Πέρασε πολύς καιρός από τότε
μπήκαμε κρυφά για εξερεύνηση με τον αγαπημένο φίλο
Γιώργο σε ένα παλιό, εγκαταλειμμένο σπίτι. Ω πόσο ωραία περάσαμε! Στην αρχή,
κρατώντας τους φακούς
και περπατώντας προσεκτικά, μήπως
ακούσει
αλλά ακόμα για να μην πατήσουμε κάποιες βρομιές από γάτες, ανοίξαμε αθόρυβα την
πόρτα. Φωτίζοντας μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι διακρίναμε ένα παλιό σεντούκι.
Πλησιάσαμε κοντά. Ο Γιώργος προσπαθούσε να
ανοίξει ελπίζοντας σε
σημαντικό. Στο μεταξύ
πήγα προς τα δεξιά, ίσαμε την
άκρη. Ξαφνικά ακούω «ααα! ωχ τι έπαθα!» Τρομαγμένος έτρεξα κοντά
. Είδα το χέρι
πιασμένο κάτω από το καπάκι του σεντουκιού.
είχε ανοίξει, όμως, επειδή το καπάκι ήταν βαρύ, έπεσε ώστε
πλάκωσε το χέρι. Βοηθώντας
να
ανασηκώσουμε
είπα: «Άντε βρε Γιώργο, άδικα με τρόμαξες!» Τελικά, μέσα στο σεντούκι δεν υπήρχε
. Ήταν εντελώς άδειο, εκτός αράχνες και πολλή σκόνη. Η περιπέτειά
συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Τη συνέχεια ωστόσο θα
πω την επόμενη φορά.