Αρχαία ελληνική μυθολογία

Θράκες

ΚΥΖΙΚΟΣ



Ο Κύζικος ήταν γιος του Αινέα και της Αινίτης. Η καταγωγή του χάνεται κάπου στη Θεσσαλία από την πλευρά του πατέρα του και τη Θράκη από την πλευρά της μητέρας. Μητέρα του πατέρα του ήταν η Στίλβη, κόρη του θεού-ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας και της Νύμφης Κρέουσας, και πατέρας του ήταν μάλλον ο Απόλλωνας, οπότε είχε για αδέλφια του, τον Κένταυρο και τον Λαπίθη. Η μητέρα του Αινίτη ήταν κόρη του βασιλιά της Θράκης Εύσωρου και αδελφή του Ακάμαντα, διοικητή του στρατιωτικού σώματος των Θρακών που πολεμούσε κάτω από τις διαταγές των Τρώων εναντίον των Αχαιών. Ενίοτε ως πατέρας του αναφέρεται ο θεωρούμενος αλλού πατέρας της μητέρας του, ο Εύσωρος.

Ο Κύζικος βασίλευε στη γη των Δολιόνων, οι οποίοι κατάγονταν από τον Ποσειδώνα. Γυναίκα του ήταν η Κλείτη ή Κλειτή, κόρη του μάντη Μέροπα (Απολ. Ρ. 1.974)· ή η Λάρισα, κόρη του άρχοντα των Πελασγών Πίασου, και ότι είχε ένα συνονόματο γιο (Παρθ., Ερωτ. 28.1-2). Φιλοξένησε τους Αργοναύτες στην πορεία τους προς την Κολχίδα (Ορφ. Αργ., στ. 505-510Κύζικος, ο φιλόξενος βασιλιάς), οι οποίοι τoυ ζήτησαν γεωγραφικές πληροφορίες για την πορεία τους στα ενδότερα. Και επειδή εκείνος δεν μπορούσε να τις δώσει, μερικοί από τους Αργοναύτες ανέβηκαν στο όρος Δίδυμο, για να δουν τα νερά που θα έπρεπε να διασχίσουν, ενώ άλλοι έφεραν την Αργώ από το ένα λιμάνι της Κυζίκου, τον Καλό Λιμένα, στο άλλο, τον Χυτό Λιμένα. Όμως οι γηγενείς Γίγαντες προσπάθησαν να εμποδίσουν την προσάραξη του πλοίου μπαζώνοντας με βράχια τις εκβολές του Ρύνδακα ποταμού. [1] O Ηρακλής, που είχε μείνει εκεί με νεότερους άνδρες, τέντωσε το τόξο του, ενώ εκείνοι ανταπάντησαν πετώντας πέτρες. Βλέποντας αυτά οι Αργοναύτες από μακριά, επέστρεψαν και ρίχτηκαν στη μάχη στο πλευρό του Ηρακλή. Τα τέρατα χτυπήθηκαν περισσότερες από μία φορές και οι νεαροί πολεμιστές αποτελείωναν το έργο με δόρατα και βέλη μέχρι που στο τέλος τους σκότωσαν όλους. Η είσοδος του λιμανιού γέμισε με τα νεκρά τους σώματα· άλλοι κείτονταν με το κεφάλι και το στήθος στη θάλασσα και τα πόδια στην ξηρά και άλλοι ανάποδα, τροφή για τα ψάρια και τα πουλιά. Και τα σώματά τους, γράφει ο Απολλώνιος, έμοιαζαν με τα μακριά ξύλα που λαξεύουν οι ξυλοκόποι για τα πλοία και τα αφήνουν στη σειρά στην ξηρά δίπλα στη θάλασσα, μέχρι να στεγνώσουν και να είναι έτοιμα να δεχτούν τις σφήνες. Την ημέρα που οι Αργοναύτες έφυγαν από τον τόπο του ξέσπασε καταιγίδα και η Αργώ προσάραξε σε παραλία των Δολιόνων. Ούτε οι Αργοναύτες αντιλήφθηκαν ότι βρίσκονταν σε έδαφος φιλικό προς αυτούς αλλά ούτε και οι Δολίονες τους αναγνώρισαν μέσα στη νύχτα, μάλιστα νόμιζαν ότι ήταν οι εχθροί τους οι Πελασγοί. Τους επιτέθηκαν λοιπόν και στη σφοδρότητα της μάχης ο Κύζικος σκοτώθηκε είτε από τον ίδιο τον Ιάσονα είτε από τους Διόσκουρους. Όταν ξημέρωσε και αναγνωρίστηκαν, οι δύο «αντίπαλες» ομάδες θρήνησαν για την άδικη σύγκρουση και έθαψαν με μεγαλοπρέπεια τον Κύζικο, ενώ η σύζυγός του Κλείτη, νιόπαντρη ακόμη, αυτοκτόνησε από τη θλίψη της. Από τα δάκρυά της ή από τα δάκρυα που έχυσαν οι Νύμφες γι’ αυτήν σχηματίστηκε η πηγή που οι ντόπιο ονόμασαν από εκείνη Κλείτη.

Άλλη παράδοση (Ορφ. Αργ. 525 κ.ε.) θέλει τον Ηρακλή να σκοτώνει τον Κύζικο κατά λάθος πάνω στη μάχη εναντίον των γηγενών Γιγάντων και τη Ρέα να ακινητεί την Αργώ από θυμό για τον φόνο του λαού της. Σε όνειρο που είδε ο τιμονιέρης του πλοίου, ο Τίφυς, του φανερώθηκε η Αθηνά και του είπε να βρουν το νεκρό σώμα του Κύζικου, που κείτεται μες στην άμμο (στ. 545), και να του αποδώσουν τις πρέπουσες νεκρικές τιμές, ώστε να πραϋνθεί και η οργή της Ρέας. Όταν ξημέρωσε, οι Αργοναύτες βρήκαν τον νεκρό πασπαλισμένο με αίμα και με σκόνη (στ. 566), σε καλόξεστη πλάκα τον έβαλαν από κάτω / με χώμα τύμβο ύψωσαν, του έχτισαν μνημείο (στ. 569-70), έκαναν τις πρέπουσες θυσίες για τους νεκρούς και χοές με νερό, γάλα, μέλι, τραγούδησαν ύμνους θρηνητικούς και κήρυξαν επιτάφιους αγώνες.


Σχετικά λήμματα

ΑΚΑΜΑΝΤΑΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣδεσμός, ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ - ΚΑΣΤΟΡΑΣ-ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣδεσμός, ΕΥΣΩΡΟΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ, ΚΛΕΙΤΗ ή ΚΛΕΙΤΑ, ΜΕΡΟΠΑΣδεσμός, ΠΗΝΕΙΟΣ (Θεσσαλία), ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣδεσμός

 




[1] Από τα βράχια αυτά η Κόρη, θεά προστάτιδα της περιοχής, κατασκεύασε ένα νησί, στο οποίο δόθηκε αργότερα το όνομα του Πελασγού Βέσβικου (Στέφ. Β., λ. Βέσβικος).