Πελοπίδας ἐγέμισε τὴν ναῦν ξύλων. Ο Πελοπίδας γέμισε το πλοίο με ξύλα.
Ρήμα:
ἐγέμισε
πτώση αντ.
άμεσο ή έμμεσο
Υποκ. (ποιος ἐγέμισε;)
Πελοπίδας ξύλων τὴν ναῦν
Αντ. (τι ἐγέμισε;)
γενικήδοτική αιτιατική
άμεσο έμμεσο
Αντ. (με τι ἐγέμισε;)