Ο Εύανδρος στον Αινεία για τον Ηρακλή και τον Κάκο
Μόλις είπε αυτά, διατάζει να τοιμάσουνε το τσιμπούσι και τους κρατήρες κι ο ίδιος τοποθετεί τους άντρες σε χορταρένια καθίσματα και τον έξοχο Αινεία σε θρόνο και πυκνόμαλλη προβιά λιονταριού δέχεται και σε κάθισμα από σφεντάμνι προσκαλεί. Ύστερα διαλεχτοί νιοι στα γλήγορα κι ο ιερέας του βωμού φέρνουν ψημένα κρέατα βοδιών, γεμίζουν τα κανίστρια με δώρα της Δήμητρας, που γίνουνται με κόπο, κι υπηρετούνε στο κρασί. Τρώει ο Αινείας και μαζί οι νιοι οι Τρώες την πλάτη μεγάλου βοδιού και τα εντόσθια των σφαγίων.
Αφού έπαψε η πείνα κι η αποθυμιά χάθηκε του φαγητού, ο βασιλιάς Εύαντρος λέει: «Αυτές τις ιεροτελεστίες σ’ εμάς, αυτά τα από συνήθεια ξεφαντώματα, αυτόν το βωμό της μέγιστης θεότητας δεν επέβαλε μάταιη δεισιδαιμονία κι άγνοια των αρχαίων θεών: από φοβερούς, φίλε Τρώα, κιντύνους γλιτωμένοι κάνουμε αυτά και ξανανιώνουμε κάθε χρόνο τις υποχρεωτικές προσφορές. Και πρώτα παρατήρα τούτον τον απόκρημνο βράχο, πως όγκοι μακριά είναι σκορπισμένοι και του βουνού η σπηλιά στέκει έρημη και ξέσυραν οι βράχοι μεγάλα ερείπια. Εδώ σπηλιά ήταν απόκρυφη με μεγάλο βάθος, που κατοικούσε η σκληρή μορφή του μισοάνθρωπου Κάκου, απλησίαστη στου ήλιου τις αχτίδες· πάντα απ’ τις φρέσκιες σφαγές χώμα το χώμα ήταν χλιαρό και στις περήφανες πύλες καρφωμένα κεφάλια αντρών ωχρά με αποτροπιαστικό σκονισμένο αίμα κρεμόνταν. Τούτου του τέρατος ο Ήφαιστος ήταν πατέρας: κείνου τη μαύρη φωτιά ξερνώντας από το στόμα βάδιζε με το μεγάλο του όγκο. Επιτέλους και σ’ εμάς που ποθούσαμε έφερε ο καιρός βοήθεια με το φτάσιμο του θεού. Γιατί ο μέγιστος εκδικητής, περήφανος για το φόνο του τρικέφαλου Γηρυόνη και τα λάφυρα, ο Αλκείδης ήρθε και τους πελώριους ταύρους σαν νικητής φευγάτιζε απ’ αυτήν εδώ τη χώρα και τη λαγγαδιά και το ποτάμι κρατούσαν τα γελάδια. Μα του Κάκου το θεριεμένο απ’ τη μανία μυαλό, για να μη μείνει ατόλμητο ή αδοκίμαστο κακούργημα ή δόλος, τέσσερους ταύρους μ’ έξοχα κορμιά από τους στάβλους αφαιρεί, κι άλλες τόσες πανώριες δαμάλες. Κι αυτούς, για να μη υπάρξουν χνάρια της κανονικής πορείας των ποδιών, από την ουρά στη σπηλιά τραβώντας κι αρπάζοντας ανάστροφα το γνώρισμα της πορείας έκρυβε στον σκοτεινό του βράχο. Κι αυτόν που του ζητούσε κανένα χνάρι στη σπηλιά δεν οδηγούσε. Στο μεταξύ όταν πια ο γιος τού Αμφιτρύωνα ξεκίναγε απ’ τους στάβλους τα χορτασμένα κοπάδια κι ετοίμαζε την αναχώρηση, στο ξεκίνημα μουγκάνιζαν τα βόδια κι όλον τον λόγγο τον γέμιζαν με μουγκανιτά κι άφηναν τους λόφους με κραυγές. Ανταπόδωσε μια απ’ τις γελάδες τη φωνή και μέσα απ’ την πελώρια σπηλιά μουγκάνισε και του Κάκου διάψευσε την ελπίδα παρόλην την προφύλαξη. Και τότε του Αλκείδη κατακάηκε απ’ τη μανία η μαύρη του χολή· αρπάζει τα όπλα στο χέρι και το ρόπαλο το γεμάτο ρόζους και τρέχει στην ανάερη κορφή του βουνού. Τότε για πρώτη βολά είδαν οι δικοί μας φοβισμένον τον Κάκο και μ’ ανήσυχα μάτια· φεύγει λοιπόν γληγορότερα από το Σορόκο και τρύπωσε στη σπηλιά· στα πόδια του η τρομάρα έδωκε φτερά. Μόλις κλείστηκε και σπάζοντας τις αλυσίδες έριξε πελώριο βράχο, που κρεμιόνταν με τις σιδερένιες αλυσίδες και την τέχνη του πατέρα του, και σιγούρεψε με την αμπάρα τις στερεές πύλες, και νά φουριόζος παρουσιάζεται ο Τιρύνθιος κι εξετάζοντας κάθε είσοδο εδώ κι εκεί στριφογύριζε τα μάτια τρίζοντας τα δόντια. Τρεις βολές κορωμένος απ’ το θυμό τρέχει το βουνό του Αβεντίνου, τρεις βολές προσπαθεί να σπάσει του Κάκου το πέτρινο κατώφλι, τρεις βολές κουρασμένος κάθησε στη χαράδρα. Στεκόταν μυτερός βράχος περικυκλωμένος από παντού με γκρεμούς σηκωμένος στη ράχη της σπηλιάς, πολύ ψηλός στη θέα, κατάλληλη φωλιά στα μικρά των σαρκοφάγων πουλιών. Τούτον τον βράχο, επειδή η κορφή του έπεφτε προς τα κάτω αριστερά κατά το ποτάμι, στο αντίθετο μέρος ακουμπώντας το δεξιό του ώμο ο Ηρακλής τον κούνησε κι από τα βαθύτατα τον ξέκοψε ριζιά· ύστερα απότομα τον έσπρωξε· από τούτο το σπρώξιμο ο απέραντος αντήχησε αιθέρας, διασπάστηκαν οι όχτοι και τρομαγμένο έτρεξε προς τα πίσω το ποτάμι. Μα η σπηλιά και το πελώριο ανάχτορο του Κάκου άνοιξε ξεσκέπαστο και φάνηκαν μέσα οι σκοτεινές κρυψώνες, όχι διαφορετικά παρά σαν η γης σκισμένη μέσα της από κάποια δύναμη ξάνοιγε τον κάτω κόσμο και το ωχρό φανέρωνε βασίλειο, που το μισούνε κι οι θεοί, κι από ψηλά διακρίνουνταν φοβερή καταβόθρα, και ταραχτήκαν οι Σκιές καθώς το φως εμπήκε. Λοιπόν αφού ανέλπιστα πιάστηκε στο φως ξαφνικά ο Κάκος και κλείστηκε στον κοίλο βράχο κι ασυνήθιστα ούρλιαζε, από πάνω ο Ακλείδης με τις σαΐτες τον πλακώνει και κάθε λογής όπλα χρησιμοποιεί και με κορμούς και πελώριες μυλόπετρες ρίχνεται. Κι εκείνος, αφού καθόλου δεν του ήταν μπορετή από τον κίντυνο η φευγάλα, απ’ το λάρυγγά του πελώριο καπνό (θάμα ναν το πεις) ξερνάει και γεμίζει το σπίτι με καταχνιά που στράβωνε αρπάζοντας απ’ τα άτια τη θέα και μέσα τη σπηλιά τη γεμίζει από τουλούπες καπνού σα νύχτα ανακατεύοντας με τη φωτιά το σκοτάδι. Δεν υπόφερε αυτό η ψυχή του Αλκείδη και ρίχνεται μ’ ένα σάλτο ανάμεσα στη φωτιά, όπου πάρα πολύς στριφογύριζε κυματιστά ο καπνός και πελώριο μαύρο σύννεφο κυμάτιζε στη σπηλιά. Τότε τον Κάκο , που στο σκοτάδι μάταιες ξερνούσε πυρκαϊές, τον αρπάζει πλέκοντας σε θηλειά και κολλημένος απάνω του τον πνίγει με πεταμένα τα μάτια και ξηραμένο το λαρύγγι από το αίμα. Ανοίγεται αμέσως το μαύρο σπίτι, αφού γκρέμισε τις πόρτες, και λευτερώνουνται οι δαμάλες και τ’ αρπαγμένα που τ’ αρνήθηκε με όρκο βγαίνουνε στο ύπαιθρο και από τα πόδια σύρθηκε το ασχημισμένο πτώμα. Δε μπορούν να χορτάσουν οι καρδιές βλέποντας τα φριχτά του μάτια, τη μορφή και τα δασιά στήθια του μισοθεριού και τη σβησμένη στο λαρύγγι του φωτιά. Από τότε γίνεται γιορτή κι οι απόγονοι φχαριστημένοι τηρούνε αυτήν την ημέρα, κι ο πρώτος ιδρυτής της νέας λατρείας ο Ποτίτιος, και το σόι των Πιναρίων, που φυλάει το ιερό του Ηρακλή. Τούτον το βωμό στο άλσος έχτισε, που Μέγιστος πάντα θα λέγεται από μας και πάντα θα είναι μέγιστος. Εμπρός λοιπόν, νιοι, για την τιμή του τόσου κατορθώματος στεφανώστε τα μαλλιάς σας με φυλλωσιά και κρατήστε με τεντωμένα τα χέρια τα κύπελλα προσκαλέστε τον κοινό μας θεό και προσφέρετε σπονδή με κρασί θεληματικά». Είπε: κι η δίχρωμη του Ηρακλή λεύκα στεφάνωσε το κεφάλι του με τη σκιά και πλεγμένη με φυλλωσιά κρεμασμένη και το ιερό κύπελλο γέμισε το δεξί του χέρι. Γλήγορα όλοι φαιδροί στο τραπέζι κάνουνε σπονδές και τους θεούς παρακαλούνε.
(Βιργ., Αιν. 8.175-279, μετ. Θ.Δ. Τασόπουλος)