Ο Χρύσης [Εικ. 1] ήταν γιος του Άρδυ και, κατά μία εκδοχή, αδελφός του Βρίση, ιερείς του Απόλλωνα και οι δύο, ο ένας στην πόλη Χρύση, ο άλλος στη Λυρνησσό. Και οι δυο είχαν κόρες που περισσότερο έγιναν γνωστές με τα πατρώνυμά τους, Χρυσηίδα και Βρισηίδα, παρά με τα δικά τους ονόματα, Αστυνόμη και Ιπποδάμεια. Και οι δυο κοπέλες ήταν όμορφες, η καθεμιά με τον τρόπο της. Η δεκαεννιάχρονη Χρυσηίδα ήταν ξανθιά, λεπτή, μικροκαμωμένη· η Βρισηίδα ήταν ψηλή, με σμιχτά φρύδια, μελαχρινή αλλά με λευκό δέρμα και ωραίο ντύσιμο –η προσωποποίηση της κομψής γυναίκας. Και οι δυο αιχμαλωτίστηκαν, και οι δυο δόθηκαν ως τιμητικά δώρα η Χρυσηίδα στον αρχιστράτηγο των Αχαιών Αγαμέμνονα, στο πρωτοπαλίκαρο των Αχαιών Αχιλλέα η Βρισηίδα.
Το δέκατο έτος του πολέμου, οπότε και αρχίζει η Ιλιάδα, ο Χρύσης, φέροντας τα σύμβολα του ιερατικού του αξιώματος (στο χρυσό σκήπτρο τυλικτό του Φοίβου το στεφάνι, στ. 14), πήγε στο αχαϊκό στρατόπεδο, για να συναντήσει τον Αγαμέμνονα και να τον ικετεύσει να του δώσει πίσω την κόρη του με αντάλλαγμα πολλά λύτρα: [Εικ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10]
«Ω γενναιόκαρδοι Αχαιοί, ω βασιλείς Ατρείδες,
του Ολύμπου ας, κάμουν οι θεοί, την πόλη του Πριάμου
αφού πορθήσετ, ευτυχείς να πάτε στην πατρίδα
αλλ΄ αποδώσετε σ΄ εμέ την ποθητήν μου κόρην,
δεχθείτε αυτά τα λύτρα της, αν τον υιόν του Δία
τον μακροβόλον τοξευτήν Απόλλωνα ευλαβείσθε».
(Όμ., Ιλ. Α 16-21, μετ. Ι. Πολυλάς)
Και ενώ ο στρατός αποφάσισε να σεβαστεί τον ιερέα και να δεχτεί τα λύτρα, ο Αγαμέμνονας του φέρθηκε προσβλητικά και τον έδιωξε: [Εικ. 11, 12]
Όλοι αλαλάξαν οι Αχαιοί, κι είπαν τον ιερέα
να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν
μόνος ο Αγαμέμνονας δεν το ’στεργεν ο Ατρείδης,
αλλά κακά τον έδιωχνε και βαρύν λόγον είπε:
«Μη σ’ απαντήσω, γέροντα, σιμά στα κοίλα πλοία
ή τώρα εδώ ν’ αργοπορείς ή πάλιν να γυρίσεις
και μη θαρρεύεις στου θεού το σκήπτρο και το στέμμα.
Αυτήν δεν θ’ απολύσω εγώ· το γήρας θα την έβρει
στο Άργος μες στο σπίτι μου μακράν απ’ την πατρίδα
να υφαίνει αυτού και σύντροφον της κλίνης να την έχω,
Μη μ’ ερεθίζεις, σύρ’ ευθύς αν θέλεις να μην πάθεις.
(Όμ., Ιλ. Α 22-32, μετ. Ι. Πολυλάς)
Απελπισμένος ο Χρύσης ικέτευσε τον Απόλλωνα να τιμωρήσει τους Αχαιούς θυμίζοντας στον θεό την ευσέβειά του και πώς του την έδειχνε έμπρακτα: [Εικ. 13, 14]
«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας
Κίλλας προστάτη, κύριε στην Τένεδο, Σμινθέα,
εάν σου έκτισα ναόν να χαίρεται η καρδιά σου,
εάν ποτέ σου έκαψα μεριά καλοθρεμμένα
ταύρων κι ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελείωσέ μου·
τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν».
(Όμ., Ιλ. Α 37-42, μετ. Ι. Πολυλάς)
Και ο θεός εισάκουσε την προσευχή του και έριξε λιμό στο στρατόπεδο, για εννέα μέρες· τη δέκατη συγκάλεσε τον στρατό ο Αχιλλέας:
και αφού τους σκύλους έπληξε και τα μουλάρια πρώτα,
εις τους ανθρώπους έριχνε τα πικροφόρ’ ακόντια
αδιάκοπα· και των νεκρών παντού πυρές εκαίαν.
Τα θεία βέλη στον στρατόν πετούσαν εννιά μέρες,
και την δεκάτην τον λαόν συγκάλεσε ο Πηλείδης,
(Όμ., Ιλ. Α 50-52, μετ. Ι. Πολυλάς)
Στη συνέλευση ο μάντης Κάλχαντας φανέρωσε την αιτία του θυμού του θεού και είπε πως θα μπορούσαν να εξευμενίσουν τον θεό με θυσίες και με την επιστροφή της κόρης στον πατέρα της. Βαθύτατα οργισμένος ο Αγαμέμνονας και αναγκασμένος να δεχτεί την κατάσταση, αντάλλαξε λόγια βαριά πρώτα με τον Κάλχαντα και ύστερα με τον Αχιλλέα, οπότε και επήλθε η ρήξη των δύο ανδρών, καθώς ο Αγαμέμνονας απαίτησε ως αντάλλαγμα για το γέρας που έχανε το γέρας του Αχιλλέα, την κόρη Βρισηίδα:
Καθώς εμένα μου αφαιρεί την Χρυσηίδα ο Φοίβος—
κι εκείνην με συντρόφους μου και με δικά μου πλοία
θα στείλω — και το δώρον σου την κόρην του Βρισέως,
εις την σκηνήν σου θα ’λθω, εγώ να πάρω, για να μάθεις,
πόσο σου είμαι ανώτερος εγώ και να τρομάζει
και άλλος μ’ εμέ να συγκριθεί και όμοιος, να γίνει εμπρός μου».
(Όμ., Ιλ. Α 182-152, μετ. Ι. Πολυλάς)
Ο Οδυσσέας ανέλαβε να οδηγήσει πίσω την κόρη, πάνω σε καράβι με κουπηλάτες είκοσι κι επάνω εκατόμβην (στ. 309). [Εικ. 15, 16, 17, 18, 19] Κι όταν έφτασαν στο λιμάνι της Χρύσης ξεφόρτωσαν τα δώρα και απ’ όλους βγήκεν ύστερη του Χρύση η θυγατέρα (στ. 439), την οποία παρέδωσε στον πατέρα της ο αρχηγός της αποστολής Οδυσσέας. Και αμέσως ο Χρύσης τέλεσε τις εξιλαστήριες θυσίες και προσευχήθηκε στον Απόλλωνα, τον ευχαρίστησε για την τιμή που του έκανε να εισακούσει την πρώτη του προσευχή και του ζήτησε να ακούσει και αυτή τη δεύτερη προσευχή του και απ΄ το κακό θανατικό τους Δαναούς ω σώσε!» / Είπε, και ο Φοίβος άκουσε, κι εδέχθη την ευχή του (στ. 456-457).
Στην πατρίδα της πια, η Χρυσηίδα απέκτησε σε λίγους μήνες ένα γιο, που τον ονόμασε Χρύση τιμώντας τον πατέρα της. Για αυτό το παιδί είπε ότι πατέρας του ήταν ο Απόλλωνας, στην πραγματικότητα όμως ήταν του Αγαμέμνονα. Πολύ αργότερα, ο Χρύσης αποκάλυψε στον εγγονό του την αλήθεια για την ταυτότητά του (Υγίν. 121.1-2). Σύμφωνα και με μια άλλη παραλλαγή, η Χρυσηίδα Αστυνόμη απέκτησε από τον Αγαμέμνονα και μία κόρη, την Ιφιγένεια, η οποία τελικά δεν ήταν ούτε της Κλυταιμνήστρας ούτε της Ελένης. Κατά τον απόπλου των Αχαιών μετά την άλωση της Τροίας, ο νεαρός Χρύσης, από τον οποίο ίσως ονομάστηκε η πόλη Χρυσόπολη στον Εύξεινο πόντο, πέθανε, ενώ η αδελφή του Ιφιγένεια αιχμαλωτίστηκε από τους Ταυροσκύθες που να την έκαναν ιέρεια της Άρτεμης, δηλαδή της σελήνης (Τζέτζ. Σχόλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 183, ωστόσο το κείμενο παραδίδεται με κενά· η απόδοση του μύθου σε αυτό το σημείο εικάζεται με βάση και άλλες πληροφορίες: «Χρυσόπολις: Ἀγαμέμνονος καὶ Χρυσηΐδος παῖδας γεγονέναι φασὶ Χρύσην καὶ Ἰφιγένειαν· ὧν ἀπὸ μὲν τοῦ Χρύσου ὠνομάσθη Χρυσόπολις ἐν τῇ Προποντίδι· Ἰφιγένειαν δὲ γενέσθαι ἱέρειαν Ἀρτέμιδος», Μέγα Ετυμολογικόν 815).
Πρβλ. Πλ., Πολ. 393d-394b
Σχετικά λήμματα
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΡΔΥΣ, ΑΡΤΕΜΗ, ΒΡΙΣΗΙΔΑ, ΕΛΕΝΗ, ΚΑΛΧΑΝΤΑΣ, ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ, ΧΡΥΣΗΙΔΑ, ΧΡΥΣΗΣ γιος Χρυσηίδας