Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Ιλιάδα

Ραψωδία Ρ 424-458 Τα άλογα του Αχιλλέα (ανάγνωση)

Ρ περίληψη Ρ 424-458 Σ περίληψη

 

 

Α' ΚΕΙΜΕΝΟ

Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 26η ημέρα

 

 

 

Ο θρήνος των αλόγων

Έτσι εκείνοι εμάχονταν· ο σιδερένιος θόρυβος της μάχης

425 ανέβαινε στον χάλκινο ουρανό, περνώντας απ' τον άδειο αιθέρα.

Όμως τα άλογα του Αιακίδη, αποτραβηγμένα μακριά από τη μάχη,

έκλαιγαν, από την ώρα που έμαθαν πως ο ηνίοχος

κυλίστηκε στη σκόνη, χτυπημένος από τον Έκτορα τον ανδροφόνο.

Ο Αυτομέδων, ο ανδρειωμένος γιος του Διώρη,

430 άλλοτε τα χτύπαε με το ελαφρύ μαστίγιο,

άλλοτε τους μιλούσε με λόγια γλυκά και άλλοτε τα φοβέριζε·

εκείνα όμως δεν ήθελαν ούτε να πάνε πίσω στα καράβια

πλάι στον πλατύ Ελλήσποντο

ούτε να μπουν στον πόλεμο μαζί με τους Αχαιούς.

435 Όπως μένει ακίνητη μια στήλη,

που στέκει πάνω στον τάφο ανδρός που πέθανε ή γυναίκας,

έτσι έμεναν ασάλευτα, ζεγμένα στο εξαίσιο άρμα,

με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη γη·

ζεστά τα δάκρυα κυλούσαν από τα βλέφαρά τους στο χώμα,

440 καθώς εμύρονταν αποζητώντας τον ηνίοχο·

η σκόνη ερύπαινε τη θαλερή τους χαίτη

που ξέφευγε από τη ζεύλα και χυνόταν ζερβά δεξιά πλάι στον ζυγό.

 

άλογα Αχιλλέα
Ο Αχιλλέας ζεύει τα άλογά του.
Θραύσμα αττικού μελανόμορφου κάνθαρου του Ζωγράφου Νέαρχου, περίπου 560-550 π.Χ.
Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

 

Η λύπη του Δία

Όταν τα είδε που εμύρονταν, τα ελυπήθη ο γιος του Κρόνου,

κούνησε το κεφάλι του και είπε μιλώντας στην ψυχή του:

«Αχ δυστυχισμένα, γιατί να σας δώσουμε στον βασιλιά Πηλέα,

αυτός ένας θνητός, και εσείς αγέραστα και αθάνατα.

445 Μήπως για να γνωρίσετε τον πόνο μαζί με τους δύσμοιρους ανθρώπους;

Γιατί από όλα τα πλάσματα που ανασαίνουν και σαλεύουν πάνω στη γη

κανένα δεν είναι πιο θλιβερό από τον άνθρωπο.

Όμως ο Έκτορας, ο γιος του Πριάμου, δεν θ' ανεβεί ποτέ πάνω σε σας

ούτε στο λεπτοδουλεμένο άρμα· γιατί δεν θα τον αφήσω.

450 Δεν του αρκεί αλήθεια που έχει τα όπλα και κομπάζει όπως κομπάζει;

Ορμή στα γόνατα και στην ψυχή σας θα χαρίσω,

για να σώσετε και τον Αυτομέδοντα από τον πόλεμο

και να τον φέρετε στα βαθιά καράβια·

γιατί θα δώσω ακόμα δόξα στους Τρώες,

να σκορπίζουν τον θάνατο, ώσπου να φτάσουν στα καράβια

με τα γερά σκαριά

455 και βασιλέψει ο ήλιος και απλωθεί το ιερό σκοτάδι».

Είπε και στ' άλογα εμφύσησε ορμή σφοδρή.

Εκείνα τίναξαν τη σκόνη από τις χαίτες τους χάμω στο χώμα

και ασυγκράτητα έφεραν το γρήγορο άρμα ανάμεσα στους Τρώες

και τους Αχαιούς.

 

(Από την Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, μτφρ. Θ.Κ. Στεφανόπουλος, ΟΕΔΒ 2001)

 

κείμενο Τα άλογα του Αχιλλέως, Κ.Π. Καβάφης
κείμενο Παρατηρώντας τα άλογα στη ζωφόρο του Παρθενώνα (εκπαιδευτικό παιχνίδι) [πηγή: Η ζωφόρος του Παρθενώνα - Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων της Ακρόπολης & Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης]

 

Τα άλογα του Αχιλλέα

Ο Αυτομέδοντας με τα άλογα του Αχιλλέα.
Regnault Henri,1868

 

 

 

 


 

 

Ο θρήνος των αλόγων


Η μετάφραση ερωτήσεις

Έτσι έλεγαν και κέντριζαν τη λύσσα αμοιβαία.

Κι έτσι χτυπιόνταν τότε αυτοί· σάλαγος σιδερένιος

425 ανέβαινε στον ουρανό μέσ' απ' τον άδειο αιθέρα.

Του Αχιλλέα τ' άλογα όντας μακριά απ' τη μάχη

θρηνούσαν, μόλις ένιωσαν ο Πάτροκλος να πέφτει

στη σκόνη απ' τον Έκτορα του αντροφονιά το χέρι.

Ο Αυτομέδοντας, ο γιος ο δυνατός του Διώρη,

430 με το γοργό μαστίγι του τα έσπρωχνε να φύγουν

κι άλλοτε με γλυκόλογα κι άλλοτε με φοβέρες·

μα ούτε στον Ελλήσποντο να παν αυτά ποθούσαν

στα πλοία ούτε στη μάχη πάλι με τους Αργείους·

αλλ' όπως στέκει ασάλευτη μια στήλη σ' έναν τάφο

435 ενός άντρα που πέθανε ή και γυναίκας κάποιας,

έτσι έμεναν ασάλευτα στ' αμάξι τους ζεμένα

σκύβοντας τα κεφάλια τους· τα δάκρυά τους στο χώμα

απ' τα βλέφαρά τους θερμά κυλούσαν απ' το κλάμα·

ποθούσαν τον ηνίοχο· οι πλούσιες τους χαίτες

440 πλάι στον ζυγό σκονίζονταν ξεφεύγοντας τη ζεύγλα.

Η λύπη του Δία

Όταν τα είδε να θρηνούν, τα πόνεσε ο Δίας,

κούνησε το κεφάλι του και στην καρδιά του είπε:

«Δύστυχα, τι σας δώσαμε στον βασιλιά Πηλέα,

θνητό, ενώ αγέραστα κι αθάνατα σεις είστε;

445 Τάχα πόνους για να 'χετε με δύστυχους ανθρώπους;

Πιο δύστυχο απ' τον άνθρωπο πλάσμα δεν είναι άλλο

απ' όλα όσα σέρνονται στη γη και αναπνέουν.

Στο πλουμιστό αμάξι σας δε θ' ανεβεί ωστόσο ο

Πριαμίδης Έκτορας· δε θα του το αφήσω.

450 Δεν του φτάνει που έχοντας τα όπλα καμαρώνει;

Στα γόνατα σας, στην καρδιά δύναμη θα σας δώσω,

τον Αυτομέδοντα μεμιάς να βγάλετε απ' τη μάχη.

στα πλοία να τον φέρετε' σ' αυτούς θα δώσω δόξα,

να σφάζουν, στα καλόσκαρμα πλοία ώσπου να φτάσουν

455 και δύσει ο ήλιος κι απλωθεί το ιερό σκοτάδι.»

Έτσι είπε και στα άλογα χάρισε ορμή μεγάλη.

Τίναξαν απ' τις χαίτες τους στο έδαφος τη σκόνη

και μες σε Τρώες κι Αχαιούς έσερναν το αμάξι.

 

αρχή