Με τον όρο ψηφιδωτό ή μωσαϊκό εννοούμε μια επιφάνεια (που μπορεί να είναι δάπεδο, τοίχος ή οροφή) η οποία καλύπτεται από ένα στρώμα κονιάματος, δηλ. ένα είδος λάσπης που λειτουργεί ως συγκολλητικό υλικό πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένες οι ψηφίδες.
Οι ψηφίδες είναι μικρού μεγέθους πέτρες. Μπορεί να προέρχονται από φυσικά υλικά, π.χ. διάφορα πετρώματα (π.χ. γρανίτη, πορφυρίτη κ.ά.) ή φίλντισι ή κοράλλι ή ημιπολύτιμοι λίθοι ή κόκαλο κ.α. ή από κατασκευασμένα υλικά π.χ. κεραμίδι, υαλόμαζα κ.ά.
Ο όρος ψηφιδωτό προέρχεται από τη λέξη ψηφίδες ενώ ο όρος μωσαϊκό είναι μεταγενέστερος. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στη ρωμαϊκή εποχή και είναι πολύ πιθανό η ετυμολογία του να συνδέεται με τις Μούσες και πιο συγκεκριμένα από μία ιερή σπηλιά η οποία ήταν αφιερωμένη στις Μούσες και ήταν διακοσμημένη με ψηφιδωτά. Έτσι από τον όρο Μούσες, βγαίνει ο όρος μουσαϊκό και τελικά μωσαϊκό. Στα βυζαντινά χρόνια συναντάμε τους όρους μουσείον, μουσίωμα, μουσείωσις, μουσαϊκόν ή έργον μεμουσωμένον.
Οι ψηφίδες, που λέγονται και ψήφοι, αβάκια ή αβακίσκοι στην αρχή ήταν απλές πέτρες, τα βότσαλα, χωρίς ιδαίτερη επεξεργασία γι' αυτό και τα ψηφιδωτά αυτά ονομάζονται βοσταλωτά. Σε αρκετά από αυτά χρησιμοποίθηκε μολύβδινη ταινία για το περίγραμμα του σώματος και των ανατομικών λεπτομερειών.
Κάποια στιγμή μαζί με τα βότσαλα χρησιμοποιούνταν και πολυγωνικά απολεπίσματα μαρμάρου ή μόνο τα μαρμάρινα απολεπίσματα. Αργότερα, στα αλεξανδρινά και ελληνιστικά χρόνια, περίπου το 260 π.χ., τα βότσαλα αντικαθίστανται από επεξεργασμένες πέτρες σε σχήμα κυβικό, που στα ρωμαϊκά χρόνια θα ονομαστούν tesserae και τα ψηφιδωτά tessellata, ενώ είναι πιθανόν οι ψηφίδες για τις πρωσοπογραφίες να ονομάζονται crustae. Η ιδαίτερη ανάπτυξη του ψηφιδωτού τα ρωμαϊκά χρόνια έφερε κι ένα νέο είδος ψηφιδωτών με πολύ μικρές ψηφίδες που φτάνουν σε μέγεθος μέχρι και ενός χιλιοστού σε κάθε πλευρά! Οι ψηφίδες αυτές ονομάζονται vermiculi (= μικρά σκουλήκια) και η τεχνική θα ονομαστεί opus vermiculatum.
Τα ψηφιδωτά μπορούν να είναι τοποθετημένα στο έδαφος (επιδαπέδια ή λιθόστρωτα), σε τοίχους (εντοίχια) ή στην οροφή.
Για τα επιδαπέδια ψηφιδωτά συναντάμε στα λατινικά τους όρους pavimentum tesseris structum.
Στη «Φυσική Ιστορία» του Πλίνιου διαβάζουμε για «pavimenta originem apud Graecos habent elaborata arte picturae ratione, donec lithostrota expulere eam» και στα ελληνικά
από τον Αθηναίο στους «Δειπνοσοφιστές» «ταῦτα δὲ πάντα δάπεδον εἶχεν ἐν ἀβακίσκοις συγκείμενον ἐκ παντοίων λίθων, ἐν οἷς ἦν κατεσκευασμένος πᾶς ὁ περὶ τὴν Ἰλιάδα μῦθος θαυμασίως» (5,41), « ἦν δ᾽ ἐν τῷ κοιτῶνι καὶ λιθοκόλλητος ἄμπελος χρυσῆ ὑπὲρ τῆς κλίνης. τὴν δ᾽ ἄμπελον ταύτην Ἀμύντας φησὶν ἐν τοῖς Σταθμοῖς καὶ βότρυας ἔχειν ἐκ τῶν πολυτελεστάτων ψήφων συντεθειμένους.» (12, 9) ή στον Γαληνό στο «Προτρεπτικός επ' ιατρικήν», 8 «τὸ δ´ ἔδαφος ἐκ ψήφων πολυτελῶν συγκεῖσθαι θεῶν εἰκόνας ἔχον θαυμαστῶς διατετυπωμένας». Και στη βυζαντινή γραμματεία συναντάμε στους Συνεχιστές του Θεοφάνη στο 5ο βιβλίο για τον Βασίλειο τον Μακεδόνα: «ευθύς γαρ κατά το του εδάφους μεσαίτατον το Μηδικόν όρνεον ο ταώς εκ ψηφίδων λαμπρών τη λιθοξόω τέχνη διαμεμόρφωται, εν ευθυτόρνω κύκλω εκ λίθου Καρικής συγκλειόμενος, αφ' ούπερ ακτίνες από λίθου της αυτής προς άλλον μείζονα κύκλον εκπέμπονται» και στη Διήγηση του Νικήτα Χωνιάτη «τὰ διὰ ψηφίδων ποικιλοχρόων τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων ἀχρειούμενα ἔκτυπα»
Ακολουθώντας την εξέλιξη των ψηφιδωτών μέχρι τις μέρες μας διακρίνουμε ανάλογα με το είδος και το μέγεθος του υλικού διάφορες τεχνικές που, εξαιτίας της ανάπτυξης του ψηφιδωτού στα ρωμαϊκά χρόνια, έχουν λατινικές ονομασίες:
α) Βοτσαλωτά ψηφιδωτά: Πρόκειται για ψηφιδωτά με βότσαλα με απλές πέτρες, λειασμένες από τη θάλασσα ή από τα ποτάμια.
β) Opus tessellatum: Πρόκειται για ψηφιδωτό δαπέδου με μεγάλες ψηφίδες, από 0,5 ως 2 εκ.
γ) Opus vermiculatum: Πρόκειται για πολύχρωμο ψηφιδωτό δαπέδου με ψηφίδες από 0,1 μέχρι 0,5 εκ. Ο όρος προέρχεται είτε από τα vermiculi (σκουλήκια) είτε από την πολυχρωμία (versicolores). Πρωτοκατασκευάστηκαν στην Πέργαμο.
δ) Opus sectile (μαρμαροθέτημα): Πρόκειται για ψηφιδωτό που αποτελείται από τεμάχια μαρμάρου κομμένα σε ένα ορισμένο γεωμετρικό ή ελεύθερο σχήμα. Παραλλαγή αποτελεί το Opus alexandrium: Πρόκειται για την αλεξανδρινή τεχνική με τη χρήση κυβικών ψηφίδων και μαρμάρων. Στην Αναγέννηση ο όρος θα σημαίνει ψηφιδωτό κατασκευασμένο με ποικιλία σκληρών πετρωμάτων όπως γρανίτη ή πορφυρίτη.
ε) Opus musivum: Πρόκειται για ψηφιδωτό εντοίχιο με ψηφίδες από υαλόμαζα.
στ) Opus signinum: Πρόκειται για τεχνική στην οποία οι ψηφίδες χρησιμοποιούνται για τα περιγράμματα ενώ το φόντο αποτελείται από κόκκινο κονίαμα. Πήρε αυτήν την ονομασία από την πόλη Signe της Σικελίας που ήταν φημισμένη για την κόκκινη άργιλό της.
ζ) Έμβλημα: Πρόκεται για ψηφιδωτό με κεντρική παράσταση (παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη) κατασκευασμένη με την τεχνική του opus vermiculatum. Το έμβλημα πλαισωνόταν από απλά γεωμετρικά σχέδια ή από opus tessellatum.
η) Opus figlinum Πρόκειται για δάπεδο κατασκευασµένο από κοµµάτια πηλού ή ψηµένου πηλού τοποθετηµένα κάθετα ή οριζόντια στο κονίαµα.
Τα πρωιμότερα ψηφιδωτά με εικονιστικό θέμα και καλλιτεχνική αξία είναι τα ελληνικά βοτσαλωτά ψηφιδωτά της ύστερης κλασικής και κυρίως της ελληνιστικής περιόδου.
Στον ελλαδικό χώρο η χρήση του βότσαλου στο δάπεδο πρωτοεμφανίζεται στην εποχή του χαλκού στην ύστερη μινωική ΙΙ και στα μηκυναϊκά χρόνια με παρόμοια δείγματα να έχουν βρεθεί στο ανάκτορο της Τίρυνθας ή στα Μάλια της Κρήτης. Τα ψηφιδωτά αυτά είναι κατασκευασμένα από μικρά βότσαλα και σχηματίζουν απλά γεωμετρικά μοτίβα. Βεβαίως, βοτσαλωτά δάπεδα βρέθηκαν και σε άλλα μινωικά και μυκηναϊκά κτίρια, όμως δεν έχουν καμία διακόσμηση.
Μετά από μια αρκετά μεγάλη περίοδο στην οποία δεν εντοπίζονται ψηφιδωτά, φτάνουμε στον 8ο αι. π.Χ. και στο Γόρδιο της Φρυγίας. Το βοτσαλωτό δάπεδο που βρέθηκε στη λεγόμενη «Δυτική Φρυγική Οικία» διακοσμείται με πολυάριθμα γεωμετρικά μοτίβα τα οποία όμως δεν έχουν κάποια συνοχή και οργάνωση και δε διακρίνεται κάποιο θέμα.
Στον ελλαδικό χώρο και πάλι βρίσκουμε ψηφιδωτά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. στο ιερό της Άρτεμης Ορθίας στη Σπάρτη και στον ναό της Αθηνάς Προναίας στους Δελφούς. Τα ψηφιδωτά αυτά είναι διακοσμημένα με γεωμετρικά σχέδια.
Αν θέλουμε να δώσουμε μια χρονική και τοπική αρχή στην ιστορία των φηφιδωτών, τότε αυτή τοποθείται στο 432-348 π.Χ. στην Όλυνθο της Χαλκιδικής. Η Όλυνθος ήταν μια μακεδονική πόλη που ιδρύθηκε το 432 π.Χ. και καταστράφηκε από τον Φίλιππο τον Β' το 348 π.Χ. Τα βοτσαλωτά ψηφιδωτά της Ολύνθου θεωρούνται συνεπώς τα πρώτα ψηφιδωτά.
Παρόμοια με τα ψηφιδωτά της Ολύνθου συναντάμε στη Σικυώνα, στην Κόρινθο και αλλού.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των ψηφιδωτών αυτών είναι:
α) κατασκευάζονται από λεία βότσαλα με διάμετρο ενός, δύο έως και πέντε εκατοστών·
β) τα βότσαλα είναι τοποθετημένα σε λεπτό κονίαμα που βρίσκεται πάνω σε πιο τραχύ έδαφος·
γ) χρησιμοποιούνται ανοιχτόχρωμα βότσαλα, κυρίως λευκά, πάνω σε σκουρόχρωμο πεδίο ή και το αντίθετο· στα δίχρωμα ψηφιδωτά χρησιμοποιούνται λευκά και μαύρα ή μπλε βότσαλα, ενώ για την απόδοση κάποιων λεπτομερειών ή μοτίβων χρησιμοποιούνται και κίτρινα, κόκκινα ή πράσινα·
δ) το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη κάποιου βασικού θέματος που συμπληρώνεται από δευτερεύοντα θέματα.
Στο τελευταίο τρίτο του τέταρτου αιώνα (330-300) π.Χ. η τεχνική των βοτσαλωτών δαπέδων βρίσκεται στο απόγειο της ανάπτυξής της με κύρια παραδείγματα τα ψηφιδωτά στην Ολυμπία, στην Πέλλα, στη Ρόδο και αλλού.
Τα χαρακτηριστικά των ψηφιδωτών αυτών είναι:
α) η χρήση λευκών βότσαλων σε σκουρόχρωμο πεδίο·
β) η απόδοση των επιμέρους εικονιστικών μοτίβων με έντονο νατουραλισμό·
γ) η προσπάθεια στην απόδοση της τρίτης διάστασης η οποία επιτυγχάνεται με
τη χρήση χρωματιστών βοτσάλων και με τις ενδιάμεσες χρωματικές διαβαθμίσεις
τους·
δ) η χρήση μολύβδινων ταινιών ή ταινιών από πηλό για την επίτευξη της ζωγραφικότητας·
ε) η συγκεκριμένη γωνία θέασης, καθώς τα επιλεγμένα θέματα έχουν τη μορφή ενός πίνακα με συγκεκριμένο προσανατολισμό.
Βοτσαλωτά δάπεδα συναντούμε σ' όλη τη διάρκεια του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. Η θεματολογία τους διευρύνεται η εκτέλεσή τους όμως είναι σπάνια καλής ποιότητας. Είναι σημαντική η επέκτασή τους στο Αιγαίο, τη Μικρά Ασία, τη Μαύρη Θάλασσα αλλά και στη Δύση. Γενικότερα χρησιμοποιούνται σε παραθαλάσσιες περιοχές όπου αφθονεί το βότσαλο, αφού αποτελεί μια εύκολη και λιγότερο δαπανηρή λύση.
Μετά τον 3ο αι. εμφανίζονται ψηφιδωτά με μεικτή τεχνική συνδυάζοντας βότσαλα και κομμένες ψηφίδες ή χοντρά ψηφιδωτά με μαρμάρινα ή λίθινα πλακίδια ακανόνιστου σχήματος.
Οι διάφοροι πειραματισμοί καταλήγουν στη δημιουργία του ψηφιδωτού opus tessellatum, στο οποίο χρησιμοποιούνται ψηφίδες κομμένες σε τετράγωνο σχήμα από φυσικά ή τεχνητά υλικά, π.χ. γυαλί. Το πού πρωτοεμφανίστηκαν είναι ένα από τα δύσκολα ερωτήματα και οι απαντήσεις που δόθηκαν είναι διάφορες. Σύμφωνα με μια άποψη πρωτοεμφανίζονται στη Morgantina της Σικελίας και χρονολογούνται γύρω στο 260-250 π.Χ. Από εκεί φτάνουν στην Αλεξάνδρεια μέσω των περίφημων ψηφιδωτών που έστειλε με πλοία ο Ιέρωνας στους Πτολεμαίους. Άλλη πάλι θεωρία τοποθετεί ως πρώτη περιοχή εμφάνισης των opus tessellatum την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, άποψη που ενισχύεται από δύο αλεξανδρινά ψηφιδωτά που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως μετάβαση από τα βότσαλα στις ψηφίδες. Ο Dieter Salzmann υποστηρίζει ότι πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα στο τέλος του 3ου ή στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. Τα καλύτερα δείγματα από τον ελλαδικό χώρο τα βρίσκουμε στη Δήλο στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ.
Η χρήση όλο και μικρότερου μεγέθους ψηφίδων έως και 0,5 εκ. δημιούργησε ένα νέο είδος ψηφιδωτών, περισσότερο πολύχρωμων, που ονομάστηκε opus vermiculatum. Ο όρος προέρχεται είτε από τα vermiculi (σκουλήκια) είτε από την πολυχρωμία (versicolores). Χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στα «εμβλήματα», δηλαδή σε ανεξάρτητους ψηφιδωτούς πίνακες που τις περισσότερες φορές καταλαμβάνουν το κέντρο ενός φηφιδωτού δαπέδου. Πρωτοεμφανίστηκαν στο Πέργαμο.
Ως δημιούργημα κυρίως της ελληνιστικής περιόδου τα επιδαπέδια ψηφιδωτά ξεπέρασαν τον ελλαδικό χώρο και εξαπλώθηκαν στην ανατολή σε όλες τις ακμάζουσες πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων όχι μόνο για το αισθητικό τους αποτέλεσμα αλλά και γιατί εξασφάλιζαν στεγανοποίηση και ήταν εύκολο να πλυθούν με πολύ νερό. Μετά την κατάκτηση από τους Ρωμαίους τα ψηφιδωτά έφτασαν και στη δύση, να κοσμούν τα δημόσια κτίρια, τις οικίες αλλά και τις θέρμες των Ρωμαίων. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού χρησιμοποιήθηκαν και στους ναούς κυρίως σε επιτοίχιες διακοσμήσεις.
Μετά από μια κάμψη στους τελευταίους αιώνες τα ψηφιδωτά επανήλθαν στα τέλη του 1950 ως διακοσμητικό δάπεδο των σπιτιών με τη ρωμαϊκή όμως ονομασία τους, τα γνωστά μωσαϊκά. Τα τελευταία χρόνια επανεμφανίστηκαν και τα ψηφιδωτά δάπεδα, όπως τα γνωρίσαμε στην αρχαιότητα.
Η κατασκευή ενός ψηφιδωτού προέβλεπε μια μακρά διαδικασία σε διάφορα στάδια.
Στο πρώτο στάδιο ο ζωγράφος (pictor imaginarius) σχεδίαζε το ψηφιδωτό πάνω σε χαρτόνι σημειώνοντας τα χρώματα.
Στο δεύτερο στάδιο ο pictor parietarius μετέφερε το σχέδιο στην επιφάνεια που θα κοσμούσε προσαρμόζοντας τις διαστάσεις· εκτός από το περίγραμμα χρωμάτιζε ανάλογα το υπόστρωμα, ώστε να γνωρίζει ο ψηφοθέτης πού θα τοποθετούσε τις ψηφίδες.
Στο τρίτο στάδιο ο ψηφοθέτης (tessellarius για τα δάπεδα και musivarius για τους τοίχους) τοποθετούσε τις ψηφίδες.
Στο μεταξύ θα έπρεπε να προετοιμαστεί κατάλληλα και το έδαφος, μια διαδικασία που διαφέρει από τόπο σε τόπο (όσον αφορά τα υλικά) και από περίοδο σε περίοδο.
Για τα ψηφιδωτά δαπέδου στα ελληνιστικά χρόνια προκύπτει από τις αρχαιολογικές ανασκαφές ότι σε
γενικές γραμμές έσκαβαν το έδαφος σε βάθος μέχρι και 20 εκ. και στη συνέχεια
γέμιζαν τον λάκκο με λάσπη ανακατεμμένη με χαλίκια, στρώνοντας στο τέλος
κεραμίδια, συνήθως καμπυλόσχημα. Στη συνέχεια τοποθετούσαν ένα στρώμα
λάσπης με ασβέστη, άμμο, θηραϊκή γη και αρκετές φορές και στάχτη.
Για τα ρωμαϊκά χρόνια οι πληροφορίες είναι περισσότερες,
αφού εκτός από τις ανασκαφές έχουν σωθεί τα γραπτά του Πλίνιου (Historia Naturalis XXXVI,
62-65) και του Βιτρούβιου (De archtectura,
VII,1).
Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο έβρεχαν και κτυπούσαν το έδαφος, για να γίνει στερεό, και το αλφάδιαζαν. Στη συνέχεια τοποθετούσαν ένα στρώμα με χοντρές πέτρες και από πάνω ένα στρώμα 7-8 εκ. με σπασμένα κεραμίδια και pozollana, ένα είδος θηραϊκής γης. Το τρίτο στρώμα 2-5 εκ. αποτελούνταν από ασβέστη, μαρμαρόσκονη, θηραϊκή γη και κεραμιδόσκονη, ενώ το τέταρτο 5-12 εκ. περιείχε 1/4 ασβέστη και 3/4 τριμμένο κεραμίδι. Το πέμπτο στρώμα αποτελούνταν από λεπτή άμμο, ασβέστη και καλής ποιότητας μαρμαρόσκονη. Έπρεπε να είναι τελείως αλφαδιασμένο, γιατί πάνω σ' αυτό τοποθετούνταν οι ψηδίδες.
Για τα εντοίχια ψηφιδωτά χρησιμοποιούσαν ένα πρώτο στρώμα από ασβέστη, κομμάτια κεραμιδιών και θηραϊκή γη. Το επόμενο στρώμα αποτελούνταν από ασβέστη, θηραϊκή γη και μαρμαρόσκονη και στο τελευταίο στρώμα πρόσθεταν και ασπράδι αυγού. Εξαιτίας του μεγάλου βάρους των υποστρωμάτων χρησιμοποιούσαν κάποιες φορές καρφιά με μεγάλο κεφάλι, για να εξασφαλίσουν τη στερέωση στον τοίχο.
Η μεγάλη ζήτηση για ψηφιδωτά έφερε και τα προκατασκευασμένα έργα. Έτσι, κατασκευαζόταν το ψηφιδωτό στο εργαστήριο και στη συνέχεια μεταφερόταν και τοποθετούνταν στον χώρο του πελάτη.
ΑΜΙΤΑΙΟΝ Πρόκειται μάλλον για Έλληνα ψηφιδογράφο του 4ου αι. μ.Χ. που υπέγραψε με λατινικά στοιχεία ένα ψηφιδωτό που βρέθηκε στη Μπαάλμπεκ. Στο έργο αυτό εικονίζεται μέσα σε κυκλικό πλαίσιο η Μούσα της ποίησης Καλλιόπη και γύρω της τα πορτρέτα οκτώ σοφών.
AMITEIUS QUINTUS: Ρωμαίος αρχιτέκτονας και ψηφοθέτης που εργάστηκε στο Luc en Dois, στη Γαλλία. Σώθηκε ένα ψηφιδωτό του που απεικονίζει ταύρους, κύκλους με αστέρια, φυτικά θέματα κ.ά. και φέρει την υπογραφή Q. AMITEIUS ARCHITECT FECIT.
AMOR: Πιθανόν γαλλικής καταγωγής του 2ου αι. μ.Χ. Η υπογραφή του βρέθηκε μαζί με αυτή του δασκάλου του SENUS FELIX σ' ένα ψηφιδωτό της Lillebonne στη Γαλλία, στον ναό της Άρτεμης και του Απόλλωνα. Το έργο απεικονίζει τέσσερις σκηνές από κυνήγι ελαφιού με δύο θεούς να δεσπόζουν στο κέντρο.
ΑΝΤΑΙΟΣ: Έλληνας ψηφοθέτης του 2ου αι. π.Χ., γιος του Αισχρίωνα. Η υπογραφή βρίσκεται σε ένα ψηφιδωτό στη Δήλο.
ANTHOS: Έλληνας καλλιτέχνης που υπέγραψε μαζί με κάποιο Σέλευκο ένα ψηφιδωτό που βρέθηκε στην Ισπανία. Τα στοιχεία της υπογραφής επιτρέπουν τη χρονολόγηση του έργου στον 2ο αι. μ.Χ. Η υπογραφή είναι C(olonia) A(ugusta) F(ecerunt) SELEUCUS ET ANTHOS.
ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΗΣ: Έλληνας ψηφοθέτης των ρωμαϊκών χρόνων. Υπέγραψε ψηφιδωτό που βρέθηκε κοντά στην Κνωσό. Το έργο παριστάνει στο κέντρο ένα οκτάγωνο με ρόμβους και παραλληλόγραμα. Γύρω από αυτό υπάρχει μια μπορντούρα με φύλλα και πουλιά. Στο κεντρικό θέμα οι ρόμβοι περιέχουν γεωμετρικά σχήματα (αβάκωση), ενώ τα παραλληλόγραμα έχουν φυτικά σχέδια.
ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΗΣ: Έλληνας καλλιτέχνης του 2ου αι. π.Χ. Έργο του βρίσκουμε στη Δήλο, στην οικία των Δελφινιών. Το όνομά του είναι γραμμένο με μαύρες ψηφίδες σε λευκό φόντο. Ο Bulard είχε διαβάσει το όνομα Ασκληπιάδης αλλά στη συνέχεια τα γράμματα της υπογραφής καταστράφηκαν.
ΒΛΑΣΤΟΣ: Ψηφοθέτης της ρωμαϊκής εποχής, του οποίου η υπογραφή έχει βρεθεί στην Κεντρική Αφρική. Τα στοιχεία και η μορφή της υπογραφής είναι λατινικά αλλά το όνομα είναι ελληνικής προέλευσης.
CECILIANUS: Ψηφοθέτης μάλλον ισπανικής καταγωγής του 3ου-4ου αι. π.Χ. Η υπογραφή CECILIANUS FECIT βρέθηκε το 1879 σε ψηφιδωτό που εκτίθεται στο Μουσείο της Βαρκελώνης.
ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ: Η υπογραφή ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ Ο ΣΑΜΙΟΣ βρίσκεται στο άνω μέρος δύο ψηφιδωτών που ανακαλύφτηκαν το 1763 στην Πομπηία, στη βίλα του Κικέρωνα. Τώρα εκτίθενται στο Μουσείο της Νάπολης. Κατασκευασμένα με πολύ μικρές ψηφίδες, μόλις 1 με 2 χιλιοστά, τα δύο αυτά έργα δείχνουν την πρόθεση του καλλιτέχνη να μιμηθεί ζωγραφικά πρότυπα. Απεικονίζουν σκηνές θεάτρου, το πρώτο μια ομάδα μουσικών (διαστάσεις 43Χ41 εκ.) και το δεύτερο γυναικείες μορφές (διαστάσεις 42Χ35 εκ.). Τα έργα αυτά κατασκευάστηκαν στο εργαστήριο του καλλιτέχνη και μετά τοποθετήθηκαν στη βίλλα (2ος-1ος αι. π.Χ.)
ΓΝΩΣΗΣ: Έλληνας ψηφοθέτης που υπογράφει το θαυμάσιο ψηφιδωτό της Πέλλας.
ΔΑΦΝΗΣ: Έλληνας καλλιτέχνης της ρωμαϊκής εποχής. Ένα ψηφιδωτό που φέρει την υπογραφή ΔΑΦΝΗΝ ΕΠΟΙΕΙ και παρουσιάζει μυθολογικές παραστάσεις και σκηνές θεάτρου βρέθηκε το 1975 στα Χανιά. Σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο της πόλης αυτής.
ΗΡΑΚΛΙΤΟΣ: Έλληνας ψηφοθέτης της ρωμαϊκής περιόδου. Η υπογραφή του ΗΡΑΚΛΙΤΟΣ ΗΡΓΑΣΤΟ βρέθηκε σε ένα ψηφιδωτό στο Αβεντίνο της Ρώμης. Το έργο αντιγράφει τον «ασάρωτο οίκο» του Σώσου. Σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο του Λατερανού.
ΥΦΑΙΣΤΕΙΩΝ: Ψηφοθέτης του 2ου αι. π.Χ. Έργο του βρέθηκε στο παλάτι του Ευμένη στην Πέργαμο (195-159 π.Χ.) Το ψηφιδωτό φέρει την υπογραφή ΥΦΑΙΣΤΕΙΩΝ ΕΠΟΙΕΙ. Σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο του Βερολίνου.
ΚΡΑΤΕΡΟΣ: Ψηφοθέτης του 2ου αι. π.Χ. Υπέγραψε ψηφιδωτό της ρωμαϊκής περιόδου που βρέθηκε κάτω από την εκκλησία του Αγ. Αθανασίου στο χωριό Σκάλα της Κεφαλονιάς.
NEIΛΟDOROS: Όνομα γραμμένο με στοιχεία μισά ελληνικά μισά λατινικά. Βρέθηκε στο Παρίσι το 1843 σε ψηφιδωτό του Αγ. Σεβερίνου. Σήμερα αγνοείται η τύχη του έργου αυτού στο οποίο απεικονίζονταν τρεις πυγμάχοι. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή το όνομα δεν ανήκει στον καλλιτέχνη αλλά στον νικητή πυγμάχο.
PERISSOTERUS: Καλλιτέχνης πιθανώς ελληνικής καταγωγής. Έργο με την υπογραφή PERISSOTERUS βρίσκεται εκτεθειμένο στο Μουσείο της Σεβίλλης.
ΠΡΟΚΛΟΣ: Έλληνας καλλιτέχνης που δούλεψε στην Όστια της Ιταλίας στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ.
ΣΩΣΟΣ: Έλληνας ψηφοθέτης που εργάστηκε στην Πέργαμο τον 2ο αι. π.Χ. Αναφέρεται από τον Πλίνιο ως ο επιφανέστερος στην τέχνη της διακόσμησης των δαπέδων. Στην Πέργαμο φιλοτέχνησε το θέμα του «ασάρωτου οίκου» και το «κύπελλο του Νέστορα». Τα έργα αυτά άρεσαν τόσο που επί αιώνες αντιγράφονταν παντού. Αντίγραφά τους βρίσκονται στο Μουσείο του Λατερανού, της Νάπολης, της Ακυληίας, στη βίλα του Αδριανού σε προάστιο της Ρώμης και στη βίλα του Ινωπού στη Δήλο. Χάρη στον Σώσο, η Πέργαμος απόκτησε φημισμένη σχολή ψηφιδωτών. Εκεί χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η πολύ μικρή ψηφίδα.
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
Δημήτρης Χρυσόπουλος, Το ψηφιδωτό Ι, περ. Αρχαιολογία, τ. 3,
Δημήτρης Χρυσόπουλος, Το ψηφιδωτό ΙΙ, περ. Αρχαιολογία, τ. 4,
Δημήτρης Χρυσόπουλος, Το ψηφιδωτό ΙΙΙ, περ. Αρχαιολογία, τ. 6
Ευτυχία Αλεβίζου, Ψηφιδωτά με εικονιστικές παραστάσεις σε
θέρμες της ρωμαϊκής αυτοκρατορική περιόδου, Α.Π.Θ., 2010
Anne-Marie Guimier-Sorbets, Η παρουσία του Διονύσου στην ελληνική οικία: τα ελληνιστικά ψηφιδωτά, περ. Αρχαιολογία, τ.
113
Μαρία Λεβάντη, Το ψηφιδωτό δάπεδο του δωματίου Ε του
ανακτόρου της Βεργίνας και τα διακοσμητικά στοιχεία του, Α.Π.Θ. 2009
Δρ Monika Trümper, Η κατοικία στην υστεροελληνιστική Δήλο,
περ. Αρχαιολογία, τ.
114
Νεκτάριος Πουλακάκης, Ψηφιδωτά
δάπεδα στη Μακεδονία κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή.
J.J. Pollitt, Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή, εκδ.
Δημ. Παπαδήμα, 2011