Η αντωνυμία είναι ένα μέρος του λόγου, με άλλα λόγια μια λέξη, που χρησιμοποιείται για να αντικαταστήσει κάποιο ουσιαστικό ή κάποια ονοματική φράση, ώστε να αποφύγουμε την επανάληψη.
Ας δούμε ένα παράδειγμα:
– Χθες ήρθε ο Γιώργος. Μόλις τον είδαν οι γονείς του, έτρεξαν, τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν.
Οι λέξεις με τα έντονα γράμματα είναι αντωνυμίες, τις οποίες τις χρησιμοποιούμε, όπως είπαμε πιο πάνω για να αποφύγουμε την επανάληψη, δηλ. για να αποφύγουμε στο συγκεκριμένο παράδειγμα να επαναλαμβάνουμε τη λέξη Γιώργος. Ας δούμε το ίδιο παράδειγμα χωρίς τις αντωνυμίες.
– Χθες ήρθε ο Γιώργος. Μόλις είδαν τον Γιώργο οι γονείς του Γιώργου, έτρεξαν, αγκάλιασαν τον Γιώργο και φίλησαν τον Γιώργο.
Βλέπουμε, λοιπόν, πόσο απαραίτητες και χρήσιμες είναι οι αντωνυμίες στον λόγο, προφορικό ή γραπτό.
Η αντωνυμία μέσα στην πρόταση μπορεί να έχει θέση υποκειμένου, αντικειμένου και γενικότερα προσδιορισμού του ρήματος, π.χ.
Ως υποκείμενο: Εμείς δεν θα έρθουμε.
Ως αντικείμενο: Οι φίλοι του κάλεσαν κι εμάς.
Ως προσδιορισμός του ρήματος: Ελάτε για εμάς.
Ορισμένες αντωνυμίες λειτουργούν και ως επίθετα (αντωνυμικά επίθετα). Οι αντωνυμίες έχουν με αυτήν την έννοια μια λειτουργία προσδιοριστική, π.χ.
Αυτό το αυτοκίνητο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα.
Οι αντωνυμίες είναι οκτώ ειδών: Προσωπικές, Κτητικές, Αυτοπαθείς, Οριστικές, Δεικτικές, Αναφορικές, Ερωτηματικές, Αόριστες
εγώ, εσύ, αυτός, -ή, -ό (μου, σου, του/της, τος, τη, το)
2. δικός -ή -ό μου, δικός -ή -ό σου, δικός -ή ό του
2. μόνος, -η, -ο μου, σου, του
1. που
4. όσος, -η, -ο
5. ό,τι
6. οποιοσδήποτε
7. οσοσδήποτε
8. οτιδήποτε
1. τι
2. κανένας/κανείς, καμιά/καμία, κανένα
5. κάτι, κατιτί
8. κάθε
9. καθένας, καθεμιά/καθεμία, καθένα
10. καθετί
11. ο, η, το δείνα
12. ο, η, το τάδε
13. άλλος, -η, -ο
Ορισμός – Λειτουργία – Χρήση:
εγώ, εσύ, αυτός, -ή, -ό (μου, σου, του/της, τος, τη, το)
Προσωπικές ονομάζονται οι αντωνυμίες οι οποίες αντικαθιστούν λέξεις που δηλώνουν πρόσωπα. Παρουσιάζουν δύο ειδών τύπους: τους δυνατούς και τους αδύνατους. Οι πρώτοι χρησιμοποιούνται για να δοθεί έμφαση ή για να τονιστεί μια αντίθεση, ενώ οι δεύτεροι, που είναι πιο συχνοί στον λόγο, χρησιμοποιούνται στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Δηλώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου, π.χ. Δεν θέλω αυτούς, εσένα θέλω (δυνατοί τύποι). Δεν θέλει να σε δει στα μάτια του (αδύνατοι τύποι).
Όταν ένα όνομα που ειπώθηκε πριν από λίγο ξαναλέγεται με τον αντίστοιχο τύπο της προσωπικής αντωνυμίας τότε η αντωνυμία λέγεται επαναληπτική, π.χ.
Όταν η προσωπική αντωνυμία χρησιμοποιείται για να προαναγγείλει ένα όνομα που θα αναφερθεί παρακάτω, ονομάζεται προληπτική, π.χ.
Κλίση
α΄πρόσωπο | β' πρόσωπο | |||
Ενικός αριθμός | ||||
δυνατός | αδύνατος | δυνατός | αδύνατος | |
ονομ. γεν. αιτ. |
εγώ εμένα (μένα) εμένα (μένα) |
— μου με |
εσύ εσένα (σένα) εσύ |
σου σε |
Πληθυντικός αριθμός | ||||
ονομ. γεν. αιτ. κλητ. |
εμείς εμάς εμάς |
μας μας |
εσείς εσάς εσάς εσείς |
— σας σας |
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Όπως διαπιστώνουμε από την κλίση η γεν. και η αιτ. πληθυντικού και στο α' πρόσωπο αλλά και στο β' είναι ίδιοι:
γεν. μας, σας
αιτ. μας, σας
Αυτό σημαίνει ότι πολλές φορές δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε πότε τα μας, σας είναι σε γενική και πότε σε αιτιατική!
Ας δούμε τα παραδείγματα:
α. Μας έδωσε τα παπούτσια.
β. Μας έδωσε στον δάσκαλο.
Πώς θα αναγνωρίσουμε σε ποια πτώση βρίσκεται το μας και στα δύο παραδείγματα;
Για να ξεπεράσουμε αυτή τη δυσκολία, αρκεί να μεταφέρουμε τα παραδείγματα στον ενικό αριθμό:
α. Μου έδωσε τα παπούτσια. → γενική
β. Με έδωσε στον δάσκαλο. → αιτιατική
Άρα,
στο παράδειγμα: Μας έδωσε τα παπούτσια, το μας βρίσκεται σε γενική
στο παράδειγμα: Μας έδωσε στον δάσκαλο, το μας βρίσκεται σε αιτιατική.
ΠΡΟΣΟΧΗ
→ Το γ' πρόσωπο (αυτός, -ή, -ό) φανερώνει εκείνον ή εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος, σε αντιδιαστολή προς το εγώ (α΄ πρόσωπο) και το εσύ (β΄ πρόσωπο).
→ Δεν πρέπει να συγχέεται με την δεικτική αντωνυμία αυτός, -ή, ό η οποία χρησιμοποιείται για να δείξει ο ομιλητής κάποιον ή κάτι που είναι κοντά του χρονικά ή τοπικά, σε αντίθεση προς τη δεικτική αντωνυμία εκείνος που χρησιμοποιείται για κάποιον ή κάτι που είναι μακριά.
γ' πρόσωπο | ||||||
Ενικός αριθμός | ||||||
δυνατός | αδύνατος | δυνατός | αδύνατος | δυνατός | αδύνατος | |
ονομ. γεν. αιτ. |
αυτός αυτού (αυτουνού) αυτόν |
τος του τον |
αυτή αυτής (αυτηνής) αυτή(ν) |
τη της τη(ν) |
αυτό αυτού (αυτουνού) αυτό |
το του το |
Πληθυντικός αριθμός | ||||||
ονομ. γεν. αιτ. |
αυτοί αυτών (αυτωνών) αυτούς |
τοι τους τους |
αυτές αυτών (αυτωνών) αυτές |
τες τους τις / τες |
αυτά αυτών (αυτωνών) αυτά |
τα τους τα |
Μορφολογική ποικιλία
Ορθογραφία
Το τελικό ν της προσωπικής αντωνυμίας στην αιτιατική ενικού του αρσενικού γένους (αυτόν, τον) διατηρείται στον γραπτό λόγο πάντοτε, π.χ.
Το τελικό ν προσωπικής αντωνυμίας (αυτή[ν], τη[ν]) στην αιτιατική ενικού του θηλυκού γένους διατηρείται στον γραπτό λόγο, μόνο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή από ένα από τα παρακάτω: κ, π, τ, ξ, ψ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, π.χ.
Ορισμός – Λειτουργία – Χρήση:
Κτητικές είναι οι αντωνυμίες που δηλώνουν σε ποιο πρόσωπο ανήκει κάτι. Χρησιμοποιούνται πολύ συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Κτητικές αντωνυμίες είναι οι εξής:
β. δικός -ή -ό μου, δικός -ή, -ό σου, δικός -ή -ό του
Οι γενικές των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας μετά από ουσιαστικά. Χρησιμοποιούνται, όταν λέγεται απλά πως κάτι ανήκει σε κάποιο πρόσωπο, π.χ.
Αυτό είναι το βιβλίο μου. Αυτό είναι το βιβλίο μας.
Αυτό είναι το βιβλίο σου. Αυτό είναι το βιβλίο σας.
Αυτό είναι το βιβλίο του. Αυτό είναι το βιβλίο τους.
β) δικός -ή -ό μου, δικός -ή, -ό σου, δικός -ή -ό του
Τα δικός, δική, δικό με τις γενικές των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας. Χρησιμοποιούνται στις περιπτώσεις που θέλει ο ομιλητής να δώσει έμφαση ή να αντιπαραθέσει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος με κάτι άλλο, π.χ. Θέλει το δικό σου βιβλίο, όχι το δικό του. Η αντωνυμία αυτή έχει τρία πρόσωπα και δύο αριθμούς. Κλίνεται όπως τα επίθετα σε -ος, -η, -ο Ανάλογα με το πρόσωπο και τον αριθμό των κτητόρων, παρουσιάζει τους παρακάτω τύπους:
Α΄ πρόσωπο:
για έναν κτήτορα: δικός μου, δική μου, δικό μου,
για πολλούς κτήτορες: δικός μας, δική μας, δικό μας, π.χ.
Θα έρθουμε με το δικό μου αυτοκίνητο // Θα έρθουμε με το δικό μας αυτοκίνητο
Β΄ πρόσωπο:
για έναν κτήτορα: δικός σου, δική σου, δικό σου,
για πολλούς κτήτορες: δικός σας, δική σας, δικό σας, π.χ.
Θα έρθουμε με το δικό σου αυτοκίνητο // Θα έρθουμε με το δικό σας αυτοκίνητο
Γ΄ πρόσωπο:
για έναν κτήτορα: δικός του/της, δική του/της, δικό του/της,
για πολλούς κτήτορες: δικός τους, δική τους, δικό τους, π.χ.
αρσενικό |
||||||
Ενικός αριθμός | ||||||
α' πρόσωπο ένας κτήτορας |
α' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
β' πρόσωπο ένας κτήτορας |
β' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
γ' πρόσωπο ένας κτήτορας |
γ' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
|
ονομ. γεν. αιτ. |
δικός μου δικού μου δικό μου |
δικός μας δικού μας δικό μας |
δικός σου δικού σου δικό σου |
δικός σας δικού σας δικό σας |
δικός του δικού του δικό του |
δικός τους δικού τους δικό τους |
Πληθυντικός αριθμός | ||||||
ονομ. γεν. αιτ. |
δικοί μου δικών μου δικοί μου |
δικοί μας δικών μας δικοί μας |
δικοί σου δικών σου δικοί σου |
δικοί σας δικών σας δικοί σας |
δικοί του δικών του δικοί του |
δικοί τους δικών τους δικοί τους |
θηλυκό | ||||||
Ενικός αριθμός | ||||||
α' πρόσωπο ένας κτήτορας |
α' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
β' πρόσωπο ένας κτήτορας |
β' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
γ' πρόσωπο ένας κτήτορας |
γ' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
|
ονομ. γεν. αιτ. |
δική μου δικής μου δική μου |
δική μας δική μας δική μας |
δική σου δικής σου δική σου |
δική σας δική σας δική σας |
δική του δικής του δική του |
δική τους δική τους δική τους |
Πληθυντικός αριθμός | ||||||
ονομ. γεν. αιτ. |
δικές μου δικών μου δικές μου |
δικές μας δικών μας δικές μας |
δικές σου δικών σου δικές σου |
δικές σας δικών σας δικές σας |
δικές του δικών του δικές του |
δικές τους δικών τους δικές τους |
ουδέτερο | ||||||
Ενικός αριθμός | ||||||
α' πρόσωπο ένας κτήτορας |
α' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
β' πρόσωπο ένας κτήτορας |
β' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
γ' πρόσωπο ένας κτήτορας |
γ' πρόσωπο πολλοί κτήτορες |
|
ονομ. γεν. αιτ. |
δικό μου δικού μου δικό μου |
δικό μας δικού μας δικό μας |
δικό σου δικού σου δικό σου |
δικό σας δικού σας δικό σας |
δικό του δικού του δικό του |
δικό τους δικού τους δικό τους |
Πληθυντικός αριθμός | ||||||
ονομ. γεν. αιτ. |
δικά μου δικών μου δικά μου |
δικά μας δικών μας δικά μας |
δικά σου δικών σου δικά σου |
δικά σας δικών σας δικά σας |
δικά του δικών του δικά του |
δικά τους δικών τους δικά τους |
Ορισμός – Λειτουργία – Χρήση:
ο εαυτός μου, ο εαυτός σου, ο εαυτός του
Αυτοπαθείς αντωνυμίες ονομάζονται αυτές που δείχνουν ότι το πρόσωπο που ενεργεί το ίδιο συγχρόνως δέχεται και την ενέργεια. Δεν χρησιμοποιούνται τόσο συχνά όσο οι προσωπικές και οι κτητικές αντωνυμίες. Εμφανίζονται συνήθως στον προφορικό λόγο, π.χ.
Ενικός αριθμός | |||
α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
ο εαυτός μου του εαυτού μου τον εαυτό μου |
ο εαυτός σου του εαυτού σου τον εαυτό σου |
ο εαυτός του / της του εαυτού του / της τον εαυτό του / της |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
ο εαυτός μας του εαυτού μας & των εαυτών μας τον εαυτό μας & τους εαυτούς μας |
ο εαυτός μας του εαυτού σας & των εαυτών σας τον εαυτό σας &τους εαυτούς σας |
ο εαυτός τους του εαυτού τους &των εαυτών τους τον εαυτό τους &τους εαυτούς τους |
Ορισμός – Λειτουργία – Χρήση:
Οριστικές αντωνυμίες ονομάζονται αυτές που διακρίνουν κάτι από άλλα όμοιά του. Η χρήση τους δεν είναι ιδιαίτερα συχνή.
Οριστικές αντωνυμίες είναι:
β. μόνος -η -ο μου, μόνος -η -ο σου, μόνος -η -ο του
α) Το επίθετο ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο, με το άρθρο, π.χ.
ο ίδιος, α, ο | ||||||
Ενικός αριθμός | ||||||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομ. γεν. αιτ. |
ο του τον |
ίδιος ίδιου ίδιο |
η της την |
ίδια ίδιας ίδια |
το του το |
ίδιο ίδιου ίδιο |
Πληθυντικός αριθμός | ||||||
ονομ. γεν. αιτ. |
οι των τους |
ίδιοι ίδιων ίδιους |
οι των τις |
ίδιες ίδιων ίδιες |
τα των τα |
ίδια ίδιων ίδια |
β) Το επίθετο μόνος, μόνη, μόνο, χωρίς το άρθρο και με τις γενικές των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας (μόνος μου, μόνη μου, μόνο μου κτλ.), π.χ.
α' πρόσωπο: μόνος, η, ο μου | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
μόνος μου μόνου μου μόνο μου |
μόνη μου μόνης μου μόνη μου |
μόνο μου μόνου μου μόνο μου |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
μόνοι μας μόνων μας μόνους μας |
μόνες μας μόνων μας μόνες μας |
μόνα μας μόνων μας μόνα μας |
β' πρόσωπο: μόνος, η, ο σου | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
μόνος σου μόνου σου μόνο σου |
μόνη σου μόνης σου μόνη σου |
μόνο σου μόνου σου μόνο σου |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
μόνοι σας μόνων σας μόνους σας |
μόνες σας μόνων σας μόνες σας |
μόνα σας μόνων σας μόνα σας |
γ' πρόσωπο: μόνος, η, ο του |
|||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
μόνος του μόνου του μόνο του |
μόνη της μόνης της μόνη της |
μόνο του μόνου του μόνο του |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
μόνοι τους μόνων τους μόνους τους |
μόνες τους μόνων τους μόνες τους |
μόνα τους μόνων τους μόνα τους |
Ορισμός – Λειτουργία – Χρήση:
Δεικτικές αντωνυμίες ονομάζονται αυτές που χρησιμοποιούνται για να δείξουμε κάτι. Χρησιμοποιούνται πολύ συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο για να δείξουν –ανάλογα με τον τύπο της αντωνυμίας– πολύ κοντινά, κοντινά ή και μακρινά πρόσωπα, ζώα, πράγματα και καταστάσεις.
Δεικτικές αντωνυμίες είναι οι εξής:
Χρησιμοποιείται για κοντινά πρόσωπα ή πράγματα ή για κάτι στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, π.χ.
ΠΡΟΣΟΧΗ
→ Συνήθως έχει θέση ουσιαστικού ή επίθετου που προσδιορίζει ένα έναρθρο ουσιαστικό.
→ Πολλές φορές συνοδεύεται από το που και τότε η δεικτική σημασία δεν είναι τόσο φανερή.
→ Κάποιες φορές τη συναντάμε με την πρόθεση για, δείχνοντας την αιτία.
→ Τέλος χρησιμοποιείται σε φράσεις όπως: μ' αυτά και μ' αυτά ή μ' αυτά κι εκείνα κλπ.
→ Δεν πρέπει να συγχέεται με το γ' πρόσωπο (αυτός, -ή, -ό) της προσωπικής αντωνυμίας η οποία φανερώνει εκείνον ή εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος, σε αντιδιαστολή προς το εγώ (α΄ πρόσωπο) και το εσύ (β΄ πρόσωπο).
αυτός, ή, ό | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
αυτός αυτού αυτόν |
αυτή αυτής αυτή(ν) |
αυτό αυτού αυτό |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
αυτοί αυτών αυτούς |
αυτές αυτών αυτές |
αυτά αυτών αυτά |
β) (Ε)Τούτος, (ε)τούτη, (ε)τούτο
Χρησιμοποιείται για πολύ κοντινά πρόσωπα ή πράγματα, π.χ.
(ε)τούτος, η, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
(ε)τούτος (ε)τούτου (ε)τούτο(ν) |
(ε)τούτη (ε)τούτης (ε)τούτη |
(ε)τούτο (ε)τούτου (ε)τούτο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
(ε)τούτοι (ε)τούτων (ε)τούτους |
(ε)τούτες (ε)τούτων (ε)τούτες |
(ε)τούτα (ε)τούτων (ε)τούτα |
Χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή πράγματα που βρίσκονται μακριά, π.χ.
εκείνος, η, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
εκείνος εκείνου εκείνο |
εκείνη εκείνης εκείνη(ν) |
εκείνο εκείνου εκείνο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
εκείνοι εκείνων εκείνους |
εκείνες εκείνων εκείνες |
εκείνα εκείνων εκείνα |
Χρησιμοποιείται για να δηλωθεί μια ποιότητα, π.χ.
τέτοιος, α, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
τέτοιος τέτοιου τέτοιο |
τέτοια τέτοιας τέτοια |
τέτοιο τέτοιου τέτοιο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
τέτοιοι τέτοιων τέτοιους |
τέτοιες τέτοιων τέτοιες |
τέτοια τέτοιων τέτοια |
Χρησιμοποιείται για να δηλωθεί μια ποσότητα, π.χ.
τόσος, η, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
τόσος τόσου τόσο |
τόση τόσης τόση |
τόσο τόσου τόσο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
τόσοι τόσων τόσους |
τόσες τόσων τόσες |
τόσα τόσων τόσα |
Ορισμός – Λειτουργία – Χρήση:
Αναφορικές αντωνυμίες ονομάζονται αυτές που εισάγουν δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις, οι οποίες είτε αποτελούν όρους που βρίσκονται έξω από την κύρια πρόταση είτε είναι οι ίδιες όροι της πρότασης. Η χρήση τους είναι πολύ συχνή τόσο στον καθημερινό προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό.
Η χρήση των αντωνυμιών που και ο οποίος, η οποία, το οποίο προσδιορίζεται και από παράγοντες σημασιολογικούς και υφολογικούς.
Αναφορικές αντωνυμίες είναι οι εξής:
α. που
δ. όσος, -η, -ο
ε. ό,τι
στ. οποιοσδήποτε
ζ. οσοσδήποτε
η. οτιδήποτε
Είναι άκλιτο και αναφέρεται σε ονόματα που μπορούν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε γένος, αριθμό και πτώση, π.χ.
β) Ο οποίος, η οποία, το οποίο
Κλίνεται και στα τρία γένη μαζί με το άρθρο, όπως το επίθετο νέος, -α,-ο.
Χρησιμοποιείται στον λόγο αντί για την άκλιτη αντωνυμία που στις εξής περιπτώσεις:
i) για να αποφευχθεί ενδεχόμενη ασάφεια, π.χ.
αντί
ii) για να αποφευχθεί επανάληψη του που, π.χ.
αντί
iii) σε πολύ τυπικό ύφος, π.χ.
ο οποίος, α, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
ο οποίος του οποίου τον οποίο |
η οποία της οποίας την οποία |
το οποίο του οποίου το οποίο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
οι οποίοι των οποίων τους οποίους |
οι οποίες των οποίων τις οποίες |
τα οποία των οποίων τα οποία |
Κλίνεται και στα τρία γένη χωρίς το άρθρο, όπως το επίθετο τίμιος, -α, -ο. Στη γενική του ενικού, συνήθως σε οικείο ύφος, παρουσιάζει και τους μορφολογικούς τύπους οποιανού (αρσ.), οποιανής (θηλ.), οποιανού (ουδετ.), στη γενική πληθυντικού τον τύπο οποιανών και για τα τρία γένη και στην αιτιατική του πληθυντικού του αρσενικού τον τύπο οποιανούς, π.χ.
όποιος, α, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
όποιος όποιου όποιο(ν) |
όποια όποιας όποια |
όποιο όποιου όποιο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
όποιοι όποιων όποιους |
όποιες όποιων όποιες |
όποια όποιων όποια |
Κλίνεται και στα τρία γένη χωρίς το άρθρο, όπως το επίθετο ελεύθερος, -η, -ο, π.χ.
όσος, η, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
όσος όσου όσο |
όση όσης όση |
όσο όσου όσο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
όσοι όσων όσους |
όσες όσων όσες |
όσα όσων όσα |
Είναι άκλιτο κι έχει τη σημασία του οτιδήποτε, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και τη σημασία του όποιος, -α, -ο, π.χ.
στ) Οποιοσδήποτε, οσοσδήποτε, οτιδήποτε
Αποτελούν σύνθεση των αντωνυμιών όποιος, -α, -ο, όσος,-η, -ο και ό,τι με το επίθημα -δήποτε. Οι δύο πρώτες διατηρούν την κλίση που έχουν πριν από τη σύνθεση, ενώ η τρίτη είναι άκλιτη, π.χ.
Ορισμός – Λειτουργία – Χρήση:
Ερωτηματικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούνται, όταν θέλουμε να ρωτήσουμε κάτι. Η χρήση τους είναι πολύ συχνή στον προφορικό λόγο, κυρίως σε κειμενικά είδη που περιέχουν πολλές ερωτήσεις (συνεντεύξεις, ερωταποκρίσεις κτλ.).
Ερωτηματικές αντωνυμίες είναι οι εξής:
α. τι
Είνα άκλιτο και χρησιμοποιείται στην αρχή των ερωτήσεων: π.χ.
ΠΡΟΣΟΧΗ Δεν παίρνει τόνο.
Παρουσιάζει δεύτερους τύπους στη γενική ενικού και πληθυντικού και στην αιτιατική πληθυντικού: ποιου / ποιανού, ποιας / ποιανής, ποιων / ποιανών, ποιους / ποιανούς. Aυτοί οι δεύτεροι τύποι είναι πολύ συχνοί στον προφορικό λόγο, σε οικείο ύφος, καθώς και στη λογοτεχνία, π.χ.
Στη γενική ενικού χρησιμοποιείται συχνά σε τυπικό και σε ουδέτερο ύφος, αντί για το αρσενικό και ουδέτερο ποιου/ποιανού, ο τύπος τίνος. Αντίστοιχα, στη γενική πληθυντικού μπορεί να εμφανίζεται σε όλα τα γένη, αντί για το ποιων/ποιανών, ο τύπος τίνων, π.χ.
Κλίνεται όπως το επίθετο ελεύθερος, -η, -ο, π.χ.
πόσος, η, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
πόσος πόσου πόσο |
πόση πόσης πόση |
πόσο πόσου πόσο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
πόσοι πόσων πόσους |
πόσες πόσων πόσες |
πόσα πόσων πόσα |
Ορισμός – Λειτουργία – Χρήση:
Αόριστες αντωνυμίες λέγονται οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούνται για κάποιο άτομο ή για κάποιο πράγμα που δεν το ονομάζουμε είτε γιατί δεν το ξέρουμε είτε γιατί δεν θέλουμε να το ονομάσουμε. Η χρήση τους είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Αόριστες αντωνυμίες είναι οι εξής:
β. κανένας/κανείς, καμιά/καμία, κανένα
ε. κάτι, κατιτί
στ. τίποτε/τίποτα
η. κάθε
θ. καθένας, καθεμιά/καθεμία, καθένα
ι. καθετί
ια. ο, η, το δείνα,
ιβ. ο, η, το τάδε
ιγ. άλλος, -η, -ο
Οι τύποι αυτοί συμπίπτουν με τους τύπους του αριθμητικού, που χρησιμεύει και για το αόριστο άρθρο. Δηλώνει πρόσωπα ή πράγματα με άγνωστη ταυτότητα, π.χ.
ένας, μία, ένα | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
ένας ενός έναν |
μία / μια μίας / μιας μία / μια |
ένα ενός ένα |
β) Κανένας/κανείς, καμιά/καμία, κανένα
Κλίνεται μόνο στον ενικό. Το κανείς έχει δύο σημασίες:
i) σημαίνει κάποιος, όταν η φράση δεν έχει άρνηση, π.χ.
ii) σημαίνει ούτε ένας, όταν η φράση είναι αρνητική, π.χ.
κανένας, καμία/καμιά, κανένα | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
κανένας κανενός κανέναν |
καμία / καμιά καμίας / καμιάς καμία / καμιά |
κανένα κανενός κανένα |
Δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα, του οποίου η ταυτότητα δεν είναι γνωστή, π.χ.
κάποιος, α, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
κάποιος κάποιου κάποιο |
κάποια κάποιας κάποια |
κάποιο κάποιου κάποιο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
κάποιοι κάποιων κάποιους |
κάποιες κάποιων κάποιες |
κάποια κάποιων κάποια |
Δηλώνει λίγα πρόσωπα ή πράγματα, των οποίων η ταυτότητα δεν είναι σαφής. Κλίνεται μόνο στον πληθυντικό, π.χ.
μερικοί, μερικές, μερικά | |||
Πληθυντικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
μερικοί μερικών μερικούς |
μερικές μερικών μερικές |
μερικά μερικών μερικά |
Είναι άκλιτα και δηλώνουν κάποιο πράγμα του οποίου η ταυτότητα δεν είναι σαφής. Αναφέρονται σε ονόματα που μπορούν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε γένος, αριθμό και πτώση, π.χ.
Αναφέρεται σε ονόματα που μπορούν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε γένος, αριθμό και πτώση. Είναι άκλιτο και έχει δύο σημασίες:
i) έχει τη σημασία του κάτι, όταν βρίσκεται σε ερωτηματική ή υποθετική πρόταση, π.χ.
ii) έχει αρνητική σημασία, όταν η φράση είναι αρνητική, π.χ.
Δηλώνει ένα ποσό αρκετό αλλά όχι καθορισμένο, π.χ.
κάμποσος, η, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. κλητ. |
κάμποσος κάμποσου κάμποσο κάμποσε |
κάμποση κάμποσης κάμποση κάμποση |
κάμποσο κάμποσου κάμποσο κάμποσο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. κλητ. |
κάμποσοι κάμποσων κάμποσους κάμποσοι |
κάμποσες κάμποσων κάμποσες κάμποσες |
κάμποσα κάμποσων κάμποσα κάμποσα |
Προσδιορίζει αόριστα πρόσωπα ή πράγματα. Είναι άκλιτο και χρησιμοποιείται ως επίθετο, με ή χωρίς άρθρο, με ονόματα οποιασδήποτε πτώσης, π.χ.
θ) Καθένας, καθεμιά/καθεμία, καθένα
Δηλώνει κάθε πρόσωπο ή πράγμα ενός συνόλου χωριστά, π.χ.
καθένας, καθεμία / καθεμιά, καθένα | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
καθένας καθενός καθέναν |
καθεμία / καθεμιά καθεμίας / καθεμιάς καθεμία / καθεμιά |
καθένα καθενός καθένα |
Σημαίνει άλλοτε οτιδήποτε και άλλοτε τα πάντα. Είναι άκλιτο και συνηθίζεται με ή χωρίς άρθρο στην ονομαστική και την αιτιατική, π.χ.
ια - ιβ) (Ο, η, το) δείνα, (ο, η, το) τάδε
Και οι δύο χρησιμοποιούνται συνήθως στον ενικό και για τα τρία γένη, όταν δεν θέλουμε να ονομάσουμε πρόσωπα ή πράγματα, π.χ.
Δηλώνει ένα πρόσωπο ή πράγμα που διακρίνεται από κάποιον ή κάτι άλλο, π.χ.
άλλος, η, ο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομ. γεν. αιτ. |
άλλος άλλου / αλλουνού άλλο |
άλλη άλλης / αλληνής άλλη |
άλλο άλλου / αλλουνού άλλο |
Πληθυντικός αριθμός | |||
ονομ. γεν. αιτ. |
άλλοι άλλων / αλλονών άλλους / αλλουνούς |
άλλες άλλων / αλλονών άλλες |
άλλα άλλων / αλλονών άλλα |
Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας Α', Β' Γ' Γυμνασίου, Σωφρόνης Χατζησαββίδης - Αθανασία Χατζησαββίδου, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α, 2011 |
|
Νεοελληνική Γραμματική, Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ΟΕΣΒ, Αθήνα, 1941 |
|
Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας, David Holton - Peter Mackridge - Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton, Πατάκης, Αθήνα, 1999 |
|
Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Χρ. Κλαίρης - Γ. Μπαμπινιώτης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005 |
|
Γραμματική Ε, Στ Δημοτικού, Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton - Μιχ. Γεωργιαφέντης - Γεώργιος Κοτζόγλου - Μαργαρίτα Λουκά, ΟΕΔΒ, Αθήνα |
|
Εφαρμοσμένη Γραμματική της Δημοτικής και Συντακτικό, Γιάννη Β. Παπαναστασίου, Αθήνα, 1989 |
|
Συντακτικό της Νέας Ελληνικής, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1996, κα' έκδοση |
|
Νεοελληνική Γλώσσα Α' Γυμνασίου, Γιάννης Παπαθανασίου, εκδ. Χαζτηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2006 |
|
Νεοελληνική Γλώσσα Β' Γυμνασίου, Γιάννης Παπαθανασίου, εκδ. Χαζτηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2006 |
|
Νεοελληνική Γλώσσα Γ' Γυμνασίου, Γιάννης Παπαθανασίου, εκδ. Χαζτηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2006 |
|