ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Μια ακόμη συνάντηση Αχιλλέα και Θέτιδας: ο ήρωας δέχεται από τη μητέρα του την καινούρια πανοπλία και συμβουλές
● Η απόρρησις της μήνιδος - Η συμφιλίωση
● Τη θέση του θυμού παίρνει η δίψα για εκδίκηση
ΣΤΟΧΟΙ
● Η συνάντηση του Αχιλλέα με τη Θέτιδα (τρίτη συνομιλία του ήρωα με τη μητέρα του στην Ιλιάδα), στη διάρκεια της οποίας ο ήρωας δέχεται συμβουλές και τη νεότευκτη πανοπλία του από τη μητέρα του.
● Το κεντρικό θέμα γύρω από το οποίο ο ποιητής έπλεξε τον ιλιαδικό μύθο, η μήνις του Αχιλλέα, βρίσκεται στο τέρμα της, αλλά οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν μέχρι το τέλος του έπους είναι δικές της συνέπειες.
● Η αποκήρυξη από τον Αχιλλέα της μήνιδος και η συμφιλίωση του με τον Αγαμέμνονα.
● Η κινητήρια δύναμη για την εξέλιξη του μύθου δεν είναι πλέον η μήνις του Αχιλλέα, αλλά η εκδικητική του μανία εναντίον του Έκτορα.
● Ο ρόλος των ανώτερων δυνάμεων (θεοί, Μοίρα, Ερινύες, Άτη) στη ζωή των ανθρώπων, αλλά και το μερίδιο της ανθρώπινης ευθύνης.
● Ο κόσμος-πολιτισμός της Ιλιάδας (συνέλευση του στρατού, αξίες, θεσμοί)
● Ηθογράφηση των δύο πρωταγωνιστών του έπους, του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα.
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 27η ημέρα
«Ἠώς μέν κροκόπεπλος ἀπ’ Ὠκεανοῖο ῥοάων
ὅρνυθ’, ἵν’ ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσιν·
ἥ δ’ ἐς νῆας ἵκανε θεοῦ πάρα δῶρα φέρουσα.»
(Τ 1-3)
Η Θέτιδα παραδίδει τα όπλα στον Αχιλλέα.
Μελανόμορφος αμφορέας του Ζωγράφου του Άμαση, 520-515 π.Χ.
Βοστόνη, Μουσείο Καλών Τεχνών
Άφηνε του Ωκεανού τα βάθ' η ροδισμένη
Ηώς να φέρει των Θεών το φως και των ανθρώπων·
κι έφερ' η Θέτις του θεού τα δώρ' αυτά στα πλοία
Ήβρε σιμά στον Πάτροκλο τον ποθητόν υιόν της
5 πικρά να κλαίει, και πολλοί τριγύρω του εθρηνούσαν
σύντροφοι, κι η ασύγκριτη θεά σιμά τους ήλθε.
Το χέρι του 'πιασε σφικτά, προσφώνησέ τον κι είπε:
«Παιδί μου, αυτόν ν' αφήσομε, με όλο μας τον πόνο,
να κείτεται, ως τον δάμασε η βουλή των αθανάτων·
10 του Ηφαίστου τώρα δέξου εσύ τ' άρματα τα ωραία,
που όμοια δεν εφόρεσε κανείς θνητός ακόμη».
Είπε και καθώς έθεσεν εμπρός στον Αχιλλέα
τ' άρματα τα καλότεχνα, κείν' αντηχήσαν όλα.
Οι Μυρμιδόνες τρόμαξαν, κανείς να τ' αντικρίσει
15 δεν ετολμούσε κι έφυγαν· και άμα τα είδ' εκείνος,
μέσα του εχόχλασε η χολή βαθύτερα και αστράψαν
ωσάν φωτιά τα μάτια του· κι ευφραίνετο να πιάνει
τα ωραία δώρα του θεού· και αφού να τα θωράει
τα εξαίσια κείνα θαύματα μες στην ψυχήν του ευφράνθη,
20 είπε προς την μητέρα του: «Τ' άρματα, ως μητέρα,
τέτοια τα χάρισε ο θεός, καθώς να είναι αρμόζει
έργα θεών, και οπού θνητός δεν τα κατασκευάζει.
Και τώρα εγώ θ' αρματωθώ· μόνον πολύ φοβούμαι
μήπως εις τον ανδράγαθον υιόν του Μενοιτίου
25 στες ανοικτές λαβωματιές αισχρές βοηθήσουν μύγες
και τα σκουλήκια γεννηθούν και τον νεκρόν να φθείρουν,
αφού τον άφησε η ψυχή, και όλο σαπεί το σώμα».
Κι η ασημόποδη θεά σ' εκείνον αποκρίθη:
«Παιδί μου, αυτόν τον στοχασμόν ποσώς μη βάλει ο νους σου.
30 Από τες μύγες, άγριες σπορές που κατατρώγουν
τον σκοτωμένο μαχητήν, εγώ θα τον φυλάξω·
κι εάν σταθεί κειτόμενος, όσο να κλείσει ο χρόνος,
άβλαπτο και καλύτερο θα στέκεται το σώμα.
Κάλεσε ωστόσο εις σύνοδον των Αχαιών τους πρώτους
35 και βάλε κάτω τον θυμόν που έχεις στον Ατρείδη,
κι ευθύς ρίξου στον πόλεμον και περιζώσου ανδρείαν».
Είπε και τον εγέμισεν ανδραγαθία και θάρρος
και στα ρουθούνια του νεκρού ρόδινο στάζει νέκταρ
και αμβροσίαν, άφθαρτο το σώμα να κρατήσει.
40 Και παίρνει την ακρογιαλιάν ο θείος Αχιλλέας
και με κραυγή τρομακτική σηκώνει τους Αργείους.
Και αυτοί που πάντοτ' έμεναν στην περιοχή των πλοίων,
και όσοι τα πλοία κυβερνούν και στρέφουν το πηδάλι,
οι οικονόμοι, οι μοιρασταί του σίτου, ετρέξαν όλοι
45 στην σύνοδον που εφάνηκε και πάλιν ο Πηλείδης
που τόσον έλειπε καιρόν απ' τον σκληρόν αγώνα.
Με χωλό πόδι εβάδιζαν του Άρη δυο βλαστάρια,
Τυδείδης ο ανδράγαθος και ο θείος Οδυσσέας,
και ακούμπαν στα κοντάρια τους, ως ήσαν λαβωμένοι,
50 και της συνόδου εκάθισαν στες έδρες που 'ναι οι πρώτες.
Κατόπιν ήλθεν ύστερος ο μέγας Αγαμέμνων,
είχε κι εκείνος λάβωμα που στον σκληρόν αγώνα
με κονταριά τού άνοιξεν ο Αντηνορίδης Κόων·
και ως όλοι ομού συνάχθηκαν οι Αχαιοί, σηκώθη
55 στη μέση τους και ομίλησεν ο θείος Αχιλλέας:
«Ατρείδη, τάχα ωφέλησεν εκείνο εμάς τους δύο,
εσέ, κι εμέν' ότ' άναψε φαρμακερή διχόνοια
τα σωθικά μας και ο θυμός, εξ αφορμής της κόρης;
Να 'χε την σβήσ' η Άρτεμις με βέλος την ημέρα
60 που επόρθησα την Λυρνησσόν, και δούλη την επήρα·
τότε δεν θα εδάγκαναν τόσοι Αχαιοί το χώμα
κάτω απ' τες λόγχες των εχθρών, κι ήτ' ο θυμός μου αιτία.
Ο Έκτωρ απ' την έχθρα μας εκέρδισε και οι Τρώες,
αλλ' οι Αχαιοί πολύν καιρόν θαρρώ θα την θυμούνται.
65 Αλλ' ό,τι εγίνη αφήνομεν, αν και μας έχει πλήξει
και πρέπει να δαμάσομεν στα στήθη την ψυχή μας.
Παύω εγώ τώρα την χολήν ότι ποσώς δεν πρέπει
θυμόν να τρέφω αιώνιον· συ μην αργείς ωστόσο
στον πόλεμον τους Αχαιούς αμέσως να σηκώσεις·
70 ότι τους Τρώας άντικρυ θα δοκιμάσω αν θέλουν
να ξενυκτούν στα πλοία μας· θαρρώ που όσοι προφθάσουν
να φύγουν απ' τη λόγχη μου και απ' τον δεινόν αγώνα
πολλή χαρά θενά αισθανθούν τα γόνατα να κλίνουν».
Είπεν αυτά κι εχάρηκαν οι Αχαιοί γενναίοι
75 που άφησε ο μεγαλόψυχος Πηλείδης τον θυμό του.
Και προς αυτούς ομίλησεν ο μέγας Αγαμέμνων
εκείθεν όπου εκάθονταν, χωρίς να προχωρήσει:
«Ήρωες φίλοι Δαναοί, θεράποντες του Άρη,
ν' ακούετ' ανεμπόδιστος όποιος τον λόγον έχει
80 η τάξις θέλει· κι έμπειρον η διακοπή πειράζει·
να ειπεί, ν' ακούσει ποιος μπορεί στον θόρυβον που κάνουν
τα πλήθη; Και ψηλόφωνος δειλιάζει δικηγόρος.
Εις τον Πηλείδην τώρα εγώ θα εξηγηθώ κι οι άλλοι
Αργείοι κείνο οπού θα ειπώ καλά νοήσετ' όλοι.
85 Πολλές φορές οι Αχαιοί μ' ονείδισαν για τούτο,
αλλ' αίτιος δεν είμ' εγώ· αλλά είναι ο Ζευς κι η Μοίρα
και η νυκτοπλάνητη Ερινύς, που την αγρίαν Άτην
τότε μέσα στη σύνοδον εβάλαν εις τον νουν μου,
και του Αχιλλέως πήρα εγώ ο ίδιος το βραβείον.
90 Και τι θα έκανα; Ο θεός τα πάντα κατορθώνει.
Σεβαστή κόρη του Διός η Άτ' η ολεθρία
κατάρατη αερόποδη, το χώμα δεν εγγίζει
ανάερ' από τες κεφαλές γυρίζει των ανθρώπων
για να τους βλάψει, και άσφαλτα έν' απ' τους δυο τους δένει·
95 τον Δί' ακόμη έβλαψε, που υπέρτατον τον λέγουν
και οι θνητοί και οι αθάνατοι· όμως και αυτόν η Ήρα
απάτησε, αν και αδύνατη, με δόλον την ημέραν
εκείνην, οπού έμελλε στην πυργωμένη Θήβην
του Ηρακλή την δύναμιν η Αλκμήνη να γεννήσει.
100 Ότ' είπε αυτός καυχώμενος στους αθανάτους όλους:
"Σεις όλοι αθάνατοι θεοί, θεές και σεις, ακούτε
ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με·
θα φέρει σήμερα στο φως η ωδινοφόρα Ειλείθυια
άνδρα που γύρω των λαών θα βασιλεύσει όλων·
105 κατάγεται απ' το αίμα μου και από την γενεάν μου".
Κι η Ήρα του 'πε η σεβαστή με δόλον εις τον νουν της:
"Θα φανείς ψεύτης, δεν θα ιδείς ο λόγος σου να γίνει.
Κι όρκον, Ολύμπιε, δυνατόν, αν θέλεις όμοσέ μου
που όλων τριγύρω των λαών θα βασιλεύσει εκείνος
110 που μες στα πόδια γυναικός την σήμερον θα πέσει
που να 'ναι από το αίμα σου και από την γενεάν σου".
Είπε και δεν ενόησεν ο Ζευς ποσώς τον δόλον,
και όρκον μέγαν όμοσε, και αυτό κακό τού εγίνη.
Κι η Ήρ' από την κορυφήν του Ολύμπου εχύθη στ' Άργος
115 το Αχαϊκόν, που εγνώριζεν εκεί του Περσηιάδου
Σθενέλου την ασύγκριτην γυναίκα, οπού βαστούσε
μες στην γαστέρα της παιδί κι εμέτρα επτά φεγγάρια·
και αν και λειπόμηνον, στο φως τον έβγαλεν η Ήρα
και της Αλκμήνης κράτησε τη γέννα και τους πόνους
120 κι η ίδια το 'πε του Διός: "Πατέρ' αστραποφόρε,
άκουσε κάτι· πρόωρα άνδρας λαμπρός γεννήθη
ο Ευρυσθεύς, που βασιλεύς θα είναι των Αργείων,
πατέρας του είναι ο Σθένελος και πάππος ο Περσέας,
γένος σου· και του στέκεσαι το σκήπτρο των Αργείων".
125 Είπε· στα σπλάχνα του Διός δριμύς εμπήκε πόνος.
Την Άτην άρπαξεν ευθύς απ' τες λαμπρές πλεξίδες
με την χολήν εις την καρδιά και όμοσε μέγαν όρκον:
"Ποτέ στ' αστέρια τ' ουρανού και στες κορφές του Ολύμπου
η Άτη, όλεθρος κοινός, στο εξής να μην πατήσει".
130 Είπε και με το χέρι του την πέταξε από τ' άστρα
σφενδονιστικά κι έφθασε αυτή στους τόπους των ανθρώπων.
Πάντοτ' εστέναζε απ' αυτήν όταν τον ποθητόν του
εβασανίζαν οι απρεπείς αγώνες του Ευρυσθέως.
Ομοίως κι εγώ πάντοτε όταν ο μέγας Έκτωρ
135 ακράτητος εθέριζε στες πρύμνες τους Αργείους,
η Άτη, που μ' ετύφλωσε δεν έβγαινε απ' τον νου μου.
Κι εάν τότ' ετυφλώθηκα και ο Ζευς τον νου μου επήρε,
να το διορθώσω θέλω εγώ με ξαγοράν πλουσίαν·
αλλά σήκω στον πόλεμον και σήκωσε τα πλήθη.
140 Και όλα τα δώρα είν' έτοιμα, κείνα που στη σκηνή σου
εχθές που ήλθε σου 'ταξεν ο θείος Οδυσσέας·
και, αν θέλεις, στάσου, κράτησε της μάχης την ορμή σου,
τα δώρα οι θεράποντες απ' το δικό μου πλοίον
θενά σου φέρουν για να ιδείς που εξαίσια θα τα δώσω».
145 Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς σ' εκείνον αποκρίθη:
«Τα δώρα είναι στο χέρι σου να δώσεις, ως αρμόζει,
ή να κρατήσεις· τώρα εμείς στην μάχην ας χυθούμε·
δεν πρέπει εδώ να τρίβομε με λόγια τον καιρό μας·
το μέγα έργον άπρακτον ακόμη μένει οπίσω·
150 και όπως και πάλι πρόμαχον θα ιδείτε τον Πηλείδην
να κόβει με τη λόγχη του τες φάλαγγες των Τρώων·
μ' αυτό στον νουν ανδράγαθα καθείς ας πολεμήσει».