης δεινοί τεχνίται,
με τον αλύπητον χαλκόν ν' αντισφαγούν ζητούσαν.
Με πείσμ' από την κεφαλήν ο Έκτωρ τον κρατούσε·
ο Έκτωρ και ο Πάτροκλος· κι επάνω των οι άλλοι,
οι Τρώες και οι Δαναοί, σφοδρήν κρατούσαν μάχην.
765 Και όπως μ' αγών' αντίζηλον ο Εύρος με τον Νότον
στο όρος δάσος πολεμούν βαθύ και φουντωμένο
από πολύφλουδες κρανιές και φράξα και μελέγους,
που σμίγουν όλ', αντικτυπούν τα μακριά κλαδιά τους,
και όπως συντρίβονται πολύς ο βρόντος αντηχάει,
770 όμοια με αντίθετην ορμήν οι Αχαιοί και οι Τρώες
σφάζονταν και την άνανδρην φυγήν στον νουν δεν είχαν.
Και ως μάχονταν ολόγυρα εκεί στον Κεβριόνην,
λόγχες εμπήχθηκαν πολλές και φτεροφόρ' ακόντια
και ασπίδες σκούντησαν πολλές λιθάρια φουκτωμένα.
775 Και αυτός στο μέσο απέραντος στον στρόβιλον της σκόνης
κοιτάμενος τους ιππικούς αγώνες λησμονούσε.
Και όσον ο ήλιος έλαμπε στα μεσουράνια μέρη
κτυπιόταν κι έπεφταν πολλοί και απ' τα δύο μέρη ομοίως·
και άμ' έγειρεν ο ήλιος, όταν τα βόδια λυώνται,
780 τότ' ενικούσαν οι Αχαιοί χωρίς να θέλ' η μοίρα.
Και από τ' ακόντια ξέσυραν τον ήρωα Κεβριόνην
μακράν των Τρώων, κι έπειτα τον γδύσαν απ' τα όπλα.
Στους Τρώας πέφτει ο Πάτροκλος αφανισμόν να φέρει
και τρεις φορές κραυγάζοντας τρομακτικώς εχύθη
785 και άνδρες εννέα τη φορά ροβόλησαν στον Άδη.
Αλλ' όταν τέταρτην φοράν ωσάν θεός ορμούσε,
τότε σου εφάνη, Πάτροκλε, το τέλος της ζωής σου·
ότι στην μάχην σου 'λθ' εμπρός τρομακτικός ο Φοίβος.
Και δεν τον είδε, ως έρχονταν, στην ταραχήν της μάχης,
790 μες στην κατάχνια ολόκλειστος· του εστήθη οπίσω ο Φοίβος,
με την παλάμην πετακτήν τού επάταξε τους ώμους
και όλην την ράχιν· κι έστριψαν τα μάτια του Πατρόκλου.
Και ο Φοίβος απ' την κεφαλήν τού επέταξε το κράνος,
που αντήχησε, ως εκύλησε στα πόδια εκεί των ίππων·
795 και η χαίτη του στα χώματα μολύνθη και στο αίμα.
Και ως τότε δεν εγίνετο να μολυνθεί στο χώμα
ο κώνος λαμπροφούντωτος, που έσκεπε τ' ωραίο
μέτωπο και την κεφαλήν του θείου Αχιλλέως·
και τότε το 'δωκεν ο Ζευς του Έκτορος να σκέπει
900 την κεφαλήν του κι έφθανε σ' αυτόν η μαύρ' ημέρα.
Κι εκόπη το μακρόσκιο κοντάρι στην παλάμην
το λογχοφόρο, το βαρύ, και του 'πεσε απ' τους ώμους
μ' όλον τον τελαμώνα της η κροσσωμένη ασπίδα.
Και ο Φοίβος, του Διός υιός, τον θώρακα του λύει.
805 Εθεοκρούσθη ο Πάτροκλος, του ελύθηκαν τα μέλη
και θαμπωμένος έμεινε· και οπίσω με την λόγχην
τον κτύπησ' ένας Δάρδανος των ώμων εις την μέσην,
ο Πανθοΐδης Εύφορβος, που επρώτευε των άλλων
στην λόγχην, εις το τρέξιμο και στην ιππομαχίαν.
810 Όταν πολέμου αμάθητος πρωτήλθεν ιππομάχος,
είκοσι άνδρες μόνος του κατέβασε απ' τους ίππους.
Αυτός πρώτος σ' ελόγχισεν, ω Πάτροκλε ιππομάχε,
και δεν σε φόνευσε, κι ευθύς την λόγχην απ' το σώμα
άρπαξε και μες στον στρατόν εσύρθη, δεν εστάθη
815 ν' αντιταχθεί στον Πάτροκλον, αν και ξαρματωμένον.
Αλλ' ως το χέρι του θεού τον δάμασε και η λόγχη,
προς τους συντρόφους έστρεφε την μοίραν να αποφύγει.
Και ο Έκτωρ απ' τες φάλαγγες, άμ' είδε τον γενναίον
Πάτροκλον ν' αποσύρεται κονταροπληγωμένος,
820 προχώρησε, του εστήθη εμπρός, και μέσα εις το λαγγόνι
την λόγχην όλην έμπηξε κι η άκρη εβγήκε πέρα.
Έπεσε και κατήφεια στους Αχαιούς εχύθη.
Και ως λέοντας και αδείλιαστος αγριόχοιρος στο όρος
μάχονται μεγαλόψυχα για μια μικρή βρυσούλα,
825 ότι να πιουν θέλουν και οι δυο με λύσσαν, ώσπου ο χοίρος
ασκομαχώντας ξεψυχά στον λέοντ' αποκάτω·
ομοίως τον ανδράγαθον υιόν του Μενοιτίου,
πολλών φονέα μαχητών ο Πριαμίδης Έκτωρ
με λόγχην εθανάτωσε κι επάνω του εκαυχήθη:
830 «Την πόλιν μας, ω Πάτροκλε, θαρρούσες ν' αφανίσεις,
και δούλες στην πατρίδα σου να πάρεις τες γυναίκες,
ανόητε! Και ακούραστα γι' αυτές ετρικυμίζαν
τ' άλογα τα φτερόποδα του Έκτορος, κι εκείνος, —
που είμαι πρώτος μαχητής των φιλομάχων Τρώων,
835 και δεν θα ιδούν, ενόσω ζω, την δουλικήν ημέρα·
και τώρα σε τα όρνεα θα φάγουν εις την Τροίαν.
Άθλιε! Δεν σε ωφέλησεν ο ανδρείος Αχιλλέας·
θα σου παράγγελνε πολλά την ώραν που εκινούσες:
"Να μη γυρίσεις Πάτροκλε ιππόμαχε, στα πλοία
840 πριν σχίσεις εις του Έκτορος τα στήθη τον χιτώνα
βαμμένον εις το αίμα του"· αυτά θα είπ' εκείνος
και αυτά τα λόγια σ' άρεσαν, ανόητος ως είσαι».
Και, Πάτροκλε, του απάντησες με την ψυχήν στο στόμα:
«Έκτορ, καυχήσου όσο ημπορείς, τώρα που ο Ζευς και ο Φοίβος
845 την νίκην σού εχάρισαν — και αυτοί με καταβάλλουν
εύκολ', αφού μου αφαίρεσαν τα όπλ' από τους ώμους.
Κι είκοσιν όμοιοι με σε να είχαν έλθει εμπρός μου
όλοι νεκροί θα έπεφταν στην λόγχην μου αποκάτω.
Εμένα η μοίρα εφόνευσεν η μαύρη με τον Φοίβον
850 και απ' τους θνητούς ο Εύφορβος· τρίτος εσύ με γδύνεις.
Και άκουσε ακόμα τι θα ειπώ και βάλε το στον νου σου·
ολίγες είν οι μέρες σου· και ιδού σε παραστέκει
η μοίρα η παντοδύναμη κι η ώρα του θανάτου,
οπού απ' το χέρι αδάμαστο θα πέσεις του Αχιλλέως».
855 Με αυτά τα λόγι' απέθανε· και κλαίοντας θλιμμένη
την μοίραν, που νεότητα και ανδρείαν της επήρε,
από τα μέλη του η ψυχή κατέβηκε στον Άδη.
Νεκρόν τον επροσφώνησεν ο λαμπροφόρος Έκτωρ:
«Ω Πάτροκλε, τον θάνατον γιατί μου προμαντεύεις;
860 Ποιος ξέρει μήπως ο Αχιλλεύς, της Θέτιδος ο γόνος,
χάσει αυτός πρώτος την ζωήν στην λόγχη μου αποκάτω;»
Είπε και μέσ' απ' την πληγήν, πατώντας τον, την λόγχην
ανέσπασε και ανάσκελον τον έσπρωξε στο χώμα.
Κι ευθύς στον Αυτομέδοντα με το κοντάρι εχύθη,
865 που είχε ακόλουθον λαμπρόν ο ασύγκριτος Πηλείδης,
να τον κτυπήσει, αλλ' έπαιρναν αυτόν οι ταχείς ίπποι,
οι αθάνατοι, που οι θεοί χαρίσαν του Πηλέως.
Σύμφωνα με πιθανή ερμηνεία Αχαιοί πολεμιστές (Αχιλλέας, Μενέλαος, Αίαντας Τελαμώνιος) σηκώνουν τον νεκρό Πάτροκλο, αφού πλέον έχει εμφανιστεί ο Αχιλλέας κραυγάζοντας στους Τρώες. Ο Πάτροκλος είναι καλυμμένος με πλούσιο πλουμιστό ύφασμα, ενώ η ψυχή του πετάει ελεύθερη τριγύρω σαν πάνοπλος πολεμιστής.
Ερυθρόμορφος ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας της ομάδας Pezzino, περίπου 500 π.Χ.
Ακράγας, Αρχαιολογικό Μουσείο