Οι Φαναριώτες και η Ρομαντική Σχολή των Αθηνών (1830-1880) 345
Εμμανουήλ Ροΐδης, Μονόλογος ευαισθήτου
Το παρακάτω σατιρικό χρονογράφημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Εμπρός, στις 11.11.1896. Ο συγγραφέας εδώ μας δίνει έμμεσα πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή και τα ήθη των Αθηναίων στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν πρέπει να μας διαφύγει ο ειρωνικός χαρακτήρας του χρονογραφήματος.
Μεγάλη δυστυχία είναι να έχει κανείς πολύ καλήν καρδίαν. Το ηξεύρω εκ πείρας, διότι μ' έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχει και να κλαίει χωρίς να γίνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πώς κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκωνται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχει ν' αποθάνει γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζει. Αλλ' εγώ δεν ημπορώ να ίδω αποθαμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα ζωντανόν, χωρίς να με ταράξει η σκέψις ότι κι εγώ θα αποθάνω. Έπειτα, αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ' επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς· αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα εχαλούσε την χώνεψίν μου.
Το στομάχι μου είναι κι εκείνο ευαίσθητο και δύο πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψει, τον αστακόν και τας συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είναι να τας αποφύγω·να μη τρώγω όμως αστακόν θα ήτο θυσία τόσον μεγάλη, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω πως είναι βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κανείς να συγχωρεί εις όσους αγαπά τα ελαττώματά των.
Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είναι να υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχονται να παρασταθούν φίλοι των εις μονομαχίαν. Αλλ' εγώ είμαι ευαίσθητος, και μόνη η ιδέα ότι ημπορεί ο φίλος μου ή και ο αντίπαλος του να πάθει, με κάμνει ν' ανατριχιάζω· προ πάντων όταν συλλογίζομαι ότι την ημέραν της μονομαχίας πρέπει να σηκωθώ εις τας επτά, ας είναι καιρός άσχημος, να χασομερέψω εις τρεχάματα, συνεντεύξεις και συντάξεις πρωτοκόλλων, και ίσως να πληρώσω 346 και αμαξιάτικα με κίνδυνον να τα χάσω, αν τύχει. Θεός φυλάξει, ο φίλος μου να σκοτωθεί.
Μεγάλη πρέπει να είναι η αναισθησία και εκείνων όπου δανείζουν εις τους φίλους των χρήματα, χωρίς να συλλογισθούν ότι ενδέχεται να μη δυνηθεί να τα αποδώσει εις την προθεσμίαν, να τους εντρέπεται και να τους αποφεύγει. Τούτο ημπορεί να φανεί μικρόν κακόν εις όσους δεν έχουν καρδίαν, αλλ' η ιδική μου θα ερραγίζετο, αν παλαιός μου φίλος, μ' απαντούσεν εις τον δρόμον και εκαμώνετο πως δεν με είδεν. Αυτός είναι ο λόγος που μ' έκαμε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου εκατόν δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθεί με αυτός η τιμή και η ζωή του. Παρά να τον ίδω αχάριστον, καλύτερα να τον κλάψω αποθαμένον, αφού μάλιστα θα μ' εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδεία του.(...)
Άλλη σκληρότης και κουταμάρα είναι εκείνων όπου δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, χωρίς να συλλογισθούν ότι αν μεν είναι ο ελεούμενος ικανός να εργασθεί ενθαρρύνουν την οκνηρίαν του, αν δε τύχει χωλός, στραβός, κουλοχέρης ή λωβιασμένος, το ψωμί που του δίδουν προμακραίνει ζωήν αθλίαν και βασανισμένην. Τούτο δεν το λέγω εγώ, το λέγουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Σπένσερ και ο Δαρβίνος, που απέδειξαν πόσον απάνθρωπα είναι τα λεγόμενα φιλανθρωπικά καταστήματα, τα άσυλα των ανιάτων, τα γηροκομεία και τα λεπροκομεία. Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, διά να εμποδίσουν ν' αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δι' αυτά ο θάνατος ευεργεσία.
Προ μερικών μηνών μού έστειλεν ο αγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήσει να συνεισφέρω, ως μεγάλος κτηματίας, διά να συστηθεί εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα «λαϊκόν μαγειρείον», όπου θα εύρισκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλιτζάνι ζουμί κι ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς οι άλλοι, θα έδιδα κι εγώ τας είκοσι δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν. Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο.
Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας είναι και ο τρόπος όπου 347 υπανδρεύθην. Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν αι διασκεδάσεις και να μ' ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικόν και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιείται. Καθώς πας άλλος, αγαπώ κι εγώ τις εύμορφες, και πλούσιος καθώς είμαι, εύκολον ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτζι, αν δεν εζητούσα προίκα. Άλλος εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ' εγώ εσυλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την ευαισθησίαν μου, αν υπανδρευόμην εύμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ' επήρεν όχι διά τα ευγενή μου αισθήματα, αλλά διά τα επτά μου σπίτια. Παρά αυτήν την ανυπόφορην υποψίαν επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η ευγένεια της ψυχής μου είναι τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικα της δόντια δε μ' εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ' ότι πρέπει.
Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί ν' αναφέρω πως, όταν έτυχε πέρυσι ν' αρρωστήσει, δεν κατώρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρει. Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρει με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί. Αυτή η αρρώστια της γυναίκας μου μ' έκαμε να εξοδέψω πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρεττανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισιάν και την Πεντέλην. Το μεγαλύτερο όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτον τόσον μεγάλη, ώστε ηναγκάσθηκα να πάρω διά παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου. Περιττόν είναι να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ' εμπόδισαν να είπω τίποτε δι' αυτά τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγινε καλά.
Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ' ευχαριστήσει και ποτέ δεν ερωτά ούτε πού ήμουν ούτε τι κάμνω. Είναι φρόνιμη, ήσυχη νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύει πολλά. Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα πουκάμισα μου και είμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ' αρέσει. Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύει και τον αστακόν με μία αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζει το στομάχι. Αυτά είναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ένα μόνον πράγμα της λείπει, η ευαισθησία. Αυτό το εκατάλαβα, όταν ήλθεν η σειρά μου ν' αρρωστήσω!
348Ενώ εγώ εις την δική της αρρώστιαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρει και αναγκαζόμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου. Ήθελεν η ίδια να μου δίνει τα γιατρικά, να μ' αλλάζει και να με μεταγυρίζει, χωρίς να με συνερίζεται διά τον κακόν μου τρόπον, χωρίς να σιχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλείται από την αρρωστομυρωδιάν του δωματίου. Αυτά μ' έκαμαν να υποπτευθώ ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρησιν ούτε μεγάλην ευαισθησίαν. Πώς τω όντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπει να υποφέρω, να βασανίζομαι, να με καίουν οι συναπισμοί και να με δαγκάνουν αι αβδέλλαι;
Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν' απαιτήσω από τους άλλους την ιδική μου έκτακτον και μοναδικήν ευαισθησίαν.
Σπένσερ (1820-1903): Άγγλος φιλόσοφος, εισηγητής της θεωρίας της εξέλιξης.
Δαρβίνος (1809-1882): Άγγλος φυσιοδίφης και βιολόγος, ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών.
Α. Λασκαράτος, «Ο ασυνείδητος»
Ελ. Βακαλό, «Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου]
Ιάκωβος Ρίζος (1849-1926), Κυρία ξαπλωμένη στον Καναπέ, Εθνική Πινακοθήκη
1. Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1836 και πέθανε στην Αθήνα το 1904. Ο πατέρας του, Δημήτριος Ροΐδης, πλούσιος γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας εμπόρων της Αθήνας, που εγκαταστάθηκε στη Χίο, υποχρεώθηκε μετά την καταστροφή του νησιού, το 1822, να εγκατασταθεί με άλλους συμπατριώτες του στη Σύρο. Το 1841 ο Ροΐδης ακολούθησε την οικογένειά του στη Γένοβα, όπου ο πατέρας του έγινε διευθυντής εμπορικού οίκου και αργότερα επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας. Στη Σύρο επέστρεψε το 1849, για να φοιτήσει στο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χ. Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο Δ. Βικέλας, με τον οποίο εκδίδανε χειρόγραφη εβδομαδιαία εφημερίδα. Την ίδια αυτή περίοδο εκδηλώνονται τα πρώτα συμπτώματα της βαρηκοΐας του, που θα τον ταλαιπωρήσει σ' όλη τη ζωή του. Το διάστημα 1855-56 βρίσκεται στο Βερολίνο, όπου πήγε για να θεραπεύσει την πάθησή του και να παρακολουθήσει μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας, τα οποία υποχρεώθηκε ωστόσο να διακόψει μετά την επιδείνωση της κατάστασης της ακοής του. Την περίοδο 1857-62 διαμένει στη Ρουμανία, όπου ασχολείται με τις οικογενειακές εμπορικές επιχειρήσεις, και ενδιάμεσα πραγματοποιεί συχνά ταξίδια στην Αθήνα, δημοσιεύοντας πολιτικά και φιλολογικά άρθρα σε αθηναϊκές εφημερίδες.
Το 1862 επιστρέφει για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, ενώ παράλληλα πραγματοποιεί ταξίδια στο εξωτερικό (Κάιρο, ευρωπαϊκές πόλεις). Οι πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που σημειώνονται στην Ελλάδα στο διάστημα 1859-65 σημάδεψαν καθοριστικά τη διαμόρφωση της συνείδησης του Ροΐδη και τη διαδικασία προσαρμογής του στην ελληνική πραγματικότητα. Προϊόν αυτής της περιόδου είναι το ριζοσπαστικό έργο του Πάπισσα Ιωάννα (1866), το οποίο καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο και στάθηκε αιτία να υποστεί ο συγγραφέας δικαστικές διώξεις, τον καθιέρωσε ταυτόχρονα ως σημαντικό πνευματικό πρωταγωνιστή της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα.
Τα χρόνια που ακολουθούν δημοσιεύει ποικίλα πολιτικά και φιλολογικά κείμενα και παράλληλα συνεργάζεται με γαλλόφωνες εφημερίδες. Το 1875 ιδρύει την εφημερίδα Ασμοδαίος, με την οποία παρεμβαίνει στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του. Τάσσεται υπέρ του Τρικούπη και κατά του Δηλιγιάννη (με το κείμενο «Γεννηθήτω φως», 1878) και αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα Ώρα του Τρικούπη. Το 1877 εμπλέκεται σε φιλολογική διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο σχετικά με τους προσανατολισμούς της νεότερης ποίησης, θεωρώντας ότι ο αθηναϊκός ρομαντισμός είχε πλέον φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο. Κατά την κρίση των Λαυρεωτικών (1869-75) έχασε όλη την περιουσία του και υποχρεώνεται να ζει με τα ελάχιστα πενιχρά μέσα που του αποφέρει το συγγραφικό και δημοσιογραφικό έργο του. Το 1880 διορίστηκε έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση που διατήρησε ως το 1890 με διακοπές, εφόσον απολυόταν κάθε φορά που αναλάμβανε πρωθυπουργός ο Δηλιγιάννης. Την ίδια περίοδο συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή των περιοδικών Εστία και Παρνασσός και συνεργάζεται με πολλά έντυπα, πολιτικά και φιλολογικά, δημοσιεύοντας ποικίλα κείμενα (σατιρικά, πολιτικά, ευθυμογραφήματα, μελέτες, χρονογραφήματα κ.ά.). Τα χρόνια αυτά η ζωή του σημαδεύτηκε από την αυτοκτονία του αδελφού του και από ένα προσωπικό ατύχημα που τον καθήλωσε αρκετούς μήνες στο κρεβάτι (1884-85).
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1860, με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατομπριάν. Συνέχισε σχεδόν σε όλη του τη ζωή να μεταφράζει συγγραφείς όπως Πόε, Μποντλέρ, Μακόλεϊ (Ιστορία της Αγγλίας), Ταιν (Ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας) κ.ά., γιατί πίστευε ότι προϋπόθεση για την πνευματική ανάπτυξη της Ελλάδας ήταν η γνωριμία με την ευρωπαϊκή σκέψη.
Κορυφαίο δείγμα του συγγραφικού ταλέντου του, αλλά και του κοσμοπολίτικου πνεύματος που τον διακρίνει είναι η Πάπισσα Ιωάννα, με το οποίο καταγγέλλει την ηθική κράτους και εκκλησίας και στηλιτεύει τον κοινωνικοπολιτικό κομφορμισμό. Το έργο αυτό, παρ' όλες τις αντιδράσεις που προκάλεσε στους κόλπους της Εκκλησίας, έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες της Ευρώπης. Ως λογοτέχνης ο Ροΐδης έδωσε στα τελευταία χρόνια της ζωής του (μετά το 1890) μερικά διηγήματα, τα Συριανά διηγήματα, που δεν έχουν χαρακτήρα ηθογραφικό, μολονότι πηγή έμπνευσής τους αποτελούν οι αναμνήσεις του συγγραφέα από τη ζωή του στη Σύρο κατά την παιδική και νεανική ηλικία του. Μερικά απ' αυτά, που θεωρούνται εξαίρετα δείγματα της διεισδυτικής ματιάς του συγγραφέα, είναι τα «Ιστορία ενός σκύλου» (1893), «Ιστορία μιας γάτας» (1893), «Ιστορία ενός αλόγου» (1893), «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» (1894), «Το παράπονο του νεκροθάπτου» (1895).
Ως κριτικός ο Ροΐδης άσκησε με το πλήθος των άρθρων του μεγάλη επίδραση στους σύγχρονούς του και στους μεταγενέστερους. Σημαντικός άξονας προβληματισμού στη σκέψη του ήταν και παρέμεινε ως το τέλος ο προσανατολισμός της σύγχρονής του λογοτεχνίας, αλλά και το θέμα της γλώσσας. Μετά τη διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο (1877), χαιρέτισε πρώτος το Ταξίδι του Ψυχάρη (1888) και εξέδωσε τη μελέτη Τα Είδωλα, με την οποία υποστηρίζει τη δημοτική, παρ' όλο που ο ίδιος χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα στο σύνολο του έργου του (εκτός από το διήγημα «Η Μηλιά» που δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολι το 1896).
2. Η κριτική για το έργο του
«Το πλήθος των άρθρων με το οποίο παρενέβη στα πνευματικά και άλλα προβλήματα του τόπου [... ] μαρτυρούν άνθρωπο με ακέραιες και συχνά απόλυτες θέσεις, αλλά πάντοτε πείσμονα στην υποστήριξή τους. Έβλεπε τη νεοελληνική κοινωνία ασχημάτιστη, αδιαμόρφωτη, παραπαίουσα, ανίκανη να δεχθεί τα αγαθά της Δύσης και να ενταχθεί στην χορεία των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών εθνών. Έβλεπε να λείπει η "περιρρέουσα ατμόσφαιρα", όρο που δανείστηκε από τον Ταιν [...], δηλαδή το κατάλληλο πνευματικό περιβάλλον για την άνδρωση και ανύψωση της τέχνης του λόγου. Σκωπτικός, δεν έπαυε να θίγει τα κακώς κείμενα χρησιμοποιώντας κάθε τεχνική του λόγου, ιδιαίτερα τα λεγόμενα σκαλαθύρματα, που το πρότυπο του είδους τους ανευρίσκεται στον τίτλο του έργου του Εράσμου Μωρίας Εγκώμιον. Την τεχνική αυτή η οποία συνίσταται σε "παιγνιώδη διαλεκτικήν λογικήν εξέλιξιν αναχωρούσαν από κρύφιον σόφισμα και προχωρούσαν ακροβατικώς τόσω επιτυχέστερον όσον περισσοτέρα εργασία απαιτείται διά να ευρεθή το σόφισμα της αρχής" (Ξενόπουλος) ο Ροΐδης ανήγαγε σε πραγματική τέχνη.»
(Ν. Μπουγάς, λήμμα «Ροΐδης Εμμανουήλ»,
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ. 52, Πάπυρος, Αθήνα, 1992, σελ. 176)
«Η έκπληξη, στηριγμένη στις απροσδόκητες συσχετίσεις, αποτελεί το κλειδί της συγγραφικής τεχνικής του, ενώ συνάμα επεξεργάζεται την φράση του για να την καταστήσει λεία, ευνόητη και μουσική. Πρωτεύει εδώ το αίτημα της σαφήνειας: να μη μας διαφεύγει τίποτε και να μην παρερμηνεύσουμε τίποτε. Η αισθητική επεξεργασία ενεργείται παράλληλα: η θέση των τόνων μέσα στη φράση, η στίξη, οι κατακλείδες τον απασχολούν πολύ. Εκείνο που πρέπει να εξαρθεί είναι το στοιχείο της βούλησης που πρωτεύει μέσα στη συγγραφή του: δεν έχει εύκολο γράψιμο. Όταν βιάζεται, όταν αφαιρείται, η φράση του μακραίνει και γίνεται δυσκίνητη παρακολουθώντας τους μαίανδρους μιας λεπτόλογης, εξαντλητικής σκέψης. Ο Ροΐδης εισάγει έτσι μέσα στην νέα μας λογοτεχνία το νόημα του ύφους, την επαγγελματική συγγραφική συνείδηση.»
(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 71985, σελ. 331)
«Το ύφος του Ροΐδου είνε τόσον ιδιάζον, ώστε εκ πέντε μόνον γραμμών δύναμαι να εννοήσω —πράγμα το οποίον δι' ουδένα άλλον των νεωτέρων Ελλήνων λογογράφων μοι συμβαίνει— αν το άρθρον φέρη ή όχι την υπογραφήν του. Τον αναγνωρίζω ευθύς εκ της πρώτης του φράσεως. Κηλεί διά της αυτής πάντοτε μουσικής, έχει την αυτήν συμμετρίαν, δεικνύει την αυτήν περί την εκλογήν της λέξεως αυστηρότητα, την αυτήν ευστροφίαν, την αυτήν χάριν ή σατυρικήν οξύτητα, επιτυγχανομένην διά πολλαπλών τρόπων, συγκρούσεων λέξεων, διπλών εννοιών ή αήθων συζεύξεων. [... ] Εκτός των άλλων αρετών, το ύφος του διακρίνεται και διά την συνεκτικότητα. Αι φράσεις του συμπλέκονται προς αλλήλας ως οι κρίκοι θώρακος. Διά τούτο ο λόγος του, προ πάντων εις τα οψιμώτερά του έργα είνε μεστός εννοιών, αποκαλυπτομένων δι' αναπτύξεως.»
(Γρ. Ξενόπουλος, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Ποικίλη Στοά, έτος 9ο, 1891, σελ. 28,
και στην ανθολόγηση Δ. Μπέζα, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ε', Σοκόλης, σελ. 41)
«Τελικά ο Ροΐδης κατέχει στα ελληνικά γράμματα τη θέση του πιο ιδιότυπου, ίσως, εκπροσώπου του ρομαντισμού, θέση αντίστοιχη με του Μπάιρον, που θεωρήθηκε ο ξένος και αιρετικός του αγγλικού ρομαντισμού. Η παιδεία του προσδιορίζεται από τη διασταύρωση της ρομαντικής με την κλασική και διαφωτιστική παράδοση, η μεγάλη ωστόσο ποιητική εμπειρία του είναι η ρομαντική και αυτή διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό το λογοτεχνικό του γούστο. [... ] Μόνος συνεπώς ανάμεσα στους συγχρόνους του ο Ροΐδης δεν παρουσιάζει την κλασικότροπη υποχώρηση των περισσότερων πρώην ρομαντικών ή των διαφωτιστών, αλλά προσπαθεί να βρει απάντηση ανάγοντας την ερμηνεία και τη λύση του προβλήματος στις σύγχρονες αναζητήσεις της ευρωπαϊκής αισθητικής.»
(Α. Γεωργαντά, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την Πάπισσα Ιωάννα, Ιστός, Αθήνα, 1993, σελ. 227-228)
«Αν επιχειρήσουμε να αρθρώσουμε το σύνολο της παραγωγής του Ροΐδη, θα μπορούσαμε χονδρικά και σχηματικά να δημιουργήσουμε δύο κύκλους: ο α' αναφέρεται στο κύκλωμα Πάπισσα Ιωάννα, ο β' στα βιώματά του. Εξηγούμαι: για περισσότερα από είκοσι χρόνια (1855-1875), όταν κλείνει η πρώτη περίοδός του, ολόκληρη η πνευματική παραγωγή του, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, εντοπίζεται γύρω από τις εκτεταμένες ερευνητικές αναζητήσεις, στις οποίες τον οδήγησε το έναυσμα της Πάπισσας. Ό,τι βλέπει το φως της δημοσιότητας δεν είναι παρά εκταμίευση από το πλούσιο υλικό που φαίνεται πως είχε μοχθηρά συγκεντρώσει. [... ] Ο β' κύκλος αναφέρεται στις βιωματικές του σχέσεις με τα πράγματα: ο μεγάλος κύκλος των αφηγημάτων του, που τείνουν προς την λογοτεχνία, έχει ως αφετηρία προσωπικά βιώματα. Ο λόγιος που στερήθηκε την φαντασία, απομακρύνεται εντελώς από το αρχείο του και αφήνει την αναπόληση να λειτουργήσει αδέσμευτη στον ελεύθερο στοχασμό. Φυσικά υπάρχει και μια τρίτη ομάδα, όχι κύκλος αυτός. Εδώ μπορεί να συγκεντρωθεί ολόκληρο σχεδόν το υπόλοιπο υλικό που έχει άμεση σχέση με πρόσωπα και πράγματα. Αφορμή είναι η έκδοση ενός βιβλίου, ένα γεγονός, μια δραστηριότητα, πάντως ό,τι έχει σχέση με την επικαιρότητα.»
(Α. Αγγέλου, Εισαγωγή στον τόμο Εμμανουήλ Ροΐδης: όκαλαθύρματα, Ερμής, Αθήνα, 1986, σελ. νε')
«Η γραφή του Ροΐδη μπορεί να δοκίμασε πολλές μορφές και να πειραματίστηκε με διαφορετικά είδη (λογοτεχνικά και μη), διατηρεί όμως στη διαχρονική αποτύπωσή της τη μοναδικότητα του λόγου της όχι μόνον ως αισθητικό αποτέλεσμα αλλά και ως πολιτισμικό γεγονός. Στην εποχή του αυτό θεωρήθηκε από ορισμένους αδιέξοδη "άρνηση", "αστυνόμευση" του λόγου, υπερβολή "ευφυολογίας", μοχθηρός "σαρκασμός" και, σε ακραίες περιπτώσεις, "ανθελληνισμός" και "ανηθικότητα". Από τους θαυμαστές του έχουμε την πλήρη αναστροφή των όρων. Η κριτική του Ροΐδη μπορεί να ήταν ανατρεπτική αλλά συνάμα, και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, πολλαπλά αναγκαία για την ανανέωση του ερμηνευτικού στοχασμού. Η ικανότητά του να διαταράσσει τις υπάρχουσες ισορροπίες και να προκαλεί σφοδρές διενέξεις επέτρεπε την εκ νέου διαπραγμάτευση κρίσιμων ζητημάτων και την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων από μια προοπτική ειρωνικής, και ως εκ τούτου δραστικής, αμφισβήτησης.»
(Δ. Δημηρούλης, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η τέχνη του ύφους και της πολεμικής, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005, σελ. 142-143)
3. Τα κείμενα
β. Μονόλογος ευαισθήτου
Διδακτικές επισημάνσεις
Οι μαθητές και οι μαθήτριες μπορούν:
• Να σχολιάσουν τον τίτλο του χρονογραφήματος και να συζητήσουν τις προσδοκίες που δημιουργεί, προσδοκίες που ανατρέπονται από τις πρώτες σχεδόν αράδες. Να επισημάνουν την ειρωνεία και τον χλευασμό που εμπε-ριέχει, σε σχέση με το περιεχόμενο του κειμένου.
• Να συζητήσουν το θέμα του χρονογραφήματος, όπου μέσα από την αυτοπαρουσίαση ενός δήθεν ευαίσθητου ανθρώπου, προβάλλεται και σατιρίζεται μια σειρά από καταστάσεις και κοινωνικά φαινόμενα, ανθρώπινες συμπεριφορές, στάσεις και συνήθειες της αθηναϊκής κοινωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα.
• Να απαριθμήσουν τα γεγονότα και τις καταστάσεις που ενοχλούν τον «ευαίσθητο» άνθρωπο (π.χ. δεν μπορεί να παρακολουθήσει κηδείες ή τη μονομαχία ενός φίλου, αδυνατεί να δανείσει χρήματα σε φίλο, μισεί να κάνει ελεημοσύνες, «θυσιάζεται» και συνάπτει πλούσιο γάμο, σιχαίνεται την αρρώστια της γυναίκας του) και να επισημάνουν τις δικαιολογίες-επιχειρήματα που χρησιμοποιεί σε κάθε περίσταση.
• Να εντοπίσουν τον τύπο του ανθρώπου που κρύβεται πίσω από τον υποτιθέμενο ευαίσθητο και να αναλύσουν τα στοιχεία της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα του. Να προσέξουν στοιχεία όπως η κοινωνική αναλγησία, η υποκρισία, ο εγωκεντρισμός, ο κυνισμός, η εκκεντρικότητα, η αδιαφορία κ.ά., τα οποία παρουσιάζονται με τη σαρκαστική και χλευαστική περιγραφή.
• Να αναζητήσουν τα σημεία του κειμένου όπου σκιαγραφείται ο πραγματικά ευαίσθητος άνθρωπος.
• Να παρατηρήσουν ότι ο «ευαίσθητος» του κειμένου ανήκει σε συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, την τάξη των οικονομικά και κοινωνικά ισχυρών (ακριβά φαγητά με αστακούς, μπαρμπούνια και φιλέτο, πλούσια γεύματα σε πολυτελή ξενοδοχεία, θέατρα και εκδρομές), της οποίας στηλιτεύεται η υποκριτική συμπεριφορά.
• Να συζητήσουν εάν και σε ποιο βαθμό πετυχαίνει ο συγγραφέας να σατιρίσει ανθρώπινους τύπους και καταστάσεις.
• Να σχολιάσουν το αποτέλεσμα της χρήσης του α' ρηματικού προσώπου στην αφήγηση. Να επισημάνουν ότι ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός - αυτοδιηγητικός, πίσω από ένα ειρωνικό και σαρκαστικό προσωπείο.
Συμπληρωματικές ερωτήσεις-Δραστηριότητες
• Θεωρείτε ότι το κείμενο του Ροΐδη διατηρεί την επικαιρότητά του; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
• Ποιες αντιλήψεις περί γάμου διαφαίνονται μέσα από το κείμενο του Ροΐδη; Ισχύουν σήμερα ή έχουν αλλάξει ριζικά; Παρουσιάστε τεκμηριωμένη την άποψή σας.
Παράλληλο κείμενο
Κάρολος Ντίκενς, Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, (απόσπασμα)
«Τούτη τη γιορτινή εποχή του χρόνου, κύριε Σκρουτζ», επέμεινε ο κύριος παίρνοντας στο χέρι του την πένα του, «είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά σωστό και σκόπιμο να θυμόμαστε τους φτωχούς και τους απόρους, που υποφέρουν τέτοιες μέρες διπλά. Χιλιάδες είναι οι συνάνθρωποί μας που στερούνται τα απαραίτητα. Εκατοντάδες χιλιάδες αυτοί που δεν έχουν ούτε τις πιο στοιχειώδεις ανέσεις, κύριε».
«Δεν υπάρχουν φυλακές;» ρώτησε ο Σκρουτζ.
«Υπάρχουν, υπάρχουν. Και πολλές μάλιστα», απάντησε ο άντρας αφήνοντας την πένα ξανά στο τραπέζι.
«Και πτωχοκομεία; Μήπως σταμάτησαν να λειτουργούν και δεν το ξέρω;» συνέχισε ο Σκρουτζ.
«Όχι κύριε, λειτουργούν κανονικά. Μακάρι να μη χρειάζονταν, βέβαια, αλλά χρειάζονται. Και λειτουργούν κανονικά».
«Κι ο Οίκος της Πρόνοιας, μήπως έκλεισε; Μήπως οι Νόμοι Περί Προστασίας των Φτωχών έπαψαν να ισχύουν;»
«Όχι, κύριε, ισχύουν. Κι ο Οίκος της Πρόνοιας ανοιχτός είναι κι αυτός. Και γεμάτος».
«Α! Γιατί από τα λόγια σας φοβήθηκα για μια στιγμή ότι κάτι συνέβη κι όλα αυτά τα φιλανθρωπικά ιδρύματα έκλεισαν κι όλοι αυτοί οι κοσμοσωτήριοι νόμοι έπαψαν να ισχύουν. Χαίρομαι που όλα πάνε καλά», είπε ο Σκρουτζ.
«Ναι, αλλά τα εν λόγω ιδρύματα δεν καταφέρνουν να τα βγάλουν πέρα, μέρες που είναι. Πώς να δώσουν μια στάλα από τη χαρά των Χριστουγέννων στην καρδιά και στο κορμί χιλιάδων αναγκεμένων;» ξαναπήρε το λόγο ο καλοντυμένος κύριος. «Γι' αυτό και μερικοί από μας προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε ένα μικρό ποσό, για ν' αγοράσουμε κρέας και κρασί για τις άπορες οικογένειες... Να φάνε, να πιούνε κι αυτοί, να ζεσταθούν λιγάκι. Διαλέξαμε τούτη τη μέρα, γιατί η γιορτή των Χριστουγέννων κάνει την ανέχεια και τη στέρηση να μοιάζουν πιο στενάχωρες και πιο βαριές απ' ό,τι είναι. Ενώ για τους τυχερούς, που έχουν όλα τα καλά τους, η γιορτινή αυτή μέρα σημαίνει περίσσεια ευτυχίας και χαράς. Τι ποσό να σημειώσω, λοιπόν, δίπλα στ' όνομά σας;»
«Τίποτα!» απάντησε ο Σκρουτζ.
«Θέλετε να μείνει ανώνυμη η προσφορά σας;»
«Αφού με ρωτάτε τι θέλω, κύριοι, αφήστε με ήσυχο! Δε γιορτάζω τα Χριστούγεννα και δεν έχω καμιά όρεξη να βοηθήσω άλλους να τα γιορτάσουν. Άλλους που κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια όλο το χρόνο και τώρα περιμένουν να τα βρούνε όλα έτοιμα. Βοηθώ και στηρίζω με τον οβολό μου τα ιδρύματα, για τα οποία σας μίλησα... πιστέψτε με, μου στοιχίζουν και με το παραπάνω. Όσοι λοιπόν είναι φτωχοί, ας πάνε εκεί και θα βρούνε ό,τι τους χρειάζεται».
«Υπάρχουν όμως πολλοί που δεν μπορούν. Κι αρκετοί που θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να πάνε».
«Αν προτιμούν να πεθάνουν, ας το κάνουν», αποκρίθηκε ο Σκρουτζ. «Με την ευχή μου. Να λιγοστέψουμε λιγάκι οι υπόλοιποι. Αλλά ας μη χάνουμε την ώρα μας: εγώ δεν ξέρω τίποτα, κύριοι! Και με το συμπάθιο, δε θέλω να ξέρω.»
(Κ. Ντίκενς, Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, μτφρ. Μ. Αγγελίδου, Νάρκισσος, Αθήνα, 2002, σελ. 28-29)
• Να συγκριθούν στα δύο κείμενα οι απόψεις γύρω από το θέμα της βοήθειας σε άτομα που έχουν ανάγκη.
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αγγέλου Α., Εισαγωγή στον τόμο Εμμανουήλ Ροΐδης: Σκαλαθύρματα, Ερμής, Αθήνα, 1986.
Γεωργαντά Α., Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την Πάπισσα Ιωάννα, Ιστός, Αθήνα, 1993.
Δημαράς Κ. Θ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 71985.
Δημηρούλης Δ., Εμμανουήλ Ροΐδης, Η τέχνη του ύφους και της πολεμικής, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005.
Μπέζας Δ., «Εμμανουήλ Ροΐδης», εκδ. Σοκόλης, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ε' 1830-1880, Αθήνα, σελ. 8-95.
Μπουγάς Ν., λήμμα «Ροΐδης Εμμανουήλ», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ. 52, Πάπυρος, Αθήνα, 1992, σελ. 176.
Beaton R., Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996.
Αφιερώματα
Διαβάζω, τεύχος 96, 13-6-84. Ελληνική Δημιουργία, τεύχος 139, 15-11-1953.
Νέα Εστία, τεύχος 1772 (Νοέμβριος 2004).
Χάρτης, τεύχη 15 και 16, Μάιος και Ιούλιος 1985.
Εμμανουήλ Ροΐδης
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας
στο Βιβλιοnet
στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
στη Βικιπαίδεια
ΤΑΙΝΙΕΣ
Σειρά: Ταξίδι στον Πολιτισμό για το Υπουργείο Πολιτισμού. Λογοτεχνία Λύκειο ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ
εκπομπή ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ
εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
εκπομπή ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Διαβάστε στον Ελληνικό Πολιτισμό:
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ: Τα εφήμερα, Ιστορία ενός τουφεκισμού, Πανδαμάτειρα και πανδαμάτωρ, Η μηλιά, Μονόλογοι ευαισθήτου, Η πρώτη του μονομαχία, Κυνομυομαχία, Τα ευτυχήματα της αρρώστιας, Το θέατρον του Γιλδίζ κιοσκ, Άγιος Σώστης, Ορέστης και Πυλάδης, Χρυσηίς, Ημερολόγιον ομογενούς, Ιστορία ενός πιθήκου, Επιστολή αγγλίδος περί γλυπτικής.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
Ιάκωβος Ρίζος, βιογραφία και έργα
στην Εθνική Πινακοθήκη
στο paleta art
στη Βικιπαίδεια
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...