Σε μετάφραση Θ. Γ. Μαυρόπουλου, εκδόσεις Ζήτρος
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Επίσκεψη στο εργαστήριο του Ήφαιστου
● Η κατασκευή μιας πανοπλίας και τα όπλα που την απαρτίζουν
● Μια ασπίδα έργο τέχνης
ΣΤΟΧΟΙ
● Η αφηγηματική ικανότητα του ποιητή και ιδιαίτερα η περιγραφή ενός αμυντικού όπλου που είναι ταυτόχρονα και έργο τέχνης, της ασπίδας του Αχιλλέα.
● Ο τεχνικός όρος «έκφραση» και ο λειτουργικός ρόλος της στην περιγραφή.
● Ο ποιητής, παρουσιάζοντας πάνω στην ασπίδα τις καθημερινές ασχολίες των ανθρώπων, από επικός ποιητής γίνεται ζωγράφος και μεταπλάθει ένα καθαρά πολεμικό έπος σε ύμνο της ζωής, της οποίας ο πόλεμος είναι απλά μια πτυχή.
● Η θεολογία της Ιλιάδας (θεοί ανθρώπινοι, θεοί και εργασία κτλ.) και η σχέση θεών και Μοίρας: τα θεϊκά όπλα δεν θα σώσουν τον Αχιλλέα από τον θάνατο.
● Ο πολιτισμός του ομηρικού κόσμου (σκηνές της καθημερινής ζωής πάνω στην ασπίδα), το υψηλό επίπεδο του υλικού πολιτισμού της εποχής, η ανάπτυξη της τέχνης, της τεχνικής, της μεταλλουργίας κτλ.
● Οι αοιδοί, το έργο τους και η κοινωνική τους θέση μέσα από τις ειρηνικές σκηνές της ασπίδας.
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 26η ημέρα
Ο Ήφαιστος παραδίνει στη Θέτιδα τα όπλα του Αχιλλέα.
Εκτός από την ασπίδα εικονίζονται οι περικνημίδες και το κράνος αλλά και τα εργαλεία του Ήφαιστου, το σφυρί και μια λαβίδα.
Ζωγράφος του Dutuit, περίπου 480 π.Χ., Βοστόνη, mfa, 13.188
Έκαμε πρώτα δυνατή, θεόρατη ασπίδα
δουλεύοντας την γύρωθε·
τριπλό λαμπρό στεφάνι
480 στέριωσε γύρω ολόλαμπρο
με λουρί ασημένιο.
Πέντε δίπλες της έστρωσε· πολλών λογιών
πλουμίδια
πάνω σ' εκείνην χάραξε με τη σοφή του τέχνη.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη έβαλε πάνω,
τον ήλιο τον ακούραστο, τ' ολόγεμο φεγγάρι,
485 τα άστρα που τον ουρανό τριγύρω στεφανώνουν.
τις Πλειάδες και Υάδες, Ωρίωνα και Άρκτο,
που και τ' όνομα Άμαξα της έχει δώσει ο κόσμος
και γυρνά τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας
και
λουτρό στον Ωκεανό αυτή μόνο δεν έχει.
490 Έβαλε και δυο όμορφες θνητών ανθρώπων πόλεις.
Στη μια απ' αυτές γίνονταν γάμοι και χαροκόπια·
νύφες από τα σπίτια τους με φωτιά, με λαμπάδες
μες στους δρόμους συνόδευαν, τραγούδια αντιλαλούσαν
χορευτές στριφογύριζαν· στη μέση αντηχούσαν
495 κιθάρες, αυλοί· στις πόρτες στέκονταν οι γυναίκες
και καθεμιά τους έβλεπε με θαυμασμό τους γάμους.
Στην αγορά μαζεύονταν οι άντρες· είχε ανάψει καβγάς,
καθώς δυο μάλωναν
για κάποιου σκοτωμένου
εξαγορά· ορκιζόταν πως τα είχε πληρώσει
500 ο πρώτος και ο δεύτερος πως τίποτε δεν πήρε·
ν' αποφασίσει ένας κριτής το ήθελαν κι οι δυο τους.
Ο κόσμος είχε μοιραστεί μπροστά σ' αυτούς τους δύο·
συγκρατούσαν οι κήρυκες τον κόσμο· και οι γέροι
πάνω σε πέτρες κάθονταν μέσα στο
άγιο αλώνι·
505 των βροντόλαλων κηρύκων ραβδιά στα χέρια είχαν
κρατώντας τα σηκώνονταν να κρίνουν ένας ένας.
Στη μέση βρίσκονταν εκεί
δυο τάλαντα χρυσάφι
για όποιον τους θα έκανε καλύτερη την κρίση.
Στην άλλη πόλη δύο στρατοί με τα
λαμπρά τους όπλα
510 είχαν στήσει στρατόπεδα και
είχαν δύο γνώμες,
ή την πόλη να κουρσέψουν ή τα μισά να πάρουν
απ' όσα είχε αγαθά η όμορφη η πόλη.
Εκείνοι όμως δε δέχτηκαν, ετοίμαζαν καρτέρι·
στο τείχος πάνω στέκονταν γυναίκες και παιδιά τους
515 κι άντρες που ήταν γέροντες, εκεί να το φυλάγουν.
Αυτοί κινούσαν· ήταν μπρος
ο Άρης κι η Παλλάδα,
χρυσοί κι οι δυο και με χρυσά φορέματα ντυμένοι,
με όπλα τρανά και όμορφα και σαν θεοί που ήταν
ξεχώριζαν· μικρότερο σώμα οι άλλοι είχαν.
520 Σαν έφτασαν όπου έπρεπε να στήσουν το καρτέρι,
στον ποταμό, όπου να πιουν πάνε τα ζώα όλα,
με λαμπρά όπλα χάλκινα κει κάθισαν ζωσμένοι.
Ξέμακρα κάπως
δυο σκοποί κάθονταν καρτερώντας
πότε τα βράδια και τ' αρνιά να δουν εκεί να φτάνουν.
525 Σε λίγο πρόβαλαν αυτά και δυο βοσκοί ξοπίσω,
μη βάζοντας κακό στον νου, λαλώντας τις φλογέρες.
Μόλις τα είδαν, όρμησαν και ξέκοψαν τα βόδια
κι όλα τ' ασπρομάλλα αρνιά, καθώς μαζί τραβούσαν
κοπαδιαστά, και σκότωσαν και τους βοσκούς τους δύο.
530 Οι άλλοι μόλις ένιωσαν την ταραχή στα βόδια,
καθώς ήταν στην αγορά, πήδησαν στ' άλογά τους
τ' ανεμόποδα κι αμέσως τους έφτασαν αντίκρυ.
Στήθηκαν κει και μάχονταν στου ποταμού την όχθη
και με κοντάρια χάλκινα χτυπιούνταν μεταξύ τους.
535
Η Έριδα κι ο Κυδοιμός κει γύριζαν κι η Μοίρα
κρατώντας άλλον άτρωτο και άλλον λαβωμένο
που ζούσε ή και σέρνοντας νεκρό από το πόδι·
κι από το αίμα των αντρών κοκκίνιζαν τα ρούχα.
Γυρνούσαν κει
σαν ζωντανοί θνητοί και πολεμούσαν
540 και αμοιβαία των νεκρών τα πτώματα τραβούσαν.
Έβαλε ακόμη νιόσκαφτο, παχύ, πλατύ, χωράφι
αφράτο και
τρισόργωτο· πολλοί ζευγάδες μέσα
έσπρωχναν τα ζευγάρια τους κι όργωναν δώθε κείθε·
όταν γυρνώντας έφτασαν στου χωραφιού την άκρη,
545 γλυκό κρασί τους έδινε μια κούπα ένας άντρας·
γύριζαν πάλι στ' όργωμα κι ήθελαν κάθε τόσο
να έρχονται ως του βαθιού του χωραφιού την άκρη.
Μαύριζε πίσω τους η γη κι έμοιαζε οργωμένη,
αν κι ήταν χρυσή· η τέχνη είχε πετύχει
θαύμα!
550 Έβαλε ακόμη μετόχι βασιλικό· εργάτες
σ' αυτό θέριζαν κρατώντας δρέπανα ακονισμένα·
άλλα
χερόβολα έπεφταν αραδιαστά στο χώμα
κι έδεναν με σταχόσκοινα δεματιαστάδες άλλα·
δεματιαστάδες ήταν τρεις και πίσω τους αγόρια
555 μάζευαν τα χερόβολα, τα 'παιρναν στην αγκάλη
και όλο πίσω τα 'διναν ο βασιλιάς στεκόταν
αμίλητος με το ραβδί, χαιρόταν η ψυχή του.
Δίπλα γεύμα ετοίμαζαν κήρυκες σ' ένα δέντρο·
βόδι σφαγμένο έψηναν και ζύμωναν γυναίκες
560 λευκό αλεύρι με σωρό, να φαν οι θεριστάδες.
Έβαλε ακόμη αμπέλι σταφύλια φορτωμένο
μεγάλο, όμορφο, χρυσό· μαύρα τσαμπιά υπήρχαν
και ως πέρα είχαν στηθεί διχάλες ασημένιες.
Γύρω χαντάκι σμάλτινο κι ολόγυρα τον φράχτη
565 από καλάι έκανε· κι είχε ένα μονοπάτι,
που οι εργάτες έπαιρναν, τ' αμπέλι σαν τρυγούσαν.
Έφερναν το γλυκό καρπό μες σε πλεχτά κοφίνια
με τη χαρά της νιότης τους κοπέλες, παλικάρια.
Κιθάρα με ψιλή φωνή μέσα σ' αυτούς βαρούσε
570 γλυκόηχα ένα αγόρι·
του Λίνου το τραγούδι
έψελνε με λεπτή φωνή· τα πόδια τους οι άλλοι
στη γη χτυπούσαν, πηδούσαν, φώναζαν, τραγουδούσαν.
Κι έκαμε ορθοκέρατων βοδιών ένα κοπάδι·
από καλάι και χρυσό είχαν φτιαχτεί τα βόδια
575 κι απ' το μαντρί τους στη βοσκή με μούγκρισμα τραβούσαν
στο βροντερό τον ποταμό, στα λυγερά καλάμια.
Και τέσσερις χρυσοί βοσκοί τραβούσαν με τα βόδια
κι εννιά σκυλιά γοργόποδα αυτούς ακολουθούσαν.
Δυο λιοντάρια ανήμερα από τα πρώτα βόδια
580 είχαν ταύρο που μούγκριζε· εκείνα τον τραβούσαν
και έτρεχαν ξοπίσω του σκύλοι και παλικάρια·
όμως εκείνα ξέσχισαν του ταύρου το τομάρι,
τα σπλάχνα και το αίμα του ρουφούσαν στα χαμένα
έσπρωχναν τα γοργά σκυλιά να πέσουν στα λιοντάρια·
585 να τα δαγκάσουν δίσταζαν εκείνα τα λιοντάρια,
μα γάβγιζαν από κοντά κι έφευγαν πάλι πίσω.
Ο ξακουστός στραβοπόδης και ένα βοσκοτόπι
μεγάλο έκαμε γι' αρνιά σε όμορφο λαγκάδι
και στάνες και ξερόμαντρες και σκεπαστές καλύβες.
Κυκλικός χορός
«Ἐν δέ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις,
τῷ ἴκελον οἷόν ποτ' ἐνὶ Κνωσῷ εὐρείῃ
Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ,
ἔνθα μέν ἠΐθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι
ὠρχεῦντ', ἀλλήλων ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες,
τῶν δ' αἵ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, οἵ δέ χιτῶνας
εἵατ' ἐϋννήτους, ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ·
καί ῥ' αἵ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον, οἵ δέ μαχαίρας
εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων.»
(Σ 590-598)
Πήλινο ομοίωμα θρησκευτικού χορού από άνδρες χορευτές μέσα σε κυκλικό χοροστάσι με κέρατα καθοσιώσεως ανάμεσά τους.
Βρέθηκε σε θολωτό τάφο. Περίπου 1650 π.Χ.Μουσείο Ηρακλείου
590 Ο
ξακουστός στραβοπόδης έκαμε χοροστάσι
παρόμοιο μ' ό,τι στην Κνωσό την πλατιά είχε φτιάξει
για την ομορφοπλέξουδη ο Δαίδαλος Αριάδνη.
Κόρες ακριβαγόραστες κι αγόρια είχαν στήσει
χορό και όλοι χόρευαν πιασμένοι απ' τα χέρια.
595 Αυτές είχαν φορέματα λινά, αυτοί χιτώνες
καλόγνεστους που γυάλιζαν
με λάδι ποτισμένοι.
Φορούσαν όμορφα αυτές στεφάνια, χρυσά είχαν
μαχαίρια αυτοί που κρέμονταν από λουριά ασημένια.
Και χόρευαν πότε μαζί με πόδια μαθημένα
600 τόσο ελαφρά, σαν κανατάς που βάζει τον τροχό του
και καθισμένος τον κοιτά, αν εύκολα γυρίζει,
και πότε πάλι έτρεχαν αντίκρυ
αράδα αράδα.
Γύρω στεκόταν, τον χορό ο κόσμος τον χαιρόταν
ένας άξιος τραγουδιστής πλάι έπαιζε κιθάρα·
605 σαν άρχιζε να τραγουδά δυο σχοινοβάτες τούμπες
μέσα στον κόσμο τον πολύ αρχίνησαν να κάμνουν.
Κι έβαλε ακόμη το τρανό του Ωκεανού
ποτάμι
στης στερεής ασπίδας του το ακρινό στεφάνι.
Αφού μαστόρεψε καλά τη δυνατή ασπίδα
610 έκαμε κι έναν θώρακα πιο λαμπερό από φλόγα·
για τα μελίγγια ταιριαστό μαστόρεψε ένα κράνος
ωραίο, πλουμιστό, πάνω μ' ολόχρυση μια φούντα·
και από καλάι φτηνό μαστόρεψε κνημίδες.
Αφού όλα τα τέλειωσε ο άξιος στραβοπόδης,
615 τα 'φερε και τ' απίθωσε
στη Θέτιδα, μπροστά της.
Πήδησε απ' τον Όλυμπο το χιονισμένο εκείνη
σαν γεράκι με τα όπλα του Ηφαίστου στα χέρια.