Το θηλυκό τέρας της Φωκίδας, η Σύβαρις ή Λάμια, ζούσε στο όρος Κίρφη [1] στους πρόποδες του Παρνασσού προς τον νότο, πλάι στην Κρίσα, σε μια τεράστια σπηλιά. Αυτή άρπαζε στους αγρούς κοπάδια και ανθρώπους. Χρησμός του θεού Απόλλωνα απέτρεψε τη μετεγκατάσταση των κατοίκων των Δελφών, κάτι που θα προκαλούσε την ερήμωση και του μαντείου, με την προϋπόθεση ότι θα προσέφεραν ως θύμα στο τέρας ένα νέο. Ο κλήρος έπεσε στον όμορφο και χαρισματικό Αλκυονέα, μοναχογιό του Δίομου και της Μεγάνειρας. Οι ιερείς τον ετοίμασαν για τη θυσία σαν ιερό σφάγιο, τον στεφάνωσαν και με πομπή κατευθύνθηκαν προς την είσοδο του σπηλαίου. Στον δρόμο τους συνάντησε ένας ευγενής από τη γενιά του ποταμού Αξιού, ο Ευρύβατος, γιος του Εύφημου, τον οποίο πληροφόρησαν για το συμβάν. Όμως, καθώς ο Ευρύβατος ερωτεύτηκε ακαριαία τον Αλκυονέα αλλά δεν μπορούσε να τον ελευθερώσει με τη βία, πρότεινε στους ιερείς να τον αντικαταστήσει και να πεθάνει αντί για εκείνον. Οι ιερείς δέχτηκαν, έβγαλαν τα στεφάνια από το κεφάλι του Αλκυονέα, τα τοποθέτησαν στον Ευρύβατο και τον οδήγησαν στη σπηλιά, όπου και τον εγκατέλειψαν. Ο νέος μπήκε με τόλμη στο άντρο, άρπαξε τη Σύβαρη, την έβγαλε στο φως και της τσάκισε το κεφάλι σε ένα βράχο. Το τέρας εξαφανίστηκε και στη θέση του αναπήδησε πηγή που την ονόμασαν Σύβαρη. Αυτό το όνομα έδωσαν στην πόλη που ίδρυσαν αργότερα οι Λοκροί στην Ιταλία.
Σχετικά λήμματα
ἡ Κίρφις ἐκ τοῦ νοτίου μέρους, ὄρος ἀπότομον, νάπην ἀπολιπὸν μεταξύ, δι´ ἧς Πλεῖστος διαρρεῖ ποταμός. ὑποπέπτωκε δὲ τῇ ὁ Κίρφει πόλις ἀρχαία Κίρρα (Στράβων 9.3).