Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μειξογενή Όντα-Θεοί και Δαίμονες

ΓΟΡΓΩ / ΜΕΔΟΥΣΑ (μειξογενής)





 

Καταγωγή - Όψη

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 

Η κατεξοχήν Γοργόνα / Γοργὼ ήταν η Μέδουσα, η μόνη θνητή από τις τρεις αδελφές Γοργόνες. Κόρη του Φόρκου και της Κητώς, που ήταν αδέλφια μεταξύ τους, ή του Γόργωνα και της Κητώς, πάλι αδέλφια μεταξύ τους, είχε την ίδια όψη με τις αδελφές της: στο κεφάλι της περιελίσσονταν φίδια, από το στόμα εξείχαν μεγάλα δόντια όμοια με των αγριόχοιρων, είχε χάλκινα χέρια και χρυσές φτερούγες, με τις οποίες πετούσε, μάτια σπινθηροβόλα και βλέμμα διαπεραστικό. Με το βλέμμα της απολίθωνε όποιον τολμούσε να την κοιτάξει, ακόμη και οι θεοί την απέφευγαν, εκτός από τον Ποσειδώνα, που ενώθηκε μαζί της και την άφησε έγκυο. Η γέννηση των παιδιών της έγινε την ώρα του θανάτου της που τον προκάλεσε ο Περσέας, ο γιος του Δία και της Δανάης.

Μέδουσα και Περσέας

Τη Δανάη ερωτεύτηκε ο Πολυδέκτης, ο αδελφός του βασιλιά της Σερίφου, αλλά δεν μπορούσε να την αποκτήσει, καθώς ο Περσέας, άνδρας πια, θα μπορούσε να προστατέψει τη μητέρα του από τις επιθετικές διαθέσεις του επίδοξου εραστή. Προσποιήθηκε, λοιπόν, ότι σκόπευε να ζητήσει σε γάμο την Ιπποδάμεια, κόρη του Οινόμαου, και προσκάλεσε τους φίλους του να τον βοηθήσουν να συγκεντρώσει τα απαραίτητα δώρα, για να τα προσφέρει στον πατέρα της κόρης και να έχει ελπίδες στη διεκδίκησή της. Από τους υπόλοιπους ζήτησε άλογα, όμως από τον Περσέα ζήτησε να του φέρει το κεφάλι της Γοργόνας Μέδουσας εκμεταλλευόμενος τη δήλωση που είχε κάνει ο γιος της Δανάης ότι δεν είχε αντίρρηση ακόμη και το κεφάλι της Γοργόνας να συνεισφέρει ως γαμήλιο δώρο. Τον άθλο κατάφερε να τον φέρει σε πέρας, γιατί είχε βοηθούς τον Ερμή και την Αθηνά, που τον οδήγησαν στις Γραίες, αδελφές των Γοργόνων. Ονομάζονταν Ενυώ, Πεφρηδώ και Δεινώ και όλες μαζί Φορκίδες από το όνομα του πατέρα τους. Ήταν γριές από την ίδια τη στιγμή της γέννησής τους και διέθεταν ένα μόνο μάτι και ένα μόνο δόντι, που τα μοιράζονταν μεταξύ τους πότε η μία και πότε η άλλη. Τους τα άρπαξε ο Περσέας, και όταν οι τρεις αδελφές τα ζήτησαν πίσω, τους τα υποσχέθηκε με την προϋπόθεση να του δείξουν τον δρόμο που οδηγούσε στις Νύμφες που είχαν φτερωτά σανδάλια, την κίβισιν, που λένε ότι ήταν σακούλι, σαν το πλεχτό σακούλι των θηρευτών στην αγγειογραφία, και τη δερμάτινη περικεφαλαία του Άδη, την κυνὴ [δορὰ]1. Οι Φορκίδες του έδειξαν τον δρόμο κι εκείνος τους επέστρεψε ό,τι τους είχε αρπάξει. Ύστερα άρπαξε από τις Νύμφες αυτά που είχε ανάγκη για να αντιμετωπίσει τη Μέδουσα· την κίβισιν με την οποία τύλιξε το σώμα του, τα πέδιλα που τα ταίριαξε στους αστραγάλους του και την περικεφαλαία που, όταν τη φορούσε, γινόταν αόρατος, ενώ ο ίδιος έβλεπε ό,τι και όσους ήθελε. Ο Ερμής του έδωσε και ένα ατσάλινο δρεπάνι, την άρπη. [Εικ. 1, 2, 3, 4]

Πετώντας σαν τον Ερμή, ο Περσέας έφτασε στον Ωκεανό και βρήκε τις Γοργόνες να κοιμούνται. Χάρη στα σανδάλια που φορούσε στάθηκε από πάνω τους και με την Αθηνά να του κατευθύνει το χέρι, στρέφοντας το βλέμμα του αλλού και κοιτάζοντας σε χάλκινη ασπίδα, μέσα στην οποία έβλεπε την εικόνα της Μέδουσας, την αποκεφάλισε. Μόλις κόπηκε το κεφάλι, ξεπήδησαν από τον λαιμό της Γοργόνας τα παιδιά που κυοφορούσε από τον Ποσειδώνα, ένα φτερωτό άλογο, τον Πήγασο, και τον Χρυσάορα, που έγινε πατέρας του Γηρυόνη. Και ο Περσέας, λοιπόν, έβαλε μέσα στο σακούλι το κεφάλι της Μέδουσας και πήρε τον δρόμο της επιστροφής, ενώ οι Γοργόνες σηκώθηκαν από το κρεβάτι τους ψηλά στον αέρα και τον καταδίωξαν· δεν μπορούσαν όμως να τον δουν, γιατί η περικεφαλαία των Νυμφών τον έκαμνε αόρατο. [Εικ. 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25]

Το βλέμμα της Μέδουσας

Όταν ο Περσέας έφτασε στην Αιθιοπία, όπου βασίλευε ο Κηφέας, βρήκε την κόρη του Ανδρομέδα δεμένη, βορά σ’ ένα θαλάσσιο κήτος, σαν τιμωρία των Νηρηίδων στη μητέρα τους Κασσιέπεια και γυναίκα του Κηφέα, που τις συναγωνίστηκε σε ομορφιά και καυχήθηκε ότι ήταν η ωραιότερη απ’ όλες. Οι Νηρηίδες οργίστηκαν, και ο Ποσειδώνας, που συμμερίστηκε την οργή τους, για τιμωρία πλημμύρισε τη χώρα και έστειλε και ένα κήτος. Και επειδή ο Άμμωνας χρησμοδότησε ότι η χώρα θα σωθεί από τη συμφορά αν η κόρη της Κασσιέπειας Ανδρομέδα δοθεί στο κήτος βορά, ο Κηφέας αναγκάσθηκε από τους Αιθίοπες να το πράξει και έδεσε την κόρη του σε βράχο. Αλλά με το που την είδε ο Περσέας, την ερωτεύτηκε και υποσχέθηκε στον Κηφέα να σκοτώσει το κήτος, με την προϋπόθεση να δώσει ο βασιλιάς τη συγκατάθεση του γι’ αυτόν τον γάμο, σε περίπτωση, βέβαια, που ο Περσέας την έσωζε. Οι δύο άνδρες αντάλλαξαν όρκους ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία, ο Περσέας αντιμετώπισε το κήτος, το σκότωσε και απελευθέρωσε την Ανδρομέδα. Αλλά ο Φινέας, ο αδελφός του Κηφέα, συνωμότησε εναντίον του Περσέα, γιατί ο Κηφέας του είχε υποσχεθεί την Ανδρομέδα για γυναίκα του. Ο Περσέας έμαθε για τη συνωμοσία και απαλλάχτηκε εύκολα από τους συνωμότες δείχνοντάς τους το κεφάλι της Γοργόνας Μέδουσας· στη θέα του πέτρωσαν όλοι. [Εικ. 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43] περισσότερες εικόνες μπορείς να δεις στο λήμμα Ανδρομέδαδεσμός] Στη συνέχεια, έφτασε στη Σέριφο, όπου βρήκε τη μητέρα του μαζί με τον Δίκτη να έχουν καταφύγει στους βωμούς, εξαιτίας της βιαιότητας του Πολυδέκτη· τότε μπήκε στα ανάκτορα, όπου ο Πολυδέκτης είχε συγκαλέσει τους φίλους του και, αφού ο ίδιος έστρεψε το κεφάλι του αλλού, τους έδειξε την κεφαλή της Γοργόνας· αυτοί που το είδαν πέτρωσαν στη στάση που είχε ο καθένας. Και αφού έκανε βασιλιά της Σερίφου τον Δίκτη, επέστρεψε τα σανδάλια, το σακίδιο και την περικεφαλαία στον Ερμή, ενώ το κεφάλι της Μέδουσας το έδωσε στην Αθηνά. Ο Ερμής με τη σειρά του τα επέστρεψε στις Νύμφες, ενώ η Αθηνά προσάρμοσε στο μέσο της ασπίδας της το κομμένο κεφάλι, που λειτουργούσε αποτροπαϊκά, προστατευτικά, δηλαδή, για την ίδια και απειλητικά για τον ξένο και τον παρείσακτο. [Εικ. 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67,] Ο Παυσανίας, περιγράφοντας το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη, γράφει:

Το άγαλμα της Αθηνάς είναι όρθιο με χιτώνα μέχρι τις άκρες των ποδιών και στο στέρνο της είναι κατασκευασμένη από ελεφαντόδοντο η κεφαλή της Μέδουσας. Κρατά Νίκη τεσσάρων πήχεων, στο άλλο χέρι δόρυ, κοντά στα πόδια της βρίσκεται ασπίδα, και δίπλα στο δόρυ φίδι, που ίσως είναι ο Εριχθόνιος. (Παυσ. 1.24.7, μετ. ομάδα Κάκτου)

Ανάμεσα στα θύματα της Μέδουσας ήταν και η Αριάδνη σύμφωνα με μαρτυρία του Νόννου (47.666 κ.ε.). Η πριγκίπισσα της Κρήτης, αγαπημένη του Θησέα και ύστερα του Διόνυσου, σκοτώθηκε από τον Περσέα ή πέτρωσε από τον τρόμο της —πετρώδεα νύμφην—, όταν είδε το κεφάλι της Μέδουσας που κρατούσε ο Περσέας. Αυτό έγινε στον πόλεμο του Περσέα με τον Διόνυσο και τις Μαινάδες του.

Λεγόταν, ακόμη, ότι η Μέδουσα αποκεφαλίστηκε για χάρη της Αθηνάς, γιατί θέλησε να συναγωνιστεί τη θεά σε ομορφιά. Όπως και να έχει, καταστερίστηκεδεσμός μαζί με τον Περσέα. Και πάντως, είτε όμορφη είτε άσχημη, το προσωπείο της συνδέθηκε με το παλαιότερο γοργόνειοδεσμός και λειτουργούσε αποτροπαϊκάδεσμός, όπως στην Αθηνά, γιατί τραβούσε το βλέμμα του εισβολέα και του επιτιθέμενου λειτουργώντας σαν γητεύτρα και αποπλανώντας τον, κάνοντάς τον να χάνει τον στόχο του. Γι’ αυτό και το προσωπείο της τοποθετούνταν σε ιερούς χώρους προστατευτικά, στα φάλαρα αλόγων, σαν κόσμημα, καρφίτσα ή σκουλαρίκι ή στη ζώνη… Ακόμη και νεκρή στον κάτω κόσμο, ο Ηρακλής, τη φοβήθηκε και της επιτέθηκε, όμως ο Ερμής του είπε ότι ήταν είδωλο χωρίς υλική υπόσταση. Ακόμη και ένας βόστρυχός της λειτουργούσε εκφοβιστικά. Αυτό παραδίδεται στον παρακάτω μύθο:

Ο βόστρυχος της Μέδουσας

Όταν ο Ηρακλής άρχισε να συγκεντρώνει στρατό και να αναζητά συμμάχους για να εκστρατεύσει εναντίον των Λακεδαιμονίων, απαιτούσε ο Κηφέας της Αρκαδίας και με τα είκοσι παιδιά του να πάρουν μέρος στον πόλεμο μαζί του. Όμως ο Κηφέας φοβήθηκε ότι κατά την απουσία του οι Αργείοι θα επιτίθεντο στη χώρα του και αρνήθηκε να συμμετάσχει. Τότε ο Ηρακλής πήρε από την Αθηνά ένα βόστρυχο από τα μαλλιά της Μέδουσας μέσα σε χάλκινη στάμνα, την έδωσε στην κόρη του Κηφέα Στερόπη και της είπε, σε περίπτωση που εχθρικός στρατός πλησιάσει απειλητικά, να βγάλει τον βόστρυχο και να τον σηκώσει τρεις φορές πάνω από τα τείχη, χωρίς όμως αυτή να τον κοιτάξει, και οι εχθροί θα τρέπονταν σε φυγή. Μετά από αυτό, ο Κηφέας ξεκίνησε για την εκστρατεία μαζί με τα παιδιά του.

Το αίμα της Μέδουσας

Και όπως από το κεφάλι και το αίμα της αποκεφαλισμένης Μέδουσας ξεπήδησαν δύο παιδιά, έτσι και το αίμα της ήταν και φάρμακο και φαρμάκι:

[Ο Κένταυρος Χείρωνας] ανέθρεψε [τον Ασκληπιό] και του δίδαξε την ιατρική και την τέχνη του κυνηγού. Έγινε μάλιστα χειρουργός και ασκώντας την τέχνη του για πολύ καιρό όχι μόνο εμπόδιζε κάποιους να πεθάνουν αλλά ανάσταινε και τους νεκρούς· γιατί πήρε από την Αθηνά το αίμα που έτρεξε από τις φλέβες της Γοργόνας, και το αίμα που είχε χυθεί από τα αριστερά το χρησιμοποιούσε για την καταστροφή των ανθρώπων [ήταν δηλητήριο], ενώ αυτό που είχε τρέξει από τις δεξιές φλέβες για τη σωτηρία τους [ήταν ευεργετικό], και με αυτό ανάσταινε τους νεκρούς. (Απολλόδωρος 3.10.3)

Μάλιστα ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι είχε ανακαλύψει μαρτυρίες για αυτούς που ανέστησε ο Ασκληπιός:

τον Καπανέα και τον Λυκούργο, όπως λέει ο Στησίχορος <στην> Εριφύλη, τον Ιππόλυτο, όπως λέει ο συγγραφέας των Ναυπακτικών, τον Τυνδάρεω, όπως λέει ο Πανύασσις, τον Υμέναιο, όπως λένε οι Ορφικοί, τον Γλαύκο, τον γιο του Μίνωα, όπως αναφέρει ο Μελησαγόρας. [ό.π.]

Το κορίτσι Μέδουσα

Η γοητεία που ασκεί ένας μύθος προκαλεί τις παραλλαγές του. Ο μύθος της Μέδουσας εξελισσόταν μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και φυσικά οι όποιες προσθήκες, αφαιρέσεις, μετατροπές συμβάδιζαν με τις επιταγές και την ιδεολογία του χρόνου και των τόπων. Έτσι, η Μέδουσα από αρχέγονο προολύμπιο τέρας μετατράπηκε σε μια κοπελίτσα όμορφη αλλά περήφανη και υπεροπτική, που τόλμησε να συγκρίνει την ομορφιά της με της Αθηνάς και να τη βρει ανώτερη. Και η Αθηνά άλλαξε τα μαλλιά του κοριτσιού σε φίδια. Λεγόταν ακόμη ότι η αιτία γι’ αυτήν τη μεταμόρφωση ήταν η αναγκαστική της συνεύρεση με τον θεό Ποσειδώνα μέσα σε ένα ιερό αφιερωμένο στην Αθηνά. Φυσικά, η οργή της θεάς δεν θα μπορούσε να ξεσπάσει σε έναν θεό, το αναγκαίο και αναγκαστικό θύμα ήταν η θνητή.

Η βασίλισσα Μέδουσα

Ο Διόδωρος διασώζει μια ευημεριστική / ιστορική ερμηνεία του μύθου των Γοργόνων και της Μέδουσας. Παραδίδει, λοιπόν, τα εξής: Οι Γοργόνες ήταν πολεμικός λαός που κατοικούσε σε μια χώρα στα σύνορα της χώρας των Ατλάντων. Όταν οι Αμαζόνες νίκησαν τους Ατλάντιους και κατέλαβαν την πόλη Κέρνη, φέρθηκαν με σκληρότητα στους ηττημένους –σκότωσαν τους άνδρες, εξανδραπόδισαν γυναίκες και παιδιά, κατέσκαψαν την πόλη–, ώστε κανείς από τους υπόλοιπους να μην τολμήσει να αντισταθεί. Πράγματι, οι Ατλάντιοι δέχτηκαν την επικυριαρχία των Αμαζόνων, χάρισαν δώρα και ψήφισαν τιμές για εκείνες, ώστε να κερδίσουν την επιείκεια και την ευμένειά τους. Ως αντάλλαγμα ζήτησαν να τους απαλλάξουν από τον πολεμικό γειτονικό λαό των Γοργόνων. Έγιναν σκληρές μάχες μεταξύ των Αμαζόνων και των Γοργόνων, μέχρι που οι πρώτες, με τα ξίφη, τα δόρατα και τα τόξα για επιθετικά όπλα και με αμυντικά ασπίδες από δέρματα μεγάλων λιβυκών φιδιών, νίκησαν τις Γοργόνες και τις καθυπόταξαν, σκότωσαν πολλές και αιχμαλώτισαν πάνω από τρεις χιλιάδες. Όσες διασώθηκαν κατέφυγαν σε μια δασώδη περιοχή και επειδή η βασίλισσα των Αμαζόνων Μύρινα δεν μπόρεσε να βάλει φωτιά για να εξοντώσει τελείως τη φυλή των Γοργόνων, επέστρεψε στα σύνορα της χώρας της. Στα κατοπινά χρόνια, και καθώς οι Αμαζόνες είχαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην επικράτειά τους, οι Γοργόνες δυνάμωσαν αλλά κατανικήθηκαν από τον διογενή Περσέα τον καιρό που βασίλισσά τους ήταν η Μέδουσα. Τελικά εξοντώθηκαν τελείως από τον επίσης διογενή Ηρακλή, όπως και οι Αμαζόνες, τον καιρό που ο ήρωας των Θηβών έφτανε στη Δύση και έστησε στη Λιβύη τις στήλες που όριζαν τα όρια του κόσμου. Γιατί το θεωρούσε δεινό, τη στιγμή που αποφάσισε να ευεργετήσει όλο το ανθρώπινο γένος, να υποφέρει γυναικοκρατούμενες φυλές (Διόδ. 3.54-55).




[1] Η κυνή (συνηρημένος τύπος του κυνέη) ήταν το δέρμα του σκύλου που χρησίμευε στην κατασκευή στρατιωτικών πιλιδίων (=περικεφαλαιών ή πεδίλων). Η κυνή δορά ήταν δερμάτινο κάλυμμα της κεφαλής, όχι απαραίτητα σκύλου, που διαφοροποιείται από την κόρυθα που ναι μεν ήταν δερμάτινη αλλά ήταν και καλυμμένη ή διακοσμημένη με μέταλλο.